xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΜΑΧΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

 ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΙΑ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΡΟΣ ΗΜΑΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ  ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΜΑΧΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ

Ἀπόδοση εἰς τὴν νέα Ἑλληνική: Ἀρχιμανδρίτης Δωρόθεος Πάπαρης

Εἰσαγωγὴ - Περίληψη


Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ᾿ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου ἀναλύεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου: α) ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας στὴν κατάσταση τῆς ἀθανασίας ποὺ ἀπωλέσθηκε λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος· καὶ β) ἡ ἀπόδοση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἱκανότητας νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ λόγου περιγράφει τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως: εἶναι τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του.

Στὸ τρίτο μέρος τοῦ λόγου ἀνασκευάζονται οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν) γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων ἀνασκευάζονται ἀπὸ τὴν προφητική τους παράδοση. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνασκευάζονται μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τονίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν εἶναι ἀπρεπὲς γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ καλύτερο σκεῦος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὑπῆρχε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου;

Τέλος, στὸν ἐπίλογο ὁ συγγραφέας τονίζει ὅτι γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα χρειάζονται δυὸ πράγματα: μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ βίος ἁγνός.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο γιὰ τὴν δημιουργία, τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁδηγεῖ στὴ θέωση, ὅπως μὲ ἔμφαση θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «ὁ Λόγος ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς». Ἀφορᾷ τὸ νόημα καὶ τὸν στόχο τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας.

Γιὰ ὅσους θέλουν νὰ γευθοῦν τὴν γλυκύτητα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὸ πρωτότυπο , μετὰ τὴν μετάφραση στὴν νεοελληνικὴ ὑπάρχει τὸ πρωτότυπο κείμενο   

Εἶναι ἀρκετὰ αὐτὰ τὰ λίγα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἀναπτύξαμε, πρὶν ἀπὸ τὸν τωρινό μας λόγο, γιὰ τὴν πλάνη καὶ τὴ δεισιδαιμονία τῶν ἐθνικῶν στὴν εἰδωλολατρία· εἴπαμε μὲ ποιό τρόπο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔγινε ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων· ἀπὸ τὴν κακία τους οἱ ἄνθρωποι ἔφτιαξαν αὐτὴ τὴ θρησκεία. Μὲ τὴ χάρη βέβαια τοῦ Θεοῦ, μᾶς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ποῦμε λίγα καὶ γιὰ τὴ θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Πατέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ δύναμη καὶ πρόνοιά του γιὰ ὅλα. Ὁ πανάγαθος Πατέρας μὲ τὸ Λόγο του φροντίζει τὸ σύμπαν· ὅλα κινοῦνται καὶ παίρνουν ζωὴ ἀπ' αὐτόν.

Στὴ συνέχεια, λοιπόν, ἀγαπητέ μου, γνήσιε φίλε τοῦ Χριστοῦ, θὰ σοῦ διηγηθῶ γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου· ἐπιπλέον, θὰ σοῦ πῶ μὲ λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ Λόγου πάνω στὴ γῆ (θεία ἐπιφάνεια). Οἱ Ἰουδαῖοι βέβαια τὴν συκοφαντοῦν, ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες τὴν ἐμπαίζουν· ἐμεῖς ὅμως τὴν προσκυνᾶμε. Συμβαίνει τὸ ἑξῆς: φαινομενικὰ οἱ χλευαστὲς ἐξευτελίζουν τὸ Λόγο· ἐσὺ ὅμως (καὶ κάθε εὐσεβὴς) ἀποκτᾶς περισσότερη καὶ μεγαλύτερη εὐλάβεια στὸ πρόσωπό Τοῦ.

Διότι, ὅσο οἱ ἄπιστοι Τὸν χλευάζουν, τόσο μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς θεότητάς Τοῦ παρέχει. Καὶ ὅσα οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀντιλαμβάνονται, ἐπειδὴ τὰ θεωροῦν ἀδιανόητα, Αὐτὸς ἀποδείχνει ὅτι αὐτὰ εἶναι κατορθωτά. Ὅσα ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τὰ χλευάζουν ὡς ἀπρεπῆ, Αὐτὸς αὐτὰ τὰ καθιστᾶ εὐπρεπῆ μὲ τὴν καλωσύνη του. Ὅσα οἱ ἄνθρωποι μὲ τὶς ἐξυπνάδες τους τὰ κοροϊδεύουν ὡς ἀνθρώπινα, Αὐτὸς αὐτὰ μὲ τὴ δύναμή του τὰ παρουσιάζει θεϊκά. Ἀπὸ τὴ μιά, διαλύει τὴν φαντασμαγορία τῶν εἰδώλων μὲ τὴν ἀνθρώπινη ταπείνωση τοῦ ἑαυτοῦ του πάνω στὸ σταυρὸ· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη, μεταστρέφει μυστικὰ αὐτοὺς ποὺ χλεύαζαν καὶ ἀπιστοῦσαν· τοὺς κάνει νὰ προσκυνοῦν τὴ θεότητα καὶ τὴ δύναμή του.

Γιὰ τὴ διήγηση αὐτὴ (τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου), πρέπει νὰ θυμᾶσαι τὰ προηγούμενα (σχετικὰ μὲ τὴν εἰδωλολατρία). Ἔτσι, θὰ μπορέσεις νὰ κατανοήσεις τὴν αἰτία τῆς πρόσληψης τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος ἀπὸ τὸν τόσο μεγάλο καὶ σπουδαῖο Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατέρα· ἀκόμη, νὰ μὴ νομίσεις ὅτι ἦταν κάτι τὸ φυσιολογικὸ ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Σωτῆρα. Διότι, αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀσώματος καὶ Υἱὸς Λόγος τοῦ Πατέρα, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης καὶ καλωσύνης τοῦ Πατέρα του σὲ μᾶς, γιὰ τὴ σωτηρία μας, δέχεται νὰ περιβληθεῖ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ νὰ φανερωθεῖ.

Πρὶν ὅμως διηγηθοῦμε τὴν ἱστορία τῆς ἐνανθρωπήσεως, πρέπει πρῶτα νὰ ποῦμε γιὰ τὴ δημιουργία τοῦ σύμπαντος καὶ γιὰ τὸ Δημιουργὸ Θεό του. Ἔτσι, θὰ μπορεῖ κάποιος δικαιολογημένα ν' ἀποδώσει στὸ Λόγο καὶ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου, τοῦ ὁποίου εἶναι καὶ ὁ ἀρχικὸς δημιουργός. Τίποτε τὸ ἀντιφατικὸ δὲν ὑπάρχει: μ' Αὐτὸν ποὺ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔφτιαξε τὸν κόσμο, μ' Αὐτὸν καταστρώνει τώρα καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας του (τοῦ κόσμου).

Τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ σύμπαντος πολλοί την σκέφτηκαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο· ὅπως ἤθελε ὁ καθένας, ἔτσι καὶ τὴν ἐπινόησε.

Ἄλλοι, ὅπως οἱ Ἐπικούρειοι, λένε ὅτι ὅλα ἔγιναν ἀπὸ μόνα τους, στὴν τύχη. Αὐτοὶ ὑποστηρίζουν μὲ μυθοπλασίες ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία πρόνοια στὸν κόσμο· ὑποστηρίζουν τὰ ἀντίθετα στὰ ὁλοφάνερα.

Ἂν λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ θεωρία τους, ὅλα ἔγιναν χωρὶς φροντίδα, ἀπὸ μόνα τους, θὰ ἔπρεπε ὅλα νὰ εἶναι ἁπλὰ καὶ ὅμοια, ὄχι διαφορετικὰ μεταξύ τους. Θὰ ἔπρεπε στὸ σύμπαν ὅλα ν' ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα, ἥλιο ἢ σελήνη· καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ εἶναι ὅλοι ἕνα, ἢ χέρι ἢ μάτι ἢ πόδι. Στὴν πραγματικότητα ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Βλέπουμε τὸ ἕνα ἄστρο νὰ εἶναι ἥλιος· τὸ ἄλλο, σελήνη· τὸ ἄλλο, γῆ. Τὸ ἴδιο καὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα: ἄλλο μέρος εἶναι πόδι, ἄλλο χέρι, ἄλλο κεφάλι. Αὐτὴ ἡ διάκριση δείχνει ὅτι τὰ πράγματα δὲν προῆλθαν ἀπὸ μόνα τους τυχαία, ἀλλὰ προηγεῖται ἡ αἰτία ποὺ τὰ δημιούργησε. Κι ἀπὸ τὴν τάξη αὐτὴ εὔκολα ὁδηγούμαστε στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος δημιούργησε καὶ τακτοποίησε τὰ πάντα.

Ἄλλοι πάλι, μεταξύ τους καὶ ὁ σπουδαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Πλάτων, λένε ὅτι ὁ Θεὸς τὰ δημιούργησε ὅλα ἀπὸ προϋπάρχουσα καὶ αἰώνια ὕλη. Διότι (λένε), δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατασκευάσει κάτι ὁ Θεός, ἂν δὲν προϋπῆρχε ἡ ὕλη (τὸ ὑλικὸ κατασκευῆς). Ὅπως ὁ ξυλουργὸς πρέπει νὰ ἔχει ξύλα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὰ ἐπεξεργαστεῖ.

Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι, λέγοντας κάτι τέτοιο, ἀποδίδουν ἀδυναμία στὸ Θεό. Διότι, ἂν δὲν εἶναι Αὐτὸς αἴτιος ὑπάρξεως τῆς ὕλης καὶ ὑποχρεωτικὰ ὅλα τὰ κατασκευάζει ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη, τότε εἶναι ἀδύναμος· διότι δὲν μπορεῖ χωρὶς ὕλη νὰ κάμει κάποιο κτίσμα. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ξυλουργός, ἀδυνατεῖ νὰ κάνει κάποιο χρήσιμο ἀντικείμενο χωρὶς ξύλα.

Νὰ τὸ ποῦμε ὑποθετικά: ἂν δὲν ὑπῆρχε ὕλη, τίποτε δὲν θὰ δημιουργοῦσε ὁ Θεός. Καὶ Πὼς θὰ τὸν ὀνομάζαμε τεχνίτη καὶ δημιουργό, ἐφόσον ἄλλος –ἐννοῶ ἡ ὕλη– θὰ τοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα κατασκευῆς; Ἂν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα, ὁ Θεὸς θὰ ἦταν γι' αὐτοὺς ὄχι δημιουργὸς ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, ἀλλὰ μόνον τεχνίτης· διότι θὰ ἐπεξεργαζόταν προϋπάρχουσα ὕλη, χωρὶς νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ δημιουργός της. Δὲν θὰ θεωροῦνταν δημιουργός, ἐπειδὴ δὲν φτιάχνει τὸ ὑλικὸ (ὕλη) ἀπὸ τὸ ὁποῖο νὰ προέρχονται τὰ δημιουργήματα.

Οἱ αἱρετικοὶ πάλι ἐπινοοῦν ἄλλο δημιουργὸ τῶν κτισμάτων καὶ ὄχι τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποδείχνονται πωρωμένοι σὲ ὅσα λένε. Διότι ὁ Κύριος εἶπε στοὺς Ἰουδαίους: «Δὲν γνωρίζετε ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχή, ποὺ ὁ Θεὸς ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ξεχώρισε σὲ ἄνδρα καὶ γυναῖκα; Καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ· λόγῳ τῆς φυσικῆς ἕλξης πρὸς τὴ γυναῖκα, θ' ἀφήσει ὁ ἄνδρας τοὺς γονεῖς του καὶ θὰ συζευχθεῖ τὴ γυναῖκα του· ἔτσι οἱ δύο θὰ γίνουν ἕνα σῶμα». Καὶ ἀλλοῦ, δείχνοντας τὸν δημιουργό, λέει: «Αὐτοὺς ποὺ ὁ Θεὸς ἕνωσε μὲ γάμο, νὰ μὴν τοὺς χωρίζει ὁ ἄνθρωπος».

Πώς, μετὰ ἀπ' αὐτά, θεωροῦν ὅτι ἡ δημιουργία δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὸν Πατέρα; Ἀφοῦ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ποὺ τὰ διηγεῖται ὅλα μὲ ἀκρίβεια, μᾶς λέει: «ὅλα αὐτὸς τὰ ἔκαμε· καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔκαμε»· Πώς, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἄλλος ὁ δημιουργὸς καὶ ὄχι ὁ Πατέρας τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτούς τους μύθους λοιπὸν λένε αὐτοί. Ἡ θεία ὅμως διδασκαλία καὶ ἡ πίστη στὸ Χριστὸ ἀποδείχνει ὅτι ἀποτελοῦν ἀθεΐα τὰ φληναφήματα ὅλων αὐτῶν.

Τὰ κτίσματα δὲν προῆλθαν ἀπὸ μόνα τους, ἐπειδὴ δὲν ἔγιναν χωρὶς πρόνοια· οὔτε ἔγιναν ἀπὸ προϋπάρχουσα ὕλη, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀνίκανος νὰ κάνει κάτι τέτοιο. Γνωρίζει καλὰ (ἡ θεία διδασκαλία) ὅτι ὅλα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ μηδὲν· τὰ ἔφερε ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη μὲ τὸ Λόγο του. Τὸ λέει ὁ Μωϋσής: «Στὴν ἀρχή, δημιούργησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ». Μᾶς τὸ διηγεῖται καὶ τὸ πολὺ ὠφέλιμο βιβλίο τοῦ Ποιμένα: «Πάνω ἀπ' ὅλα πίστεψε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας· εἶναι Αὐτὸς ποὺ ὅλα τὰ δημιούργησε καὶ τὰ ἔβαλε σὲ τάξη· Αὐτὸς ποὺ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μηδέν». Αὐτὸ τὸ ἐπισημαίνει καὶ ὁ Παῦλος λέγοντας: «Μὲ τὴν πίστη κατανοοῦμε ὅτι οἱ αἰῶνες δημιουργήθηκαν μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὅσα βλέπουμε νὰ μὴν ἔχουν γίνει ἀπ' αὐτὰ ποὺ φαίνονται».

Ὁ Θεὸς λοιπὸν εἶναι ἀγαθὸς ἢ καλύτερα ἡ πηγὴ τῆς ἀγαθωσύνης· στὸν ἀγαθὸ μάλιστα δὲν δημιουργεῖται φθόνος γιὰ τίποτε. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, χωρὶς νὰ φθονεῖ τὴν ὕπαρξη κανενός, δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν (ἀνυπαρξία) μὲ τὸ δικό του Λόγο, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Περισσότερο ἀπ' ὅλα τὰ δημιουργήματα ὁ Θεὸς ἐλέησε τὸ ἀνθρώπινο γένος· ἐπειδὴ εἶδε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μένει γιὰ πάντα σύμφωνα μὲ τὶς ἱκανότητες ποὺ πλάστηκε, χάρισε στοὺς ἀνθρώπους περισσότερα χαρίσματα. Τοὺς ἔπλασε ὄχι μὲ ἁπλὸ τρόπο, ὅπως τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ ν' ἀποτελοῦν δικὴ Τοῦ εἰκόνα· τους μετέδωσε τὴ δύναμη τοῦ δικοῦ του Λόγου. Ἔτσι, νὰ ἔχουν πάνω τους σὰν σκιὲς ἐκτυπώματα τοῦ Λόγου καὶ νὰ γίνουν λογικοὶ· νὰ μποροῦν νὰ φτάσουν στὴν εὐτυχία, ζῶντας τὴν ἀληθινὸ καὶ ὄντως παραδεισένια ζωὴ τῶν Ἁγίων.

Ἐπειδὴ πάλι ὁ Θεὸς γνώριζε ὅτι ἡ θέληση τῶν ἀνθρώπων ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ κλίνει καὶ πρὸς τὰ δύο, πρόλαβε καὶ ἐξασφάλισε μὲ νόμο καὶ τόπο τη χάρη ποὺ τοὺς ἔδωσε. Τοὺς ἔβαλε δηλαδὴ στὸν παράδεισο καὶ τοὺς ἔδωσε νόμο νὰ τηροῦν. Ὥστε, ἂν φυλάξουν τὴ χάρη καὶ παραμείνουν καλοί, θ' ἀπολαμβάνουν στὸν παράδεισο ἀμέριμνη ζωὴ χωρὶς λῦπες καὶ πόνους· καὶ ἐπιπλέον θὰ ἔχουν καὶ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ γευτοῦν τὴν οὐράνια ἀφθαρσία. Ἐὰν ὅμως παραβοῦν τὸ νόμο καὶ γίνουν κακοὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ γνωρίζουν ὅτι θὰ ὑποστοῦν τὴ φυσικὴ φθορὰ τοῦ θανάτου· δὲν θὰ ζοῦν πλέον στὸν παράδεισο· θὰ πεθαίνουν ἔξω ἀπ' αὐτὸν καὶ θὰ παραμένουν στὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά.

Αὐτὸ τὸ ἐπισήμανε ἐκ τῶν προτέρων καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ (στοὺς πρωτοπλάστους), ἀναφέροντας τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ: «Ἔχετε ἄδεια νὰ τρῶτε ἀπὸ τοὺς καρποὺς κάθε δέντρου στὸν παράδεισο· δὲν θὰ φᾶτε μόνον ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ· τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ φᾶτε ἀπ' αὐτό, θὰ πεθάνετε». Ἡ φράση "θὰ πεθάνετε" δὲν δηλώνει μόνο τὸ θάνατο ἀλλὰ καὶ τὴν αἰώνια παραμονὴ στὴ φθορὰ τοῦ θανάτου.

Ἴσως ν' ἀπορεῖς γιατί τέλος πάντων ἐνῶ ἔχω τὴν πρόθεση νὰ μιλήσω γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου, ἐγὼ τώρα διηγοῦμαι γιὰ τὴν πλάση τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὸ σκοπὸ τῆς πραγματείας μου.

Διότι εἶναι ἀνάγκη, ἐφόσον μιλοῦμε γιὰ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Σωτῆρα στὴ γῆ, νὰ ποῦμε καὶ γιὰ δημιουργία τῶν ἀνθρώπων· ἔτσι ὥστε νὰ γνωρίζεις ὅτι ἡ δική μας αἰτία ἔγινε ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ κατέβει στὴ γῆ· ἡ δική μας παράβαση προκάλεσε τὴ φιλευσπλαχνία τοῦ Λόγου γιά μας, ὥστε νὰ ἔλθει κοντά μας ὁ Κύριος καὶ νὰ παρουσιαστεῖ στοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ δική μας ὑπόθεση Ἐκεῖνος σαρκώθηκε· καὶ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία, ἀπὸ ὑπερβολικὴ ἀγάπη γιά μας, καταδέχτηκε νὰ ντυθεῖ καὶ ἐμφανιστεῖ μὲ ἀνθρώπινο σῶμα.

Ἔτσι, λοιπόν, ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ θέλησε νὰ μείνει στὴν κατάσταση τῆς ἀφθαρσίας. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἀδιαφόρησαν καὶ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό. Σκέφτηκαν καὶ ἐπινόησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν κακία. Καὶ ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, καταδικάστηκαν στὴν ποινὴ τοῦ θανάτου, μὲ τὴν ὁποία τοὺς εἶχε προειδοποιήσει ὁ Θεὸς· στὸ ἑξῆς δὲν ζοῦσαν στὴν κατάσταση γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν πλαστεῖ. Οἱ λογισμοί τους ἔφερναν τὴ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος κυρίευε. Μάλιστα, ἡ παράβαση τῆς ἐντολῆς τους ἐπανέφερε στὴ φυσική τους κατάσταση ὥστε, ὅπως ἦταν πρὶν ὑπάρξουν, ἔτσι καὶ τώρα μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου νὰ ὑφίστανται τὴ φθορὰ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀνυπαρξία (καὶ πάλι).

Διότι, ἂν ἡ φύση τους ἦταν τέτοια ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχουν κάποτε, καὶ τοὺς κάλεσε στὴν ὕπαρξη ἡ ἐνέργεια καὶ ἀγάπη τοῦ Λόγου, ἦταν ἑπόμενο ὅτι, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρνήθηκαν τὸ Θεό, νὰ καταντήσουν στὴν κατάσταση τῶν μὴ ὄντων (ἀνυπαρξία)· διότι τὰ κακὰ εἶναι μὴ ὄντα (ἀνύπαρκτα), ἐνῶ ὄντα (ὑπαρκτὰ) εἶναι τὰ καλά, ἐφόσον προέρχονται ἀπὸ τὸν ὄντα (ὑπάρχοντα) Θεό. Ἔτσι, ἔχασαν τὴ δυνατότητα νὰ ὑπάρχουν αἰώνια. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅταν διαλύονται, μένουν στὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά.

Ἀπὸ τὴ φύση τοῦ λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός, ἐπειδὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία. Θὰ μποροῦσε βέβαια, λόγῳ τῆς ὁμοιότητάς του μὲ τὸν ὄντα Θεό, ἂν ἔμενε πιστὸς στὴ σχέση μαζί του, νὰ καταργοῦσε αὐτὴ τὴ φθορὰ τῆς φύσεώς του καὶ νὰ γινόταν ἄφθαρτος. Τὸ λέει καὶ ἡ Σοφία (Σολομῶντα): «Ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν φέρνει τὴν ἀφθαρσία». Ὄντας λοιπὸν ἄφθαρτος ὁ ἄνθρωπος, θὰ ζοῦσε ὅπως ὁ Θεὸς· κι αὐτὸ τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἐγὼ εἶπα ὅτι μπορεῖτε νὰ γίνετε ὅλοι θεοὶ καὶ παιδιὰ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ· ἀλλὰ σεῖς πεθαίνετε ὡς φθαρτοὶ ἄνθρωποι καὶ πέφτετε ὅπως πέφτουν ἀπὸ τὴν ἐξουσία οἱ ἄρχοντες».

Ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔπλασε μόνο ἀπὸ τὸ μηδὲν ἀλλά μας δώρησε μὲ τὴ χάρη τοῦ Λόγου του καὶ τὴ δυνατότητα νὰ ζοῦμε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἀρνήθηκαν τὰ αἰώνια· μὲ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου ἐπέστρεψαν στὴ φθορὰ τῆς φύσεως καὶ ἔγιναν οἱ ἴδιοι αἴτιοι τῆς καταστροφῆς τους εἰσάγοντας στὴ ζωή τους τὸ θάνατο. Ἐνῶ εἶχαν, ὅπως εἶπα παραπάνω, φθαρτὴ φύση, μποροῦσαν, ἂν ἔμεναν σταθεροὶ στὴν καλωσύνη, νὰ ξεπεράσουν τὴ θνητότητα τῆς φύσης μετέχοντας στὴ χάρη τοῦ Λόγου.

Ἐπειδὴ συνυπῆρχε μέσα τους ὁ Λόγος, δὲν θὰ τοὺς ἐπηρέαζε ἡ φυσικὴ φθορὰ καθὼς τὸ λέει καὶ ἡ Σοφία (Σολομῶντα): «Ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ μένει ἄφθαρτος καὶ ν' ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς δικῆς Τοῦ ἀΐδιας φύσεως. Ἀπὸ φθόνο ὅμως τοῦ διαβόλου εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὁ θάνατος». Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, οἱ ἄνθρωποι πέθαιναν καὶ ἡ φθορὰ βασίλευε στὴ ζωή τους καὶ ξεπερνοῦσε τὴ φυσικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Διότι ἡ φθορὰ εἶχε λάβει τὴν ἀπειλὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων σὲ περίπτωση παράβασης τῆς ἐντολῆς.

Ἐπιπλέον, καὶ στὴ διάπραξη τῶν ἁμαρτημάτων τους οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν κάποιο ὅριο· ἐπεκτείνονταν σιγὰ σιγὰ καὶ ἔφτασαν τέλος στὴν ἀσυδοσία. Στὴν ἀρχή, ἀνακάλυψαν τὴν κακία καὶ προκάλεσαν σὲ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ τους τὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά. Στὴ συνέχεια, παρεκτράπησαν σὲ ἀδικίες καὶ ξεπέρασαν κάθε εἶδος παρανομίας. Δὲν σταμάτησαν σ' ἕνα κακό, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπινοοῦσαν νεότερα κακὰ· ἔτσι, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ γίνουν ἀχόρταγοι στὶς ἁμαρτίες.

Παντοῦ γινόταν μοιχεῖες καὶ κλοπὲς· ὅλη ἡ γῆ ἦταν γεμάτη ἀπὸ φόνους καὶ ἁρπαγές. Κανένας νόμος δὲν μποροῦσε ν' ἀντιμετωπίσει τὴ φθορὰ καὶ ἀδικία. Ὅλα τὰ κακά, καθένα χωριστὰ καὶ ὅλα μαζί, τα ἔκαναν ὅλοι. Πολεμοῦσαν πόλεις ἐναντίον πόλεων· ἐπαναστατοῦσαν ἔθνη ἐναντίον ἄλλων ἐθνῶν. Ὅλη ἡ οἰκουμένη εἶχε διαιρεθεῖ ἀπὸ ἐπαναστάσεις καὶ μάχες· καθένας συναγωνίζονταν τὸν ἄλλον σὲ παρανομίες.

Δὲν τοὺς ἦταν ἄγνωστες οὔτε οἱ παρὰ φῦσιν καταστάσεις, ὅπως τὸ εἶπε καὶ ὁ μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Ἀπόστολος (Παῦλος): «Οἱ γυναῖκες ἄλλαξαν τὴ φυσικὴ χρήση τοῦ σώματός τους σὲ παρὰ φῦσιν· τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄνδρες: ἄφησαν τὴ φυσικὴ σχέση μὲ τὶς γυναῖκες καὶ στράφηκαν μὲ πάθος νὰ ἐπιθυμοῦν τοὺς ὁμοφύλους τους· ἄνδρες μὲ ἄνδρες διαπράττουν διαστροφικὲς ἀσχήμιες. Πληρώνονται ὅμως στὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό το ἀντίτιμο τῆς διαστροφικῆς ζωῆς τους».

Ἐπειδὴ λοιπὸν κυριάρχησε ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ παρέμενε στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, τὸ ἀνθρώπινο γένος χανόταν· ὁ λογικὸς καὶ κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος ἄνθρωπος καταστραφόταν. Ἔτσι, τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ ποὺ γινόταν ὁδηγοῦνταν στὴν ἀπώλεια. Διότι καὶ ὁ θάνατος, ὅπως προεῖπα, εἶχε ἰσχὺ νόμου σὲ βάρος μας. Καὶ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ ξεφύγει τὸ νόμο ποὺ τὸν εἶχε θεσπίσει ὁ Θεὸς ἐξ αἰτίας τῆς παραβάσεως (τῶν πρωτοπλάστων). Θὰ ἦταν μάλιστα ἀνακόλουθο καὶ ἀνάξιο στὸ Θεὸ νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο.

Θὰ ἦταν πρῶτα ἀνακόλουθο· διότι, ἐνῶ τὸ εἶπε ὁ Θεός, στὴ συνέχεια ἀποδείχνεται ψεύτης· δηλαδή, ἐνῶ νομοθέτησε ὅτι θὰ πεθάνει ὁ ἄνθρωπος ἂν παραβεῖ τὴν ἐντολή του, στὴ συνέχεια, μετὰ τὴν παράβαση, νὰ μὴν πεθαίνει· ἔτσι, καταπατεῖται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ ἦταν ἀληθινὸς Θεός, ἂν ἔλεγε ὅτι θὰ πεθαίνουμε, καὶ δὲν πεθαίναμε. Ἔπειτα, θὰ ἦταν καὶ ἀνάξιο τοῦ Θεοῦ· διότι, τὰ λογικὰ ὄντα ποὺ μία φορὰ τὰ δημιούργησε ὁ Λόγος καὶ μετεῖχαν σ' Αὐτόν, νὰ χάνονται καὶ νὰ ἐπιστρέφουν πάλι μέσῳ τῆς φθορᾶς στὴν ἀνυπαρξία.

Δὲν θὰ ἦταν ἄξιο στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, νὰ πεθαίνουν τὰ πλάσματά του, ἐξ αἰτίας τῆς δόλιας ἀπάτης τοῦ διαβόλου σὲ βάρος τῶν ἀνθρώπων. Ἐξάλλου, θὰ ἦταν ὅ,τι πιὸ ἀνάξιο νὰ καταστρέφεται ἡ δημιουργικὴ τέχνη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους ἢ ἐξ αἰτίας τῆς ἀμέλειάς τους ἢ ἐξ αἰτίας τῆς ἀπάτης τῶν δαιμόνων.

Ἀφοῦ λοιπὸν φθείρονταν τὰ λογικὰ πλάσματα καὶ χάνονταν τέτοια δημιουργήματα, τί ἔπρεπε νὰ κάνει ὁ πανάγαθος Θεός; Νὰ ἐπιτρέψει νὰ τοὺς νικᾶ ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος νὰ τοὺς κυριεύει; Ἀλλὰ τότε, ποιά ἦταν ἡ ἀνάγκη νὰ δημιουργηθοῦν ἀπὸ τὴν ἀρχή; Ἔπρεπε καθόλου νὰ μὴ δημιουργηθοῦν παρὰ νὰ δημιουργηθοῦν κι ἔπειτα νὰ παραμεληθοῦν καὶ χαθοῦν.

Διότι εἶναι μεγαλύτερη ἡ ἀδυναμία τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἔλλειψη ἀγαθωσύνης, ἂν δημιουργεῖ πρῶτα ἕνα ἔργο καὶ τὸ ἀφήνει μετὰ ἀπὸ ἀμέλεια νὰ καταστραφεῖ, παρὰ ἂν ἐξ ἀρχῆς δὲν τὸν δημιουργοῦσε. Ἂν δὲν τὸ δημιουργοῦσε, δὲν θὰ τοῦ καταλόγιζε κανεὶς ἀδυναμία· ἀφοῦ ὅμως τὸ δημιούργησε καὶ τὸ ἔφερε στὴν ὕπαρξη, εἶναι ὑπερβολικὰ παράλογο νὰ καταστρέφεται, καὶ μάλιστα μπροστὰ στὰ μάτια του. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ μὴν ἀφήσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ βαδίζουν στὴν ἀπώλεια, ἐπειδὴ κάτι τέτοιο εἶναι ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιο στὴν ἀγαθωσύνη τοῦ Θεοῦ. 

Ἀλλά, ὅπως ἔπρεπε αὐτὸ νὰ γίνει, ἔτσι κι ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ στέκεται ἀντίθετη ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, γιὰ ν' ἀποδειχθεῖ ἀξιόπιστη ἡ νομοθεσία τοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου· θὰ ἦταν σκάνδαλο, ἐξ αἰτίας τῆς δικῆς μας ὠφέλειας καὶ ἀφθαρσίας νὰ φανεῖ ψεύτης ὁ Πατέρας, ὁ Θεὸς τῆς ἀλήθειας.

Τί λοιπὸν ἔπρεπε νὰ γίνει σχετικὰ μ' αὐτό; Τί νὰ κάνει ὁ Θεός; Νὰ ζητήσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μετάνοια γιὰ τὸ σφάλμα τους; Γιατί κάτι τέτοιο θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι εἶναι ἀντάξιο τοῦ Θεοῦ· διότι, ὅπως ἡ παράβαση ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους στὴ φθορά, ἔτσι καὶ ἡ μετάνοια θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πάλι στὴν ἀφθαρσία.

Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν θὰ δικαιολογοῦσε τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Θεοῦ. Θὰ φαινόταν καὶ πάλι ψεύτης, ἐπειδὴ δὲν θὰ καταδικάζονταν σὲ θάνατο οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλωστε ἡ μετάνοια δὲν ἐπαναφέρει τὴ φύση στὴν πρότερη κατάστασή της, ἀλλὰ μόνον σταματᾶ τὶς ἁμαρτίες.

Ἐὰν λοιπὸν ἦταν μόνον ἁμάρτημα καὶ ὄχι καὶ ἐπιπλέον φθορὰ τῆς φύσεως, ἀρκοῦσε ἡ μετάνοια. Ἐφόσον ὅμως, μετὰ τὴν πρώτη παράβαση, ἀμέσως οἱ ἄνθρωποι ὑποδουλώθηκαν στὴ φθορὰ τῆς φύσεως καὶ τοὺς ἀφαιρέθηκε τὸ χάρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα, τότε τί ἄλλο ἔπρεπε νὰ γίνει; Ἤ, ποιός ἄλλος θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς ἐπαναφέρει σ' αὐτὸ τὸ χάρισμα παρὰ ὁ Θεὸς Λόγος ποὺ ἔπλασε ἐξ ἀρχῆς τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδέν; Αὐτὸς ἦταν ὁ μόνος ἱκανὸς καὶ τὸ φθαρτὸ νὰ τὸ ὁδηγήσει πάλι στὴν ἀφθαρσία καὶ ν' ἀποκαταστήσει τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Πατέρα. Διότι εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ξεπερνᾶ· ἑπομένως, μόνον Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τὰ ξαναδημιουργήσει ὅλα, νὰ θυσιαστεῖ καὶ νὰ μεσιτεύσει στὸν Πατέρα γιὰ ὅλους.

Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, λοιπόν, ὁ ἀσώματος, ἄφθαρτος καὶ ἄϋλος Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴ γῆ μας, χωρὶς βέβαια καὶ πρὶν νὰ εἶναι μακριὰ ἀπὸ μᾶς. Διότι δὲν εἶναι ἀπὼν ἀπὸ κανένα σημεῖο τοῦ κόσμου. Συνυπάρχοντας ὁ Λόγος μὲ τὸν Πατέρα Τοῦ, γεμίζει ἐξ ὁλοκλήρου ὅλα τὰ σύμπαντα· καὶ ταυτόχρονα, ἔρχεται νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ σὲ μᾶς ἀπὸ συγκατάβαση, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης του γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Εἶδε ὁ Λόγος ὅτι καταστρεφόταν τὸ λογικὸ γένος τῶν ἀνθρώπων καὶ κυριαρχεῖ πάνω τους μὲ τὴ φθορὰ ὁ θάνατος. Εἶδε ὅτι ἡ ἀπειλὴ γιὰ τὴν παράβαση ἐνίσχυε τὴ φθορᾶς πάνω μας. Εἶδε ὅτι ἦταν ἀδύνατο νὰ καταργηθεῖ (ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος), προτοῦ ξεπληρωθεῖ ἡ ποινὴ τοῦ νόμου. Εἶδε ἀκόμη καὶ τὸ ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴ δημιουργικότητα,ότι, δηλαδή, ἐνῶ Αὐτὸς δημιουργοῦσε, τὰ πλάσματα καταστρέφονταν.Είδε ὅμως καὶ τὴν ὑπερβολικὴ κακία τῶν ἀνθρώπων, ὅτι σιγὰ σιγὰ την αὔξησαν σὲ βάρος τους σὲ ἀβάσταχτο βαθμό. Εἶδε τέλος ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εὐθύνονται γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου. (Βλέποντας ὅλα αὐτά), σπλαγχνίστηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ λυπήθηκε γιὰ τὴν ἀδυναμία μας· καταδέχθηκε τὴ δική μας φθορὰ χωρὶς νὰ ὑποφέρει τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου· προσλαμβάνει ἀνθρώπινο σῶμα γιὰ τὸν ἑαυτὸ Τοῦ καὶ μάλιστα ὄχι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ δικό μας, γιὰ νὰ μὴν πάει χαμένο τὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Πατέρα ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν θέλησε νὰ προσλάβει ἁπλὰ ἀνθρώπινο σῶμα, οὔτε μόνο νὰ ἐμφανιστεῖ. Θὰ μποροῦσε, ἂν ἤθελε ἁπλὴ ἐμφάνιση, νὰ κάνει τὴ θεία ἐμφάνισή του μὲ πολὺ καλύτερο σῶμα. Προσλαμβάνει ὅμως τὸ δικό μας σῶμα, καὶ αὐτὸ ὄχι μὲ φυσικὸ τρόπο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς ἀμόλυντης καὶ ἀκηλίδωτης παρθένου κόρης, ποὺ δὲν γνώρισε σύζυγο· διότι ἦταν καθαρὴ καὶ ἀπείραχτη ἀπὸ τὴ σχέση μὲ ἄνδρα. Ἐπειδὴ αὐτὸς εἶναι παντοδύναμος δημιουργὸς τῶν πάντων, μέσα στὸ σῶμα τῆς παρθένου φτιάχνει ὡς ναὸ τὸ δικό του σῶμα· κάνει δικό του ὄργανο τὸ σῶμα τῆς παρθένου, τὸ ὁποῖο τὸ γνωρίζει καλὰ καὶ κατοικεῖ σ' αὐτό.

Κι ἔτσι, ἀφοῦ πῆρε σῶμα ὅμοιο μὲ τὰ δικά μας καὶ ἐπειδὴ ὅλοι εὐθύνονται γιὰ τὴ φθορὰ τοῦ θανάτου, παρέδωσε τὸ σῶμα του νὰ θανατωθεῖ γιὰ χάρη ὅλων. Τὸ πρόσφερε στὸν Πατέρα του· καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὥστε, σὰν νὰ πέθαναν ὅλοι μαζί του, νὰ καταργηθεῖ ἡ ποινὴ τῆς φθορᾶς τους. Ἐπειδὴ ἱκανοποιήθηκε ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου στὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δὲν ἔχει πλέον ἐξουσία ὁ θάνατος στοὺς ὅμοιους ἀνθρώπους· (πέτυχε μὲ τὴ θυσία του) τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔπεσαν στὴ φθορὰ νὰ τοὺς ἐπαναφέρει στὴν ἀφθαρσία καὶ νὰ τοὺς δώσει ζωὴ νικῶντας τὸ θάνατο. Οἰκειοποιήθηκε τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ μὲ τὴ χάρη τῆς ἀναστάσεως κατάφερε νὰ ἐξαφανίσει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τὸ θάνατο, ὅπως ἡ φωτιὰ κατατρώει τὴν καλαμιά.

Γνώριζε λοιπὸν ὁ Λόγος ὅτι μὲ κανένα ἄλλο τρόπο δὲν θὰ καταλύονταν ἡ φθορὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ μόνον ἂν ὁ ἴδιος πέθαινε· ἀλλά, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πεθάνει ὁ Λόγος, ὁ Ὑιος τοῦ Πατέρα, διότι ἦταν ἀθάνατος. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, προσλαμβάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του θνητὸ σῶμα ὥστε, ἀφοῦ αὐτὸ γίνει μέτοχο τοῦ Λόγου ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα, νὰ γίνει ἱκανὸ νὰ πεθάνει γιὰ χάρη ὅλων· καὶ χάρη στὸ Λόγο ποὺ τὸ κατοικεῖ, νὰ παραμείνει ἄφθαρτο. Ἔτσι, ἡ φθορὰ ποὺ βασανίζει ὅλους, θὰ σταματήσει ἐξ αἰτίας τῆς ἀναστάσεως (τοῦ σώματος). Γι' αὐτό, ὁ Λόγος τὸ σῶμα ποὺ σαρκώθηκε, τὸ πρόσφερε σὲ θάνατο σὰν ἱερὸ σφάγιο, ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε κηλῖδα. Κι ἔτσι, μὲ τὴ δική του κατάλληλη προσφορά, ἐξάλειψε τὸ θάνατο ἀπ' ὅλους τοὺς ὁμοίους τοῦ (ἀνθρώπους).

Ἐπειδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι πάνω ἀπ' ὅλους, δικαιολογημένα πρόσφερε τὸ δικό του σῶμα ὡς ναὸ καὶ ὄργανο, ἀντίλυτρο γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων· ξεπλήρωσε τὸ χρέος πρὸς τὸ θάνατο. Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἄφθαρτος Ὑιος τοῦ Θεοῦ συνυπάρχει μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους χάρη στὸ ὅμοιο σῶμα, τοὺς προίκισε μὲ τὴν ἀφθαρσία ὑποσχόμενος τὴν ἀνάσταση ὅλων. Ἀκόμη καὶ ἡ ἴδια ἡ φθορὰ τοῦ θανάτου δὲν ἀπειλεῖ πλέον τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ ἐνοίκησε μέσα τους ὁ Λόγος μὲ ἕνα καὶ ἴδιο σῶμα.

Ὅπως ἀκριβῶς ἕνας μεγάλος βασιλιᾶς εἰσέρχεται σὲ μιὰ μεγάλη πόλη καὶ βρίσκει κατάλυμμα σ' ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια της· τότε, ὅλη αὐτὴ ἡ πόλη ἀξιώνεται μεγάλης τιμῆς. Κανένας ἐχθρὸς πλέον ἢ ληστὴς δὲν κάνει ἐπιδρομὴ ἐναντίον της νὰ τὴν καταστρέψει· ἀπολαμβάνει κάθε φροντίδα, διότι σὲ μιὰ κατοικία της ἔμεινε ὁ βασιλιᾶς. Ἔτσι παρόμοια συνέβη μὲ τὸ βασιλέα ὅλου του κόσμου (τὸ Θεό).

Διότι, ὅταν ὁ Ὑιος ἦλθε στὸ δικό μας κόσμο καὶ ἐνοίκησε σ' ἕνα σῶμα ὅμοιο μὲ τὰ δικά μας, στὸ ἑξῆς ἔπαψε κάθε ἐπιβουλὴ τῶν ἐχθρῶν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξαφανίστηκε ἡ φθορὰ τοῦ θανάτου, ποὺ εἶχε ἰσχὺ ἐναντίον τους ἀπὸ τὸν παλιὸ καιρό. Διότι, θὰ πήγαινε σίγουρα χαμένο τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἂν δὲν ἐρχόταν ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας Ἰησοῦς, ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ, μὲ σκοπὸ νὰ πεθάνει.

Αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο ἅρμοζε πράγματι καὶ στὴν ἀγαθωσύνη τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἕνας βασιλιᾶς κατασκευάσει μιὰ οἰκία ἢ πόλη, αὐτὴν δὲν τὴν ἐγκαταλείπει ὅταν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀμέλειας τῶν κατοίκων της, τὴν πολιορκοῦν ληστὲς· τὴ διεκδικεῖ καὶ τὴ σώζει σὰν δικό του ἔργο, χωρὶς νὰ κοιτάζει τὴν ἀδιαφορία τῶν κατοίκων ἀλλὰ μόνο τὸ δικό του καθῆκον. Πολὺ περισσότερο, ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ πανάγαθου Πατέρα δὲν ἐγκατέλειψε τὸ δημιούργημά του, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὅταν αὐτὸ βάδιζε πρὸς τὴ φθορά. Ἀλλά, μὲ τὴν προσφορὰ τοῦ δικοῦ του σώματος, ἐξαφάνισε τὸν ἐπερχόμενο θάνατο· διόρθωσε μὲ τὴ διδασκαλία του τὴν ἀμέλεια τῶν ἀνθρώπων καὶ κατάφερε μὲ τὴ δύναμή του νὰ ἐπιτελέσει ὅλα τὰ ἀνθρώπινα.

Αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ διαπιστώσει καὶ ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν γραπτῶν κειμένων τῶν θεολόγων μαθητῶν τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ, ὅπου λένε: «Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μᾶς συγκλονίζει, ἐπειδὴ διαπιστώσαμε ὅτι, ἐὰν ἕνας πέθανε γιὰ ὅλους, ἄρα ὅλοι πέθαναν· πέθανε γιὰ χάρη ὅλων μας, ὥστε νὰ μὴ ζοῦμε πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ γιὰ κεῖνον ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γιὰ χάρη μας», ἐννοῶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀλλοῦ λένε: «Βλέπουμε τὸν Ἰησοῦ, ποὺ ἦταν ἐλαττωμένος λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ γευθεῖ θάνατο γιὰ κάθε ἄνθρωπο μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ παθήματος τοῦ θανάτου νὰ εἶναι στεφανωμένος μὲ δόξα καὶ τιμή».

Ἔπειτα, δηλώνει καὶ τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία ὄχι ἄλλος ἀλλὰ αὐτὸς ὁ Θεὸς Λόγος ἔπρεπε νὰ γίνει ἄνθρωπος: «Γιατί ἔπρεπε αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο τὰ πάντα καὶ μέσῳ τοῦ ὁποίου τὰ πάντα ὑπάρχουν, νὰ τελειοποιήσει μὲ τὰ πάθη τὸν ἀρχηγὸ τῆς σωτηρίας τους, ὥστε νὰ ὁδηγήσει πολλὰ παιδιά του στὴ δόξα». Λέγοντας αὐτὸ ὁ ἀπόστολος δηλώνει ὅτι δὲν μποροῦσε ἄλλος ν' ἀποσπάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ φθορά, παρὰ μόνον ὁ Θεὸς Λόγος ὁ ὁποῖος καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχή τους δημιούργησε.

Καὶ τὸ ὅτι ἔλαβε γιὰ τὸν ἑαυτό του σῶμα ὁ Λόγος, γιὰ νὰ τὸ θυσιάσει γιὰ τὰ σώματα τῶν ὁμοίων του, καὶ αὐτὸ τὸ διδάσκουν λέγοντας: «Ἐπειδὴ τὰ παιδιὰ ἔχουν σάρκα καὶ αἷμα, καὶ αὐτὸς παραπλήσια μετεῖχε ἀπὸ τὰ ἴδια, ὥστε μὲ τὸ θάνατό του νὰ καταργήσει αὐτὸν ποὺ εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ ἐπιφέρει τὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸ διάβολο· καὶ ν' ἀπαλλάξει αὐτοὺς πού, ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, ἦταν ὑποδουλωμένοι σ' ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς τους». Διότι, μὲ τὴ θυσία τοῦ σώματός του κατάργησε τὸν ἐναντίον μας νόμο· ἀφοῦ μᾶς ἔδωσε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, ἐγκαινίασε γιὰ μᾶς ἀρχὴ νέας ζωῆς. Ἐπειδὴ ἐξ αἰτίας ἀνθρώπων ὁ θάνατος ἐπικράτησε στοὺς ἀνθρώπους, γι' αὐτὸ πάλι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου καταργήθηκε ὁ θάνατος καὶ ἦλθε ἡ ἀνάσταση τῆς ζωῆς, ὅπως τὸ λέει ὁ θεοφόρος ἀπόστολος: «Γιατί, ὅπως μὲ τὸν ἄνθρωπο ἦλθε ὁ θάνατος, καὶ πάλι μὲ ἄνθρωπο ἦρθε ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν· ὅπως ἀκριβῶς ἔχοντας σχέση μὲ τὸν Ἀδὰμ ὅλοι πεθαίνουν, ἔτσι καὶ μὲ τὸ Χριστὸ ὅλοι θὰ λάβουν τὴ ζωή», καὶ τὰ ἑξῆς.

Τώρα πλέον δὲν πεθαίνουμε ὡς κατάδικοι, ἀλλά, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θ' ἀναστηθοῦμε, περιμένουμε τὴν κοινὴ ἀνάσταση ὅλων· αὐτὴν ὁ Θεὸς τὴν ἔκανε καὶ μᾶς τὴ χάρισε καὶ «θὰ τὴ φανερώσει στὸν καιρὸ ποὺ ὅρισε». Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως. Ὅμως, καὶ ἀπὸ τὰ ἑπόμενα μπορεῖ κάποιος νὰ ἐννοήσει ὅτι δικαιολογημένα ἔγινε ἡ εὐλογημένη φανέρωσή του σὲ μᾶς.

Ὁ Παντοκράτωρ Θεός, ὅταν δημιουργοῦσε τὸ ἀνθρώπινο γένος μὲ τὸ Λόγο του, διέκρινε τὴν ἀδυναμία τῆς φύσεως τῶν ἀνθρώπων: δὲν θὰ μποροῦσε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπὸ μόνη της νὰ γνωρίσει τὸ δημιουργό της· οὔτε πάλι νὰ συλλάβει τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ. Διότι, Αὐτὸς εἶναι ἄκτιστος, ἐνῶ αὐτοὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ μηδὲν· Αὐτὸς εἶναι ἀσώματος, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι πλάστηκαν μὲ σῶμα κάτω στὴ γῆ· καὶ γενικά, πολλὲς εἶναι οἱ ἐλλείψεις τῶν δημιουργημάτων, γιὰ νὰ κατανοήσουν καὶ γνωρίσουν τὸ Δημιουργό τους.

Καὶ πάλι ὅμως ὁ Θεός, ἐπειδὴ εἶναι πανάγαθος, ἐλέησε τοὺς ἀνθρώπους· δὲν τοὺς στέρησε τὴ δυνατότητα νὰ Τὸν γνωρίσουν, ὥστε νὰ ἔχει νόημα καὶ ἡ ὕπαρξή τους. Διότι, ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια τῶν δημιουργημάτων, ἂν δὲν γνωρίζουν τὸν πλάστη τους; Ἤ, Πὼς θὰ ἦταν λογικὰ ὄντα, ἂν δὲν γνώριζαν τὸ Λόγο τοῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος τὰ δημιούργησε; Δὲν θὰ διέφεραν καθόλου ἀπὸ τὰ ἄλογα ὄντα, ἐφόσον δὲν ἀντιλαμβάνονταν τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.

Καὶ γιατί νὰ τοὺς ἔπλασε ὁ Θεός, ἂν δὲν ἤθελε νὰ Τὸν γνωρίζουν; Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ κάτι τέτοιο, ὄντας ὁ Θεὸς καλὸς μετάδωσε σ' αὐτοὺς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ· τοὺς ἔκαμε σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα καὶ τὴν ὁμοίωσή του. Ἔτσι, μὲ τὸ χάρισμα αὐτό, βλέποντας τὴν εἰκόνα –ἐννοῶ τὸ Λόγο τοῦ Πατέρα– νὰ μποροῦν νὰ ἔχουν μέσῳ αὐτοῦ καὶ τὴν ἔννοια τοῦ Πατέρα. Γνωρίζοντας λοιπὸν τὸν πλάστη τους, νὰ ζοῦν ἀληθινὰ εὐτυχισμένη καὶ εὐλογημένη ζωή.

Οἱ ἄνθρωποι ὅμως πάλι ξέφυγαν καὶ παραμέλησαν τὸ χάρισμα ποὺ μ' αὐτὸ τὸν τρόπο τους δόθηκε· τόσο πολὺ ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τόσο μαύρισαν μὲ κακίες τὴν ψυχή τους, ὥστε ὄχι μόνο λησμόνησαν τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ ἄλλα ἀντὶ ἄλλων ἐπινόησαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους.

Διότι, ἔφτιαξαν εἴδωλα γιὰ τὸν ἑαυτό τους στὴ θέση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ· προτίμησαν τὰ ἀνύπαρκτα ἀπὸ τὸν πραγματικὸ Θεὸ· λάτρεψαν τὴν κτίση καὶ ὄχι τὸν κτίστη· καὶ τὸ χειρότερο, τὴν τιμὴ ποὺ ἁρμόζει στὸ Θεὸ τὴν ἀπόδωσαν σὲ ξύλα, πέτρες, σὲ κάθε ὑλικὸ καὶ σὲ ἀνθρώπους. Κι ἀκόμη περισσότερα ἀπ' αὐτὰ ἔκαναν, ὅπως τὰ διηγηθήκαμε προηγουμένως.

Τόσο πολὺ ἀσέβησαν ὥστε στὸ ἑξῆς καὶ δαιμόνια λάτρευαν καὶ τὰ ἀναγόρευαν θεοὺς· ἔτσι ἱκανοποιοῦσαν τὶς κακὲς ἐπιθυμίες τους. Θυσίαζαν ζῶα, ἔκαναν καὶ ἀνθρωποθυσίες γιὰ τὴ λατρεία ἐκείνων τῶν θεῶν, ὅπως τὰ προείπαμε· ἔτσι, ὑποδουλώνονταν ἀκόμη περισσότερο στὴν ἀκόλαστη μανία ἐκείνων.

Γι' αὐτό, λοιπόν, δίδασκαν αὐτοὶ ἀκόμη καὶ μαγικὲς τελετές· τα κατὰ τόπους μαντεῖα πλάνευαν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι ἀπέδιδαν τὴν αἰτία τῆς γεννήσεώς τους καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς προσωπικότητάς τους στὰ ἄστρα καὶ στὰ οὐράνια σώματα· δὲν σκέφτονταν τίποτε περισσότερο ἀπ' ὅσα ἔβλεπαν.

Γενικά, ὅλα ἦταν γεμᾶτα ἀπὸ ἀσέβειες καὶ παρανομίες· μόνον ὁ Θεὸς καὶ ὁ Λόγος του δὲν ἀναγνωριζόταν, παρ' ὅλο ποὺ δὲν ἄφησε τὸν ἑαυτό του ἀφανῆ στοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν ἔδωσε μιὰ ἀμυδρὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του σ' αὐτοὺς· ἀλλά, μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους τους φανέρωσε τὴ μαρτυρία τοῦ ἑαυτοῦ του.

Τὸ χάρισμα τοῦ κατ' εἰκόνα θὰ ἦταν μόνο του ἀρκετὸ νὰ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ Λόγο, καὶ μέσῳ αὐτοῦ τὸν Πατέρα. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Θεὸς γνώριζε τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, προνόησε γιὰ τὴν ἀμέλειά τους· ὥστε, ἂν ἀμελοῦσαν νὰ γνωρίσουν μὲ τὸν ἑαυτό τους τὸ Θεό, νὰ μποροῦν μὲ τὰ δημιουργήματα νὰ μὴ ξεχνοῦν τὸ Δημιουργό τους.

Ἡ ἀμέλεια ὅμως τῶν ἀνθρώπων προχωροῦσε σιγὰ σιγὰ στὰ χειρότερα.

Ἔτσι πάλι φρόντισε ὁ Θεὸς νὰ καλύψει κι αὐτή τους τὴν ἀδυναμία· ἔδωσε τὸ Νόμο καὶ ἔστειλε τοὺς προφῆτες ποὺ ἦταν γνώριμοι σ' αὐτούς, ὥστε, ἀκόμη κι ἂν βαρεθοῦν νὰ κοιτάξουν τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ γνωρίσουν τὸ δημιουργό, νὰ ἔχουν κοντά τους τὴ διδασκαλία του. Διότι οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ ἀπὸ ἀνθρώπους νὰ μάθουν καλύτερα γιὰ τὰ σπουδαιότερα πράγματα.

Ἦταν δυνατὸ σ' αὐτοὺς νὰ προσέξουν τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ ἐννοήσουν τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος, γιὰ νὰ γνωρίσουν τὸν κυβερνήτη του, τὸ Λόγο τοῦ Πατέρα. Αὐτός, μὲ τὴν πρόνοιά του γιὰ ὅλα, γνωρίζει σὲ ὅλους τὸν Πατέρα του· Αὐτὸς τὰ κινεῖ τὰ πάντα, ὥστε ἀπ' αὐτὸν ὅλοι νὰ γνωρίζουν τὸ Θεό.

Ἤ, κι ἂν αὐτό τους ἦταν βαρετὸ (ἡ θεώρηση τῆς κτίσεως), μποροῦσαν νὰ συναναστρέφονται μὲ τοὺς Ἁγίους· κι ἀπ' αὐτοὺς νὰ γνωρίσουν τὸ Θεὸ δημιουργὸ τῶν πάντων, τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ· νὰ μάθουν ἀκόμη ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εἶναι ἀθεΐα καὶ ἡ πιὸ μεγάλη ἀσέβεια.

Μποροῦσαν ἀκόμη νὰ μάθουν τὸ Νόμο, νὰ σταματήσουν κάθε κακία καὶ νὰ ζήσουν ἐνάρετη ζωή. Ὁ Νόμος βέβαια δὲν ἀφοροῦσε μόνο τοὺς Ἰουδαίους· οὔτε ἔστελνε τοὺς προφῆτες μόνο γι' αὐτούς· το ἀντίθετο: ἔρχονταν στοὺς Ἰουδαίους καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τους καταδίωκαν.

Ἀποτελοῦσαν βέβαια (οἱ Ἰουδαῖοι ὡς "ἐκλεκτὸς λαὸς") ἱερὸ σχολεῖο ὅλης τῆς οἰκουμένης, γιὰ νὰ γνωρίσουν καὶ οἱ ἄλλοι τὸ Θεὸ καὶ νὰ ζήσουν ἐνάρετα.

Τόσο μεγάλη, λοιπόν, ἦταν ἡ ἀγαθωσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Οἱ ἄνθρωποι ὅμως, νικημένοι ἀπὸ τὶς πρόσκαιρες ἡδονὲς καὶ τὶς δαιμονικὲς φαντασιώσεις καὶ πλεκτάνες, δὲν παραδέχτηκαν τὴν ἀλήθεια.

Γέμισαν τὴν ψυχή τους μὲ χίλιες δυὸ κακίες καὶ ἁμαρτίες, ὥστε ἀπὸ τὴ συμπεριφορά τους νὰ μὴ θεωροῦνται πλέον λογικοὶ ἀλλὰ ἀνόητοι.

Ἔτσι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τὸ λογικό τους· ἡ πλάνη τῶν δαιμόνων ἐπισκίαζε τὰ πάντα καὶ ἔκρυβε τὴ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Τί ἔπρεπε ὁ Θεὸς νὰ κάνει; Νὰ σιωπᾶ γιὰ μιὰ τόσο μεγάλη πλάνη, ν' ἀφήνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ πλανῶνται ἀπὸ τοὺς δαίμονες καὶ ν' ἀγνοοῦν τὸν ἀληθινὸ Θεό; Καὶ τότε ποιός ἦταν ὁ λόγος ἐξ ἀρχῆς νὰ δημιουργηθεῖ ὁ ἄνθρωπος κατ' εἰκόνα τοῦ Θεοῦ; Ἔπρεπε αὐτὸς ἢ νὰ δημιουργηθεῖ χωρὶς λογικὴ ἤ, ἂν πλαστεῖ λογικός, νὰ μὴ ζεῖ τὴ ζωὴ τῶν ἀλόγων ζώων. Ποιά ἀνάγκη ὑπῆρχε αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς νὰ προικιστεῖ μὲ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ; Ἐφόσον οὔτε τώρα ἀξίζει νὰ τὴν ἔχει, δὲν ἔπρεπε νὰ τοῦ εἶχε δοθεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Ποιό πάλι θὰ ἦταν τὸ ὄφελος τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ ἢ ποιά δόξα θὰ εἶχε, ἂν δὲν τὸν προσκυνοῦσαν οἱ ἄνθρωποι ὡς δικά του δημιουργήματα; Ἂν πιστεύουν ὅτι ἄλλοι εἶναι οἱ δημιουργοί τους; Διότι, φαίνεται ὅτι τοὺς δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ ἄλλους καὶ ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του.

Ἐξάλλου, ὅταν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι βασιλιᾶς, δὲν ἐπιτρέπει σὲ δικές του χῶρες νὰ δουλεύουν γιὰ λογαρισαμὸ ἄλλων οὔτε νὰ βρίσκουν προστασία σὲ ἄλλους.

Τοὺς ὑπενθυμίζει τὶς ὑποχρεώσεις τοὺς μὲ ἔγγραφα καὶ πολλὲς φορὲς μὲ ἐπιστολὲς μέσῳ φίλων· ἂν μάλιστα παραστεῖ ἀνάγκη, ὁ ἴδιος τους ἐπισκέπτεται, γιὰ νὰ τοὺς φοβήσει μὲ τὴν παρουσία του. Ὅλα τὰ κάνει, ἀρκεῖ νὰ μὴν ὑπηρετοῦν ἄλλους καὶ μείνει ἀνεκτέλεστο τὸ δικό του ἔργο.

Δὲν θὰ λυπηθεῖ πολὺ περισσότερο ὁ Θεὸς τὰ πλάσματά του, γιὰ νὰ μὴν πλανηθοῦν καὶ προσκολληθοῦν στὰ ἀνύπαρκτα; Καθὼς μάλιστα αὐτὴ ἡ πλάνη γίνεται αἰτία ἀπώλειας καὶ καταστροφῆς τους; Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ χαθοῦν τὰ πλάσματα ἐκεῖνα ποὺ ἔστω μιὰ φορὰ ἔγιναν μέτοχα στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.

Τί ἔπρεπε λοιπὸν νὰ κάνει ὁ Θεός; Τί ἄλλο παρὰ ν' ἀνανεώσει τὸ κατ' εἰκόνα, ὥστε μέσῳ αὐτοῦ νὰ μπορέσουν νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ πάλι οἱ ἄνθρωποι; Καὶ Πὼς θὰ γινόταν αὐτό, ἐκτὸς ἂν ἐρχόταν σὲ μᾶς ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὁ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός; (Νὰ γίνει αὐτὸ) μὲ ἀνθρώπους δὲν ἦταν δυνατό, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι πλάστηκαν κατ' εἰκόνα· οὔτε μὲ ἀγγέλους, διότι αὐτοὶ δὲν εἶναι εἰκόνες. Γι' αὐτὸ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ ξαναδημιουργήσει τὸν κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ μόνον ὁ Λόγος ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Πατέρα.

Καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ γίνει διαφορετικά, ἂν δὲν ἐξαφανιζόταν ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορά.

Γι' αὐτὸ εὔλογα προσέλαβε θνητὸ σῶμα, ὥστε στὸ πρόσωπό του νὰ ἐξαφανιστεῖ στὸ ἑξῆς ὁ θάνατος καὶ ν' ἀνακαινιστοῦν οἱ κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασμένοι ἄνθρωποι. Γι' αὐτὴν τὴν ἀνάγκη, λοιπόν, κανεὶς ἄλλος δὲν ἦταν ἱκανός, παρὰ μόνον ἡ Εἰκόνα τοῦ Πατέρα.

Συμβαίνει ὅπως μὲ τὴ ζωγραφιὰ σ' ἕνα ξύλο: ὅταν χαθεῖ ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς βρωμιές, εἶναι ἀνάγκη νὰ ζωγραφιστεῖ πάλι ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὴ μορφὴ ἀπεικόνιζε· ἔτσι θὰ ξαναγίνει ἡ εἰκόνα στὸ ἴδιο ὑλικό. Διότι, ἐξ αἰτίας τῆς μορφῆς ποὺ ἦταν ζωγραφισμένη, ἀκόμη καὶ τὸ ὑλικὸ πάνω στὸ ὁποῖο ζωγραφίστηκε δὲν πετιέται, ἀλλὰ ξαναζωγραφίζεται.

Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ὁ πανάγιος Ὑιος τοῦ Πατέρα, ὄντας εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ἦλθε στὴ γῆ μας, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τὸν ἄνθρωπο ποὺ πλάστηκε κατ' εἰκόνα δικὴ Τοῦ· ἦλθε νὰ βρεῖ μὲ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τὸ χαμένο ἄνθρωπο, ὅπως ὁ Ἴδιος τὸ λέει στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: «Ἦλθα νὰ βρῶ καὶ νὰ σώσω τὸ ἀπολωλός». Τὸ ἴδιο ἔλεγε καὶ στοὺς Ἰουδαίους: «Ἐὰν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ξανά...»: δὲν ἐννοοῦσε τὴ γέννηση ἀπὸ μητέρα, ὅπως νόμιζαν ἐκεῖνοι· ἐννοοῦσε τὴν ἀναγεννημένη καὶ ἀνακαινισμένη ψυχή, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ κατ' εἰκόνα.

Ἐπειδὴ κυριαρχοῦσε στὴν οἰκουμένη ἡ εἰδωλολατρία καὶ ἡ ἀθεΐα καὶ εἶχε ξεχαστεῖ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ποιός ἦταν ἱκανὸς νὰ διδάξει στὸν κόσμο γιὰ τὸν Πατέρα; Μήπως, θάλεγε κανείς, ὁ ἄνθρωπος; Ἀλλὰ ἦταν ἀδύνατο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασχίσουν ὅλη τὴν οἰκουμένη οὔτε εἶχαν τόση φυσικὴ ἀντοχὴ νὰ τρέξουν καὶ οὔτε τοὺς πίστευαν ὅτι εἶχαν δυνάμεις γιὰ κάτι τέτοιο· δὲν μποροῦσαν ἀκόμη μόνοι τους ν' ἀντισταθοῦν στὴν ἀπάτη καὶ πλεκτάνη τῶν δαιμόνων.

Διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν πληγωθεῖ καὶ ἀναστατωθεῖ ψυχικὰ ἀπὸ τὶς δαιμονικὲς ἀπάτες καὶ τὴ ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Πὼς λοιπὸν θὰ ἔπειθαν τὴν ψυχὴ καὶ τὸ νοῦ τῶν συνανθρώπων τους γιὰ θέματα ποὺ οὔτε οἱ ἴδιοι μποροῦν νὰ δοῦν; Αὐτὸ ποὺ δὲν βλέπει κανείς, Πὼς θὰ τὸ διδάξει καὶ σ' ἄλλους; Ἴσως, θάλεγε κανείς, ὅτι ἀρκεῖ ἡ (θέα τῆς) κτίσεως (γιὰ θεογνωσία)· ἂν ὅμως ἦταν ἀρκετὴ ἡ κτίση, δὲν θὰ εἶχαν συμβεῖ τόσο μεγάλα κακά. Διότι, ἐνῶ ὑπῆρχε ἡ κτίση, οἱ ἄνθρωποι ἔπεφταν ἐξίσου στὴν ἴδια πλάνη γιὰ τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ.

Ποιόν χρειαζόμασταν, λοιπόν, παρὰ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ βλέπει τὴ ψυχὴ καὶ τὸ νοῦ μας, ποὺ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση καὶ μέσῳ αὐτῶν μας καθιστᾶ γνωστὸ τὸν Πατέρα; Διότι, Αὐτὸς ποὺ μὲ τὴ δική του πρόνοια καὶ φροντίδα γιὰ τὰ πάντα μᾶς διδάσκει γιὰ τὸν Πατέρα, Αὐτὸς μόνο μποροῦσε νὰ ἀνανεώσει καὶ τὴν ἴδια τὴ διδασκαλία.

Καὶ Πὼς θὰ γινόταν αὐτό; Ἴσως, θάλεγε κάποιος, ὅτι μποροῦσε νὰ γίνει μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· νὰ φανερώσει πάλι τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ δημιουργήματα τοῦ κόσμου.

Δὲν θὰ ἦταν ὅμως σίγουρο κάτι τέτοιο· ὁπωσδήποτε ὄχι. Διότι προηγουμένως τὸ περιφρόνησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἔστρεψαν πλέον τὰ μάτια τους ὄχι πρὸς τὰ πάνω ἀλλὰ πρὸς τὰ κάτω.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ εὔλογα θέλοντας νὰ ὠφελήσει τοὺς ἀνθρώπους, ἦλθε σὰν ἄνθρωπος καὶ παίρνει σῶμα γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅμοιο μὲ τὸ σῶμα ἐκείνων.

Ἐννοῶ σῶμα ἀνθρώπινο, ὥστε αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλησαν νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ τὴν πρόνοια καὶ φροντίδα του γιὰ ὅλα, νὰ μπορέσουν νὰ γνωρίσουν ἀπὸ τὶς πράξεις τοῦ σώματος αὐτὸν τὸν σαρκωθέντα σὲ ἀνθρώπινο σῶμα Λόγο τοῦ Θεοῦ· καὶ μέσῳ αὐτοῦ νὰ γνωρίσουν τὸν Πατέρα.

Ὅπως λοιπὸν ὁ καλὸς δάσκαλος ποὺ φροντίζει γιὰ ἐκείνους τοὺς μαθητές του ποὺ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τα πολὺ δύσκολα, τοὺς ἐκπαιδεύει μὲ συγκατάβαση στὰ πιὸ εὔκολα· ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐπειδὴ ὁ κόσμος δὲν μπόρεσε μὲ τὴ σοφία του νὰ ἐννοήσει τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, θέλησε ὁ πανάγαθος Θεὸς μὲ τὸ ἁπλούστερο κήρυγμα νὰ σῶσαι αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν σ' αὐτόν».

Διότι, ἀφοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καί, σὰν νὰ πάτωσαν στὸ βυθό, εἶχαν στραφεῖ στὰ ἐπίγεια, ἀναζητοῦσαν τὸ Θεὸ στὴν κτίση καὶ τὰ ὑλικὰ· ἔπλασαν γιὰ θεοὺς θνητοὺς ἀνθρώπους καὶ δαίμονες.

Ἐξ αἰτίας ὅλων αὐτῶν, ὁ φιλάνθρωπος Σωτῆρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, παίρνει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀνθρώπινο σῶμα καὶ συναναστρέφεται ὡς ἄνθρωπος μὲ τοὺς συνανθρώπους του. Προσλαμβάνει τὶς αἰσθήσεις ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ ἐννοοῦν σωματικὰ τὸ Θεό, νὰ μποροῦν μὲ τὰ σωματικὰ ἔργα ποὺ ἐπιτελεῖ ὁ Κύριος, μ' αὐτὰ νὰ ἐννοήσουν τὴν ἀλήθεια· καὶ ἀπ' Αὐτὸν νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἔννοια τοῦ Πατέρα.

Ὄντας ἄνθρωποι καὶ ἐπειδὴ τὰ ἔβλεπαν ὅλα ἀνθρώπινα, ὅ,τι ἔπεφτε στὶς αἰσθήσεις τους, σ' αὐτὸ ἔβλεπαν νὰ προσαρμόζεται ὁ ἑαυτός τους· ἔτσι, ἀπὸ παντοῦ διδάσκονταν τηην ἀλήθεια. Εἴτε λάτρευαν τὴν κτίση μὲ φόβο, τὴν ἔβλεπαν ὅμως νὰ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ· εἴτε ὁ νοῦς τους ἦταν προσκολημμένος σὲ ἀνθρώπους ὥστε νὰ τοὺς θεωρεῖ ὡς θεούς, παρ' ὃλ' αὐτά, συγκρίνοντας τὰ ἔργα τοῦ Σωτῆρα μὲ τὰ ἔργα ἐκείνων (τῶν ἀνθρώπων), ἀποδείχνονταν Ὑιος τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μόνον ὁ Σωτῆρας· διότι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔκαναν τόσο σπουδαῖα ἔργα ὅσα ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ἂν πάλι ἦταν προσκολημμένοι στοὺς δαίμονες, βλέποντας νὰ τοὺς διώχνει ὁ Κύριος, ἐννοοῦσαν ὅτι μόνον Αὐτὸς εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι οἱ δαίμονες δὲν εἶναι θεοί.

Ἂν ἀκόμη ὁ νοῦς τους ἦταν δοσμένος στὴ λατρεία τῶν νεκρῶν, ὥστε νὰ τιμοῦν τοὺς ἥρωες καὶ τοὺς θεοὺς ποὺ ἀναφέρουν οἱ ποιητὲς· παρ' ὃλ' αὐτά, βλέποντας τὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα, παραδέχονταν ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν ψεύτικοι θεοὶ· μόνον ὁ Κύριος, ὁ Λόγος τοῦ Πατέρα, εἶναι ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ἐξουσιάζει τὸ θάνατο.

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ γεννήθηκε, ἔζησε ὡς ἄνθρωπος, πέθανε καὶ ἀναστήθηκε.

Μὲ τὰ δικά του ἔργα ἐξάλειψε καὶ ἐξαφάνισε τὶς πράξεις ποὺ ἔκαναν οἱ προηγούμενοι ἄνθρωποι· ἔτσι, ὅπου εἶχαν πέσει οἱ ἄνθρωποι, μπόρεσε ἀπὸ κεῖ νὰ τοὺς σηκώσει καὶ νὰ τοὺς διδάξει τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Πατέρα του, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος τὸ εἶπε: «Ἦλθα νὰ ζητήσω καὶ νὰ σώσω τὸν χαμένο (ἄνθρωπο)».

Ἀφοῦ ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων ξέπεσε στὰ αἰσθητά, ὁ Λόγος ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του νὰ ἐνανθρωπήσει, γιὰ νὰ σηκώσει στοὺς ὤμους του τοὺς ἀνθρώπους ὄντας ὁ ἴδιος ἄνθρωπος· νὰ προσελκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό του τὴν προσοχὴ τῶν αἰσθήσεών τους, γιὰ νὰ τὸν βλέπουν στὸ ἑξῆς ὡς ἄνθρωπο· νὰ πείσει μὲ τὰ ἔργα ποὺ ἐργάζεται ὅτι δὲν εἶναι μόνον ἄνθρωπος ἀλλὰ καὶ Θεός, Λόγος καὶ Σοφία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ θέλοντας νὰ τὸ ὑπογραμμίσει καὶ ὁ Παῦλος λέει: «Εἶστε μέσα στὴν ἀγάπη ριζωμένοι καὶ θεμελιωμένοι, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ καταλάβετε μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους ποιό εἶναι τὸ πλάτος, τὸ μῆκος, τὸ ὕψος καὶ τὸ βάθος της· νὰ γνωρίσετε τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ γνώση, γιὰ νὰ γεμίσετε μὲ ὅλο τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ».

Ὁ Λόγος παντοῦ πρόσφερε τὸν ἑαυτό του· καὶ πάνω καὶ κάτω, καὶ στὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος. Πάνω εἶναι μὲ τὴ δημιουργία, κάτω εἶναι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, στὸ βάθος εἶναι στὸν ἅδη καὶ στὸ πλάτος εἶναι σ' ὅλο τὸν κόσμο· διότι ὅλα εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν ἔσπευσε, μόλις ἐνανθρώπησε, νὰ θυσιαστεῖ ἀμέσως γιὰ χάρη ὅλων μας· νὰ παραδώσει τὸ σῶμα του στὸ θάνατο καὶ νὰ τὸ ἀναστήσει· διότι ἔτσι θὰ ἔμενε στὴν ἀφάνεια. Τὸ ἀντίθετο· φανέρωσε πλήρως τὸν ἑαυτό του, μένοντας στὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ κάνοντας τέτοια θαυμαστὰ ἔργα καὶ σημεῖα, ὥστε νὰ τὸν ἀναγνωρίζουν πλέον ὄχι ὡς ἄνθρωπο ἀλλ' ὡς Θεὸ Λόγο.

Μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ Σωτῆρας ἔκανε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ δύο: πρῶτα, ἐξαφάνισε τὸ θάνατό μας καὶ μᾶς ἀνακαίνισε· καὶ δεύτερον, ἐνῶ ἦταν ἀφανὴς καὶ ἀόρατος, φανέρωσε τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἔργα του· μας γνωστοποίησε ὅτι εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Πατέρα, ὁ Παντοκράτορας καὶ Βασιλιᾶς ὅλων.

Δὲν ἦταν βέβαια κλεισμένος μέσα στὸ σῶμα· οὔτε πάλι ἦταν μόνο μέσα στὸ σῶμα καὶ δὲν ἦταν σὲ ἄλλα μέρη· οὔτε κινοῦσε μόνο τὸ σῶμα, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα στεροῦνταν τὴν ἐνέργεια καὶ πρόνοιά του. Τὸ πιὸ παράδοξο, ὄντας Λόγος, δὲν συγκρατοῦνταν ἀπὸ κάτι, ἀλλὰ ὅλα αὐτὸς τὰ συγκρατοῦσε. Καὶ ὅπως, ἐνῶ βρίσκεται σ' ὅλη τὴν κτίση, οὐσιαστικὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ κάθε τί: σὲ ὅλα σκορπίζει τὴν ἐνέργειά του διακοσμῶντας τα καὶ σ' ὅλα ἁπλώνει τὴ δική του πρόνοια· ζωοποιεῖ τὸ καθένα καὶ ὅλα μαζί· τα περιέχει ὅλα καὶ σὲ κανένα δὲν περιέχεται· μόνο μέσα στὸν Πατέρα του βρίσκεται ὅλος καὶ σὲ ὅλα.

Ἔτσι λοιπόν, καὶ εἶναι μέσα στὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ αὐτὸς εἶναι ποὺ τὸ δίνει ζωὴ· κατὰ συνέπεια δίνει ζωὴ σὲ ὅλα. Ἦταν μέσα σ' ὅλα ἀλλὰ καὶ ἔξω ἀπ' ὅλα. Καὶ ἐνῶ γινόταν γνωστὸς ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σώματος, γίνότάν γνωστὸς καὶ ἀπὸ τὴν ἐνέργειά του σὲ ὅλη τὴ δημιουργία.

Ἔργο τῆς ψυχῆς εἶναι νὰ βλέπει μὲ τοὺς λογισμοὺς τοῦ νοῦ ὅσα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα· νὰ μὴν ἐνεργεῖ ὅμως ἔξω ἀπὸ τὸ δικό της σῶμα οὔτε καὶ μὲ τὴν παρουσία τοῦ σώματος νὰ κινεῖ ὅσα εἶναι μακριὰ ἀπ' αὐτό. Οὐδέποτε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ σκέψη του μπορεῖ νὰ κινήσει καὶ νὰ μετεκινήσει ὅσα εἶναι μακριά του. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κάθεται κάποιος στὸ σπίτι του καὶ νὰ σκέφτεται τὰ οὐράνια σώματα καὶ νὰ κινεῖ τὸν ἥλιο ἢ νὰ περιστρέφει τὸν οὐρανό. Τὰ βλέπει νὰ κινοῦνται καὶ νὰ ὑπάρχουν, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἱκανὸς αὐτὸς νὰ τὰ κάνει νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ κινοῦνται.

Δὲν ἦταν τέτοιος βέβαια ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς ἄνθρωπος. Δὲν ἦταν δεμένος μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς τὸ συγκρατοῦσε· ὥστε καὶ μέσα σ' αὐτὸ ἦταν, καὶ σ' ὅλα ὑπῆρχε· καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ὄντα ἦταν καὶ μόνο στὸν Πατέρα ἀναπαυόταν.

Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἦταν τὸ ἑξῆς: καὶ ὡς ἄνθρωπος ζοῦσε καὶ ὡς Λόγος ἔδινε ζωὴ σ' ὅλα ἀλλὰ καὶ ὡς Ὑιος συνυπῆρχε μὲ τὸν Πατέρα. Γι' αὐτό, δὲν ὑπέφερε στὴ γέννησή του ἀπὸ τὴν Παρθένο· οὔτε, ὄντας μέσα στὸ σῶμα, μολυνόταν, ἀλλὰ τὸ ἐξαγίαζε κι ἀπὸ πάνω. Διότι, ἂν καὶ εἶναι μέσα σ' ὅλα, δὲν παίρνει ἀπ' ὅλα, ἀλλά, καλύτερα, ὅλα ἀπ' αὐτὸν λαμβάνουν τὴ ζωὴ καὶ τὴν τροφή.

Ὅπως ὁ ἥλιος, ποὺ εἶναι δημιούργημά του καὶ τὸν βλέπουμε ὅλοι μας, περιπολῶντας στὸν οὐρανό, δὲν μολύνεται ὅταν ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ἐπίγεια σώματα· οὔτε τὸ σκοτάδι τὸν ἐξαφανίζει ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς τὰ σώματα αὐτὰ καὶ τὰ φωτίζει καὶ τὰ καθαρίζει. Πολὺ περισσότερο, ὁ πανάγαθος Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ δημιουργὸς καὶ κύριος τοῦ ἥλιου, δὲν μολύνονταν μέσα στὸ σῶμα · ἀλλά, ὄντας ἄφθαρτος, ἔδινε ζωὴ καὶ στὸ θνητὸ σῶμα ποὺ περιβλήθηκε καὶ τὸ καθάριζε· διότι λέει ἡ Γραφή, «αὐτὸς δὲν ἔκαμε καμία ἁμαρτία, οὔτε βρέθηκε ποτὲ στὸ στόμα του δόλος».

Ὅταν λοιπὸν οἱ θεολόγοι λένε γι' Αὐτὸν ὅτι τρώει, πίνει καὶ γεννιέται, γνώριζε ὅτι τὸ σῶμα, βέβαια, σὰν σῶμα γεννιόταν καὶ τρεφόταν μὲ τὶς κατάλληλες τροφὲς· αὐτὸς ὅμως ὁ Θεὸς Λόγος συνυπάρχει στὸ σῶμα καὶ διακοσμεῖ τὰ πάντα· καὶ μὲ ὅσα ἔκαμε μὲ τὸ σῶμα του ἀποδείκνυε ὅτι δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ Θεὸς Λόγος. Καὶ αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ λέγονται γι' αὐτόν, ἐπειδὴ τὸ σῶμα ποὺ τρώει, γεννιέται καὶ ὑποφέρει, δὲν ἀνήκει σὲ κάποιον ἄλλον ἀλλὰ ἦταν τοῦ Κυρίου. Ἀφοῦ ὅμως ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπρεπε αὐτοὶ οἱ χαρακτηρισμοὶ νὰ τοῦ ἀποδίδονται ὅπως σὲ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τεκμηριώνεται ὅτι ἔχει ἀληθινὸ καὶ ὄχι φανταστικὸ σῶμα.

Καὶ ὅπως μὲ αὐτοὺς τοὺς χαρακτηρισμοὺς γινόταν ἀντιληπτὴ ἡ σωματική του παρουσία, παρόμοια μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματος ποὺ ἔκανε, φανέρωνε τὸν ἑαυτό του ὡς Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ καὶ ἔλεγε στοὺς ἄπιστους Ἰουδαίους: «Ἐὰν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε· ἂν ὅμως τὰ κάνω, ἀκόμη κι ἂν δὲν πιστεύετε σὲ μένα, πιστέψτε στὰ ἔργα μου· ἔτσι, θὰ μάθετε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι μὲ μένα κι ἐγὼ μὲ τὸν Πατέρα».

Ὅπως, ὄντας ἀόρατος, τὸν γνώριζαν ἀπὸ τὰ δημιουργήματα, ἔτσι καὶ μὲ τὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνῶ δὲν φαίνεται στὸ σῶμα, ἀπὸ τὰ ἔργα μπορεῖ νὰ γνωριστεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλὰ ἡ Δύναμη καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ κάνει ὅλα αὐτά.

Ἡ ἐντολὴ ποὺ ἔδινε στοὺς δαίμονες καὶ ἐκεῖνοι ἔφευγαν μακριά, ἀποδεικνύει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνθρώπινο ἀλλὰ θεϊκὸ ἔργο. Ἤ, ποιός τὸν ἔβλεπε νὰ θεραπεύει τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, καὶ πίστευε ἀκόμη ὅτι δὲν εἶναι Θεός; Διότι καθάριζε λεπρούς, ἔκανε κουτσοὺς νὰ περπατοῦν, ἄνοιγε τ' αὐτιὰ τῶν κουφῶν, σὲ τυφλοὺς χάριζε τὴν ὅραση· καὶ γενικὰ ὅλες τὶς ἀσθένειες καὶ κάθε εἴδους ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων τὴ θεράπευε· ἀπ' ὃλ' αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ ποὺ ἔκανε, καὶ ὁ τυχόντας μποροῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ τὴ θεϊκότητά του.

Ποιός πάλι, βλέποντάς τον νὰ ἀναπληρώνει σὲ ὁρισμένους τὶς ἐλλείψεις ποὺ εἶχαν ἀπὸ τὴ γέννησή τους καὶ ν' ἀνοίγει τα ματια τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, δὲν θὰ ἀντιλαμβανόταν ὅτι ἡ δημιουργία τῶν ἀνθρώπων εἶναι στὴν ἐξουσία του καὶ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης; Διότι αὐτὸς ποὺ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο ὅ,τι δὲν εἶχε ἀπὸ τὴ γέννησή του, σίγουρα φαίνεται ὅτι αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Αἴτιος τῆς δημιουργίας τῶν ἀνθρώπων.

Γι' αὐτό, καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅταν ἦλθε σὲ μᾶς, πλάθει γιὰ τὸν ἑαυτό του σῶμα ἀπὸ τὴν Παρθένο· ἔτσι παρέχει σὲ ὅλους σπουδαῖο γνώρισμα τῆς θεότητάς του: ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔκαμε αὐτὸ τὸ σῶμα εἶναι καὶ ὁ Δημιουργὸς τῶν ὑπολοίπων σωμάτων. Διότι, ποιός ἂν ἔβλεπε νὰ δημιουργεῖται σῶμα μόνον ἀπὸ παρθένο, καὶ ὄχι ἀπὸ ἄνδρα, δὲν θὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸς ποὺ παρουσιάζεται σ' αὐτὸ δὲν εἶναι ὁ πλάστης καὶ κύριος καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων; Ποιός πάλι, ὅταν βλέπει ν' ἀλλάζει ἡ οὐσία τοῦ νεροῦ καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ κρασί, δὲν θὰ πιστέψει ὅτι αὐτὸς ποὺ τὸ κάνει εἶναι ὁ Κύριος καὶ Δημιουργὸς τῆς σύστασης ὅλων τῶν ὑδάτων; Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, περπατοῦσε σὰν κυρίαρχος πάνω στὴ θάλασσα, λὲς καὶ βάδιζε στὴ γῆ· παρεῖχε ἔτσι σὲ ὅλους, ὅσοι τὸν ἔβλεπαν, ἀπόδειξη τῆς ἐξουσίας του πάνω σὲ ὅλα. Τρέφοντας πάλι μὲ λίγα ψωμιὰ τόσο πολὺ πλῆθος καὶ καλύπτοντας αὐτὸς κάθε ἔλλειψη, ὥστε πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι νὰ χορτάσουν ἀπὸ πέντε ψωμιὰ καὶ νὰ περισσέψουν κιόλας, ἀντιλαμβανόταν ὁ καθένας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλα.

Καὶ ὁ Σωτῆρας ἔκρινε καλὸ νὰ τὰ κάνει ὅλα αὐτά, ὥστε οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ περιφρόνησαν τὴν πρόνοιά του γιὰ ὅλα καὶ δὲν πίστεψαν στὴ θεότητά του μέσῳ τῆς κτίσεως, νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ δοῦν ἔστω τὰ ἔργα ποὺ ἔκαμε τὸ σῶμα του· καὶ ἔτσι, νὰ ὁδηγηθοῦν μέσῳ αὐτοῦ στὴ γνώση τοῦ Πατέρα, ἀναλογιζόμενοι, ὅπως εἶπα παραπάνω, τὴ φροντίδα του ἀπὸ τὰ ἐπί μέρους γιὰ ὅλα γενικά.

Διότι, ποιός βλέποντας τὴν ἐξουσία ποὺ εἶχε πάνω στοὺς δαίμονες ἢ τὰ δαιμόνια νὰ ὁμολογοῦν τὴ θεϊκὴ ἐξουσία ποὺ εἶχε σ' αὐτά, ἀκόμη θὰ ἀμφιβάλλει ἂν αὐτὸς εἶναι ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ, ἡ Σοφία καὶ ἡ Δύναμή του; Διότι καὶ τὴν ἴδια τὴν κτίση δὲν τὴν ἔπλασε νὰ σιωπᾶ· ἀλλά, καὶ τὸ πιὸ θαυμαστό, ἀκόμη καὶ στὸ θάνατό του, ἢ καλύτερα στὴν νίκη ποὺ ἔστησε ἐνάντια στὸ θάνατο –ἐννοῶ τὸ σταυρὸ τοῦ– ὅλη ἡ κτίση ὁμολογοῦσε καὶ ἀναγνώριζε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔπασχε στὸ σῶμα δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρας ὅλων. Διότι, ὅταν ὁ ἥλιος σκοτείνιαζε, ἡ γῆ σείονταν καὶ τὰ βουνὰ κόβονταν στὰ δύο, ὅλοι τρόμαζαν.

Ὅλα αὐτὰ ἀποδείκνυαν ὅτι ὁ ἐσταυρωμένος ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ Θεὸς καὶ ὅτι ὅλη ἡ κτίση εἶναι δούλη του· διότι φανέρωνε μὲ τὸ φόβο της τὴν παρουσία τοῦ κυρίου της. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὰ ἔργα του ὁ Θεὸς Λόγος παρουσίαζε τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀνθρώπους.

Στὴ συνέχεια, θὰ πρέπει νὰ διηγηθοῦμε καὶ τὸ τέλος τῆς σωματικῆς του παρουσίας καὶ συναναστροφῆς· νὰ ποῦμε τί εἴδους ἦταν ὁ σωματικός του θάνατος. Ἰδιαίτερα μάλιστα, διότι ὁ θανατὸς τοῦ ἀποτελεῖ τὸ σπουδαιότερο κεφάλαιο τῆς πίστεώς μας· ὅλοι γενικὰ οἱ ἄνθρωποι γι' αὐτὸν μιλοῦν. Ἔτσι θὰ γνωρίσεις ὅτι καὶ ἀπὸ τὸ θάνατό του δὲν ἀποδεικνύεται ὁ Χριστὸς λιγότερο Θεὸς καὶ Ὑιος τοῦ Θεοῦ.

Εἴπαμε ἤδη παραπάνω μερικά, ὅσο ἦταν δυνατὸν καὶ μπορούσαμε νὰ καταλάβουμε, γιὰ τὴν αἰτία τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Κυρίου· ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Σωτῆρα, νὰ μεταβάλλει τὸ φθαρτὸ σὲ ἄφθαρτο· διότι αὐτὸς ἐξ ἀρχῆς τὰ ἔπλασε ὅλα ἀπὸ τὸ μηδέν. Καὶ δὲν ἦταν ἱκανὸς ἄλλος ν' ἀνακαινίσει τὸ κατ' εἰκόνα στοὺς ἀνθρώπους, παρὰ μόνον Αὐτὸς ποὺ ἦταν ἡ Εἰκόνα τοῦ Πατέρα· οὔτε ἄλλος μποροῦσε νὰ κάνει τὸ θνητὸ ἀθάνατο παρὰ μόνον ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς· καὶ κανένας ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ διδάξει γιὰ τὸν Πατέρα καὶ νὰ καταργήσει τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων παρὰ μόνον ὁ Λόγος ποὺ προνοεῖ γιὰ ὅλα καὶ εἶναι ὁ ἀληθινὰ μονογενὴς Ὑιος τοῦ Πατέρα.

Ἔπρεπε βέβαια καὶ νὰ ξεπληρωθεῖ τὸ χρέος ποὺ ὄφειλαν ὅλοι. Χρωστοῦσαν ὅλοι, ὅπως προεῖπα, νὰ πεθάνουν· περισσότερο γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἦλθε στὴ γῆ· καὶ ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, μετὰ τὶς ἀποδείξεις ποὺ παρεῖχε μὲ τὰ ἔργα γιὰ τὴ θεότητά του, πρόσφερε τὸν ἑαυτό του θυσία γιὰ ὅλους· παρέδωσε τὸν ναὸ τοῦ σώματός του σὲ θάνατο γιὰ χάρη ὅλων ὥστε νὰ τοὺς ἀφαιρέσει τὴν εὐθύνη καὶ νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν παλιὰ παράβαση.

Ν' ἀποδείξει, ἐπίσης, ὅτι ὁ ἑαυτός του νικᾶ τὸ θάνατο καὶ τὸ ἄφθαρτο σῶμα του θ' ἀποτελέσει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως ὅλων.

Καὶ μὴν ἀπορήσεις γιατί πολλὲς φορὲς λέμε τὰ ἴδια γιὰ τὰ ἴδια πράγματα.

Ἐπειδὴ μιλᾶμε γιὰ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτὸ ἐξηγοῦμε μὲ περισσότερα λόγια τὴν ἴδια ἰδέα· νὰ μὴ φανεῖ ὅτι κάτι παραλείπουμε καὶ μᾶς κατηγορήσουν ὅτι δὲν μιλήσαμε διεξοδικά. Εἶναι προτιμότερο νὰ μᾶς ποῦν ὅτι λέμε τὰ ἴδια, παρὰ νὰ παραλείψουμε κάτι ἀπ' αὐτὰ ποὺ ὀφείλουμε νὰ γράψουμε.

Τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου λοιπόν, ἐπειδὴ εἶχε τὴν ἴδια φύση μὲ τὰ ἄλλα, ἦταν ἀνθρώπινο σῶμα· βέβαια, δημιουργήθηκε μὲ τὸ παρόδοξο θαῦμα τῆς γέννησης ἀπὸ παρθένο· ἦταν ὅμως θνητὸ καὶ πέθαινε ὅπως καὶ τὰ ὅμοιά του.

Ἀλλά, μὲ τὴν ἐνοίκηση τοῦ Λόγου σ' αὐτό, δὲν καταστρεφόταν σύμφωνα μὲ τὴ φύση του· χάρη στὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ τὸ ἐνοικοῦσε, ἔμενε ἄφθαρτο.

Συνέβαινε τὸ παράδοξο, νὰ γίνονται ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο: ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ κοινὴ μοῖρα τοῦ θανάτου ἐκπληρωνόταν καὶ στὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαφανιζόταν ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος ἀπὸ τὸ σῶμα λόγῳ τῆς παρουσίας τοῦ Λόγου. Ἦταν ἀναγκαῖος ὁ θάνατος καὶ ἔπρεπε νὰ συμβεῖ γιὰ τὸ καλὸ ὅλων, γιὰ νὰ σβήσει τὸ κοινὸ χρέος τους.

Ἔτσι λοιπόν, ὅπως προεῖπα, ἐπειδὴ ὁ Λόγος ἦταν ἀθάνατος καὶ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ πεθάνει, προσέλαβε σῶμα ἱκανὸ νὰ πεθάνει· ἔτσι ὥστε νὰ προσφέρει τὸ δικό του σῶμα ἀντὶ ὅλων καὶ ὑποφέροντας, ὡς οἰκεῖος του σώματος, αὐτὸς γιὰ ὅλους «νὰ καταργήσει αὐτὸν ποὺ εἶχε τὴν ἐξουσία νὰ ἐπιβάλλει τὸ θάνατο, δηλαδὴ τὸ διάβολο· ἔτσι, ν' ἀπαλλάξει ὅλους ὅσοι ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου ἦταν αἰχμάλωτοι σ' ὅλη τους τὴ ζωή».

Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ κοινὸς Σωτῆρας ὅλων πέθανε γιά μας, τώρα πλέον οἱ πιστοὶ στὸ Χριστὸ δὲν πεθαίνουμε ὅπως παλιὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ νόμου· δὲν ἰσχύει πιὰ αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ καταδίκη. Ἐπειδὴ μὲ τὴ χάρη τῆς ἀναστάσεως σταματᾶ καὶ ἐξαφανίζεται ἡ φθορὰ τῆς φύσεώς μας, στὸ ἑξῆς διαλυόμαστε μόνο στὸ θνητὸ στοιχεῖο τοῦ σώματος μας· κι αὐτὸ γιὰ λίγο καιρό, ὅσο ὅρισε γιὰ τὸν καθέναν ὁ Θεός, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ πετύχουμε "καλύτερη ἀνάσταση".

Διότι, ὅπως οἱ σπόροι ποὺ ρίχνουμε στὸ γῆ, ἔτσι κι ἐμεῖς δὲν χανόμαστε ὅταν διαλυόμαστε στὸ χῶμα, ἀλλὰ θ' ἀναστηθοῦμε (καρπίσουμε) σὰν τὸ σπόρο· διότι, χάρη στὸ Σωτῆρα, καταργήθηκε ὁ θάνατος. Γι' αὐτό, λοιπόν, καὶ ὁ τρισμακάριος ἀπόστολος Παῦλος ἐγγυᾶται σὲ ὅλους τὴν ἀνάσταση καὶ λέει: «Πρέπει τὸ φθαρτὸ σῶμα νὰ ντυθεῖ τὴν ἀφθαρσία καὶ ἡ θνητότητα νὰ ἐπενδυθεῖ τὴν ἀθανασία· κι ὅταν τὸ θνητὸ ντυθεῖ τὸ ἀθάνατο σῶμα, τότε θὰ ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: ἡ ἀνάσταση κατάπιε τὸ θάνατο. Ποῦ χάθηκε, θάνατε, ἡ δύναμή σου;».

Γιατί, λοιπόν, θὰ ρωτοῦσε κάποιος, ἐφόσον ἦταν ἀναγκαῖο Αὐτὸς νὰ θανατωθεῖ γιὰ χάρη ὅλων, δὲν πέθανε μὲ φυσικὸ θάνατο, ἀλλὰ ἔφτασε μέχρι τὸ σταυρικὸ θάνατο; Διότι φαίνεται πιὸ σωστὸ Αὐτὸς νὰ εἶχε ἕναν ἀξιοπρεπῆ θάνατο παρὰ νὰ ὑποφέρει ἕναν τέτοιο ἀτιμωτικὸ (σταυρικὸ) θάνατο.

Πρόσεξε πάλι μήπως αὐτὴ ἡ ἔνσταση ἐκφράζει ἀνθρώπινη ἄποψη· ἐνῶ αὐτὸ ποὺ ἔκαμε ὁ Σωτῆρας, ἦταν γιὰ πολλοὺς λόγους θεῖο ἐπίτευγμα καὶ ἀντάξιο στὴ θεότητά του. Πρῶτα βέβαια, διότι ὁ συνηθισμένος θάνατος ἔρχεται στοὺς ἀνθρώπους λόγῳ φυσικῆς ἀδυναμίας· δὲν μποροῦν νὰ μείνουν γιὰ πολὺ στὴ ζωὴ καὶ φθείρονται μὲ τὸ χρόνο. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο τους βρίσκουν ἀρρώστιες, ἐξασθενοῦν καὶ πεθαίνουν. Ὁ Κύριος ὅμως δὲν εἶναι ἀδύναμος, ἀλλὰ ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ· εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Αὐτοζωή.

Ἐάν, λοιπόν, πέθαινε ἰδιωτικὰ καὶ συνηθισμένα ὅπως οἱ ἄνθρωποι σ' ἕνα κρεβάτι, θὰ θεωροῦνταν ὅτι κι αὐτὸς πέθανε ἔτσι ἀπὸ φυσικὴ ἀσθένεια· δὲν θὰ διέφερε σὲ τίποτε ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους.

Ἐπειδὴ ὅμως ἦταν ἡ Ζωὴ καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ τὸ θάνατο γιὰ χάρη ὅλων, γι' αὐτό, ὄντας ἡ Ζωὴ καὶ ἡ Δύναμη, ἔδινε δύναμη στὸ σῶμα ποὺ εἶχε περιβληθεῖ.

Καὶ ἐπειδὴ ἔπρεπε νὰ γευτεῖ τὸ θάνατο, ἔπαιρνε τὴν ἀφορμὴ νὰ ὁλοκληρώσει τὴ θυσία μὲ θάνατο ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Διότι δὲν ἅρμοζε στὸν Κύριο, ποὺ θεράπευε τὶς ἀρρώστιες τῶν ἄλλων, νὰ ἀσθενεῖ· οὔτε ἔπρεπε νὰ ἐξασθενήσει τὸ σῶμα του, μὲ τὸ ὁποῖο δυνάμωνε τὶς ἀδυναμίες τῶν ἄλλων.

Γιατί, λοιπόν, δὲν ἐμπόδισε τὸ θάνατο ἀλλὰ οὔτε καὶ τὴν ἀσθένεια; Διότι γι' αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχε τὸ σῶμα· δὲν ἔπρεπε νὰ ἐμποδίσει τὸ θάνατο, γιὰ νὰ μὴν φέρει ἐμπόδιο καὶ στὴν ἀνάσταση. Νὰ προηγηθεῖ πάλι ἀπὸ τὸ θάνατο ἀσθένεια, κι αὐτὸ δὲν ἦταν ὀρθό, γιὰ νὰ μὴ νομίσουν ὅτι ὁ θάνατος ἦταν ἀποτέλεσμα ἀσθένειας. Δὲν πείνασε λοιπόν; Βέβαια πείνασε, λόγῳ τοῦ σώματος· ἀλλὰ δὲν πέθανε ἀπὸ πεῖνα, διότι ἔφερε τὸ Θεὸ στὸ σῶμα. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, ἂν καὶ πέθανε γιὰ τὴ λύτρωση ὅλων, δὲν γνώρισε φθορὰ τὸ σῶμα του. Ὁλόκληρο ἀναστήθηκε· διότι δὲν ἐπρόκειτο γιὰ τὸ σῶμα κάποιου ἄλλου, παρὰ γιὰ τὸ σῶμα ποὺ ἔφερε ἡ ἴδια ἡ Ζωή.

Ἀλλὰ θὰ ἔπρεπε, θὰ ἔλεγε κανείς, νὰ φυλαχτεῖ ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν Ἰουδαίων, γιὰ νὰ διατηρήσει τελείως ἀθάνατο τὸ σῶμα του. Ν' ἀκούσει κι αὐτὸς ποὺ λέει κάτι τέτοιο: καὶ αὐτὸ δὲν ἁρμόζει στὸν Κύριο· ὅπως ἀκριβῶς δὲν ἔπρεπε στὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ αὐτοζωή, νὰ προκαλέσει μόνος του τὸ θάνατό του· ἔτσι δὲν ἔπρεπε οὔτε ν' ἀποφεύγει τὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἑτοίμασαν ἄλλοι· ἀλλὰ καλύτερα νὰ ἐπιδιώκει νὰ τὸν καταργήσει. Ἔτσι, δικαιολογημένα, οὔτε μόνος του πέθανε φυσιολογικά, οὔτε πάλι κρύφτηκε ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν Ἰουδαίων.

Κάτι τέτοιο δὲν φανέρωνε ἀδυναμία τοῦ Λόγου· μᾶλλον τὸν ἀποδείκνυε ὅτι εἶναι ὁ Σωτῆρας καὶ ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς· διότι, ἀνέμενε τὸ θάνατο γιὰ νὰ τὸν καταργήσει καὶ ἔσπευδε νὰ γευτεῖ τὸ θάνατο ποὺ τοῦ πρόσφεραν γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων.

Ἐξάλλου, ὁ Σωτῆρας δὲν ἦλθε μὲ σκοπὸ νὰ γευτεῖ τὸ δικό του θάνατο, ἀλλὰ νὰ καταργήσει τὸ θάνατο τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι δὲν πέθαινε ὁ ἴδιος, διότι ἦταν ἡ Ζωὴ (ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο)· ἀλλὰ δεχόταν τὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τὸν ἐξαφανίσει κι αὐτὸν τελείως στὸ δικό του σῶμα.

Ἔπειτα, μπορεῖ εὔλογα κανεὶς νὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολή του καὶ ἀπὸ τὰ ἑξῆς: ἐνδιαφερόταν πολὺ ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κάνει· διότι, αὐτὸ ἦταν τὸ τρόπαιο-τεκμήριο ἐνάντια στὸ θάνατο: νὰ δείξει σ' ὅλους τὴν ἀνάσταση· νὰ διαπιστώσουν ὅλοι τὴν ἐξάλειψη τῆς φθορᾶς ποὺ αὐτὸς ἔφερε καὶ τὴν ἀφθαρσία τῶν σωμάτων στὸ ἑξῆς. Καὶ διατήρησε ἄφθαρτο τὸ σῶμα του γιὰ ν' ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους ἀπόδειξη καὶ χαρακτηριστικὸ τῆς μέλλουσας ἀναστάσεως ὅλων.

Ἐὰν πάλι εἶχε ἀσθενήσει τὸ σῶμα του καὶ εἶχε διαλυθεῖ ὁ Λόγος μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων, θὰ ἦταν ἀνάρμοστο, ἐνῶ θεραπεύει τὶς ἀσθένειες ἄλλων, νὰ παραμελεῖ τὸ δικό του σῶμα καὶ νὰ τὸ διαλύουν οἱ ἀσθένειες. Πὼς θὰ πίστευαν ὅτι θεραπεύει τὶς ἀσθένειες τῶν ἄλλων, ἐφόσον ἀσθενεῖ τὸ δικό του σῶμα; Διότι, ἢ θὰ ἐξευτελιζόταν ὡς ἀνίκανος νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένειά του, ἤ, ἐνῶ μποροῦσε καὶ δὲν τὸ ἔκανε, θὰ ἀποδειχνόταν καὶ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ὅτι δὲν ἔχει ἀγάπη.

Ἐὰν πάλι, χωρὶς καμία ἀσθένεια καὶ κανένα πόνο, τελείως μόνος κάπου σὲ μιὰ γωνία ἢ σ' ἕναν ἔρημο τόπο, ἢ σὲ σπίτι ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἔκρυβε τὸ σῶμα του καὶ μετὰ τὸ ἐμφάνιζε ξαφνικὰ καὶ ἔλεγε ὅτι ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκροὺς· ὅλοι θὰ νόμιζαν ὅτι λέει παραμύθια. Καὶ πολὺ περισσότερο, δὲν θὰ τὸν πίστευαν ἂν μιλοῦσε γιὰ τὴν ἀνάστασή του· διότι δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας αὐθεντικὸς μάρτυρας τοῦ θανάτου του. Καθὼς πρέπει νὰ προηγεῖται ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν ἀνάσταση· ἐπειδή, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀνάσταση, ἂν δὲν προηγεῖται ὁ θάνατος. Ἔτσι, λοιπόν, ἂν πέθανε στὰ κρυφά, χωρὶς νὰ ἔγινε γνωστὸς ὁ θάνατός του καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουν μάρτυρες, τότε εἶναι ἑπόμενο καὶ ἡ ἀνάστασή του νὰ εἶναι ἄγνωστη καὶ χωρὶς μάρτυρες.

Ἤ, γιὰ ποιό λόγο διακήρυττε τὴν ἀνάστασή του, ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔκρυβε τὸ θάνατό του; Ἤ, γιὰ ποιό λόγο ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ ἔκανε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ νὰ βλέπει, καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔκανε κρασί, ὥστε μέσῳ αὐτῶν νὰ πιστέψουν ὅτι εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Γιατί καὶ τὸ θνητὸ σῶμα του δὲν τὸ ἔδειχνε ἄφθαρτο μπροστὰ σὲ ὅλους, ὥστε νὰ πιστέψουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ ὄντως Ζωή; Καὶ Πὼς οἱ μαθητές του θὰ εἶχαν τὸ θάρρος νὰ κηρύξουν γιὰ τὴν ἀνάστασή του, ἂν δὲν ἔλεγαν πρῶτα ὅτι πέθανε; Ἢ Πὼς θὰ τοὺς πίστευαν, ὅταν θὰ ἔλεγαν ὅτι πρῶτα πέθανε καὶ ἔπειτα ἀναστήθηκε, ἐὰν αὐτοὶ στοὺς ὁποίους ἔκαναν κήρυγμα μὲ θάρρος, δὲν ἦταν καὶ μάρτυρες τοῦ θανάτου (τοῦ Χριστοῦ); Διότι, ἐὰν καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του ἔγινε φανερὰ μπροστὰ σ' ὅλους, κι ὅμως οἱ Φαρισαῖοι δὲν θέλησαν νὰ πιστέψουν καὶ μάλιστα ἐξανάγκασαν καὶ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες τῆς ἀναστάσεως νὰ τὴν ἀρνηθοῦν· τότε, στὴν περίπτωση ποὺ ὅλα αὐτὰ γίνονταν στὰ κρυφά, πόσες προφάσεις γιὰ ἀπιστία δὲν θὰ πρόβαλαν; Καὶ Πὼς ἄραγε θὰ ἐκπλήρωνε τὸ χρέος τοῦ θανάτου καὶ τὴ νίκη σὲ βάρος του, ἐὰν μπροστὰ σ' ὅλους δὲν προσκαλοῦσε τὸ θάνατο καὶ δὲν τὸν ἀπόδειχνε νεκρὸ καὶ καταργημένο, ἐξ αἰτίας τῆς ἀφθαρσίας ποὺ εἶχε τὸ σῶμα του;

Ὅσα καὶ ἄλλοι θὰ μποροῦσαν νὰ ποῦν, αὐτὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ μὴν τὰ κρύψουμε, γιὰ ν' ἀπολογηθοῦμε στὶς κατηγορίες. Ἴσως κανεὶς θὰ ἔλεγε καὶ τὸ ἑξῆς: Ἐὰν ὁ θάνατός του ἔπρεπε νὰ γίνει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων καὶ ἐνώπιον μαρτύρων, γιὰ νὰ γίνει πιστευτὸ τὸ κήρυγμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπρεπε τοὐλάχιστον νὰ ἐπινοήσει γιὰ τὸν ἑαυτό του ἔνδοξο θάνατο καὶ ν' ἀποφύγει τὸν ἀτιμωτικὸ σταυρικὸ θάνατο.

Ἀλλά, ἐὰν ἔκανε κάτι τέτοιο, θὰ παρεῖχε τὴν ὑποψία σὲ βάρος του, ὅτι δὲν εἶχε δυνατότητα νὰ νικήσει κάθε εἴδους θάνατο, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνον ποὺ αὐτὸς θὰ ἐπινοοῦσε· αὐτὸ θὰ ἔδινε μεγαλύτερη ἀφορμὴ γιὰ ν' ἀπιστοῦν στὴν ἀνάστασή του. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ θάνατός του προῆλθε ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ τὸν ἐπέβαλε ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων· μ' αὐτὸν τὸν τρόπο, τὸ θάνατο στὸν ὁποῖο αὐτοὶ ὁδήγησαν τὸν Σωτῆρα, ἐκεῖνος τὸν νίκησε καὶ κατάργησε.

Συνέβη ὅπως μ' ἕνα γενναῖο παλαιστή, ποὺ εἶναι πολὺ συνετὸς καὶ ἀνδρεῖος: δὲν ἐπιλέγει αὐτὸς τοὺς ἀντιπάλους του, γιὰ νὰ μὴ δώσει ὑποψία σὲ ὁρισμένους ὅτι εἶναι δειλὸς· ἀλλὰ ἀφήνει τὴν ἐπιλογὴ στὴ γνώμη τῶν θεατῶν.

Καὶ μάλιστα, ἂν τύχει καὶ εἶναι ἐχθρικοὶ σ' αὐτόν, τοὺς ἐπιτρέπει νὰ ἐπιλέξουν, γιὰ νὰ πειστοῦν ὅτι εἶναι ὁ πιὸ δυνατός, ἀφοῦ θὰ συντρίψει ὅποιον αὐτοί του προτείνουν νὰ συγκρουστεῖ.

Ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ Κύριός μας Χριστὸς Σωτῆρας, ἡ Ζωὴ ὅλων μας: δὲν διάλεξε τὸ σωματικὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἄρεσε, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι δειλιάζει. Δέχτηκε νὰ νὰ ὑποστεῖ πάνω στὸ σταυρὸ τὸ θάνατο ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν οἱ ἄλλοι· καὶ μάλιστα ἐκεῖνον ποὺ οἱ ἐχθροί του θεωροῦσαν φοβερό, ἀτιμωτικὸ καὶ ἀποκρουστικό.

Ἔτσι ὥστε, καὶ ἐκεῖνον τὸν νίκησε καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε πιστευτὸς ὅτι εἶναι ἡ Αὐτοζωὴ· διότι κατάργησε τελειωτικὰ τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου.

Συνέβη λοιπὸν κάτι ἀξιοθαύμαστο καὶ παράδοξο· ὁ θάνατος ποὺ τοῦ ἐπέβαλαν καὶ τὸν θεωροῦσαν ἀτιμωτικό, αὐτὸς νὰ γίνει τὸ τρόπαιο τῆς νίκης ἐνάντια στὸν ἴδιο τὸ θάνατο. Γι' αὐτό, οὔτε ὑπέστη τὸ θάνατο τοῦ Ἰωάννη μὲ ἀποκεφαλισμὸ οὔτε πριονίστηκε σὰν τὸν Ἠσαΐα· κι αὐτό, γιὰ νὰ διατηρήσει καὶ στὸ θάνατο ἀκέραιο καὶ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του· νὰ μὴ δοθεῖ ἀφορμὴ στοὺς κακόβουλους νὰ διαιροῦν τὴν Ἐκκλησία.

Αὐτὰ λοιπὸν ἀρκοῦν γιὰ τοὺς μὴ χριστιανούς, ποὺ συνεχῶς βρίσκουν ἀρνητικὰ ἐπιχειρήματα. Ἂν ὅμως κάποιος δικός μας, ὄχι ἀπὸ ἀμφισβήτηση ἀλλὰ ἀπὸ φιλομάθεια, ζητεῖ νὰ μάθει γιὰ ποιό λόγο ὑπέστη σταυρικὸ θάνατο καὶ ὄχι κάποιον ἄλλο, ἂς πληροφορηθεῖ κι αὐτὸς ὅτι δὲν συνέφερε σὲ μᾶς κάτι τέτοιο· καλῶς σταυρώθηκε γιὰ χάρη μας ὁ Κύριος.

Διότι, ἀφοῦ ἦλθε νὰ φορτωθεῖ ὁ ἴδιος τὴν κατάρα ποὺ μᾶς ἐπιβλήθηκε, Πὼς ἀλλιῶς θὰ γινόταν κατάρα παρὰ μόνον ἂν δεχόταν καταραμένο θάνατο; Καὶ αὐτὸ εἶναι ὁ σταυρικὸς θάνατος. Διότι, ἔτσι λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Καταραμένος νὰ εἶναι ὅποιος κρεμιέται στὸ ξύλο».

Ἔπειτα, ἐφόσον ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ τὴ λύτρωση ὅλων, καὶ μὲ τὸ θάνατό του καταργεῖται ἡ μεσοτοιχία ποὺ χώριζε (Θεὸ καὶ ἀνθρώπους) καὶ προσκαλοῦνται οἱ εἰδωλολάτρες, Πὼς θὰ μᾶς καλοῦσε, ἂν δὲν σταυρωνόταν; Διότι μόνο πάνω στὸ σταυρὸ πεθαίνει κάποιος ἔχοντας ἁπλωμένα τὰ χέρια. Γι' αὐτὸ ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει ὁ Κύριος τὸ σταυρικὸ θάνατο καὶ ν' ἁπλώσει τὰ χέρια του, ὥστε μὲ τὸ ἕνα νὰ τραβήξει τὸν παλαιὸ λαὸ (Ἰουδαίους) καὶ μὲ τὸ ἄλλο τοὺς εἰδωλολάτρες· νὰ τοὺς ἑνώσει καὶ τοὺς δύο μὲ τὸν ἑαυτό του.

Καὶ αὐτὸ ὁ ἴδιος τὸ εἶπε, δηλώνοντας μὲ τί εἴδους θάνατο ἐπρόκειτο νὰ τοὺς λυτρώσει ὅλους: «Ὅταν θὰ μὲ σηκώσουν ψηλὰ (στὸ σταυρό), ὅλους θὰ τοὺς τραβήξω κοντά μου».

Καὶ πάλι ὅμως ὁ ἐχθρός μας διάβολος, πέφτοντας ἀπὸ τὸν οὐρανό, τριγυρνὰ ἐδῶ κάτω στὸν ἀέρα· ἐξουσιάζει τοὺς δικούς του δαίμονες ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο μ' αὐτὸν ἀνυπάκουοι (στὸ Θεό). Μὲ αὐτοὺς δημιουργεῖ στοὺς πλανεμένους φαντασιώσεις καὶ προσπαθεῖ νὰ ἐμποδίζει ὅσους ἐπιχειροῦν ν' ἀνέβουν πρὸς τὸ Θεό. Γι' αὐτὸ λέει ὁ Ἀπόστολος: «Σύμφωνα μὲ τὸν ἄρχοντα ποὺ ἐξουσιάζει τὸν ἀέρα καὶ ἐνεργεῖ ἐνάντια στὰ παιδιὰ ποὺ ἐπαναστάτησαν στὸν Θεό-Πατέρα τους». Ἦλθε, λοιπόν, ὁ Κύριος νὰ νικήσει τὸ διάβολο, νὰ καθαρίσει τὸν ἀέρα καὶ νὰ ἀνοίξει τὸ δρόμο γιὰ τὴν ἄνοδο στὸν οὐρανό, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Ἀπόστολος: «(τὸ πέτυχε) μὲ τὸ καταπέτασμα, δηλαδὴ τὴ σάρκα του»· κι αὐτὸ ἔπρεπε νὰ συμβεῖ μὲ τὸ θάνατό του. Ποιός ἄλλος θάνατος θὰ τὰ ἔκαμε αὐτὰ παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ συμβαίνει στὸν ἀέρα, ἐννοῶ τὸ σταυρικὸ θάνατο; Διότι στὸν ἀέρα πεθαίνει μόνον ἐκεῖνος ποὺ θυσιάζεται στὸ σταυρό. Δικαιολογημένα λοιπὸν τὸν ὑπέμεινε ὁ Κύριος.

Ἔτσι, λοιπόν, ὑψώθηκε στὸ σταυρὸ ὁ Κύριος καὶ καθάρισε τὸν ἀέρα ἀπὸ τὶς κακόβουλες παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ τῶν δαιμόνων λέγοντας: «Εἶδα τὸ Σατανᾶ νὰ πέφτει σὰν ἀστραπή». Ἑτοίμασε καὶ ἀνακαίνισε τὸ δρόμο τῆς ἀνόδου στὸν οὐρανό, ὅπως τὸ λέει πάλι: «Οἱ ἄρχοντές σας ν' ἀνοίξουν τὶς πόρτες· ἀνοῖξτε πύλες τῆς αἰωνιότητας». Διότι ὁ Λόγος δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τοῦ ἀνοίξουν τὶς πόρτες, ἀφοῦ εἶναι ὁ Κύριος ὅλων· οὔτε ἦταν ἀποκλεισμένος ὁ δημιουργὸς ἀπὸ κάποιο δημιούργημά του. Ἐμεῖς ἤμασταν ποὺ εἴχαμε ἀνάγκη· κι ἐμᾶς ἀνέβασε μὲ τὸ σῶμα του στὸν οὐρανό. Διότι, ὅπως τὸ πρόσφερε μὲ τὸ θάνατό του γιὰ χάρη ὅλων, ἔτσι πάλι μ' αὐτὸ ἑτοίμασε τὸ δρόμο τῆς ἀνόδου στὸν οὐρανό.

Ἑπομένως, ὁ θάνατος ἦταν σταυρικός, διότι ἔτσι ταίριαζε καὶ συνέφερε σὲ μᾶς· ἡ αἰτιολογία του εἶναι εὔλογη καὶ δικαιολογημένη σὲ ὅλα· διότι δὲν ἔπρεπε νὰ γίνει διαφορετικά, ἀλλὰ μόνο μὲ τὸ σταυρὸ νὰ συντελεστεῖ ἡ σωτηρία ὅλων.

Διότι ἔτσι φανέρωσε τὸν ἑαυτό του πάνω στὸ σταυρό.

Καὶ ἔκανε τὴν κτίση νὰ δίνει πολὺ ἐντονότερα τὴ μαρτυρία τῆς παρουσίας τοῦ Δημιουργοῦ της. Δὲν ἄφησε τὸ ναὸ τοῦ σώματός του νὰ μείνει γιὰ πολὺ στὸν τάφο ἀλλά, ἀφοῦ τὸ ἔδειξε νὰ πεθαίνει στὴ συμπλοκή του μὲ τὸ θάνατο, εὐθὺς ἀμέσως τὸ ἀνέστησε τὴν τρίτη ἡμέρα· καὶ ἔφερε ὡς τρόπαιο καὶ ἀπόδειξη νίκης ἐνάντια στὸ θάνατο τὴν ἀφθαρσία καὶ ἀπάθεια τοῦ σώματός του.

Μποροῦσε βέβαια ἀμέσως ν' ἀναστήσει τὸ σῶμα του ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ νὰ τὸ δείξει ζωντανὸ· ἀλλὰ κι αὐτὸ καλὰ τὸ προεῖδε ὁ Σωτῆρας καὶ δὲν τὸ ἔκανε.

Διότι ἂν εἶχε ἀναστηθεῖ ἀμέσως, θὰ ἔλεγαν ὅτι τὸ σῶμα τοῦ καθόλου δὲν εἶχε πεθάνει ἢ ὅτι δὲν τὸ ἄγγιξε σὲ τίποτε ὁ θάνατος.

Καὶ ἴσως, ἂν συνέβαιναν στὸν ἴδιο χρόνο καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του, δὲν θὰ φανερωνόταν ἡ δόξα τῆς ἀφθαρσίας.

Γι' αὐτό, γιὰ νὰ δειχθεῖ τὸ σῶμα νεκρό, ὁ Λόγος ὑπέμεινε καὶ μία ἐνδιάμεση ἡμέρα, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα τὸ φανέρωσε σὲ ὅλους ἄφθαρτο. Γιὰ νὰ δειχθεῖ λοιπὸν ὅτι τὸ σῶμα πέθανε, τὸ ἀνάστησε μετὰ τρεῖς ἡμέρες.

Γιὰ νὰ μὴν μείνει ὅμως πολλὲς ἡμέρες στὸν τάφο τὸ σῶμα καὶ φθαρεῖ ἀνεπανόρθωτα· καὶ ὅταν ἀναστηθεῖ, θὰ δημιουργοῦσε ἀμφιβολίες ὅτι εἶναι αὐτὸ καὶ ὄχι ἄλλο –διότι σίγουρα κάποιος λόγῳ τοῦ πολὺ χρόνου θὰ ἀπιστοῦσε καὶ θὰ λησμονοῦσε τὰ γεγονότα–· γι' αὐτὸ δὲν ἄφησε ἡ ἀνάσταση νὰ ξεπεράσει τὶς τρεῖς ἡμέρες· οὔτε ἄργησε νὰ ἐμφανιστεῖ σ' αὐτοὺς ποὺ εἶχαν ἀκούσει νὰ μιλάει γιὰ τὴν ἀνάσταση.

Ἀλλά, ἐνῶ ἀκόμη οἱ ἀκροατές του εἶχαν τὰ λόγια τοῦ στ' αὐτιά του· ἐνῶ τὸν "ἔβλεπαν" ἀκόμη μπροστά τους καὶ ἡ σκέψη τους ἦταν προσκολλημένη σ' αὐτὸν·ενώ ἦταν ἀκόμη στὴ γῆ καὶ στὸν τόπο τοῦ θανάτου του καὶ εἶχαν μπροστά τους τὴ μαρτυρία τοῦ θανάτου τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου· ἐνῶ λοιπὸν ζοῦσαν ὅλα αὐτά, ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ τρεῖς ἡμέρες παρουσίασε τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένο, ἀθάνατο καὶ ἄφθαρτο. Ἀποδείχτηκε ἔτσι σὲ ὅλους ὅτι δὲν πέθανε τὸ σῶμα τοῦ Λόγου ἀπὸ ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς του, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου νὰ καταργήσει τὸ θάνατο πάνω στὸ σῶμα.

Μεγάλο γνώρισμα καὶ δυνατὴ ἀπόδειξη ὅτι ὁ σταυρὸς κατάλυσε καὶ νίκησε τὸ θάνατο καὶ δὲν ἔχει πλέον καμία δύναμη ἀλλὰ εἶναι νεκρωμένος, ἀποτελεῖ τὸ ἑξῆς: ὅλοι οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ περιφρονοῦν τὸ θάνατο· ὅλοι βαδίζουν ἐναντίον του καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται καθόλου· το ἀντίθετο, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ τὸν παραθεωροὺν σὰν νεκρό.

Διότι, τὸν παλιὸ καιρό, πρὶν τὴ θεία ἔλευση τοῦ Σωτῆρα στὴ γῆ, ὅλοι ἔκλαιγαν τοὺς πεθαμένους σὰν χαμένους γιὰ πάντα. Τώρα ὅμως, μὲ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δὲν προκαλεῖ πλέον φόβο ὁ θάνατος· ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, περιφρονοῦν τὸ θάνατο σὰν ἕνα τίποτε· προτιμοῦν μάλιστα νὰ πεθάνουν παρὰ ν' ἀρνηθοῦν τὴν πίστη στὸν Κύριο.

Διότι γνωρίζουν μὲ βεβαιότητα ὅτι πεθαίνοντας δὲν χάνονται, ἀλλὰ ζοῦν καὶ διατηροῦνται ἄφθαρτοι χάρη στὴν ἀνάσταση (τοῦ Χριστοῦ).

Ἐκεῖνος πάλι ὁ διάβολος, ποὺ παλαιότερα ἐπιτίθενταν πονηρὰ στοὺς ἀνθρώπους μὲ ὅπλο τὸ θάνατο, τώρα ποὺ διαλύθηκαν τὰ σπλάγχνα του, στ' ἀλήθεια νεκρώθηκε. Ἀπόδειξη αὐτοῦ εἶναι ὅτι

οἱ ἄνθρωποι, πρὶν πιστέψουν στὸ Χριστό, θεωροῦν τὸ θάνατο φοβερὸ καὶ δειλιάζουν. Ὅταν ὅμως πιστέψουν σ' Ἐκεῖνον καὶ γίνουν μαθητές του, τόσο πολὺ περιφρονοῦν τὸ θάνατο ὥστε πρόθυμα τρέχουν νὰ τὸν γευθοῦν καὶ νὰ γίνουν μάρτυρες τῆς νίκης τῆς ἀναστάσεως ποὺ ὁ Σωτῆρας ἔφερε πάνω σ' αὐτόν.

Διότι, ἀκόμη καὶ μικρὰ νήπια στὴν ἡλικία, σπεύδουν νὰ πεθάνουν· κατέρχονται στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ θανάτου ὄχι μόνον ἄνδρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. Τόσο πολὺ ἐξασθένησε ὁ θάνατος ὥστε ἀκόμη καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ προηγουμένως τὸν φοβόταν, τώρα νὰ τὸν κοροϊδεύουν ὡς νεκρὸ καὶ παράλυτο.

Συνέβη ὅπως μ' ἕναν τύραννο ποὺ τὸν πολέμησε καὶ νίκησε ἕνας ἀληθινὸς βασιλιᾶς· τὸν ἔδεσε χειροπόδαρα καὶ ὅλοι οἱ περαστικοὶ στὸ ἑξῆς τὸν ἐμπαίζουν χτυπῶντας καὶ διασύροντάς τον. Δὲν φοβοῦνται πλέον τὴν τρέλα καὶ τὴν ἀγριότητά του, χάρη στὸ βασιλιᾶ νικητῆ.

Ἔτσι παρόμοια καὶ ὁ Σωτῆρας πάνω στὸ σταυρὸ νίκησε καὶ ρεζίλεψε τὸ θάνατο· τοῦ ἔδεσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια· γι' αὐτό, ὅλοι οἱ χριστιανοὶ περνοῦν καὶ τὸν διασύρουν· οἱ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ κοροϊδεύουν καὶ περιπαίζουν τὸ θάνατο· Ἀπευθύνουν σ' αὐτὸν τὰ λόγια ποὺ ἐξ ἀρχῆς γράφει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ποῦ χάθηκε, θάνατε,η δύναμή σου; Ποῦ βρίσκεται, ἅδη, τὸ δηλητηριῶδες κεντρί σου;».

Εἶναι, λοιπόν, αὐτὸ μικρὴ ἀπόδειξη τῆς ἀδυναμίας τοῦ θανάτου;

Ἢ ἀποτελεῖ ἐλάχιστο τεκμήριο τῆς νίκης ποὺ ἔκανε ὁ Σωτῆρας ἐναντίον του τὸ γεγονὸς ὅτι χριστιανοὶ νέοι καὶ νέες περιφρονοῦν τὴν ἐπίγεια ζωὴ καὶ ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν (μαρτυρήσουν); Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ φυσικοῦ τοῦ δειλιάζει μπροστὰ στὸ θάνατο καὶ τὴ διάλυση τοῦ σώματος· τὸ πιὸ ὅμως ἀξιοθαύμαστο εἶναι τὸ ἑξῆς: αὐτὸς ποὺ ἐγκολπώνεται τὴν πίστη στὸ σταυρὸ (τοῦ Κυρίου), περιφρονεῖ τὰ παρόντα καὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ δὲν δειλιάζει μπροστὰ στὸ θάνατο.

Συμβαίνει ὅπως στὴ φύση τῆς φωτιᾶς ποὺ ἔχει τὴν ἰδιότητα νὰ καίει· θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ὑπάρχει κάτι ποὺ ὄχι μόνο δὲν φοβᾶται τὸ κάψιμό της, ἀλλὰ τὸ ἀποδεικνύει καὶ ἀδύναμο· τέτοιος εἶναι ὁ ἀμίαντος ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν Ἰνδία.

Ἄν, βέβαια, κάποιος δὲν πιστεύει σ' αὐτὸ ποὺ λέμε καὶ θέλει νὰ δοκιμάσει, δὲν ἔχει παρὰ νὰ φορέσει αὐτὸ ποὺ δὲν καίει καὶ νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιὰ· τότε θὰ διαπιστώσει τὴν ἀδυναμία της.

Ἤ, γιὰ παράδειγμα, ἂν κάποιος θέλει νὰ δεῖ δεμένο τύραννο, ὁπωσδήποτε πηγαίνει στὴ χώρα καὶ τὸ βασίλειο τοῦ νικητῆ καὶ ἐκεῖ βλέπει ἀδύναμο αὐτὸν ποὺ προκαλοῦσε φόβο στοὺς ἄλλους.

Ἔτσι, ἂν κάποιος εἶναι ἄπιστος, ἀκόμη καὶ μετὰ τόσα πολλὰ· ὕστερα ἀπὸ τόσους πολλοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ μετὰ τὴν καθημερινὴ χλευαστικὴ στάση ἀπέναντι στὸ θάνατο ποὺ δείχνουν οἱ σπουδαῖοι χριστιανοὶ (μάρτυρες)· ἄν, παρ' ὃλ' αὐτά, ἀκόμη ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν κατάργηση καὶ τὸ τέλος τῆς ἐξουσίας τοῦ θανάτου, ἀσφαλῶς καλὰ κάνει καὶ ἀπορεῖ γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός. Ἀλλά, ἂς μὴ φανεῖ ἀμετανόητα ἄπιστος καὶ ἀδιάντροπος μπροστὰ σὲ τόσο ξεκάθαρα γεγονότα.

Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ δοκιμάζει τὸν ἀμίαντο καὶ διαπιστώνει τὴν ἀντοχή του στὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς πάνω του· ὅπως, ἐπίσης, ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ δεῖ φυλακισμένο τὸν τύραννο καὶ πάει στὴ χώρα τοῦ νικητῆ· ἔτσι ἀκριβῶς καὶ αὐτὸς ποὺ δυσπιστεῖ στὴν ἧττα τοῦ θανάτου, ἂς πιστέψει στὸ Χριστὸ καὶ ἂς διδαχθεῖ τὴ διδασκαλία του. Τότε θὰ δεῖ τὴν ἀδυναμία τοῦ θανάτου καὶ τὴ νίκη ποὺ τοῦ κατάφερε (ὁ Χριστός). Διότι πολλοί, ἐνῶ πρῶτα ἀπιστοῦσαν καὶ χλεύαζαν, ὕστερα πίστεψαν· καὶ τόσο περιφρόνησαν τὸ θάνατο ὥστε ἀναδείχθηκαν καὶ μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ.

Ἐάν, λοιπόν, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καταργεῖται ὁ θάνατος, εἶναι φανερό –μάρτυρας ἡ ἀλήθεια– ὅτι δὲν εἶναι ἄλλος ὁ τροπαιοῦχος καὶ νικητὴς τοῦ θανάτου παρὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξαφάνισε.

Κι ἂν προηγουμένως εἶχε δύναμη ὁ θάνατος καὶ προκαλοῦσε τὸ φόβο, τώρα ὅμως, μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματός του, αὐτὸς περιφρονεῖται· εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸ σταυρὸ κατάργησε καὶ νίκησε τὸ θάνατο.

Ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὸν ἥλιο ποὺ ἔρχεται μετὰ τὴ νύχτα καὶ φωτίζει ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς· δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἅπλωσε τὸ φῶς τοῦ παντοῦ, διάλυσε τὸ σκοτάδι καὶ φώτισε τὰ πάντα.

Ἔτσι, μετὰ τὴ σωματικὴ σωτήρια ἐπιφάνεια τοῦ Λυτρωτῆ καὶ τὸ σταυρικό του θάνατο, περιφρονήθηκε καὶ καταργήθηκε ὁ θάνατος· καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὰ εἶναι ξεκάθαρο ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτῆρας· αὐτὸς ποὺ ἐμφανίστηκε μὲ σῶμα, ἐξαφάνισε τὸ θάνατο καὶ καθημερινὰ μὲ τοὺς μαθητές του στήνει τρόπαια νίκης σὲ βάρος του (τοῦ θανάτου).

Διότι, ὅταν δεῖ κάποιος τοὺς ἀδύναμους στὴ φύση τοὺς ἀνθρώπους νὰ τρέχουν πρὸς τὸ θάνατο καὶ νὰ μὴν τρέμουν τὴ φθορὰ ποὺ προκαλεῖ· ὅταν τοὺς δεῖ νὰ μὴ δειλιάζουν στὴν ἔξοδο γιὰ τὴν ἄλλη ζωὴ ἀλλὰ πρόθυμα νὰ προκαλοῦν τὸ θάνατο· ὅταν τοὺς δεῖ νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὰ βασανιστήρια ἀλλὰ νὰ θεωροῦν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ προτιμότερο τὸ θάνατο ἀπὸ τὴν ἐπίγεια ζωὴ· ἢ ὅταν κάποιος βλέπει ἄνδρες, γυναῖκες καὶ νέα παιδιὰ νὰ ὁρμοῦν καὶ νὰ πηδοῦν μέσα στὸ θάνατο ἀπὸ ἀγάπη καὶ εὐλάβεια γιὰ τὸ Χριστὸ· ποιός εἶναι τόσο ἀνόητος ἢ τόσο ἄπιστος ἢ τόσο λιγόμυαλος ὥστε νὰ μὴ καταλαβαίνει καὶ νὰ ἐννοεῖ ὅτι ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο θυσιάζονται οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς δίνει στὸν καθένα τὴν νίκη σὲ βάρος τοῦ θανάτου; Ποιός δὲν ἐννοεῖ ὅτι Αὐτὸς κάνει τὸ θάνατο νὰ ἐξασθενεῖ μπροστὰ σὲ κάθε πιστὸ καὶ καθένα ποὺ φέρει τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ; Διότι, αὐτὸς ποὺ γνώριζε πρὶν τὴν ἀγριότητα τοῦ φιδιοῦ καὶ τὸ βλέπει τώρα νὰ λιώνει ἀπὸ τὰ χτυπήματα, δὲν ἀμφιβάλλει καθόλου ὅτι εἶναι νεκρὸ καὶ τελείως ἐξουδετερωμένο· ἐκτὸς πιὰ ἂν σάλεψε ὁ νοῦς του καὶ δὲν ἔχει ὑγιεῖς τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματός του. Τὸ ἴδιο, ποιός εἶναι ποὺ βλέπει τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν μ' ἕνα λιοντάρι καὶ δὲν καταλαβαίνει ὅτι ἢ εἶναι νεκρὸ ἢ ἔχασε ὅλη του τὴ δύναμη; Ὅπως, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε μὲ τὰ μάτια ὅτι αὐτὰ εἶναι ἀληθινά, ἔτσι κι ὅταν οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ ἐμπαίζουν καὶ περιφρονοῦν τὸ θάνατο, κανεὶς πλέον νὰ μὴν ἀμφιβάλλει καθόλου ἢ νὰ μὴν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς κατάργησε τὸ θάνατο καὶ σταμάτησε τὴν ἐπίδραση τῆς φθορᾶς του.

Ὅσα εἴπαμε προηγουμένως ἀποτελοῦν μεγάλη ἀπόδειξη ὅτι ὁ θάνατος καταργήθηκε καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου εἶναι τὸ τρόπαιο τῆς νίκης σὲ βάρος του. Σὲ ὅσους ἔχουν ὑγιῆ τὰ μάτια τοῦ νοῦ τους, ἡ πιὸ φανερὴ ἀπόδειξη γιὰ τὴν συντελεσθεῖσα ἀνάσταση τοῦ σώματος του ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Σωτῆρα ὅλων καὶ χορηγὸ τῆς ζωῆς Χριστό, εἶναι τὰ ἴδια τὰ γεγονότα καὶ ὄχι τὰ λόγια.

Διότι, ἂν καταργήθηκε ὁ θάνατος, ὅπως τὸ εἴπαμε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου ὅλοι τὸν περιφρονοῦν, πολὺ περισσότερο πρῶτος ποὺ καταπάτησε καὶ κατάργησε τὸ θάνατο μὲ τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα εἶναι Αὐτὸς ὁ ἴδιος. Καὶ ἀφοῦ Αὐτὸς νέκρωσε τὸ θάνατο, τί ἔπρεπε νὰ κάνει μετὰ παρὰ ν' ἀναστήσει τὸ σῶμα του καὶ νὰ τὸ δείχνει ὡς τρόπαιο ἐναντίον του (τοῦ θανάτου); Ἤ, Πὼς θὰ φαινόταν ὅτι ἔχει καταργηθεῖ ὁ θάνατος, ἐὰν δὲν εἶχε ἀναστηθεῖ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου; Ἂν ὅμως δὲν εἶναι ἀρκετὴ γιὰ κάποιον αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἂς πιστέψει ἀπ' αὐτὰ ποὺ γίνονται μπροστὰ στὰ μάτια μας. Διότι, ἂν κάποιος γίνει νεκρός, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε· μέχρι τὸ μνῆμα φτάνει ἡ ἱκανότητά του· πέραν αὐτοῦ παύει. Οἱ πράξεις καὶ οἱ ἐνέργειες πρὸς τοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἰδιότητες μόνο τῶν ζωντανῶν. Αὐτὸς ποὺ θέλει, λοιπόν, ἂς προσέξει καὶ ἂς κρίνει ἀπ' ὅσα βλέπει, γιὰ νὰ ὁμολογήσει τὴν ἀλήθεια.

Ὅταν, λοιπόν, ὁ Σωτῆρας κάνει στοὺς ἀνθρώπους τόσα μεγάλα θαύματα καὶ καθημερινὰ πείθει μυστικὰ νὰ ἔλθουν στὴ δική του πίστη τόσους πολλοὺς ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὶς βαρβαρικὲς χῶρες· καὶ τοὺς κάνει ὅλους νὰ ὑπακοὺν στὴ διδασκαλία του. Ἑπομένως, ἀκόμη θ' ἀμφιβάλλει κανεὶς ἐὰν ὄντως ἀναστήθηκε ὁ Σωτῆρας καὶ ζεῖ ὁ Χριστός, ἢ καλύτερα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ζωή; Μήπως ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τοῦ νεκροῦ νὰ ἐπηρεάζει τὸ νοῦ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ ν' ἀρνοῦνται τὴ θρησκεία τῶν πατέρων τους καὶ ν' ἀσπάζονται τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ; Ἤ, ἂν δὲν ἐνεργεῖ, ἐφόσον εἶναι νεκρός, Πὼς αὐτὸς σταματᾶ τὶς ἐνέργειες ἐκείνων ποὺ ζοῦν καὶ ἐνεργοῦν; Πὼς ἐνεργεῖ ὥστε ὁ μοιχὸς νὰ σταματᾶ νὰ μοιχεύει, ὁ φονιᾶς νὰ μὴ φονεύει πλέον, ὁ ἄδικος νὰ μὴν εἶναι πλεονέκτης καὶ ὁ ἀσεβὴς νὰ γίνεται εὐσεβής; Ἐὰν δὲν ἀναστήθηκε ἀλλὰ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι νεκρός, Πὼς γίνεται νὰ διώχνει μακριὰ καὶ νὰ ἐξαφανίζει τοὺς ψεύτικους θεοὺς καὶ τοὺς λατρευόμενους δαίμονες, ποὺ οἱ ἄπιστοι λένε ὅτι ζοῦν; Διότι, ὅπου προφέρεται τὸ ὄνομα "Χριστὸς" καὶ κηρύσσεται ἡ πίστη του, ἀπὸ κεῖ ἀπομακρύνεται κάθε μορφῆς εἰδωλολατρία· φανερώνεται κάθε δαιμονικὴ ἀπάτη. Ὁ διάβολος οὔτε τὸ ὄνομά του δὲν ἀντέχει· καὶ μόνο νὰ τ' ἀκούσει φεύγει μακριά. Αὐτά, λοιπόν, δὲν εἶναι ἔργα ἑνὸς νεκροῦ, ἀλλὰ ἑνὸς ζωντανοῦ, καὶ μάλιστα ἔργα τοῦ Θεοῦ.

Ἐξάλλου, θ' ἀποτελοῦσε γελοιότητα, οἱ δαίμονες ποὺ φυγαδεύονται καὶ τὰ εἴδωλα ποὺ καταργοῦνται, νὰ λέμε ὅτι ζοῦν· καὶ ἀντίθετα, νὰ λέμε ὅτι εἶναι νεκρὸς αὐτὸς ποὺ τὰ διώχνει καὶ μὲ τὴ δύναμή του δὲν τ' ἀφήνει νὰ παρουσιάζονται· νὰ λέμε ὅτι εἶναι νεκρὸς αὐτὸς ποὺ ὅλοι ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ.

Ὅσοι ἀπιστοῦν στὴν ἀνάσταση ἀντιμετωπίζουν ἔντονο ἔλεγχο· διότι ὅλοι οἱ δαίμονες καὶ οἱ θεοὶ τοὺς ὁποίους προσκυνοῦν δὲν μποροῦν νὰ καταδιώξουν τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο οἱ ἴδιοι θεωροῦν νεκρό. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα· ὁ Χριστὸς περισσότερο φανερώνει ὅτι ὅλοι αὐτοὶ εἶναι νεκροί. Διότι, ἐὰν εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ νεκρὸς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ Σωτῆρας κάνει τόσα κάθε μέρα, ὅπως: ἑλκύει σὲ εὐσέβεια, πείθει γιὰ ἀρετή, διδάσκει τὴν ἀθανασία, σπρώχνει σὲ πόθο τῶν θείων, ἀποκαλύπτει τὴ γνώση γιὰ τὸν Πατέρα, ἐμπνέει δύναμη ἐνάντια στὸ θάνατο, δείχνει στὸν καθένα τὸν ἑαυτό του καὶ γκρεμίζει τὴν ἀθεΐα τῶν εἰδώλων.

Ἀπ' αὐτά, κανένα δὲν μποροῦν νὰ κάνουν οἱ θεοὶ καὶ οἱ δαίμονες τῶν ἀπίστων· ἀλλὰ μᾶλλον νεκρώνονται μὲ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ ἐμφάνισή τους εἶναι χωρὶς περιεχόμενο. Μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ λύνεται κάθε μορφῆς μαγεία· ὅποια μαγικὴ πράξη καταργεῖται καὶ ὅλα τὰ εἴδωλα μένουν ἔρημα καὶ ἐγκαταλειμένα· σταματᾶ κάθε παράλογη ἡδονὴ καὶ ὁ καθένας στρέφει τὸ βλέμα ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Ποιόν, λοιπόν, θὰ ὀνομάσει κάποιος νεκρό; Μήπως τὸ Χριστό, ποὺ κάνει τόσα ἔργα; Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἴδιο του νεκροῦ νὰ ἐργάζεται. Ἢ θὰ πεῖ νεκρὸ αὐτὸν ποὺ δὲν κάνει τίποτε ἀλλὰ στέκεται σὰν ἄψυχος, κάτι χαρακτηρίζει τοὺς δαίμονες καὶ τὰ εἴδωλα ὡς νεκρὰ ὄντα; Διότι, ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωντανὸς καὶ καθημερινὰ ἐνεργεῖ καὶ ἐργάζεται· κατεργάζεται τὴ σωτηρία ὅλων. Ὁ θάνατος πάλι καθημερινὰ ἀποδείχνεται ὅτι ἐξασθενεῖ· τὸ ἴδιο καὶ τὰ εἴδωλα καὶ οἱ δαίμονες δείχνονται ὅτι εἶναι νεκροί.

Σὰν συμπέρασμα λοιπὸν ὅλων αὐτῶν, κανένας δὲν ἀμφιβάλλει πλέον γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματός του.

Αὐτὸς ποὺ δὲν πιστεύει στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου φαίνεται ὅτι ἀγνοεῖ τὴ δύναμη τοῦ Λόγου καὶ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Διότι, ἐφόσον ἔλαβε σῶμα καὶ σὰν φυσικὴ συνέπεια τὸ ἔκανε δικό του, ὅπως τὸ ἀποδείξαμε μὲ τὸ λόγο μας, τί ἔπρεπε νὰ τὸ κάνει ὁ Κύριος; Ἤ, ποιό ἔπρεπε νὰ εἶναι τὸ τέλος τοῦ σώματος, στὸ ὁποῖο ἐνοικοῦσε ὁ ἴδιος ὁ Λόγος; Δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ μὴν πεθάνει, ἐπειδὴ ἦταν θνητὸ καὶ προσφερόταν γιὰ χάρη ὅλων στὸ θάνατο· γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Σωτῆρας προσέλαβε τὸ σῶμα γιὰ τὸν ἑαυτό του. Νὰ παραμείνει πάλι νεκρὸ δὲν ἦταν δυνατό, γιατί εἶχε γίνει κατοικητήριο τῆς ὄντως Ζωῆς. Γι' αὐτὸ πέθανε σὰν θνητὸ ποὺ ἦταν· ξανάζησε ὅμως γιατί εἶχε μέσα του τὴ ζωὴ· αὐτὰ τὰ κατορθώματα ἀποδεικνύουν τὴν ἀνάσταση.

Ἐὰν ὅμως δὲν πιστεύουν ὅτι ἀναστήθηκε, γιατί δὲν τὸν βλέπουν, εἶναι ὥρα οἱ ἄπιστοι ν'αρνηθούν καὶ τὰ φυσικὰ πράγματα. Διότι χαρακτηριστικὴ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ μὴν τὸν βλέπουν ἀλλὰ νὰ τὸν γνωρίζουν ἀπὸ τὰ ἔργα του, ὅπως παραπάνω τὸ εἴπαμε.

Ἐὰν λοιπὸν δὲν ὑπάρχουν ἔργα, καλὰ κάνουν καὶ δὲν πιστεύουν σ' αὐτὸν ποὺ δὲν φαίνεται· ἐὰν ὅμως τὰ ἔργα "κράζουν" καὶ δείχνουν ὁλοφάνερα, γιατί ἀρνοῦνται θεληματικὰ τὴν τόσο φανερὴ ζωὴ τῆς ἀναστάσεως; Ἀκόμη κι ἂν ἔχει ὑποστεῖ βλάβη ὁ νοῦς τους, μποροῦν μὲ τὶς ἐξωτερικές τους αἰσθήσεις νὰ βλέπουν τὴν ἀναντίρρητη δύναμη καὶ θεότητα τοῦ Χριστοῦ.

Ἐπειδὴ κι ἕνας τυφλὸς ποὺ δὲν βλέπει τὸν ἥλιο, ἀντιλαμβάνεται ὅμως τὴ θερμότητα ποὺ ἐκπέμπει, καὶ πιστεύει ὅτι ὑπάρχει ὁ ἥλιος πάνω ἀπὸ τὴ γῆ.

Ἔτσι, καὶ ὅσοι ἔχουν ἀντιρρήσεις –ἀκόμη κι ἂν δὲν πιστεύουν καὶ παραμένουν τυφλοὶ μπροστὰ στὴν ἀλήθεια– ἀναγνωρίζοντας τὴ δύναμη ὅσων πιστεύουν,ας μὴν ἀρνοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀνάστασή του.

Διότι εἶναι ὁλοφάνερο: ἐὰν ὁ Χριστὸς εἶναι νεκρός, δὲν θὰ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες οὔτε θὰ λαφυραγωγοῦσε τὰ εἴδωλα· διότι οἱ δαίμονες δὲν θὰ ἄκουγαν ἕνα νεκρό. Ἐφόσον ὅμως φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματός του, εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι νεκρὸς· μάλιστα οἱ δαίμονες βλέπουν κι αὐτὰ ποὺ δὲν βλέπουν οἱ ἄνθρωποι καὶ μποροῦν νὰ γνωρίζουν ἂν εἶναι νεκρὸς ὁ Χριστός, ὥστε καθόλου νὰ μὴν τὸν ὑπακούν.

Τώρα, ὅμως, αὐτὸ ποὺ δὲν πιστεύουν οἱ ἀσεβεῖς, οἱ δαίμονες τὸ βλέπουν, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει Θεὸς· γι' αὐτὸ φεύγουν μακριά του καὶ τὸν ἱκετεύουν λέγοντας ὅσα τοῦ ἔλεγαν καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή του: «Γνωρίζουμε ποιός εἶσαι· ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ»· καὶ ἀλλοῦ: «Ἐμπρός, τί θέλεις μὲ μένα, Ὑιε τοῦ Θεοῦ; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις».

Ἐνῶ λοιπὸν οἱ δαίμονες ὁμολογοῦν καὶ τὰ ἔργα καθημερινὰ μαρτυροῦν, εἶναι φανερό –καὶ κανεὶς ἂς μὴν εἶναι ἀναιδὴς ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια–, ὅτι ὁ Σωτῆρας ἀνάστησε τὸ σῶμα του· ὅτι εἶναι, ἐπίσης, ἀληθινὸς Ὑιος τοῦ Θεοῦ· ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ εἶναι ὁ δικός του Λόγος, Σοφία καὶ Δύναμη. Αὐτὸς στὰ κατοπινὰ χρόνια, γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων, προσέλαβε ἀνθρώπινο σῶμα καὶ δίδαξε σ' ὅλο τὸν κόσμο γιὰ τὸν Πατέρα του· κατάργησε τὸ θάνατο καὶ χάρισε σὲ ὅλους τὴν ἀφθαρσία μὲ τὴν ὑπόσχεση τῆς ἀναστάσεως. Ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως μὲ τὴν ἔγερση τοῦ δικοῦ του σώματος. Καὶ ἀνέδειξε τὸ σῶμα του μὲ τὰ σημάδια τοῦ σταυροῦ (σταύρωση) τρόπαιο νίκης ἐνάντια στὸ θάνατο καὶ τὴ φθορά.

Ἐφόσον, λοιπόν, αὐτὰ ἔχουν ἔτσι καὶ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀπόδειξη γιὰ τὴν σωματικὴ ἀνάσταση τοῦ Σωτῆρα καὶ τὴ νίκη ποὺ ἔκανε σὲ βάρος τοῦ θανάτου, ἐμπρός, ἂς ἐξετάσουμε ἐλεγκτικὰ τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς χλευασμοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.

Διότι, σχετικὰ μ' αὐτά, οἱ Ἰουδαῖοι δείχνουν ἀπιστία ἐνῶ οἱ εἰδωλολάτρες κοροϊδεύουν· ἐμπαίζουν τὸ ἀτιμωτικὸ γεγονὸς τῆς σταυρώσεως καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος μας ὅμως δὲν θὰ διστάσει νὰ ἐλέγξει καὶ τὶς δύο ἀπόψεις, καθὼς ἔχει σὲ βάρος τους ξεκάθαρες ἀποδείξεις.

Ἡ ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων καταδικάζεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ὁποία καὶ αὐτοὶ μελετοῦν. Διότι παντοῦ καὶ ὅλη γενικὰ ἡ θεόπνευστη Βίβλος γι' αὐτὰ τὰ γεγονότα βροντοφωνάζει· τὰ λόγια της εἶναι ξεκάθαρα.

Οἱ Προφῆτες πρῶτα, ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐποχή, προανήγγειλαν γιὰ τὸ θαῦμα τῆς παρθενίας καὶ τῆς γεννήσεως (τῆς Θεοτόκου), λέγοντας: «Νά, ἡ παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γενήσει υἱό, καὶ θὰ τοῦ δώσουν τὸ ὄνομα Ἐμμανουήλ, ποὺ σημαίνει, ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας».

Ὁ Μωϋσὴς πάλι, ὁ ὄντως πολὺ μεγάλος καὶ ἀξιόπιστος γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, θεώρησε ὅτι εἶναι σπουδαῖο αὐτὸ ποὺ εἰπώθηκε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα καὶ τὸ συμπεριέλαβε στὸ βιβλίο του, λέγοντας: «Θ' ἀνατείλει ἄστρο ἀπὸ τὴ γενιὰ τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος θὰ συντρίψει τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Μωαβιτῶν». Καὶ πάλι λέει :«Πόσο ὡραῖες εἶναι οἱ κατοικίες σου, Ἰακώβ, οἱ σκηνές σου, Ἰσραήλ! Εἶναι ἁπλωμένες σὰν κοιλάδες καὶ σὰν παράδεισοι σὲ ὄχθες ποταμοῦ· σὰν σκηνὲς ποὺ ἔστησε ὁ Κύριος, σὰν κέδροι κοντὰ στὰ νερά. Ἀπὸ τὴ γενιά του θὰ προέλθει ἄνθρωπος ποὺ θὰ κυριαρχήσει σὲ πολλὰ ἔθνη». Καὶ πάλι λέει ὁ Ἠσαΐας: «Προτοῦ τὸ παιδὶ μάθει νὰ λέει πατέρα ἢ μητέρα, θ' ἀποκτήσει τὴν ἐξουσία στὴ Δαμασκὸ καὶ τὰ λάφυρα τῆς Σαμάρειας μπροστὰ στὸ βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων».

Ἀπ' αὐτά, λοιπόν, προαναγγέλλεται ὅτι θὰ γίνει ἄνθρωπος. Καὶ πάλι προμηνύουν ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται εἶναι ὁ Κύριος ὅλων· λένε: «Νά, ὁ Κύριος εἶναι πάνω σ' ἕνα γρήγορο σύννεφο καὶ θὰ ἔλθει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου μὲ σεισμὸ θὰ γκρεμιστοῦν τὰ χειροποίητα εἴδωλά της». Καὶ ἀπὸ κεῖ πάλι ὁ Πατέρας τὸν καλεῖ πίσω, λέγοντας: «Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο κάλεσα πίσω τὸν υἱό μου».

Ἐπίσης, δὲν ἀποσιωπᾶται ὁ θάνατός του· ἀντίθετα, τὸν περιγράφει ἡ Ἁγία Γραφὴ πολὺ καθαρά. Δὲν φοβήθηκε νὰ πεῖ οὔτε τὴν αἰτία τοῦ θανάτου του, ὅτι δηλαδὴ δὲν ὑπομένει φυσιολογικὸ θάνατο, ἀλλὰ πεθαίνει γιὰ τὴν ἀθανασία καὶ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων· δὲν κρύβει ἐπίσης (ἡ Ἁγία Γραφὴ) τὴν ἐπιβουλὴ τῶν Ἰουδαίων καὶ τὶς ὕβρεις ποὺ ἐκτόξευσαν ἐναντίον του. Ἔτσι, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν τὰ ἄκουσε καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν πλάνη.

Λέει, λοιπόν, σχετικὰ ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἄνθρωπος πονεμένος, δόκιμος ἀσθένειας καὶ περιφρονημένος· καταφρονήθηκε καὶ θεωρήθηκε ἕνα τίποτα. Παρ' ὃλ' αὐτά, αὐτὸς βάσταξε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἐπιφορτίστηκε τὶς θλίψεις μας· ἐνῶ ἐμεῖς τὸν θεωρήσαμε τραυματισμένο ἀπὸ τὸ Θεό, πληγωμένο καὶ μωλωπισμένο. Αὐτὸς ὅμως γιὰ τὶς παραβάσεις μας τραυματίστηκε καὶ ταλαιπωρήθηκε γιὰ τὶς ἀνομίες μας· ἡ τιμωρία, ποὺ ἔφερε τὴν εἰρήνη μας μὲ τὸ Θεό, ἔγινε πάνω του· θεραπευθήκαμε μὲ τὶς δικές του πληγές».

Θαύμαζε τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ· γιὰ μᾶς ἀτιμάζεται, γιὰ ν' ἀποδειχθοῦμε ἐμεῖς ἔντιμοι. Διότι, λέει: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε σὰν τὰ πρόβατα καὶ ξεφύγαμε ἀπὸ τὸ δρόμο μας· ὁ Θεὸς ὅμως παρέδωσε αὐτὸν (τὸν Υἱό του) γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ βασανιστήρια δὲν ἄνοιγε τὸ στόμα του.

Ὁδηγήθηκε στὴ σφαγὴ σὰν πρόβατο, καὶ σὰν ἀρνὶ ἄφωνο μπροστὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ τὸ κουρεύει· ἔτσι κι αὐτὸς δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα του· μὲ τὴν ταπείνωσή του ἁρπάχτηκε ἀπὸ τὴ γενιά του».

Ἔπειτα, γιὰ νὰ μὴν τὸν θεωρήσει κανεὶς κοινὸ θνητό, λόγῳ τοῦ πάθους του, προλαβαίνει ἡ Ἁγία Γραφὴ τὶς ὑποψίες τῶν ἀνθρώπων καὶ μᾶς διηγεῖται τὴ δύναμή του καὶ τὴν ἀνομοιότητα τῆς φύσεώς του μὲ μᾶς: «Ποιός θὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του; Ἡ ζωή του ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴ γῆ.

Ἐξ αἰτίας τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ ὁδηγήθηκε στὸ θάνατο.

Ὁ τάφος του δόθηκε μαζὶ μὲ τοὺς κακούργους καὶ ὁ θάνατός του ὁρίστηκε μὲ τοὺς πλούσιους. Διότι δὲν διέπραξε ἀνομία, οὔτε τὸ στόμα του ἐκστόμισε δόλο. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ τὸν καθαρίσει μὲ τὸ πάθος καὶ τὶς πληγές του».

Ἴσως ὅμως, ἀφοῦ ἄκουσες γιὰ τὶς προφητεῖες σχετικὰ μὲ τὸ θάνατό του, νὰ νὰ ζητεῖς νὰ μάθεις καὶ ὅσα λέγονται γιὰ τὸ σταυρό. Διότι, οὔτε κι αὐτὸ τὸ γεγονὸς μένει στὴ σιωπή. Τὸ ἔχουν δηλώσει οἱ προφῆτες, καὶ μάλιστα πολὺ καθαρά.

Πρῶτος ὁ Μωϋσὴς τὸ προαναγγέλλει μὲ δυνατὴ φωνὴ λέγοντας: «Θὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ζωή σας νὰ εἶναι κρεμασμένος μπροστὰ στὰ μάτια σας, καὶ δὲν θὰ τὸ πιστέψετε».

Καὶ οἱ μετέπειτα προφῆτες πάλι γι' αὐτὸν (τὸ σταυρὸ) δίνουν μαρτυρία, λέγοντας: «Ἐγὼ ἤμουν σὰν ἄκακο ἀρνὶ ποὺ τὸ ὁδηγοῦν στὴ σφαγὴ καὶ δὲν τὸ γνώριζα·σκέφτηκαν σὲ βάρος μου ἄσχημα καὶ εἶπαν: ἐμπρός, ἂς καταστρέψουμε τὸ δέντρο μαζὶ μὲ τὸν καρπό του, καὶ ἂς τὸν ἐξαφανίσουμε ἀπὸ τοὺς ζωντανούς».

Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Τρύπησαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μου· μποροῦν νὰ μετρήσουν ὅλα τα κόκαλά μου· μοίρασαν μεταξύ τους τὰ ροῦχα μου καὶ στὸ πανωφόρι μου ἔριξαν κλῆρο».

Καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος θάνατος στὸν ἀέρα καὶ πάνω σὲ ξύλο παρὰ μόνον ὁ σταυρικός. Καὶ σὲ κανέναν ἄλλο θάνατο ἐπίσης δὲν τρυπιοῦνται χέρια καὶ πόδια παρὰ μόνον στὸ σταυρικό.

Καὶ τὸ ὅτι μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ἄρχισαν ὅλα τὰ ἔθνη ἀπὸ παντοῦ νὰ γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ Θεό, κι αὐτὸ οἱ προφῆτες δὲν τὸ ἄφησαν χωρὶς νὰ τὸ ποῦν· τὸ μνημονεύει ἡ Ἁγία Γραφὴ· λέει συγκεκριμμένα: «Αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ ρίζα του Ἰεσσαὶ καὶ ἡ σημαία ποὺ θὰ ἐξουσιάζει τὰ ἔθνη· σ' αὐτὸν θὰ προστρέξουν ὅλα τὰ ἔθνη». Αὐτὰ τὰ λίγα ἀρκοῦν, γιὰ ν' ἀποδείξουν τὰ γεγονότα.

Κάθε προφητεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἔχει ἐκπληρωθεῖ καὶ ἐλέγχει τὴν ἀπιστία τῶν Ἰουδαίων. Διότι, ποιός ποτὲ ἀπὸ τοὺς δικαίους, προφῆτες καὶ πατριάρχες, ποὺ διηγεῖται ἡ Ἁγία Γραφή, γεννήθηκε σωματικὰ μόνον ἀπὸ μία παρθένο; Ἤ, ποιά γυναῖκα, χωρὶς ἄνδρα, κατάφερε μόνη της νὰ φέρει στὴ ζωὴ (γεννήσει) ἀνθρώπους; Δὲν γεννήθηκε ὁ Ἄβελ ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ὁ Ἐνὼχ ἀπὸ τὸν Ἰάρεδ, ὁ Νῶε ἀπὸ τὸν Λάμεχ, ὁ Ἀβραὰμ ἀπὸ τὸν Θάρρα, ὁ Ἰσαὰκ ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ ὁ Ἰακὼβ ἀπὸ τὸν Ἰσαάκ; Δὲν γεννήθηκε ὁ Ἰούδας ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ὁ Μωϋσὴς καὶ ὁ Ἀαρῶν ἀπὸ τὸν Ἀμεράμ; Δὲν εἶναι ὁ Σαμουὴλ τοῦ Ἐλκανά, ὁ Δαβὶδ τοῦ Ἰεσσαί, ὁ Σολομῶν τοῦ Δαβίδ, ὁ Ἐζεκίας τοῦ Ἄχαζ, ὁ Ἰωσίας τοῦ Ἀμῶς, ὁ Ἠσαΐας τοῦ Ἀμῶς, ὁ Ἰερεμίας τοῦ Χελκία, ὁ Ἰεζεκιὴλ τοῦ Βουζί; Δὲν ἔχει ὁ καθένας αἴτιο τῆς γεννήσεώς του τὸν πατέρα του; Ποιός, λοιπόν, γεννήθηκε μόνον ἀπὸ παρθένο κόρη; Διότι πολὺ ἐνδιαφέρθηκε ὁ προφήτης νὰ τονίσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ γεγονότος.

Σὲ τίνος γέννηση πάλι φάνηκε προηγουμένως νὰ τρέχει στὸν οὐρανὸ ἀστέρι, καὶ ν' ἀναγγέλλει σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη αὐτὸν ποὺ γεννήθηκε; Τὸν Μωϋσὴ π.χ., ὅταν γεννιόταν, οἱ γονεῖς του τὸν ἔκρυβαν. Τὸν Δαβὶδ δὲν τὸν ἄκουσαν οὔτε οἱ γείτονες, οὔτε ἀκόμη ὁ μεγάλος προφήτης Σαμουὴλ· ρωτοῦσε μάλιστα νὰ μάθει, ἂν ἔχει ἄλλο παιδὶ ὁ Ἰεσσαί. Ὁ Ἀβραὰμ πάλι, μόνον ὅταν μεγάλωσε, ἔγινε γνωστὸς στοὺς γείτονές του. Γιὰ τὴ γέννηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχουμε γιὰ μάρτυρα ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἀστέρι ποὺ ἔλαμψε στὸν οὐρανὸ· ἀπὸ κεῖ ποὺ ἐκεῖνος κατέβηκε στὴ γῆ.

Ποιός πάλι ἀπ' ὅσους ἔγιναν βασιλεῖς, προτοῦ «μπορέσει νὰ πεῖ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας του», βασίλεψε καὶ πέτυχε νῖκες ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν; Ὁ Δαβὶδ δὲν βασίλεψε ὅταν ἔγινε τριάντα χρονῶν; Καὶ ὁ Σολομῶν νέος δὲν ἔγινε βασιλιᾶς; Καὶ ὁ Ἰωὰς δὲν ἀνέβηκε στὸ βασιλικὸ θρόνο σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν; Καὶ ὁ μετέπειτα Ἰωσίας δὲν ἀνέλαβε τὴ βασιλεία σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν; Κι αὐτοὶ ὅμως, παρ' ὅλο ποὺ βρίσκονταν σὲ τόσο μικρὴ ἡλικία, μποροῦσαν νὰ προφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα ἢ τῆς μητέρας τους.

Ποιός, λοιπόν, εἶναι ἄραγε αὐτὸς ποὺ προτοῦ γεννηθεῖ εἶναι βασιλιᾶς καὶ ἐξολοθρεύει τοὺς ἐχθρούς; Ἂς μᾶς ποῦν οἱ Ἰουδαῖοι ἱστορικοί: ποιός βασιλιᾶς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα ὑπῆρξε τέτοιος, στὸν ὁποῖο νὰ ἐλπίζουν ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ἔκαμε τὴν εἰρήνη; Καὶ ἀπὸ παντοῦ δὲν ἐπιτίθενταν ἐναντίον τους; Ἀπὸ τότε ποὺ κτίσθηκε ἡ Ἱερουσαλὴμ εἶχαν ἀδιάκοπο πόλεμο καὶ πολεμοῦσαν ὅλοι ἐναντίον τοῦ Ἰσραήλ: οἱ Ἀσσύριοι τοὺς πίεζαν, οἱ Αἰγύπτιοι τοὺς καταδίωκαν καὶ οἱ Βαβυλώνιοι τοὺς κατακτοῦσαν· καὶ τὸ πιὸ παράξενο, ἀκόμη καὶ οἱ γείτονές τους, οἱ Σύριοι, πολεμοῦσαν ἐναντίον τους.

Ἢ μήπως δὲν πολεμοῦσε ὁ Δαβὶδ τοὺς Μωαβίτες καὶ δὲν ἐξολόθρευε τοὺς Σύριους; Ὁ Ἰωσίας δὲν πρόσεχε ἀπὸ τοὺς γείτονές του καὶ ὁ Ἐζεκίας δὲν φοβόταν τὴ φιλοδοξία τοῦ Σεναχηρείμ; Οἱ Ἀμαληκίτες δὲν πολεμοῦσαν τον Μωϋσὴ καὶ οἱ Ἀμορραῖοι, ὅπως καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Ἰεριχώ, δὲν ἀντιπαρατάσσονταν στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυή; Καὶ γενικὰ δὲν ἦταν τελείως ἐχθρικὰ τὰ ἔθνη πρὸς τὸν Ἰσραήλ; Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ δοῦμε ποιός εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἐλπίζουν τὰ ἔθνη· διότι πρέπει νὰ ὑπάρχει, ἀφοῦ ὁ προφήτης εἶναι ἀδύνατον νὰ λέει ψέμματα.

Ποιός ἀπὸ τοὺς ἅγιους προφῆτες ἡ τοὺς ἀρχαίους πατριάρχες πέθανε πάνω στὸ σταυρό, γιὰ νὰ σωθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Ἢ ποιός πληγώθηκε καὶ σκοτώθηκε, γιὰ νὰ ἔχουν ὅλοι τὴν ὑγεία τους; Ποιός ἀπὸ τοὺς δίκαιους ἢ τοὺς βασιλεῖς κατέβηκε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μὲ τὴν κάθοδό του συνέβηκε νὰ γκρεμιστοῦν τὰ εἴδωλα τῶν Αἰγυπτίων; Κατέβηκε ὁ Ἀβραὰμ στὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ πάλι ἡ εἰδωλολατρία ἦταν κυρίαρχη. Ὁ Μωϋσὴς ἐκεῖ γεννήθηκε, ἀλλὰ καθόλου δὲν μειώθηκε ἡ θρησκεία τῆς πλάνης.

Ἀπ' ὅσους μᾶς διηγεῖται ἡ Ἁγία Γραφή, ποιοῦ τοῦ τρύπησαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια; Ἢ γενικὰ ποιόν κρέμασαν στὸ ξύλο καὶ πέθανε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων; Διότι ὁ Ἀβραὰμ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του πέθανε στὸ κρεβάτι· ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακὼβ κι αὐτοὶ ἅπλωσαν τὰ πόδια τους στὸ κρεβάτι καὶ πέθαναν.

Ὁ Μωϋσὴς καὶ ὁ Ἀαρῶν πέθαναν στὸ ὅρος, ὁ Δαβὶδ στὸ σπίτι του, χωρὶς νὰ ὑποστεῖ καμιὰ ἐπιβουλὴ ἀπὸ τὸ λαό. Ἂν καὶ τὸν καταδίωξε ὁ Σαούλ, σώθηκε ὅμως χωρὶς νὰ πάθει τίποτε. Ὁ Ἠσαΐας πάλι πριονίστηκε, ἀλλὰ δὲν κρεμάστηκε στὸ ξύλο. Τὸν Ἰερεμία τὸν ἔβρισαν, ἀλλὰ δὲν πέθανε καταδικασμένος. Ὁ Ἰεζεκιὴλ ὑπέφερε πάθη, ὄχι ὅμως γιὰ χάρη τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἐπισημάνει ποιά δεινὰ θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον στὸ λαό.

Ἔπειτα αὐτοί, ἂν καὶ ἔπασχαν, ἦταν ἄνθρωποι, ὅμοιοι στὴ φύση μὲ ὅλους.

Αὐτὸς ὅμως, γιὰ τὸν ὁποῖο προφητεύουν οἱ Γραφὲς ὅτι θὰ θυσιαστεῖ γιὰ χάρη ὅλων, δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ ζωὴ ὅλων, ἂν καὶ στὴ φύση εἶναι ὅμοιος μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Διότι λέει ἡ Γραφή: «Θὰ δεῖτε αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ζωή σας νὰ εἶναι κρεμασμένος μπροστὰ στὰ μάτια σας»· καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ποιός θὰ διηγηθεῖ γιὰ τὴ γενιά του;».

Διότι, τὴν καταγωγὴ ὅλων τῶν ἁγίων, ἀφοῦ τὴν πληροφορηθεῖ κάποιος, μπορεῖ νὰ τὴν πεῖ, ποιός εἶναι ὁ καθένας καὶ ἀπὸ ποὺ κατάγεται· αὐτὸς ὅμως ποὺ εἶναι ἡ ζωή,η καταγωγή του εἶναι ἀνεκδιήγητη, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ποιός εἶναι, λοιπόν, αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο λέει αὐτὰ ἡ Ἁγία Γραφή; Ἢ ποιός εἶναι τόσο σπουδαῖος, ὥστε καὶ οἱ προφῆτες νὰ προαναγγέλλουν τόσα πολλὰ γι' αὐτόν; Διότι, κανένας ἄλλος δὲν βρίσκεται τόσο μεγάλος μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν κοινὸ Σωτῆρα ὅλων, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Διότι αὐτὸς εἶναι ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο κόρη καὶ ἐνανθρώπησε καὶ ἔχει ἄγνωστη τὴν ἀνθρώπινη ρίζα τῆς γενιᾶς του. Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ὀνομάσει τὸν σαρκικὸ πατέρα του, διότι τὸ σῶμα του δὲν προῆλθε ἀπὸ ἄνδρα ἀλλὰ μόνον ἀπὸ παρθένο κόρη.

Ὅπως λοιπὸν μπορεῖ ν' ἀναζητήσει κάποιος τὸ γενεαλογικὸ δέντρο του Δαβίδ, τοῦ Μωϋσὴ καὶ ὅλων τῶν πατριαρχῶν, ἔτσι δὲν μπορεῖ ν' ἀπαριθμήσει τὴν ἀνθρώπινη ρίζα τοῦ Σωτῆρα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ποὺ δημιούργησε τὸ ἀστέρι, γιὰ νὰ δηλώσει τὴ σωματική του γέννηση. Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε ὁ Λόγος, καὶ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ δοθεῖ τὸ μήνυμα τῆς γεννήσεώς του. Καὶ ἔπρεπε, ἐφόσον ὁ ἐρχόμενος ἦταν ὁ βασιλιᾶς τῆς κτίσεως, νὰ τὸν γνωρίζει ξεκάθαρα ὅλη ἡ οἰκουμένη.

Ἂν καὶ γεννήθηκε στὴν Ἰουδαία, ἔρχονταν νὰ τὸν προσκυνήσουν οἱ Πέρσες. Αὐτὸς εἶναι ποὺ καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπησή του πῆρε τὴ νίκη ἐνάντια στοὺς ἀντίπαλους δαίμονες καὶ τὰ τρόπαια ἐνάντια στὴν εἰδωλολατρία.

Ὅλοι, λοιπόν, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπ' ὅλα τὰ ἔθνη ἀπαρνήθηκαν τὶς πατροπαράδοτες συνήθειές τους καὶ τὴν ἀθεΐα τῶν εἰδώλων· ἐναποθέτουν λοιπὸν τὴν ἐλπίδα τους στὸ Χριστὸ καὶ γίνονται στρατιῶτες του, πρᾶγμα ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ δοῦμε μὲ τὰ μάτια μας. Διότι ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε παύσει ἡ ἀθεΐα τῶν Αἰγυπτίων, παρὰ μόνον ὅταν ὁ Παντοκράτωρ Κύριος κατέβηκε ἐκεῖ σωματικά, σὰν νὰ ἦταν πάνω σὲ σύννεφο· κατάργησε ἐκεῖ τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ ὅλους τοὺς τράβηξε κοντά του καὶ τοὺς ὁδήγησε στὴ συνέχεια πρὸς τὸν Πατέρα του.

Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σταυρώθηκε μὲ μάρτυρα τὸν ἥλιο καὶ τὴν κτίση καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν θανάτωσαν. Καὶ μὲ τὸ θάνατό του συντελέστηκε ἡ σωτηρία ὅλων καὶ λυτρώθηκε ὅλη ἡ κτίση. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωὴ ὅλων, καὶ ἐκεῖνος ποὺ παράδωσε σὰν πρόβατο τὸ σῶμα του σὲ θάνατο γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων, ἂν καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν πιστεύουν.

Ἐὰν βέβαια δὲν τὰ θεωροῦν αὐτὰ ἀρκετὰ γιὰ νὰ τοὺς πείσουν, ἂς πεισθοῦν τοὐλάχιστον ἀπὸ ἄλλες προφητεῖες ποὺ αὐτοὶ πάλι ἔχουν. Διότι, γιὰ ποιόν λένε οἱ προφῆτες: «Φανερώθηκα σ' αὐτοὺς ποὺ δὲν μὲ ἀναζητοῦσαν· βρέθηκα ἀπ' αὐτοὺς ποὺ δὲν ρωτοῦσαν γιὰ μένα· εἶπα, νὰ ἐγὼ εἶμαι σὲ ἔθνος ποὺ δὲν ἀποκαλεῖ τὸ ὄνομά μου· ἅπλωσα τὰ χέρια μοῦ σ' ἕναν ἀπειθῆ λαὸ ποὺ ἀντιδρᾶ»; Θὰ μποροῦσε νὰ ρωτήσει κάποιος τοὺς Ἰουδαίους: ποιός εἶναι λοιπὸν αὐτὸς ποὺ ἐμφανίστηκε; Ἐὰν εἶναι προφήτης, ἂς μᾶς ποῦν πότε κρυβόταν, γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ ἔπειτα. Καὶ ποιός εἶναι αὐτὸς ὁ προφήτης ποὺ κρυβόταν κι ἐμφανίστηκε ἔπειτα, καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια τοῦ πάνω στὸ σταυρό; Δὲν εἶναι κανεὶς ἀπὸ τοὺς δίκαιους· εἶναι μόνον ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀσώματος στὴ φύση του, ἀλλὰ γιὰ χάρη μας πῆρε σῶμα καὶ ἔπαθε γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἐὰν καὶ αὐτὸ δὲν τοὺς ἱκανοποιεῖ, τοὐλάχιστον ἂς ντραποῦν ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα, διότι θὰ δοῦν σ' αὐτὰ φανερὴ τὴν ἀπόδειξη. Διότι λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πάρτε δύναμη τὰ ἀποκαμωμένα χέρια καὶ τὰ παράλυτα πόδια· νὰ πεῖτε σ' ὅσους φοβοῦνται: νὰ εἶστε δυνατοί, μὴ φοβόσαστε· διότι, νά, ὁ Θεός μας θὰ ρθεῖ νὰ ἐκδικηθεῖ, αὐτὸς θὰ ἔρθει καὶ θὰ μᾶς σώσει. Τότε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν θ' ἀνοιχτοῦν καὶ τ' αὐτιὰ τῶν κουφῶν θ' ἀκούσουν· τότε θὰ πηδάει σὰν ἐλάφι ὁ κουτσὸς καὶ ἡ γλῶσσα τῶν μουγγῶν θὰ λέει πολλά».

Τί λοιπὸν μποροῦν νὰ ποῦν καὶ γι' αὐτὴ τὴν προφητεία, ἢ Πὼς τολμοῦν νὰ τὴ βλέπουν μπροστά τους; Διότι ἡ προφητεία δηλώνει ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐνανθρωπίσει καὶ κάνει γνωστὰ τὰ σημάδια καὶ τὸ χρόνο τῆς παρουσίας του. Τὸ ὅτι οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ κουτσοὶ περπατοῦν, οἱ κουφοὶ ἀκοῦν καὶ ἡ γλῶσσα τῶν μουγγῶν λέει πολλά, ὅλα αὐτὰ (τὰ θαυμαστὰ σημεῖα) τὰ λέει γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἂς ποῦν, πότε συνέβησαν τέτοια μεγάλα σημεῖα στὸ (βασίλειο τοῦ) Ἰσραὴλ ἢ σὲ κάποιο μέρος (τοῦ βασιλείου) τῆς Ἰουδαίας; Καθαρίστηκε βέβαια ἀπὸ τὴ λέπρα ὁ Ναιμάν, ἀλλὰ κανεὶς κουφὸς δὲν ἄκουσε οὔτε κουτσὸς περπάτησε. Ἀνάστησαν νεκρὸ ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἐλισσαῖος, ἀλλὰ δὲν εἶδε τὸ φῶς τυφλὸς ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Εἶναι σπουδαῖο πράγματι ν' ἀναστηθεῖ νεκρός, ἀλλ' ὄχι τόσο σπουδαῖο σὰν τὰ θαύματα τοῦ Σωτῆρα.

Μάλιστα,εφόσον ἡ Γραφὴ δὲν ἀποσιώπησε τὸ θαῦμα τοῦ λεπροῦ καὶ τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ τῆς χήρας, σίγουρα δὲν θὰ παρέλειπε νὰ πεῖ κι ἂν συνέβαινε κουτσὸς νὰ περπατήσει καὶ τυφλὸς νὰ δεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν τὰ ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶχαν συμβεῖ αὐτὰ προηγουμένως.

Πότε λοιπὸν συνέβησαν αὐτά, παρὰ μόνον ὅταν ἐνανθρώπισε ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Καὶ πότε ἦρθε, παρὰ ὅταν οἱ κουτσοὶ περπάτησαν, οἱ μουγγοὶ μίλησαν, οἱ κουφοὶ ἄκουσαν καὶ οἱ τυφλοὶ ἀπὸ τὴ γέννα τους εἶδαν τὸ φῶς; Γι' αὐτὸ τὸ λόγο καὶ οἱ Ἰουδαῖοι ποὺ τὰ ἔβλεπαν αὐτὰ τότε ἔλεγαν, ὅτι δὲν ἔχουν ἀκούσει νὰ γίνονται τέτοια θαυμαστὰ γεγονότα παλαιότερα: «Ποτὲ δὲν ἀκούστηκε ὅτι ἄνοιξε κάποιος τὰ μάτια ἐκ γενετῆς τυφλοῦ· ἐὰν αὐτὸς ποὺ τὸ ἔκανε δὲν ἦταν ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τίποτε».

Ἴσως ὅμως κι αὐτοί, ἐπειδὴ δὲν μποροῦν φανερὰ ν' ἀντιμάχονται, δὲν θ' ἀρνηθοῦν ὅσα λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ· θὰ ὑποστηρίξουν ὅμως ὅτι αὐτὰ ἀκόμη τὰ περιμένουν νὰ γίνουν, καὶ θὰ βεβαιώσουν ὅτι δὲν ἦλθε ἀκόμη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὰ τὰ διαδίδουν δεξιὰ κι ἀριστερὰ καὶ δὲν ντρέπονται ποὺ ἀμφισβητοῦν τὰ γεγονότα.

Γι' αὐτὸ ὅμως θὰ δεχθοῦν πάνω ἀπ' ὅλα σφοδρὸ ἔλεγχο, ὄχι ἀπὸ μᾶς, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν σοφότατο προφήτη Δανιήλ, ὁ ὁποῖος καθορίζει καὶ τὸν ἀκριβὴ χρόνο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρα· λέει συγκεκριμμένα: «Ἑβδομῆντα ἑβδομάδες ὁρίστηκαν γιὰ τὸ λαό σου καὶ γιὰ τὴν ἁγία πόλη σου, ὥστε νὰ συντελεστεῖ ἡ παράβαση καὶ νὰ τελειώσουν ὅλες οἱ ἁμαρτίες· ν' ἀπαλειφτοῦν οἱ ἀδικίες καὶ νὰ γίνει ἐξιλέωση γιὰ τὴν ἀνομία· νὰ εἰσαχθεῖ αἰώνια δικαιοσύνη, νὰ σφραγιστεῖ ἡ ὅραση καὶ ἡ προφητεία καὶ νὰ χριστεὶ ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων. Γνώρισε λοιπὸν καὶ ἐννόησε ὅτι ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ διατάγματος, γιὰ ν' ἀνοικοδομηθεῖ πάλι ἡ Ἱερουσαλήμ, ἕως ποὺ θὰ ἔρθει ὁ Χριστὸς Ἡγήτορας...».

Ἴσως γιὰ τὰ ἄλλα νὰ μποροῦν νὰ βροῦν προφάσεις καὶ ν' ἀναβάλλουν γιὰ μελλοντικὸ χρόνο τὴν ἐκπλήρωση τῶν προφητειῶν. Γι' αὐτὰ ὅμως τί μπορεῖ νὰ ποῦν ἢ Πὼς νὰ τ' ἀντιμετωπίσουν; Ἐδῶ ὁλοφάνερα προφητεύεται ὁ Χριστός, καὶ ὁ χριόμενος δὲν ὁμολογεῖται ἁπλὸς ἄνθρωπος ἀλλὰ Ἅγιος τῶν ἁγίων· ἡ Ἱερουσαλὴμ ὑπάρχει ἕως τὴν παρουσία του, καὶ στὸ ἑξῆς σταματοῦν νὰ ὑπάρχουν προφῆτες καὶ (μελλοντικὰ) ὁράματα στὸν Ἰσραήλ.

Χρίστηκε παλαιότερα ὁ Δαβίδ, ὁ Σολομῶν, ὁ Ἐζεκίας, ἀλλὰ καὶ πάλι ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος της ἐξακολουθοῦσαν νὰ ὑπάρχουν· οἱ προφῆτες συνέχιζαν νὰ προφητεύουν, ὅπως ὁ Γάδ, ὁ Ἀσάφ, ὁ Νάθαν, μετέπειτα ὁ Ἠσαΐας, ὁ Ὠσηέ, ὁ Ἀμῶς καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα κι αὐτοὶ ποὺ χρίστηκαν ὀνομάστηκαν ἅγιοι ἄνθρωποι, ὄχι ὅμως ἅγιοι τῶν ἁγίων.

Ἀλλά, ἐὰν προβάλλουν ὡς ἐπιχείρημα τὴν αἰχμαλωσία καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἐξ αἰτίας της δὲν θὰ ὑπάρχει ἡ Ἱερουσαλήμ, τί μποροῦν νὰ ποῦν καὶ γιὰ τοὺς προφῆτες (ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχουν); Διότι καὶ παλαιότερα, ὅταν ὁ λαὸς ἐξοριζόταν στὴ Βαβυλῶνα, παρ' ὃλ' αὐτὰ ἦταν μαζὶ ἐκεῖ ὁ Δανιὴλ καὶ ὁ Ἰερεμίας· καὶ προφήτευαν ἐπίσης ὁ Ἰεζεκιήλ, ὁ Ἀγγαῖος καὶ ὁ Ζαχαρίας.

Οἱ Ἰουδαῖοι, λοιπόν, λένε παραμύθια καὶ ἐνῶ (οἱ προφητεῖες) ἐκπληρώθηκαν στὸν παρόντα χρόνο, αὐτοὶ τὶς τοποθετοῦν στὸ μέλλον. Διότι, πότε ἔπαψαν οἱ προφητεῖες καὶ τὰ ὁράματα στὸν Ἰσραὴλ παρὰ μόνον ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός, ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων; Μεγάλη ἀπόδειξη καὶ γνώρισμα τῆς παρουσίας τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ἡ Ἱερουσαλὴμ δὲν θὰ ὑπάρχει πλέον οὔτε προφήτης θ' ἀναδειχθεῖ οὔτε ὁράματα θ' ἀποκαλύπτονται, καὶ αὐτὰ εἶναι πολὺ φυσιολογικά.

Διότι, ἀφοῦ ἦλθε αὐτός, γιὰ τὸν ὁποῖο λέγονταν οἱ προφητεῖες, τί χρειάζονται πλέον αὐτές; Ὅταν εἶναι παροῦσα ἡ Ἀλήθεια, τί χρειάζεται ἡ σκιά της. Γι' αὐτὸ καὶ δίκαια προφήτευαν ἕως ὅτου ἔλθει ἡ ἴδια ἡ Δικαιοσύνη καὶ ὁ Λυτρωτὴς τῶν ἁμαρτιῶν ὅλων. Καὶ ἡ Ἱερουσαλὴμ ὑπῆρχε γιὰ τόσο καιρό, γιὰ νὰ προσχεδιάζονται ἐκεῖ οἱ προτυπώσεις τῆς ἀλήθειας.

Ὅταν λοιπὸν ἦρθε ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων, εὔλογα σταμάτησαν καὶ τὰ ὁράματα καὶ οἱ προφητεῖες· καὶ καταργήθηκε ἡ βασιλεία τῆς Ἱερουσαλήμ. Μέχρι τότε χρίονταν σ' αὐτοὺς βασιλεῖς, ἕως ὅτου χρίστηκε ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων.

Καὶ ὁ Μωϋσὴς προφητεύει ὅτι θὰ ὑφίσταται ἡ βασιλεία τῶν Ἰουδαίων μέχρι αὐτὸν (τὸ Χριστό), λέγοντας: «Δὲν θὰ λείψει ἄρχοντας ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα καὶ Ἡγήτορας ἀπὸ τὴ γενιά του, ἕως ὅτου ἔλθει ὁ ἀναμενόμενος· αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν».

Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Σωτῆρας ἔλεγε ξεκάθαρα: «Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες εἶχαν ἰσχὺ ἕως τὸν Ἰωάννη (Πρόδρομο)». Ἐάν, λοιπόν, ὑπάρχει τώρα στοὺς Ἰουδαίους βασιλιᾶς, προφήτης ἢ ὅραμα, καλὰ κάνουν καὶ ἀρνοῦνται τὸ Χριστὸ ποὺ ἦλθε. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχουν οὔτε βασιλιᾶ οὔτε ὁράματα, ἀλλὰ ἔχει σταματήσει κάθε προφητεία καὶ ἔχει κυριευθεῖ ἡ πόλη καὶ ὁ ναὸς (τοῦ Σολομῶντα), γιατί τόσο ἀσεβοῦν καὶ γίνονται παραβάτες; Ἐνῶ βλέπουν καθαρὰ τὰ γεγονότα, τὸν Χριστὸ ὅμως ποὺ τὰ κάνει τὸν ἀρνοῦνται.

Καὶ ἐνῶ βλέπουν τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἐγκαταλείπουν τὰ εἴδωλα καὶ νὰ ἐλπίζουν μέσῳ τοῦ Χριστοῦ στὸ Θεὸ τοῦ Ἰσραήλ, γιατί ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ ποὺ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴ γενιά του Ἰεσσαὶ καὶ εἶναι στὸ ἑξῆς ὁ βασιλιᾶς τους; Διότι, ἐὰν οἱ εἰδωλολάτρες λάτρευαν ἄλλο θεὸ καὶ δὲν πίστευαν τὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακὼβ καὶ τοῦ Μωϋσή, καλὰ θὰ ἔκαναν πάλι καὶ θὰ προφασίζονταν ὅτι δὲν σαρκώθηκε ὁ ἀληθινὸς Θεός.

Ἐὰν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες προσκυνοῦν τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε τὸ νόμο στὸν Μωϋσὴ καὶ τὶς ὑποσχέσεις στὸν Ἀβραάμ, καὶ τοῦ ὁποίου τὸ λόγο οἱ Ἰουδαῖοι τὸν περιφρόνησαν, γιατί δὲν γνωρίζουν ἤ, καλύτερα, γιατί μὲ τὴ θέλησή τους παραβλέπουν ὅτι ὁ Κύριος, τὸν ὁποῖο προφήτευσαν οἱ Γραφές, ἔλαμψε στὸν κόσμο καὶ φανερώθηκε μὲ σῶμα σ' αὐτόν, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὁ Θεὸς Κύριος φανερώθηκε σὲ μᾶς»· καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ἔστειλε στὴ γῆ τὸ Λόγο του καὶ τοὺς θεράπευσε»· καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Ὄχι πρεσβευτὴς οὔτε ἀγγελιαφόρος ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τοὺς ἔσωσε»; Παθαίνουν κάτι παρόμοιο μὲ ἕναν ποὺ εἶναι διανοητικὰ ἀνάπηρος: ἐνῶ βλέπει τὴ γῆ νὰ φωτίζεται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀρνεῖται ὅμως τὸν ἥλιο ποὺ τὴ φωτίζει.

Διότι, τί περισσότερο μπορεῖ νὰ κάνει αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἐκεῖνοι προσδοκοῦν νὰ ἔλθει; Νὰ προσκαλέσει τὰ ἔθνη; Ἀλλὰ πρόφθασαν νὰ κληθοῦν. Νὰ σταματήσει τὶς προφητεῖες, τὴ βασιλεία, τὰ ὁράματα; Κι αὐτὸ ἤδη ἔχει γίνει. Μήπως νὰ ἐλέγξει τὴν ἀθεΐα τῶν εἰδώλων; Ἐλέγχθηκε ἤδη καὶ ἔχει καταδικαστεῖ. Ἀλλὰ μήπως νὰ καταργήσει τὸ θάνατο; Ἤδη ἔχει καταργηθεῖ.

Τί, λοιπόν, δὲν ἔχει γίνει καὶ πρέπει νὰ τὸ κάνει ὁ Χριστός; Τί λείπει, γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ; ὥστε, νὰ μὴ χαιρεκακοῦν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ἀπιστοῦν; Διότι ἐάν, πρᾶγμα ποὺ καὶ τὸ βλέπουμε, δὲν ὑπάρχει σ' αὐτοὺς οὔτε βασιλιᾶς οὔτε προφήτης οὔτε Ἱερουσαλὴμ οὔτε θυσίες οὔτε ὁράματα· ἀλλά, ἔχει γεμίσει ὅλη ἡ γῆ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ· καὶ οἱ εἰδωλολάτρες ἀφήνουν τὴν ἀθεΐα τῶν εἰδώλων καὶ καταφεύγουν πρὸς τὸ Θεὸ τοῦ Ἀβραάμ, μὲ τὴν πίστη στὸ Λόγο, δηλαδὴ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Μετὰ ἀπ' ὃλ' αὐτά, εἶναι ὁλοφάνερο, ἀκόμη καὶ στοὺς πιὸ ξεδιάντροπους, ὅτι ἔχει ἔλθει στὴ γῆ ὁ Χριστὸς· ἔχει φωτίσει μὲ τὸ φῶς του ὅλους γενικὰ καὶ δίδαξε τὴν ἀληθινὴ θεία διδασκαλία γιὰ τὸν Πατέρα του.

Μ' αὐτά, λοιπόν, καὶ μὲ ἄλλα περισσότερα ἐπιχειρήματα, ποὺ περιέχει ἡ Ἁγία Γραφή, εὔλογα μπορεῖ κάποιος νὰ ἐλέγξει τοὺς Ἰουδαίους.

Εἶναι ν' ἀπορεῖ κανεὶς μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες διότι ἀπὸ τὴ μιὰ κοροϊδεύουν αὐτὰ ποὺ δὲν πρέπει, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τυφλώνονται ἀπὸ τὰ πάθη τους καὶ λατρεύουν πέτρες καὶ ξύλα.

Ὅμως, ἐπειδὴ δὲν εἶναι φτωχὸς ὁ λόγος μας σὲ ἀποδείξεις, ἂς ἐπιχειρήσουμε νὰ πείσουμε κι αὐτοὺς ἀπὸ τὰ εὐνόητα, καὶ μάλιστα ἀπ' αὐτὰ τὰ ὁποῖα βλέπουμε οἱ ἴδιοι. Διότι, τί τὸ ἄτοπο ἄξιο χλευασμοῦ ὑπάρχει σὲ μᾶς, ἐκτὸς τοῦ ὅτι λέμε ὅτι ὁ Λόγος φανερώθηκε μὲ σῶμα; Ἀλλὰ θὰ συμφωνήσουν καὶ οἱ ἴδιοι ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ (τῆς σαρκώσεως) δὲν εἶναι παράλογο, ἐφόσον βέβαια ἀγαποῦν τὴν ἀλήθεια. Διότι, ἐὰν ἀρνοῦνται τελείως ὅτι ὑπάρχει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι περιττὸ νὰ χλευάζουν αὐτὸ ποὺ δὲν παραδέχονται.

Ἐὰν ὅμως παραδέχονται ὅτι ὑπάρχει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξουσιάζει τὰ πάντα· ὅτι μὲ Αὐτὸν ὁ Πατέρας δημιούργησε τὸν κόσμο· ὅτι μὲ τὴ δική του πρόνοια ἔχουν τὸ φωτισμό, τὴ ζωὴ καὶ τήν

ὕπαρξη ὅλα τὰ κτίσματα· καὶ ὅτι Αὐτὸς ὅλα τὰ κυβερνᾶ, ὥστε νὰ γίνεται γνωστὸς ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς πρόνοιάς του, καὶ μέσῳ αὐτοῦ ὁ Πατέρας· ἐξέτασε μετὰ ἀπ' ὅλα αὐτά, σὲ παρακαλῶ, μήπως δὲν γνωρίζουν ὅτι ἐπισύρουν τὸν χλευασμὸ σὲ βάρος τους.

Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων λένε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἕνα μεγάλο σῶμα· κι αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Διότι βλέπουμε ὅτι ὁ κόσμος καὶ τὰ μέρη του γίνονται ἀντιληπτὰ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μας. Ἐὰν λοιπὸν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ βρίσκεται στὸν κόσμο, ποὺ εἶναι ἕνα σῶμα, καὶ βρίσκεται καὶ σ' ὅλα τὰ σώματα καὶ στὰ τμήματά τους, γιατί νὰ εἶναι παράδοξο καὶ ἀδύνατο αὐτὸ ποὺ λέμε ἐμεῖς ὅτι ὁ Λόγος μπῆκε καὶ μέσα σὲ ἄνθρωπο; Ἐάν, λοιπόν, εἶναι γενικὰ ἄτοπο νὰ μπεῖ ὁ Λόγος σὲ σῶμα, θὰ ἦταν ἄτοπο νὰ βρίσκεται καὶ μέσα στὸ σύμπαν, νὰ φωτίζει καὶ νὰ κινεῖ τὰ πάντα μὲ τὴν πρόνοιά του. Διότι καὶ τὸ σύμπαν ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα.

Ἐὰν ὅμως πρέπει ὁ Λόγος νὰ βρίσκεται μέσα στὸν κόσμο καὶ ν' ἀναγνωρίζεται στὸ σύμπαν, θὰ ἔπρεπε αὐτὸς νὰ ἐμφανιστεῖ καὶ στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ νὰ τὸ φωτίζει καὶ νὰ τοῦ δίνει ἐνέργεια. Διότι καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀποτελεῖ μέρος τοῦ σύμπαντος. Καὶ ἂν δὲν ἁρμόζει τὸ μέρος νὰ γίνει ὄργανο τοῦ Λόγου, γιὰ νὰ γίνει γνωστὴ ἡ θεότητά του, θὰ ἦταν ἀκόμη πιὸ ἄτοπο καὶ ἀνάρμοστο νὰ γνωρίζουμε τὸ Θεὸ ἀπ' ὅλο τὸν κόσμο.

Συμβαίνει ὅπως μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, ποὺ φωτίζεται καὶ τίθεται σὲ ἐνέργεια ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Θὰ θεωρηθεῖ, λοιπὸν ἀνόητος κάποιος ποὺ λέει ὅτι εἶναι ἀδύνατο ἡ δύναμη τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρίσκεται καὶ στὸ δάχτυλο τοῦ ποδιοῦ του· διότι, ἐνῶ παραδέχτηκε ὅτι αὐτὸς εἰσέρχεται κεῖ ἐνεργεῖ στὸ σύνολο, τὸν ἐμποδίζει ὅμως νὰ εἶναι καὶ στὸ μέρος. Ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ παραδέχεται καὶ πιστεύει ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Πατέρα βρίσκεται στὸ σύμπαν καὶ τὸ φωτίζει καὶ τὸ κινεῖ, δὲν θὰ θεωρήσει ἀδύνατο νὰ φωτίζει καὶ νὰ κινεῖ καὶ ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα.

Ἐὰν ὅμως, ἐπειδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι γεννητὸ καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸ μηδέν, γι' αὐτὸ τὸ λόγο θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀναξιοπρεπὲς νὰ λέμε γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρα, τότε εἶναι ἡ ὥρα νὰ διώξουν τὸ Λόγο καὶ ἔξω ἀπὸ τὴ δημιουργία· διότι καὶ ἡ κτίση ἦρθε στὴν ὕπαρξη ἀπὸ τὸ μηδέν, μὲ δημιουργὸ τὸ Λόγο.

Ἐὰν ὅμως, ἐνῶ εἶναι δημιουργημένη ἡ κτίση, δὲν εἶναι ἀπαγορευμένο νὰ βρίσκεται σ' αὐτὴν ὁ Λόγος, εἶναι ἑπόμενο νὰ ἐπιτρέπεται νὰ εἶναι καὶ μέσα στὸν ἄνθρωπο. Διότι, ὅσα στοχάζονται γιὰ τὸ ὅλο, τὰ ἴδια πρέπει νὰ σκέφτονται καὶ τὸ μέρος. Καὶ ὅπως προεῖπα, μέρος τοῦ ὅλου εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος.

Λοιπόν, δὲν εἶναι καθόλου ἀναξιοπρεπὲς νὰ βρίσκεται ὁ Λόγος μέσα στὸν ἄνθρωπο· νὰ φωτίζει, νὰ κινεῖ καὶ νὰ ζωοποιεῖ ὡς αἴτιός τους τὰ πάντα, ὅπως τὸ λένε καὶ οἱ δικοί τους (εἰδωλολάτρες) συγγραφεῖς, ὅτι «μέσα σ' αὐτὸν ζοῦμε καὶ κινούμαστε καὶ ὑπάρχουμε».

Ποιό εἶναι, λοιπόν, τὸ ἄξιο κοροϊδίας ποὺ λέμε, ἐὰν ὁ Λόγος, ὅπου βρίσκεται, αὐτὸ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ καὶ ὡς ὄργανο φανέρωσής του; Διότι, ἂν δὲν ἦταν μέσα σ' αὐτό, οὔτε νὰ τὸ χρησιμοποιήσει θὰ μποροῦσε. Ἐφόσον ὅμως προηγουμένως παραδεχθήκαμε ὅτι Αὐτὸς ὑπάρχει στὸ σύμπαν καὶ τὰ μέρη του, ποιό εἶναι τὸ ἀναξιόπιστο, ἐὰν παρουσιάζεται μὲ αὐτὰ στὰ ὁποῖα ὑπάρχει; Διότι αὐτός, μὲ ὅλη τὴ δύναμη ποὺ ἔχει, βρίσκεται ὅλος καὶ στὸ καθένα καὶ σὲ ὅλα· ὅλα τὰ διακοσμεῖ πλουσιοπάροχα· ἐὰν ἤθελε νὰ μιλήσει καὶ νὰ γνωρίσει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Πατέρα του εἴτε μὲ τὸν ἥλιο ἢ τὴ σελήνη ἢ τὸν οὐρανὸ ἢ τὴ γῆ ἢ τὰ νερὰ ἢ τὴ φωτιά, κανεὶς δὲν θὰ τοῦ ἔλεγε ὅτι κακῶς τὸ ἔκαμε.

Διότι αὐτὸς ὅλα τὰ συγκρατεῖ καὶ βρίσκεται καὶ μὲ ὅλα καὶ μὲ τὸ μέρος τοῦ καθένα, καὶ ἀόρατα φανερώνει τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι Αὐτὸς ποὺ διακοσμεῖ καὶ ζωοποιεῖ τὰ πάντα καὶ θέλησε μέσῳ τῶν ἀνθρώπων νὰ γίνει γνωστός, δὲν θὰ ἦταν ἄτοπο, ἂν χρησιμοποιοῦσε σὰν ὄργανο ἀνθρώπινο σῶμα, ὥστε νὰ φανερώσει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ καταστήσει γνωστὸ τὸν Πατέρα του.

Διότι ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι μέρος τοῦ ὅλου.

Καὶ ὅπως ὁ νοῦς, ἐνῶ ὑπάρχει σ' ὅλο τὸν ἄνθρωπο, γίνεται γνωστὸς μόνο ἀπὸ ἕνα μέρος τοῦ σώματος, ἐννοῶ τὴ γλῶσσα· καὶ κανεὶς βέβαια δὲν λέει ὅτι ἐξ αἰτίας αὐτοῦ μειώνεται ἡ οὐσία τοῦ νοῦ. Ἔτσι καὶ ὁ Λόγος, ἐφόσον εἶναι μέσα σ' ὅλα, δὲν φαίνεται καθόλου ἀναξιοπρεπές, ἂν χρησιμοποίησε ἀνθρώπινο ὄργανο. Διότι ἐάν, ὅπως εἶπα παραπάνω, εἶναι ἀπρεπὲς νὰ χρησιμοποιήσει ὡς ὄργανο τὸ σῶμα, εἶναι τὸ ἴδιο ἀπρεπὲς νὰ ὑπάρχει καὶ στὸ σύμπαν.

Ἐὰν πάλι λένε, γιατί δὲν φανερώθηκε (ὁ Λόγος) μέσῳ ἄλλων δημιουργημάτων τῆς κτίσεως ποὺ εἶναι πιὸ ὡραῖα, καὶ μέσῳ ὡραιότερου ὀργάνου ὅπως εἶναι ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, τὰ ἄστρα, ἡ φωτιά, ὁ αἰθέρας καὶ ὄχι μόνο μέσῳ τοῦ ἀνθρώπου,ας μάθουν ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἦλθε γιὰ ἐπίδειξη, ἀλλὰ γιὰ νὰ θεραπεύσει καὶ διδάξει τοὺς ἀσθενεῖς.

Διότι αὐτὸς ποὺ ἐπιδεικνύεται φαντάζει ἁπλὰ καὶ ἐντυπωσιάζει τοὺς θεατὲς· ἐνῶ, χαρακτηριστικὸ τοῦ ἰατροῦ καὶ δασκάλου εἶναι, ὄχι ἁπλὰ νὰ παρουσιαστεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ ὠφελήσει αὐτοὺς ποὺ τὸν χρειάζονται· νὰ ἐμφανιστεῖ σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις αὐτῶν ποὺ τὸν ἔχουν ἀνάγκη, ὥστε νὰ μὴν τοὺς ταράξει μὲ μέσα ὑπερβολικὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὶς ἀνάγκες τῶν ἀσθενῶν· καὶ ἀποβεῖ ἔτσι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ ἀνώφελη γι' αὐτούς.

Διότι κανένα κτίσμα δὲν εἶχε πλανεμένη ἀντίληψη γιὰ τὸ Θεό, παρὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος. Ἀναμφίβολα, οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε ὁ οὐρανὸς οὔτε τὰ ἄστρα οὔτε τὰ νερὰ οὔτε ὁ αἰθέρας διάστρεψαν τὴν τάξη τῆς δημιουργίας.

Ἀλλά, ἀναγνωρίζουν τὸ Δημιουργό τους καὶ Λόγο ποὺ τοὺς κυβερνᾶ καὶ μένουν ὅπως δημιουργήθηκαν. Μόνον οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ ἔβαλαν στὴ θέση τῆς ἀλήθειας αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν· ἀπέδωσαν τὴν τιμὴ καὶ τὴ γνώση ποὺ ἀνήκει στὸ Θεὸ σὲ δαίμονες καὶ πέτρινα ἀγάλματα ἀνθρώπων.

Γι' αὐτό, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀντάξιο τῆς καλωσύνης τοῦ Θεοῦ νὰ παραβλέψει αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο γεγονὸς (τῆς διαστροφῆς τῶν ἀνθρώπων) καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ γνωρίσουν Αὐτὸν ποὺ ρυθμίζει καὶ κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα, λαμβάνει ὡς ὄργανο ἕνα μέρος τοῦ ὅλου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα· σαρκώνεται στὸ σῶμα, ὥστε, ἀφοῦ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν στὸ σύνολο, τοὐλάχιστον νὰ μὴν τὸν ἀγνοήσουν στὸ μέρος· καὶ ἐπειδὴ δὲν μπόρεσαν νὰ δοῦν τὴν ἀόρατη δύναμή του, νὰ μπορέσουν τοὐλάχιστον ἀπὸ τὸ ὅμοιο νὰ σκεφτοῦν καὶ δοῦν αὐτόν.

Διότι, ἐπειδὴ εἶναι ἄνθρωποι, μὲ τὸ κατάλληλο σῶμα καὶ μὲ τὰ θεῖα ἔργα του, πιὸ γρήγορα καὶ ἀπὸ κοντὰ θὰ μπορέσουν νὰ γνωρίσουν τὸν Πατέρα του· θὰ συγκρίνουν καὶ θὰ διαπιστώσουν ὅτι αὐτὰ ποὺ κάνει αὐτὸς εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπινα.

Κι ἂν ἦταν ἄτοπο γι' αὐτοὺς νὰ γνωρίσουν τὸ Λόγο μὲ τὰ ἔργα τοῦ σώματός του, πάλι ἄτοπο θὰ ἦταν νὰ γίνει γνωστὸς ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σύμπαντος.

Διότι, ὅπως μὲ τὸ νὰ εἶναι μέσα στὴν κτίση, δὲν παίρνει τίποτε ἀπὸ τὴν κτίση, ἀλλά, ἀντίθετα, ὅλα δέχονται τὴ δική του δύναμη, ἔτσι, χρησιμοποιῶντας καὶ τὸ σῶμα σὰν ὄργανο, δὲν παίρνει τίποτε ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἁγιάζει καὶ τὸ σῶμα.

Διότι, ἐὰν ἀκόμη καὶ ὁ Πλάτων, ποὺ ὅλοι οἱ Ἕλληνες τὸν θαυμάζουν, λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ δημιούργησε τὸν κόσμο βλέποντάς τον νὰ ταλαιπωρεῖται καὶ νὰ κινδυνεύει νὰ χαθεῖ στὴν ἀφάνεια, κάθισε στὸ πηδάλιο τῆς ψυχῆς καὶ τὴ βοηθεῖ καὶ διορθώνει ὅλα τὰ σφάλματά της. Ποιό εἶναι, λοιπόν, τὸ παράδοξο ποὺ λέμε ἐμεῖς, ἐὰν ὁ Λόγος ἦλθε στὴν πλανεμένη ἀνθρωπότητα καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ τὴν σώσει ἀπὸ τὰ δεινοπαθήματα μὲ τὴν ἐξουσία καὶ τὴν καλωσύνη του;

Ἀλλ' ἴσως συμφωνήσουν ἀπὸ ντροπὴ μὲ αὐτὰ· θελήσουν ὅμως νὰ ποῦν ὅτι, ἐὰν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ παιδαγωγήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἔπρεπε μόνο μ' ἕνα νεῦμα νὰ τὸ κάνει, ὅπως τὸ ἔκανε καὶ παλαιά, ὅταν δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν· καὶ νὰ μὴν ἀγγίξει καθόλου ἀνθρώπινο σῶμα ὁ Λόγος.

Γι' αὐτή τους τὴν ἀντίθετη θέση εὔλογα μπορεῖ νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς: τὴν παλαιὰ ἐποχή, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε τίποτε, χρειαζόταν μόνο ἕνα νεῦμα καὶ μόνο μιὰ ἀπόφαση, γιὰ νὰ δημιουργηθοῦν ὅλα. Ὅταν ὅμως δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος, καὶ χρειάστηκε (ὁ Λόγος) νὰ θεραπεύσει ὄχι τὰ ἀνύπαρκτα ἀλλὰ τὰ δημιουργημένα, ἦταν ἑπόμενο νὰ ἔλθει στὰ δημιουργήματα ὁ Ἰατρὸς καὶ Σωτῆρας, γιὰ νὰ τὰ θεραπεύσει. Γι' αὐτὸ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ χρησιμοποίησε τὸ σῶμα ὡς ἀνθρώπινο ὄργανο.

Διότι, ἂν δὲν ἐρχόταν μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ὁ Λόγος, Πὼς ἔπρεπε νὰ ἔλθει ἀφοῦ ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσει ἕνα ὄργανο; Ἢ ἀπὸ ποὺ ἔπρεπε αὐτὸς νὰ τὸ λάβει, ἂν ὄχι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε ἤδη δημιουργήσει καὶ εἶχαν ἀνάγκη τὴ θεότητά του, καθὼς ἦταν ὅμοιά του; Διότι, δὲν εἶχαν ἀνάγκη σωτηρίας τὰ ἀνύπαρκτα, γιὰ ν' ἀρκεστεῖ μόνο σὲ προσταγῇ, ἀλλὰ ὁ ἤδη δημιουργημένος ἄνθρωπος ποὺ καταστραφόταν καὶ χανόταν. Γι' αὐτὸ δικαιολογημένα ὁ Λόγος χρησιμοποίησε ὡς ὄργανο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἅπλωσε τὸν ἑαυτό του σὲ ὅλα.

Ἔπειτα πρέπει νὰ γνωρίσουμε καὶ τὸ ἑξῆς, ὅτι ἡ φθορὰ ποὺ ἐπῆλθε στὸ σῶμα δὲν ἦταν ἔξω ἀπ' αὐτό, ἀλλὰ ἐπιβλήθηκε σ' αὐτὸ· καὶ ἦταν ἀνάγκη, ἀντὶ γιὰ τὴ φθορά, νὰ ἑνωθεῖ ἡ ζωὴ μ' αὐτό, ὥστε, ὅπως συνέβη στὸ σῶμα ὁ θάνατος, ἔτσι νὰ δοθεῖ σ' αὐτὸ καὶ ἡ ζωή.

Ἐὰν λοιπὸν ὁ θάνατος ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀπ' ἔξω ἔπρεπε νὰ δοθεῖ καὶ ἡ ζωή. Ἐὰν ὅμως ὁ θάνατος μπλέχτηκε μὲ τὸ σῶμα καὶ ὑπάρχοντας μέσα του εἶχε γίνει κατακτητής του, χρειαζόταν καὶ ἡ ζωὴ νὰ μπλεχτεῖ μὲ τὸ σῶμα, ὥστε νὰ ντυθεῖ τὸ σῶμα τὴ ζωὴ καὶ ν' ἀποβάλλει τὴ φθορά.

Ἄλλωστε, ἐὰν ὁ Λόγος ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὄχι μέσα του, ὁ θάνατος ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ νικιόταν ἀπ' αὐτὸν φυσιολογικά, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ νικήσει ὁ θάνατος τὴ ζωή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ ἔμενε ὁπωσδήποτε στὸ σῶμα ἡ φθορὰ ποὺ δημιουργήθηκε.

Γι' αὐτό, δικαιολογημένα ὁ Σωτῆρας προσέλαβε σῶμα, γιὰ νὰ συμπλεχτεὶ τὸ σῶμα μὲ τὴ ζωὴ καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλειφθεῖ πλέον σὰν θνητὸ στὴν τύχη τοῦ θανάτου· ἀλλά, ἀφοῦ ντυθεῖ τὴν ἀθανασία, ν' ἀναστηθεῖ καὶ νὰ παραμείνει ἀθάνατο. Διότι, ἀφοῦ ντύθηκε τὴ φθορά, δὲν θ' ἀνασταινόταν, ἐὰν δὲν ντυνόταν καὶ τὴ ζωή. Καὶ πάλι ὁ θάνατος δὲν θὰ φαινόταν μόνος του παρὰ στὸ τὸ σῶμα. Γι' αὐτὸ (ὁ Λόγος) πῆρε τὸ σῶμα, γιὰ νὰ συναντήσει τὸ θάνατο στὸ σῶμα καὶ νὰ τὸν ἐξαφανίσει. Γενικά, Πὼς θ' ἀπόδειχνε ὁ Κύριος ὅτι εἶναι ἡ ζωή, ἐὰν δὲν ἔδινε ζωὴ στοὺς θνητούς; Καὶ συμβαίνει ὅ,τι μὲ τὸ καλάμι ποὺ φυσιολογικὰ καταστρέφεται μὲ τὴ φωτιὰ· ἐὰν κάποιος τὸ προφυλάξει ἀπὸ τὴ φωτιά, δὲν καίγεται βέβαια τὸ καλάμι, ἀλλὰ πάλι παραμένει τὸ καλάμι ποὺ ἀπειλεῖται συνεχῶς ἀπὸ τὴ φωτιὰ· διότι ἀπὸ τὴ φύση του καίγεται στὴ φωτιά. Ἐὰν ὅμως κάποιος ἐπενδύσει τὸ καλάμι μὲ μπόλικο ἀμίαντο, ὁ ὁποῖος λέγεται ὅτι ἀντέχει στὴ φωτιά, τότε πλέον τὸ καλάμι καθόλου δὲν φοβᾶται τὴ φωτιά, διότι εἶναι ἐξασφαλισμένο ἀπὸ τὸ ἄκαυστο περιτίλυγμα.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς μπορεῖ νὰ πεῖ κάποιος ὅτι ἰσχύει καὶ μὲ τὴ σχέση τοῦ σώματος μὲ τὸ θάνατο. Ἐάν, δηλαδή, ἐμποδιζόταν ὁ θάνατος νὰ πλησιάσει τὸ σῶμα μόνο μὲ διαταγὴ (τοῦ Λόγου), τὸ σῶμα θὰ παρέμενε ἐξίσου θνητὸ καὶ φθαρτό, σύμφωνα μὲ τὴ φύση του. Γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ ὅμως κάτι τέτοιο, ντύθηκε τὸ σῶμα τὸν ἀσώματο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι ἔτσι, δὲν φοβᾶται πλέον οὔτε τὸ θάνατο οὔτε τὴ φθορά, διότι ἔχει ντυθεῖ τὴ ζωή, ἡ ὁποία ἐξαφανίζει τὴ φθορὰ στὸ σῶμα.

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, ἔλαβε κατ' ἀνάγκη σῶμα καὶ χρησιμοποίησε ἀνθρώπινο ὄργανο, γιὰ νὰ δώσει ζωὴ στὸ σῶμα (στοὺς ἀνθρώπους)· καὶ ἐπίσης, ὅπως γίνεται γνωστὸς στὴν κτίση μὲ τὰ ἔργα του, ἔτσι καὶ στὴν ἀνθρωπότητα νὰ ἐργαστεῖ καὶ νὰ φανερώσει τὸν ἑαυτό του παντοῦ, χωρὶς ν' ἀφήσει κανέναν ποὺ νὰ μὴ γνωρίσει τὴ θεότητά του.

Ἐπαναλαμβάνω καὶ πάλι τὸ ἴδιο ποὺ εἶπα παραπάνω, ὅτι ὁ Σωτῆρας ἔκαμε τὸ ἑξῆς: ὅπως τὰ πάντα γεμίζει μὲ τὴν παρουσία τοῦ παντοῦ, κατὰ παρόμοιο τρόπο νὰ γεμίσει τὰ πάντα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τῆς γνώσεώς του, ὅπως τὸ λέει καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: «Γέμισε ὅλη ἡ γῆ ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Κυρίου».

Ἔτσι, ἐὰν κάποιος θέλει νὰ βλέπει τὸν οὐρανό, ἀντικρίζει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ· ἐὰν δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν οὐρανό, ρίχνει τὸ βλέμμα του στοὺς ἀνθρώπους καὶ βλέπει ἔμπρακτα τὴν ἀσύγκριτη δύναμη τοῦ Θεοῦ πρὸς αὐτοὺς· ἀναγνωρίζει ἔτσι ὅτι στοὺς ἀνθρώπους Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Θεὸς Λόγος.

Εἴτε ἀκόμη κανεὶς στράφηκε πρὸς τοὺς δαίμονες καὶ φοβήθηκε, βλέπει ὅτι Αὐτός τους διώχνει· τὸν ἀναγνωρίζει λοιπὸν ὡς μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ τοὺς ἐξουσιάζει.

Εἴτε ἀκόμη βυθιστεῖ κανεὶς στὰ ὕδατα καὶ θεωρεῖ ὅτι αὐτὰ εἶναι Θεός, ὅπως οἱ Αἰγύπτιοι λατρεύουν τὰ νερά, διαπιστώνει ὅτι Αὐτὸς μεταβάλλει τὴ φύση τῶν νερῶν κι ἔτσι ἀναγνωρίζει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ὁ Δημιουργός τους.

Εἴτε ἀκόμη κατέβει στὸν ἅδη, στοὺς ἥρωες ποὺ εἶναι ἐκεῖ καὶ τοὺς λατρεύει ὡς θεούς, βλέπει ὅμως τὴν ἀνάστασή του (τοῦ Χριστοῦ) καὶ τὴν νίκη του πάνω στὸ θάνατο, καὶ σκέφτεται ὅτι καὶ μόνο μ' αὐτὰ ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Κύριος καὶ Θεός.

Διότι, ὁ Κύριος ἀγκάλιασε ὅλα τὰ μέρη τῆς κτίσεως· τὰ ἐλευθέρωσε ὅλα ἀπὸ κάθε παρανομία καὶ νίκησε, ὅπως τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἀπογύμνωσε τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες καὶ θριάμβευσε πάνω στὸ σταυρό».

Ἔτσι, κανεὶς πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ξεγελαστεῖ, ἀλλὰ παντοῦ μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸν ἀληθινὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, λοιπόν, ἀπὸ παντοῦ περικυκλώνεται ὁ ἄνθρωπος· σὲ κάθε τόπο, στὸν οὐρανὸ δηλαδή, στὸν ἅδη, στοὺς ἀνθρώπους, στὴ γῆ βλέπει ν' ἁπλώνεται ἡ θεότητα τοῦ Λόγου· δὲν ἀπατᾶται πλέον γιὰ τὸ Θεό, μόνον Αὐτὸν (τὸ Χριστὸ) προσκυνεῖ καὶ μέσῳ αὐτοῦ γνωρίζει καλὰ καὶ τὸν Πατέρα του. Μ' αὐτά, λοιπὸν τὰ ἐπιχειρήματα εἶναι εὔλογο νὰ φέρουμε σὲ δύσκολη θέση τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐὰν δὲν θεωροῦνται ἀρκετὰ τὰ λόγια μας γιὰ νὰ τοὺς ντροπιάσουν, τοὐλάχιστον νὰ πειστοῦν στὰ λόγια μᾶς ἀπ' αὐτὰ ποὺ ὁλοφάνερα τὰ βλέπουν μὲ τὰ μάτια τους.

Πότε οἱ ἄνθρωποι ἄρχισαν νὰ ἐγκαταλείπουν τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων, παρὰ ἀπὸ τότε ποὺ ἐνανθρώπισε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ; Πότε τὰ μαντεῖα τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ εἶναι διασκορπισμένα παντοῦ ἄδειασαν καὶ σταμάτησαν, παρὰ μόνον ὅταν φανερώθηκε στὴ γῆ ὁ Σωτῆρας; Πότε ἄρχισαν νὰ καταδικάζονται σὰν κοινοὶ θνητοὶ οἱ θεωρούμενοι ἀπὸ τοὺς ποιητὲς θεοὶ καὶ ἥρωες, παρὰ μόνον ἀφ' ὅτου ὁ Κύριος ἔφερε αὐτὸ τὸ τρόπαιο τῆς νίκης ἐνάντια στὸ θάνατο; Καὶ τὸ σῶμα ποὺ προσέλαβε, ἀφοῦ τὸ ἀνάστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, τὸ διατήρησε ἄφθαρτο! Πότε περιφρονήθηκε ἡ ἀπάτη καὶ ἡ μανία τῶν δαιμόνων, παρὰ ἀφ' ὅτου ὁ Λόγος ὡς ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἄρχοντας ὅλων καὶ αὐτῶν ἀκόμη (τῶν δαιμόνων), ἀπὸ συγκατάβαση γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων, φανερώθηκε στὴ γῆ; Πότε ἡ τέχνη καὶ τὰ σχολεῖα τῆς μαγείας ἔκλεισαν, παρὰ μόνον ὅταν ὁ Θεὸς Λόγος φανερώθηκε ὡς ἄνθρωπος; Καὶ γενικά, πότε ξεμώρανε ἡ σοφία τῶν εἰδωλολατρῶν, παρὰ ὅταν ἡ ἀληθινὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ παρουσιάστηκε στὴ γῆ; Διότι παλαιότερα ὅλη ἡ γῆ καὶ κάθε τόπος εἶχε παρασυρθεῖ στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων· οἱ ἄνθρωποι τίποτε ἄλλο δὲν πίστευαν ὡς θεὸ παρὰ μόνον τὰ εἴδωλα. Τώρα ὅμως σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι ἐγκαταλείπουν τὴ δεισιδαιμονία τῶν εἰδώλων καὶ καταφεύγουν στὸ Χριστὸ τὸν ὁποῖο προσκυνοῦν ὡς Θεὸ· καὶ μέσῳ τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουν καὶ τὸν Πατέρα του, τὸν ὁποῖο ἀγνοοῦσαν.

Καὶ τὸ πιὸ θαυμαστό! Ὑπῆρχαν μυριάδες καὶ διαφορετικὰ σεβάσματα καὶ κάθε τόπος εἶχε τὸ δικό του εἴδωλο. Δὲν μποροῦσε ὅμως ὁ λατρευόμενος θεὸς κάθε τόπου νὰ ξεπεράσει τὰ τοπικά του ὅρια, ὥστε καὶ νὰ πείσει καὶ τοὺς γειτονικοὺς λαοὺς νὰ τὸν λατρεύουν· μόλις καὶ μὲ δυσκολία λατρευόταν στὸν δικό του τόπο. Κανένας δὲν προσκυνοῦσε τοὺς γειτονικοὺς θεούς, ἀλλὰ σεβόταν μόνο τὸ δικό του εἴδωλο, θεωρῶντας ὅτι αὐτὸ εἶναι πάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεούς. Μόνον ὁ Χριστὸς λατρεύεται ὡς ἕνας καὶ μοναδικὸς ἀπ' ὅλους καὶ παντοῦ. Αὐτὸ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ πετύχει ἡ ἀδυναμία τῶν εἰδώλων, νὰ πείσει δηλαδὴ τοὺς γείτονες νὰ τὰ λατρεύουν, αὐτὸ τὸ πέτυχε ὁ Χριστὸς· ἔπεισε ὄχι μόνον τοὺς γείτονες ἀλλὰ καὶ ὅλη γενικὰ τὴν οἰκουμένη νὰ λατρεύει τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ Κύριο καὶ Θεὸ καὶ μέσῳ αὐτοῦ νὰ λατρεύει καὶ τὸ Θεὸ Πατέρα του.

Παλαιότερα ὅλοι οἱ τόποι ἦταν γεμᾶτοι ἀπὸ τὴν ἀπάτη τῶν μαντείων· οἱ ἄνθρωποι θαύμαζαν μὲ τὴ φαντασία τους τοὺς χρησμοὺς τῶν Δελφῶν, τῆς Δωδώνης, Βοιωτίας, Λυκίας, Λιβύης καὶ Αἰγύπτου, τῶν Καβείρων καὶ τὴν Πυθία. Τώρα ὅμως, ἀφ' ὅτου κηρύσσεται ὁ Χριστὸς παντοῦ, ἔχει σταματήσει ἡ μανία τῶν χρησμῶν στὰ μαντεῖα καὶ δὲν ὑπάρχει πλέον σ' αὐτὰ μάντης.

Καὶ παλαιά, ἐπίσης, οἱ δαίμονες ἀναστάτωναν μὲ φαντασίες τοὺς ἀνθρώπους· ἔστηναν παγίδα σὲ πηγές, σὲ ποτάμια, σὲ ξύλα ἢ πέτρες καὶ μὲ μαγικὲς τελετὲς τρόμαζαν τοὺς ἀνόητους! Τώρα ὅμως, μετὰ τὴ θεία ἐμφάνιση τοῦ Λόγου στὴ γῆ, σταμάτησαν οἱ μαγικὲς φαντασιώσεις.

Ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας χρήση καὶ μόνο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, διώχνει μακριὰ τὶς ἀπάτες τῶν δαιμόνων.

Παλαιότερα, ἀκόμη, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦσαν ὡς θεοὺς αὐτοὺς ποὺ οἱ ποιητὲς ἀποκαλοῦσαν θεοὺς· ἐννοῶ τὸ Δία, τὸν Κρόνο, τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τοὺς ἥρωες· καὶ οἱ ἄνθρωποι βρίσκονταν σὲ πλάνη καὶ τοὺς λάτρευαν. Τώρα ὅμως ποὺ ἐνανθρώπησε ὁ Σωτῆρας, ἔγινε ἀντιληπτὸ ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν κοινοὶ θνητοί, ἐνῶ μόνον ὁ Χριστὸς ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους Θεός, ὁ Ὑιος καὶ Λόγος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ (Πατέρα).

Καὶ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴ μαγεία τὴν ὁποία αὐτοὶ θαυμάζουν; Νὰ πεῖ ὅτι, πρὶν ἐνανθρωπίσει ὁ Λόγος, εἶχε δύναμη καὶ δράση στοὺς Αἰγυπτίους, τοὺς Χαλδαίους καὶ τοὺς Ἰνδοὺς· προκαλοῦσε τὴν ἔκπληξη στοὺς θεατές. Μὲ τὸν ἐρχομὸ ὅμως τῆς Ἀλήθειας καὶ τὴ φανέρωση τοῦ Λόγου αὐτὴ ἀνατράπηκε καὶ καταργήθηκε τελείως.

Ὅσον ἀφορᾶ τώρα στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὴ μεγαλοστομία τῶν φιλοσόφων,νομίζω ὅτι κανεὶς δὲν χρειάζεται τὰ ἐπιχειρήματά μου· διότι ὅλοι βλέπουν μπροστά τους τὸ θαῦμα: ἐνῶ οἱ Ἕλληνες σοφοὶ ἔγραψαν τόσα πολλά, δὲν μπόρεσαν ὅμως νὰ πείσουν παρὰ ἐλάχιστους συμπατριῶτες τοὺς σχετικὰ μὲ τὴν ἀθανασία καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή. Ἀντίθετα, μόνος ὁ Χριστός, μὲ ἁπλὰ λόγια καὶ μὲ ἀγράμματους ἀνθρώπους, ὄχι σοφοὺς καὶ ρήτορες, ἔπεισε σ' ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη μεγάλες ὁμάδες ἀνθρώπων νὰ περιφρονοῦν τὸ θάνατο, νὰ ἐπιδιώκουν τὴν ἀθανασία, νὰ παραβλέπουν τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ ν' ἀποβλέπουν στὴν αἰωνιότητα· νὰ θεωροῦν μηδαμινὸ γεγονὸς τὴν ἐπίγεια δόξα καὶ νὰ ἐπιδιώκουν μόνο τὴν ἀθανασία.

Αὐτὰ τὰ ὁποῖα λέμε, δὲν εἶναι μόνο λόγια, ἀλλὰ μαρτυροῦνται ὡς ἀληθινὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐμπειρία.

Ὅποιος, λοιπόν, θέλει, ἂς πλησιάσει γιὰ νὰ δεῖ τὸ γνώρισμα τῆς ἀρετῆς στὶς παρθένες τοῦ Χριστοῦ καὶ στοὺς νέους ποὺ μένουν ἁγνοὶ καὶ σώφρονες· νὰ δεῖ ἐπίσης τὴν πίστη στὴν ἀθανασία ποὺ ἔχει τόσο μεγάλο πλῆθος μαρτύρων του.

Ἂς ἔλθει, λοιπόν, κι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μάθει ἐμπειρικὰ ὅσα εἴπαμε προηγουμένως γιὰ τὰ φανταστικὰ κατασκευάσματα τῶν δαιμόνων, γιὰ τὴν ἀπάτη τῶν μαντείων καὶ γιὰ τὰ ψευτοθαύματα τῆς μαγείας· ἂς κάνει μόνο τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, τὸ ὁποῖο τὸ περιγελοῦν, καὶ νὰ προφέρει μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ· τότε θὰ δεῖ Πὼς φεύγουν μὲ τ' ὄνομά του οἱ δαίμονες, Πὼς κλείνουν τὰ μαντεῖα καὶ Πὼς καταργεῖται κάθε μαγεία καὶ μαγγανεία.

Ποιός εἶναι, λοιπόν, καὶ πόσο μεγάλος εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ὄνομα καὶ τὴν παρουσία του ἐπισκίασε τὰ πάντα παντοῦ καὶ τὰ κατάργησε; Πὼς μόνος τους νικᾶ ὅλους καὶ γέμισε μὲ τὴ διδασκαλία του ὅλη τὴν οἰκουμένη; Ἂς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ κοροϊδεύουν πολὺ καὶ δὲν κοκκινίζουν ἀπὸ ντροπή.

Διότι, ἐὰν εἶναι ἄνθρωπος, τότε Πὼς ἕνας ἄνθρωπος νίκησε τὴ δύναμη ὅλων τῶν θεῶν τους καὶ μὲ τὴ δική του δύναμη ἀπόδειξε ὅτι ἐκεῖνοι δὲν εἶναι τίποτε; Ἐὰν πάλι τὸν θεωροῦν μάγο, Πὼς εἶναι δυνατὸν ἕνας μάγος νὰ καταργεῖ κάθε εἶδος μαγείας, ἀντὶ νὰ τὴν ὑποστηρίζει; Διότι, ἂν νικοῦσε ὅλους τοὺς μάγους ἢ μόνον ἕναν ἀπ' αὐτούς, θὰ πίστευαν αὐτοὶ ὅτι διαθέτει καλύτερη μαγικὴ τέχνη, κι ἔτσι νικᾶ τὴν τέχνη τῶν ὑπολοίπων (μάγων).

Ἐφόσον ὅμως ὁ σταυρός του νίκησε ὅλη γενικὰ τὴ μαγεία καὶ τὸ ὄνομά της ἀκόμη, εἶναι φανερὸ ὅτι δὲν εἶναι μάγος ὁ Σωτῆρας· διότι, τὸν ἀποφεύγουν ὡς κυρίαρχο ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες, τοὺς ὁποίους ἐπικαλοῦνται οἱ ἄλλοι μάγοι.

Ποιός ἐπί τέλους εἶναι; Ἂς μᾶς ποῦν οἱ εἰδωλολάτρες, ποὺ τὸ μόνο ποὺ κάνουν εἶναι νὰ κοροϊδεύουν. Ἴσως θὰ ποῦν ὅτι ἦταν κι αὐτὸς δαίμονας, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι ἰσχυρός. Λέγοντας ὅμως κάτι τέτοιο, θὰ χλευαστοὺν πάρα πολύ, καθὼς θ' ἀποστομωθοῦν μὲ τὶς προηγούμενες ἀποδείξεις. Διότι, Πὼς εἶναι δυνατὸν ὁ δαίμονας νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες; Ἐὰν βέβαια ἁπλὰ ἔδιωχνε τοὺς δαίμονες, καλῶς θὰ θεωροῦσαν ὅτι ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων ἔχει τὴ δύναμη πάνω στοὺς ἀσθενέστερους· αὐτὸ λένε καὶ οἱ Ἑβραῖοι σὲ βάρος του, θέλοντας νὰ τὸν προσβάλλουν. Ἐφόσον ὅμως ἡ μανία τῶν δαιμόνων ταράζεται καὶ ἐκδιώκεται μὲ τ' ὄνομά του, εἶναι φανερὸ ὅτι καὶ σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο βρίσκονται σὲ πλάνη· δὲν εἶναι, ὅπως νομίζουν, κάποια σατανικὴ δύναμη ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστός.

Ὁ Σωτῆρας ὅμως δὲν εἶναι οὔτε οὔτε ἁπλὸς ἄνθρωπος οὔτε μάγος οὔτε κάποιος δαίμονας· κατάργησε μάλιστα καὶ ἐπισκίασε μὲ τὴ θεότητά του τὶς ἀντιλήψεις τῶν ποιητῶν, τὰ φαντάσματα τῶν δαιμόνων καὶ τὴ σοφία τῶν Ἑλλήνων.

Εἶναι φανερὸ καὶ ὅλοι θὰ τὸ ὁμολογήσουν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος, ἡ Σοφία καὶ ἡ Δύναμη τοῦ Πατέρα. Γι' αὐτὸ τὸ λόγο, δὲν εἶναι πλέον ἀνθρώπινα τὰ ἔργα του, ἀλλὰ ξεπερνοῦν τὰ ἀνθρώπινα· τὰ ἔργα αὐτά, ἀπὸ τὴν ἐμφάνισή τους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ σύγκρισή τους μὲ τὰ ἀνθρώπινα, ἀναγνωρίζονται πράγματι ὅτι εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ.

Ποιός ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μέχρι τώρα γεννήθηκαν, ἀπόκτησε σῶμα μόνον ἀπὸ γυναῖκα ποὺ δὲν γνώρισε ἄνδρα; Ἤ, ποιός ἄνθρωπος θεράπευσε τέτοιες ἀσθένειες, σὰν αὐτὲς ποὺ γιάτρεψε ὁ Κύριός μας; Ποιός συμπλήρωσε σὲ ἄνθρωπο αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔλειπε ἀπὸ τὴ γέννα του καὶ ἔκανε τὸν ἐκ γενετῆς τυφλὸ νὰ βλέπει; Αὐτοὶ (οἱ εἰδωλολάτρες) θεοποίησαν τὸν Ἀσκληπιό, διότι ἐξάσκησε τὴν ἰατρικὴ καὶ βρῆκε βότανα γιὰ τὰ ἄρρωστα σώματα· δὲν τὰ ἔφτιαχνε βέβαια αὐτὸς ἀπὸ τὴ γῆ, ἀλλὰ τὰ ἔβρισκε μὲ τὴν φυσικὴ ἐπιστήμη.

Πὼς νὰ συγκριθεῖ αὐτὸ μὲ τὸ ἔργο τοῦ Σωτῆρα, ὁ ὁποῖος δὲν θεράπευσε ἁπλὸ τραῦμα, ἀλλὰ ἀνάπλασε καὶ ἀποκατάστησε τὸ ἴδιο τὸ ἀνθρώπινο πλάσμα; Οἱ Ἕλληνες προσκυνοῦν τὸν Ἡρακλῆ ὡς θεό, διότι πολέμησε ἰσάξιους ἀντίπαλους καὶ σκότωσε μὲ δόλο θηρία. Πὼς νὰ συγκριθοῦν αὐτὰ μὲ ὅσα ἔκανε ὁ Λόγος, ὁ ὁποῖος ἀπάλλαξε τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες, τοὺς δαίμονες καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο; Λατρεύουν ἐπίσης, αὐτοὶ τὸ Διόνυσο, διότι δίδαξε στοὺς ἀνθρώπους νὰ μεθοῦν. Ἐνῶ χλευάζουν τὸν ὄντως Σωτῆρα καὶ Κύριο τοῦ σύμπαντος, ποὺ δίδαξε τὴ σωφροσύνη.

Ἀλλά, ἀρκοῦν αὐτά. Τί λένε καὶ γιὰ τὰ ἄλλα θαύματα τῆς θεότητάς του; Ποιοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος σκοτείνιασε τὸν ἥλιο καὶ ταρακούνησε μὲ σεισμὸ τὴ γῆ; Νά, μέχρι σήμερα πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι, ὅπως πέθαιναν καὶ παλαιότερα· πότε συνέβη ἕνα παρόμοιο θαῦμα σ' αὐτούς; Ἤ, γιὰ ν' ἀφήσω στὴν ἄκρη τὶς πράξεις τοῦ ἐπίγειου βίου του καὶ ν' ἀναφέρω αὐτὲς ποὺ ἔγιναν μετὰ τὴ σωματικὴ ἀνάστασή του: ποιοῦ ἀνθρώπου, ἀπ' ὅσους γεννήθηκαν μέχρι σήμερα, ἡ μία καὶ μοναδικὴ διδασκαλία του ξεπέρασε ὅλες τὶς ἄλλες διδαχὲς στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὥστε νὰ διαδοθεῖ ἡ λατρεία του σ' ὅλη τὴ γῆ; Ἢ γιατί, ἐὰν εἶναι, ὅπως λένε, ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς Λόγος ὁ Χριστός, δὲν ἐμποδίζουν οἱ θεοί τους τὴν λατρεία του νὰ εἰσέλθει στὴ δική τους χώρα, ποὺ ὑπάρχουν αὐτοί; Γιατί γίνεται τὸ ἀντίθετο, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος νὰ ἔρχεται στὴ χώρα τους μὲ τὴ διδασκαλία του, νὰ καταργεῖ τὴ θρησκεία τους καὶ νὰ ντροπιάζει τὶς φαντασιώσεις τους;

Ὑπῆρξαν πρὶν ἀπ' αὐτὸν (τὸν Χριστὸ) πολλοὶ βασιλιᾶδες καὶ τύραννοι στὴ γῆ· ἀναφέρουν οἱ ἱστορικοὶ ὅτι ὑπῆρξαν πολλοὶ σοφοὶ καὶ μάγοι στοὺς Χαλδαίους, τοὺς Αἰγύπτιους καὶ τοὺς Ἰνδούς. Ποιός ἀπ' αὐτοὺς ποτέ, δὲν ἐννοῶ μετὰ τὸ θάνατό του ἀλλὰ ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη, μπόρεσε νὰ δείξει τόσο μεγάλη δύναμη, ὥστε ἡ διδασκαλία του νὰ ἐξαπλωθεῖ σ' ὅλη τὴ γῆ; Ποιός μπόρεσε νὰ διαφωτίσει τόσο πολλοὺς γιὰ τὴ δεισιδαιμονία τῶν εἰδώλων, ὅσους ὁ Σωτῆρας μετάφερε ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὴν πίστη πρὸς τὸν ἑαυτό του; Οἱ φιλόσοφοι τῶν Ἑλλήνων ἔγραψαν πολλὰ μὲ πιθανολογίες καὶ ρητορικὴ τέχνη. Τί ὅμως παρουσίασαν τόσο μεγάλο ὅσο ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου; Διότι, μέχρι τὸ θάνατό τους, οἱ σοφιστεῖες τους βασιζόταν στὶς πιθανότητες· ἀλλὰ καὶ ὅταν ἦταν ζωντανοί, ὅσα πίστευαν ὅτι ἔχουν μεγάλη ἰσχύ, ἦταν ἀντικείμενα ἀνταγωνισμοῦ καὶ φιλονικοῦσαν μεταξύ τους γιὰ τὴ θεωρία τους.

Καὶ τὸ πιὸ παράδοξο εἶναι ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ δίδαξε μὲ πιὸ φτωχὲς λέξεις, ἐπισκίασε τοὺς μεγάλους σοφιστὲς· κατάργησε τὶς διδασκαλίες τους, ὅλους τοὺς τράβηξε πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ γέμισε τὶς ἐκκλησίες του.

Καὶ τὸ ἀκόμη πιὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι μὲ τὴν κάθοδό του σὰν ἄνθρωπος στὸν ἅδη κατάργησε τὰ μεγάλα λόγια τῶν σοφῶν γιὰ τὰ εἴδωλα.

Τίνος, σταυpόs; ἀλήθεια, ὁ θάνατος ἔδιωξε τοὺς δαίμονες; Ἢ τίνος ποτὲ τὸ θάνατο φοβήθηκαν οἱ δαίμονες, ὅπως ἔγινε μὲ τοῦ Χριστοῦ; Διότι, ὅπου προφέρεται τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρα, ἀπὸ κεῖ φεύγει μακριὰ κάθε δαίμονας. Καὶ ποιός ἦταν ἐκεῖνος ποὺ καθάρισε τὰ ψυχικὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων, ὥστε οἱ πόρνοι νὰ σωφρονούν, οἱ φονιᾶδες νὰ μὴν κρατοῦν πλέον τὸ φονικὸ ξίφος καὶ οἱ πρώην δειλοὶ νὰ γίνονται ἀνδρεῖοι; Καὶ γενικά, ποιός ἔπεισε βαρβάρους καὶ τὰ τοπικὰ ἔθνη νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μανία τους καὶ νὰ εἰρηνεύουν; Δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Καὶ ποιός ἄλλος ἔπεισε τόσο πολὺ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἀθανασία ὅσο ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ σωματικὴ ἀνάστασή του; Διότι, οἱ εἰδωλολάτρες ἂν καὶ χρησιμοποίησαν κάθε εἴδους ψέμα, ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ ξαναδώσουν ζωὴ στὰ εἴδωλα· δὲν μπόρεσαν καθόλου νὰ συλλάβουν τὴν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατὸν ν' ἀναστηθεῖ πάλι τὸ σῶμα μετὰ τὸ θάνατο. Πολὺ περισσότερο μάλιστα μπορεῖ κάποιος ν' ἀποδείξει ὅτι μ' αὐτὲς τὶς ἰδέες τους φανέρωσαν τὴν ἀδυναμία τῆς εἰδωλολατρίας· καὶ ἔδωσαν αὐτὴ τὴ δυνατότητα (τῆς ἀναστάσεως) μόνο στὸ Χριστό, γιὰ ν' ἀναγνωρίσουν ὅλοι ἀπ' αὐτὴ ὅτι εἶναι ὁ Ὑιος τοῦ Θεοῦ.

Ποιός, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὸ θάνατό του ἢ ἔστω ζῶντας δίδαξε γιὰ τὴν παρθενία καὶ δὲν θεώρησε ὅτι εἶναι ἀδύνατο οἱ ἄνθρωποι νὰ κατορθώσουν αὐτὴ τὴν ἀρετή; Ἀλλά, ὁ δικός μας Σωτῆρας καὶ βασιλιᾶς τῶν ὅλων, ὁ Χριστός, τόσο πολὺ τὰ κατάφερε σ' αὐτὴ τὴ διδασκαλία, ὥστε καὶ ἀνήλικα παιδιὰ νὰ ἀσκοῦνται στὴν παρθενία, ποὺ ὑπερβαίνει τὸ νόμο (καὶ τὴ φύση).

Ποιός πάλι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μπόρεσε νὰ περιοδεύσει καὶ νὰ πάει σὲ τόσο μακρινὰ μέρη, στοὺς Σκύθες, τοὺς Αἰθίοπες, τοὺς Πέρσες,τους Ἀρμένιους, τοὺς Γότθους, σ' αὐτοὺς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὸν Ὠκεανὸ (ἐννοεῖ τοὺς Βρεττανούς), ἢ σ' αὐτοὺς ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ τὴν Ὑρκανία (ἐννοεῖ τὴ νότια τῆς Κασπίας χώρα), ἢ γενικὰ στοὺς Αἰγύπτιους καὶ Χαλδαίους; Νὰ πάει νὰ κηρύξει τὴν ἀρετή, τὴ σωφροσύνη καὶ ἐνάντια στὴν εἰδωλολατρία σ' αὐτοὺς ποὺ πίστευαν στὰ μάγια καὶ ἦταν ὑπερβολικὰ δεισιδαίμονες καὶ ἄγριοι στοὺς τρόπους; Νὰ νὰ κηρύξει ὅπως ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ Κύριος τοῦ σύμπαντος; Ὁ Κύριος, ὄχι μόνο κήρυξε σ' αὐτοὺς μὲ τοὺς μαθητές του, ἀλλὰ τοὺς ἔπεισε κιόλας νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀγριότητα τῆς συμπεριφορᾶς τους, νὰ μὴν λατρεύουν πλέον τοὺς πατροπαράδοτους θεούς, ἀλλὰ αὐτὸν ν' ἀναγνωρίζουν καὶ μέσῳ αὐτοῦ νὰ προσκυνοῦν τὸν Θεὸ Πατέρα.

Διότι, ὅταν παλαιότερα οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι ἦταν εἰδωλολάτρες, πολεμοῦσαν ἀναμεταξύ τους καὶ ἦταν σκληροὶ ἀπέναντι στοὺς συγγενεῖς τους.

Ἐξ αἰτίας τῆς ἀδιάλλακτης διαμάχης μεταξύ τους, κανεὶς ἀπολύτως δὲν μποροῦσε νὰ διαβεῖ οὔτε γῆ οὔτε θάλασσα χωρὶς νὰ εἶναι ὁπλισμένος μὲ ξίφος στὸ χέρι.

Διότι ὅλη τους ἡ ζωὴ κυλοῦσε μὲ πολέμους καὶ κρατοῦσαν πάντα στὸ χέρι, γιὰ νὰ τοὺς στηρίζει καὶ βοηθεῖ, ξίφος ἀντὶ γιὰ ραβδί.

Παρ' ὅλο ποὺ οἱ εἰδωλολάτρες, ὅπως προεῖπα, προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα καὶ ἔκαναν θυσίες στοὺς δαίμονες, ὅμως σὲ τίποτε δὲν μπόρεσαν νὰ μορφωθοῦν ἀπὸ τὴ δεισιδαιμονία τῶν εἰδώλων.

Ὅταν ὅμως προσῆλθαν στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τότε, πράγματι παράδοξα, κατανύχθηκαν στὴν καρδιά τους καὶ ἀπέβαλαν τὴν ὠμότητα τῶν φόνων· ἔπαψαν πλέον νὰ σκέφτονται ἐχθρικὰ· ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι εἰρηνικὰ καὶ ἐπιθυμοῦν στὸ ἑξῆς μόνο τὴ φιλία (ἀγάπη).

Ποιός λοιπὸν εἶναι αὐτὸς ποὺ τὰ ἔκανε αὐτά, καὶ ἕνωσε εἰρηνικὰ αὐτοὺς ποὺ μισοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον παρὰ ὁ ἀγαπητὸς Ὑιος τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ κοινὸς Σωτῆρας ὅλων; Αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του ὑπέστη τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Διότι ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὑπῆρχε ἡ προφητεία γιὰ τὴν εἰρήνη ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ φέρει· λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Θὰ ἀκονίσουν τὰ μαχαίρια τους σὲ ἄροτρα καὶ τὶς λόγχες τους σὲ δρεπάνια· δὲν θὰ πολεμήσει πλέον ἔθνος ἐναντίον ἔθνους, οὔτε θὰ μάθουν πλέον τὸν πόλεμο».

Καὶ ἀσφαλῶς δὲν εἶναι ἀπίστευτο αὐτό, ἀφοῦ καὶ τώρα οἱ βάρβαροι ποὺ ἔχουν ἔμφυτη τὴν ἀγριότητα τῶν τρόπων, θυσιάζουν ἀκόμη στὰ εἴδωλα, συμπεριφέρονται ὡς παράφρονες μεταξύ τους καὶ δὲν ἀποχωρίζονται οὔτε γιὰ μιὰ ὥρα τὸ ξίφος τους.

Ὅταν ὅμως ἀκούσουν τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως ἀντὶ γιὰ πόλεμο στρέφονται στὴ γεωργία· ἀντὶ νὰ ὁπλίζουν τὰ χέρια τους μὲ ξίφη, τὰ σηκώνουν γιὰ προσευχή. Καὶ γενικά, ἀντὶ νὰ πολεμοῦν μεταξύ τους, ἐξοπλίζονται ἐνάντια στὸ διάβολο καὶ τοὺς δαίμονες καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὴ σωφροσύνη καὶ τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς τους.

Καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι γνώρισμα τῆς θεότητας τοῦ Σωτῆρα· διότι, αὐτὸ ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ μάθουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ εἴδωλα, αὐτὸ τὸ ἔμαθαν ἀπ' Αὐτόν.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι μεγάλη ἀπόδειξη τῆς ἀδυναμίας καὶ μηδαμινότητας τῶν δαιμόνων καὶ τῶν εἰδώλων. Ἐπειδὴ γνωρίζουν οἱ δαίμονες τὴν ἀδυναμία τους, παρακίνησαν στὴν ἀρχαιότητα τοὺς ἀνθρώπους νὰ μάχονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν σταματήσουν τὴν μεταξύ τους φιλονικία καὶ στραφοῦν στὸν πόλεμο ἐνάντια στοὺς δαίμονες.

Ἀναμφίβολα, ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ δὲν πολεμοῦν μεταξύ τους, ἀντιπαρατάσσονται ἐνάντια στοὺς δαίμονες μὲ τρόπους καὶ ἐνάρετες πράξεις.

Καὶ αὐτοὺς τοὺς διώχνουν μακριά, ἐνῶ τὸν ἀρχηγό τους διάβολο τὸν περιπαίζουν, ὥστε οἱ νέοι νὰ εἶναι σώφρονες, νὰ ὑπομένουν τοὺς πειρασμούς, νὰ δείχνουν καρτερία στοὺς πόνους, ν' ἀνέχονται τὶς ὕβρεις καὶ νὰ περιφρονοῦν ὅ,τι στεροῦνται. Καὶ τὸ πιὸ ἀξιοθαύμαστο εἶναι ὅτι καὶ τὸ θάνατο καταφρονοῦν καὶ γίνονται μάρτυρες τοὺς Χριστοῦ.

Καὶ γιὰ νὰ πῶ ἕνα, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ πιὸ θαυμαστὸ γνώρισμα τῆς θεότητας τοῦ Σωτῆρα· μέχρι σήμερα ποιός ἁπλὸς ἄνθρωπος ἢ μάγος ἢ τύραννος ἢ βασιλιᾶς μπόρεσε μόνος του νὰ ἐπιτεθεῖ ἐναντίον ὅλης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἐναντίον κάθε δαιμονικῆς στρατιᾶς, κάθε μαγείας καὶ ἐναντίον ὅλης τῆς σοφίας τῶν Ἑλλήνων; Ποιός μπόρεσε νὰ πολεμήσει καὶ ν' ἀντισταθεῖ μὲ μιᾶς ἐναντίον ὅλων τῶν Ἑλλήνων, ποὺ εἶχαν τόση δύναμη καὶ ἀκόμη προοδεύουν καὶ ὅλους τοὺς ἐκπλήσσουν; Ποιός μπόρεσε νὰ κάνει ὅπως ὁ Κύριός μας, ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἐλέγχει ἀόρατα τὴν πλάνη τοῦ καθένα καὶ μόνος ἀπ' ὅλους κατανικᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους; Ὥστε αὐτοὶ ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα στὸ ἑξῆς νὰ τὰ καταπατοῦν, ὅσοι θαυμάζουν τὶς μαγεῖες νὰ καῖνε βιβλία τους, ἐνῶ οἱ σοφοὶ νὰ προτιμοῦν πάνω ἀπ' ὅλα τὴν ἑρμηνεία τῶν Εὐαγγελίων; Αὐτοὺς ποὺ προηγούμενα προσκυνοῦσαν, αὐτοὺς τοὺς ἐγκαταλείπουν· Ἐνῶ, Αὐτὸν ποὺ χλεύαζαν πάνω στὸ σταυρό, αὐτὸν τὸν Χριστὸ τὸν προσκυνοῦν καὶ ὁμολογοῦν Θεό. Οἱ θεωρούμενοι θεοί τους φυγαδεύονται μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ· ἐνῶ ὁ σταυρωμένος Σωτῆρας ἀνακηρύσσεται σ' ὅλη τὴν οἰκουμένη Θεὸς καὶ Ὑιος τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεοί, τοὺς ὁποίους προσκυνοῦσαν οἱ εἰδωλολάτρες κατηγοροῦνται γιὰ αἰσχρότητες· ἀντίθετα, ὅσοι μαθητεύουν στὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν πιὸ σώφρονα ζωὴ ἀπὸ ἐκείνους.

Ἄν, λοιπόν, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια εἶναι ἀνθρώπινα κατορθώματα , ἂς μᾶς ὑποδείξει ὅποιος θέλει τέτοια ἴδια καὶ ἀπὸ προηγούμενες περιπτώσεις γιὰ νὰ μᾶς πείσει. Εἰδάλλως, ἐὰν αὐτὰ καὶ φαίνονται καὶ εἶναι ἔργα Θεοῦ καὶ ὄχι ἀνθρώπων, γιατί δείχνουν τόσο μεγάλη ἀσέβεια οἱ ἄπιστοι καὶ δὲν παραδέχονται τὸν Δεσπότη ποὺ τὰ ἔκανε; Παθαίνουν κάτι παρόμοιο μ' ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀναγνωρίζει ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς κτίσεως τὸ Δημιουργὸ Θεό. Διότι, ἂν ἀπὸ τὴ δύναμή του ποὺ φαίνεται στὸ σύμπαν, ἀναγνώριζαν τὴ θεότητά του, θ' ἀντιλαμβάνονταν ὅτι καὶ τὰ σωματικὰ κατορθώματα τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἀνθρώπινα, ἀλλὰ ἐνέργειες τοῦ Σωτῆρα ὅλων καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν εἶχαν αὐτὴ τὴν ἀντίληψη τότε, «δὲν θὰ σταύρωναν τὸν Κύριο τῆς δόξης», ὅπως τὸ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Ὅπως, λοιπόν, ἐὰν κάποιος θέλει νὰ δεῖ τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀόρατος καὶ καθόλου ὁρατός, τὸν ἀναγνωρίζει καὶ τὸν ἀντιλαμβάνεται ἀπὸ τὰ ἔργα του, ἔτσι αὐτὸς ποὺ δὲν βλέπει μὲ τὸν νοῦ τὸ Θεό, τοὐλάχιστον ἂς τὸν γνωρίσει ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σώματος· καὶ νὰ δοκιμάσει ἂν εἶναι ἔργα ἀνθρώπινα ἢ θεϊκά.

Ἐὰν βέβαια εἶναι ἔργα ἀνθρώπινα, ἂς τὰ χλευάσει· ἂν δὲν εἶναι ἀνθρώπινα ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴ χλευάζει τα ἀχλεύαστα. Ἀλλά, μᾶλλον νὰ τὰ θαυμάζει, διότι μᾶς φανερώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τόσο εὐτελὲς μέσον· μὲ τὸ θάνατό του ἔφτασε σὲ ὅλους ἡ ἀθανασία· μὲ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου ἔγινε γνωστὴ ἡ πρόνοιά του γιὰ ὅλα· ἔγινε γνωστὸς ὁ χορηγός της καὶ Δημιουργός, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Διότι, αὐτὸς ἐνανθρώπησε γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς. Φανέρωσε ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του μὲ ἀνθρώπινο σῶμα, γιὰ ν' ἀποκτήσουμε ἐμεῖς ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὸν ἀόρατο Πατέρα του. Ὑπέμεινε τὴν ἀτίμωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὴν ἀφθαρσία. Αὐτὸς βέβαια δὲν ἔπαθε καμιὰ ζημιά, ἐπειδὴ εἶναι ἀπαθής, ἄφθαρτος, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος καὶ Θεός.

Τοὺς ἀνθρώπους ὅμως ποὺ ἦταν σὲ ἀδυναμία, μὲ ὅσα ὑπόφερε, λόγῳ τῆς ἀπάθειάς του τοὺς διαφύλαξε καὶ ἔσωσε.

Καὶ γενικά, τὰ κατορθώματα τοῦ Σωτῆρα ποὺ ἔκαμε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, τέτοια καὶ τόσα πολλὰ εἶναι· ἂν θελήσει κάποιος νὰ τὰ ἐξιστορήσει, θὰ μοιάζει μ' αὐτοὺς ποὺ κοιτοῦν τὸ πέλαγος τῆς θάλασσας καὶ προσπαθοῦν ν' ἀριθμήσουν τὰ κύματά της. Ὅπως δὲν μποροῦν τὰ μάτια νὰ μετρήσουν ὅλα τὰ κύματα, διότι τὰ ἐπερχόμενα ξεπερνοῦν τὴν αἴσθηση τοῦ παρατηρητῆ, ἔτσι κι αὐτὸς ποὺ θέλει ν' ἀπαριθμήσει ὅλα τὰ σωματικὰ κατορθώματα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὸ κάνει, ἀκόμη νὰ τὰ δεχθεῖ καὶ μὲ τὴ σκέψη· διότι, αὐτὰ ποὺ ὑπερβαίνουν τὴ σκέψη του εἶναι περισσότερα ἀπ' αὐτὰ ποὺ αὐτὸς νομίζει ὅτι ἔχει συμπεριλάβει στὸ νοῦ του.

Εἶναι, λοιπόν, προτιμότερο νὰ σιωπᾶ κανεὶς ὅταν τὰ βλέπει ὅλα· διότι δὲν μπορεῖ οὔτε γιὰ ἕνα μέρος τους νὰ μιλήσει· καλύτερα ν' ἀναφέρει μόνο ἕνα καὶ ν' ἀφήσει σὲ σένα νὰ θαυμάζεις τὸ σύνολο. Διότι ὅλα ἐξίσου περιέχουν τὸ θαῦμα, καὶ ὅπου κανεὶς στρέψει τὸ βλέμμα, βλέπει ἀπὸ κεῖ τὴ θεότητα τοῦ Λόγου καὶ ἐκπλήσσεται.

Μετὰ ἀπ' ὅσα εἴπαμε, ἀξίζει νὰ μάθεις καὶ τὸ ἑξῆς καὶ νὰ τὸ θέσεις ὡς ἀρχὴ αὐτῶν ποὺ δὲν λέχτηκαν: νὰ θαυμάσεις πολὺ ὅτι, ἀφ' ὅτου ἦλθε στὴ γῆ ὁ Σωτῆρας, καθόλου δὲν αὐξήθηκε ἡ εἰδωλολατρία· κι αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει ἐλαττώνεται καὶ σιγὰ σιγὰ σταματᾶ. Ἡ σοφία τῶν Ἑλλήνων δὲν προοδεύει πλέον καὶ αὐτὴ ποὺ ὑπάρχει στὸ ἑξῆς ἐξαφανίζεται. Οἱ δαίμονες πάλι δὲν ἐξαπατοῦν μὲ τὶς φαντασίες, τὰ μαντέματα καὶ τὶς μαγεῖες τους· μόλις τολμήσουν νὰ ἐπιχειρήσουν κάτι, κατατροπώνονται μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ.

Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσουμε, πρόσεξε Πὼς ἡ διδασκαλία τοῦ Σωτῆρα παντοῦ αὐξάνει· κάθε εἰδωλολατρία καὶ ὅλα ὅσα ἐναντιώνονται στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καθημερινὰ ἐλαττώνονται, ἐξασθενοῦν καὶ πέφτουν.

Ἔτσι θεωρῶντας τὰ πράγματα, προσκύνησε τὸν Σωτῆρα ὅλων καὶ παντοδύναμο Θεὸ Λόγο. Περιφρόνησε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα Αὐτὸς ἐλαττώνει καὶ ἐξαφανίζει.

Διότι, ὅπως ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος, δὲν ἔχει καμιὰ ἰσχὺ τὸ σκοτάδι, ἀλλὰ καὶ ἂν κάπου παραμένει, διώχνεται ἀπὸ κεῖ· ἔτσι, ἀφ' ὅτου ἦλθε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, δὲν ἰσχύει πλέον τὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ὅλα τὰ μέρη τῆς οἰκουμένης φωτίζονται ἀπὸ τὴ διδασκαλία του.

Καὶ ὅπως σὲ μιὰ χώρα ὅπου ὑπάρχει βασιλιᾶς ἀλλὰ δὲν ἐμφανίζεται καὶ παραμένει μέσα στὸ ἀνάκτορό του, συμβαίνει ὁρισμένοι ἐπαναστάτες νὰ ἐκμεταλλεύονται τὴν ἀπουσία του καὶ ν' ἀναγορεύουν βασιλιᾶ τὸν ἑαυτό τους· καὶ ὁ καθένας ντύνεται βασιλιᾶς καὶ μὲ τὴν ἐμφάνισή του σὰν βασιλιᾶς πείθει τοὺς ἁπλοϊκούς. Καὶ ἔτσι πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὸ ὄνομα· διότι ἀκοῦν ὅτι ὑπάρχει βασιλιᾶς ἀλλὰ δὲν τὸν βλέπουν, διότι δὲν μποροῦν νὰ εἰσέλθουν μέσα στὸ παλάτι. Ὅταν ὅμως βγεῖ ἔξω καὶ ἐμφανιστεῖ ὁ πραγματικὸς βασιλιᾶς, τότε ἀπὸ τὴ μιὰ οἱ ἀπατεῶνες ἐπαναστάτες ξεσκεπάζονται μὲ τὴν παρουσία του, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ ὑπήκοοι τοῦ βασιλιᾶ ἐγκαταλείπουν ἐκείνους ποὺ προηγούμενα τοὺς ἀπατοῦσαν.

Ἔτσι καὶ παλαιότερα οἱ δαίμονες καὶ οἱ ἄνθρωποι ἐξαπατοῦσαν, ἀποδίδοντας στὸν ἑαυτό τους θεϊκὲς τιμές. Ὅταν ὅμως φανερώθηκε σωματικὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς γνώρισε τὸν Πατέρα του, τότε ἐξαφανίζεται καὶ σταματᾶ ἡ ἀπάτη τῶν δαιμόνων· καὶ οἱ ἄνθρωποι, ἀποβλέποντας στὸν ἀληθινὸ Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ἐγκαταλείπουν τὰ εἴδωλα καὶ στὸ ἑξῆς ἀναγνωρίζουν τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς Λόγος καὶ ἡ Δύναμη τοῦ Θεοῦ· διότι, ὅταν τὰ ἀνθρώπινα σταματοῦν καὶ διατηρεῖται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, γίνεται φανερὸ σ' ὅλους ὅτι αὐτὰ ποὺ σταμάτησαν εἶναι προσωρινά, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ μένει αἰώνια εἶναι Θεός, ὁ ἀληθινὸς καὶ μονογενὴς Ὑιος Λόγος τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὰ τὰ λίγα εἶχα νὰ σοῦ πῶ, φιλόχριστε ἄνθρωπε, ὅσα χρειάζονται γιὰ νὰ μυηθεῖς στοιχειωδῶς καὶ νὰ γνωρίσεις τὴν πίστη στὸ Χριστὸ καὶ τὴ θεία του φανέρωση στὴ γῆ. Σὺ νὰ λάβεις ἀπ' αὐτὰ τὴν ἀφορμή, γιὰ νὰ ἐντρυφήσεις στὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, προσέχοντας σ' αὐτὰ μὲ εἰλικρίνεια· ἔτσι, θὰ κατανοήσεις ἀπ' αὐτὰ πιὸ τέλεια καὶ πιὸ καθαρὰ τὴν ἀκρίβεια ὅσων εἴπαμε.

Διότι, φωτισμένοι ἀπὸ τὸ Θεὸ ἄνδρες ὑπαγόρευσαν καὶ ἔγραψαν τὶς ἅγιες Γραφές. Καὶ ἐμεῖς τὶς μάθαμε ἀπὸ τοὺς θεόπνευστους δασκάλους τῶν Γραφῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καὶ τοὺς μάρτυρες τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ· καὶ τὶς μεταδίδουμε σὲ σένα ποὺ θέλεις νὰ τὶς μάθεις.

Θὰ μάθεις ἀκόμη καὶ τὴ δεύτερη, ἔνδοξη καὶ θεία πράγματι παρουσία του ποὺ θὰ γίνει πάλι σὲ μᾶς· τότε δὲν θὰ ἔλθει ἁπλοϊκὰ ἀλλὰ μὲ ὅλη του τὴ δόξα· δὲν θὰ ἔλθει μὲ τὴν ταπείνωση ἀλλὰ μὲ τὴ μεγαλειότητά του· τότε ἔρχεται ὄχι γιὰ νὰ σταυρωθεῖ καὶ πάλι, ἀλλὰ ν' ἀποδώσει τὴν καρποφορία τοῦ σταυροῦ του σὲ ὅλους· ἐννοῶ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀφθαρσία. Τότε δὲν κριθεῖ ἐκεῖνος, ἀλλὰ αὐτὸς θὰ κρίνει ὅλους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους τὰ σωματικά, ἀνάλογα ἂν εἶναι καλὰ ἢ κακά. Καὶ στοὺς καλοὺς θ' ἀποδώσει τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἐνῶ σ' ὅσους ἐργάστηκαν τὰ κακά, θὰ τοὺς στείλει στὸ αἰώνιο πῦρ καὶ τὸ βαθὺ σκοτάδι.

Διότι, ἔτσι τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Σᾶς λέω, ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ βλέπετε τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τῆς δυνάμεως (τοῦ Πατέρα) καὶ νὰ ἔρχεται πάνω στὰ σύννεφα μὲ τὴ δόξα τοῦ Πατέρα του».

Γι' αὐτὸ καὶ πάλι ὁ λόγος τοῦ Σωτῆρα μας προετοιμάζει γιὰ ἐκείνη τὴν ἡμέρα λέγοντας: «Νὰ εἶστε ἕτοιμοι καὶ νὰ βρίσκεστε σὲ ἑτοιμότητα, διότι δὲν γνωρίζετε τὴν ὥρα ποὺ ἔρχεται». Καὶ ὁ μακάριος ἀπόστολος Παῦλος λέει: «πρέπει ὅλοι μας νὰ παρουσιαστοῦμε μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ ν' ἀπολάβει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς σωματικές του πράξεις, καλὲς ἢ κακές».

Ἀλλὰ γιὰ τὴν ἔρευνα τῶν Γραφῶν καὶ τὴν ἀληθινὴ γνώση τους χρειάζεται ἔντιμος βίος, καθαρὴ ψυχὴ καὶ χριστιανικὴ ἀρετὴ· ὥστε ὁ νοῦς νὰ βαδίζει τὸ δρόμο της, γιὰ νὰ πετύχει αὐτὰ ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ τὰ καταλάβει, ὅσο εἶναι δυνατὸν ἡ φύση τῶν ἀνθρώπων νὰ μάθει γιὰ τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ.

Διότι, χωρὶς καθαρὴ καρδιὰ καὶ τὴ μίμηση τοῦ βίου τῶν Ἁγίων, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐννοήσει τοὺς λόγους τῶν Ἁγίων.

Διότι, ὅπως κάποιος θελήσει νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, ὁπωσδήποτε καθαρίζει καὶ λαμπικάρει τὰ μάτια του· τὰ καθαρίζει σχεδὸν σὰν τὸ φῶς ποὺ ποθεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ γίνουν τὰ μάτια τοῦ φῶς καὶ νὰ ἀντικρίσουν τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Ἤ, ὅπως ὅταν κάποιος θελήσει νὰ δεῖ μιὰ πόλη ἢ χώρα, ὁπωσδήποτε ἐπισκέπτεται τὸν τόπο τους γιὰ νὰ τὶς δεῖ.

Ἔτσι, αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἐννοήσει τὴ σκέψη τῶν θεολόγων, πρέπει πρῶτα νὰ καθαρίσει καὶ νὰ πλύνει τὴν ψυχή του μὲ τὸ βίο του· καὶ νὰ ὁμοιάσει στοὺς Ἁγίους μὲ τὴ μίμηση τῶν πράξεών τους· ὥστε, μὲ τὴ συναναστροφὴ μὲ τοὺς Ἁγίους, νὰ κατανοήσει αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε σ' ἐκείνους· καὶ στὸ ἑξῆς, ἐπειδὴ θὰ ἔχει συνδεθεῖ μὲ τοὺς Ἁγίους, νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τοὺς κινδύνους τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως ποὺ τοὺς ἀναμένει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως. Καὶ ν' ἀπολαύσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς Ἁγίους στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, «τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν δεῖ τὰ μάτια, οὔτε ἄκουσαν τ' αὐτιά, οὔτε τα σκέφτηκε ποτὲ ὁ ἄνθρωπος· εἶναι ὅλα ὅσα ἔχουν ἑτοιμαστεῖ γιὰ τοὺς ἐνάρετους κι αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸ Θεὸ» Πατέρα μαζὶ μὲ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ· σ' αὐτὸν καὶ μέσῳ αὐτοῦ ἁρμόζει τιμή, δύναμη καὶ δόξα στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς παντοτινοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΑΡΧΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ



  Αὐτάρκως ἐν τοῖς πρὸ τούτων ἐκ πολλῶν ὀλίγα διαλαβόντες, περὶ τῆς τῶν ἐθνῶν περὶ τὰ εἴδωλα πλάνης καὶ τῆς τούτων δεισιδαιμονίας, πῶς ἐξ ἀρχῆς τούτων γέγονεν ἡ εὕρεσις, ὅτι ἐκ κακίας οἱ ἄνθρωποι ἑαυτοῖς τὴν πρὸς τὰ εἴδωλα θρησκείαν ἐπενόησαν· ἀλλὰ γὰρ χάριτι Θεοῦ σημάναντες ὀλίγα καὶ περὶ τῆς θειότητος τοῦ Λόγου τοῦ Πατρὸς καὶ τῆς εἰς πάντα προνοίας καὶ δυνάμεως αὐτοῦ· καὶ ὅτι ὁ ἀγαθὸς Πατὴρ τούτῳ τὰ πάντα διακοσμεῖ καὶ τὰ πάντα ὑπ' αὐτοῦ κινεῖται καὶ ἐν αὐτῷ ζωοποιεῖται· φέρε κατὰ ἀκολουθίαν, μακάριε καὶ ἀληθῶς φιλόχριστε, τῇ περὶ τῆς εὐσεβείας πίστει, καὶ τὰ περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου διηγησώμεθα, καὶ περὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας δηλώσωμεν· ἣν Ἰουδαῖοι μὲν διαβάλλουσιν, Ἕλληνες δὲ χλευάζουσιν, ἡμεῖς δὲ προσκυνοῦμεν· ἵν' ἔτι μᾶλλον ἐκ τῆς δοκούσης εὐτελείας τοῦ Λόγου μείζονα καὶ πλείονα τὴν εἰς αὐτὸν εὐσέβειαν ἔχῃς. Ὅσῳ γὰρ παρὰ τοῖς ἀπίστοις χλευάζεται, τοσούτῳ μείζονα τὴν περὶ τῆς θεότητος αὐτοῦ μαρτυρίαν παρέχει· ὅτι τε ἃ μὴ καταλαμβάνουσιν ἄνθρωποι ὡς ἀδύνατα, ταῦτα αὐτὸς ἐπιδείκνυται δυνατά· καὶ ἃ ὡς ἀπρεπῆ χλευάζουσιν ἄνθρωποι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ ἀγαθότητι εὐπρεπῆ κατασκευάζει· καὶ ἃ σοφιζόμενοι οἱ ἄνθρωποι ὡς ἀνθρώπινα γελῶσι, ταῦτα αὐτὸς τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει θεῖα ἐπιδείκνυται, τὴν μὲν τῶν εἰδώλων φαντασίαν τῇ νομιζομένῃ ἑαυτοῦ εὐτελείᾳ διὰ τοῦ σταυροῦ καταστρέφων, τοὺς δὲ χλευάζοντας καὶ ἀπιστοῦντας μεταπείθων ἀφανῶς ὥστε τὴν θειότητα αὐτοῦ καὶ δύναμιν ἐπιγινώσκειν. Εἰς δὲ τὴν περὶ τούτων διήγησιν, χρεία τῆς τῶν προειρημένων μνήμης· ἵνα καὶ τὴν αἰτίαν τῆς ἐν σώματι φανερώσεως τοῦ τοσούτου καὶ τηλικούτου πατρικοῦ Λόγου γνῶναι δυνηθῇς, καὶ μὴ νομίσῃς ὅτι φύσεως ἀκολουθίᾳ σῶμα πεφόρεκεν ὁ Σωτήρ· ἀλλ' ὅτι ἀσώματος ὢν τῇ φύσει, καὶ Λόγος ὑπάρχων, ὅμως κατὰ φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα τοῦ ἑαυτοῦ Πατρός, διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν, ἐν ἀνθρωπίνῳ σώματι ἡμῖν πεφανέρωται. Πρέπει δὲ ποιουμένους ἡμᾶς τὴν περὶ τούτου διήγησιν, πρότερον περὶ τῆς τῶν ὅλων κτίσεως καὶ τοῦ ταύτης Δημιουργοῦ Θεοῦ εἰπεῖν, ἵνα οὕτως καὶ τὴν ταύτης ἀνακαίνισιν ὑπὸ τοῦ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτὴν δημιουργήσαντος Λόγου γεγενῆσθαι ἀξίως ἄν τις θεωρήσειεν· οὐδὲν γὰρ ἐναντίον φανήσεται, εἰ δι' οὗ ταύτην ἐδημιούργησεν ὁ Πατήρ, ἐν αὐτῷ καὶ τὴν ταύτης σωτηρίαν εἰργάσατο.
  Τὴν δημιουργίαν τοῦ κόσμου καὶ τὴν τῶν πάντων κτίσιν πολλοὶ διαφόρως ἐξειλήφασι, καὶ ὡς ἕκαστος ἠθέλησεν, οὕτως καὶ ὡρίσατο. Οἱ μὲν γὰρ αὐτομάτως, καὶ ὡς ἔτυχε, τὰ πάντα γεγενῆσθαι λέγουσιν, ὡς οἱ Ἐπικούρειοι, οἳ καὶ τὴν τῶν ὅλων πρόνοιαν καθ' ἑαυτῶν οὐκ εἶναι μυθολογοῦντες, ἄντικρυς παρὰ τὰ ἐναργῆ καὶ φαινόμενα λέγοντες. Εἰ γὰρ αὐτομάτως τὰ πάντα χωρὶς προνοίας κατ' αὐτοὺς γέγονεν, ἔδει τὰ πάντα ἁπλῶς γεγενῆσθαι καὶ ὅμοια εἶναι καὶ μὴ διάφορα. Ὡς γὰρ ἐπὶ σώματος ἑνὸς ἔδει τὰ πάντα εἶναι ἥλιον ἢ σελήνην, καὶ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων ἔδει τὸ ὅλον εἶναι χεῖρα, ἢ ὀφθαλμόν, ἢ πόδα. Νῦν δὲ οὐκ ἔστι μὲν οὕτως· ὁρῶμεν δὲ τὸ μέν, ἥλιον· τὸ δέ, σελήνην· τὸ δέ, γῆν· καὶ πάλιν ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων σωμάτων, τὸ μέν, πόδα· τὸ δέ, χεῖρα· τὸ δέ, κεφαλήν. Ἡ δὲ τοιαύτη διάταξις οὐκ αὐτομάτως αὐτὰ γεγενῆσθαι γνωρίζει, ἀλλ' αἰτίαν τούτων προηγεῖσθαι δείκνυσιν· ἀφ' ἧς καὶ τὸν διαταξάμενον καὶ πάντα ποιήσαντα Θεὸν ἔστι νοεῖν. Ἄλλοι δέ, ἐν οἷς ἐστι καὶ ὁ μέγας παρ' Ἕλλησι Πλάτων, ἐκ προυποκειμένης καὶ ἀγενήτου ὕλης πεποιηκέναι τὸν Θεὸν τὰ ὅλα διηγοῦνται· μὴ ἂν γὰρ δύνασθαί τι ποιῆσαι τὸν Θεὸν εἰ μὴ προυπέκειτο ἡ ὕλη· ὥσπερ καὶ τῷ τέκτονι προυποκεῖσθαι δεῖ τὸ ξύλον, ἵνα καὶ ἐργάσασθαι δυνηθῇ. Οὐκ ἴσασι δὲ τοῦτο λέγοντες ὅτι ἀσθένειαν περιτιθέασι τῷ Θεῷ· εἰ γὰρ οὐκ ἔστι τῆς ὕλης αὐτὸς αἴτιος, ἀλλ' ὅλως ἐξ ὑποκειμένης ὕλης ποιεῖ τὰ ὄντα, ἀσθενὴς εὑρίσκεται, μὴ δυνάμενος ἄνευ τῆς ὕλης ἐργάσασθαί τι τῶν γενομένων· ὥσπερ ἀμέλει καὶ τοῦ τέκτονος ἀσθένειά ἐστι τὸ μὴ δύνασθαι χωρὶς τῶν ξύλων ἐργάσασθαί τι τῶν ἀναγκαίων. Καὶ καθ' ὑπόθεσιν γάρ, εἰ μὴ ἦν ἡ ὕλη, οὐκ ἂν εἰργάσατό τι ὁ Θεός. Καὶ πῶς ἔτι ποιητὴς καὶ δημιουργὸς ἂν λεχθείη ἐξ ἑτέρου τὸ ποιεῖν ἐσχηκώς, λέγω δὴ ἐκ τῆς ὕλης; Ἔσται δέ, εἰ οὕτως ἔχει, κατ' αὐτοὺς ὁ Θεὸς τεχνίτης μόνον καὶ οὐ κτίστης εἰς τὸ εἶναι, εἴ γε τὴν ὑποκειμένην ὕλην ἐργάζεται, τῆς δὲ ὕλης οὐκ ἔστιν αὐτὸς αἴτιος. Καθόλου γὰρ οὐδὲ κτίστης ἂν λεχθείη, εἴ γε μὴ κτίζει τὴν ὕλην, ἐξ ἧς καὶ τὰ κτισθέντα γέγονεν. Οἱ δὲ ἀπὸ τῶν αἱρέσεων ἄλλον ἑαυτοῖς ἀναπλάττονται δημιουργὸν τῶν πάντων παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τυφλώττοντες μέγα καὶ περὶ ἃ φθέγγονται. Τοῦ γὰρ Κυρίου λέγοντος πρὸς τοὺς Ἰουδαίους· "Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ἀπ' ἀρχῆς ὁ κτίσας ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς; καὶ εἶπεν· ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ προσκολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ· καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν"· εἶτα σημαίνων τὸν κτίσαντά φησιν· "Ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω", |πῶς οὗτοι ξένην τοῦ Πατρὸς τὴν κτίσιν εἰσάγουσιν; εἰ δὲ κατὰ τὸν Ἰωάννην πάντα περιλαβόντα καὶ λέγοντα "πάντα δι' αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν", πῶς ἂν ἄλλος εἴη ὁ δημιουργός, παρὰ τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ;
  Ταῦτα μὲν οὗτοι μυθολογοῦσιν. Ἡ δὲ ἔνθεος διδασκαλία καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν πίστις τὴν μὲν τούτων ματαιολογίαν ὡς ἀθεότητα διαβάλλει. Οὔτε γὰρ αὐτομάτως, διὰ τὸ μὴ ἀπρονόητα εἶναι, οὔτε ἐκ προυποκειμένης ὕλης, διὰ τὸ μὴ ἀσθενῆ εἶναι τὸν Θεόν· ἀλλ' ἐξ οὐκ ὄντων καὶ μηδαμῆ μηδαμῶς ὑπάρχοντα τὰ ὅλα εἰς τὸ εἶναι πεποιηκέναι τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Λόγου οἶδεν, ᾗ φησὶ διὰ μὲν Μωυσέως· "Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν"· διὰ δὲ τῆς ὠφελιμωτάτης βίβλου τοῦ Ποιμένος· "Πρῶτον πάντων πίστευσον, ὅτι εἷς ἐστὶν ὁ Θεός, ὁ τὰ πάντα κτίσας καὶ καταρτίσας, καὶ ποιήσας ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι." Ὅπερ καὶ ὁ Παῦλος σημαίνων φησί· "Πίστει νοοῦμεν κατηρτίσθαι τοὺς αἰῶνας ῥήματι Θεοῦ, εἰς τὸ μὴ ἐκ φαινομένων τὰ βλεπόμενα γεγονέναι." Ὁ Θεὸς γὰρ ἀγαθός ἐστι, μᾶλλον δὲ πηγὴ τῆς ἀγαθότητος ὑπάρχει· ἀγαθῷ δὲ περὶ οὐδενὸς ἂν γένοιτο φθόνος· ὅθεν οὐδενὶ τοῦ εἶναι φθονήσας, ἐξ οὐκ ὄντων τὰ πάντα πεποίηκε διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· ἐν οἷς πρὸ πάντων τῶν ἐπὶ γῆς τὸ ἀνθρώπων γένος ἐλεήσας, καὶ θεωρήσας ὡς οὐχ ἱκανὸν εἴη κατὰ τὸν τῆς ἰδίας γενέσεως λόγον διαμένειν ἀεί, πλέον τι χαριζόμενος αὐτοῖς, οὐχ ἁπλῶς, ὥσπερ πάντα τὰ ἐπὶ γῆς ἄλογα ζῷα, ἔκτισε τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἑαυτοῦ εἰκόνα ἐποίησεν αὐτούς, μεταδοὺς αὐτοῖς καὶ τῆς τοῦ ἰδίου Λόγου δυνάμεως, ἵνα ὥσπερ σκιάς τινας ἔχοντες τοῦ Λόγου καὶ γενόμενοι λογικοὶ διαμένειν ἐν μακαριότητι δυνηθῶσι, ζῶντες τὸν ἀληθινὸν καὶ ὄντως τῶν ἁγίων ἐν παραδείσῳ βίον. Εἰδὼς δὲ πάλιν τὴν ἀνθρώπων εἰς ἀμφότερα νεύειν δυναμένην προαίρεσιν, προλαβὼν ἠσφαλίσατο νόμῳ καὶ τόπῳ τὴν δοθεῖσαν αὐτοῖς χάριν. Εἰς τὸν ἑαυτοῦ γὰρ παράδεισον αὐτοὺς εἰσαγαγών, ἔδωκεν αὐτοῖς νόμον· ἵνα εἰ μὲν φυλάξαιεν τὴν χάριν καὶ μένοιεν καλοί, ἔχωσι τὴν ἐν παραδείσῳ ἄλυπον καὶ ἀνώδυνον καὶ ἀμέριμνον ζωήν, πρὸς τῷ καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς ἀφθαρσίας αὐτοὺς τὴν ἐπαγγελίαν ἔχειν· εἰ δὲ παραβαῖεν καὶ στραφέντες γένοιντο φαῦλοι, γινώσκοιεν ἑαυτοὺς τὴν ἐν θανάτῳ κατὰ φύσιν φθορὰν ὑπομένειν, καὶ μηκέτι μὲν ἐν παραδείσῳ ζῆν, ἔξω δὲ τούτου λοιπὸν ἀποθνῄσκοντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ ἐν τῇ φθορᾷ. Τοῦτο δὲ καὶ ἡ θεία γραφὴ προσημαίνει λέγουσα ἐκ προσώπου τοῦ Θεοῦ· "Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ· ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ' αὐτοῦ· ᾗ δ' ἂν ἡμέρᾳ φάγησθε, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε." Τὸ δὲ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε, τί ἂν ἄλλο εἴη ἢ τὸ μὴ μόνον ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ διαμένειν;
  Ἴσως θαυμάζεις τί δήποτε περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου προθέμενοι λέγειν, νῦν περὶ τῆς ἀρχῆς τῶν ἀνθρώπων διηγούμεθα. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριόν ἐστι τοῦ σκοποῦ τῆς διηγήσεως. Ἀνάγκη γὰρ ἡμᾶς λέγοντας περὶ τῆς εἰς ἡμᾶς ἐπιφανείας τοῦ Σωτῆρος, λέγειν καὶ περὶ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀρχῆς, ἵνα γινώσκῃς ὅτι ἡ ἡμῶν αἰτία ἐκείνῳ γέγονε πρόφασις τῆς καθόδου, καὶ ἡ ἡμῶν παράβασις τοῦ Λόγου τὴν φιλανθρωπίαν ἐξεκαλέσατο, ὥστε καὶ εἰς ἡμᾶς φθάσαι καὶ φανῆναι τὸν Κύριον ἐν ἀνθρώποις. Τῆς γὰρ ἐκείνου ἐνσωματώσεως ἡμεῖς γεγόναμεν ὑπόθεσις, καὶ διὰ τὴν ἡμῶν σωτηρίαν ἐφιλανθρωπεύσατο καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ γενέσθαι καὶ φανῆναι σώματι. Οὕτως μὲν οὖν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον πεποίηκε, καὶ μένειν ἠθέλησεν ἐν ἀφθαρσίᾳ· ἄνθρωποι δὲ κατολιγωρήσαντες καὶ ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν Θεὸν κατανόησιν, λογισάμενοι δὲ καὶ ἐπινοήσαντες ἑαυτοῖς τὴν κακίαν, ὥσπερ ἐν τοῖς πρώτοις ἐλέχθη, ἔσχον τὴν προαπειληθεῖσαν τοῦ θανάτου κατάκρισιν, καὶ λοιπὸν οὐκ ἔτι ὡς γεγόνασι διέμενον· ἀλλ' ὡς ἐλογίζοντο διεφθείροντο· καὶ ὁ θάνατος αὐτῶν ἐκράτει βασιλεύων. Ἡ γὰρ παράβασις τῆς ἐντολῆς εἰς τὸ κατὰ φύσιν αὐτοὺς ἐπέστρεφεν, ἵνα, ὥσπερ οὐκ ὄντες γεγόνασιν, οὕτως καὶ τὴν εἰς τὸ μὴ εἶναι φθορὰν ὑπομείνωσι τῷ χρόνῳ εἰκότως. Εἰ γὰρ φύσιν ἔχοντες τὸ μὴ εἶναί ποτε, τῇ τοῦ Λόγου παρουσίᾳ καὶ φιλανθρωπίᾳ εἰς τὸ εἶναι ἐκλήθησαν, ἀκόλουθον ἦν κενωθέντας τοὺς ἀνθρώπους τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας καὶ εἰς τὰ οὐκ ὄντα ἀποστραφέντας, οὐκ ὄντα γάρ ἐστι τὰ κακά, ὄντα δὲ τὰ καλά, ἐπειδήπερ ἀπὸ τοῦ ὄντος Θεοῦ γεγόνασι, κενωθῆναι καὶ τοῦ εἶναι ἀεί. Τοῦτο δέ ἐστι τὸ διαλυθέντας μένειν ἐν τῷ θανάτῳ καὶ τῇ φθορᾷ. Ἔστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ἄνθρωπος θνητός, ἅτε δὴ ἐξ οὐκ ὄντων γεγονώς. Διὰ δὲ τὴν πρὸς τὸν ὄντα ὁμοιότητα, ἣν εἰ ἐφύλαττε διὰ τῆς πρὸς αὐτὸν κατανοήσεως, ἤμβλυνεν ἂν τὴν κατὰ φύσιν φθοράν, καὶ ἔμεινεν ἄφθαρτος· καθάπερ ἡ σοφία φησίν· "Προσοχὴ νόμων, βεβαίωσις ἀφθαρσίας"· ἄφθαρτος δὲ ὤν, ἔζη λοιπὸν ὡς Θεός, ὥς που καὶ ἡ θεία γραφὴ τοῦτο σημαίνει λέγουσα· "Ἐγὼ εἶπα θεοί ἐστε, καὶ υἱοὶ ὑψίστου πάντες· ὑμεῖς δὲ ὡς ἄνθρωποι ἀποθνῄσκετε, καὶ ὡς εἷς τῶν ἀρχόντων πίπτετε."
  Ὁ μὲν γὰρ Θεὸς οὐ μόνον ἐξ οὐκ ὄντων ἡμᾶς πεποίηκεν, ἀλλὰ καὶ τὸ κατὰ Θεὸν ζῆν ἡμῖν ἐχαρίσατο τῇ τοῦ Λόγου χάριτι. Οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀποστραφέντες τὰ αἰώνια, καὶ συμβουλίᾳ τοῦ διαβόλου εἰς τὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστραφέντες, ἑαυτοῖς αἴτιοι τῆς ἐν τῷ θανάτῳ φθορᾶς γεγόνασιν, ὄντες μὲν ὡς προεῖπον κατὰ φύσιν φθαρτοί, χάριτι δὲ τῆς τοῦ Λόγου μετουσίας τοῦ κατὰ φύσιν ἐκφυγόντες, εἰ μεμενήκεισαν καλοί. Διὰ γὰρ τὸν συνόντα τούτοις Λόγον, καὶ ἡ κατὰ φύσιν φθορὰ τούτων οὐκ ἤγγιζε, καθὼς καὶ ἡ σοφία φησίν· "Ὁ Θεὸς ἔκτισε τὸν ἄνθρωπον ἐπὶ ἀφθαρσίᾳ, καὶ εἰκόνα τῆς ἰδίας ἀιδιότητος· φθόνῳ δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθεν εἰς τὸν κόσμον"· τούτου δὲ γενομένου οἱ μὲν ἄνθρωποι ἀπέθνῃσκον, ἡ δὲ φθορὰ λοιπὸν κατ' αὐτῶν ἤκμαζε, καὶ πλεῖον τοῦ κατὰ φύσιν ἰσχύουσα καθ' ὅλου τοῦ γένους, ὅσῳ καὶ τὴν ἀπειλὴν τοῦ θείου διὰ τὴν παράβασιν τῆς ἐντολῆς κατ' αὐτῶν προειλήφει. Καὶ γὰρ καὶ ἐν τοῖς πλημμελήμασιν οἱ ἄνθρωποι οὐκ ἄχρις ὅρων ὡρισμένων εἱστήκεισαν, ἀλλὰ κατ' ὀλίγον ἐπεκτεινόμενοι λοιπὸν καὶ εἰς ἄμετρον ἐληλύθασιν, ἐξ ἀρχῆς μὲν εὑρεταὶ τῆς κακίας γενόμενοι, καὶ καθ' ἑαυτῶν τὸν θάνατον προκαλεσάμενοι καὶ τὴν φθοράν· ὕστερον δὲ εἰς ἀδικίαν ἐκτραπέντες καὶ παρανομίαν πᾶσαν ὑπερβαλόντες, καὶ μὴ ἑνὶ κακῷ ἱστάμενοι, ἀλλὰ πάντα καινὰ καινοῖς ἐπινοοῦντες, ἀκόρεστοι περὶ τὸ ἁμαρτάνειν γεγόνασι. Μοιχεῖαι μὲν γὰρ ἦσαν καὶ κλοπαὶ πανταχοῦ, φόνων δὲ καὶ ἁρπαγῶν πλήρης ἦν ἡ σύμπασα γῆ. Καὶ νόμου μὲν οὐκ ἦν φροντὶς περὶ φθορᾶς καὶ ἀδικίας· πάντα δὲ τὰ κακὰ καθ' ἕνα καὶ κοινῇ παρὰ πᾶσιν ἐπράττετο. Πόλεις μὲν κατὰ πόλεων ἐπολέμουν, καὶ ἔθνη κατὰ ἐθνῶν ἠγείρετο· διῄρητο δὲ πᾶσα ἡ οἰκουμένη στάσεσι καὶ μάχαις, ἑκάστου φιλονεικοῦντος ἐν τῷ παρανομεῖν. Οὐκ ἦν δὲ τούτων μακρὰν οὐδὲ τὰ παρὰ φύσιν, ἀλλ' ὡς εἶπεν ὁ τοῦ Χριστοῦ μάρτυς Ἀπόστολος· "Αἵ τε γὰρ θήλειαι αὐτῶν μετήλλαξαν τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν· ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρρενες, ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας, ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρρενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι, καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες."
  Διὰ δὴ ταῦτα πλεῖον τοῦ θανάτου κρατήσαντος, καὶ τῆς φθορᾶς παραμενούσης κατὰ τῶν ἀνθρώπων, τὸ μὲν τῶν ἀνθρώπων γένος ἐφθείρετο, ὁ δὲ λογικὸς καὶ κατ' εἰκόνα γενόμενος ἄνθρωπος ἠφανίζετο· καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ Θεοῦ γενόμενον ἔργον παραπώλλυτο. Καὶ γὰρ καὶ ὁ θάνατος, ὡς προεῖπον, νόμῳ λοιπὸν ἴσχυε καθ' ἡμῶν· καὶ οὐχ οἷόν τε ἦν τὸν νόμον ἐκφυγεῖν, διὰ τὸ ὑπὸ Θεοῦ τεθεῖσθαι τοῦτον τῆς παραβάσεως χάριν· καὶ ἦν ἄτοπον ὁμοῦ καὶ ἀπρεπὲς τὸ γινόμενον ἀληθῶς. Ἄτοπον μὲν γὰρ ἦν εἰπόντα τὸν Θεὸν ψεύσασθαι, ὥστε νομοθετήσαντος αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν τὸν ἄνθρωπον, εἰ παραβαίη τὴν ἐντολήν, μετὰ τὴν παράβασιν μὴ ἀποθνῄσκειν, ἀλλὰ λύεσθαι τὸν τούτου λόγον. Οὐκ ἀληθὴς γὰρ ἦν ὁ Θεός, εἰ εἰπόντος αὐτοῦ ἀποθνῄσκειν ἡμᾶς, μὴ ἀπέθνῃσκεν ὁ ἄνθρωπος. Ἀπρεπὲς δὲ ἦν πάλιν τὰ ἅπαξ γενόμενα λογικὰ καὶ τοῦ Λόγου αὐτοῦ μετασχόντα παραπόλλυσθαι, καὶ πάλιν εἰς τὸ μὴ εἶναι διὰ τῆς φθορᾶς ἐπιστρέφειν. Οὐκ ἄξιον γὰρ ἦν τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ τὰ ὑπ' αὐτοῦ γενόμενα διαφθείρεσθαι, διὰ τὴν παρὰ τοῦ διαβόλου γενομένην τοῖς ἀνθρώποις ἀπάτην. Ἄλλως τε καὶ τῶν ἀπρεπεστάτων ἦν τὴν τοῦ Θεοῦ τέχνην ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἀφανίζεσθαι ἢ διὰ τὴν αὐτῶν ἀμέλειαν, ἢ διὰ τὴν τῶν δαιμόνων ἀπάτην. Φθειρομένων τοίνυν τῶν λογικῶν καὶ παραπολλυμένων τῶν τοιούτων ἔργων, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν ἀγαθὸν ὄντα; ἀφεῖναι τὴν φθορὰν κατ' αὐτῶν ἰσχύειν, καὶ τὸν θάνατον αὐτῶν κρατεῖν; καὶ τίς ἡ χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς αὐτὰ γενέσθαι; ἔδει γὰρ μὴ γενέσθαι, ἢ γενόμενα παραμεληθῆναι καὶ ἀπολέσθαι. Ἀσθένεια γὰρ μᾶλλον καὶ οὐκ ἀγαθότης ἐκ τῆς ἀμελείας γινώσκεται τοῦ Θεοῦ, εἰ ποιήσας παρορᾷ φθαρῆναι τὸ ἑαυτοῦ ἔργον, ἤπερ εἰ μὴ πεποιήκει κατὰ τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον. Μὴ ποιήσαντος μὲν γὰρ οὐκ ἦν ὁ λογιζόμενος τὴν ἀσθένειαν, ποιήσαντος δὲ καὶ εἰς τὸ εἶναι κτίσαντος, ἀτοπώτατον ἦν ἀπόλλυσθαι τὰ ἔργα, καὶ μάλιστα ἐπ' ὄψει τοῦ πεποιηκότος. Οὐκοῦν ἔδει τοὺς ἀνθρώπους μὴ ἀφιέναι φέρεσθαι τῇ φθορᾷ, διὰ τὸ ἀπρεπὲς καὶ ἀνάξιον εἶναι τοῦτο τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος.
  Ἀλλ' ὥσπερ ἔδει τοῦτο γενέσθαι, οὕτως καὶ ἐκ τῶν ἐναντίων πάλιν ἀντίκειται τὸ πρὸς τὸν Θεὸν εὔλογον, ὥστε ἀληθῆ φανῆναι τὸν Θεὸν ἐν τῇ περὶ τοῦ θανάτου νομοθεσίᾳ· ἄτοπον γὰρ ἦν διὰ τὴν ἡμῶν ὠφέλειαν καὶ διαμονὴν ψεύστην φανῆναι τὸν τῆς ἀληθείας πατέρα Θεόν. Τί οὖν ἔδει καὶ περὶ τούτου γενέσθαι ἢ ποιῆσαι τὸν Θεόν; μετάνοιαν ἐπὶ τῇ παραβάσει τοὺς ἀνθρώπους ἀπαιτῆσαι; τοῦτο γὰρ ἄν τις ἄξιον φήσειε Θεοῦ, λέγων ὅτι ὥσπερ ἐκ τῆς παραβάσεως εἰς φθορὰν γεγόνασιν, οὕτως ἐκ τῆς μετανοίας γένοιντο πάλιν ἂν εἰς ἀφθαρσίαν. Ἀλλ' ἡ μετάνοια οὔτε τὸ εὔλογον τὸ πρὸς τὸν Θεὸν ἐφύλαττεν· ἔμενε γὰρ πάλιν οὐκ ἀληθής, μὴ κρατουμένων ἐν τῷ θανάτῳ τῶν ἀνθρώπων· οὔτε δὲ ἡ μετάνοια ἀπὸ τῶν κατὰ φύσιν ἀνακαλεῖται, ἀλλὰ μόνον παύει τῶν ἁμαρτημάτων. Εἰ μὲν οὖν μόνον ἦν πλημμέλημα καὶ μὴ φθορᾶς ἐπακολούθησις, καλῶς ἂν ἦν ἡ μετάνοια. Εἰ δὲ ἅπαξ προλαβούσης τῆς παραβάσεως, εἰς τὴν κατὰ φύσιν φθορὰν ἐκρατοῦντο οἱ ἄνθρωποι, καὶ τὴν τοῦ κατ' εἰκόνα χάριν ἀφαιρεθέντες ἦσαν, τί ἄλλο ἔδει γενέσθαι; ἢ τίνος ἦν χρεία πρὸς τὴν τοιαύτην χάριν καὶ ἀνάκλησιν, ἢ τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐκ τοῦ μὴ ὄντος πεποιηκότος τὰ ὅλα τοῦ Θεοῦ Λόγου; Αὐτοῦ γὰρ ἦν πάλιν καὶ τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν ἐνεγκεῖν, καὶ τὸ ὑπὲρ πάντων εὔλογον ἀποσῶσαι πρὸς τὸν Πατέρα. Λόγος γὰρ ὢν τοῦ Πατρὸς καὶ ὑπὲρ πάντας ὤν, ἀκολούθως καὶ ἀνακτίσαι τὰ ὅλα μόνος ἦν δυνατὸς καὶ ὑπὲρ πάντων παθεῖν καὶ πρεσβεῦσαι περὶ πάντων ἱκανὸς πρὸς τὸν Πατέρα.
  Τούτου δὴ ἕνεκεν ὁ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἄυλος τοῦ Θεοῦ Λόγος παραγίνεται εἰς τὴν ἡμετέραν χώραν, οὔτι γε μακρὰν ὢν πρότερον. Οὐδὲν γὰρ αὐτοῦ κενὸν ὑπολέλειπται τῆς κτίσεως μέρος· πάντα δὲ διὰ πάντων πεπλήρωκεν αὐτὸς συνὼν τῷ ἑαυτοῦ Πατρί. Ἀλλὰ παραγί νεται συγκαταβαίνων τῇ εἰς ἡμᾶς αὐτοῦ φιλανθρωπίᾳ καὶ ἐπιφανείᾳ. Καὶ ἰδὼν τὸ λογικὸν ἀπολλύμενον γένος, καὶ τὸν θάνατον κατ' αὐτῶν βασιλεύοντα τῇ φθορᾷ· ὁρῶν δὲ καὶ τὴν ἀπειλὴν τῆς παραβάσεως διακρατοῦσαν τὴν καθ' ἡμῶν φθοράν· καὶ ὅτι ἄτοπον ἦν πρὸ τοῦ πληρωθῆναι τὸν νόμον λυθῆναι· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ἀπρεπὲς ἐν τῷ συμβεβηκότι, ὅτι ὧν αὐτὸς ἦν δημιουργός, ταῦτα παρηφανίζετο· ὁρῶν δὲ καὶ τὴν τῶν ἀνθρώπων ὑπερβάλλουσαν κακίαν, ὅτι κατ' ὀλίγον καὶ ἀφόρητον αὐτὴν ηὔξησαν καθ' ἑαυτῶν· ὁρῶν δὲ καὶ τὸ ὑπεύθυνον πάντων ἀνθρώπων πρὸς τὸν θάνατον, ἐλεήσας τὸ γένος ἡμῶν, καὶ τὴν ἀσθένειαν ἡμῶν οἰκτειρήσας, καὶ τῇ φθορᾷ ἡμῶν συγκαταβάς, καὶ τὴν τοῦ θανάτου κράτησιν οὐκ ἐνέγκας, ἵνα μὴ τὸ γενόμενον ἀπόληται καὶ εἰς ἀργὸν τοῦ Πατρὸς τὸ εἰς ἀνθρώπους ἔργον αὐτοῦ γένηται, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο οὐκ ἀλλότριον τοῦ ἡμετέρου. Οὐ γὰρ ἁπλῶς ἠθέλησεν ἐν σώματι γενέσθαι, οὐδὲ μόνον ἤθελε φανῆναι· ἐδύνατο γάρ, εἰ μόνον ἤθελε φανῆναι, καὶ δι' ἑτέρου κρείττονος τὴν θεοφάνειαν αὐτοῦ ποιήσασθαι· ἀλλὰ λαμβάνει τὸ ἡμέτερον, καὶ τοῦτο οὐχ ἁπλῶς, ἀλλ' ἐξ ἀχράντου καὶ ἀμιάντου ἀνδρὸς ἀπείρου παρθένου, καθαρὸν καὶ ὄντως ἀμιγὲς τῆς ἀνδρῶν συνουσίας. Αὐτὸς γὰρ δυνατὸς ὢν καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων, ἐν τῇ παρθένῳ κατασκευάζει ἑαυτῷ ναὸν τὸ σῶμα, καὶ ἰδιοποιεῖται τοῦτο ὥσπερ ὄργανον, ἐν αὐτῷ γνωριζόμενος καὶ ἐνοικῶν. Καὶ οὕτως ἀπὸ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅμοιον λαβών, διὰ τὸ πάντας ὑπευθύνους εἶναι τῇ τοῦ θανάτου φθορᾷ, ἀντὶ πάντων αὐτὸ θανάτῳ παραδιδούς, προσῆγε τῷ Πατρί, καὶ τοῦτο φιλανθρώπως ποιῶν, ἵνα ὡς μὲν πάντων ἀποθανόντων ἐν αὐτῷ λυθῇ ὁ κατὰ τῆς φθορᾶς τῶν ἀνθρώπων νόμος (ἅτε δὴ πληρωθείσης τῆς ἐξουσίας ἐν τῷ κυριακῷ σώματι, καὶ μηκέτι χώραν ἔχοντος κατὰ τῶν ὁμοίων ἀνθρώπων)· ὡς δὲ εἰς φθορὰν ἀναστρέψαντας τοὺς ἀνθρώπους πάλιν εἰς τὴν ἀφθαρσίαν ἐπιστρέψῃ, καὶ ζωοποιήσῃ τούτους ἀπὸ τοῦ θανάτου, τῇ τοῦ σώματος ἰδιοποιήσει, καὶ τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, τὸν θάνατον ἀπ' αὐτῶν ὡς καλάμην ἀπὸ πυρὸς ἐξαφανίζων.
  Συνιδὼν γὰρ ὁ Λόγος ὅτι ἄλλως οὐκ ἂν λυθείη τῶν ἀνθρώπων ἡ φθορὰ εἰ μὴ διὰ τοῦ πάντως ἀποθανεῖν, οὐχ οἷόν τε δὲ ἦν τὸν Λόγον ἀποθανεῖν ἀθάνατον ὄντα καὶ τοῦ Πατρὸς Υἱόν, τούτου ἕνεκεν τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν ἑαυτῷ λαμβάνει σῶμα, ἵνα τοῦτο τοῦ ἐπὶ πάντων Λόγου μεταλαβὸν ἀντὶ πάντων ἱκανὸν γένηται τῷ θανάτῳ, καὶ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἄφθαρτον διαμείνῃ, καὶ λοιπὸν ἀπὸ πάντων ἡ φθορὰ παύσηται τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι. Ὅθεν ὡς ἱερεῖον καὶ θῦμα παντὸς ἐλεύθερον σπίλου, ὃ αὐτὸς ἑαυτῷ ἔλαβε σῶμα προσάγων εἰς θάνατον, ἀπὸ πάντων εὐθὺς τῶν ὁμοίων ἠφάνιζε τὸν θάνατον τῇ προσφορᾷ τοῦ καταλλήλου. Ὑπὲρ πάντας γὰρ ὢν ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἰκότως τὸν ἑαυτοῦ ναὸν καὶ τὸ σωματικὸν ὄργανον προ σάγων ἀντίψυχον ὑπὲρ πάντων ἐπλήρου τὸ ὀφειλόμενον ἐν τῷ θανάτῳ· καὶ ὡς συνὼν δὲ διὰ τοῦ ὁμοίου τοῖς πᾶσιν ὁ ἄφθαρτος τοῦ Θεοῦ Υἱὸς εἰκότως τοὺς πάντας ἐνέδυσεν ἀφθαρσίαν ἐν τῇ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἐπαγγελίᾳ. Καὶ αὐτὴ γὰρ ἡ ἐν τῷ θανάτῳ φθορὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων οὐκέτι χώραν ἔχει διὰ τὸν ἐνοικήσαντα Λόγον ἐν τούτοις διὰ τοῦ ἑνὸς σώματος. Καὶ ὥσπερ μεγάλου βασιλέως εἰσελθόντος εἴς τινα πόλιν μεγάλην καὶ οἰκήσαντος εἰς μίαν τῶν ἐν αὐτῇ οἰκιῶν, πάντως ἡ τοιαύτη πόλις τιμῆς πολλῆς καταξιοῦται, καὶ οὐκέτι τις ἐχθρὸς αὐτὴν οὔτε λῃστὴς ἐπιβαίνων καταστρέφει, πάσης δὲ μᾶλλον ἐπιμελείας ἀξιοῦται διὰ τὸν εἰς μίαν αὐτῆς οἰκίαν οἰκήσαντα βασιλέα· οὕτως καὶ ἐπὶ τοῦ πάντων βασιλέως γέγονεν. Ἐλθόντος γὰρ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἡμετέραν χώραν, καὶ οἰκήσαντος εἰς ἓν τῶν ὁμοίων σῶμα, λοιπὸν πᾶσα ἡ κατὰ τῶν ἀνθρώπων παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλὴ πέπαυται, καὶ ἡ τοῦ θανάτου ἠφάνισται φθορὰ ἡ πάλαι κατ' αὐτῶν ἰσχύουσα. Παραπωλώλει γὰρ ἂν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, εἰ μὴ ὁ πάντων Δεσπότης καὶ Σωτὴρ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς παρεγεγόνει πρὸς τὸ τοῦ θανάτου τέλος.
  Πρέπον δὲ καὶ μάλιστα τῇ ἀγαθότητι τοῦ Θεοῦ ἀληθῶς τὸ μέγα τοῦτο ἔργον. Εἰ γὰρ βασιλεὺς κατασκευάσας οἰκίαν ἢ πόλιν, καὶ ταύτην ἐξ ἀμελείας τῶν ἐνοικούντων πολεμουμένην ὑπὸ λῃστῶν τὸ σύνολον οὐ παρορᾷ, ἀλλ' ὡς ἴδιον ἔργον ἐκδικεῖ καὶ περισῴζει, οὐκ εἰς τὴν τῶν ἐνοικούντων ἀμέλειαν ἀφορῶν, ἀλλ' εἰς τὸ ἑαυτοῦ πρέπον· πολλῷ πλέον ὁ τοῦ παναγάθου Θεὸς Λόγος Πατρὸς εἰς φθορὰν κατερχόμενον τὸ δι' αὐτοῦ γενόμενον τῶν ἀνθρώπων γένος οὐ παρεῖδεν· ἀλλὰ τὸν μὲν συμβεβηκότα θάνατον ἀπήλειψε διὰ τῆς προσφορᾶς τοῦ ἰδίου σώματος, τὴν δὲ ἀμέλειαν αὐτῶν διωρθώσατο τῇ ἑαυτοῦ διδασκαλίᾳ, πάντα τὰ τῶν ἀνθρώπων διὰ τῆς ἑαυτοῦ δυνάμεως κατορθώσας. Ταῦτα δὲ καὶ παρὰ τῶν αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος θεολόγων ἀνδρῶν πιστοῦσθαί τις δύναται ἐντυγχάνων τοῖς ἐκείνων γράμμασιν, ᾗ φασιν· "Ἡ γὰρ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ συνέχει ἡμᾶς κρίναντας τοῦτο, ὅτι εἰ εἷς ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἄρα οἱ πάντες ἀπέθανον· καὶ ὑπὲρ πάντων ἀπέθανεν, ἵνα ἡμεῖς μηκέτι ἑαυτοῖς ζῶμεν, ἀλλὰ τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανόντι καὶ ἀναστάντι" ἐκ νεκρῶν, τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ· καὶ πάλιν· "Τὸν δὲ βραχύ τι παρ' ἀγγέλους ἠλαττωμένον βλέπομεν Ἰησοῦν, διὰ τὸ πάθημα τοῦ θανάτου δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφανωμένον, ὅπως χάριτι Θεοῦ ὑπὲρ παντὸς γεύσηται θανάτου". Εἶτα καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ μὴ ἄλλον δεῖν ἢ αὐτὸν τὸν Θεὸν Λόγον ἐνανθρωπῆσαι σημαίνει λέγων· "Ἔπρεπε γὰρ αὐτῷ δι' ὃν τὰ πάντα, καὶ δι' οὗ τὰ πάντα, πολλοὺς υἱοὺς εἰς δόξαν ἀγαγόντα τὸν ἀρχηγὸν τῆς σωτηρίας αὐτῶν διὰ παθημάτων τελειῶσαι." Τοῦτο δὲ σημαίνει λέγων, ὡς οὐκ ἄλλου ἦν ἀπὸ τῆς γενομένης φθορᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἀνενεγκεῖν, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν πεποιηκότος αὐτούς. Ὅτι δὲ διὰ τὴν περὶ τῶν ὁμοίων σωμάτων θυσίαν σῶμα καὶ αὐτὸς ὁ Λόγος ἔλαβεν ἑαυτῷ, καὶ τοῦτο σημαίνουσι λέγοντες· "Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκεν αἵματος καὶ σαρκός, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστι τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας." Τῇ γὰρ τοῦ ἰδίου σώματος θυσίᾳ καὶ τέλος ἐπέθηκε τῷ καθ' ἡμᾶς νόμῳ, καὶ ἀρχὴν ζωῆς ἡμῖν ἐκαίνισεν, ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως δεδωκώς· ἐπειδὴ γὰρ ἐξ ἀνθρώπων εἰς ἀνθρώπους ὁ θάνατος ἐκράτησε, διὰ τοῦτο πάλιν διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις γέγονε καὶ ἡ τῆς ζωῆς ἀνάστασις, λέγοντος τοῦ χριστοφόρου ἀνδρός· "Ἐπειδὴ γὰρ δι' ἀνθρώπου θάνατος, καὶ δι' ἀνθρώπου ἀνάστασις νεκρῶν. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἀποθνῄσκουσιν, οὕτως καὶ ἐν τῷ Χριστῷ πάντες ζωοποιηθήσονται", καὶ τὰ τούτοις ἀκόλουθα. Οὐκέτι γὰρ νῦν ὡς κατακρινόμενοι ἀποθνῄσκομεν, ἀλλ' ὡς ἐγειρόμενοι περιμένομεν τὴν κοινὴν πάντων ἀνάστασιν, "ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει" ὁ καὶ ταύτην ἐργασάμενος καὶ χαρισάμενος Θεός. Αἰτία μὲν δὴ πρώτη τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος αὕτη. Γνοίη δ' ἄν τις αὐτοῦ τὴν ἀγαθὴν εἰς ἡμᾶς παρουσίαν εὐλόγως γεγενῆσθαι καὶ ἐκ τούτων.
  Ὁ Θεός, ὁ πάντων ἔχων τὸ κράτος, ὅτε τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος διὰ τοῦ ἰδίου Λόγου ἐποίει, κατιδὼν πάλιν τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως αὐτῶν, ὡς οὐχ ἱκανὴ εἴη ἐξ ἑαυτῆς γνῶναι τὸν δημιουργόν, οὐδ' ὅλως ἔννοιαν λαβεῖν Θεοῦ, τῷ τὸν μὲν εἶναι ἀγέννητον, τὰ δὲ ἐξ οὐκ ὄντων γεγενῆσθαι, καὶ τὸν μὲν ἀσώματον εἶναι, τοὺς δὲ ἀνθρώπους κάτω που σώματι πεπλάσθαι, καὶ ὅλως πολλὴν εἶναι τὴν τῶν γενητῶν ἔλλειψιν πρὸς τὴν τοῦ πεποιηκότος κατάληψιν καὶ γνῶσιν· ἐλεήσας πάλιν τὸ γένος τὸ ἀνθρώπινον, ἅτε δὴ ἀγαθὸς ὤν, οὐκ ἀφῆκεν αὐτοὺς ἐρήμους τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως, ἵνα μὴ ἀνόνητον ἔχωσι καὶ τὸ εἶναι. Ποία γὰρ ὄνησις τοῖς πεποιημένοις μὴ γινώσκουσι τὸν ἑαυτῶν ποιητήν; Ἢ πῶς ἂν εἶεν λογικοὶ μὴ γινώσκοντες τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, ἐν ᾧ καὶ γεγόνασιν; Οὐδὲν γὰρ οὐδὲ ἀλόγων διαφέρειν ἔμελλον, εἰ πλέον οὐδὲν τῶν περιγείων ἐπεγίνωσκον. Τί δὲ καὶ ὁ Θεὸς ἐποίει τούτους, ἀφ' ὧν οὐκ ἠθέλησε γινώσκεσθαι; Ὅθεν, ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἀγαθὸς ὢν τῆς ἰδίας εἰκόνος αὐτοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεταδίδωσι, καὶ ποιεῖ τούτους κατὰ τὴν ἑαυτοῦ εἰκόνα καὶ καθ' ὁμοίωσιν· ἵνα διὰ τῆς τοιαύτης χάριτος τὴν εἰκόνα νοοῦντες, λέγω δὴ τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, δυνηθῶσιν ἔννοιαν δι' αὐτοῦ τοῦ Πατρὸς λαβεῖν, καὶ γινώσκοντες τὸν ποιητὴν ζῶσι τὸν εὐδαίμονα καὶ μακάριον ὄντως βίον. Ἀλλ' ἄνθρωποι πάλιν παράφρονες, κατολιγωρήσαντες καὶ οὕτως τῆς δοθείσης αὐτοῖς χάριτος, τοσοῦτον ἀπεστράφησαν τὸν Θεόν, καὶ τοσοῦτον ἐθόλωσαν ἑαυτῶν τὴν ψυχὴν ὡς μὴ μόνον ἐπιλαθέσθαι τῆς περὶ Θεοῦ ἐννοίας, ἀλλὰ καὶ ἕτερα ἀνθ' ἑτέρων ἑαυτοῖς ἀναπλάσασθαι. Εἴδωλά τε γὰρ ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἑαυτοῖς ἀνετυπώσαντο, καὶ τὰ οὐκ ὄντα τοῦ ὄντος Θεοῦ προετίμησαν, τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα λατρεύοντες, καὶ τό γε χείριστον, ὅτι καὶ εἰς ξύλα καὶ εἰς λίθους καὶ εἰς πᾶσαν ὕλην καὶ ἀνθρώπους τὴν τοῦ Θεοῦ τιμὴν μετετίθουν, καὶ πλείονα τούτων ποιοῦντες, ὥσπερ ἐν τοῖς ἔμπροσθεν εἴρηται. Τοσοῦτον δὲ ἠσέβουν, ὅτι καὶ δαίμονας ἐθρήσκευον λοιπὸν καὶ θεοὺς ἀνηγόρευον, τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν ἀποπληροῦντες. Θυσίας τε γὰρ ζῴων ἀλόγων, καὶ ἀνθρώπων σφαγάς, ὥσπερ εἴρηται πρότερον, εἰς τὸ ἐκείνων καθῆκον ἐπετέλουν, πλεῖον ἑαυτοὺς τοῖς ἐκείνων οἰστρήμασι καταδεσμεύοντες. Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ μαγεῖαι παρ' αὐτοῖς ἐδιδάσκοντο, καὶ μαντεῖα κατὰ τόπον τοὺς ἀνθρώπους ἐπλάνα, καὶ πάντες τὰ γενέσεως καὶ τοῦ εἶναι ἑαυτῶν τὰ αἴτια τοῖς ἄστροις καὶ τοῖς κατ' οὐρανὸν πᾶσιν ἀνετίθουν, μηδὲν πλέον τῶν φαινομένων λογιζόμενοι. Καὶ ὅλως πάντα ἦν ἀσεβείας καὶ παρανομίας μεστά, καὶ μόνος ὁ Θεὸς οὐδὲ ὁ τούτου Λόγος ἐπεγινώσκετο, καίτοι οὐκ ἀφανῆ ἑαυτὸν τοῖς ἀνθρώποις ἐπικρύψας, οὐδὲ ἁπλῆν τὴν περὶ ἑαυτοῦ γνῶσιν αὐτοῖς δεδωκώς, ἀλλὰ καὶ ποικίλως καὶ διὰ πολλῶν αὐτὴν αὐτοῖς ἐφαπλώσας.
  Αὐτάρκης μὲν γὰρ ἦν ἡ κατ' εἰκόνα χάρις γνωρίζειν τὸν Θεὸν Λόγον, καὶ δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα· εἰδὼς δὲ ὁ Θεὸς τὴν ἀσθένειαν τῶν ἀνθρώπων, προενοήσατο καὶ τῆς ἀμελείας τούτων, ἵν' ἐὰν ἀμελήσαιεν δι' ἑαυτῶν τὸν Θεὸν ἐπιγνῶναι, ἔχωσι διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὸν δημιουργὸν μὴ ἀγνοεῖν. Ἐπειδὴ δὲ ἡ ἀνθρώπων ἀμέλεια ἐπὶ τὰ χείρονα κατ' ὀλίγον ἐπικαταβαίνει· προενοήσατο πάλιν ὁ Θεὸς καὶ τῆς τοιαύτης αὐτῶν ἀσθενείας, νόμον καὶ προφήτας τοὺς αὐτοῖς γνωρίμους ἀποστείλας, ἵνα ἐὰν καὶ εἰς τὸν οὐρανὸν ὀκνήσωσιν ἀναβλέψαι καὶ γνῶναι τὸν ποιητήν, ἔχωσιν ἐκ τῶν ἐγγὺς τὴν διδασκαλίαν. Ἄνθρωποι γὰρ παρὰ ἀνθρώπων ἐγγυτέρω δύνανται μαθεῖν περὶ τῶν κρειττόνων. Ἐξὸν οὖν ἦν ἀναβλέψαντας αὐτοὺς εἰς τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ, καὶ κατανοήσαντας τὴν τῆς κτίσεως ἁρμονίαν, γνῶναι τὸν ταύτης ἡγεμόνα τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν τῇ ἑαυτοῦ εἰς πάντα προνοίᾳ γνωρίζοντα πᾶσι τὸν Πατέρα, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὅλα κινοῦντα, ἵνα δι' αὐτοῦ πάντες γινώσκωσι τὸν Θεόν. Ἢ εἰ τοῦτο αὐτοῖς ἦν ὀκνηρόν, κἂν τοῖς ἁγίοις δυνατὸν ἦν αὐτοὺς συντυγχάνειν, καὶ δι' αὐτῶν μαθεῖν τὸν τῶν πάντων δημιουργὸν Θεόν, τὸν τοῦ Χριστοῦ Πατέρα· καὶ ὅτι τῶν εἰδώλων ἡ θρησκεία ἀθεότης ἐστὶ καὶ πάσης ἀσεβείας μεστή. Ἐξὸν δὲ ἦν αὐτοὺς καὶ τὸν νόμον ἐγνωκότας, παύσασθαι πάσης παρανομίας καὶ τὸν κατ' ἀρετὴν ζῆσαι βίον. Οὐδὲ γὰρ διὰ Ἰουδαίους μόνους ὁ νόμος ἦν οὐδὲ δι' αὐτοὺς μόνους οἱ προφῆται ἐπέμποντο, ἀλλὰ πρὸς Ἰουδαίους μὲν ἐπέμποντο, καὶ παρὰ Ἰουδαίων ἐδιώκοντο· πάσης δὲ τῆς οἰκουμένης ἦσαν διδασκάλιον ἱερὸν τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως, καὶ τῆς κατὰ ψυχὴν πολιτείας. Τοσαύτης οὖν οὔσης τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος καὶ φιλανθρωπίας, ὅμως οἱ ἄνθρωποι, νικώμενοι ταῖς παραυτίκα ἡδοναῖς καὶ ταῖς παρὰ δαιμόνων φαντασίαις καὶ ἀπάταις, οὐκ ἀνένευσαν πρὸς τὴν ἀλήθειαν· ἀλλ' ἑαυτοὺς πλείοσι κακοῖς καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεφόρησαν, ὡς μηκέτι δοκεῖν αὐτοὺς λογικούς, ἀλλὰ ἀλόγους ἐκ τῶν τρόπων νομίζεσθαι.
  Οὕτω τοίνυν ἀλογωθέντων τῶν ἀνθρώπων, καὶ οὕτως τῆς δαιμονικῆς πλάνης ἐπισκιαζούσης τὰ πανταχοῦ καὶ κρυπτούσης τὴν περὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ γνῶσιν, τί τὸν Θεὸν ἔδει ποιεῖν; σιωπῆσαι τὸ τηλικοῦτον, καὶ ἀφεῖναι τοὺς ἀνθρώπους ὑπὸ δαιμόνων πλανᾶσθαι, καὶ μὴ γινώσκειν αὐτοὺς τὸν Θεόν; Καὶ τίς ἡ χρεία τοῦ καὶ ἐξ ἀρχῆς κατ' εἰκόνα Θεοῦ γενέσθαι τὸν ἄνθρωπον; ἔδει γὰρ αὐτὸν ἁπλῶς ὡς ἄλογον γενέσθαι, ἢ γενόμενον λογικὸν τὴν τῶν ἀλόγων ζωὴν μὴ βιοῦν. Τίς δὲ ὅλως ἦν χρεία ἐννοίας αὐτὸν λαβεῖν περὶ Θεοῦ ἐξ ἀρχῆς; Εἰ γὰρ οὐδὲ νῦν ἄξιός ἐστι λαβεῖν, ἔδει μηδὲ κατὰ τὴν ἀρχὴν αὐτῷ δοθῆναι. Τί δὲ καὶ ὄφελος τῷ πεποιηκότι Θεῷ, ἢ ποία δόξα αὐτῷ ἂν εἴη, εἰ οἱ ὑπ' αὐτοῦ γενόμενοι ἄνθρωποι οὐ προσκυνοῦσιν αὐτῷ, ἀλλ' ἑτέρους εἶναι τοὺς πεποιηκότας αὐτοὺς νομίζουσιν; Εὑρίσκεται γὰρ ὁ Θεὸς ἑτέροις καὶ οὐχ ἑαυτῷ τούτους δημιουργήσας. Εἶτα βασιλεὺς μὲν ἄνθρωπος ὢν τὰς ὑπ' αὐτοῦ κτισθείσας χώρας οὐκ ἀφίησιν ἐκδότους ἑτέροις δουλεύειν, οὐδὲ πρὸς ἄλλους καταφεύγειν· ἀλλὰ γράμμασιν αὐτοὺς ὑπομιμνήσκει, πολλάκις δὲ καὶ διὰ φίλων αὐτοῖς ἐπιστέλλει, εἰ δὲ καὶ χρεία γένηται, αὐτὸς παραγίνεται, τῇ παρουσίᾳ λοιπὸν αὐτοὺς δυσωπῶν· μόνον ἵνα μὴ ἑτέροις δουλεύσωσι, καὶ ἀργὸν αὐτοῦ τὸ ἔργον γένηται. Οὐ πολλῷ πλέον ὁ Θεὸς τῶν ἑαυτοῦ κτισμάτων φείσεται πρὸς τὸ μὴ πλανηθῆναι ἀπ' αὐτοῦ, καὶ τοῖς οὐκ οὖσι δουλεύειν; Μάλιστα ὅτι ἡ τοιαύτη πλάνη ἀπωλείας αὐτοῖς αἰτία καὶ ἀφανισμοῦ γίνεται, οὐκ ἔδει δὲ τὰ ἅπαξ κοινωνήσαντα τῆς τοῦ Θεοῦ Εἰκόνος ἀπολέσθαι. Τί οὖν ἔδει ποιεῖν τὸν Θεόν; Ἢ τί ἔδει γενέσθαι, ἀλλ' ἢ τὸ κατ' εἰκόνα πάλιν ἀνανεῶσαι, ἵνα δι' αὐτοῦ πάλιν αὐτὸν γνῶναι δυνηθῶσιν οἱ ἄνθρωποι; Τοῦτο δὲ πῶς ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ αὐτῆς τῆς τοῦ Θεοῦ εἰκόνος παραγενομένης τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; Δι' ἀνθρώπων μὲν γὰρ οὐκ ἦν δυνατόν, ἐπεὶ καὶ αὐτοὶ κατ' εἰκόνα γεγόνασιν· ἀλλ' οὐδὲ δι' ἀγγέλων· οὐδὲ γὰρ οὐδὲ αὐτοί εἰσιν εἰκόνες. Ὅθεν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος δι' ἑαυτοῦ παρεγένετο, ἵνα ὡς Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρὸς τὸν κατ' εἰκόνα ἄνθρωπον ἀνακτίσαι δυνηθῇ. Ἄλλως δὲ πάλιν οὐκ ἂν ἐγεγόνει, εἰ μὴ ὁ θάνατος ἦν καὶ ἡ φθορὰ ἐξαφανισθεῖσα. Ὅθεν εἰκότως ἔλαβε σῶμα θνητόν, ἵνα καὶ ὁ θάνατος ἐν αὐτῷ λοιπὸν ἐξαφανισθῆναι δυνηθῇ, καὶ οἱ κατ' εἰκόνα πάλιν ἀνακαινισθῶσιν ἄνθρωποι. Οὐκοῦν ἑτέρου πρὸς ταύτην τὴν χρείαν οὐκ ἦν, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός.
  Ὡς γὰρ τῆς γραφείσης ἐν ξύλῳ μορφῆς παραφανισθείσης ἐκ τῶν ἔξωθεν ῥύπων, πάλιν χρεία τοῦτον παραγενέσθαι, οὗ καὶ ἔστιν ἡ μορφή, ἵνα ἀνακαινισθῆναι ἡ εἰκὼν δυνηθῇ ἐν τῇ αὐτῇ ὕλῃ|διὰ γὰρ τὴν ἐκείνου γραφὴν καὶ αὐτὴ ἡ ὕλη ἐν ᾗ καὶ γέγραπται οὐκ ἐκβάλλεται, ἀλλ' ἐν αὐτῇ ἀνατυποῦται. Κατὰ τοῦτο καὶ ὁ πανάγιος τοῦ Πατρὸς Υἱός, Εἰκὼν ὢν τοῦ Πατρός, παρεγένετο ἐπὶ τοὺς ἡμετέρους τόπους, ἵνα τὸν κατ' αὐτὸν πεποιημένον ἄνθρωπον ἀνακαινίσῃ, καὶ ὡς ἀπολόμενον εὕρῃ διὰ τῆς τῶν ἁμαρτιῶν ἀφέσεως, ᾗ φησι καὶ αὐτὸς ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· "Ἦλθον τὸ ἀπολόμενον εὑρεῖν καὶ σῶσαι." Ὅθεν καὶ πρὸς τοὺς Ἰουδαίους ἔλεγεν· "Ἐὰν μή τις ἀναγεννηθῇ", οὐ τὴν ἐκ γυναικῶν γέννησιν σημαίνων ὥσπερ ὑπενόουν ἐκεῖνοι, ἀλλὰ τὴν ἀναγεννωμένην καὶ ἀνακτιζομένην ψυχὴν ἐν τῷ κατ' εἰκόνα δηλῶν. Ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰδωλομανία καὶ ἀθεότης κατεῖχε τὴν οἰκουμένην καὶ ἡ περὶ Θεοῦ γνῶσις ἐκέκρυπτο, τίνος ἦν διδάξαι τὴν οἰκουμένην περὶ Πατρός; ἀνθρώπου φαίη τις ἄν; ἀλλ' οὐκ ἦν ἀνθρώπων ἐνὸν τὴν ὑφήλιον πᾶσαν ὑπελθεῖν, οὔτε τῇ φύσει τοσοῦτον ἰσχυόντων δραμεῖν, οὔτε ἀξιοπίστων περὶ τούτου δυναμένων γενέσθαι, οὔτε πρὸς τὴν τῶν δαιμόνων ἀπάτην καὶ φαντασίαν ἱκανῶν δι' ἑαυτῶν ἀντιστῆναι. Πάντων γὰρ κατὰ ψυχὴν πληγέντων καὶ ταραχθέντων παρὰ τῆς δαιμονικῆς ἀπάτης καὶ τῆς τῶν εἰδώλων ματαιότητος, πῶς οἷόν τε ἦν ἀνθρώπου ψυχὴν καὶ ἀνθρώπων νοῦν μεταπεῖσαι, ὅπουγε οὐδὲ ὁρᾶν αὐτοὺς δύνανται; ὃ δὲ μὴ ὁρᾷ τις, πῶς δύναται μεταπαιδεῦσαι; Ἀλλ' ἴσως ἄν τις εἴποι τὴν κτίσιν ἀρκεῖσθαι· ἀλλ' εἰ ἡ κτίσις ἤρκει, οὐκ ἂν ἐγεγόνει τὰ τηλικαῦτα κακά. Ἦν γὰρ καὶ ἡ κτίσις, καὶ οὐδὲν ἧττον οἱ ἄνθρωποι ἐν τῇ αὐτῇ περὶ Θεοῦ πλάνῃ ἐκυλίοντο. Τίνος οὖν ἦν πάλιν χρεία, ἢ τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ καὶ ψυχὴν καὶ νοῦν ὁρῶντος, τοῦ καὶ τὰ ὅλα ἐν τῇ κτίσει κινοῦντος, καὶ δι' αὐτῶν γνωρίζοντος τὸν Πατέρα; τοῦ γὰρ διὰ τῆς ἰδίας προνοίας καὶ διακοσμήσεως τῶν ὅλων διδάσκοντος περὶ τοῦ Πατρός, αὐτοῦ ἦν καὶ τὴν αὐτὴν διδασκαλίαν ἀνανεῶσαι. Πῶς οὖν ἂν ἐγεγόνει τοῦτο; Ἴσως ἄν τις εἴποι ὅτι ἐξὸν ἦν διὰ τῶν αὐτῶν, ὥστε πάλιν διὰ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων τὰ περὶ αὐτοῦ δεῖξαι. Ἀλλ' οὐκ ἦν ἀσφαλὲς ἔτι τοῦτο. Οὐχί γε· παρεῖδον γὰρ τοῦτο πρότερον οἱ ἄνθρωποι, καὶ οὐκέτι μὲν ἄνω, κάτω δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐσχήκασιν. Ὅθεν εἰκότως ἀνθρώπους θέλων ὠφελῆσαι, ὡς ἄνθρωπος ἐπιδημεῖ, λαμβάνων ἑαυτῷ σῶμα ὅμοιον ἐκείνοις, καὶ ἐκ τῶν κάτω|λέγω δὴ διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων|ἵνα οἱ μὴ θελήσαντες αὐτὸν γνῶναι ἐκ τῆς εἰς τὰ ὅλα προνοίας καὶ ἡγεμονίας αὐτοῦ, κἂν ἐκ τῶν δι' αὐτοῦ τοῦ σώματος ἔργων γνώσωνται τὸν ἐν τῷ σώματι τοῦ Θεοῦ Λόγον, καὶ δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα.
  Ὡς γὰρ ἀγαθὸς διδάσκαλος κηδόμενος τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, τοὺς μὴ δυναμένους ἐκ τῶν μειζόνων ὠφεληθῆναι, πάντως διὰ τῶν εὐτελεστέρων συγκαταβαίνων αὐτοὺς παιδεύει· οὕτως καὶ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, καθὼς καὶ ὁ Παῦλός φησιν· "Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας". Ἐπειδὴ γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἀποστραφέντες τὴν πρὸς τὸν Θεὸν θεωρίαν καὶ ὡς ἐν βυθῷ βυθισθέντες κάτω τοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχοντες, ἐν γενέσει καὶ τοῖς αἰσθητοῖς τὸν Θεὸν ἀνεζήτουν, ἀνθρώπους θνητοὺς καὶ δαίμονας ἑαυτοῖς θεοὺς ἀνατυπούμενοι· τούτου ἕνεκα ὁ φιλάνθρωπος καὶ κοινὸς πάντων Σωτήρ, ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, λαμβάνει ἑαυτῷ σῶμα, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώποις ἀναστρέφεται, καὶ τὰς αἰσθήσεις πάντων ἀνθρώπων προσλαμβάνει, ἵνα οἱ ἐν σωματικοῖς νοοῦντες εἶναι τὸν Θεόν, ἀφ' ὧν ὁ Κύριος ἐργάζεται διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων, ἀπ' αὐτῶν νοήσωσι τὴν ἀλήθειαν, καὶ δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα λογίσωνται. Ἄνθρωποι δὲ ὄντες καὶ ἀνθρώπινα πάντα νοοῦντες, οἷς ἐὰν ἐπέβαλον τὰς ἑαυτῶν αἰσθήσεις, ἐν τούτοις προσλαμβανομένους ἑαυτοὺς ἑώρων, καὶ πανταχόθεν διδασκομένους τὴν ἀλήθειαν. Εἴτε γὰρ εἰς τὴν κτίσιν ἐπτόηντο, ἀλλ' ἑώρων αὐτὴν ὁμολογοῦσαν τὸν Χριστὸν Κύριον· εἴτε εἰς ἀνθρώπους ἦν αὐτῶν ἡ διάνοια προληφθεῖσα, ὥστε τούτους θεοὺς νομίζειν, ἀλλ' ἐκ τῶν ἔργων τοῦ Σωτῆρος, συγκρινόντων τε ἐκείνων, ἐφαίνετο ἐν ἀνθρώποις μόνος ὁ Σωτὴρ Θεοῦ Υἱός, οὐκ ὄντων παρ' ἐκείνοις τοιούτων ὁποῖα παρὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν. Εἰ δὲ καὶ εἰς δαίμονας ἦσαν προληφθέντες, ἀλλ' ὁρῶντες αὐτοὺς διωκομένους ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ἐγίνωσκον μόνον εἶναι τοῦτον τὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον, καὶ οὐκ εἶναι θεοὺς τοὺς δαίμονας. Εἰ δὲ καὶ εἰς νεκροὺς ἤδη τούτων ἦν ὁ νοῦς κατασχεθείς, ὥστε θρησκεύειν ἥρωας, καὶ τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς· ἀλλ' ὁρῶντες τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀνάστασιν, ὡμολόγουν ἐκείνους εἶναι ψευδεῖς, καὶ μόνον τὸν Κύριον ἀληθινόν, τὸν τοῦ Πατρὸς Λόγον, τὸν καὶ τοῦ θανάτου κυριεύοντα. Διὰ τοῦτο καὶ γεγέννηται, καὶ ἄνθρωπος ἐφάνη, καὶ ἀπέθανε, καὶ ἀνέστη, ἀμβλύνας καὶ ἐπισκιάσας τὰ τῶν πώποτε γενομένων ἀνθρώπων διὰ τῶν ἰδίων ἔργων, ἵνα ὅπου δ' ἂν ὦσι προληφθέντες οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖθεν αὐτοὺς ἀναγάγῃ, καὶ διδάξῃ τὸν ἀληθινὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, καθάπερ καὶ αὐτός φησιν· "Ἦλθον σῶσαι καὶ εὑρεῖν τὸ ἀπολωλός."
  Ἅπαξ γὰρ εἰς αἰσθητὰ πεσούσης τῆς διανοίας τῶν ἀνθρώπων, ὑπέβαλεν ἑαυτὸν διὰ σώματος φανῆναι ὁ Λόγος, ἵνα μετενέγκῃ εἰς ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπον τοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὰς αἰσθήσεις αὐτῶν εἰς ἑαυτὸν ἀποκλίνῃ, καὶ λοιπὸν ἐκείνους ὡς ἄνθρωπον αὐτὸν ὁρῶντας, δι' ὧν ἐργάζεται ἔργων, πείσῃ μὴ εἶναι ἑαυτὸν ἄνθρωπον μόνον, ἀλλὰ καὶ Θεὸν καὶ Θεοῦ ἀληθινοῦ Λόγον καὶ Σοφίαν. Τοῦτο δὲ καὶ ὁ Παῦλος βουλόμενος σημᾶναί φησιν· "Ἐν ἀγάπῃ ἐρριζωμένοι καὶ τεθεμελιωμένοι, ἵνα ἐξισχύσητε καταλαβέσθαι σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις τί τὸ πλάτος καὶ μῆκος καὶ ὕψος καὶ βάθος, γνῶναί τε τὴν ὑπερβάλλουσαν τῆς γνώσεως ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ· ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ Θεοῦ." Πανταχοῦ γὰρ τοῦ Λόγου ἑαυτὸν ἁπλώσαντος, καὶ ἄνω καὶ κάτω καὶ εἰς τὸ βάθος καὶ εἰς τὸ πλάτος· ἄνω μὲν εἰς τὴν κτίσιν, κάτω δὲ εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν, εἰς βάθος δὲ εἰς τὸν ᾅδην, εἰς πλάτος δὲ εἰς τὸν κόσμον· τὰ πάντα τῆς περὶ Θεοῦ γνώσεως πεπλήρωται. Διὰ δὲ τοῦτο, οὐδὲ παρ' αὐτὰ παραγενόμενος τὴν θυσίαν τὴν ὑπὲρ πάντων ἐπετέλει, παραδιδοὺς τὸ σῶμα τῷ θανάτῳ, καὶ ἀνιστῶν αὐτό, ἀφανῆ ἑαυτὸν διὰ τούτου ποιῶν. Ἀλλὰ καὶ ἐμφανῆ ἑαυτὸν διὰ τούτου καθίστη διαμένων ἐν αὐτῷ καὶ τοιαῦτα τελῶν ἔργα καὶ σημεῖα διδούς, ἃ μηκέτι ἄνθρωπον ἀλλὰ Θεὸν Λόγον αὐτὸν ἐγνώριζον. Ἀμφότερα γὰρ ἐφιλανθρωπεύετο ὁ Σωτὴρ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως, ὅτι καὶ τὸν θάνατον ἐξ ἡμῶν ἠφάνιζε, καὶ ἀνεκαίνιζεν ἡμᾶς· καὶ ὅτι ἀφανὴς ὢν καὶ ἀόρατος, διὰ τῶν ἔργων ἐνέφαινε, καὶ ἐγνώριζεν ἑαυτὸν εἶναι τὸν Λόγον τοῦ Πατρός, τὸν τοῦ παντὸς ἡγεμόνα καὶ βασιλέα.
  Οὐ γὰρ δὴ περικεκλεισμένος ἦν ἐν τῷ σώματι· οὐδὲ ἐν σώματι μὲν ἦν, ἀλλαχόσε δὲ οὐκ ἦν. Οὐδὲ ἐκεῖνο μὲν ἐκίνει, τὰ ὅλα δὲ τῆς τούτου ἐνεργείας καὶ προνοίας κεκένωτο· ἀλλὰ τὸ παραδοξότατον, Λόγος ὤν, οὐ συνείχετο μὲν ὑπό τινος· συνεῖχε δὲ τὰ πάντα μᾶλλον αὐτός· καὶ ὥσπερ ἐν πάσῃ τῇ κτίσει ὤν, ἐκτὸς μέν ἐστι τοῦ παντὸς κατ' οὐσίαν, ἐν πᾶσι δέ ἐστι ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσι, τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ εἰς πάντα ἐν πᾶσι τὴν ἑαυτοῦ πρόνοιαν ἐφαπλῶν, καὶ ἕκαστον καὶ πάντα ὁμοῦ ζωοποιῶν, περιέχων τὰ ὅλα καὶ μὴ περιεχόμενος, ἀλλ' ἐν μόνῳ τῷ ἑαυτοῦ Πατρὶ ὅλος ὢν κατὰ πάντα· Οὕτως καὶ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ σώματι ὤν, καὶ αὐτὸς αὐτὸ ζωοποιῶν, εἰκότως ἐζωοποίει καὶ τὰ ὅλα καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐγίνετο, καὶ ἔξω τῶν ὅλων ἦν. Καὶ ἀπὸ τοῦ σώματος δὲ διὰ τῶν ἔργων γνωριζόμενος, οὐκ ἀφανὴς ἦν καὶ ἀπὸ τῆς τῶν ὅλων ἐνεργείας. Ψυχῆς μὲν οὖν ἔργον ἐστὶ θεωρεῖν μὲν καὶ τὰ ἔξω τοῦ ἰδίου σώματος τοῖς λογισμοῖς, οὐ μὴν καὶ ἔξωθεν τοῦ ἰδίου σώματος ἐνεργεῖν, ἢ τὰ τούτου μακρὰν τῇ παρουσίᾳ κινεῖν. Οὐδέποτε γοῦν ἄνθρωπος διανοούμενος τὰ μακρὰν ἤδη καὶ ταῦτα κινεῖ καὶ μεταφέρει· οὐδὲ εἰ ἐπὶ τῆς ἰδίας οἰκίας καθέζοιτό τις καὶ λογίζοιτο τὰ ἐν οὐρανῷ, ἤδη καὶ τὸν ἥλιον κινεῖ, καὶ τὸν οὐρανὸν περιστρέφει. Ἀλλ' ὁρᾷ μὲν αὐτὰ κινούμενα καὶ γεγονότα, οὐ μὴν ὥστε ἐργάζεσθαι αὐτὰ δυνατὸς τυγχάνει. Οὐ δὴ τοιοῦτος ἦν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν τῷ ἀνθρώπῳ· οὐ γὰρ συνεδέδετο τῷ σώματι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἐκράτει τοῦτο, ὥστε καὶ ἐν τούτῳ ἦν καὶ ἐν τοῖς πᾶσιν ἐτύγχανε, καὶ ἔξω τῶν ὄντων ἦν, καὶ ἐν μόνῳ τῷ Πατρὶ ἀνεπαύετο. Καὶ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο ἦν, ὅτι καὶ ὡς ἄνθρωπος ἐπολιτεύετο, καὶ ὡς Λόγος τὰ πάντα ἐζωογόνει, καὶ ὡς Υἱὸς τῷ Πατρὶ συνῆν. Ὅθεν οὐδὲ τῆς Παρθένου τικτούσης ἔπασχεν αὐτός, οὐδὲ ἐν σώματι ὢν ἐμολύνετο, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ τὸ σῶμα ἡγίαζεν. Οὐδὲ γὰρ ἐν τοῖς πᾶσιν ὤν, τῶν πάντων μεταλαμβάνει, ἀλλὰ πάντα μᾶλλον ὑπ' αὐτοῦ ζωογονεῖται καὶ τρέφεται. Εἰ γὰρ καὶ ἥλιος ὁ ὑπ' αὐτοῦ γενόμενος καὶ ὑφ' ἡμῶν ὁρώμενος, περιπολῶν ἐν οὐρανῷ, οὐ ῥυπαίνεται τῶν ἐπὶ γῆς σωμάτων ἁπτόμενος, οὐδὲ ὑπὸ σκότους ἀφανίζεται, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς καὶ ταῦτα φωτίζει καὶ καθαρίζει, πολλῷ πλέον ὁ πανάγιος τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ καὶ τοῦ ἡλίου ποιητὴς καὶ κύριος, ἐν σώματι γνωριζόμενος οὐκ ἐρυπαίνετο, ἀλλὰ μᾶλλον ἄφθαρτος ὤν, καὶ τὸ σῶμα θνητὸν τυγχάνον ἐζωοποίει καὶ ἐκαθάριζεν, "ὃς ἁμαρτίαν γάρ, φησίν, οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ".
  Ὅταν τοίνυν ἐσθίοντα καὶ πίνοντα καὶ τικτόμενον αὐτὸν λέγωσιν οἱ περὶ τούτου θεολόγοι, γίνωσκε ὅτι τὸ μὲν σῶμα, ὡς σῶμα, ἐτίκτετο καὶ καταλλήλοις ἐτρέφετο τροφαῖς, αὐτὸς δὲ ὁ συνὼν τῷ σώματι Θεὸς Λόγος τὰ πάντα διακοσμῶν, καὶ δι' ὧν εἰργάζετο ἐν τῷ σώματι οὐκ ἄνθρωπον ἑαυ τόν, ἀλλὰ Θεὸν Λόγον ἐγνώριζεν. Λέγεται δὲ περὶ αὐτοῦ ταῦτα, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα ἐσθίον καὶ τικτόμενον καὶ πάσχον, οὐχ ἑτέρου τινός, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου ἦν· καὶ ὅτι ἀνθρώπου γενομένου, ἔπρεπε καὶ ταῦτα ὡς περὶ ἀνθρώπου λέγεσθαι, ἵνα ἀληθείᾳ καὶ μὴ φαντασίᾳ σῶμα ἔχων φαίνηται. Ἀλλ' ὥσπερ ἐκ τούτων ἐγινώσκετο σωματικῶς παρών, οὕτως ἐκ τῶν ἔργων ὧν ἐποίει διὰ τοῦ σώματος, Υἱὸν Θεοῦ ἑαυτὸν ἐγνώριζεν. Ὅθεν καὶ πρὸς τοὺς ἀπίστους Ἰουδαίους ἐβόα λέγων· "Εἰ οὐ ποιῶ τὰ ἔργα τοῦ Πατρός μου, μὴ πιστεύητέ μοι· εἰ δὲ ποιῶ, κἂν ἐμοὶ μὴ πιστεύητε, τοῖς ἔργοις μου πιστεύσατε· ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε, ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ Πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ Πατρί." Ὡς γὰρ ἀόρατος ὤν, ἀπὸ τῶν τῆς κτίσεως ἔργων γινώσκεται, οὕτως ἄνθρωπος γενόμενος, καὶ ἐν σώματι μὴ ὁρώμενος, ἐκ τῶν ἔργων ἂν γνωσθείη ὅτι οὐκ ἄνθρωπος ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις καὶ Λόγος ἐστὶν ὁ ταῦτα ἐργαζόμενος. Τὸ γὰρ ἐπιτάσσειν αὐτὸν τοῖς δαίμοσι, κἀκείνους ἀπελαύνεσθαι, οὐκ ἀνθρώπινον ἀλλὰ θεῖόν ἐστι τὸ ἔργον. Ἢ τίς ἰδὼν αὐτὸν τὰς νόσους ἰώμενον, ἐν αἷς ὑπόκειται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος, ἔτι ἄνθρωπον καὶ οὐ Θεὸν ἡγεῖτο; Λεπροὺς γὰρ ἐκαθάριζε, χωλοὺς περιπατεῖν ἐποίει, κωφῶν τὴν ἀκοὴν ἤνοιγε, τυφλοὺς ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ πάσας ἁπλῶς νόσους καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἀπήλαυνεν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀφ' ὧν ἦν αὐτοῦ καὶ τὸν τυχόντα τὴν θεότητα θεωρεῖν. Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτὸν ἀποδιδόντα τὸ λεῖπον, οἷς ἡ γένεσις ἐνέλειψε, καὶ τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀνοίγοντα, οὐκ ἂν ἐνενόησε τὴν ἀνθρώπων ὑποκειμένην αὐτῷ γένεσιν, καὶ ταύτης εἶναι τοῦτον Δημιουργὸν καὶ Ποιητήν; Ὁ γὰρ τὸ μὴ ὃ ἐκ γενέσεως ἔσχεν ὁ ἄνθρωπος ἀποδιδούς, δῆλος ἂν εἴη πάντως ὅτι Κύριος οὗτός ἐστι καὶ τῆς γενέσεως τῶν ἀνθρώπων. Διὰ τοῦτο καὶ ἐν ἀρχῇ κατερχόμενος πρὸς ἡμᾶς, ἐκ παρθένου πλάττει ἑαυτῷ τὸ σῶμα, ἵνα μὴ μικρὸν τῆς θεότητος αὐτοῦ γνώρισμα πᾶσι παράσχῃ, ὅτι ὁ τοῦτο πλάσας αὐτός ἐστι καὶ τῶν ἄλλων Ποιητής. Τίς γὰρ ἰδὼν χωρὶς ἀνδρὸς ἐκ παρθένου μόνης προερχόμενον σῶμα, οὐκ ἐνθυμεῖται τὸν ἐν τούτῳ φαινόμενον εἶναι καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων Ποιητὴν καὶ Κύριον; Τίς δὲ ἰδὼν καὶ τὴν ὑδάτων ἀλλασσομένην οὐσίαν, καὶ εἰς οἶνον μεταβάλλουσαν, οὐκ ἐννοεῖ τὸν τοῦτο ποιήσαντα Κύριον εἶναι καὶ Κτίστην τῆς τῶν ὅλων ὑδάτων οὐσίας; διὰ τοῦτο γὰρ ὡς Δεσπότης ἐπέβαινε καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ περιεπάτει ὡς ἐπὶ γῆς, γνώρισμα τῆς ἐπὶ πάντα δεσποτείας αὐτοῦ τοῖς ὁρῶσι παρέχων. Τρέφων δὲ καὶ ἐξ ὀλίγων τοσοῦτον πλῆθος, καὶ ἐξ ἀπόρων εὐπορῶν αὐτός, ὥστε ἀπὸ πέντε ἄρτων πεντακισχιλίους κορεσθῆναι, καὶ ἄλλο τοσοῦτο καταλεῖψαι, οὐδὲν ἕτερον ἢ αὐτὸν εἶναι καὶ τὸν τῆς ὅλων προνοίας Κύριον ἐγνώριζε.
  Ταῦτα δὲ πάντα ποιεῖν τῷ Σωτῆρι καλῶς ἔχειν ἐδόκει, ἵν' ἐπειδὴ τὴν ἐν τοῖς πᾶσιν αὐτοῦ πρόνοιαν ἠγνόησαν οἱ ἄνθρωποι καὶ οὐ κατενόησαν τὴν διὰ τῆς κτίσεως αὐτοῦ θεότητα, κἂν ἐκ τῶν διὰ τοῦ σώματος ἔργων αὐτοῦ ἀναβλέψωσι, καὶ ἔννοιαν λάβωσι δι' αὐτοῦ τῆς εἰς τὸν Πατέρα γνώσεως, ἐκ τῶν κατὰ μέρος τὴν εἰς τὰ ὅλα αὐτοῦ πρόνοιαν, ὡς προεῖπον, ἀναλογιζόμενοι. Τίς γὰρ ἰδὼν αὐτοῦ τὴν κατὰ δαιμόνων ἐξουσίαν, ἢ τίς ἰδὼν τοὺς δαίμονας ὁμολογοῦντας εἶναι τούτων αὐτὸν Κύριον, ἔτι τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἕξει, εἰ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς καὶ ἡ Σοφία καὶ ἡ Δύναμις; Οὐδὲ γὰρ τὴν κτίσιν αὐτὴν σιωπῆσαι πεποίηκεν, ἀλλὰ τό γε θαυμαστόν, καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, μᾶλλον δὲ ἐν αὐτῷ τῷ κατὰ τοῦ θανάτου τροπαίῳ, λέγω δὴ τῷ σταυρῷ, πᾶσα ἡ κτίσις ὡμολόγει τὸν ἐν τῷ σώματι γνωριζόμενον καὶ πάσχοντα οὐχ ἁπλῶς εἶναι ἄνθρωπον, ἀλλὰ Θεοῦ Υἱὸν καὶ Σωτῆρα πάντων. Ὅ τε γὰρ ἥλιος ἀπεστράφη, καὶ ἡ γῆ ἐσείετο, καὶ τὰ ὄρη ἐρρήγνυτο, πάντες κατέπτησσον. Ταῦτα δὲ τὸν μὲν ἐν τῷ σταυρῷ Χριστὸν Θεὸν ἐδείκνυον, τὴν δὲ κτίσιν πᾶσαν τούτου δούλην εἶναι, καὶ μαρτυροῦσαν τῷ φόβῳ τὴν τοῦ δεσπότου παρουσίαν. Οὕτω μὲν οὖν ὁ Θεὸς Λόγος διὰ τῶν ἔργων ἑαυτὸν ἐνεφάνιζε τοῖς ἀνθρώποις. Ἀκόλουθον δ' ἂν εἴη καὶ τὸ τέλος τῆς ἐν σώματι διαγωγῆς καὶ περιπολήσεως αὐτοῦ διηγήσασθαι, καὶ εἰπεῖν καὶ ὁποῖος γέγονεν ὁ τοῦ σώματος θάνατος· μάλιστα ὅτι τὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως ἡμῶν ἐστὶ τοῦτο, καὶ πάντες ἁπλῶς ἄνθρωποι περὶ τούτου θρυλλοῦσιν· ἵνα γνῷς ὅτι καὶ ἐκ τούτου μᾶλλον οὐδὲν ἧττον γινώσκεται Θεὸς ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ Θεοῦ Υἱός.
  Τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ, ὡς οἷόν τε ἦν, ἐκ μέρους, καὶ ὡς ἡμεῖς ἠδυνήθημεν νοῆσαι, προείπομεν, ὅτι οὐκ ἄλλου ἦν τὸ φθαρτὸν εἰς ἀφθαρσίαν μεταβαλεῖν, εἰ μὴ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος, τοῦ καὶ τὴν ἀρχὴν ἐξ οὐκ ὄντων πεποιηκότος τὰ ὅλα· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν τὸ κατ' εἰκόνα πάλιν ἀνακτίσαι τοῖς ἀνθρώποις, εἰ μὴ τῆς Εἰκόνος τοῦ Πατρός· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν τὸ θνητὸν ἀθάνατον ἀναστῆσαι, εἰ μὴ τῆς Αὐτοζωῆς οὔσης τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· καὶ οὐκ ἄλλου ἦν περὶ Πατρὸς διδάξαι, καὶ τὴν εἰδώλων καθαιρῆσαι θρησκείαν, εἰ μὴ τοῦ τὰ πάντα διακοσμοῦντος Λόγου, καὶ μόνου τοῦ Πατρὸς ὄντος Υἱοῦ μονογενοῦς ἀληθινοῦ. Ἐπειδὴ δὲ καὶ τὸ ὀφειλόμενον παρὰ πάντων ἔδει λοιπὸν ἀποδοθῆναι· ὠφείλετο γὰρ πάντως, ὡς προεῖπον, ἀποθανεῖν, δι' ὃ μάλιστα καὶ ἐπεδήμησε· τούτου ἕνεκεν μετὰ τὰς περὶ θεότητος αὐτοῦ ἐκ τῶν ἔργων ἀποδείξεις, ἤδη λοιπὸν καὶ ὑπὲρ πάντων τὴν θυσίαν ἀνέφερεν, ἀντὶ πάντων τὸν ἑαυτοῦ ναὸν εἰς θάνατον παραδιδούς, ἵνα τοὺς μὲν πάντας ἀνυπευθύνους καὶ ἐλευθέρους τῆς ἀρχαίας παραβάσεως ποιήσῃ· δείξῃ δὲ ἑαυτὸν καὶ θανάτου κρείττονα, ἀπαρχὴν τῆς τῶν ὅλων ἀναστάσεως τὸ ἴδιον σῶμα ἄφθαρτον ἐπιδεικνύμενος.
  Καὶ μήτοι θαυμάσῃς εἰ πολλάκις τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγομεν. Ἐπειδὴ γὰρ περὶ τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ λαλοῦμεν, διὰ τοῦτο τὸν αὐτὸν νοῦν διὰ πλειόνων ἑρμηνεύομεν, μὴ ἄρα τι παραλιμπάνειν δόξωμεν, καὶ ἔγκλημα γένηται ὡς ἐνδεῶς εἰρηκόσι· καὶ γὰρ βέλτιον ταὐτολογίας μέμψιν ὑποστῆναι, ἢ παραλεῖψαί τι τῶν ὀφειλόντων γραφῆναι.
  Τὸ μὲν οὖν σῶμα, ὡς καὶ αὐτὸ κοινὴν ἔχον τοῖς πᾶσι τὴν οὐσίαν|σῶμα γὰρ ἦν ἀνθρώπινον|, εἰ καὶ καινοτέρῳ θαύματι συνέστη ἐκ παρθένου μόνης, ὅμως θνητὸν ὂν κατὰ ἀκολουθίαν τῶν ὁμοίων καὶ ἀπέθνῃσκε· τῇ δὲ τοῦ Λόγου εἰς αὐτὸ ἐπιβάσει, οὐκέτι κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν ἐφθείρετο, ἀλλὰ διὰ τὸν ἐνοικήσαντα τοῦ Θεοῦ Λόγον, ἐκτὸς ἐγίνετο φθορᾶς. Καὶ συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως· ὅτι τε ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος καὶ ἡ φθορὰ διὰ τὸν συνόντα Λόγον ἐξηφανίζετο. Θανάτου γὰρ ἦν χρεία, καὶ θάνατον ὑπὲρ πάντων ἔδει γενέσθαι, ἵνα τὸ παρὰ πάντων ὀφειλόμενον γένηται. Ὅθεν, ὡς προεῖπον, ὁ Λόγος, ἐπεὶ οὐχ οἷόν τε ἦν αὐτὸν ἀποθανεῖν|ἀθάνατος γὰρ ἦν|, ἔλαβεν ἑαυτῷ σῶμα τὸ δυνάμενον ἀποθανεῖν, ἵνα ὡς ἴδιον ἀντὶ πάντων αὐτὸ προσενέγκῃ, καὶ ὡς αὐτὸς ὑπὲρ πάντων πάσχων, διὰ τὴν πρὸς αὐτὸ ἐπίβασιν, "καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τουτέστιν τὸν διάβολον· καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας".
  Ἀμέλει, τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν, οὐκέτι νῦν ὥσπερ πάλαι κατὰ τὴν τοῦ νόμου ἀπειλὴν θανάτῳ ἀποθνῄσκομεν οἱ ἐν Χριστῷ πιστοί· πέπαυται γὰρ ἡ τοιαύτη καταδίκη· ἀλλὰ τῆς φθορᾶς παυομένης καὶ ἀφανιζομένης ἐν τῇ τῆς ἀναστάσεως χάριτι, λοιπὸν κατὰ τὸ τοῦ σώματος θνητὸν διαλυόμεθα μόνον τῷ χρόνῳ ὃν ἑκάστῳ ὁ Θεὸς ὥρισεν, ἵνα "κρείττονος ἀναστάσεως" τυχεῖν δυνηθῶμεν. Δίκην γὰρ τῶν ἐν τῇ γῇ καταβαλλομένων σπερμάτων, οὐκ ἀπολλύμεθα διαλυόμενοι, ἀλλ' ὡς σπειρόμενοι ἀναστησόμεθα, καταργηθέντος τοῦ θανάτου κατὰ τὴν τοῦ Σωτῆρος χάριν. Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ μακάριος Παῦλος ἐγγυητὴς τῆς ἀναστάσεως πᾶσι γενόμενός φησι· "Δεῖ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν, καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν· ὅταν δὲ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσηται ἀθανασίαν, τότε γενήσεται ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος· κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος. Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;"
  Διὰ τί οὖν, ἄν τις εἴποι, εἴπερ ἀναγκαῖον ἦν ἀντὶ πάντων αὐτὸν παραδοῦναι τὸ σῶμα θανάτῳ, οὐχ ὡς ἄνθρωπος ἰδίως ἀπέθετο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ μέχρι τοῦ σταυρωθῆναι παρῆλθεν; Ἐντίμως γὰρ μᾶλλον αὐτὸν ἔπρεπεν ἀποθέσθαι τὸ σῶμα, ἤπερ μεθ' ὕβρεως τὸν τοιοῦτον θάνατον ὑπομεῖναι. Θέα δὴ πάλιν εἰ μὴ ἡ τοιαύτη ἀντίθεσίς ἐστιν ἀνθρωπίνη· τὸ δὲ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος γενόμενον, θεῖον ἀληθῶς καὶ ἄξιον τῆς αὐτοῦ θεότητος διὰ πολλά· πρῶτον μέν, ὅτι ὁ συμβαίνων τοῖς ἀνθρώποις θάνατος κατὰ ἀσθένειαν τῆς αὐτῶν φύσεως αὐτοῖς παραγίνεται· οὐ δυνάμενοι γὰρ ἐπὶ πολὺ διαμένειν, τῷ χρόνῳ διαλύονται. Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ νόσοι τούτοις συμβαίνουσι, καὶ ἐξασθενήσαντες ἀποθνῄσκουσιν. Ὁ δὲ Κύριος οὐκ ἀσθενής, ἀλλὰ Θεοῦ Δύναμις, καὶ Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ Αὐτοζωή. Εἰ μὲν οὖν ἦν ἰδίᾳ που, καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἀνθρώπων ἀποθέμενος τὸ σῶμα ἐν κλίνῃ, ἐνομίσθη ἂν καὶ αὐτὸς κατὰ τὴν τῆς φύσεως ἀσθένειαν τοῦτο παθών, καὶ μηδὲν ἔχων πλέον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐπειδὴ δὲ καὶ Ζωὴ ἦν, καὶ Θεοῦ Λόγος, καὶ ἔδει τὸν ὑπὲρ πάντων γενέσθαι θάνατον, διὰ τοῦτο ὡς μὲν Ζωὴ καὶ Δύναμις ὢν συνίσχυεν ἐν αὐτῷ τὸ σῶμα· ὡς δὲ ὀφείλοντος γενέσθαι τοῦ θανάτου, οὐχ ἑαυτῷ, ἀλλὰ παρ' ἑτέρων ἐλάμβανε τὴν πρόφασιν τοῦ τελειῶσαι τὴν θυσίαν· ἐπεὶ μηδὲ νοσεῖν ἔδει τὸν Κύριον, τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους θεραπεύοντα· ἀλλ' οὐδὲ ἐξασθενῆσαι ἔδει πάλιν τὸ σῶμα, ἐν ᾧ καὶ τὰς τῶν ἄλλων ἀσθενείας ἰσχυροποιεῖ. Διὰ τί οὖν καὶ τὸν θάνατον ὥσπερ καὶ τὸ νοσεῖν οὐκ ἐκώλυσεν; Ὅτι διὰ τοῦτον ἔσχε τὸ σῶμα, καὶ ἀπρεπὲς ἦν κωλῦσαι, ἵνα μὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἐμποδισθῇ· προηγήσασθαι μέντοι τοῦ θανάτου νόσον ἀπρεπὲς πάλιν ἦν, ἵνα μὴ ἀσθένεια τοῦ ἐν τῷ σώματι νομισθῇ. Οὐκ ἐπείνασεν οὖν; Ναὶ ἐπείνασε διὰ τὸ ἴδιον τοῦ σώματος, ἀλλ' οὐ λιμῷ διεφθάρη, διὰ τὸν φοροῦντα αὐτὸ Κύριον. Διὰ τοῦτο εἰ καὶ ἀπέθανε διὰ τὸ ὑπὲρ πάντων λύτρον, ἀλλ' οὐκ εἶδε διαφθοράν. Ὁλόκληρον γὰρ ἀνέστη· ἐπεὶ μηδὲ ἄλλου τινός, ἀλλ' αὐτῆς τῆς Ζωῆς ἦν τὸ σῶμα.
  Ἀλλ' ἔδει, φήσειεν ἄν τις, κρυβῆναι τὴν ἐπιβουλὴν τῶν Ἰουδαίων, ἵνα καθόλου τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ἀθάνατον φυλάξῃ. Ἀκουέτω δὴ ὁ τοιοῦτος, ὅτι καὶ τοῦτο ἀπρεπὲς ἦν τῷ Κυρίῳ· ὡς γὰρ οὐκ ἔπρεπε τῷ τοῦ Θεοῦ Λόγῳ, ζωῇ ὄντι, τῷ σώματι ἑαυτοῦ θάνατον παρ' ἑαυτοῦ διδόναι· οὕτως οὐχ ἥρμοζεν οὐδὲ τὸν παρ' ἑτέρων διδόμενον φεύγειν· ἀλλὰ καὶ μᾶλλον διώκειν αὐτὸν εἰς ἀναίρεσιν, ὅθεν εἰκότως οὔτε ἑαυτῷ ἀπέθετο τὸ σῶμα, οὔτε πάλιν ἐπιβουλεύοντας τοὺς Ἰουδαίους ἔφυγε. Τὸ δὲ τοιοῦτον οὐκ ἀσθένειαν ἐδείκνυε τοῦ Λόγου, ἀλλὰ μᾶλλον καὶ Σωτῆρα καὶ Ζωὴν αὐτὸν ἐγνώριζεν, ὅτι καὶ τὸν θάνατον εἰς ἀναίρεσιν περιέμενε, καὶ τὸν διδόμενον θάνατον ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας ἔσπευδε τελειῶσαι. Καὶ ἄλλως δέ, οὐ τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ἀλλὰ τὸν τῶν ἀνθρώπων ἦλθε τελειῶσαι ὁ Σωτήρ· ὅθεν οὐκ ἰδίῳ θανάτῳ, οὐκ εἶχε γὰρ Ζωὴ ὤν, ἀπετίθετο τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸν παρὰ τῶν ἀνθρώπων ἐδέχετο, ἵνα καὶ τοῦτον ἐν τῷ ἑαυτοῦ σώματι προσελθόντα τέλεον ἐξαφανίσῃ. Ἔπειτα καὶ ἐκ τούτων ἄν τις εὐλόγως ἴδοι τὸ τοιοῦτον τέλος ἐσχηκέναι τὸ κυριακὸν σῶμα. Ἔμελε τῷ Κυρίῳ μάλιστα περὶ ἧς ἔμελλε ποιεῖν ἀναστάσεως τοῦ σώματος· τοῦτο γὰρ ἦν κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον ταύτην ἐπιδείξασθαι πᾶσι, καὶ πάντας πιστώσασθαι τὴν παρ' αὐτοῦ γενομένην τῆς φθορᾶς ἀπάλειψιν, καὶ λοιπὸν τὴν τῶν σωμάτων ἀφθαρσίαν, ἧς πᾶσιν ὥσπερ ἐνέχυρον καὶ γνώρισμα τῆς ἐπὶ πάντας ἐσομένης ἀναστάσεως τετήρηκεν ἄφθαρτον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα. Εἰ μὲν οὖν ἦν πάλιν νοσῆσαν τὸ σῶμα, καὶ ἐπ' ὄψει πάντων διαλυθεὶς ἀπ' αὐτοῦ ὁ Λόγος, ἀπρεπὲς μὲν ἦν τὸν τῶν ἄλλων τὰς νόσους θεραπεύοντα παρορᾶν τὸ ἴδιον ὄργανον ἐν νόσοις τηκόμενον. Πῶς γὰρ ἂν ἐπιστεύθη τὰς ἄλλων ἀπελάσας ἀσθενείας, ἀσθενοῦντος ἐν αὐτῷ τοῦ ἰδίου ναοῦ; Ἢ γὰρ ὡς οὐ δυνάμενος ἀπελάσαι νόσον ἐγελάσθη, ἢ δυνάμενος, καὶ μὴ ποιῶν, ἀφιλάνθρωπος καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐνομίζετο.
  Εἰ δὲ καὶ χωρίς τινος νόσου καὶ χωρίς τινος ἀλγηδόνος, ἰδίᾳ που καὶ καθ' ἑαυτὸν ἐν γωνίᾳ, ἢ ἐν ἐρήμῳ τόπῳ, ἢ κατ' οἰκίαν, ἢ ὅπου δήποτε τὸ σῶμα κρύψας ἦν, καὶ μετὰ ταῦτα πάλιν ἐξαίφνης φανείς, ἔλεγεν ἑαυτὸν ἐκ νεκρῶν ἐγηγέρθαι· μύθους μὲν ἂν ἔδοξε λέγειν παρὰ πᾶσιν, ἠπιστήθη δὲ πολλῷ πλέον καὶ περὶ τῆς ἀναστάσεως λέγων, οὐκ ὄντος ὅλως τοῦ μαρτυροῦντος περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ. Τῆς δὲ ἀναστάσεως προηγεῖσθαι δεῖ θάνατον, ἐπεὶ οὐκ ἂν εἴη ἀνάστασις μὴ προηγουμένου θανάτου· ὅθεν εἰ κρύφα που ἐγεγόνει τοῦ σώματος ὁ θάνατος, οὐ φαινομένου τοῦ θανάτου, οὐδὲ ἐπὶ μαρτύρων γενομένου, ἀφανὴς ἦν καὶ ἀμάρτυρος καὶ ἡ τούτου ἀνάστασις· Ἢ διὰ τί τὴν μὲν ἀνάστασιν ἐκήρυττεν ἀναστάς, τὸν δὲ θάνατον ἀφανῶς ἐποίει γενέσθαι; Ἢ διὰ τί τοὺς μὲν δαίμονας ἐπ' ὄψει πάντων ἀπήλαυνε, τόν τε ἐκ γενετῆς τυφλὸν ἀναβλέπειν ἐποίει, καὶ τὸ ὕδωρ εἰς οἶνον μετέβαλεν, ἵνα δι' αὐτῶν πιστευθῇ Λόγος Θεοῦ· τὸ δὲ θνητὸν οὐκ ἐπ' ὄψει πάντων ἄφθαρτον ἐδείκνυεν, ἵνα πιστευθῇ αὐτὸς ὢν ἡ Ζωή; Πῶς δὲ καὶ οἱ τούτου μαθηταὶ παρρησίαν εἶχον περὶ τοῦ τῆς ἀναστάσεως λόγου, οὐκ ἔχοντες εἰπεῖν ὅτι πρῶτον ἀπέθανεν; Ἢ πῶς ἂν ἐπιστεύθησαν λέγοντες γεγονέναι πρῶτον θάνατον, εἶτα τὴν ἀνάστασιν, εἰ μὴ παρ' οἷς ἐπαρρησιάζοντο, εἶχον τούτους μάρτυρας τοῦ θανάτου; Εἰ γὰρ καὶ οὕτως ἐπ' ὄψει πάντων γενομένων τοῦ τε θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως οὐκ ἠθέλησαν οἱ τότε Φαρισαῖοι πιστεύειν, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἑωρακότας τὴν ἀνάστασιν ἠνάγκασαν ἀρνήσασθαι ταύτην· πάντως εἰ κεκρυμμένως ἐγεγόνει ταῦτα, πόσας ἂν προφάσεις ἐπενόουν ἀπιστίας; Πῶς δὲ ἄρα τὸ τοῦ θανάτου τέλος ἐδείκνυτο, καὶ ἡ κατὰ τούτου νίκη, εἰ μὴ ἐπ' ὄψει πάντων προσκαλεσάμενος αὐτὸν ἤλεγξε νεκρόν, κενωθέντα λοιπὸν τῇ τοῦ σώματος ἀφθαρσίᾳ;
  Τὰ δὲ καὶ παρ' ἑτέρων ἂν λεχθέντα, ταῦτα προβαλεῖν ἡμᾶς ἀναγκαῖον ταῖς ἀπολογίαις. Τάχα γὰρ ἄν τις εἴποι καὶ τοῦτο· Εἰ ἐπ' ὄψει πάντων καὶ ἐμμάρτυρον ἔδει γενέσθαι τὸν τούτου θάνατον, ἵνα καὶ ὁ τῆς ἀναστάσεως πιστευθῇ λόγος, ἔδει κἂν αὐτὸν ἑαυτῷ ἔνδοξον ἐπινοῆσαι θάνατον, ἵνα μόνον τὴν ἀτιμίαν τοῦ σταυροῦ φύγῃ. Ἀλλ' εἰ καὶ τοῦτο ποιήσας ἦν, ὑπόνοιαν καθ' ἑαυτοῦ παρεῖχεν, ὡς οὐ κατὰ παντὸς θανάτου δυνάμενος, ἀλλὰ μόνου τοῦ περὶ αὐτοῦ ἐπινοηθέντος· καὶ οὐδὲν ἧττον πάλιν ἦν ἡ πρόφασις τῆς περὶ τῆς ἀναστάσεως ἀπιστίας. Ὅθεν οὐ παρ' αὐτοῦ, ἀλλ' ἐξ ἐπιβουλῆς, ἐγίνετο τῷ σώματι ὁ θάνατος, ἵνα ὃν αὐτοὶ προσαγάγωσι τῷ Σωτῆρι θάνατον τοῦτον αὐτὸς ἐξαφανίσῃ. Καὶ ὥσπερ γενναῖος παλαιστής, μέγας ὢν τῇ συνέσει καὶ τῇ ἀνδρίᾳ, οὐκ αὐτὸς ἑαυτῷ τοὺς ἀντιπάλους ἐκλέγεται, ἵνα μὴ ὑπόνοιαν τῆς πρός τινας δειλίας παράσχῃ· ἀλλὰ τῇ τῶν θεωρούντων δίδωσιν ἐξουσίᾳ, καὶ μάλιστα κἂν ἐχθροὶ τυγχάνωσιν, ἵνα πρὸς ὃν ἐὰν συμβάλλωσιν αὐτοί, τοῦτον αὐτὸς καταρράξας, κρείττων τῶν πάντων πιστευθῇ· οὕτως καὶ ἡ τῶν πάντων Ζωὴ ὁ Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτῷ θάνατον ἐπενόει τῷ σώματι, ἵνα μὴ ὡς ἕτερον δειλιῶν φανῇ· ἀλλὰ τὸν παρ' ἑτέρων, καὶ μάλιστα τὸν παρὰ τῶν ἐχθρῶν ὃν ἐνόμιζον εἶναι δεινὸν ἐκεῖνοι καὶ ἄτιμον καὶ φευκτόν, τοῦτον αὐτὸς ἐν σταυρῷ δεχόμενος ἠνείχετο· ἵνα καὶ τούτου καταλυθέντος, αὐτὸς μὲν ὢν ἡ Ζωὴ πιστευθῇ, τοῦ δὲ θανάτου τὸ κράτος τέλεον καταργηθῇ. Γέγονε γοῦν τι θαυμαστὸν καὶ παράδοξον· ὃν γὰρ ἐνόμιζον ἄτιμον ἐπιφέρειν θάνατον, οὗτος ἦν τρόπαιον κατ' αὐτοῦ τοῦ θανάτου· διὸ οὐδὲ τὸν Ἰωάννου θάνατον ὑπέμεινε, διαιρουμένης τῆς κεφαλῆς, οὐδὲ ὡς Ἠσαίας ἐπρίσθη, ἵνα καὶ τῷ θανάτῳ ἀδιαίρετον καὶ ὁλόκληρον τὸ σῶμα φυλάξῃ, καὶ μὴ πρόφασις τοῖς βουλομένοις διαιρεῖν τὴν Ἐκκλησίαν γένηται.
  Καὶ ταῦτα μὲν πρὸς τοὺς ἔξωθεν ἑαυτοῖς λογισμοὺς ἐπισωρεύοντας· ἂν δὲ καὶ τῶν ἐξ ἡμῶν τις μὴ ὡς φιλόνεικος, ἀλλ' ὡς φιλομαθής, ζητῇ διὰ τί μὴ ἑτέρως ἀλλὰ σταυρὸν ὑπέμεινεν, ἀκουέτω καὶ οὗτος ὅτι οὐκ ἄλλως ἢ οὕτως ἡμῖν συνέφερε· καὶ τοῦτο δι' ἡμᾶς καλῶς ὑπέμεινεν ὁ Κύριος. Εἰ γὰρ τὴν καθ' ἡμῶν γενομένην κατάραν ἦλθεν αὐτὸς βαστάσαι, πῶς ἂν ἄλλως ἐγένετο κατάρα εἰ μὴ τὸν ἐπὶ κατάρᾳ γενόμενον θάνατον ἐδέξατο; ἔστι δὲ οὗτος, ὁ σταυρός. Οὕτω γὰρ καὶ γέγραπται· "Ἐπικατάρατος, ὁ κρεμάμενος ἐπὶ ξύλου." Ἔπειτα, εἰ ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου λύτρον ἐστὶ πάντων, καὶ τῷ θανάτῳ τούτου τὸ μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύεται, καὶ γίνεται τῶν ἐθνῶν ἡ κλῆσις, πῶς ἂν ἡμᾶς προσεκαλέσατο, εἰ μὴ ἐσταύρωτο; ἐν μόνῳ γὰρ τῷ σταυρῷ ἐκτεταμέναις χερσί τις ἀποθνῄσκει. Διὸ καὶ τοῦτο ἔπρεπεν ὑπομεῖναι τὸν Κύριον, καὶ τὰς χεῖρας ἐκτεῖναι, ἵνα τῇ μὲν τὸν παλαιὸν λαόν, τῇ δὲ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν ἑλκύσῃ, καὶ ἀμφοτέρους ἐν ἑαυτῷ συνάψῃ. Τοῦτο γὰρ καὶ αὐτὸς εἴρηκε, σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἔμελλε λυτροῦσθαι τοὺς πάντας· "Ὅταν ὑψωθῶ, πάντας ἑλκύσω πρὸς ἐμαυτόν." Καὶ πάλιν εἰ ὁ ἐχθρὸς τοῦ γένους ἡμῶν διάβολος, ἐκπεσὼν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, περὶ τὸν ἀέρα τὸν ὧδε κάτω πλανᾶται, κἀκεῖ τῶν σὺν αὐτῷ δαιμόνων ὡς ὁμοίων ἐν τῇ ἀπειθείᾳ ἐξουσιάζων, φαντασίας μὲν δι' αὐτῶν ἐνεργεῖ τοῖς ἀπατωμένοις, ἐπιχειρεῖ δὲ τοῖς ἀνερχομένοις ἐμποδίζειν· καὶ περὶ τούτου φησὶν ὁ Ἀπόστο λος· "Κατὰ τὸν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, τοῦ νῦν ἐνεργοῦντος ἐν τοῖς υἱοῖς τῆς ἀπειθείας", ἦλθε δὲ ὁ Κύριος ἵνα τὸν μὲν διάβολον καταβάλῃ, τὸν δὲ ἀέρα καθαρίσῃ, καὶ ὁδοποιήσῃ ἡμῖν τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον, ὡς εἶπεν ὁ Ἀπόστολος, "διὰ τοῦ καταπετάσματος, τοῦτ' ἔστιν τῆς σαρκὸς αὐτοῦ", τοῦτο δὲ ἔδει γενέσθαι διὰ τοῦ θανάτου· ποίῳ δ' ἂν ἄλλῳ θανάτῳ ἐγεγόνει ταῦτα, ἢ τῷ ἐν ἀέρι γενομένῳ, φημὶ δὴ τῷ σταυρῷ; Μόνος γὰρ ἐν τῷ ἀέρι τις ἀποθνῄσκει, ὁ σταυρῷ τελειούμενος. Διὸ καὶ εἰκότως τοῦτον ὑπέμεινεν ὁ Κύριος. Οὕτω γὰρ ὑψωθείς, τὸν μὲν ἀέρα ἐκαθάριζεν ἀπό τε τῆς διαβολικῆς καὶ πάσης τῶν δαιμόνων ἐπιβουλῆς λέγων· "Ἐθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν πεσόντα", τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον ὁδοποιῶν ἐνεκαίνιζε λέγων πάλιν· "Ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε πύλαι αἰώνιοι." Οὐ γὰρ αὐτὸς ὁ Λόγος ἦν ὁ χρῄζων ἀνοίξεως τῶν πυλῶν, πάντων Κύριος ὤν, οὐδὲ κεκλεισμένον ἦν τι τῶν ποιημάτων τῷ ποιητῇ, ἀλλ' ἡμεῖς ἦμεν οἱ χρῄζοντες, οὓς ἀνέφερεν αὐτὸς διὰ τοῦ ἰδίου σώματος αὐτοῦ. Ὡς γὰρ ὑπὲρ πάντων αὐτὸ προσήνεγκε τῷ θανάτῳ, οὕτως δι' αὐτοῦ πάλιν ὡδοποίησε τὴν εἰς οὐρανοὺς ἄνοδον.
  Πρέπων οὖν ἄρα καὶ ἁρμόζων ὁ ἐν τῷ σταυρῷ γέγονε θάνατος ὑπὲρ ἡμῶν· καὶ ἡ αἰτία τούτου εὔλογος ἐφάνη κατὰ πάντα, καὶ δικαίους ἔχει τοὺς λογισμούς, ὅτι μὴ ἄλλως, ἀλλὰ διὰ τοῦ σταυροῦ ἔδει γενέσθαι τὴν σωτηρίαν τῶν πάντων. Καὶ γὰρ οὐδ' οὕτως ἀφανῆ ἑαυτὸν οὐδὲ ἐν τῷ σταυρῷ ἀφῆκεν· ἀλλὰ κατὰ περιττὸν τὴν μὲν κτίσιν ἐποίει μαρτυρεῖν τὴν τοῦ ἑαυτῆς Δημιουργοῦ παρουσίαν, τὸν δὲ ἑαυτοῦ ναὸν τὸ σῶμα οὐκ ἐπὶ πολὺ μένειν ἀνασχόμενος, ἀλλὰ μόνον δείξας νεκρὸν τῇ τοῦ θανάτου πρὸς αὐτὸ συμπλοκῇ, τριταῖον εὐθέως ἀνέστησε, τρόπαια καὶ νίκας κατὰ τοῦ θανάτου φέρων τὴν ἐν τῷ σώματι γενομένην ἀφθαρσίαν καὶ ἀπάθειαν. Ἠδύνατο μὲν γὰρ καὶ παρ' αὐτὰ τοῦ θανάτου τὸ σῶμα διεγεῖραι καὶ πάλιν δεῖξαι ζῶν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο καλῶς προιδὼν ὁ Σωτὴρ οὐ πεποίηκεν. Εἶπε γὰρ ἄν τις μηδόλως αὐτὸ τεθνηκέναι, ἢ μηδὲ τέλεον αὐτοῦ τὸν θάνατον ἐψαυκέναι, εἰ παρ' αὐτὰ τὴν ἀνάστασιν ἦν ἐπιδείξας. Τάχα δὲ καὶ ἐν ἴσῳ τοῦ διαστήματος ὄντος τοῦ τε θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως, ἄδηλον ἐγίνετο τὸ περὶ τῆς ἀφθαρσίας κλέος. Ὅθεν, ἵνα δειχθῇ νεκρὸν τὸ σῶμα, καὶ μίαν ὑπέμεινε μέσην ὁ Λόγος, καὶ τριταῖον τοῦτο πᾶσιν ἔδειξεν ἄφθαρτον. Ἕνεκα μὲν οὖν τοῦ δειχθῆναι τὸν θάνατον ἐν τῷ σώματι, τριταῖον ἀνέστησε τοῦτο. Ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πολὺ διαμεῖναν καὶ φθαρὲν τέλεον ὕστερον ἀναστήσας ἀπιστηθῇ ὡς οὐκ αὐτὸ ἀλλ' ἕτερον σῶμα φέρων· ἔμελλε γὰρ ἄν τις καὶ διὰ τὸν χρόνον ἀπιστεῖν τῷ φαινομένῳ, καὶ ἐπιλανθάνεσθαι τῶν γενομένων· διὰ τοῦτο οὐ πλείω τῶν τριῶν ἡμερῶν ἠνέσχετο, οὐδὲ ἐπὶ πολὺ τοὺς ἀκούσαντας αὐτοῦ περὶ τῆς ἀναστάσεως παρείλκυσεν· ἀλλ' ἔτι τῶν ἀκοῶν αὐτῶν ἔναυλον ἐχόντων τὸν λόγον, καὶ ἔτι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν ἐκδεχομένων, καὶ τῆς διανοίας αὐτῶν ἠρτημένης, καὶ ζώντων ἐπὶ γῆς ἔτι καὶ ἐπὶ τόπων ὄντων τῶν θανατωσάντων, καὶ μαρτύρων τοῦ θανάτου τοῦ κυριακοῦ σώματος, αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ἐν τριταίῳ διαστήματι τὸ γενόμενον νεκρὸν σῶμα ἔδειξεν ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον· καὶ ἀνεδείχθη πᾶσιν, ὅτι οὐκ ἀσθενείᾳ φύσεως τοῦ ἐνοικοῦντος Λόγου τέθνηκε τὸ σῶμα, ἀλλ' ἐπὶ τῷ τὸν θάνατον ἐξαφανισθῆναι ἐν αὐτῷ τῇ δυνάμει τοῦ Σωτῆρος.
  Τοῦ μὲν γὰρ καταλελύσθαι τὸν θάνατον, καὶ νίκην κατ' αὐτοῦ γεγενῆσθαι τὸν σταυρόν, καὶ μηκέτι λοιπὸν ἰσχύειν, ἀλλ' εἶναι νεκρὸν αὐτὸν ἀληθῶς, γνώρισμα οὐκ ὀλίγον καὶ πίστις ἐναργής, τὸ παρὰ πάντων τῶν τοῦ Χριστοῦ μαθητῶν αὐτὸν καταφρονεῖσθαι, καὶ πάντας ἐπιβαίνειν κατ' αὐτοῦ, καὶ μηκέτι φοβεῖσθαι τοῦτον, ἀλλὰ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ εἰς Χριστὸν πίστει καταπατεῖν αὐτὸν ὡς νεκρόν. Πάλαι μὲν γὰρ πρὶν τὴν θείαν ἐπιδημίαν γενέσθαι τοῦ Σωτῆρος, πάντες τοὺς ἀποθνῄσκοντας ὡς φθειρομένους ἐθρήνουν· ἄρτι δὲ τοῦ Σωτῆρος ἀναστήσαντος τὸ σῶμα, οὐκέτι μὲν ὁ θάνατός ἐστι φοβερός, πάντες δὲ οἱ τῷ Χριστῷ πιστεύοντες ὡς οὐδὲν αὐτὸν ὄντα πατοῦσι, καὶ μᾶλλον ἀποθνῄσκειν αἱροῦνται ἢ ἀρνήσασθαι τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν. Ἴσασι γὰρ ὄντως ὅτι ἀποθνῄσκοντες οὐκ ἀπόλλυνται, ἀλλὰ ζῶσι, καὶ ἄφθαρτοι διὰ τῆς ἀναστάσεως γίνονται. Ἐκεῖνος δὲ ὁ πάλαι τῷ θανάτῳ πονηρῶς ἐναλλόμενος διάβολος, λυθεισῶν αὐτοῦ τῶν ὠδίνων, ἔμεινε μόνος ἀληθῶς νεκρός· καὶ τούτου τεκμήριον, ὅτι πρὶν πιστεύσουσιν οἱ ἄνθρωποι τῷ Χριστῷ, φοβερὸν τὸν θάνατον ὁρῶσι καὶ δειλιῶσιν αὐτόν. Ἐπειδὰν δὲ εἰς τὴν ἐκείνου πίστιν καὶ διδασκαλίαν μετέλθωσι, τοσοῦτον καταφρονοῦσι τοῦ θανάτου, ὡς καὶ προθύμως ἐπ' αὐτὸν ὁρμᾶν καὶ μάρτυρας γίνεσθαι τῆς κατ' αὐτοῦ παρὰ τοῦ Σωτῆρος γενομένης ἀναστάσεως. Καὶ γὰρ ἔτι νήπιοι ὄντες τὴν ἡλικίαν σπεύδουσι ἀποθνῄσκειν, καὶ μελετῶσι κατ' αὐτοῦ ταῖς ἀσκήσεσιν οὐ μόνον ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ γυναῖκες. Οὕτως ἀσθενὴς γέγονεν, ὡς καὶ γυναῖκας τὰς ἀπατηθείσας τὸ πρὶν παρ' αὐτοῦ, νῦν παίζειν αὐτὸν ὡς νεκρὸν καὶ παρειμένον. Ὡς γὰρ τυράννου καταπολεμηθέντος ὑπὸ γνησίου βασιλέως καὶ δεθέντος τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας, πάντες λοιπὸν οἱ διαβαίνοντες καταπαίζουσιν αὐτοῦ τύπτοντες καὶ διασύροντες, οὐκ ἔτι φοβούμενοι τὴν μανίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀγριότητα, διὰ τὸν νικήσαντα βασιλέα· οὕτω καὶ τοῦ θανάτου νικηθέντος καὶ στηλιτευθέντος ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἐν τῷ σταυρῷ, καὶ δεδεμένου τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, πάντες οἱ ἐν Χριστῷ διαβαίνοντες αὐτὸν καταπατοῦσι, καὶ μαρτυροῦντες τῷ Χριστῷ χλευάζουσι τὸν θάνατον, ἐπικερτομοῦντες αὐτῷ καὶ τὰ ἄνωθεν κατ' αὐτοῦ γεγραμμένα λέγοντες· "Ποῦ σου, θάνατε, τὸ νῖκος; ποῦ σου, ᾅδη, τὸ κέντρον;"
  Ἆρ' οὖν τοῦτο μικρὸς ἔλεγχός ἐστι τῆς τοῦ θανάτου ἀσθενείας; ἢ μικρά ἐστιν ἀπόδειξις τῆς κατ' αὐτοῦ γενομένης νίκης παρὰ τοῦ Σωτῆρος, ὅταν οἱ ἐν Χριστῷ παῖδες καὶ νέαι κόραι παρορῶσι τὸν ἐνταῦθα βίον καὶ ἀποθανεῖν μελετῶσιν; Ἔστι μὲν γὰρ κατὰ φύσιν ὁ ἄνθρωπος δειλιῶν τὸν θάνατον καὶ τὴν τοῦ σώματος διάλυσιν· τὸ δὲ παραδοξότατον τοῦτό ἐστιν, ὅτι τὴν τοῦ σταυροῦ πίστιν ἐνδυσάμενος καταφρονεῖ καὶ τῶν κατὰ φύσιν, καὶ τὸν θάνατον οὐ δειλιᾷ διὰ τὸν Χριστόν. Καὶ ὥσπερ τοῦ πυρὸς ἔχοντος κατὰ φύσιν τὸ καίειν, εἰ λέγοι τις εἶναί τι τὸ μὴ δειλιῶν αὐτοῦ τὴν καῦσιν, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἀσθενὲς αὐτὸ δεικνύον, οἷον δὴ λέγεται τὸ παρὰ Ἰνδοῖς ἀμίαντον· εἶτα ὁ τῷ λεγομένῳ μὴ πιστεύων εἰ πεῖραν θελήσειε λαβεῖν τοῦ λεγομένου, πάντως τὸ ἄκαυστον ἐνδυσάμενος καὶ προσβαλὼν πυρί, πιστοῦται λοιπὸν τὴν κατὰ τοῦ πυρὸς ἀσθένειαν· ἢ ὡς εἴ τις τὸν τύραννον δεδεμένον ἰδεῖν θελήσειε, πάντως εἰς τὴν τοῦ νικήσαντος χώραν καὶ ἀρχὴν παρελθών, ὁρᾷ τὸν ἄλλοις φοβερὸν ἀσθενῆ γενόμενον· οὕτως εἴ τίς ἐστιν ἄπιστος, καὶ ἀκμὴν μετὰ τοσαῦτα, καὶ μετὰ τοὺς τοσούτους ἐν Χριστῷ γενομένους μάρτυρας, μετὰ τὴν καθ' ἡμέραν γινομένην κατὰ τοῦ θανάτου χλεύην παρὰ τῶν ἐν Χριστῷ διαπρεπόντων· ὅμως εἰ ἔτι τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἔχει περὶ τοῦ κατηργῆσθαι τὸν θάνατον καὶ τέλος ἐσχηκέναι, καλῶς μὲν ποιεῖ θαυμάζων περὶ τοῦ τηλικούτου· πλὴν μὴ σκληρὸς εἰς ἀπιστίαν, μηδὲ ἀναιδὴς πρὸς τὰ οὕτως ἐναργῆ γινέσθω. Ἀλλ' ὥσπερ ὁ τὸ ἀμίαντον λαβὼν γινώσκει τὸ ἄψαυστον τοῦ πυρὸς πρὸς αὐτό, καὶ ὁ τὸν τύραννον δεδεμένον θέλων ὁρᾶν, εἰς τὴν τοῦ νικήσαντος ἀρχὴν παρέρχεται· οὕτως καὶ ὁ ἀπιστῶν περὶ τῆς τοῦ θανάτου νίκης λαμβανέτω τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὴν τούτου διδασκαλίαν παρερχέσθω· καὶ ὄψεται τοῦ θανάτου τὴν ἀσθένειαν, καὶ τὴν κατ' αὐτοῦ νίκην· πολλοὶ γὰρ πρότερον ἀπιστοῦντες καὶ χλευάζοντες, ὕστερον πιστεύσαντες, οὕτως κατεφρόνησαν τοῦ θανάτου, ὡς καὶ μάρτυρας αὐτοὺς γενέσθαι τοῦ Χριστοῦ.
  Εἰ δὲ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ τῇ πίστει τῇ εἰς Χριστὸν καταπατεῖται ὁ θάνατος, δῆλον ἂν εἴη παρὰ ἀληθείᾳ δικαζούσῃ, μὴ ἄλλον εἶναι ἀλλ' ἢ αὐτὸν τὸν Χριστόν, τὸν κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαια καὶ νίκας ἐπιδειξάμενον, κἀκεῖνον ἐξασθενῆσαι ποιήσαντα. Καὶ εἰ πρότερον μὲν ἴσχυεν ὁ θάνατος, καὶ διὰ τοῦτο φοβερὸς ἦν, ἄρτι δὲ μετὰ τὴν ἐπιδημίαν τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸν τοῦ σώματος αὐτοῦ θάνατον καὶ τὴν ἀνάστασιν καταφρονεῖται, φανερὸν ἂν εἴη παρ' αὐτοῦ τοῦ ἐπὶ τὸν σταυρὸν ἀναβάντος Χριστοῦ κατηργῆσθαι καὶ νενικῆσθαι τὸν θάνατον. Ὡς γὰρ ἐὰν μετὰ νύκτα γένηται ἥλιος, καὶ πᾶς ὁ περίγειος τόπος καταλάμπηται ὑπ' αὐτοῦ, πάντως οὐκ ἔστιν ἀμφίβολον, ὅτι ὁ τὸ φῶς ἐφαπλώσας ἥλιος πανταχοῦ, αὐτός ἐστιν ὁ καὶ τὸ σκότος ἀπελάσας καὶ τὰ πάντα φωτίσας· οὕτως τοῦ θανάτου καταφρονηθέντος καὶ καταπατηθέντος ἀφ' οὗ γέγονεν ἡ τοῦ Σωτῆρος ἐν σώματι σωτήριος ἐπιφάνεια καὶ τὸ τέλος τοῦ σταυροῦ, πρόδηλον ἂν εἴη, ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ Σωτὴρ ὁ καὶ ἐν σώματι φανείς, ὁ τὸν θάνατον καταργήσας, καὶ κατ' αὐτοῦ τρόπαια καθ' ἡμέραν ἐν τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς ἐπιδεικνύμενος. Ὅταν γὰρ ἴδῃ τις ἀνθρώπους ἀσθενεῖς ὄντας τῇ φύσει, προπηδῶντας εἰς τὸν θάνατον, καὶ μὴ καταπτήσσοντας αὐτοῦ τὴν φθοράν, μηδὲ τὰς ἐν ᾅδου καθόδους δειλιῶντας, ἀλλὰ προθύμῳ ψυχῇ προκαλουμένους αὐτόν, καὶ μὴ πτήσσοντας βασάνους, ἀλλὰ μᾶλλον τῆς ἐνταῦθα ζωῆς προκρίνοντας διὰ τὸν Χριστὸν τὴν εἰς τὸν θάνατον ὁρμήν· ἢ καὶ ἐὰν θεωρός τις γένηται ἀνδρῶν καὶ θηλειῶν καὶ παίδων νέων ὁρμώντων καὶ ἐπιπηδώντων εἰς τὸν θάνατον διὰ τὴν εἰς Χριστὸν εὐσέβειαν, τίς οὕτως ἐστὶν εὐήθης ἢ τίς οὕτως ἐστὶν ἄπιστος, τίς δὲ οὕτως τὴν διάνοιαν πεπήρωται, ὡς μὴ νοεῖν καὶ λογίζεσθαι, ὅτι ὁ Χριστός, εἰς ὃν μαρτυροῦσιν οἱ ἄνθρωποι, αὐτὸς τὴν κατὰ τοῦ θανάτου νίκην ἑκάστῳ παρέχει καὶ δίδωσιν, ἐξασθενεῖν αὐτὸν ποιῶν ἐν ἑκάστῳ τῶν αὐτοῦ τὴν πίστιν ἐχόντων καὶ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ φορούντων. Καὶ γὰρ ὁ τὸν ὄφιν βλέπων καταπατούμενον, εἰδὼς αὐτοῦ μάλιστα τὴν προτέραν ἀγριότητα, οὐκ ἀμφιβάλλει λοιπὸν ὅτι νεκρός ἐστι καὶ τέλεον ἐξησθένησεν, ἐκτὸς εἰ μὴ τὴν διάνοιαν ἀπεστράφη, καὶ οὐδὲ τὰς τοῦ σώματος αἰσθήσεις ὑγιαινούσας ἔχει. Τίς γὰρ καὶ λέοντα παιζόμενον ὑπὸ παιδίων ὁρῶν, ἀγνοεῖ τοῦτον ἢ νεκρὸν γενόμενον ἢ πᾶσαν ἀπολέσαντα τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν; Ὥσπερ οὖν ταῦτα ἀληθῆ εἶναι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔξεστιν ὁρᾶν, οὕτως παιζομένου καὶ καταφρονουμένου τοῦ θανάτου ὑπὸ τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, μηκέτι μηδεὶς ἀμφιβαλλέτω, μηδὲ γινέσθω τις ἄπιστος, ὅτι ὑπὸ Χριστοῦ κατήργηται ὁ θάνατος, καὶ ἡ τούτου φθορὰ διαλέλυται καὶ πέπαυται.
  Τοῦ μὲν οὖν κατηργῆσθαι τὸν θάνατον, καὶ τρόπαιον εἶναι κατ' αὐτοῦ τὸν Κυριακὸν σταυρόν, οὐ μικρὸς ἔλεγχος τὰ προειρημένα. Τῆς δὲ γενομένης λοιπὸν ἀθανάτου ἀναστάσεως τοῦ σώματος παρὰ τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος καὶ Ζωῆς ὄντως Χριστοῦ, ἐναργεστέρα τῶν λόγων ἡ διὰ τῶν φαινομένων ἀπόδειξίς ἐστι τοῖς τὸν ὀφθαλμὸν τῆς διανοίας ἔχουσιν ὑγιαίνοντα. Εἰ γὰρ κατήργηται ὁ θάνατος, ὡς ὁ λόγος ἔδειξε, καὶ διὰ τὸν Κύριον πάντες αὐτὸν καταπατοῦσι, πολλῷ πλέον αὐτὸς αὐτὸν πρῶτος κατεπάτησε τῷ ἰδίῳ σώματι καὶ κατήργησεν αὐτόν. Τοῦ δὲ θανάτου νεκρωθέντος ὑπ' αὐτοῦ, τί ἔδει γενέσθαι ἢ τὸ σῶμα ἀναστῆναι, καὶ τοῦτο δειχθῆναι κατ' αὐτοῦ τρόπαιον; Ἢ πῶς γὰρ ἂν ἐφάνη καταργηθεὶς ὁ θάνατος, εἰ μὴ τὸ σῶμα τὸ κυριακὸν ἦν ἀναστάν; εἰ δέ τῷ μὴ αὐτάρκης ἡ ἀπόδειξις αὕτη περὶ τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ, κἂν ἐκ τῶν ἐν ὄψει γενομένων πιστούσθω τὸ λεγόμενον. Εἰ γὰρ δὴ νεκρός τις γενόμενος οὐδὲν ἐνεργεῖν δύναται, ἀλλὰ μέχρι τοῦ μνήματός ἐστιν αὐτῷ ἡ χάρις, καὶ πέπαυται λοιπόν, μόνων δὲ τῶν ζώντων εἰσὶν αἱ πράξεις καὶ αἱ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐνέργειαι, ὁράτω δὴ ὁ βουλόμενος καὶ γενέσθω δικαστὴς ἐκ τῶν ὁρωμένων τὴν ἀλήθειαν ὁμολογῶν. Τοσαῦτα γὰρ τοῦ Σωτῆρος ἐνεργοῦντος ἐν ἀνθρώποις, καὶ καθ' ἡμέραν πανταχόθεν ἀπό τε τῶν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν βάρβαρον οἰκούντων τοσοῦτον πλῆθος ἀοράτως πείθοντος εἰς τὴν ἑαυτοῦ πίστιν παρελθεῖν, καὶ πάντας ὑπακούειν τῇ αὐτοῦ διδασκαλίᾳ· ἆρ' ἔτι τις τὴν διάνοιαν ἀμφίβολον ἕξει εἰ γέγονεν ἀνάστασις ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος, καὶ ζῇ ὁ Χριστός, μᾶλλον δὲ αὐτός ἐστιν ἡ Ζωή; Ἆρα δὲ νεκροῦ ἐστι τὰς μὲν διανοίας τῶν ἀνθρώπων κατανύττειν, ὥστε τοὺς πατρικοὺς ἀρνεῖσθαι νόμους, τὴν δὲ Χριστοῦ διδασκαλίαν προσκυνεῖν; ἢ πῶς, εἴπερ οὐκ ἔστιν ἐνεργῶν, νεκροῦ γὰρ ἴδιόν ἐστι τοῦτο, αὐτὸς τοὺς ἐνεργοῦντας καὶ ζῶντας τῆς ἐνεργείας παύει, ὥστε τὸν μὲν μοιχὸν μηκέτι μοιχεύειν, τὸν δὲ ἀνδροφόνον μηκέτι φονεύειν, τὸν δὲ ἀδικοῦντα μηκέτι πλεονεκτεῖν, καὶ τὸν ἀσεβῆ λοιπὸν εὐσεβεῖν; πῶς δὲ εἰ μὴ ἀνέστη, ἀλλὰ νεκρός ἐστι, τοὺς λεγομένους ὑπὸ τῶν ἀπίστων ζῆν ψευδοθέους καὶ θρησκευομένους δαίμονας αὐτὸς ἀπελαύνει καὶ διώκει καὶ καταβάλλει; Ἔνθα γὰρ ὀνομάζεται Χριστὸς καὶ ἡ τούτου πίστις, ἐκεῖθεν πᾶσα μὲν εἰδωλολατρία καθαιρεῖται, πᾶσα δὲ δαιμόνων ἀπάτη ἐλέγχεται, πᾶς δὲ δαίμων οὐδὲ τὸ ὄνομα ὑποφέρει· ἀλλὰ καὶ μόνον ἀκούσας φυγὰς οἴχεται. Τοῦτο δὲ οὐ νεκροῦ τὸ ἔργον, ἀλλὰ ζῶντος καὶ μάλιστα Θεοῦ. Ἄλλως τε καὶ γελοῖον ἂν εἴη, τοὺς μὲν διωκομένους ὑπ' αὐτοῦ δαίμονας καὶ τὰ καταργούμενα εἴδωλα λέγειν ζῶντας εἶναι, τὸν δὲ ἀπελαύνοντα καὶ τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει μηδὲ φανῆναι ποιοῦντα τούτους, ἀλλὰ καὶ ὁμολογούμενον ὑπὸ πάντων εἶναι Θεοῦ Υἱόν, τοῦτον λέγειν εἶναι νεκρόν.
  Μέγαν δὲ καὶ καθ' ἑαυτῶν τὸν ἔλεγχον οἱ ἀπιστοῦντες τῇ ἀναστάσει προβάλλονται, εἰ τὸν Χριστὸν τὸν λεγόμενον παρ' αὐτῶν νεκρὸν οἱ πάντες δαίμονες καὶ οἱ προσκυνούμενοι παρ' αὐτῶν θεοὶ οὐ διώκουσιν· ἀλλὰ μᾶλλον ὁ Χριστὸς τοὺς πάντας ἐλέγχει νεκρούς. Εἰ γὰρ ἀληθὲς τὸν νεκρὸν μηδὲν ἐνεργεῖν, ἐργάζεται δὲ τοσαῦτα καθ' ἡμέραν ὁ Σωτήρ, ἕλκων εἰς εὐσέβειαν, πείθων εἰς ἀρετήν, διδάσκων περὶ ἀθανασίας, εἰς πόθον τῶν οὐρανίων ἀνάγων, ἀποκαλύπτων τὴν περὶ Πατρὸς γνῶσιν, τὴν κατὰ τοῦ θανάτου δύναμιν ἐμπνέων, ἑκάστῳ δεικνύων ἑαυτόν, καὶ τὴν εἰδώλων ἀθεότητα καθαιρῶν· τούτων δὲ οὐδὲν δύνανται οἱ παρὰ τοῖς ἀπίστοις θεοὶ καὶ δαίμονες, ἀλλὰ μᾶλλον τῇ Χριστοῦ παρουσίᾳ νεκροὶ γίνονται, ἀργὴν ἔχοντες καὶ κενὴν τὴν φαντασίαν· τῷ δὲ σημείῳ τοῦ σταυροῦ πᾶσα μὲν μαγεία παύεται, πᾶσα δὲ φαρμακεία καταργεῖται, καὶ πάντα μὲν τὰ εἴδωλα ἐρημοῦται καὶ καταλιμπάνεται, πᾶσα δὲ ἄλογος ἡδονὴ παύεται, καὶ πᾶς τις ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανὸν ἀναβλέπει· τίνα ἄν τις εἴποι νεκρόν; τὸν τοσαῦτα ἐργαζόμενον Χριστόν; ἀλλ' οὐκ ἴδιον νεκροῦ τὸ ἐργάζεσθαι· ἢ τὸν μηδ' ὅλως ἐνεργοῦντα, ἀλλ' ὡς ἄψυχον κείμενον, ὅπερ ἴδιον τῶν δαιμόνων καὶ εἰδώλων ὡς νεκρῶν ὑπάρχει; Ὁ μὲν γὰρ τοῦ Θεοῦ Υἱὸς ζῶν καὶ ἐνεργὴς ὢν καθ' ἡμέραν ἐργάζεται, καὶ ἐνεργεῖ τὴν πάντων σωτηρίαν. Ὁ δὲ θάνατος ἐλέγχεται καθ' ἡμέραν αὐτὸς ἐξασθενήσας, καὶ τὰ εἴδωλα καὶ οἱ δαίμονες μᾶλλον νεκροὶ τυγχάνοντες, ὡς ἐκ τούτου μηδένα διστάζειν ἔτι περὶ τῆς τοῦ σώματος ἀναστάσεως αὐτοῦ. Ἔοικε δὲ ὁ περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ κυριακοῦ σώματος ἀπιστῶν ἀγνοεῖν δύναμιν Θεοῦ Λόγου καὶ Σοφίας. Εἰ γὰρ ὅλως ἔλαβεν ἑαυτῷ σῶμα, καὶ τοῦτο ἰδιοποιήσατο κατὰ τὴν εὔλογον ἀκολουθίαν, ὡς ὁ λόγος ἔδειξε, τί ἔδει τὸν Κύριον ποιεῖν περὶ τούτου; ἢ ποῖον ἔδει τέλος γενέσθαι τοῦ σώματος, ἅπαξ ἐπιβάντος αὐτῷ τοῦ Λόγου; Μὴ ἀποθανεῖν μὲν γὰρ οὐκ ἠδύνατο, ἅτε δὴ θνητὸν ὄν, καὶ ὑπὲρ πάντων προσφερόμενον εἰς τὸν θάνατον· οὗ χάριν καὶ ὁ Σωτὴρ αὐτὸ κατεσκεύασεν ἑαυτῷ. Μεῖναι δὲ νεκρὸν οὐχ οἷόν τε ἦν, διὰ τὸ Ζωῆς αὐτὸ ναὸν γεγενῆσθαι. Ὅθεν ἀπέθανε μὲν ὡς θνητόν· ἀνέζησε δὲ διὰ τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐστὶ γνώρισμα τὰ ἔργα.
  Εἰ δ' ὅτι μὴ ὁρᾶται, ἀπιστεῖται καὶ ἐγηγέρθαι, ὥρα καὶ τὸ κατὰ φύσιν ἀρνεῖσθαι τοὺς ἀπιστοῦντας. Θεοῦ γὰρ ἴδιον μὴ ὁρᾶσθαι μέν, ἐκ δὲ τῶν ἔργων γινώσκεσθαι, καθάπερ καὶ ἐπάνω λέλεκται. Εἰ μὲν οὖν τὰ ἔργα μή ἐστι, καλῶς τῷ μὴ φαινομένῳ ἀπιστοῦσιν· εἰ δὲ τὰ ἔργα βοᾷ καὶ δείκνυσιν ἐναργῶς, διὰ τί ἑκόντες ἀρνοῦνται τὴν τῆς ἀναστάσεως οὕτως φανερῶς ζωήν; Εἰ γὰρ καὶ τὴν διάνοιαν ἐπηρώθησαν, ἀλλὰ κἂν ταῖς ἔξωθεν αἰσθήσεσιν ὁρᾶν ἐστὶ τὴν ἀναντίρρητον τοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ θεότητα. Ἐπεὶ καὶ τυφλὸς ἐὰν μὴ βλέπῃ τὸν ἥλιον, ἀλλὰ κἂν τῆς ὑπ' αὐτοῦ γενομένης θέρμης ἀντιλαμβανόμενος, οἶδεν ὅτι ἥλιος ὑπὲρ γῆς ἐστίν. Οὕτως καὶ οἱ ἀντιλέγοντες εἰ καὶ μήπω πιστεύουσιν, ἀκμὴν τυφλώττοντες περὶ τὴν ἀλήθειαν, ἀλλὰ κἂν ἑτέρων πιστευόντων γινώσκοντες τὴν δύναμιν, μὴ ἀρνείσθωσαν τὴν τοῦ Χριστοῦ θεότητα καὶ τὴν ὑπ' αὐτοῦ γενομένην ἀνάστασιν. Δῆλον γὰρ ὅτι εἰ νεκρός ἐστιν ὁ Χριστός, οὐκ ἂν τοὺς δαίμονας ἐδίωκε, καὶ τὰ εἴδωλα ἐσκύλευε· νεκρῷ γὰρ οὐκ ἂν ὑπήκουσαν οἱ δαίμονες. Εἰ δὲ διώκονται φανερῶς τῇ τούτου ὀνομασίᾳ, δῆλον ἂν εἴη μὴ εἶναι τοῦτον νεκρόν, μάλιστα ὅτι δαίμονες, καὶ τὰ μὴ βλεπόμενα τοῖς ἀνθρώποις ὁρῶντες, ἠδύναντο γινώσκειν εἰ νεκρός ἐστιν ὁ Χριστός, καὶ μηδόλως ὑπακούειν αὐτῷ. Νῦν δὲ ὃ μὴ πιστεύουσιν ἀσεβεῖς ὁρῶσιν οἱ δαίμονες, ὅτι Θεός ἐστι, καὶ διὰ τοῦτο φεύγουσι καὶ προσπίπτουσιν αὐτῷ, λέγοντες ἃ καὶ ὅτε ἦν ἐν σώματι ἐφθέγξαντο· "Οἴδαμέν σε τίς εἶ· ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ"· καὶ· "Ἔα, τί σοι καὶ ἡμῖν, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς." Δαιμόνων τοίνυν ὁμολογούντων καὶ τῶν ἔργων ὁσημέραι μαρτυρούντων, φανερὸν ἂν εἴη, καὶ μηδεὶς ἀναιδευέσθω πρὸς τὴν ἀλήθειαν, ὅτι τε ἀνέστησε τὸ ἑαυτοῦ σῶμα ὁ Σωτήρ, καὶ ὅτι Θεοῦ Υἱός ἐστιν ἀληθινός, ἐξ αὐτοῦ οἷα δὴ ἐκ Πατρὸς ἴδιος Λόγος καὶ Σοφία καὶ Δύναμις ὑπάρχων, ὃς χρόνοις ὕστερον ἐπὶ σωτηρίᾳ τῶν πάντων ἔλαβε σῶμα, καὶ τὴν μὲν οἰκουμένην περὶ Πατρὸς ἐδίδαξε, τὸν δὲ θάνατον κατήργησε, πᾶσι δὲ τὴν ἀφθαρσίαν ἐχαρίσατο διὰ τῆς ἐπαγγελίας τῆς ἀναστάσεως, ἀπαρχὴν ταύτης τὸ ἴδιον ἐγείρας σῶμα, καὶ τρόπαιον αὐτὸ κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς τούτου φθορᾶς ἐπιδειξάμενος τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ.
  Τούτων δὲ οὕτως ἐχόντων καὶ φανερᾶς οὔσης τῆς ἀποδείξεως περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ σώματος καὶ τῆς κατὰ τοῦ θανάτου γενομένης ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος νίκης, φέρε, καὶ τὴν ἀπιστίαν τῶν Ἰουδαίων καὶ τὴν τῶν Ἑλλήνων χλεύην διελέγξωμεν. Ἐπὶ τούτοις γὰρ ἴσως Ἰουδαῖοι μὲν ἀπιστοῦσιν, Ἕλληνες δὲ γελῶσι, τὸ ἀπρεπὲς τοῦ σταυροῦ καὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου διασύροντες· ἀλλὰ κατ' ἀμφοτέρων ὁ λόγος οὐκ ὀκνήσει χωρῆσαι, μάλιστα κατ' αὐτῶν τὰς ἀποδείξεις ἐναργεῖς ἔχων. Ἰουδαῖοι μὲν ἀπιστοῦντες ἔχουσιν ἀφ' ὧν ἀναγινώσκουσι καὶ αὐτοὶ γραφῶν τὸν ἔλεγχον· ἄνω καὶ κάτω, καὶ πάσης ἁπλῶς θεοπνεύστου βίβλου περὶ τούτων βοώσης, ὡς καὶ αὐτὰ τὰ ῥήματα πρόδηλα. Προφῆται μὲν γὰρ ἄνωθεν περὶ τοῦ κατὰ τὴν παρθένον θαύματος καὶ τῆς ἐξ αὐτῆς γενομένης γεννήσεως προεμήνυον, λέγοντες· "Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός." Μωσῆς δὲ ὁ τῷ ὄντι μέγας, καὶ παρ' αὐτοῖς πιστευόμενος ἀληθής, περὶ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρος ἀντὶ μεγάλου τὸ ῥητὸν δοκιμάσας καὶ ἀληθὲς ἐπιγνοὺς ἔθηκε λέγων· "Ἀνατελεῖ ἄστρον ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἄνθρωπος ἐξ Ἰσραήλ, καὶ θραύσει τοὺς ἀρχηγοὺς Μωάβ." Καὶ πάλιν· "Ὡς καλοί σου οἱ οἶκοι, Ἰακώβ, αἱ σκηναί σου, Ἰσραήλ, ὡσεὶ νάπαι σκιάζουσαι, καὶ ὡσεὶ παράδεισοι ἐπὶ ποταμῶν, καὶ ὡσεὶ σκηναὶ ἃς ἔπηξεν ὁ Κύριος, ὡσεὶ κέδροι παρ' ὕδατα. Ἐξελεύσεται ἄνθρωπος ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ, καὶ κυριεύσει ἐθνῶν πολλῶν." Καὶ πάλιν Ἡσαίας· "Πρὶν ἢ γνῶναι τὸ παιδίον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα, λήψεται δύναμιν Δαμασκοῦ καὶ τὰ σκύλα Σαμαρείας ἔναντι βασιλέως Ἀσσυρίων." Ὅτι μὲν οὖν ἄνθρωπος φανήσεται, διὰ τούτων προκαταγγέλλεται. Ὅτι δὲ Κύριος πάντων ἐστὶν ὁ ἐρχόμενος, πάλιν προμηνύουσι λέγοντες· "Ἰδοὺ Κύριος κάθηται ἐπὶ νεφέλης κούφης, καὶ ἥξει εἰς Αἴγυπτον, καὶ σεισθήσεται τὰ χειροποίητα Αἰγύπτου." Καὶ γὰρ κἀκεῖθεν αὐτὸν ὁ Πατὴρ ἀνακαλεῖ λέγων· "Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου."
  Οὐ σεσιώπηται δὲ οὐδὲ ὁ τούτου θάνατος· ἀλλὰ καὶ λίαν τηλαυγῶς ἐν ταῖς θείαις σημαίνεται γραφαῖς. Καὶ γὰρ καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ θανάτου, ὅτι μὴ δι' ἑαυτόν, ἀλλ' ὑπὲρ τῆς πάντων ἀθανασίας καὶ σωτηρίας ὑπομένει, καὶ τὴν Ἰουδαίων ἐπιβουλήν, καὶ τὰς εἰς αὐτὸν γινομένας παρ' αὐτῶν ὕβρεις, οὐκ ἐφοβήθησαν εἰπεῖν, πρὸς τὸ μηδένα αὐτῶν τῶν γινομένων ἀνήκοον εἶναι καὶ πλανηθῆναι. Φασὶ τοίνυν· "Ἄνθρωπος ἐν πληγῇ ὤν, καὶ εἰδὼς φέρειν μαλακίαν, ὅτι ἀπέστραπται τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· ἠτιμάσθη καὶ οὐκ ἐλογίσθη. Αὐτὸς τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει, καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται· καὶ ἡμεῖς ἐλογισάμεθα αὐτὸν εἶναι ἐν πόνῳ, καὶ ἐν πληγῇ, καὶ ἐν κακώσει. Αὐτὸς δὲ ἐτραυματίσθη διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, καὶ μεμαλάκισται διὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν· παιδεία εἰρήνης ἡμῶν ἐπ' αὐτόν, τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν." Θαύμαζε τὴν τοῦ Λόγου φιλανθρωπίαν, ὅτι δι' ἡμᾶς ἀτιμάζεται, ἵνα ἡμεῖς ἔντιμοι γενώμεθα. "Πάντες γάρ, φησίν, ὡς πρόβατα ἐπλανήθημεν· ἄνθρωπος τῇ ὁδῷ αὐτοῦ ἐπλανήθη· καὶ Κύριος παρέδωκεν αὐτὸν ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν· καὶ αὐτὸς διὰ τὸ κεκακῶσθαι οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα. Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη, καὶ ὡς ἀμνὸς ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτὸν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τὸ στόμα αὐτοῦ· ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ ἡ κρίσις αὐτοῦ ἤρθη." Εἶτα, ἵνα μή τις αὐτὸν κοινὸν ἄνθρωπον ἐκ τοῦ πάθους ὑπολάβοι, προλαμβάνει τὰς ὑπονοίας τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὴν ὑπὲρ αὐτοῦ δύναμιν, καὶ τὸ πρὸς ἡμᾶς ἀνόμοιον τῆς φύσεως διηγεῖται ἡ γραφὴ λέγουσα· Τὴν δὲ γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται; Ὅτι αἴρεται ἀπὸ τῆς γῆς ἡ ζωὴ αὐτοῦ. Ἀπὸ τῶν ἀνομιῶν τοῦ λαοῦ ἤχθη εἰς θάνατον. Καὶ δώσω τοὺς πονηροὺς ἀντὶ τῆς ταφῆς αὐτοῦ, καὶ τοὺς πλουσίους ἀντὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ὅτι ἀνομίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ. Καὶ Κύριος βούλεται καθαρίσαι αὐτὸν ἀπὸ τῆς πληγῆς".
  Ἀλλ' ἴσως περὶ μὲν τῆς τοῦ θανάτου προφητείας ἀκούσας, ζητεῖς καὶ τὰ περὶ τοῦ σταυροῦ σημαινόμενα μαθεῖν. Οὐδὲ γὰρ οὐδὲ τοῦτο σεσιώπηται· δεδήλωται δὲ καὶ λίαν τηλαυγῶς ἀπὸ τῶν ἁγίων. Μωυσῆς γὰρ πρῶτος μεγάλῃ τῇ φωνῇ προαπαγγέλλει λέγων· "Ὄψεσθε τὴν ζωὴν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν, καὶ οὐ μὴ πιστεύσητε." Καὶ οἱ μετ' αὐτὸν δὲ προφῆται πάλιν περὶ τούτου μαρτυροῦσι λέγοντες· "Ἐγὼ δὲ ὡς ἀρνίον ἄκακον ἀγόμενον τοῦ θύεσθαι, οὐκ ἔγνων· ἐπ' ἐμὲ ἐλογίσαντο πονηρὸν λέγοντες· δεῦτε, καὶ ἐμβάλωμεν ξύλον εἰς τὸν ἄρτον αὐτοῦ, καὶ ἐκτρίψωμεν αὐτὸν ἀπὸ γῆς ζώντων." Καὶ πάλιν· "Ὤρυξαν χεῖράς μου καὶ πόδας μου· ἐξηρίθμησαν πάντα τὰ ὀστᾶ μου, διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς, καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν μου ἔβαλον κλῆρον." Θάνατος δὲ μετέωρος, καὶ ἐν ξύλῳ γινόμενος, οὐκ ἄλλος ἂν εἴη, εἰ μὴ ὁ σταυρός· καὶ ἐν οὐδενὶ πάλιν θανάτῳ διορύσσονται χεῖρες καὶ πόδες, εἰ μὴ ἐν μόνῳ τῷ σταυρῷ. Ἐπειδὴ δὲ τῇ τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίᾳ καὶ πάντα τὰ ἔθνη πανταχόθεν ἐπιγινώσκειν τὸν Θεὸν ἤρξαντο, οὐδὲ τοῦτο ἀπαρασήμαντον κατέλειψαν· ἀλλ' ἔστι καὶ περὶ τούτων μνήμη ἐν τοῖς ἁγίοις γράμμασιν. "Ἔσται γάρ, φησίν, ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν, ἐπ' αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσι."
  Ταῦτα μὲν ὀλίγα πρὸς ἀπόδειξιν τῶν γενομένων. Πᾶσα δὲ γραφὴ πεπλήρωται διελέγχουσα τὴν Ἰουδαίων ἀπιστίαν. Τίς γὰρ πώποτε τῶν ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς ἱστορηθέντων δικαίων, καὶ ἁγίων προφητῶν, καὶ πατριαρχῶν, ἐκ παρθένου μόνης ἔσχε τὴν τοῦ σώματος γένεσιν; ἢ τίς γυνὴ χωρὶς ἀνδρὸς αὐτάρκης γέγονε πρὸς σύστασιν ἀνθρώπων; οὐκ Ἄβελ μὲν ἐξ Ἀδὰμ γέγονεν, Ἐνὼχ δὲ ἐκ τοῦ Ἰάρεδ, Νῶε ἐκ Λαμέχ, καὶ Ἀβραὰμ μὲν ἐκ Θάρρα, Ἰσαὰκ δὲ ἐξ Ἀβραάμ, καὶ Ἰακὼβ ἐξ Ἰσαάκ; οὐχὶ Ἰούδας ἐξ Ἰακώβ, καὶ Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐξ Ἀβραάμ; οὐ Σαμουὴλ τοῦ Ἑλκανᾶ γέγονεν, οὐ Δαβὶδ τοῦ Ἰεσσαί, οὐ Σολομὼν τοῦ Δαβίδ, οὐκ Ἐζεκίας τοῦ Ἄχαζ, οὐκ Ἰωσίας τοῦ Ἀμώς, οὐχ Ἡσαίας τοῦ Ἀμώς, οὐχ Ἱερεμίας τοῦ Χελκίου, οὐκ Ἰεζεκιὴλ τοῦ Βουζί; οὐχ ἕκαστος ἔσχε τὸν πατέρα τῆς γενέσεως ἀρχηγόν; τίς οὖν ὁ ἐκ παρθένου μόνης γεγονώς; ὅτι καὶ λίαν ἐμέλησε τῷ προφήτῃ περὶ τῆς τούτου σημασίας.
  Τίνος δὲ τῆς γενέσεως προέδραμεν ἀστὴρ ἐν οὐρανοῖς, καὶ τὸν γεννηθέντα ἐσήμανε τῇ οἰκουμένῃ; Μωυσῆς μὲν γὰρ γεννώμενος ἐκρύπτετο ὑπὸ τῶν γονέων· Δαβὶδ δὲ οὐδὲ τοῖς ἐκ γειτόνων ἠκούσθη, ὅπουγε οὐδὲ ὁ μέγας Σα μουὴλ αὐτὸν ἐγίνωσκεν, ἀλλ' ἐπυνθάνετο, εἰ ἔστιν ἔτι υἱὸς τῷ Ἰεσσαί· Ἀβραὰμ δὲ λοιπὸν γεγονὼς μέγας ἐγνώσθη τοῖς ἐγγύς. Τῆς δὲ τοῦ Χριστοῦ γενέσεως μάρτυς οὐκ ἄνθρωπος, ἀλλ' ἀστὴρ φαινόμενος ἦν ἐν οὐρανῷ, ὅθεν καὶ κατέβαινεν.
  Τίς δὲ πώποτε τῶν γενομένων βασιλέων "πρὶν ἰσχῦσαι καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα" ἐβασίλευσε καὶ τρόπαια κατὰ τῶν ἐχθρῶν εἴληφεν; οὐ Δαβὶδ τριακονταετὴς ἐβασίλευσε, καὶ Σαλομὼν νέος γεγονὼς ἐβασίλευσεν; Οὐκ Ἰωὰς ἐτῶν ἑπτὰ γενόμενος ἐπὶ τὴν βασιλείαν παρῆλθε, καὶ ὁ ἔτι κατωτέρω Ἰωσίας περὶ ἔτη γεγονὼς ἑπτὰ τῆς ἀρχῆς ἀντελάβετο; Ἀλλὰ καὶ ὅμως οὗτοι ταύτην ἄγοντες τὴν ἡλικίαν, ἴσχυον καλεῖν πατέρα ἢ μητέρα. Τίς οὖν ἄρα ἐστὶν ὁ σχεδὸν πρὶν γενέσεως βασιλεύων, καὶ σκυλεύων τοὺς ἐχθρούς; Τίς δὲ τοιοῦτος γέγονε βασιλεὺς ἐν τῷ Ἰσραήλ, καὶ ἐν τῷ Ἰούδᾳ, λεγέτωσαν οἱ Ἰουδαῖοι διερευνήσαντες, ἐφ' ὃν τὰ ἔθνη πάντα τὴν ἐλπίδα τέθεινται καὶ εἰρήνην ἔσχε; Καὶ οὐ μᾶλλον ἠναντιοῦντο πανταχόθεν αὐτοῖς; Ἕως γὰρ συνειστήκει ἡ Ἰερουσαλήμ, πόλεμος ἦν ἄσπονδος αὐτοῖς, καὶ ἐμάχοντο πάντες πρὸς τὸν Ἰσραήλ, Ἀσσύριοι μὲν θλίβοντες, Αἰγύπτιοι δὲ διώκοντες, Βαβυλώνιοι δὲ ἐπιβαίνοντες· καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι καὶ Σύρους τοὺς ἐκ γειτόνων ἀντιπολεμοῦντας εἶχον αὐτοῖς. Ἢ οὐχὶ Δαβὶδ τοὺς ἐν Μωὰβ ἐπολέμει, καὶ τοὺς Σύρους ἐξέκοπτεν, Ἰωσίας τοὺς πλησίον ἐφυλάττετο, καὶ Ἐζεκίας ἐδειλία τὴν ἀλαζονείαν τοῦ Σεναχηρείμ, καὶ Μωυσεῖ ὁ Ἀμαλὴκ ἐστρατεύετο, καὶ οἱ Ἀμορραῖοι ἠναντιοῦντο Ἰησοῦ τῷ τοῦ Ναυὴ, οἱ τὴν Ἱεριχὼ κατοικοῦντες ἀντιπαρετάσσοντο; Καὶ ὅλως ἄσπονδα ἦν τοῖς ἔθνεσι πρὸς τὸν Ἰσραὴλ τὰ τῆς φιλίας; Τίς οὖν ἐστὶν εἰς ὃν τὰ ἔθνη τὴν ἐλπίδα τίθεται, ἄξιον ἰδεῖν· εἶναι γὰρ δεῖ, ἐπεὶ καὶ τὸν προφήτην ἀδύνατον ψεύσασθαι. Τίνος δὲ τῶν ἁγίων προφητῶν ἢ τῶν ἄνωθεν πατριαρχῶν ὁ θάνατος ἐν σταυρῷ γέγονεν ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας; Ἢ τίς ἐτραυματίσθη καὶ ἀνῃρέθη ὑπὲρ τῆς πάντων ὑγείας; Τίς δὲ τῶν δικαίων ἢ τῶν βασιλέων κατῆλθεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ τῇ τούτου καθόδῳ τὰ τῶν Αἰγυπτίων εἴδωλα πέπαυται; Ἀβραὰμ μὲν γὰρ κατῆλθε, καὶ πάλιν ἡ εἰδωλολατρία κατὰ πάντων. Μωυσῆς ἐκεῖ γεγέννηται, καὶ οὐδὲν ἧττον ἦν ἐκεῖ ἡ τῶν πεπλανημένων θρησκεία.
  Τίς δὲ τῶν ἐν τῇ γραφῇ μαρτυρουμένων διωρύχθη τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας, ἢ ὅλως ἐπὶ ξύλου κεκρέμασται, καὶ σταυρῷ τετελείωται ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας; Ἀβραὰμ μὲν γὰρ ἐπὶ κλίνης ἐκλείπων ἀπέθανεν· Ἰσαὰκ δὲ καὶ Ἰακὼβ καὶ αὐτοὶ ἐξάραντες τοὺς πόδας ἐπὶ κλίνης ἀπέθανον. Μωυσῆς καὶ Ἀαρὼν ἐν τῷ ὄρει, Δαβὶδ ἐν τῷ οἴκῳ τετελεύτηκεν, οὐδεμίαν ἐπιβουλὴν ὑπὸ τῶν λαῶν παθών. Εἰ δὲ καὶ ἐζητήθη ὑπὸ τοῦ Σαούλ, ἀλλὰ ἀβλαβὴς ἐσῴζετο. Ἡσαίας ἐπρίσθη μέν, ἀλλ' οὐκ ἐπὶ ξύλου κεκρέμασται· Ἱερεμίας ὑβρίσθη, ἀλλ' οὐ κατακριθεὶς ἀπέθανεν· Ἰεζεκιὴλ ἔπασχεν, ἀλλ' οὐχ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ τὰ ἐσόμενα κατὰ τοῦ λαοῦ σημαίνων. Ἔπειτα οὗτοι, καὶ πάσχοντες, ἄνθρωποι ἦσαν, ὁποῖοι καὶ πάντες κατὰ τὴν τῆς φύσεως ὁμοιότητα· ὁ δὲ σημαινόμενος ἐκ τῶν γραφῶν ὑπὲρ πάντων πάσχειν, οὐκ ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ζωὴ πάντων λέγεται, κἂν ὅμοιος κατὰ τὴν φύσιν τοῖς ἀνθρώποις. "Ὄψεσθε γάρ, φησί, τὴν ζωὴν ὑμῶν κρεμαμένην ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν ὑμῶν", καὶ· "Τὴν γενεὰν αὐτοῦ τίς διηγήσεται;"
  Πάντων μὲν γὰρ τῶν ἁγίων τὴν γενεάν τις δύναται μαθὼν ἄνωθεν διηγήσασθαι τίς καὶ πόθεν ἕκαστος γέγονε· τοῦ δὲ τυγχάνοντος ζωῆς ἀδιήγητον τὴν γενεὰν οἱ θεῖοι σημαίνουσι λόγοι. Τίς οὖν ἐστι, περὶ οὗ ταῦτα λέγουσιν αἱ θεῖαι γραφαί; ἢ τίς τηλικοῦτος, ὡς καὶ τοὺς προφήτας περὶ αὐτοῦ τοσαῦτα προκαταγγέλλειν; Ἀλλὰ γὰρ οὐδεὶς ἄλλος ἐν ταῖς γραφαῖς εὑρίσκεται, πλὴν τοῦ κοινοῦ πάντων Σωτῆρος τοῦ Θεοῦ Λόγου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ἐκ παρθένου προελθὼν καὶ ἄνθρωπος ἐπὶ γῆς φανεὶς καὶ ἀδιήγητον ἔχων τὴν κατὰ σάρκα γενεάν. Οὐ γάρ ἐστιν ὃς δύναται τὸν κατὰ σάρκα πατέρα τούτου λέγειν, οὐκ ὄντος τοῦ σώματος αὐτοῦ ἐξ ἀνδρὸς ἀλλ' ἐκ παρθένου μόνης. Ὥσπερ οὖν τοῦ Δαβὶδ καὶ Μωυσέως καὶ πάντων τῶν πατριαρχῶν τοὺς πατέρας τις γενεαλογεῖν δύναται, οὕτως οὐδεὶς δύναται τὴν κατὰ σάρκα γενεὰν τοῦ Σωτῆρος ἐξ ἀνδρὸς διηγήσασθαι. Οὗτός ἐστιν ὁ καὶ τὸν ἀστέρα σημαίνειν τὴν τοῦ σώματος γένεσιν ποιήσας. Ἔδει γὰρ ἀπ' οὐρανοῦ κατερχόμενον τὸν Λόγον, ἐξ οὐρανοῦ καὶ τὴν σημασίαν ἔχειν· καὶ ἔδει τὸν τῆς κτίσεως βασιλέα προερχόμενον, ἐμφανῶς ὑπὸ πάσης τῆς οἰκουμένης γινώσκεσθαι. Ἀμέλει ἐν Ἰουδαίᾳ ἐγεννᾶτο, καὶ οἱ ἀπὸ Περσίδος ἤρχοντο προσκυνῆσαι αὐτῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ καὶ πρὶν τῆς σωματικῆς ἐπιφανείας λαβὼν τὴν κατὰ τῶν ἀντικειμένων δαιμόνων νίκην, καὶ κατὰ τῆς εἰδωλολατρίας τρόπαια. Πάντες γοῦν πανταχόθεν οἱ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ἐξομνύμενοι τὴν πάτριον συνήθειαν καὶ τὴν εἰδώλων ἀθεότητα, πρὸς τὸν Χριστὸν λοιπὸν τὴν ἐλπίδα τίθενται, καὶ αὐτῷ καταγράφουσιν ἑαυτούς, ὡς καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἔξεστιν ἰδεῖν τὸ τοιοῦτον. Οὐδὲ γὰρ ἄλλοτε ἡ τῶν Αἰγυπτίων ἀθεότης πέπαυται, εἰ μὴ ὅτε ὁ Κύριος τοῦ παντός, ὡς ἐπὶ νεφέλης ἐποχούμενος, τῷ σώματι κατῆλθεν ἐκεῖ, καὶ τὴν τῶν εἰδώλων κατήργησε πλάνην, πάντας δὲ εἰς ἑαυτὸν καὶ δι' ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Πατέρα μετήνεγκεν. Οὗτός ἐστιν ὁ σταυρωθεὶς ἐπὶ μάρτυρι τῷ ἡλίῳ καὶ τῇ κτίσει καὶ τοῖς αὐτῷ τὸν θάνατον προσαγαγοῦσι· καὶ τῷ τούτου θανάτῳ ἡ σωτηρία πᾶσι γέγονε, καὶ ἡ κτίσις πᾶσα λελύτρωται. Οὗτός ἐστιν ἡ πάντων ζωή, καὶ ὁ ὡς πρόβατον ὑπὲρ τῆς πάντων σωτηρίας ἀντίψυχον τὸ ἑαυτοῦ σῶμα εἰς θάνατον παραδούς, κἂν Ἰουδαῖοι μὴ πιστεύωσιν.
  Εἰ γὰρ μὴ αὐτάρκη νομίζουσι ταῦτα, κἂν ἐξ ἑτέρων πειθέσθωσαν ἀφ' ὧν αὐτοὶ πάλιν ἔχουσι λογίων. Περὶ τίνος γὰρ λέγουσιν οἱ προφῆται· "Ἐμφανὴς ἐγενόμην τοῖς ἐμὲ μὴ ζητοῦσιν, εὑρέθην τοῖς ἐμὲ μὴ ἐπερωτῶσιν· εἶπα ἰδού εἰμι τῷ ἔθνει οἳ οὐκ ἐκάλεσάν μου τὸ ὄνομα· ἐξεπέτασα τὰς χεῖράς μου πρὸς λαὸν ἀπειθοῦντα καὶ ἀντιλέγοντα;" Τίς οὖν ἐστιν ὁ ἐμφανὴς γενόμενος; Εἴποι τις πρὸς Ἰουδαίους· εἰ μὲν γὰρ ὁ προφήτης ἐστί, λεγέτωσαν πότε ἐκρύπτετο, ἵνα καὶ ὕστερον φανῇ· Ποῖος δὲ οὗτός ἐστιν ὁ προφήτης ὁ καὶ ἐμφανὴς ἐξ ἀφανῶν γενόμενος, καὶ τὰς χεῖρας ἐκπετάσας ἐπὶ σταυροῦ; Τῶν μὲν οὖν δικαίων οὐδείς, μόνος δὲ ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος, ὁ ἀσώματος ὢν τὴν φύσιν καὶ δι' ἡμᾶς σώματι φανεὶς καὶ ὑπὲρ ἡμῶν παθών. Ἢ εἰ μηδὲ τοῦτο αὔταρκες αὐτοῖς, κἂν ἐξ ἑτέρων δυσωπείσθωσαν, οὕτως ἐναργῆ τὸν ἔλεγχον ὁρῶντες· φησὶ γὰρ ἡ γραφή· "Ἰσχύσατε χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα· παρακαλέσατε οἱ ὀλιγόψυχοι τῇ διανοίᾳ· ἰσχύσατε, μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ ὁ Θεὸς ἡμῶν κρίσιν ἀνταποδίδωσιν, αὐτὸς ἥξει καὶ σώσει ἡμᾶς· τότε ἀνοιχθήσονται ὀφθαλμοὶ τυφλῶν, καὶ ὦτα κωφῶν ἀκούσονται· τότε ἁλεῖται ὡς ἔλαφος ὁ χωλός, καὶ τρανὴ ἔσται γλῶσσα μογγιλάλων." Τί τοίνυν καὶ περὶ τούτου δύνανται λέγειν, ἢ πῶς ὅλως καὶ πρὸς τοῦτο τολμῶσιν ἀντιβλέπειν; Ἡ μὲν γὰρ προφητεία Θεὸν ἐπιδημεῖν σημαίνει, τὰ δὲ σημεῖα καὶ τὸν χρόνον τῆς παρουσίας γνωρίζει· τό τε γὰρ τυφλοὺς ἀναβλέπειν, καὶ χωλοὺς περιπατεῖν, καὶ κωφοὺς ἀκούειν, καὶ τρανοῦσθαι μογγιλάλων τὴν γλῶσσαν, ἐπὶ τῇ γενομένῃ θείᾳ παρουσίᾳ λέγουσι. Πότε τοίνυν γέγονε τοιαῦτα σημεῖα ἐν τῷ Ἰσραὴλ ἢ ποῦ τοιοῦτόν τι γέγονεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, λεγέτωσαν. Λεπρὸς ἐκαθαρίσθη Ναιμάν, ἀλλ' οὐ κωφὸς ἤκουσεν, οὐδὲ χωλὸς περιεπάτησε. Νεκρὸν ἤγειρεν Ἠλίας καὶ Ἐλισσαῖος, ἀλλ' οὐκ ἐκ γενετῆς ἀνέβλεψε τυφλός. Μέγα μὲν γὰρ καὶ τὸ ἐγεῖραι νεκρὸν ἀληθῶς, ἀλλ' οὐ τοιοῦτον, ὁποῖον τὸ παρὰ τοῦ Σωτῆρος θαῦμα. Πλὴν εἰ τὸ περὶ τοῦ λεπροῦ καὶ τοῦ νεκροῦ τῆς χήρας οὐ σεσιώπηκεν ἡ γραφή, πάντως εἰ ἐγεγόνει καὶ χωλὸν περιπατεῖν καὶ τυφλὸν ἀναβλέπειν, οὐκ ἂν παρῆκε τοῦ δηλῶσαι καὶ ταῦτα ὁ λόγος. Ἐπειδὴ δὲ σεσιώπηται ἐν ταῖς γραφαῖς, δῆλόν ἐστι μὴ γεγενῆσθαι ταῦτα πρότερον. Πότε οὖν γέγονε ταῦτα, εἰ μὴ ὅτε αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι παραγέγονε; Πότε δὲ παραγέγονεν, εἰ μὴ ὅτε χωλοὶ περιεπάτησαν, καὶ μογγιλάλοι ἐτρανώθησαν, καὶ κωφοὶ ἤκουσαν, καὶ τυφλοὶ ἐκ γενετῆς ἀνέβλεψαν; Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ οἱ τότε θεωροῦντες Ἰουδαῖοι ἔλεγον, ὡς οὐκ ἄλλοτε ταῦτα γενόμενα ἀκούσαντες· "Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη, ὅτι ἀνέῳξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν."
  Ἀλλ' ἴσως καὶ αὐτοὶ μὴ δυνάμενοι πρὸς τὰ φανερὰ διαμάχεσθαι, οὐκ ἀρνήσονται μὲν τὰ γεγραμμένα, προσδοκᾶν δὲ ταῦτα καὶ μηδέπω παραγεγενῆσθαι τὸν Θεὸν Λόγον διαβεβαιώσονται. Τοῦτο γὰρ ἄνω καὶ κάτω θρυλλοῦντες, οὐκ ἐρυθριῶσιν ἀναιδευόμενοι πρὸς τὰ φαινόμενα. Ἀλλὰ περὶ τούτου καὶ πρὸ πάντων μᾶλλον ἐλεγχθήσονται, οὐ παρ' ἡμῶν, ἀλλὰ παρὰ τοῦ σοφωτάτου Δανιὴλ σημαίνοντος καὶ τὸν παρόντα καιρόν, καὶ τὴν θείαν τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημίαν, λέγοντος· "Ἑβδομήκοντα ἑβδομάδες συνετμήθησαν ἐπὶ τὸν λαόν σου, καὶ ἐπὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν, τοῦ συντελεσθῆναι ἁμαρτίαν, καὶ τοῦ σφραγισθῆναι ἁμαρτίας, καὶ ἀπαλεῖψαι τὰς ἀδικίας, καὶ τοῦ ἐξιλάσασθαι τὰς ἀδικίας, καὶ τοῦ ἀγαγεῖν δικαιοσύνην αἰώνιον, καὶ τοῦ σφραγίσαι ὅρασιν καὶ προφήτην, καὶ τοῦ χρίσαι ἅγιον ἁγίων· καὶ γνώσῃ καὶ συνήσεις ἀπὸ ἐξόδου λόγου τοῦ ἀποκριθῆναι, καὶ τοῦ οἰκοδομῆσαι Ἰερουσαλήμ, ἕως Χριστοῦ ἡγουμένου." Ἴσως ἐπὶ τοῖς ἄλλοις κἂν προφάσεις εὑρίσκειν δύνανται, καὶ εἰς μέλλοντα χρόνον ἀναβάλλεσθαι τὰ γεγραμμένα. Τί δὲ πρὸς ταῦτα λέγειν ἢ ὅλως ἀντωπῆσαι δύνανται; ὅπουγε καὶ ὁ Χριστὸς σημαίνεται, καὶ ὁ χριόμενος οὐκ ἄνθρωπος ἁπλῶς ἀλλ' Ἅγιος ἁγίων εἶναι καταγγέλλεται, καὶ ἕως τῆς παρουσίας αὐτοῦ Ἰερουσαλὴμ συνίσταται, καὶ λοιπὸν παύεται προφήτης καὶ ὅρασις ἐν τῷ Ἰσραήλ. Ἐχρίσθη πάλαι Δαβίδ, καὶ Σολομών, καὶ Ἐζεκίας, ἀλλὰ καὶ πάλιν Ἰερουσαλὴμ καὶ ὁ τόπος συνειστήκει, καὶ προφῆται προεφήτευον, Γάδ, καὶ Ἀσάφ, καὶ Νάθαν, καὶ μετ' αὐτοὺς Ἡσαίας, καὶ Ὠσῆε, καὶ Ἀμώς, καὶ ἄλλοι. Ἔπειτα καὶ αὐτοὶ οἱ χρισθέντες ἄνθρωποι ἅγιοι ἐκλήθησαν, καὶ οὐχ ἅγιοι ἁγίων. Ἀλλ' ἐὰν τὴν αἰχμαλωσίαν προβάλλωνται, καὶ δι' αὐτὴν μὴ εἶναι λέγωσι τὴν Ἰερουσαλήμ, τί καὶ περὶ τῶν προφητῶν ἂν εἴποιεν; καὶ γὰρ πάλαι καταβαίνοντος τοῦ λαοῦ εἰς Βαβυλῶνα, ἦσαν ἐκεῖ Δανιὴλ καὶ Ἱερεμίας· προεφήτευον δὲ Ἰεζεκιὴλ καὶ Ἀγγαῖος καὶ Ζαχαρίας.
  Οὐκοῦν μυθολογοῦσιν Ἰουδαῖοι, καὶ παρόντα τὸν νῦν καιρὸν ὑπερτίθενται. Πότε γὰρ ἐπαύσατο προφήτης ἢ ὅρασις ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ, εἰ μὴ νῦν ὅτε ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων Χριστὸς παρεγένετο; σημεῖον γὰρ καὶ μέγα γνώρισμα τῆς τοῦ Θεοῦ Λόγου παρουσίας, τὸ μηκέτι μήτε τὴν Ἰερουσαλὴμ ἑστάναι, μήτε προφήτην ἐγερθῆναι, μήτε ὅρασιν ἀποκαλύπτεσθαι τούτοις, καὶ μάλα εἰκότως. Ἐλθόντος γὰρ τοῦ σημαινομένου, τίς ἔτι χρεία τῶν σημαινόντων ἦν; Καὶ παρούσης τῆς Ἀληθείας, τίς ἔτι χρεία τῆς σκιᾶς ἦν; Διὰ τοῦτο γὰρ καὶ προεφήτευον ἕως ἂν ἔλθῃ ἡ Αὐτοδικαιοσύνη καὶ ὁ λυτρούμενος τὰς πάντων ἁμαρτίας. Διὰ τοῦτο καὶ Ἰερουσαλὴμ ἐπὶ τοσοῦτον συνειστήκει, ἵν' ἐκεῖ προμελετῶσι τῆς ἀληθείας τοὺς τύπους. Παρόντος τοίνυν τοῦ Ἁγίου τῶν ἁγίων, εἰκότως ἐσφραγίσθη καὶ ὅρασις καὶ προφητεία, καὶ ἡ τῆς Ἰερουσαλὴμ βασιλεία πέπαυται. Ἐπὶ τοσοῦτον γὰρ ἐχρίοντο παρ' αὐτοῖς βασιλεῖς, ἕως ἂν ἐχρίσθη ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων· καὶ Μωυσῆς δὲ ἕως αὐτοῦ τὴν Ἰουδαίων ἵστασθαι βασιλείαν προφητεύει λέγων· "Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα, καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἂν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν." Ὅθεν καὶ αὐτὸς ὁ Σωτὴρ ἐβόα λέγων· "Ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν." Εἰ μὲν οὖν ἐστὶ παρὰ Ἰουδαίοις νῦν βασιλεὺς ἢ προφήτης ἢ ὅρασις, καλῶς ἀρνοῦνται τὸν ἐλθόντα Χριστόν. Εἰ δὲ μήτε βασιλεὺς μήτε ὅρασις, ἀλλ' ἐσφράγισται λοιπὸν καὶ πᾶσα προφητεία, καὶ ἡ πόλις καὶ ὁ ναὸς ἑάλω, τί τοσοῦτον ἀσεβοῦσι καὶ παραβαίνουσιν, ὡς τὰ μὲν γενόμενα ὁρᾶν, τὸν δὲ ταῦτα πεποιηκότα Χριστὸν ἀρνεῖσθαι; τί δὲ καὶ τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν θεωροῦντες καταλιμπάνοντας τὰ εἴδωλα, καὶ ἐπὶ τὸν Θεὸν Ἰσραὴλ διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχοντας τὴν ἐλπίδα, ἀρνοῦνται τὸν ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ κατὰ σάρκα γενόμενον Χριστὸν καὶ βασιλεύοντα λοιπόν; εἰ μὲν γὰρ ἄλλον ἐθρήσκευον τὰ ἔθνη θεόν, ἀλλὰ μὴ τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ καὶ Μωυσέως ὡμολόγουν, καλῶς ἂν πάλιν προεφασίζοντο μὴ ἐληλυθέναι τὸν Θεόν. Εἰ δὲ τὸν Μωυσῇ δεδωκότα τὸν νόμον καὶ τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενον Θεόν, καὶ οὗ τὸν λόγον ἠτίμασαν Ἰουδαῖοι, τοῦτον τὰ ἔθνη σέβουσι, διὰ τί μὴ γινώσκουσι, μᾶλλον δὲ διὰ τί ἑκόντες παρορῶσιν, ὅτι ὁ προφητευόμενος ὑπὸ τῶν γραφῶν Κύριος ἐπέλαμψε τῇ οἰκουμένῃ καὶ ἐπεφάνη σωματικῶς αὐτῇ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή· "Κύριος ὁ Θεὸς ἐπέφανεν ἡμῖν", καὶ πάλιν· "Ἐξαπέστειλε τὸν Λόγον αὐτοῦ καὶ ἰάσατο αὐτούς", καὶ πάλιν· "Οὐ πρέσβυς, οὐκ ἄγγελος, ἀλλ' αὐτὸς ὁ Κύριος ἔσωσεν αὐτούς." Ὅμοιον δὲ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις παραπεπληγὼς τὴν διάνοιαν, τὴν μὲν γῆν φωτιζομένην ὑπὸ τοῦ ἡλίου βλέποι, τὸν δὲ ταύτην φωτίζοντα ἥλιον ἀρνεῖται. Τί γὰρ καὶ πλεῖον ἐλθὼν ὁ προσδοκώμενος παρ' αὐτοῖς ἔχει ποιῆσαι; Καλέσαι τὰ ἔθνη; Ἀλλ' ἔφθασαν κληθῆναι. Ἀλλὰ παῦσαι προφήτην, καὶ βασιλέα, καὶ ὅρασιν; Γέγονεν ἤδη καὶ τοῦτο. Τὴν εἰδώλων ἀθεότητα διελέγξαι; Διηλέγχθη ἤδη καὶ κατεγνώσθη. Ἀλλὰ τὸν θάνατον καταργῆσαι; Κατήργηται ἤδη. Τί τοίνυν οὐ γέγονεν, ὃ δεῖ τὸν Χριστὸν ποιῆσαι; ἢ τί περιλείπεται, ὃ μὴ πεπλήρωται, ἵνα νῦν χαίρωσιν Ἰουδαῖοι καὶ ἀπιστῶσιν; Εἰ γὰρ δή, ὥσπερ οὖν καὶ ὁρῶμεν, οὔτε βασιλεύς, οὔτε προφήτης, οὔτε Ἰερουσαλήμ, οὔτε θυσία, οὔτε ὅρασίς ἐστι παρ' αὐτοῖς· ἀλλὰ καὶ πᾶσα πεπλήρωται ἡ γῆ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν ἐθνῶν καταλιμπάνοντες τὴν ἀθεότητα, λοιπὸν πρὸς τὸν Θεὸν Ἀβραὰμ καταφεύγουσι διὰ τοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· δῆλον ἂν εἴη καὶ τοῖς λίαν ἀναισχυντοῦσιν ἐληλυθέναι τὸν Χριστόν, καὶ αὐτὸν πάντας ἁπλῶς τῷ ἑαυτοῦ φωτὶ καταλάμψαντα, καὶ διδάξαντα περὶ τοῦ ἑαυτοῦ Πατρὸς τὴν ἀληθῆ καὶ θείαν διδασκαλίαν. Ἰουδαίους μὲν οὖν ἄν τις ἐκ τούτων καὶ τῶν πλειόνων παρὰ τῶν θείων γραφῶν εἰκότως ἐλέγξειεν.
  Ἕλληνας δὲ καὶ πάνυ τις θαυμάσειε γελῶντας μὲν τὰ ἀχλεύαστα, πεπηρωμένους δὲ ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν αἰσχύνῃ, ἣν ἐν λίθοις καὶ ξύλοις ἀναθέντες οὐχ ὁρῶσι. Πλὴν οὐκ ἀποροῦντος ἐν ἀποδείξεσι τοῦ παρ' ἡμῖν λόγου, φέρε καὶ τούτους ἐκ τῶν εὐλόγων δυσωπήσωμεν, μάλιστα ἀφ' ὧν καὶ αὐτοὶ ἡμεῖς ὁρῶμεν. Τί γὰρ ἄτοπον, ἢ τί χλεύης παρ' ἡμῖν ἄξιον; Ἢ πάντως ὅτι τὸν Λόγον ἐν σώματι πεφανερῶσθαι λέγομεν; Ἀλλὰ τοῦτο καὶ αὐτοὶ συνομολογήσουσι μὴ ἀτόπως γεγενῆσθαι, ἐάνπερ τῆς ἀληθείας γένωνται φίλοι. Εἰ μὲν οὖν ὅλως ἀρνοῦνται Λόγον εἶναι Θεοῦ, περιττῶς ποιοῦσι, περὶ οὗ μὴ ἴσασι χλευάζοντες. Εἰ δὲ ὁμολογοῦσιν εἶναι Λόγον Θεοῦ, καὶ τοῦτον Ἡγεμόνα τοῦ παντός, καὶ ἐν αὐτῷ τὸν Πατέρα δεδημιουργηκέναι τὴν κτίσιν, καὶ τῇ τούτου προνοίᾳ τὰ ὅλα φωτίζεσθαι καὶ ζωογονεῖσθαι καὶ εἶναι, καὶ ἐπὶ πάντων αὐτὸν βασιλεύειν, ὡς ἐκ τῶν ἔργων τῆς προνοίας γινώσκεσθαι αὐτὸν καὶ δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα· σκόπει, παρακαλῶ, εἰ μὴ τὴν χλεύην καθ' ἑαυτῶν κινοῦντες ἀγνοοῦσι. Τὸν κόσμον σῶμα μέγα φασὶν εἶναι οἱ τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι, καὶ ἀληθεύουσι λέγοντες. Ὁρῶμεν γὰρ αὐτὸν καὶ τὰ τούτου μέρη ταῖς αἰσθήσεσιν ὑποπίπτοντα. Εἰ τοίνυν ἐν τῷ κόσμῳ σώματι ὄντι ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐστί, καὶ ἐν ὅλοις καὶ τοῖς κατὰ μέρος αὐτοῦ πᾶσιν ἐπιβέβηκε, τί θαυμαστὸν ἢ τί ἄτοπον εἰ καὶ ἐν ἀνθρώπῳ φαμὲν αὐτὸν ἐπιβεβηκέναι; Εἰ γὰρ ἄτοπον ὅλως ἐν σώματι αὐτὸν γενέσθαι, ἄτοπον ἂν εἴη καὶ ἐν τῷ παντὶ τοῦτον ἐπιβεβηκέναι, καὶ τὰ πάντα τῇ προνοίᾳ ἑαυτοῦ φωτίζειν καὶ κινεῖν· σῶμα γάρ ἐστι καὶ τὸ ὅλον. Εἰ δὲ τῷ κόσμῳ τοῦτον ἐπιβαίνειν καὶ ἐν ὅλῳ αὐτὸν γνωρίζεσθαι πρέπει, πρέποι ἂν καὶ ἐν ἀνθρωπίνῳ σώματι αὐτὸν ἐπιφαίνεσθαι, καὶ ὑπ' αὐτοῦ τοῦτο φωτίζεσθαι καὶ ἐνεργεῖν. Μέρος γὰρ τοῦ παντὸς καὶ τὸ ἀνθρώπων ἐστὶ γένος. Καὶ εἰ τὸ μέρος ἀπρεπές ἐστιν ὄργανον αὐτοῦ γίνεσθαι πρὸς τὴν τῆς θεότητος γνῶσιν, ἀτοπώτατον ἂν εἴη καὶ δι' ὅλου τοῦ κόσμου γνωρίζεσθαι τὸν τοιοῦτον.
  Ὥσπερ γὰρ ὅλου τοῦ σώματος ὑπὸ τοῦ ἀνθρώπου ἐνεργουμένου καὶ φωτιζομένου, εἴ τις λέγοι ἄτοπον εἶναι καὶ ἐν τῷ δακτύλῳ τοῦ ποδὸς τὴν δύναμιν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀνόητος ἂν νομισθείη, ὅτι διδοὺς ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν διικνεῖσθαι καὶ ἐνεργεῖν, κωλύει καὶ ἐν τῷ μέρει αὐτὸν εἶναι· οὕτως ὁ διδοὺς καὶ πιστεύων τὸν τοῦ Θεοῦ Θεὸν Λόγον ἐν τῷ παντὶ εἶναι, καὶ τὸ πᾶν ὑπ' αὐτοῦ φωτίζεσθαι καὶ κινεῖσθαι, οὐκ ἄτοπον ἂν ἡγήσηται καὶ σῶμα ἓν ἀνθρώπινον ὑπ' αὐτοῦ κινεῖσθαι καὶ φωτίζεσθαι. Εἰ δὲ ὅτι γενητόν ἐστι, καὶ ἐξ οὐκ ὄντων γέγονε τὸ ἀνθρώπινον γένος, διὰ τοῦτο οὐκ εὐπρεπῆ νομίζουσιν ἡμᾶς λέγειν τὴν ἐν ἀνθρώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἐπιφάνειαν, ὥρα καὶ τῆς κτίσεως αὐτοὺς αὐτὸν ἐκβάλλειν· καὶ γὰρ καὶ αὕτη ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι διὰ τοῦ Λόγου γέγονεν. Εἰ δὲ καὶ γενητῆς οὔσης τῆς κτίσεως, οὐκ ἄτοπον ἐν αὐτῇ τὸν Λόγον εἶναι, οὐκ ἄρα οὐδὲ ἐν ἀνθρώπῳ αὐτὸν εἶναι ἄτοπον. Ὁποῖα γὰρ ἂν περὶ τοῦ ὅλου νοήσειαν, τοιαῦτα ἀνάγκη καὶ περὶ τοῦ μέρους αὐτοὺς ἐνθυμεῖσθαι. Μέρος γάρ, ὡς προεῖπον, τοῦ ὅλου καὶ ὁ ἄνθρωπός ἐστιν. Οὐκοῦν ὅλως οὐκ ἀπρεπὲς τὸ ἐν ἀνθρώπῳ εἶναι τὸν Λόγον, καὶ πάντα ὑπ' αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ φωτίζεσθαι καὶ κινεῖσθαι καὶ ζῆν, καθὼς καὶ οἱ παρ' αὐτοῖς συγγραφεῖς φασιν, ὅτι "ἐν αὐτῷ ζῶμεν, καὶ κινούμεθα, καὶ ἐσμέν". Τί λοιπὸν χλεύης ἄξιον λέγομεν, εἰ ἐν ᾧ ἔστιν ὁ Λόγος, τούτῳ πρὸς φανέρωσιν ὡς ὀργάνῳ κέχρηται ὁ Λόγος; Εἰ μὲν γὰρ οὐκ ἦν ἐν αὐτῷ, οὐδὲ χρήσασθαι ἂν ἠδυνήθη τούτῳ. Εἰ δὲ προαποδεδώκαμεν ἐν τῷ παντὶ καὶ ἐν τοῖς κατὰ μέρος εἶναι τοῦτον, τί ἄπιστον εἰ ἐν οἷς ἐστίν, ἐν τούτοις ἑαυτὸν καὶ ἐπιφαίνει; Ὥσπερ γὰρ ταῖς ἑαυτοῦ δυνάμεσιν ὅλος ἐν ἑκάστῳ καὶ πᾶσιν ἐπιβαίνων, καὶ πάντα διακοσμῶν ἀφθόνως, εἰ ἤθελε, διὰ ἡλίου ἢ σελήνης ἢ οὐρανοῦ ἢ γῆς ἢ ὑδάτων ἢ πυρὸς οὐκ ἄν τις ἀτόπως αὐτὸν, φωνῇ χρήσασθαι καὶ γνωρίσαι ἑαυτὸν καὶ τὸν αὐτοῦ Πατέρα, ἔφησε πεποιηκέναι· ἅπαξ πάντα αὐτοῦ συνέχοντος καὶ μετὰ πάντων καὶ ἐν αὐτῷ τῷ μέρει τυγχάνοντος καὶ ἀοράτως ἑαυτὸν δεικνύντος· οὕτως οὐκ ἄτοπον ἂν εἴη διακοσμοῦντα αὐτὸν τὰ πάντα καὶ τὰ ὅλα ζωοποιοῦντα, καὶ θελήσαντα δι' ἀνθρώπων γνωρίσαι, εἰ ὀργάνῳ κέχρηται ἀνθρώπου σώματι πρὸς φανέρωσιν ἀληθείας καὶ γνῶσιν τοῦ Πατρός. Μέρος γὰρ τοῦ ὅλου καὶ ἡ ἀνθρωπότης τυγχάνει. Καὶ ὥσπερ ὁ νοῦς, δι' ὅλου τοῦ ἀνθρώπου ὤν, ἀπὸ μέρους τοῦ σώματος, τῆς γλώττης λέγω, σημαίνεται, καὶ οὐ δήπου τις ἐλαττοῦσθαι τὴν οὐσίαν τοῦ νοῦ διὰ τοῦτο λέγει· οὕτως ὁ Λόγος, διὰ πάντων ὤν, εἰ ἀνθρωπίνῳ κέχρηται ὀργάνῳ, οὐκ ἀπρεπὲς ἂν φαίνοιτο τοῦτο. Εἰ γάρ, ὡς προεῖπον, ἀπρεπὲς ὀργάνῳ χρήσασθαι σώματι, ἀπρεπὲς καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν εἶναι.
  Διατί οὖν, ἐὰν λέγωσιν, οὐχὶ δι' ἄλλων μερῶν καλλιόνων τῆς κτίσεως ἐφάνη, καὶ καλλίονι ὀργάνῳ οἷον ἡλίῳ ἢ σελήνῃ ἢ ἄστροις ἢ πυρὶ ἢ αἰθέρι οὐ κέχρηται, ἀλλὰ ἀνθρώπῳ μόνῳ, γινωσκέτωσαν ὅτι οὐκ ἐπιδείξασθαι ἦλθεν ὁ Κύριος, ἀλλὰ θεραπεῦσαι καὶ διδάξαι τοὺς πάσχοντας. Ἐπιδεικνυμένου μὲν γὰρ ἦν μόνον ἐπι φανῆναι καὶ καταπλῆξαι τοὺς ὁρῶντας· θεραπεύοντος δὲ καὶ διδάσκοντός ἐστι, μὴ ἁπλῶς ἐπιδημῆσαι, ἀλλ' ἐπ' ὠφελείᾳ τῶν δεομένων γενέσθαι, καὶ ὡς οἱ χρῄζοντες φέρουσιν ἐπιφανῆναι, ἵνα μὴ τῷ ὑπερβάλλοντι τὴν χρείαν τῶν πασχόντων αὐτοὺς τοὺς δεομένους ταράξῃ, καὶ ἀνωφελὴς τούτοις ἡ ἐπιφάνεια τοῦ θείου γένηται. Οὐδὲν τοίνυν τῶν ἐν τῇ κτίσει πεπλανημένον ἦν εἰς τὰς περὶ Θεοῦ ἐννοίας, εἰ μὴ μόνος ὁ ἄνθρωπος. Ἀμέλει, οὐχ ἥλιος, οὐ σελήνη, οὐκ οὐρανός, οὐ τὰ ἄστρα, οὐχ ὕδωρ, οὐκ αἰθὴρ παρήλλαξαν τὴν τάξιν, ἀλλ' εἰδότες τὸν ἑαυτῶν δημιουργὸν καὶ βασιλέα Λόγον μένουσιν ὡς γεγόνασιν· ἄνθρωποι δὲ μόνοι ἀποστραφέντες τὸ καλόν, λοιπὸν τὰ οὐκ ὄντα ἀντὶ τῆς ἀληθείας ἐπλάσαντο, καὶ τὴν εἰς Θεὸν τιμὴν καὶ τὴν περὶ αὐτοῦ γνῶσιν δαίμοσι καὶ ἀνθρώποις ἐν λίθοις ἀνατεθείκασιν. Ὅθεν εἰκότως, ἐπειδὴ παριδεῖν τὸ τηλικοῦτον οὐκ ἄξιον ἦν τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγαθότητος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν διέποντα καὶ ἡγεμονεύοντα οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν γνῶναι οἱ ἄνθρωποι, μέρος τοῦ ὅλου λαμβάνει ἑαυτῷ ὄργανον τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, καὶ ἐπιβαίνει τούτῳ, ἵν' ἐπειδὴ ἐν τῷ ὅλῳ αὐτὸν οὐκ ἠδυνήθησαν γνῶναι, κἂν ἐν τῷ μέρει μὴ ἀγνοήσωσιν αὐτόν· καὶ ἐπειδὴ ἀναβλέψαι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰς τὴν ἀόρατον αὐτοῦ δύναμιν, κἂν ἐκ τῶν ὁμοίων λογίσασθαι καὶ θεωρῆσαι δυνηθῶσιν αὐτόν. Ἄνθρωποι γὰρ ὄντες, διὰ τοῦ καταλλήλου σώματος καὶ τῶν δι' αὐτοῦ θείων ἔργων, ταχύτερον καὶ ἐγγύτερον τὸν τούτου Πατέρα γινώσκειν δυνήσονται, συγκρίνοντες ὡς οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ Θεοῦ ἔργα ἐστί, τὰ ὑπ' αὐτοῦ γινόμενα. Καὶ ἐὰν ἄτοπον ἦν κατ' αὐτοὺς διὰ τῶν τοῦ σώματος ἔργων τὸν Λόγον γνωρίζεσθαι, πάλιν ἄτοπον ἂν εἴη ἐκ τῶν ἔργων τοῦ παντὸς γινώσκεσθαι τοῦτον. Ὥσπερ γὰρ ἐν τῇ κτίσει ὤν, οὐδέν τι τῆς κτίσεως μεταλαμβάνει, ἀλλὰ μᾶλλον τὰ πάντα τῆς αὐτοῦ δυνάμεως μεταλαμβάνει, οὕτως καὶ τῷ σώματι ὀργάνῳ χρώμενος, οὐδενὸς τῶν τοῦ σώματος μετεῖχεν, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ἡγίαζε καὶ τὸ σῶμα. Εἰ γὰρ δὴ καὶ ὁ παρὰ τοῖς Ἕλλησι θαυμαζόμενος Πλάτων φησὶν ὅτι ὁρῶν τὸν κόσμον ὁ γεννήσας αὐτὸν χειμαζόμενον καὶ κινδυνεύοντα εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος δύνειν τόπον, καθίσας ἐπὶ τοὺς οἴακας τῆς Ψυχῆς βοηθεῖ, καὶ πάντα τὰ πταίσματα διορθοῦται· τί ἄπιστον λέγεται παρ' ἡμῖν, εἰ πλανωμένης τῆς ἀνθρωπότητος ἐκάθισεν ὁ Λόγος ἐπὶ ταύτην, καὶ ἄνθρωπος ἐπεφάνη, ἵνα χειμαζομένην αὐτὴν περισώσῃ διὰ τῆς κυβερνήσεως αὐτοῦ καὶ ἀγαθότητος;
  Ἀλλ' ἴσως συγκαταθήσονται μὲν τούτοις αἰσχυνόμενοι, θελήσουσι δὲ λέγειν, ὅτι ἔδει τὸν Θεόν, παιδεῦσαι καὶ σῶσαι θέλοντα τοὺς ἀνθρώπους, νεύματι μόνον ποιῆσαι, καὶ μὴ σώματος ἅψασθαι τὸν τούτου Λόγον, ὥσπερ οὖν καὶ πάλαι πεποίηκεν, ὅτε ἐκ τοῦ μὴ ὄντος αὐτὰ συνίστη. Πρὸς δὲ ταύτην αὐτῶν τὴν ἀντίθεσιν εἰκότως ἂν λεχθείη ταῦτα, ὅτι πάλαι μὲν οὐδενὸς οὐδαμῆ ὑπάρχοντος, νεύματος γέγονε χρεία καὶ βουλήσεως μόνης εἰς τὴν τοῦ παντὸς δημιουργίαν. Ὅτε δὲ γέγονεν ὁ ἄνθρωπος, καὶ χρεία ἀπῄτησεν οὐ τὰ μὴ ὄντα ἀλλὰ τὰ γενόμενα θεραπεῦσαι, ἀκόλουθον ἦν ἐν τοῖς ἤδη γενομένοις τὸν Ἰατρὸν καὶ Σωτῆρα παραγενέσθαι, ἵνα καὶ τὰ ὄντα θεραπεύσῃ. Γέγονε δὲ ἄνθρωπος διὰ τοῦτο, καὶ ἀνθρω πείῳ ὀργάνῳ κέχρηται τῷ σώματι. Ἐπεὶ εἰ μὴ τοῦτον ἔδει γενέσθαι τὸν τρόπον, πῶς ἔδει τὸν Λόγον, ὀργάνῳ θέλοντα χρήσασθαι παραγενέσθαι; Ἢ πόθεν ἔδει τοῦτο λαβεῖν αὐτόν, εἰ μὴ ἐκ τῶν ἤδη γενομένων καὶ χρῃζόντων τῆς αὐτοῦ θειότητος διὰ τοῦ ὁμοίου; οὐδὲ γὰρ τὰ οὐκ ὄντα ἔχρῃζε σωτηρίας, ἵνα καὶ προστάξει μόνον ἀρκεσθῇ, ἀλλ' ὁ ἤδη γενόμενος ἄνθρωπος ἐφθείρετο καὶ παραπώλλυτο. Ὅθεν εἰκότως ἀνθρωπίνῳ κέχρηται καλῶς ὀργάνῳ, καὶ εἰς πάντα ἑαυτὸν ἥπλωσεν ὁ Λόγος. Ἔπειτα καὶ τοῦτο ἰστέον, ὅτι ἡ γενομένη φθορὰ οὐκ ἔξωθεν ἦν τοῦ σώματος, ἀλλ' αὐτῷ προσεγεγόνει, καὶ ἀνάγκη ἦν ἀντὶ τῆς φθορᾶς ζωὴν αὐτῷ προσπλακῆναι, ἵνα ὥσπερ ἐν τῷ σώματι γέγονεν ὁ θάνατος, οὕτως ἐν αὐτῷ γένηται καὶ ἡ ζωή. Εἰ μὲν οὖν ἔξωθεν ἦν ὁ θάνατος τοῦ σώματος, ἔξωθεν ἔδει καὶ τὴν ζωὴν αὐτοῦ γεγονέναι. Εἰ δὲ ἐν τῷ σώματι συνεπλάκη ὁ θάνατος, καὶ ὡς συνὼν αὐτῷ κατεκράτει τούτου, ἀνάγκη καὶ τὴν ζωὴν συμπλακῆναι τῷ σώματι, ἵνα ἀντενδυθὲν τὸ σῶμα τὴν ζωήν, ἀποβάλῃ τὴν φθοράν. Ἄλλως τε εἰ καὶ ἐγεγόνει ἔξω τοῦ σώματος ὁ Λόγος, καὶ μὴ ἐν αὐτῷ, ὁ μὲν θάνατος ἡττᾶτο ὑπ' αὐτοῦ φυσικώτατα, ἅτε δὴ μὴ ἰσχύοντος τοῦ θανάτου κατὰ τῆς ζωῆς, οὐδὲν ἧττον δὲ ἔμενεν ἐν τῷ σώματι ἡ προσγενομένη φθορά. Διὰ τοῦτο εἰκότως ἐνεδύσατο σῶμα ὁ Σωτήρ, ἵνα συμπλακέντος τοῦ σώματος τῇ ζωῇ, μηκέτι ὡς θνητὸν ἀπομείνῃ ἐν τῷ θανάτῳ· ἀλλ' ὡς ἐνδυσάμενον τὴν ἀθανασίαν, λοιπὸν ἀναστὰν ἀθάνατον διαμείνῃ. Ἅπαξ γὰρ ἐνδυσάμενον φθορὰν οὐκ ἂν ἀνέστη, εἰ μὴ ἐνεδύσατο τὴν ζωήν· καὶ πάλιν θάνατος καθ' ἑαυτὸν οὐκ ἂν φανείη, εἰ μὴ ἐν τῷ σώματι· διὰ τοῦτο ἐνεδύσατο σῶμα, ἵνα τὸν θάνατον ἐν τῷ σώματι εὑρὼν ἀπαλείψῃ. Πῶς γὰρ ἂν ὅλως ὁ Κύριος ἐδείχθη ζωή, εἰ μὴ τὸ θνητὸν ἐζωοποίησε; Καὶ ὥσπερ τῆς καλάμης ὑπὸ πυρὸς φύσει φθειρομένης, εἰ κωλύει τις τὸ πῦρ ἀπὸ τῆς καλάμης, οὐ καίεται μὲν ἡ καλάμη, μένει δὲ ὅλως πάλιν καλάμη ἡ καλάμη ὑποπτεύουσα τὴν τοῦ πυρὸς ἀπειλήν· φύσει γάρ ἐστιν ἀναλωτικὸν αὐτῆς τὸ πῦρ· εἰ δέ τις ἐνδιδύσκοι τὴν καλάμην ἀμιάντῳ πολλῷ, ὃ δὴ λέγεται ἀντιπαθὲς εἶναι τοῦ πυρός, οὐκ ἔτι τὸ πῦρ φοβεῖται ἡ καλάμη, ἔχουσα τὴν ἀσφάλειαν ἐκ τοῦ ἐνδύματος τοῦ ἀκαύστου· τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ἐπὶ τοῦ σώματος καὶ ἐπὶ τοῦ θανάτου ἄν τις εἴποι· ὅτι εἰ προστάξει μόνον κωλυθεὶς ἦν ὁ θάνατος ὑπ' αὐτοῦ, οὐδὲν ἧττον πάλιν ἦν θνητὸν καὶ φθαρτὸν κατὰ τὸν τῶν σωμάτων λόγον. Ἀλλ' ἵνα μὴ τοῦτο γένηται, ἐνεδύσατο τὸν ἀσώματον τοῦ Θεοῦ Λόγον· καὶ οὕτως οὐκ ἔτι τὸν θάνατον οὐδὲ τὴν φθορὰν φοβεῖται, ἔχον ἔνδυμα τὴν ζωήν, καὶ ἐν αὐτῷ ἀφανιζομένης τῆς φθορᾶς.
  Οὐκοῦν ἀκολούθως ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος σῶμα ἀνέλαβε, καὶ ἀνθρωπίνῳ ὀργάνῳ κέχρηται, ἵνα καὶ ζωοποιήσῃ τὸ σῶμα, καὶ ἵν', ὥσπερ ἐν τῇ κτίσει διὰ τῶν ἔργων γνωρίζεται, οὕτως καὶ ἐν ἀνθρώπῳ ἐργάσηται, καὶ δείξῃ ἑαυτὸν πανταχοῦ, μηδὲν ἔρημον τῆς ἑαυτοῦ θειότητος καὶ γνώσεως καταλιμπάνων. Πάλιν γὰρ τὸ αὐτό φημι, τοῖς πρότερον ἐπαναλαβών, ὅτι τοῦτο πεποίηκεν ὁ Σωτήρ, ἵνα ὥσπερ τὰ πάντα πανταχόθεν πληροῖ παρών, οὕτως καὶ τὰ πάντα τῆς περὶ αὐτοῦ γνώσεως πληρώσῃ, ᾗ φησι καὶ ἡ θεία γραφή· "Ἐπληρώθη ἡ σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον." Εἴτε γάρ τις ἀναβλέπειν εἰς τὸν οὐρανὸν βούλεται, ὁρᾷ τὴν τούτου διακόσμησιν· εἴτε οὐ δύναται μὲν εἰς τὸν οὐρανόν, εἰς ἀνθρώπους δὲ μόνον ἀνακύπτει, ὁρᾷ διὰ τῶν ἔργων τὴν ἀσύγκριτον αὐτοῦ πρὸς ἀνθρώπους δύναμιν, καὶ γινώσκει τοῦτον ἐν ἀνθρώποις μόνον Θεὸν Λόγον. Εἴτε ἐν δαίμοσί τις ἀπεστράη, καὶ περὶ τούτου ἐπτόηται, ὁρᾷ τοῦτον ἐλαύνοντα τούτους, καὶ κρίνει τοῦτον αὐτῶν εἶναι δεσπότην· εἴτε εἰς τὴν ὑδάτων βεβύθισται φύσιν, καὶ νομίζει ταῦτα Θεὸν εἶναι, ὥσπερ Αἰγύπτιοι σέβουσι τὸ ὕδωρ, ὁρᾷ ταύτην μεταβαλλομένην ὑπ' αὐτοῦ, καὶ γινώσκει τούτων εἶναι κτίστην τὸν Κύριον. Εἰ δὲ καὶ εἰς ᾅδην τις κατέβη, καὶ πρὸς τοὺς ἐκεῖ κατελθόντας ἥρωας ἐπτόηται ὡς θεούς, ἀλλ' ὁρᾷ τὴν τούτου γενομένην ἀνάστασιν, καὶ τὴν κατὰ τοῦ θανάτου νίκην, καὶ λογίζεται καὶ ἐν ἐκείνοις μόνον εἶναι τὸν Χριστὸν ἀληθινὸν Κύριον καὶ Θεόν. Πάντων γὰρ τῶν τῆς κτίσεως μερῶν ἥψατο ὁ Κύριος, καὶ τὰ πάντα πάσης ἀπάτης ἠλευθέρωσε καὶ ἤλεγξεν, ὡς Παῦλός φησιν· "Ἀπεκδυσάμενος τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας ἐθριάμβευσεν ἐν τῷ σταυρῷ", ἵνα μηκέτι τις ἀπατηθῆναι δυνηθῇ, ἀλλὰ πανταχοῦ τὸν ἀληθινὸν τοῦ Θεοῦ Λόγον εὕρῃ. Οὕτω γὰρ λοιπὸν πανταχόθεν συγκλειόμενος ὁ ἄνθρωπος καὶ πανταχοῦ, τοῦτ' ἔστιν ἐν οὐρανῷ, ἐν ᾅδῃ, ἐν ἀνθρώπῳ, ἐπὶ γῆς ἡπλωμένην τὴν τοῦ Λόγου θειότητα βλέπων, οὐκ ἔτι μὲν ἀπατᾶται περὶ Θεοῦ, μόνον δὲ τοῦτον προσκυνεῖ, καὶ δι' αὐτοῦ καλῶς τὸν Πατέρα γινώσκει. Τούτοις μὲν οὖν καὶ Ἕλληνες εἰκότως δυσωπηθήσονται παρ' ἡμῶν ἐκ τῶν εὐλόγων· εἰ δὲ μὴ αὐτάρκεις εἶναι τοὺς λόγους ἡγοῦνται πρὸς αἰσχύνην αὐτῶν, κἂν ἐκ τῶν ἐπ' ὄψεσι πάντων φαινομένων πιστούσθωσαν τὰ λεγόμενα.
  Πότε τὴν τῶν εἰδώλων θρησκείαν ἤρξαντο καταλιμπάνειν οἱ ἄνθρωποι, εἰ μὴ ἀφ' οὗ γέγονεν ὁ ἀληθινὸς τοῦ Θεοῦ Θεὸς Λόγος ἐν ἀνθρώποις; πότε δὲ τὰ παρ' Ἕλλησι καὶ πανταχοῦ μαντεῖα πέπαυται καὶ κεκένωται, εἰ μὴ ὅτε μέχρι γῆς πεφανέρωκεν ἑαυτὸν ὁ Σωτήρ; Πότε δὲ καταγινώσκεσθαι ἤρξαντο οἱ παρὰ ποιηταῖς λεγόμενοι θεοὶ καὶ ἥρωες, ὡς μόνον ὄντες ἄνθρωποι θνητοί, εἰ μὴ ἀφ' οὗ ὁ Κύριος τὸ κατὰ τοῦ θανάτου τρόπαιον εἰργάσατο, καὶ ὅπερ ἔλαβε σῶμα τετήρηκεν ἄφθαρτον, ἀναστήσας αὐτὸ ἐκ τῶν νεκρῶν; Πότε δὲ ἡ δαιμόνων ἀπάτη καὶ μανία κατεφρονήθη, εἰ μὴ ὅτε ἡ τοῦ Θεοῦ Δύναμις ὁ Λόγος, ὁ πάντων καὶ τούτων Δεσπότης, διὰ τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀσθένειαν συγκαταβάς, ἐπὶ γῆς ἐφάνη; Πότε δὲ τῆς μαγείας ἡ τέχνη καὶ τὰ διδασκαλεῖα ἤρξαντο καταπατεῖσθαι, εἰ μὴ ὅτε τὰ θεοφάνια τοῦ Λόγου γέγονεν ἐν ἀνθρώποις; Καὶ ὅλως, πότε τῶν Ἑλλήνων ἡ σοφία μεμώραται, εἰ μὴ ὅτε ἡ ἀληθὴς τοῦ Θεοῦ Σοφία ἐπὶ γῆς ἑαυτὴν ἐφανέρωσε; Πάλαι μὲν γὰρ πᾶσα ἡ οἰκουμένη καὶ πᾶς τόπος τῇ θρησκείᾳ τῶν εἰδώλων ἐπλανᾶτο, καὶ οὐδὲν ἄλλο ἢ τὰ εἴδωλα θεοὺς ἐνόμιζον οἱ ἄνθρωποι. Νῦν δὲ κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην, τὴν μὲν τῶν εἰδώλων δεισιδαιμονίαν καταλιμπάνουσιν οἱ ἄνθρωποι, ἐπὶ δὲ τὸν Χριστὸν καταφεύγουσι, καὶ Θεὸν αὐτὸν προσκυνοῦντες, δι' αὐτοῦ καὶ ὃν οὐκ ᾔδεισαν Πατέρα γινώσκουσι. Καὶ τό γε θαυμαστόν, διαφόρων ὄντων καὶ μυρίων σεβασμάτων, καὶ ἑκάστου τόπου τὸ ἴδιον ἔχοντος εἴδωλον, καὶ μὴ ἰσχύοντος τοῦ παρ' αὐτοῖς λεγομένου θεοῦ τὸν πλησίον ὑπερβῆναι τόπον, ὥστε καὶ τοὺς ἐκ γειτόνων πεῖσαι σέβειν αὐτόν, ἀλλὰ μόλις καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις θρησκευομένου|οὐδεὶς γὰρ ἄλλος τὸν τοῦ γείτονος ἐσέβετο θεόν, ἀλλ' ἕκαστος τὸ ἴδιον ἐφύλαττεν εἴδωλον, νομίζων τῶν πάντων αὐτὸ κύριον εἶναι|, μόνος ὁ Χριστὸς παρὰ πᾶσιν εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτὸς προσκυνεῖται· καὶ ὃ μὴ δεδύνηται τῶν εἰδώλων ἡ ἀσθένεια ποιῆσαι, ὥστε κἂν τοὺς πλησίον οἰκοῦντας πεῖσαι, τοῦτο ὁ Χριστὸς πεποίηκεν, οὐ μόνον τοὺς πλησίον ἀλλὰ καὶ πᾶσαν ἁπλῶς τὴν οἰκουμένην πείσας ἕνα καὶ τὸν αὐτὸν Κύριον σέβειν, καὶ δι' αὐτοῦ Θεὸν τὸν αὐτοῦ Πατέρα.
  Καὶ πάλαι μὲν τὰ πανταχοῦ τῆς ἀπάτης τῶν μαντείων ἐπεπλήρωτο, καὶ τὰ ἐν Δελφοῖς καὶ Δωδώνῃ καὶ Βοιωτίᾳ καὶ Λυκίᾳ καὶ Λιβύῃ καὶ Αἰγύπτῳ καὶ Καβίροις μαντεύματα καὶ ἡ Πυθία ἐθαυμάζοντο τῇ φαντασίᾳ παρὰ τῶν ἀνθρώπων· νῦν δὲ ἀφ' οὗ Χριστὸς καταγγέλλεται πανταχοῦ, πέπαυται καὶ τούτων ἡ μανία, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι λοιπὸν ἐν αὐτοῖς ὁ μαντευόμενος. Καὶ πάλαι μὲν δαίμονες ἐφαντασιοκόπουν τοὺς ἀνθρώπους, προκαταλαμβάνοντες πηγὰς ἢ ποταμοὺς ἢ ξύλα ἢ λίθους, καὶ οὕτως ταῖς μαγγανείαις ἐξέπληττον τοὺς ἄφρονας. Νῦν δὲ τῆς θείας ἐπιφανείας τοῦ Λόγου γεγενημένης πέπαυται τούτων ἡ φαντασία. Τῷ γὰρ σημείῳ τοῦ σταυροῦ καὶ μόνον ὁ ἄνθρωπος χρώμενος, ἀπελαύνει τούτων τὰς ἀπάτας. Καὶ πάλαι μὲν τοὺς παρὰ ποιηταῖς λεγομένους θεούς, Δία καὶ Κρόνον καὶ Ἀπόλλωνα καὶ ἥρωας, ἐνόμιζον οἱ ἄνθρωποι θεούς, καὶ τούτους ἐπλανῶντο σέβοντες· ἄρτι δὲ τοῦ Σωτῆρος ἐν ἀνθρώποις φανέντος, ἐκεῖνοι μὲν ἐγνώσθησαν ὄντες ἄνθρωποι θνητοί, μόνος δὲ ὁ Χριστὸς ἐν ἀνθρώποις ἐγνωρίσθη Θεὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ Θεὸς Λόγος. Τί δὲ περὶ τῆς θαυμαζομένης παρ' αὐτοῖς μαγείας ἄν τις εἴποι; Ὅτι πρὶν μὲν ἐπιδημῆσαι τὸν Λόγον, ἴσχυε καὶ ἐνήργει παρ' Αἰγυπτίοις καὶ Χαλδαίοις καὶ Ἰνδοῖς αὕτη καὶ ἐξέπληττε τοὺς ὁρῶντας· τῇ δὲ παρουσίᾳ τῆς ἀληθείας καὶ τῇ ἐπιφανείᾳ τοῦ Λόγου διηλέγχθη καὶ αὕτη, καὶ κατηργήθη παντελῶς. Περὶ δὲ τῆς Ἑλληνικῆς σοφίας καὶ τῆς τῶν φιλοσόφων μεγαλοφωνίας, νομίζω μηδένα τοῦ παρ' ἡμῶν δεῖσθαι λόγου, ἐπ' ὄψει πάντων ὄντος τοῦ θαύματος, ὅτι τοσαῦτα γραψάντων τῶν παρ' Ἕλλησι σοφῶν καὶ μὴ δυνηθέντων πεῖσαι κἂν ὀλίγους ἐκ τῶν πλησίον τόπων περὶ ἀθανασίας καὶ τοῦ κατ' ἀρετὴν βίου, μόνος ὁ Χριστὸς δι' εὐτελῶν ῥημάτων, καὶ δι' ἀνθρώπων οὐ κατὰ τὴν γλῶτταν σοφῶν, κατὰ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην παμπληθεῖς ἐκκλησίας ἔπεισεν ἀνθρώπων καταφρονεῖν μὲν θανάτου, φρονεῖν δὲ ἀθάνατα, καὶ τὰ μὲν πρόσκαιρα παρορᾶν, εἰς δὲ τὰ αἰώνια ἀποβλέπειν, καὶ μηδὲν μὲν ἡγεῖσθαι τὴν ἐπὶ γῆς δόξαν, μόνης δὲ τῆς ἀθανασίας ἀντιποιεῖσθαι.
  Ταῦτα δὲ τὰ λεγόμενα παρ' ἡμῶν οὐκ ἄχρι λόγων ἐστίν, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς πείρας ἔχει τὴν τῆς ἀληθείας μαρτυρίαν. Παρίτω γὰρ ὁ βουλόμενος καὶ θεωρείτω τῆς μὲν ἀρετῆς τὸ γνώρισμα ἐν ταῖς Χριστοῦ παρθένοις καὶ ἐν τοῖς σωφροσύνην ἁγνεύουσι νεωτέροις, τῆς δὲ ἀθανασίας τὴν πίστιν ἐν τῷ τοσούτῳ τῶν μαρτύρων αὐτοῦ χορῷ. Ἡκέτω δὲ καὶ ὁ πεῖραν τῶν προλεχθέντων βουλόμενος λαβεῖν, καὶ ἐπ' αὐτῆς τῆς φαντασίας τῶν δαιμόνων, καὶ τῆς τῶν μαντείων ἀπάτης, καὶ τῶν τῆς μαγείας θαυμάτων, χρησάσθω τῷ σημειῷ τοῦ γελωμένου παρ' αὐτοῖς σταυροῦ, τὸν Χριστὸν ὀνομάσας μόνον, καὶ ὄψεται πῶς δι' αὐτοῦ δαίμονες μὲν φεύγουσι, μαντεῖα δὲ παύεται, μαγεία δὲ πᾶσα καὶ φαρμακεία κατήργηται. Τίς οὖν ἄρα καὶ πηλίκος ἐστὶν οὗτος ὁ Χριστός, ὁ τῇ ἑαυτοῦ ὀνομασίᾳ καὶ παρουσίᾳ τὰ πάντα πανταχόθεν ἐπισκιάσας καὶ καταργήσας, καὶ μόνος κατὰ πάντων ἰσχύων, καὶ πᾶσαν τὴν οἰκουμένην τῆς ἑαυτοῦ διδασκαλίας πληρώσας; Λεγέτωσαν οἱ πάνυ γελῶντες καὶ οὐκ ἐρυθριῶντες Ἕλληνες. Εἰ μὲν γὰρ ἄνθρωπός ἐστι, καὶ πῶς εἷς ἄνθρωπος τὴν πάντων τῶν παρ' αὐτοῖς θεῶν δύναμιν ὑπερῆρε, καὶ οὐδὲν ἐκείνους ὄντας τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει διήλεγξεν; Εἰ δὲ μάγον αὐτὸν λέγουσι, πῶς οἷόν τέ ἐστιν ὑπὸ μάγου καταργεῖσθαι πᾶσαν τὴν μαγείαν, καὶ μὴ μᾶλλον συνίσ τασθαι; Εἰ μὲν γὰρ ἀνθρώπους μάγους ἐνίκα, ἢ καθ' ἑνὸς ἴσχυε μόνου, καλῶς ἂν ἐνομίσθη παρ' αὐτοῖς κρείττονι τέχνῃ τὴν τῶν ἄλλων ὑπερβάλλων. Εἰ δὲ κατὰ πάσης ἁπλῶς μαγείας καὶ αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος αὐτῆς ἤρατο τὴν νίκην ὁ τούτου σταυρός, δῆλον ἂν εἴη μὴ εἶναι μάγον τὸν Σωτῆρα, ὃν καὶ οἱ παρὰ τῶν ἄλλων μάγων ἐπικαλούμενοι δαίμονες ὡς δεσπότην φεύγουσι. Τίς οὖν ἄρα ἐστὶ λεγέτωσαν οἱ μόνον ἐν τῷ χλευάζειν ἔχοντες τὴν σπουδὴν Ἕλληνες. Ἴσως ἂν φήσαιεν δαίμονα καὶ αὐτὸν γεγενῆσθαι, καὶ οὕτως ἰσχύειν. Τοῦτο δὲ καὶ πάνυ λέγοντες ὀφλήσουσι χλεύην, πάλιν ταῖς προτέραις ἀποδείξεσι δυσωπεῖσθαι δυνάμενοι. Πῶς γὰρ οἷόν τέ ἐστι δαίμονα εἶναι τὸν τοὺς δαίμονας ἀπελαύνοντα; Εἰ μὲν γὰρ ἁπλῶς δαίμονας ἤλαυνε, καλῶς ἂν ἐνομίσθη τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἰσχύειν αὐτὸν κατὰ τῶν ἐλαττόνων, ὁποῖα καὶ Ἰουδαῖοι θέλοντες αὐτὸν ὑβρίζειν ἔλεγον αὐτῷ. Εἰ δὲ πᾶσα τῶν δαιμόνων μανία ἐξίσταται τῇ τούτου ὀνομασίᾳ καὶ διώκεται, φανερὸν ἂν εἴη καὶ ἐν τούτῳ πλανᾶσθαι αὐτούς, καὶ μὴ εἶναι ὡς νομίζουσι δαιμονικήν τινα δύναμιν τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Σωτῆρα Χριστόν. Οὐκοῦν εἰ μήτε ἄνθρωπος ἁπλῶς μήτε μάγος μήτε δαίμων τίς ἐστιν ὁ Σωτήρ, ἀλλὰ καὶ τὴν παρὰ ποιηταῖς ὑπόνοιαν καὶ δαιμόνων φαντασίαν καὶ Ἑλλήνων σοφίαν τῇ ἑαυτοῦ θειότητι κατήργησε καὶ ἐπεσκίασε, φανερὸν ἂν εἴη καὶ παρὰ πᾶσιν ὁμολογηθήσεται ὅτι οὗτος ἀληθῶς Θεοῦ Υἱός ἐστι, Λόγος καὶ Σοφία καὶ Δύναμις τοῦ Πατρὸς ὑπάρχων. Διὰ τοῦτο γὰρ οὐδὲ ἀνθρώπινά ἐστιν αὐτοῦ τὰ ἔργα, ἀλλ' ὑπὲρ ἄνθρωπον, καὶ Θεοῦ τῷ ὄντι γινώσκεται ταῦτα, καὶ ἀπ' αὐτῶν τῶν φαινομένων καὶ ἀπὸ τῆς πρὸς ἀνθρώπους συγκρίσεως.
  Τίς γὰρ τῶν πώποτε γενομένων ἀνθρώπων ἐκ παρθένου μόνης ἑαυτῷ συνεστήσατο σῶμα; ἢ τίς πώποτε ἀνθρώπων τοιαύτας νόσους ἐθεράπευσεν, οἵας ὁ κοινὸς πάντων Κύριος; Τίς δὲ τὸ τῇ γενέσει ἐλλεῖπον ἀποδέδωκε, καὶ ἐκ γενετῆς τυφλὸν ἐποίησε βλέπειν; Ἀσκληπιὸς ἐθεοποιήθη παρ' αὐτοῖς, ὅτι τὴν ἰατρικὴν ἤσκησε, καὶ βοτάνας πρὸς τὰ πάσχοντα τῶν σωμάτων ἐπενόει, οὐκ αὐτὸς ταύτας πλάττων ἀπὸ γῆς, ἀλλὰ τῇ ἐκ φύσεως ἐπιστήμῃ ταύτας ἐφευρίσκων. Τί δὲ πρὸς τὸ ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος γενόμενον, ὅτι οὐ τραῦμα ἐθεράπευσεν, ἀλλὰ γένεσιν ἔπλασε καὶ ἀποκατέστησε τὸ πλάσμα; Ἡρακλῆς ὡς θεὸς προσκυνεῖται παρ' Ἕλλησιν, ὅτι πρὸς ἴσους ἀνθρώπους ἀντεμαχέσατο, καὶ θηρία δόλοις ἀνεῖλε. Τί πρὸς τὰ ὑπὸ τοῦ Λόγου γενόμενα, ὅτι νόσους καὶ δαίμονας καὶ τὸν θάνατον αὐτὸν ἀπήλαυνε τῶν ἀνθρώπων; Διόνυσος θρησκεύεται παρ' αὐτοῖς, ὅτι μέθης γέγονε διδάσκαλος τοῖς ἀνθρώποις. Ὁ δὲ Σωτὴρ τῷ ὄντι καὶ Κύριος τοῦ παντός, σωφροσύνην διδάξας, χλευάζεται παρ' ἐκείνων. Ἀλλ' ἔστω ταῦτα. Τί καὶ πρὸς τὰ ἕτερα θαύματα τῆς θεότητος αὐτοῦ; Τίνος ἀποθνῄσκοντος ἀνθρώπου, ὁ μὲν ἥλιος ἐσκοτίσθη, ἡ δὲ γῆ ἐσείετο; Ἰδοὺ μέχρι νῦν ἀποθνῄσκουσι καὶ ἀπέθανον ἔτι ἄνωθεν ἄνθρωποι· πότε τι τοιοῦτον ἐπ' αὐτοῖς γέγονε θαῦμα; Ἤ, ἵνα τὰς διὰ τοῦ σώματος αὐτοῦ πράξεις παραλίπω, καὶ τὰς μετὰ τὴν ἀνάστασιν τοῦ σώματος αὐτοῦ μνημονεύσω, τίνος πώποτε τῶν γενομένων ἀνθρώπων ἡ διδασκαλία, ἀπὸ περάτων ἕως περάτων γῆς μία καὶ ἡ αὐτὴ δι' ὅλων ἴσχυσεν, ὥστε διὰ πάσης γῆς τὸ σέβας αὐτοῦ διαπτῆναι; Ἢ διὰ τί, εἴπερ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ Χριστὸς καὶ οὐ Θεὸς Λόγος κατ' αὐτούς, οὐ κωλύεται ὑπὸ τῶν παρ' αὐτοῖς θεῶν εἰς τὴν αὐτὴν χώραν, ἔνθα εἰσί, τὸ τούτου σέβας διαβῆναι, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸς ὁ Λόγος ἐπιδημῶν τῇ διδασκαλίᾳ ἑαυτοῦ τὴν ἐκείνων θρησκείαν παύει, καὶ τὴν φαντασίαν αὐτῶν καταισχύνει;
  Πολλοὶ πρὸ τούτου γεγόνασι βασιλεῖς καὶ τύραννοι γῆς, πολλοὶ παρὰ Χαλδαίοις ἱστοροῦνται καὶ παρ' Αἰγυπτίοις καὶ Ἰνδοῖς γενόμενοι σοφοὶ καὶ μάγοι· τίς τούτων ποτέ, οὐ λέγω μετὰ θάνατον, ἀλλὰ καὶ ἔτι ζῶν ἠδυνήθη τοσοῦτον ἰσχῦσαι, ὥστε τὴν σύμπασαν αὐτὸν γῆν πληρῶσαι τῆς αὐτοῦ διδασκαλίας, καὶ τοσοῦτον πλῆθος παιδεῦσαι ἀπὸ τῆς τῶν εἰδώλων δεισιδαιμονίας, ὅσους ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ εἰς ἑαυτὸν ἀπὸ τῶν εἰδώλων μετήνεγκεν; Ἑλλήνων οἱ φιλόσοφοι μετὰ πιθανότητος καὶ τέχνης λόγων πολλὰ συνέγραψαν· τί οὖν τοσοῦτον ὅσον ὁ τοῦ Χριστοῦ σταυρὸς ἐπεδείξαντο; Ἄχρι γὰρ τελευτῆς αὐτῶν τὰ παρ' αὐτῶν σοφίσματα τὸ πιθανὸν ἔσχεν· ἀλλὰ καὶ ὃ ἔδοξαν ζῶντες ἰσχύειν ἐν ἀλλήλοις ἔσχον τὴν ἅμιλλαν, καὶ κατ' ἀλλήλων μελετῶντες ἐφιλονείκουν. Ὁ δὲ τοῦ Θεοῦ Λόγος, τὸ παραδοξότατον, πτωχοτέραις ταῖς λέξεσι διδάξας, τοὺς πάνυ σοφιστὰς ἐπεσκίασε, καὶ τὰς μὲν ἐκείνων διδασκαλίας κατήργησε, πάντας ἕλκων πρὸς ἑαυτόν, τὰς δὲ ἑαυτοῦ ἐκκλησίας πεπλήρωκε· καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν θάνατον καταβάς, τὴν τῶν σοφῶν μεγαλοφωνίαν περὶ εἰδώλων κατήργησε. Τίνος γάρ ποτε θάνατος ἀπήλασε δαίμονας; ἢ τίνος ποτὲ θάνατον ἐφοβήθησαν δαίμονες ὡς τὸν Χριστοῦ; Ἔνθα γὰρ ὀνομάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Σωτῆρος, ἐκεῖθεν πᾶς δαίμων ἀπελαύνεται. Τίς δὲ οὕτως τὰ ψυχικὰ πάθη περιεῖλε τῶν ἀνθρώπων, ὥστε τοὺς μὲν πόρνους σωφρονεῖν, τοὺς δὲ ἀνδροφόνους μηκέτι ξίφος κρατεῖν, τοὺς δὲ δειλίᾳ προκατεχομένους ἀνδρίζεσθαι; Καὶ ὅλως, τίς τοὺς παρὰ βαρβάροις καὶ τοὺς κατὰ τόπον τῶν ἐθνῶν ἀνθρώπους ἔπεισεν ἀποθέσθαι μὲν τὴν μανίαν, εἰρηναῖα δὲ φρονεῖν, εἰ μὴ ἡ τοῦ Χριστοῦ πίστις, καὶ τὸ τοῦ σταυροῦ σημεῖον; Τίς δὲ ἄλλος περὶ ἀθανασίας οὕτως ἐπιστώσατο τοὺς ἀνθρώπους, ὡς ὁ τοῦ Χριστοῦ σταυρός, καὶ ἡ τοῦ σώματος ἀνάστασις αὐτοῦ; Καίπερ γὰρ πάντα ψευσάμενοι Ἕλληνες, ὅμως οὐκ ἠδυνήθησαν ἀνάστασιν τῶν ἑαυτῶν εἰδώλων πλάσασθαι, οὐκ ἐνθυμούμενοι τὸ σύνολον, εἰ ὅλως δυνατὸν μετὰ θάνατον εἶναι πάλιν τὸ σῶμα· ἐφ' ᾧ καὶ μάλιστα ἄν τις αὐτοὺς ἀποδέξηται, ὅτι τοιαῦτα λογισάμενοι τὴν μὲν ἀσθένειαν τῆς ἑαυτῶν εἰδωλολατρίας ἤλεγξαν, τὸ δὲ δυνατὸν τῷ Χριστῷ παρεχώρησαν, ἵνα καὶ ἐκ τούτου γνωσθῇ παρὰ πᾶσι τοῦ Θεοῦ Υἱός.
  Τίς οὖν ἀνθρώπων μετὰ θάνατον ἢ ὅλως ζῶν περὶ παρθενίας ἐδίδαξε, καὶ οὐκ ἐνόμισεν ἀδύνατον εἶναι τὴν ἀρετὴν ταύτην ἐν ἀνθρώποις; Ἀλλ' ὁ ἡμέτερος Σωτὴρ καὶ τῶν πάντων Βασιλεὺς Χριστὸς τοσοῦτον ἴσχυσεν ἐν τῇ περὶ ταύτης διδασκαλίᾳ, ὡς καὶ παιδία μήπω τῆς νομίμης ἡλικίας ἐπιβάντα τὴν ὑπὲρ τὸν νόμον ἐπαγγέλλεσθαι παρθενίαν. Τίς πώποτε ἀνθρώπων ἠδυνήθη διαβῆναι τοσοῦτον, καὶ εἰς Σκύθας καὶ Αἰθίοπας, ἢ Πέρσας, ἢ Ἀρμενίους, ἢ Γότθους, ἢ τοὺς ἐπέκεινα τοῦ Ὠκεανοῦ λεγομένους, ἢ τοὺς ὑπὲρ τὴν Ὑρκανίαν ὄντας, ἢ ὅλως τοὺς Αἰγυπτίους καὶ Χαλδαίους παρελθεῖν, τοὺς φρονοῦντας μὲν μαγικά, δεισιδαίμονας δὲ ὑπὲρ τὴν φύσιν καὶ ἀγρίους τοῖς τρόποις, καὶ ὅλως κηρύξαι περὶ ἀρετῆς καὶ σωφροσύνης καὶ τῆς κατὰ εἰδώλων θρησκείας, ὡς ὁ πάντων Κύριος, ἡ τοῦ Θεοῦ Δύναμις, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός; Ὃς οὐ μόνον ἐκήρυξε διὰ τῶν ἑαυτοῦ μαθητῶν, ἀλλὰ γὰρ καὶ ἔπεισεν αὐτοὺς κατὰ διάνοιαν, τὴν μὲν τῶν τρόπων ἀγριότητα μεταθέσθαι, μηκέτι δὲ τοὺς πατρίους σέβειν θεούς, ἀλλ' αὐτὸν ἐπιγινώσκειν, καὶ δι' αὐτοῦ τὸν Πατέρα θρησκεύειν. Πάλαι μὲν γὰρ εἰδωλολατροῦντες, Ἕλληνες καὶ βάρβαροι κατ' ἀλλήλων ἐπολέμουν, καὶ ὠμοὶ πρὸς τοὺς συγγενεῖς ἐτύγχανον. Οὐκ ἦν γάρ τινα τὸ σύνολον οὔτε τὴν γῆν οὔτε τὴν θάλασσαν διαβῆναι χωρὶς τοῦ τὴν χεῖρα ξίφεσιν ὁπλίσαι, ἕνεκα τῆς πρὸς ἀλλήλους ἀκαταλλάκτου μάχης. Καὶ γὰρ καὶ ἡ πᾶσα τοῦ ζῆν αὐτοῖς διαγωγὴ δι' ὅπλων ἐγίνετο, καὶ ξίφος ἦν αὐτοῖς ἀντὶ βακτηρίας, καὶ παντὸς βοηθήματος ἔρεισμα· καίτοι, ὡς προεῖπον, εἰδώλοις ἐλάτρευον, καὶ δαίμοσιν ἔσπενδον θυσίας, καὶ ὅμως οὐδὲν ἐκ τῆς εἰδώλων δεισιδαιμονίας ἠδυνήθησαν οἱ τοιαῦτα φρονοῦντες μεταπαιδευθῆναι. Ὅτε δὲ εἰς τὴν Χριστοῦ διδασκαλίαν μεταβεβήκασι, τότε δὴ παραδόξως ὡς τῷ ὄντι κατὰ διάνοιαν κατανυγέντες, τὴν μὲν ὠμότητα τῶν φόνων ἀπέθεντο, καὶ οὐκ ἔτι πολέμια φρονοῦσι, πάντα δὲ αὐτοῖς εἰρηναῖα, καὶ τὰ πρὸς φιλίαν καταθύμια λοιπόν ἐστι.
  Τίς οὖν ὁ ταῦτα ποιήσας, ἢ τίς ὁ τοὺς μισοῦντας ἀλλήλους εἰς εἰρήνην συνάψας, εἰ μὴ ὁ ἀγαπητὸς τοῦ Πατρὸς Υἱός, ὁ κοινὸς πάντων Σωτὴρ Ἰησοῦς Χριστός, ὃς τῇ ἑαυτοῦ ἀγάπῃ πάντα ὑπὲρ τῆς ἡμῶν σωτηρίας ὑπέστη; Καὶ γὰρ καὶ ἄνωθεν ἦν προφητευόμενον περὶ τῆς παρ' αὐτοῦ πρυτανευομένης εἰρήνης, λεγούσης τῆς γραφῆς· "Συγκόψουσι τὰς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα, καὶ τὰς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα, καὶ οὐ λήψεται ἔθνος ἐπ' ἔθνος μάχαιραν, καὶ οὐ μὴ μάθωσιν ἔτι πολεμεῖν." Καὶ οὐκ ἄπιστόν γε τοιοῦτον, ὅπου καὶ νῦν οἱ τὸ ἄγριον τῶν τρόπων ἔμφυτον ἔχοντες βάρβαροι, ἔτι μὲν θύοντες παρ' αὐτοῖς τοῖς εἰδώλοις, μαίνονται κατ' ἀλλήλων, καὶ χωρὶς ξίφους οὐδεμίαν ὥραν ἀνέχονται μένειν. Ὅτε δὲ τῆς Χριστοῦ διδασκαλίας ἀκούουσιν, εὐθέως ἀντὶ μὲν πολέμων εἰς γεωργίαν τρέπονται, ἀντὶ δὲ τοῦ ξίφεσι τὰς χεῖρας ὁπλίζειν, εἰς εὐχὰς ἐκτείνουσι· καὶ ὅλως, ἀντὶ τοῦ πολεμεῖν πρὸς ἑαυτούς, λοιπὸν κατὰ διαβόλου καὶ κατὰ δαιμόνων ὁπλίζονται, σωφροσύνῃ καὶ ψυχῆς ἀρετῇ τούτους καταπολεμοῦντες. Τοῦτο δὲ τῆς μὲν θειότητος τοῦ Σωτῆρός ἐστι γνώρισμα· ὅτι ὃ μὴ δεδύνηνται ἐν εἰδώλοις μαθεῖν οἱ ἄνθρωποι, τοῦτο παρ' αὐτοῦ μεμαθήκασι· τῆς δὲ δαιμόνων καὶ τῆς εἰδώλων ἀσθενείας καὶ οὐθενείας ἔλεγχος οὐκ ὀλίγος ἐστὶν οὗτος. Εἰδότες γὰρ ἑαυτῶν οἱ δαίμονες τὴν ἀσθένειαν, διὰ τοῦτο συνέβαλον πάλαι τοὺς ἀνθρώπους καθ' ἑαυτῶν πολεμεῖν, ἵνα μὴ παυσάμενοι τῆς κατ' ἀλλήλων ἔριδος, εἰς τὴν κατὰ δαιμόνων μάχην ἐπιστρέψωσιν. Ἀμέλει, μὴ πολεμοῦντες πρὸς ἑαυτούς, οἱ Χριστῷ μαθητευόμενοι κατὰ δαιμόνων τοῖς τρόποις καὶ ταῖς κατ' ἀρετὴν πράξεσιν ἀντιπαρατάσσονται, καὶ τούτους μὲν διώκουσι, τὸν δὲ τούτων ἀρχηγὸν διάβολον καταπαίζουσιν, ὥστε ἐν νεότητι μὲν σωφρονεῖν, ἐν πειρασμοῖς δὲ ὑπομένειν, ἐν πόνοις δὲ καρτερεῖν, καὶ ὑβριζομένους μὲν ἀνέχεσθαι, ἀποστερουμένους δὲ καταφρονεῖν, καὶ τό γε θαυμαστόν, ὅτι καὶ θανάτου καταφρονοῦσι, καὶ γίνονται μάρτυρες Χριστοῦ.
  Καὶ ἵνα ἓν ὃ καὶ πάνυ θαυμαστόν ἐστι γνώρισμα τῆς θειότητος τοῦ Σωτῆρος εἴπω· τίς πώποτε ἄνθρωπος ἁπλῶς ἢ μάγος, ἢ τύραννος, ἢ βασιλεύς, ἐφ' ἑαυτοῦ τοσοῦτον ἠδυνήθη βαλεῖν, καὶ καθ' ὅλης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ πάσης δαιμονικῆς στρατίας καὶ πάσης μαγείας καὶ πάσης σοφίας Ἑλλήνων, τοσοῦτον ἰσχυόντων καὶ ἔτι ἀκμαζόντων καὶ ἐκπληττόντων πάντας, ἀντιμάχεσθαι καὶ μιᾷ ῥοπῇ κατὰ πάντων ἀντιστῆναι, ὡς ὁ ἡμέτερος Κύριος, ὁ τοῦ Θεοῦ ἀληθὴς Λόγος, ὃς ἀοράτως ἑκάστου τὴν πλάνην ἐλέγχων, μόνος παρὰ πάντων τοὺς πάντας ἀνθρώπους σκυλεύει, ὥστε τοὺς μὲν τὰ εἴδωλα προσκυνοῦντας λοιπὸν αὐτὰ καταπατεῖν, τοὺς δὲ μαγείαις θαυμασθέντας τὰς βίβλους κατακαίειν, τοὺς δὲ σοφοὺς τὴν τῶν Εὐαγγελίων προκρίνειν πάντων ἑρμηνείαν. Οὓς μὲν γὰρ πρότερον προσεκύνουν, τούτους καταλιμπάνουσιν· ὃν δὲ ἐχλεύαζον ἐσταυρωμένον· τοῦτον προσκυνοῦσι Χριστόν, Θεὸν αὐτὸν ὁμολογοῦντες· Καὶ οἱ μὲν παρ' αὐτοῖς λεγόμενοι θεοὶ τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ διώκονται· ὁ δὲ σταυρωθεὶς Σωτὴρ ἐν πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ Θεὸς ἀναγορεύεται καὶ Θεοῦ Υἱός. Καὶ οἱ μὲν παρ' Ἕλλησι προσκυνούμενοι θεοὶ ὡς αἰσχροὶ διαβάλλονται παρ' αὐτῶν· οἱ δὲ τὴν Χριστοῦ λαμβάνοντες διδασκαλίαν, σωφρονέστερον ἐκείνων ἔχουσι τὸν βίον. Ταῦτα οὖν, καὶ τὰ τοιαῦτα, εἰ μὲν ἀνθρώπινά ἐστι, δεικνύτω τις ὁ βουλόμενος καὶ τὰ τῶν προτέρων τοιαῦτα, καὶ πειθέτω. Εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπων ἀλλὰ Θεοῦ ἔργα ταῦτα φαίνεται καί εἰσι, διὰ τί τοσοῦτον ἀσεβοῦσιν οἱ ἄπιστοι, μὴ ἐπιγινώσκοντες τὸν ταῦτα ἐργασάμενον Δεσπότην; Ὅμοιον γὰρ πάσχουσιν, ὡς εἴ τις ἐκ τῶν ἔργων τῆς κτίσεως μὴ γινώσκοι τὸν τούτων δημιουργὸν Θεόν. Εἰ γὰρ ἐκ τῆς εἰς τὰ ὅλα αὐτοῦ δυνάμεως ἐγίνωσκον αὐτοῦ τὴν θεότητα, ἔγνωσαν ἂν ὅτι καὶ τὰ διὰ τοῦ σώματος ἔργα τοῦ Χριστοῦ οὐκ ἀνθρώπινα, ἀλλὰ τοῦ πάντων Σωτῆρός ἐστι τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γινώσκοντες δὲ οὕτως, καθάπερ εἶπεν ὁ Παῦλος, "οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν".
  Ὥσπερ οὖν εἴ τις ἀόρατον ὄντα τῇ φύσει τὸν Θεὸν καὶ μηδόλως ὁρώμενον εἰ θέλοι ὁρᾶν, ἐκ τῶν ἔργων αὐτὸν καταλαμβάνει καὶ γινώσκει, οὕτως ὁ μὴ ὁρῶν τῇ διανοίᾳ τὸν Χριστόν, κἂν ἐκ τῶν ἔργων τοῦ σώματος καταμανθανέτω τοῦτον, καὶ δοκιμαζέτω εἰ ἀνθρώπινά ἐστιν ἢ Θεοῦ. Καὶ ἐὰν μὲν ἀνθρώπινα ᾖ, χλευαζέτω· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπινά ἐστιν ἀλλὰ Θεοῦ γινώσκεται, μὴ γελάτω τὰ ἀχλεύαστα, ἀλλὰ μᾶλλον θαυμαζέτω, ὅτι διὰ τοιούτου πράγματος εὐτελοῦς τὰ θεῖα ἡμῖν πεφανέρωται, καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἡ ἀθανασία εἰς πάντας ἔφθασε, καὶ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου ἡ τῶν πάντων ἐγνώσθη πρόνοια, καὶ ὁ ταύτης χορηγὸς καὶ Δημιουργὸς αὐτὸς ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος. Αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν· καὶ αὐτὸς ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν διὰ σώματος, ἵνα ἡμεῖς τοῦ ἀοράτου Πατρὸς ἔννοιαν λάβωμεν· καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε τὴν παρ' ἀνθρώπων ὕβριν, ἵνα ἡμεῖς ἀφθαρσίαν κληρονομήσωμεν. Ἐβλάπτετο μὲν γὰρ αὐτὸς οὐδέν, ἀπαθὴς καὶ ἄφθαρτος καὶ Αὐτολόγος ὢν καὶ Θεός· τοὺς δὲ πάσχοντας ἀνθρώπους, δι' οὓς καὶ ταῦτα ὑπέμεινεν, ἐν τῇ ἑαυτοῦ ἀπαθείᾳ ἐτήρει καὶ διέσῳζε. Καὶ ὅλως τὰ κατορθώματα τοῦ Σωτῆρος τὰ διὰ τῆς ἐνανθρωπήσεως αὐτοῦ γενόμενα, τοιαῦτα καὶ τοσαῦτά ἐστιν, ἃ εἰ διηγήσασθαί τις ἐθελήσειεν, ἔοικε τοῖς ἀφορῶσιν εἰς τὸ πέλαγος τῆς θαλάσσης καὶ θέλουσιν ἀριθμεῖν τὰ κύματα ταύτης. Ὡς γὰρ οὐ δύναται τοῖς ὀφθαλμοῖς περιλαβεῖν τὰ ὅλα κύματα, τῶν ἐπερχομένων παριόντων τὴν αἴσθησιν τοῦ πειράζοντος, οὕτως καὶ τῷ βουλομένῳ πάντα τὰ ἐν σώματι τοῦ Χριστοῦ κατορθώματα περιλαβεῖν ἀδύνατον τὰ ὅλα κἂν τῷ λογισμῷ δέξασθαι, πλειόνων ὄντων τῶν παριόντων αὐτοῦ τὴν ἐνθύμησιν, ὧν αὐτὸς νομίζει περιειληφέναι. Κάλλιον οὖν μὴ πρὸς τὰ ὅλα ἀφορῶντα λέγειν, ὧν οὐδὲ μέρος ἐξειπεῖν τις δύναται, ἀλλ' ἔτι ἑνὸς μνημονεῦσαι, καὶ σοὶ καταλιπεῖν τὰ ὅλα θαυμάζειν. Πάντα γὰρ ἐπίσης ἔχει τὸ θαῦμα, καὶ ὅποι δ' ἄν τις ἀποβλέψῃ, ἐκεῖθεν τοῦ Λόγου τὴν θειότητα βλέπων ὑπερεκπλήττεται.
  Τοῦτο οὖν μετὰ τὰ προειρημένα καταμαθεῖν σε ἄξιόν ἐστιν καὶ ὡς ἀρχὴν τῶν μὴ λεχθέντων θέσθαι, καὶ θαυμάσαι λίαν ὅτι τοῦ Σωτῆρος ἐπιδημήσαντος οὐκ ἔτι μὲν ηὔξησεν ἡ εἰδωλολατρία, καὶ ἡ οὖσα δὲ ἐλαττοῦται, καὶ κατ' ὀλίγον παύεται· καὶ οὐκ ἔτι μὲν ἡ Ἑλλήνων σοφία προκόπτει, καὶ ἡ οὖσα δὲ λοιπὸν ἀφανίζεται· καὶ δαίμονες μὲν οὐκ ἔτι φαντασίαις καὶ μαντείαις καὶ μαγείαις ἀπατῶσι, μόνον δὲ τολμῶντες καὶ ἐπιχειροῦντες καταισχύνονται τῷ σημείῳ τοῦ σταυροῦ. Καὶ συλλήβδην εἰπεῖν, θεώρει πῶς ἡ μὲν τοῦ Σωτῆρος διδασκαλία πανταχοῦ αὔξει· πᾶσα δὲ εἰδωλολατρία καὶ πάντα τὰ ἐναντιούμενα τῇ Χριστοῦ πίστει καθ' ἡμέραν ἐλαττοῦται καὶ ἐξασθενεῖ καὶ πίπτει. Οὕτω δὲ θεωρῶν προσκύνει μὲν τὸν ἐπὶ πάντων Σωτῆρα καὶ δυνατὸν Θεὸν Λόγον· καταγίνωσκε δὲ τῶν ἐλαττουμένων καὶ ἀφανιζομένων ὑπ' αὐτοῦ. Ὡς γὰρ ἡλίου παρόντος οὐκ ἔτι τὸ σκότος ἰσχύει, ἀλλὰ καὶ εἴ πού ἐστι περιλειπόμενον ἀπελαύνεται· οὕτως ἐλθούσης τῆς θείας ἐπιφανείας τοῦ Θεοῦ Λόγου, οὐκ ἔτι μὲν ἰσχύει τὸ τῶν εἰδώλων σκότος, πάντα δὲ τὰ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης μέρη τῇ τούτου διδασκαλίᾳ καταλάμπεται. Καὶ ὥσπερ βασιλεύοντός τινος καὶ μὴ φαινομένου ἔν τινι χώρᾳ, ἀλλ' ἔνδον ὄντος ἐν τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ, πολλάκις τινὲς ἄτακτοι καταχρώμενοι τῇ τούτου ἀναχωρήσει ἑαυτοὺς ἀναγορεύουσι, καὶ ἕκαστος κατασχηματισάμενος τοὺς ἀκεραίους φαντασιοκοπεῖ ὡς βασιλεύς, καὶ οὕτως πλανῶνται οἱ ἄνθρωποι τῷ ὀνόματι, ἀκούοντες μὲν εἶναι βασιλέα, οὐχ ὁρῶντες δὲ αὐτόν, διὰ τὸ μάλιστα μηδὲ δύνασθαι αὐτοὺς ἔσω τοῦ οἴκου χωρῆσαι, ἐπειδὰν δὲ ὁ ἀληθῶς βασιλεὺς προέλθῃ καὶ φανῇ, τότε οἱ μὲν ἀπατῶντες ἄτακτοι ἐλέγχονται τῇ τούτου παρουσίᾳ, οἱ δὲ ἄνθρωποι ὁρῶντες τὸν ἀληθῶς βασιλέα, καταλιμπάνουσι τοὺς πάλαι πλανῶντας αὐτούς· οὕτως καὶ πάλαι μὲν ἠπάτων οἱ δαίμονές τε καὶ ἄνθρωποι, Θεοῦ τιμὴν ἑαυτοῖς περιτιθέντες· ὅτε δὲ ἐπεφάνη ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐν σώματι, καὶ ἐγνώρισεν ἡμῖν τὸν ἑαυτοῦ Πατέρα, τότε δὴ ἡ μὲν τῶν δαιμόνων ἀπάτη ἀφανίζεται καὶ παύεται· οἱ δὲ ἄνθρωποι, ἀφορῶντες εἰς τὸν ἀληθινὸν τοῦ Πατρὸς Θεὸν Λόγον, καταλιμπάνουσι τὰ εἴδωλα, καὶ λοιπὸν ἐπιγινώσκουσι τὸν ἀληθινὸν Θεόν. Τοῦτο δὲ γνώρισμα τοῦ εἶναι τὸν Χριστὸν Θεὸν Λόγον καὶ Θεοῦ Δύναμίν ἐστι· τῶν γὰρ ἀνθρωπίνων παυομένων, καὶ μένοντος τοῦ ῥήματος τοῦ Χριστοῦ, δῆλόν ἐστι παρὰ πᾶσι, τὰ μὲν παυόμενα εἶναι πρόσκαιρα, τὸν δὲ μένοντα εἶναι Θεὸν καὶ Θεοῦ Υἱὸν ἀληθινὸν μονογενῆ Λόγον.
  Ταῦτα μέν σοι παρ' ἡμῶν δι' ὀλίγων, ὅσον πρὸς στοιχείωσιν καὶ χαρακτῆρα τῆς κατὰ Χριστὸν πίστεως καὶ τῆς θείας αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιφανείας, ἀνατεθείσθω, ὦ φιλόχριστε ἄνθρωπε, σὺ δὲ τὴν πρόφασιν ἐκ τούτων λαβών, εἰ ἐντυγχάνοις τοῖς τῶν γραφῶν γράμμασι, γνησίως αὐτοῖς ἐφιστάνων τὸν νοῦν, γνώσῃ παρ' αὐτῶν τελειότερον μὲν καὶ τρανότερον τῶν λεχθέντων τὴν ἀκρίβειαν. Ἐκεῖναι μὲν γὰρ διὰ θεολόγων ἀνδρῶν παρὰ Θεοῦ ἐλαλήθησαν καὶ ἐγράφησαν. Ἡμεῖς δὲ παρὰ τῶν αὐταῖς ἐντυγχανόντων θεολόγων διδασκάλων, οἳ καὶ μάρτυρες τῆς Χριστοῦ θεότητος γεγόνασι, μαθόντες μεταδίδομεν καὶ τῇ σῇ φιλομαθείᾳ. Γνώσῃ δὲ καὶ τὴν δευτέραν αὐτοῦ πάλιν πρὸς ἡμᾶς ἔνδοξον καὶ θείαν ἀληθῶς ἐπιφάνειαν, ὅτε οὐκ ἔτι μετ' εὐτελείας, ἀλλ' ἐν τῇ ἰδίᾳ δόξῃ· ὅτε οὐκ ἔτι μετὰ ταπεινότητος, ἀλλ' ἐν τῇ ἰδίᾳ μεγαλειότητι· ὅτε οὐκ ἔτι παθεῖν, ἀλλὰ λοιπὸν τοῦ ἰδίου σταυροῦ τὸν καρπὸν ἀποδοῦναι πᾶσιν ἔρχεται, φημὶ δὴ τὴν ἀνάστασιν καὶ τὴν ἀφθαρσίαν· καὶ οὐκ ἔτι μὲν κρίνεται, κρινεῖ δὲ τοὺς πάντας, πρὸς ἃ ἕκαστος ἔπραξε διὰ τοῦ σώματος, εἴτε ἀγαθά, εἴτε φαῦλα· ἔνθα τοῖς μὲν ἀγαθοῖς ἀπόκειται βασιλεία οὐρανῶν, τοῖς δὲ τὰ φαῦλα πράξασι, πῦρ αἰώνιον καὶ σκότος ἐξώτερον. Οὕτω γὰρ καὶ αὐτὸς ὁ Κύριός φησι· "Λέγω ὑμῖν, ἀπ' ἄρτι ὄψεσθε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ, ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός." Διὸ δὴ καὶ σωτήριός ἐστι λόγος εὐτρεπίζων ἡμᾶς εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν καὶ λέγων· "Γίνεσθε ἕτοιμοι καὶ γρηγορεῖτε, ὅτι ᾗ οὐκ οἴδατε ὥρᾳ ἔρχεται." Κατὰ γὰρ τὸν μακάριον Παῦλον, "τοὺς πάντας ἡμᾶς παραστῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος, πρὸς ἃ διὰ τοῦ σώματος ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθόν, εἴτε φαῦλον".
  Ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐκ τῶν γραφῶν ἔρευναν καὶ γνῶσιν ἀληθῆ, χρεία βίου καλοῦ καὶ ψυχῆς καθαρᾶς καὶ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀρετῆς, ἵνα δι' αὐτῆς ὁδεύσας ὁ νοῦς τυχεῖν ὧν ὀρέγεται καὶ καταλαβεῖν δυνηθῇ, καθ' ὅσον ἐφικτόν ἐστι τῇ ἀνθρώπων φύσει περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου μανθάνειν. Ἄνευ γὰρ καθαρᾶς διανοίας καὶ τῆς πρὸς τοὺς ἁγίους τοῦ βίου μιμήσεως, οὐκ ἄν τις καταλαβεῖν δυνηθείη τοὺς τῶν ἁγίων λόγους. Ὥσπερ γὰρ εἴ τις ἐθελήσειεν ἰδεῖν τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, πάντως τὸν ὀφθαλμὸν ἀποσμήχει καὶ λαμπρύνει, σχεδὸν ὅμοιον τῷ ποθουμένῳ ἑαυτὸν διακαθαίρων, ἵνα οὕτως φῶς γενόμενος ὁ ὀφθαλμὸς τὸ τοῦ ἡλίου φῶς ἴδῃ, ἢ ὡς εἴ τις θελήσειεν ἰδεῖν πόλιν ἢ χώραν, πάντως ἐπὶ τὸν τόπον ἀφικνεῖται τῆς θέας ἕνεκεν· οὕτως ὁ θέλων τῶν θεολόγων τὴν διάνοιαν καταλαβεῖν, προαπονίψαι καὶ προαποπλῦναι τῷ βίῳ τὴν ψυχὴν ὀφείλει, καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς ἁγίους ἀφικέσθαι τῇ ὁμοιότητι τῶν πράξεων αὐτῶν, ἵνα σὺν αὐτοῖς τῇ ἀγωγῇ τῆς συζήσεως γενόμενος, τὰ καὶ αὐτοῖς ἀποκαλυφθέντα παρὰ Θεοῦ κατανοήσῃ, καὶ λοιπὸν ὡς ἐκείνοις συναφθεὶς ἐκφύγῃ μὲν τὸν τῶν ἁμαρτωλῶν κίνδυνον καὶ τὸ τούτων πῦρ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ἀπολάβῃ δὲ τὰ τοῖς ἁγίοις ἀποκείμενα ἐν τῇ τῶν οὐρανῶν βασιλείᾳ, "ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδεν, οὐδὲ οὖς ἤκουσεν, οὐδὲ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπων ἀνέβη, ὅσα ἡτοίμασται τοῖς" κατ' ἀρετὴν βιοῦσι, καὶ "ἀγαπῶσι τὸν Θεὸν" καὶ Πατέρα, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Κυρίῳ ἡμῶν, δι' οὗ καὶ μεθ' οὗ αὐτῷ τῷ Πατρὶ σὺν αὐτῷ τῷ Υἱῷ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι, τιμὴ καὶ κράτος καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

http://users.uoa.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου