ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΛΟΓΟΣ
ΚΑΤΑ ΕΙΔΩΛΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΧΡΟΝΗΣ
ΕΠΟΧΗΣ.
Τό πρῶτο μέρος ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος καταγγέλει τό ψέμα τῆς εἰδωλολατρείας. Στό δεύτερο μέρος τοῦ λόγου περιγράφει τήν ὁδό τῆς ἀνύψωσης πρός τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ καί Λόγου μέ τήν ἐνόραση καί τή θεώρηση τοῦ ἐξωτερικοῦ κόσμου μέσα στήν ἁρμονία καί ὡραιότητά του.
Ὁ
λόγος αὐτός τοῦ Μ. Ἀθανασίου γράφτηκε πιθανόν περί τά ἔτη 317-319 μ.Χ., καί ὅπως
φαίνεται καί ἀπό τόν τίτλο του, καταφέρεται κατά τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρικής
θρησκείας πού ἐπικρατοῦσε στόν τότε γνωστό κόσμο σέ διάφορες συγκριτιστικές
παραλλαγές.
Ἡ
γνώση τῆς ἀλήθειας γιά τόν Θεό καί τόν κόσμο δέν εἶναι τόσο ἀνάγκη νά ἔχει ὡς
δασκάλους ἀνθρώπους.
Μπορεῖ
ἀπό μόνη της νά γίνει γνωστή. Τήν καθιστούν γνωστή τά ἔργα της καί κυρίως ἡ
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ πού τήν παρουσιάζει πιό λαμπρή κι ἀπό τόν ἥλιο. Ἐπειδή ὅμως
ποθείς ν' ἀκούσεις τά σχετικά μ' αὐτή τη
γνώση,
ἔλα, ἀγαπητέ μου, νά σοῦ πώ λίγα, ἀπ' ὅσα γνωρίζω, γιά τή χριστιανική πίστη.
Μπορείς βέβαια νά τά μάθεις κι ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά κι ἀπ' ἄλλους, ἀφοῦ ἀγαπάς
τή γνώση. Ἡ Ἁγία Γραφή, ὄντας θεόπνευστη, ἀρκεί ἀπό μόνη της νά σοῦ γνωρίσει
τήν ἀλήθεια Ὑπάρχουν ἀκόμη γι' αὐτό τό σκοπό καί πολλά συγγράμματα τῶν ἁγίων
Πατέρων.
Ὅποιος τά μελετά, θά μάθει τήν ὀρθή ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς καί θά πάρει τή γνώση
πού ἐπιθυμεί.
Ἐπειδή
ὅμως δέν ἔχω στά χέρια μου τά συγγράμματα τῶν Πατέρων, ὀφείλω νά σοῦ πώ καί νά
σοῦ γράψω ὅσα ἔμαθα ἀπό ἐκείνους.
Ἐννοώ
βέβαια γιά τήν πίστη στό Σωτήρα Χριστό. Ἔτσι, κανείς δέν θά θεωρεί ἀνάξια λόγου
τή χριστιανική μας διδασκαλία, ἀλλά καί οὔτε θά τήν πιστεύει γιά ἀνόητη. Διότι
οἱ εἰδωλολάτρες, μέ πρόσχημα τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, μᾶς συκοφαντούν χλευάζοντας
καί κοροϊδεύοντας τήν πίστη μας. Κι εἶναι εὔκολο νά γκρεμίσει κανείς τίς ἀνόητες
ἀπόψεις τους γιά τό σταυρό τοῦ Κυρίου. Δέν βλέπουν τή δύναμη τοῦ σταυροῦ πού
διαδόθηκε σ' ὅλο τόν κόσμο; Δέν βλέπουν πώς μέ τή δύναμή του φανερώνονται σ' ὅλους
τά ἔργα τοῦ Θεοῦ; Δέν θά κορόϊδευαν τό τόσο μεγάλο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἄν καί οἱ
ἴδιοι εἶχαν στ' ἀλήθεια παραδεχθεῖ τή θεότητα τοῦ Κυρίου. Τό ἀντίθετο μάλιστα·
κι αὐτοί μαζί μας θά πίστευαν τό Σωτήρα τοῦ κόσμου καί θά παραδέχονταν ὅτι ὁ
σταυρός δέν ἀποτελεί ζημιά ἀλλά μεγάλη ὠφέλεια τοῦ κόσμου.
Διότι
μέ τή σταύρωση τοῦ Κυρίου ἔσβησε ἡ δύναμη τῆς εἰδωλολατρείας. Ἀκόμη, μέ τό σημεῖο
τοῦ σταυροῦ φυγαδεύεται κάθε ψεύτικη δύναμη τοῦ σατανά. Μέ τό σταυρό, μόνο τό
Χριστό προσκυνάμε καί χάρη σ' αὐτόν
γνωρίζουμε
καί τό Θεό Πατέρα. Ντροπιάζονται οἱ ἀντίθετοι.
Ὁ
σταυρός καθημερινά φωτίζει καί ἀλλάζει μυστικά τίς καρδιές τῶν ἐχθρών του. Μετά
ἀπ' ὅλ' αὐτά, πῶς μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι πρόκειται γι' ἀνθρώπινο
τέχνασμα καί νά μήν παραδέχεται ὅτι αὐτός πού ἀνέβηκε στό σταυρό δέν εἶναι ἄνθρωπος
ἀλλά ὁ Θεός Λόγος καί Σωτήρας Κύριος; Μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ συκοφάντες τοῦ σταυροῦ
εἶναι σάν ἐκεῖνον πού, ἐνῶ θαυμάζει τό φώς του ἥλιου πού φωτίζει ὅλη τήν κτίση,
κατηγορεί ὅμως τόν ἴδιο τόν ἥλιο ὅταν τόν βλέπει σκεπασμένο μέ σύννεφα. Καί ὅπως
τό φώς μας ὁδηγεῖ στό ἀνώτερό του, τόν ἥλιο, πού εἶναι ἡ πηγή τοῦ φωτός, ἔτσι
καί ἡ θεία γνώση πού κατέκλυσε ὅλο τόν κόσμο μας παραπέμπει ὑποχρεωτικά στόν αἴτιο
καί δημιουργό αὐτοῦ τοῦ κατορθώματος, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τό Θεό καί τόν Υἱό
Λόγο του.
Θά
μιλήσουμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, ἐλέγχοντας πρώτα τήν ἀμάθεια ὅσων δέν
πιστεύουν. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀποδειχθοῦν τά ψέμματά τους, θά λάμψει ἡ ἀλήθεια ἀπό μόνη
της. Καί σύ, ἄνθρωπέ μου, πού ἀσπάζεσαι τήν ἀλήθεια
θά
πάρεις θάρρος· δέν διαψεύστηκες γιά τήν ἐμπιστοσύνη σου στό Χριστό.
Ἐπειδή
ἀγαπάς τό Χριστό, θέλεις καί νά συζητείς γιά Ἐκεῖνον. Γι' αὐτό, πιστεύω ἀκράδαντα
ὅτι ἡ γνώση γιά τόν Χριστό καί ἡ πίστη σ' Αὐτόν ἀποτελεί τό πολυτιμότερο ἀγαθό ἀπ'
ὅλα. Ἀπό τήν ἀρχή δέν ὑπῆρχε κακία. Οὔτε καί τώρα δέν ὑπάρχει μεταξύ τῶν ἁγίων,
καθόλου μάλιστα. Στή συνέχεια, οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν τήν κακία καί τή
χρησιμοποιοῦν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ἔφτασαν στό σημεῖο νά πλάθουν στό
νού τους τή φαντασία τῶν εἰδώλων. Φαντάζονται νά ὑπάρχουν αὐτά πού δέν ὑπάρχουν.
Διότι, ὁ δημιουργός καί βασιλέας τοῦ κόσμου Θεός, πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἀνθρώπινη
ὕπαρξη καί νόηση, ἐπειδή εἶναι ἀγαθός καί ὑπέρκαλλος, δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ὅμοιο
μέ τή δική του εἰκόνα. Τόν δημιούργησε ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Λόγος, ὁ
Κύριός μας Ἰησούς
Χριστός.
Κατασκεύασε τόν ἄνθρωπο ὅμοιο μέ τόν ἑαυτό Τοῦ, νά μπορεῖ νά μελετά καί νά
γνωρίζει ὅλα τά δημιουργήματα. Τόν προίκισε μέ τή δυνατότητα νά γνωρίζει τήν ἀϊδιότητα
τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι,
διατηρεί τήν ὁμοιότητα μέ τό Θεό καί ποτέ δέν ξεφεύγει ἀπό τήν ὀρθή ἀντίληψη
γιά Ἐκεῖνον. Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, δέν διακόπτει τήν κοινωνία μέ
τούς Ἁγίους. Μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος χαίρεται νά συνομιλεί μέ τό Θεό.
Ζεί τήν ἀνώδυνη καί εὐτυχισμένη ζωή πού δέν γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δέν τόν ἐμποδίζει
στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἀνάλογα μέ τή καθαρότητά του βλέπει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ
Πατέρα, δηλαδή τόν Υἱό Λόγο, τόν ὁποῖο καί εἰκονίζει. Μένει κατάπληκτος ἀπό τή
πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο.
Ὁ
κατ' εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπος ξεπερνά κάθε τί τό αἰσθητό, ἀκόμη καί τό
ἴδιο
του τό σώμα, καί ἑνώνεται νοητά μέ τά οὐράνια θεῖα ἐνεργήματα.
Ὅταν
ὁ ἀνθρώπινος νούς ξεφύγει ἀπό τά αἰσθητά
καί
δέν ἐπιθυμεί τίποτε ἀπ' αὐτά τά γήϊνα, τότε ὑπερβαίνει τόν ἑαυτό του
καί
βρίσκεται στήν ἀρχική κατάσταση τῆς δημιουργίας πρίν τήν πτώση.
Ὑπερβαίνει
κάθε τί τό ἀνθρώπινο καί αἰσθητό, μεταρσιώνεται καί
βλέπει
τόν Υἱό Λόγο καί μαζί καί τόν Πατέρα Τοῦ
Χαίρεται
σ' αὐτή τή θεοπτία καί ἀνανεώνεται μέσα του ὁ θεῖος πόθος.
Συμβαίνει
ὅ,τι ἔγινε μέ τόν πρῶτο ἄνθρωπο, πού στά ἑβραϊκά
ὀνομαζόταν
Ἀδάμ. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χωρίς
ντροπή
καί μέ παρρησίᾳ εἶχε στραμμένο τό νού του πρός τό Θεό.
Ἀπολάμβανε
μέ τούς ἁγίους (ἀγγέλους) τή θεωρία τῶν νοητών πού
ζούσαν
σ' ἐκεῖνο τόν τόπο τοῦ παραδείσου, ὅπως τόν ἔλεγε μεταφορικά
ὁ
Μωϋσής. Διότι, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς εἶναι ἱκανή νά καθρεπτίσει
τό
Θεό μέσα της. Τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἔχουν
καθαρή
καρδιά, διότι αὐτοί θά δούν μέ τά ἴδια τους τά μάτια τό Θεό».
Ἔτσι,
λοιπόν, ὅπως διηγηθήκαμε παραπάνω, ὁ Δημιουργός ἔφτιαξε το
ἀνθρώπινο
γένος· κι ἔτσι θέλει νά μείνει γιά πάντα. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως,
παραμέλησαν
τά ὑψηλά καί ἀδιαφόρησαν γιά τήν σπουδή τους.
Ἀγάπησαν
περισσότερο ὅ,τι βρίσκεται κοντά τους· καί πιό κοντά τους
εἶναι
τό σώμα καί οἱ αἰσθήσεις του.
Ἔτσι,
λοιπόν, ἀπομάκρυναν τό νού τους ἀπό τά πνευματικά καί
στράφηκαν
πρός τά σωματικά. Ἡ στροφή ὅμως τοῦ νού πρός τό σώμα
καί
τά αἰσθητά ὁδήγησε σέ ἀπατηλή ἐκτίμηση τοῦ ἐαυτού τους.
Ἔπεσαν
σέ ἐπιθυμία του ἐαυτού τους γιατί προτίμησαν τά ἀνθρώπινα
ἀπό
τά θεῖα. Ἀπορροφήθηκαν στ' ἀνθρώπινα καί δέν θέλουν νά
ξεφύγουν
ἀπό τά γήϊνα. Καταδίκασαν τήν ψυχή τους στίς σωματικές
ἡδονές,
νά εἶναι πάντα ταραγμένη καί ζυμωμένη μέ τά πάθη.
Στό
τέλος, λησμόνησαν καί τήν ἐξουσία μέ τήν ὁποία τούς προίκισε ὁ
Δημιουργός.
Καί τήν ἀλήθεια γιά ὅλα αὐτά μπορεῖ κανείς νά τή
διαπιστώσει
ἀπό τή διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφής γιά τούς πρωτοπλάστους.
Διότι
καί ὁ Ἀδάμ, ἕως ὅτου εἶχε τό νού στραμμένο πρός τό Θεό,
ἀπέφευγε
τήν ἐνασχόληση μέ τά γήϊνα. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τή συμβουλή
τοῦ
διαβόλου πού εἶχε τή μορφή φιδιοῦ καί ἀποστάτησε ἀπό τή θέα τοῦ Θεοῦ,
τότε
στράφηκε ἐγωϊστικά πρός τόν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ
πρωτόπλαστοι
ἔπεσαν στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἀντιμετώπισαν τη
γυμνότητα
μέ πονηρία. Γι' αὐτήν ἔνιωσαν ντροπή.
Δέν
ἔνιωσαν ντροπή γιά τήν ἔλλειψη ἐνδυμάτων ἀλλά γιατί ἔχασαν
τήν
ἐπαφή τους μέ τό Θεό καί στράφηκε ὁ νούς τους πρός τά πονηρά.
Ἡ
ἀποστασία ἀπό τή γνώση καί τόν πόθο τοῦ ἑνός καί
μοναδικοῦ
Θεοῦ, ὁδήγησε τούς ἀνθρώπους σέ διάφορες καί ἐπί μέρους
σωματικές
ἐπιθυμίες. Στή συνέχεια, ὅπως συνήθως συμβαίνει,
οἱ
ἐπί μέρους καί πολλές ἐπιθυμίες δημιούργησαν μιά καταναγκαστική
μεταξύ
τους ἐξάρτηση, ὥστε νά φοβοῦνται νά τίς ἐγκαταλείψουν.
Γι'
αὐτό τό λόγο προκλήθηκαν στή ψυχή τους φόβοι, δειλία, ἡδονές καί
γήϊνο
φρόνημα. Δέν θέλει νά χάσει ἡ ψυχή τίς σωματικές ἐπιθυμίες· καί
γι'
αὐτό φοβάται τό θάνατο καί τό χωρισμό ἀπό τό σώμα. Καί το
χειρότερο,
ὅταν δέν ἱκανοποιοῦνται οἱ ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς, τότε ὁδηγοῦν
σέ
φόνους καί ἀδικίες. Ἄς ἐξηγήσουμε τόν τρόπο πού τά κάμει αὐτά.
Ἡ
ψυχή, μετά τήν ἀποστασία ἀπό τή θεωρία τῶν θείων, κάνοντας
κατάχρηση
τῶν ἐπί μέρους σωματικῶν ἐπιθυμιών, εὐχαριστεῖται ἀπό τήν
ἀπόλαυση
τοῦ σώματος. Τῆς ἄρεσε ἡ ἡδονή. Πλανήθηκε καί στή χρήση
ὀνόματος
τοῦ καλοῦ. Νόμισε ὅτι αὐτή ἡ ἡδονή ἀποτελεί τό ὄντως καλό.
Συνέβη
κάτι παρόμοιο μ' ἐκεῖνον πού σάλεψε στό μυαλό νομίζει ὅτι
θά
φέρει τήν τάξη στήν κοινωνία, ἄν χρησιμοποιεῖ τό ξίφος καί τά ὅπλα
ἐνάντια
στούς ἀπειθείς.
Ἡ
ψυχή ἐρωτεύθηκε τήν ἡδονή καί ἄρχισε νά τήν ἀπολαμβάνει
ποικιλότροπα.
Ἐπειδή εἶναι εὐκίνητη ἡ ψυχή, ἀκόμη κι ὅταν ἀπομακρυνθεῖ
ἀπό
τό καλό, δέν χάνει τήν εὐκινησία της. Μόνο πού τώρα δέν κινεῖται
πρός
τήν ἀρετή οὔτε πρός τή θέα τοῦ Θεοῦ. Σκέφτεται τά ἀνύπαρκτα.
Σάν
αὐτεξούσια πού εἶναι, ἀλλοιώνει τήν ἐξουσία πού ἔχει μέσα της καί
κάνει
κατάχρηση σέ ψεύτικες ἐπιθυμίες. Ὅπως μπορεῖ νά στραφεί πρός τά
καλά,
μπορεῖ καί τό ἀντίθετο. Ἡ ἀποστροφή τῶν καλών ὁδηγεῖ σίγουρα
στή
θεωρία τῶν ἀντιθέτων. Διότι ποτέ ἡ ψυχή δέν σταματά νά κινεῖται,
ἐπειδή
ἔχει στή φύση της τήν κίνηση. Κατανοῶντας το αὐτεξούσιό της,
διαπιστώνει
τή δυνατότητα πού ἔχει νά κινεί τά μέλη τοῦ σώματος καί
πρός
τά δύο, καί πρός ὑπάρχοντα καί πρός τά μή ὑπάρχοντα. Ὑπάρχοντα
εἶναι
τά καλά καί μή ὑπάρχοντα εἶναι τά κακά. Λέω τά ὑπάρχοντα καλά,
διότι
ἔχουν τό πρότυπό τους στό Θεό πού εἶναι ὁ ὑπάρχων. Καί λέω τα
μή
ὑπάρχοντα κακά, διότι
τά
ἔχει πλάσει ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων· γι' αὐτό εἶναι ἀνύπαρκτα.
Καί
συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο: τό σώμα ἔχει τά μάτια γιά νά βλέπει
τά
δημιουργήματα καί ἀπό τήν ἁρμονία τῆς τάξης του σύμπαντος ν'
ἀναγνωρίζει
τό Δημιουργό·
παρόμοια,
ἔχει καί αὐτιά γιά ν' ἀκούει τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί τίς ἐντολές
Τοῦ·
τό ἴδιο ἔχει καί χέρια, γιά τίς ἀναγκαῖες ἐργασίες καί γιά νά τά
ὑψώνει
στή διάρκεια τῆς προσευχής πρός τό Θεό. Ἀντίθετα, ἡ ψυχή,
ἐπειδή
ἀποστάτησε ἀπό τή θεωρία τῶν καλών καί τήν κίνηση πρός αὐτά,
βρίσκεται
σέ πλάνη καί κινεῖται πρός τά κακά.
Ἔπειτα,
ὅπως εἴπα παραπάνω, βλέποντας ἡ ψυχή τίς δυνατότητές της
νά
κάνει κακή χρήση, σκέφτηκε ὅτι μπορεῖ νά κινήσει τά μέλη του
σώματος
καί πρός τά ἀντίθετα. Μέ ἀποτέλεσμα, τό μάτι ἀντί νά βλέπει
τά
δημιουργήματα, νά κινεῖται πρός τίς ἐπιθυμίες. Πιστεύει ὅτι κι αὐτό
μπορεῖ
νά τό κάνει.
Νομίζει
ἡ ψυχή ὅτι, ἐφ' ὅσον κινεῖται, πιστοποιεῖ τήν ἀξία της καί ὅτι δέν
ἁμαρτάνει
ἐφ' ὅσον κινεί τίς δυνάμεις της. Ἀπατάται, διότι δέν γνωρίζει
ὅτι
δημιουργήθηκε ὄχι ἁπλά γιά νά κινεῖται,
ἀλλά
νά κινεῖται σέ ὅσα ἁρμόζει. Σχετικά μ' αὐτό μαρτυρεί καί ὁ λόγος
τοῦ
Ἀποστόλου: «Ὅλα ἐπιτρέπονται, ἀλλά δέν συμφέρουν ὅλα».
Ἡ
ἀνταρσία ὅμως τῶν ἀνθρώπων δέν κοίταξε τό συμφέρον καί πρέπον,
ἀλλά
τί μπορεῖ νά κάνει· ἔτσι, κινήθηκε πρός τά ἀντίθετα. Γι' αὐτό,
κίνησε
τά χέρια πρός τά ἀντίθετα καί ἄρχισε τούς φόνους· ὁδήγησε την
ἀκοή
σέ ἀνυπακοή· καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος στή μοιχεία ἀντί
γιά
τή νόμιμη συζυγία. Ἡ γλῶσσα κινεῖται ἀντί γιά εὐλογίες σέ
βλασφημίες,
ὕβρεις καί ἐπιορκίες. Τά χέρια πάλι κινοῦνται στήν κλοπή
καί
τή χειροδικία τῶν ἀδελφών. Ἡ ὄσφρηση ξέπεσε σέ ποικίλα
ἐρωτικά
ἀρώματα. Τά πόδια τρέχουν νά χύσουν αἷμα. Τό στομάχι δέν
χορταίνει
τό μεθύσι καί τήν πολυφαγία. Συμπερασματικά, ὅλα αὐτά
συνιστούν
τήν κακία καί τήν ἁμαρτία τῆς ψυχῆς.
Αἰτία
ὅλων αὐτῶν τῶν κακών δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν ἀπομάκρυνση ἀπό
τά
καλύτερα.
Συμβαίνει
ὅ,τι καί μέ τόν ἡνίοχο, πού ἀδιαφορεί γιά τόν
σκοπό
γιά τόν ὁποῖο ὁδηγεῖ τά ἄλογα στό στάδιο.
Διότι
ὁδηγῶντας χωρίς σκοπό, ὁδηγεῖ τά ἄλογα ἁπλά ὅπου μπορεῖ·
καί
μπορεῖ ὅπου θέλει. Καί πολλές φορές
ἄλλοτε
πέφτει πάνω στούς περαστικούς καί ἄλλοτε στούς γκρεμούς.
Κατευθύνεται
ὅπου τόν παρασύρει ἡ ταχύτητα τῶν ἀλόγων. Ἔχει την
ψευδαίσθηση
ὅτι, τρέχοντας ἔτσι, δέν ἀστοχεί στό στόχο του. Διότι
προσέχει
μόνο τό δρόμο καί δέν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ξέφυγε ἀπό τό σκοπό του.
Ὅπως
λοιπόν γίνεται μέ τόν ἡνίοχο, ἔτσι καί μέ τήν ψυχή πού ξέφυγε ἀπό
τό
δρόμο τοῦ Θεοῦ καί ἱκανοποιεῖ ἄπρεπα τά μέλη τοῦ σώματος. Ἤ καλύτερα,
μαζί
μέ τό σώμα, ἡ ψυχή ἐξωθεῖται κι ἀπό τόν ἑαυτό της ν' ἁμαρτάνει
καί
νά κυοφορεί μέσα της τό κακό.
Δέν
ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχασε τό δρόμο της καί βγῆκε ἔξω
ἀπό
τόν ἀληθινό σκοπό της. Γι' αὐτόν τό σκοπό εἶναι πού λέει ὁ μακάριος
καί
χριστοφόρος ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐπιδιώκω τό σκοπό πού δέν εἶναι
ἄλλος
ἀπό τό βραβεῖο τῆς οὐράνιας πρόσκλησης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ἔχοντας
λοιπόν ὁ ἀπόστολος ὡς στόχο πάντοτε τό καλό,
ποτέ
δέν ξέφυγε νά κάμει τά κακό.
Ὁρισμένοι
λοιπόν εἰδωλολάτρες πλανήθηκαν ἀπό τόν ὀρθό δρόμο καί δέν
γνώρισαν
τό Χριστό· θεωρούν ὅτι τό κακό ὑπάρχει αὐθύπαρκτα.
Κάνουν
διπλό σφάλμα. Ἀπό τή μιά, θεωρούν ὅτι ὁ Θεός ὡς Δημιουργός
δέν
ἔπλασε τά ὄντα. Γιατί ἄν ἡ κακία εἶναι κι αὐτή ὀν, ὑπάρχει δηλαδή
ἀπό
μόνη της,τότε δέν μπορεῖ ὁ Θεός νά δημιουργεί τά ὄντα, ὅ,τι ὑπάρχει.
Διότι,
ἀπό τήν ἄλλη, ἄν θεωρούν τό Θεό δημιουργό τῶν ὄντων, πρέπει νά
Τόν
δεχθοῦν ὅτι εἶναι καί δημιουργός τοῦ κακοῦ. Διότι, γι' αὐτούς, καί τό
κακό
ἀνήκει στά ὄντα (ἔχει ὕπαρξη).
Αὐτό
ὅμως εἶναι παράλογο καί ἀδύνατο. Διότι τό κακό δέν προέρχεται
κακό,
οὔτε ὑπάρχει μέσα σ' αὐτό, οὔτε μέσῳ αὐτοῦ. Γιατί τό καλό δέν θά
ἦταν
καλό ἄν εἶχε μικτή φύση ἤ ἦταν αἴτιο τοῦ κακοῦ.
Δυστυχῶς,
οἱ αἱρετικοί ξέφυγαν ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί
πλανήθηκαν
στήν πίστη. Αὐτοί πιστεύουν λαθεμένα ὅτι τό κακό ἔχει
ὕπαρξη
ἀληθινή. Κατασκευάζουν γιά τούς ἑαυτούς τους, ἐκτός ἀπό τόν
ἀληθινό
Θεό Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἕναν ἄλλο θεό. Τόν θεωρούν κι αὐτόν
ἀδημιούργητο
καί δημιουργό τοῦ κακοῦ καί κάθε κακίας. Τόν ταυτίζουν
μέ
τό δημιουργό τοῦ κόσμου.
Εὔκολα
κανείς καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί μέ τήν κοινή λογική
ἀνατρέπει
τίς πλάνες τους. Διότι μέ τή λογική διατύπωσαν αὐτές τίς τρελές
ἰδέες.
Ὁ Κύριός μας Ἰησούς Χριστός στό εὐαγγέλιό του πιστοποιεῖ
τά
λόγια του Μωϋσή, «ὅτι, ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί Δημιουργός». Καί ἀλλοῦ
λέει:
«Ἐσένα δοξάζω, Θεέ Πατέρα, πού δημιούργησες τόν οὐρανό καί τή
γῆ».
Ἄν, λοιπόν, ἕνας εἶναι ὁ Θεός καί ὁ ἴδιος πού δημιούρησε τή γῆ καί
τόν
οὐρανό, πῶς εἶναι δυνατό νά ὑπάρχει ἄλλος θεός ἐκτός ἀπ' αὐτόν;
Ἐπίσης,
σέ ποιό τόπο θά βρίσκεται αὐτός ὁ ἄλλος δικός τους
θεός
ἀφοῦ παντοῦ, καί στόν οὐρανό καί στή γῆ, βρίσκεται ὁ μοναδικός
ἀληθινός
Θεός;
Πῶς
εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει ἄλλος δημιουργός των
ὄντων,
ὅταν σύμφωνα μέ τή μαρτυρία τοῦ Σωτήρα, δημιουργός τῶν ὄντων
εἶναι
ὁ Θεός πού εἶναι καί Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ;
Ἐκτός
πιά ἄν ὑποστηρίξουν ὅτι μπορεῖ ὁ θεός τοῦ κακοῦ νά διεκδικεί καί
τά
ἔργα τοῦ καλοῦ Θεοῦ, γιά νά ὑπάρχει μεταξύ τους ἰσότητα. Ἄν ὅμως
λένε
κάτι τέτοιο, πρόσεξε σέ πόση ἀσέβεια πέφτουν! Διότι μεταξύ ἴσων
δέν
ὑπάρχει ἀνώτερο καί καλύτερο. Ἐπειδή, ἀνεξάρτητα ἀπό τή θέληση
τοῦ
ἑνός, τό ἄλλο ὑπάρχει. Μέ ἀποτέλεσμα, καί ἡ δύναμη καί ἡ ἀδυναμία
καί
τῶν δύο νά εἶναι ἐξίσου ἴδια. Εἶναι ἴση ἡ δύναμή τους, διότι, μέ τό
ὑπάρχουν,
νικά τό ἕνα τή θέληση τοῦ ἄλλου. Καί εἶναι ἴδια ἡ ἀδυναμία
καί
τῶν δύο, διότι ἐξελίσσονται τά πράγματα ἀνεξάρτητα ἀπό
τή
θέληση τοῦ καθένα.
Ὁ
καλός ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπό τή γνώμη τοῦ κακοῦ· το
ἴδιο
καί ὁ κακός ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπό τή θέληση τοῦ καλοῦ.
Ἐξάλλου,
θά μποροῦσε νά πεί κανείς καί τό ἑξῆς στούς εἰδωλολάτρες: ἄν
δημιουργήματα
ἀνήκουν στόν κακό θεό, ποιό εἶναι τό ἔργο τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ;
Τίποτε
ἄλλο ἐκτός ἀπό τό ὅτι
ἔφτιαξε
τό δημιουργό. Καί ποιό εἶναι τό χαρακτηριστικό γνώρισμα του
Θεοῦ,
ἐφ' ὅσον δέν ἔχει ἔργα ἀπό τά ὁποῖα νά τόν γνωρίσουμε; Διότι τον
δημιουργό
τόν γνωρίζεις ἀπό τά ἔργα του. Καί πώς εἶναι δυνατόν νά
ὑπάρχουν
δύο ἀντίθετοι θεοί; Τί εἶναι αὐτό πού τούς ξεχωρίζει ὥστε νά
ὑπάρχει
ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον;
Εἶναι
ἀδύνατο νά ὑπάρχουν συγχρόνως οἱ δυό θεοί, ἐφ' ὅσον ὁ ἕνας
ἀναιρεί
τόν ἄλλο·
οὔτε
καί ὁ ἕνας μπορεῖ ν' ἀναμειχθεῖ μέ τόν ἄλλο, ἐπειδή ἡ φύση τους εἶναι
διαφορετική
καί ἀταίριαστη. Ἀναγκαστικά θά ἐμφανιστεί μιά τρίτη
δύναμη
πού εἶναι κι αὐτή θεός. Καί τί εἴδους φύση θά ἔχει αὐτός ὁ τρίτος
θεός;
καλή ἤ κακή; Ἀδιευκρίνιστο. Ἕνα εἶναι σίγουρο: δέν μπορεῖ νά ἔχει
τή
φύση καί τῶν δύο.
Συμπερασματικά,
αὐτές οἱ θεωρίες εἶναι ἀβάσιμες. Καιρός εἶναι νά λάμψει
ἡ
ἀλήθεια πού πηγάζει ἀπό τή θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτή εἶναι: το
κακό
δέν προέρχεται ἀπό τό Θεό· οὔτε ὑπάρχει μέσα Τοῦ οὔτε το
δημιούργησε
ἀπό τήν ἀρχή οὔτε ἀποτελεί μέρος τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ.
Τό
δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι: ἔχασαν τήν ἔννοια τοῦ καλοῦ κι ἔτσι
ἄρχισαν
νά φαντάζονται καί νά δημιουργούν, σύμφωνα μέ τίς ἐπιθυμίες
τους,
κι αὐτά πού δέν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Συμβαίνει
ὅ,τι καί μέ τόν ἥλιο· ἐνῶ φέγγει καί φωτίζει ὅλη τή γῆ μέ τή
λαμπρότητά
του, ἄν ἐμείς κλείσουμε τά μάτια, νομίζουμε ὅτι εἴμαστε στό
σκοτάδι,
ἐνῶ στήν πραγματικότητα δέν ὑπάρχει· κι ἔτσι περπατάμε σάν
τυφλοί
στό σκοτάδι, πέφτουμε κάτω καί βαδίζουμε στό γκρεμό· νομίζουμε
ὅτι
δέν ὑπάρχει φώς ἀλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ὅτι βλέπουμε, ἐνῶ δέν
βλέπουμε
καθόλου.
Ἔτσι
ἔκανε καί ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων. Σφράγισε τά μάτια μέ τά ὁποῖα
μπορεῖ
νά βλέπει τό Θεό καί ἐπινόησε μέσα της τό κακό μέσα στό ὁποῖο
κινεῖται.
Νομίζει ὅτι κάνει κάτι, ἐνῶ δέν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται
πράγματα
ἀνύπαρκτα. Ἡ ψυχή δέν εἶναι ὅπως τή δημιούργησε ὁ Θεός ἀλλά
φαίνεται
ὅπως ἡ ἰδια κατάντησε τόν ἑαυτό της. Τή δημιούργησε ὁ Θεός
γιά
νά Τόν βλέπει καί νά τή φωτίζει. Ἐκείνη ὅμως προτίμησε στή θέση του
Θεοῦ
τά φθαρτά καί τό σκοτάδι, ὅπως λέει καί τό Ἅγιο Πνεύμα στήν Ἁγία
Γραφή:
«ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἁπλό· ἐκεῖνος ὅμως διανοεῖται
πολλούς
ψευδείς λογισμούς».
Ἔτσι
λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή προέκυψε καί διαμορφώθηκε ἡ ἐφεύρεση καί
ἡ
ἐπινόηση τῆς κακίας. Πρέπει ὅμως τώρα νά διηγηθοῦμε, πῶς ξέπεσαν οἱ
ἄνθρωποι
στή μανία τῆς εἰδωλολατρείας· γιά νά γνωρίζεις ὅτι ἡ ἐπινόηση
τῶν
εἰδώλων καθόλου δέν προέρχεται ἀπό τό καλό ἀλλά ἀπό τό κακό. Κι
αὐτό
πού ἀπό τήν κατασκευή του εἶναι κακό, μέ τίποτε δέν μπορεῖ νά
θεωρηθεῖ
καλό, διότι ὅλο εἶναι κακό.
Παρ'
ὅλ' αὐτά ἡ ψυχή τῶν ἀνθρώπων δέν ἀρκέστηκε στήν ἐπινόηση της
κακίας
καί ἄρχισε νά ὁδηγεῖ τόν ἑαυτό της στά χειρότερα. Ἐπειδή
συνήθισε
στίς ποικίλες ἡδονές καί λησμόνησε τά θεῖα, ἱκανοποιοῦνταν
μόνο
στά σωματικά πάθη. Ἀποβλέποντας μόνο στά παρόντα καί τήν
πρόσκαιρη
καλοπέρασή τους, πίστεψε ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπ'
αὐτά
πού βλέπουν τά μάτια. Μόνο οἱ πρόσκαιρες σωματικές ἡδονές εἶναι
τό
καλό.
Ἀφοῦ
λοιπόν ἄλλαξε κατεύθυνση καί λησμόνησε ὅτι εἶναι πλασμένη κατ'
εἰκόνα
τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, ἔφτασε στό σημεῖο νά μήν μπορεῖ νά δεί μέ τή
δική
της δύναμη τό Λόγο τοῦ Θεοῦ,
σύμφωνα
μέ τόν ὁποῖο πλάστηκε. Βγῆκε ἔξω ἀπό τό δημιουργικό σκοπό
της
καί ἐπινοεί καί φαντάζεται τά ἀνύπαρκτα. Μέ τή μαυρίλα των
σωματικῶν
ἐπιθυμιών λέρωσε τόν ἐσωτερικό της καθρέφτη, στόν ὁποῖο
μπορεῖ
ν' ἀντικατοπτριστεί ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ἡ ψυχή δέν
μπορεῖ
νά δεί μέσα της αὐτά πού πρέπει. Ἀποσπάται σέ κάθε τί ἄλλο
καί
βλέπει μόνον ἐκείνα πού γίνονται ἀντιληπτά μέ τίς αἰσθήσεις.
Γιά
τό λόγο αὐτό, ἡ ψυχή κορεσμένη ἀπό κάθε σαρκική ἐπιθυμία καί
ταραγμένη
ἀπό τούς λογισμούς πού οἱ ἐπιθυμίες προκαλούν, ἀναπαριστά
φανταστικά
τόν λησμονημένο Θεό μέ αἰσθητές παραστάσεις. Ἔτσι
ὀνοματίζει
τά ὁρατά φαινόμενα μέ τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐξυμνεί μόνον
αὐτά
πού ἡ ἴδια θέλει καί τά θεωρεί εὐχάριστα σ' αὐτήν.
Ἑπομένως,
ἡ κακία ἀποτελεί τήν αἰτία τῆς εἰδωλολατρείας. Πρώτα ἔμαθαν
οἱ
ἄνθρωποι νά ἐπινοούν σέ βάρος τους τήν ἀνύπαρκτη κακία,
καί
στή συνέχεια ἔπλασαν γιά τόν ἑαυτό τους τούς ἀνύπαρκτους θεούς. Ὅπως
κάποιος
βυθίστηκε στό βυθό καί δέν βλέπει πλέον τό φώς οὔτε ὅσα
ὑπάρχουν
στό φώς· τα μάτια του εἶναι στραμένα πρός τά κάτω καί τόν
σκεπάζει
τό νερό. Ἐπειδή βλέπει μόνο αὐτά πού εἶναι στό βυθό, νομίζει ὅτι
τίποτε
ἐκτός ἀπό αὐτά δέν ὑπάρχει· θεωρεί ὅτι αὐτά πού βλέπει εἶναι τα
πιό
σπουδαῖα ἀπ' ὅλα πού ὑπάρχουν.
Κατά
παρόμοιο τρόπο, ἀπό τήν ἀρχαία ἐποχή οἱ ἄνθρωποι παραφρόνησαν
καί
βυθίστηκαν στίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί φαντασιώσεις· λησμόνησαν
τό
Θεό καί τή λατρεία Τοῦ. Ἔχοντας σκοτισμένο τό νού ἤ, τό χειρότερο,
χωρίς
καθόλου λογική, πίστεψαν σάν θεούς τά αἰσθητά φαινόμενα.
Λάτρεψαν
ἀντί γιά τό Δημιουργό τά δημιουργήματα·
θεοποίησαν
τ' ἀνθρώπινα ἔργα στή θέση τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ πού τά ἔπλασε
Σύμφωνα
μέ τό προηγούμενο παράδειγμα, ἐκεῖνοι πού βυθίζονται στό
βυθό,
ὅσο κατεβαίνουν πρός τά κάτω, τόσο περισσότερο ὁρμοῦν σέ πιό
σκοτεινά
καί βαθιά νερά. Ἔτσι ἔπαθε καί τό γένος τῶν ἀνθρώπων.
Δέν
ἔμπλεξαν σέ μιά ἁπλή μορφή εἰδωλολατρείας, οὔτε παρέμειναν στό
στό
ἀρχικό της στάδιο· ὅσο περισσότερο καιρό ἔμεναν στό πρῶτο στάδιο,
τόσες
περισσότερες δεισιδαιμονίες σκαρφίζονταν. Δέν χόρταιναν μέ τά
πρώτα
ἀλλά ἔμπλεκαν σέ ἄλλες χειρότερες κακίες.
Πρόκοβαν
στήν αἰσχρότητα καί ἐπέκτειναν τήν ἀσέβεια πέρα ἀπό τόν
ἑαυτό
τους Αὐτό τό ὁμολογεῖ καί ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅταν ὁ ἀσεβής
προοδεύσει
στό κακό, τότε περιφρονεί (καί γίνεται χειρότερος)».
Μόλις
ὁ νούς των ἀνθρώπων ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό Θεό, ἄρχισαν οἱ
ἄνθρωποι
νά πέφτουν στούς λογισμούς καί τίς σκέψεις. Πρώτα ἔδωσαν
θεϊκή
τιμή στόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τή σελήνη καί τά ἄστρα·
τά
πίστεψαν ὄχι μόνο ὡς θεούς ἀλλά τά θεώρησαν καί ὡς δημιουργούς
τῶν
ἄλλων δημιουργημάτων πού ἔγιναν μετά ἀπ' αὐτά.
Ἔπειτα,
οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν σέ χειρότερους λογισμούς· ἀποκάλεσαν θεούς
τόν
αἰθέρα, τόν ἀέρα κι ὅσα βρίσκονται σ' αὐτά. Προχωρῶντας ἀκόμη
στήν
κακία, λάτρεψαν ὡς θεούς ἀκόμη καί τίς συστατικές ἰδιότητες
τῶν
σωμάτων, δηλαδή τή θερμότητα, ψυχρότητα καί ὑγρασία.
Τό
χειρότερο ἀπ' ὅλα ἦταν ὅπως συμβαίνει μ' αὐτούς πού πέφτουν
ὁλοκληρωτικά
στή γῆ καί σύρονται στό χώμα σάν τά σαλιγκάρια. Ἔτσι
καί
οἱ πιό ἀσεβείς ἀπό τούς ἀνθρώπους ξέπεσαν ἀπό τή θεωρία τοῦ Θεοῦ
καί
θεοποίησαν ἀνθρώπους ἤ ἀνθρωπομορφές, ἄλλους ἀκόμη ζωντανούς
καί
ἄλλους ἤδη νεκρούς.
Ἤδη
ὅμως μηχανεύθηκαν κι ἄλλα χειρότερα, καί ἀπέδωσαν τό θεῖο καί
ὑπερκόσμιο
ὄνομα τοῦ Θεοῦ σέ πέτρες, ξύλα, θαλάσσια ζώα καί ἑρπετά
τῆς
γῆς, καί σ' αὐτά ἀκόμη τά ἄγρια ἄλογα ζώα.
Ἀπονέμουν
σ' αὐτά ὅλες τίς τιμές πού ἁρμόζουν στό Θεό, ἐνῶ παράλληλα
ἀποστρέφονται
τόν ὄντως ἀληθινό Θεό καί Πατέρα τοῦ Χριστοῦ.
Καί
μακάρι τό θράσος τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων νά ἔφτανε ὤς αὐτό το
σημεῖο
καί νά μήν ἀναμειγνύονταν σέ μεγαλύτερες ἀσέβειες. Γιατί
ὁρισμένοι
τόσο ξέπεσαν καί σκοτίσθηκαν στό νού ὥστε νά ἐπινοούν καί
νά
θέλουν νά θεοποιοῦν αὐτά πού εἶναι ἀνύπαρκτα καί οὔτε φαίνονται
ἀνάμεσα
στά δημιουργήματα. Ἀνάμιξαν λογικά πλάσματα μέ ἄλογα·
ἔμπλεξαν
πράγματα ἀνόμοια στή φύση τους καί τά προσκυνούν ὡς θεούς.
Τέτοιοι
εἶναι οἱ θεοί τῶν Αἰγυπτίων πού ἔχουν κεφάλι σκύλου ἤ φιδιοῦ ἤ
γαϊδουριοῦ·
ἀκόμη καί ὁ θεός τῶν Λιβύων Ἄμμωνας ποῦ ἔχει κεφάλι κριοῦ.
Ἄλλοι
πάλι διαίρεσαν τά μέρη τοῦ σώματος σέ κεφάλι, ὦμο, χέρια καί
πόδια
καί τό καθένα ξεχωριστά τό ἀνύψωσαν σέ θεό καί τό προσκύνησαν.
Δέν
τούς ἔφτανε φαίνεται νά λατρεύουν γενικά ὅλο τό σώμα!
Ἄλλοι
πάλι αὔξησαν τόσο τήν ἀσέβειά τους ὥστε θεοποίησαν ἀκόμη καί
τήν
ἡδονή καί τίς σαρκικές ἐπιθυμίες πού προκαλούν αὐτές καί τήν κακία
καί
τίς προσκυνούν Τέτοιοι θεοί εἶναι ὁ Ἔρωτας καί ἡ Ἀφροδίτη τῆς Πάφου.
Ἄλλοι
πάλι ἀπ' αὐτούς, σάν νά φιλοδοξούν τά χειρότερα, τόλμησαν ν'
ἀνυψώσουν
ὡς θεούς τούς ἄρχοντές τους ἤ καί τούς νεαρούς ἐρωμένους
τῶν
ἀρχόντων· τό ἔκαναν ἤ πρός τιμήν τῶν ἀρχόντων ἤ ἀπό τό φόβο της
ἐξουσίας.
Γιά παράδειγμα, στήν Κρήτη εἶναι ὁ φοβερός Ζεύς, στήν
Ἀρκαδία
ὁ Ἑρμῆς, στήν Ἰνδία ὁ Διόνυσος, στήν Αἴγυπτο ἡ Ἴσις, ὁ Ὄσιρις
καί
ὁ Ὦρος· καί τώρα ὁ Ἀντίνοος ὁ νεαρός ἐρωμένος του Ρωμαίου
αὐτοκράτορα
Ἀδριανοῦ. Αὐτόν τόν προσκυνούν διότι φοβοῦνται αὐτόν
πού
τούς διέταξε νά τό κάνουν, ἄν καί γνωρίζουν πῶς εἶναι ἄνθρωπος, καί
μάλιστα
ὄχι σεμνός ἀλλά γεμάτος ἀπό ἀσέλγεια.
Διότι,
ὅταν ὁ Ἀδριανός ἐπισκέφτηκε τή χώρα τῆς Αἰγύπτου και πέθανε
ἐκεῖ
ὁ δοῦλος του Ἀντίνοος, πού τοῦ ἱκανοποιοῦσε τά πάθη, ἔδωσε ἐντολή
νά
τόν λατρεύουν ὡς θεό. Ὁ Ἀδριανός λοιπόν ἦταν ἐρωτευμένος μέ τό
δοῦλο
ἀκόμη καί μετά τό θάνατο αὐτοῦ· σέ μᾶς ὅμως ἔδωσε μιά ἀπόδειξη
κι
ἕνα ἐπιχείρημα ἐναντίον κάθε μορφής εἰδωλολατρεία, ὅτι δηλαδή την
ἐφεύραν
οἱ ἄνθρωποι ὄχι γιά κανένα ἄλλο λόγο ἀλλά γιά τά πάθη τους.
Αὐτό
τό μαρτυρεί ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, πού
λέει:
«Ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων ἔχει ὡς αἰτία τήν πορνεία».
Καί
νά μήν ἀπορήσεις οὔτε νά θεωρήσεις ἀναξιόπιστο αὐτό πού λέω·
ἀφοῦ
πρίν ἀπό λίγο καιρό, ἴσως καί μέχρι τώρα, ἡ σύγκλητος τῶν Ρωμαίων
ἀναγορεύει
ὡς θεούς αὐτούς πού βασίλεψαν ἀπό τά ἀρχαῖα χρόνια·
νομοθετεί
νά προσκυνούν ὡς θεούς ὅλους αὐτούς ἤ ὅποιους αὐτή
θέλει
καί ἀποφασίζει.
Οἱ
συγκλητικοί, ὅσους βέβαια βασιλείς τους μισούν, τούς κηρύσσουν
φυσικούς
ἐχθρούς τους καί τούς ὀνομάζουν κοινούς θνητούς· ὅσους ὅμως
συμπαθοῦν,
γι' αὐτούς διατάζουν νά λατρεύονται ὡς τάχα καλοί ἄνδρες.
Λές
καί ἔχουν τήν ἐξουσία νά ἀναγορεύουν θεούς, ἐνῶ οἱ ἴδιοι εἶναι
ἄνθρωποι
καί μάλιστα κοινοί θνητοί. Θά ἔπρεπε ὅμως, ἐφ' ὅσον
ἀναγορεύουν
θεούς, οἱ ἴδιοι νά εἶναι θεοί.
Διότι
πρέπει ὁ τεχνίτης να εἶναι ἀνώτερος ἀπό τό δημιούργημα καί ὁ
δικαστής
νά ἐξουσιάζει αὐτόν πού κρίνει· τό ἴδιο, αὐτός πού προσφέρει
νά
χαρίζει ὁπωσδήποτε αὐτό πού ἔχει.Έτσι καί ὁ βασιλιάς νά χαρίζει
αὐτό
πού ἔχει, καθώς εἶναι πιό ἰσχυρός καί μεγάλος ἀπ' αὐτούς πού
παίρνουν.
Ἐφ' ὅσον λοιπόν αὐτοί ἀναγορεύουν ὡς θεούς αὐτούς πού θέλουν,
πρέπει
πρώτα οἱ ἴδιοι νά εἶναι θεοί. Τό παράδοξο ὅμως εἶναι τό ἑξῆς: οἱ
ἴδιοι
πού θεοποιοῦν πεθαίνουν ὡς ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἀποδεικνύουν ὅτι
ἡ
ἀπόφασή τους εἶναι ἄκυρη.
Αὐτή
ἡ συνήθεια δέν εἶναι νέα, οὔτε ἄρχισε μέ ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς
συγκλήτου,
ἀλλά ἀπό τήν ἀρχή τή μελετούσαν μέ σκοπό τήν ἐπινόηση
τῶν
εἰδώλων.
Διότι
καί οἱ περίφημοι ἀρχαῖοι θεοί τῶν Ἑλλήνων ὅπως ὁ
Δίας,
ὁ Ποσειδῶν, ὁ Ἀπόλλων, ὁ Ἥφαιστος καί ὁ Ἑρμῆς καί οἱ γυναικεῖες
θεότητες
Ἥρα, Δήμητρα, Ἀθηνά καί Ἄρτεμις, ἀνακηρύχθηκαν θεοί μέ
ἐντολή
τοῦ Θησέα, γιά τόν ὁποῖο μᾶς διηγοῦνται οἱ Ἕλληνες.
Καί
αὐτοί πού ἔδωσαν τήν ἐντολή πέθαναν ὡς ἄνθρωποι καί τούς θρηνούν.
Ἐνῶ,
αὐτοί γιά τούς ὁποίους βγῆκε ἡ ἐντολή, προσκυνοῦνται ὡς θεοί.
Ἀλίμονο
στή μεγάλη τους ἀντινομία καί παραφροσύνη! Ἐνῶ γνωρίζουν
αὐτόν
πού ἔδωσε τήν ἐντολή, προτιμούν νά λατρεύουν αὐτούς γιά τούς
ὁποίους
ἐκδόθηκε. Μακάρι ἡ μανία τους γιά τά εἴδωλα νά περιοριζόταν
μέχρι
τίς ἀνδρικές θεότητες
καί
νά μήν ἀποδιδόταν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί σέ γυναικεῖες μορφές.
Ἀκόμη
καί τίς γυναῖκες, μέ τίς ὁποῖες εἶναι ἀνασφαλές ν' ἀποφασίζει
κανείς
ἀπό κοινοῦ, κι αὐτές τίς λατρεύουν καί τίς προσκυνούν ὡς θεότητες.
Αὐτές
εἶναι ὅσες προβλέπουν οἱ διαταγές τοῦ Θησέα, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε.
Στούς
Αἰγύπτιους εἶναι ἡ Ἴσις, πού λέγεται Κόρη καί Νεαρότερη· σέ
ἄλλους
ἀνήκει ἡ Ἀφροδίτη. Τά ὀνόματα τῶν ὑπολοίπων θεωρώ ἀπρέπεια
καί
νά τά ἀναφέρω, διότι προκαλούν ντροπή.
Πολλοί
πάλι, ὄχι μόνο τά ἀρχαῖα χρόνια ἀλλά καί τά σημερινά, ἔχασαν
ἀγαπητά
πρόσωπα, ἀδέλφια, συγγενείς καί γυναῖκες· καί πολλές γυναῖκες
ἔχασαν
τούς ἄνδρεςτους. Ὅλους αὐτούς, πού ἡ ζωή ἀπέδειξε ὅτι εἶναι
θνητοί
ἄνθρωποι, αὐτούς ἀπό τό μεγάλο τους πένθος τούς ζωγράφησαν
καί
τούς ἔκαναν ἀγάλματα καί τούς πρόσφεραν θυσίες. Αὐτούς οἱ
μετέπειτα,
λόγῳ τῆς τέχνης καί τῆς ἱκανότητας τοῦ τεχνίτη του
ἀναθήματος,
τούς θεοποίησαν, πράγμα ἀφύσικο.
Ὅλους
αὐτούς οἱ γονείς τους τούς ἔκλαψαν διότι ἤξεραν ὅτι δέν εἶναι θεοί·
ἄν
τό γνώριζαν, δέν θά τούς θρηνούσαν σάν χαμένους. Ἄλλωστε, ὄχι μόνο
δέν
τούς θεωρούσαν θεούς, ἀλλά ἐπειδή πίστευαν ὅτι δέν ὑπάρχουν
καθόλου,
τούς ἀναπαράστησαν σέ εἰκόνες ὥστε, βλέποντας τήν εἰκόνα
τους,
νά παρηγοροῦνται γιά τήν ἀνυπαρξία τους. Σ' αὐτούς ὅμως οἱ
ἀνόητοι
προσεύχονται καί τούς ἀποδίδουν τίς τιμές τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι
λοιπόν, στήν Αἴγυπτο ἀκόμη καί τώρα γίνεται θρῆνος γιά τό θάνατο
τοῦ
Ὄσιρι, τοῦ Ὤρου, τοῦ Τυφώνα καί τῶν ὑπολοίπων.
Καί
οἱ χάλκινοι λέβητες στή Δωδώνη καί οἱ κορύβαντες στήν Κρήτη
ἀποδεικνύουν
ὅτι ὁ Δίας δέν εἶναι θεός ἀλλά ἄνθρωπος· κατάγεται
μάλιστα
ἀπό ἀνθρωποφάγο πατέρα. Καί τό ἀξιοθαύμαστο, ὁ μεγαλύτερος
Ἕλληνας
φιλόσοφος, πού καυχήθηκε ὅτι φιλοσόφησε πολλά γιά τό Θεό, ὁ
Πλάτωνας,
κατέβηκε κι αὐτός στόν Πειραιά μέ τό Σωκράτη, γιά νά
προσκυνήσει
τήν Ἄρτεμη, ἔργο ἀνθρώπινης τέχνης!
Ὅλες
αὐτές τίς ἐπινοήσεις τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων ἡ Ἁγία Γραφή τίς
σημείωνε
ἀπό καιρό, λέγοντας: «Ἡ εἰδωλολατρεία ἔχει γιά θεμέλιο την
πορνεία.
Ἡ ἐπινόησή της καταστρέφει τή ζωή». Διότι οὔτε στήν ἀρχή της
ζωής
ὑπῆρχε οὔτε στό μέλλον θά ὑπάρξει. Τήν ἔφερε στόν κόσμο ἡ
κενοδοξία
τῶν ἀνθρώπων, καί γι' αὐτό θά ἔχει σύντομο τέλος.
Ἕνας
πατέρας ποῦ πενθεῖ τό νεκρό παιδί του, φτιάχνει εἰκόνα του πρόωρα
πεθαμένου
παιδιοῦ του· ἔτσι, τιμά τώρα σάν ζωντανό τό νεκρό παιδί του
καί
τελεί μέ τούς δούλους του μυστήρια καί λατρευτικές τελετές. Μέ το
πέρασμα
τοῦ χρόνου τό ἀσεβές ἔθιμο γίνεται μόνιμη τελετή.
Μέ
διαταγή τῶν τυράννων λατρεύονταν καί τά ἀγάλματά τους. Διότι,
ὅσοι
ὑπήκοοί τους κατοικούσαν μακριά καί δέν τούς ἔβλεπαν
αὐτοπροσώπως
γιά νά τούς τιμήσουν, ἔφτιαξαν τό ἄγαλμα τοῦ βασιλιά
σέ
ἐμφανές σημεῖο, γιά νά τιμούν δουλικά τόν ἀπόντα ὡς παρόντα. Καί ἡ
καλλιτεχνία
τοῦ δημιουργοῦ παρότρυνε τά θύματα τῆς ἄγνοιας σέ
ὑπερβολική
λατρεία.
Ὁ
μέν τεχνίτης, ἐπειδή θέλει νά ἀρέσει στόν ἄρχοντα, προσπαθεῖ ν'
ἀποδώσει
τέλεια τήν ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας. Ὁ λαός ὅμως, παρασύρεται
ἀπό
τό καλλιτεχνικό ἀποτέλεσμα καί θεωρεί τον πρίν ἀπό λίγο τιμώμενο
ἄνθρωπο
ὡς σεβάσμιο θεό. Κι αὐτό ὑπῆρξε ὀλίσθημα στή ζωή. Διότι, οἱ
ἄνθρωποι,
ὄντας ἐξαρτώμενοι σέ συμφορά ἤ τυραννία, «ἀπέδωσαν
τό
σεβάσμιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ σέ πέτρες καί ξύλα».
Ἀφοῦ,
λοιπόν, αὐτή εἶναι, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, ἡ ἐπινόηση των
εἰδώλων
πού ἔπλασαν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ὥρα νά προχωρήσω γιά χάρη
σοῦ
καί στήν ἀνατροπή της. Θά χρησιμοποιήσω ἀποδείξεις ὄχι ἀπό ξένες
πηγές
ἀλλά ἀπό τά δικά τους φρονήματα.
Ἄς
ξεκινήσω πρώτα ἀπό τά πιό ἐλαφρά ἐπιχειρήματα. Ἄν ἐξετάσεις κανείς
τίς
πράξεις τῶν θεωρουμένων ὡς θεών, θά διαπιστώσει ὅτι ὄχι μόνο θεοί
δέν
εἶναι, ἀλλά φανερώνονται ὡς οἱ πιό αἰσχροί ἀπό τούς ἀνθρώπους.
Γιά
παράδειγμα, τί σημαίνει νά διαβάζει κανείς στούς ποιητές τούς ἔρωτες
καί
τίς αἰσχρότητες τοῦ Δία; Τί σημαίνει ν' ἀκούει ὅτι αὐτός ἁρπάζει τον
Γανυμήδη
καί διαπράτει κρυφές μοιχεῖες; Τί σημαίνει νά φοβάται, μήπως,
παρά
τή θέλησή του, καταστραφούν τά τείχη τῆς Τροίας; Τί σημαίνει νά
βλέπει
τό Δία νά λυπάται γιά τό θάνατο τοῦ γιοῦ του Σαρπηδόνα καί νά
μή
μπορεῖ νά τόν βοηθήσει, ἄν καί τό θέλει;
Ἐπίσης,
τί σημαίνει νά βλέπει κανείς τό Δία νά πέφτει θύμα συνομωσίας
ἀπό
ἄλλους δῆθεν θεούς, ὅπως ἡ Ἥρα καί ὁ Ποσειδώνας, ἐνῶ τόν βοηθεῖ
μιά
γυναίκα, ἡ Θέτιδα καί ὁ Αἰγαίωνας μέ τά ἑκατό χέρια; Ἀκόμη, νά τόν
νικούν
οἱ ἡδονές, νά γίνεται δοῦλος γυναικῶν καί γιά χάρη τους νά
ριψοκινδυνεύει
μεταμορφούμενος σέ τετράποδο ζῶο ἤ σέ πτηνό·
Καί
πάλι τί σημαίνει ὁ Δίας νά κρύβεται ἐπειδή τόν κυνηγά ὁ πατέρας του,
ἐνῶ
ὁ ἴδιος ἔκλεισε στή φυλακή τόν πατέρα του Κρόνο καί στή συνέχεια
τόν
εὐνούχισε; Συμπερασματικά, ἀξίζει αὐτόν νά τόν θεωρούν θεό, πού
ἔκανε
τόσα καί ἔχει κατηγορηθεῖ γιά ἀδικήματα τά ὁποῖα τό κοινό
ρωμαϊκό
δίκαιο δέν ἐπιτρέπει οὔτε σέ κοινούς ἀνθρώπους;
Καί
ἐπειδή εἶναι πολλά, ἀναφέρω λίγα ἀπ' αὐτά. Ποιός ἄνθρωπος δέν θά
χλευάσει
καί καταδικάσει σέ θάνατο τόν Δία, ὅταν δεί τή μοιχεία καί τή
διακόρευση
πού ἔκανε στή Σεμέλη, τή Λήδα, τήν Ἀλκμήνη, τήν Ἄρτεμη,
τή
Λητώ, τή Μαία, τήν Εὐρώπη, τή Δανάη καί τήν Ἀντιόπη; Ἤ γιά τό
θράσος
νά ἔχει τήν ἴδια καί ἀδελφή καί γυναίκα, δέν θά τόν χλευάσει καί
τιμωρήσει
μέ θάνατο;
Καί
ὄχι μόνο διέπραξε μοιχεία, ἀλλά καί τά παιδιά ποῦ ἀπόκτησε ἀπ'
αὐτήν
τά θεοποίησε καί ἀπέδωσε λατρευτικές τιμές. Ὡς κάλυμμα της
ἀσέλγειάς
του εἶχε τήν ἐπινόηση τῆς θεοποίησης. Τέτοια θεοποιηθέντα
παιδιά
του Δία εἶναι ὁ Ἡρακλῆς, οἱ Διόσκουροι, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Περσέας καί ἡ
Σώτειρα.
Ἀκόμη,
ποιός, ὅταν δεί στήν Τροία τήν ἀδιάλλακτη φαγωμάρα μεταξύ
τῶν
δῆθεν θεών γιά χατήρι τῶν Ἑλλήνων ἤ τῶν Τρώων, δέν θά
καταδικάσει
τήν ἀδυναμία τους; Μέ τή φιλονικεία τους ἐρέθισαν καί τούς
ἀνθρώπους.
Ἐπιπλέον,
ποιός θά δεί τό Διομήδη νά πληγώνει τόν Ἄρη καί τήν
Ἀφροδίτη,
ἤ τόν Ἡρακλῆ τήν Ἥρα καί τόν ὑποχθόνιο θεό τοῦ Ἅδη, ἤ τόν
Περσέα
νά πληγώνει τό Διόνυσο καί τόν Ἀρκάδα τήν Ἀθηνά, ἤ τόν
Ἥφαιστο
νά τόν γκρεμίζουν καί νά μένει κουτσός, ποιός λογικός ἄνθρωπος
γιά
ὅλα αὐτά δέν θά ἀμφιβάλλει γιά τή φύση τους καί θ' ἀποφύγει νά τούς
ὀνομάζει
θεούς; Ἐφ' ὅσον ὑπόκεινται στή φθορά καί ἔχουν πάθη, δέν εἶναι
τίποτε
ἄλλο παρά ἄνθρωποι, καί μάλιστα ἀδύναμοι. Θ' ἀπορεί κανείς, ποιούς
νά
θαυμάζει περισσότερο, αὐτούς πού πλήγωσαν ἤ αὐτούς πού πληγώθηκαν!
Ποιός,
ἐπίσης, δέν θά γελάσει καί δέν θά κατηγορήσει γιά διαφθορά, ὅταν
πληροφορηθεῖ
τή μοιχεία του Ἄρη σέ βάρος τῆς Ἀφροδίτης· ἤ τό δόλο του
Ἤφαιστου
σέ βάρος των δύο παραπάνω· καί ἀκόμη τούς ὑπόλοιπους θεούς
πού
καλέστηκαν ἀπό τόν Ἥφαιστο καί πήραν μέρος στή μοιχεία καί
ἀσέλγεια
ὡς θεατές;
Ἤ
ποιός δέν θά γελάσει βλέποντας τόν ἐκτος ἑαυτοῦ μεθυσμένο Ἡρακλῆ
ν'
ἀσωτεύει μέ τήν Ἀμφιάλη;
Δέν
εἶναι ἀνάγκη νά ἐλέγξουμε ἀναλυτικά τίς φιλήδονες πράξεις τῶν θεών,
τούς
παράλογους ἔρωτές τους, τήν κατασκευή εἰδώλων ἀπό χρυσό, ἀσήμι,
χαλκό,
σίδερο, πέτρα καί ξύλο. Ὅλ' αὐτά τά πράγματα ἀπό μόνα τους
προκαλούν
ἀποστροφή καί ἀπό μόνα τούς φανερώνουν τό βάθος τῆς πλάνης.
Ἕνα
μόνο· λυπάται κανείς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ξεγελαστεί
καί
παρασυρθεῖ ἀπ' ὅλα αὐτά.
Διότι,
ἐνῶ μισούν θανάσιμα τό μοιχό πού παρασύρει τή γυναίκα τους,
ἀντίθετα
δέν ντρέπονται νά θεοποιοῦν αὐτούς πού διδάσκουν τή μοιχεία.
Καί
ἐνῶ ἀπορρίπτουν σαρκική σχέση μέ τήν ἀδελφή τους, ὅμως λατρεύουν
αὐτούς
πού τό ἔκαναν. Καί ἐνῶ παραδέχονται ὡς κακό τήν παιδεραστία,
παρ'
ὅλα αὐτά λατρεύουν αὐτούς πού κατηγοροῦνται ὅτι τήν ἔκαναν.
Γενικά,
αὐτά πού ἀπαγορεύουν οἱ νόμοι στούς ἀνθρώπους νά τά κάνουν,
αὐτά
δέν ντρέπονται νά τ' ἀποδίδουν ὡς χαρακτηριστικά τῶν ψευτοθεών
τους!
Ἔπειτα,
προσκυνῶντας τίς πέτρες καί τά ξύλα, δέν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτά
εἴτε
τά πατούν μέ τά πόδια εἴτε τά καῖνε· δυστυχῶς, ὅμως, μερικά
κομμάτια
τους τά ἀναγορεύουν σέ θεότητες. Αὐτά πού πρίν ἀπό λίγο
χρησιμοποιούσαν,
τώρα μέ μανία τά λαξεύουν καί τά λατρεύουν.
Δέν
βλέπουν οὔτε σκέφτονται ὅτι λατρεύουν τήν τέχνη τοῦ γλύπτη καί
ὄχι
θεούς.
Ὅσο
καιρό οἱ πέτρες εἶναι ἀπελέκητες καί τά ὑλικά ἀκατέργαστα, τόσο
τά
καταπατούν καί τά χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καί στίς πιό ἐξευτελιστικές
ἐργασίες.
Μόλις ὅμως ὁ τεχνίτης ἐπιβάλλει στά ὑλικά αὐτά τή συμμετρία
τῆς
ἐπιστήμης του καί χαράξει σ' αὐτά τή μορφή ἑνός ἄνδρα ἤ μιᾶς
γυναίκας,
τότε εὐγνωμονούν τόν τεχνίτη καί τά προσκυνούν ὡς θεότητες·
σάν
νά μήν ἔδωσαν χρήματα στόν ἀγαλματοποιό γιά νά τά ἀγοράσουν!
Πολλές
φορές μάλιστα καί ὁ ἴδιος ὁ τεχνίτης τῶν γλυπτών, σάν νά ξέχασε
ὅτι
ὁ ἴδιος τά ἔφτιαξε, προσεύχεται στά δικά του ἔργα! Αὐτά πού πρίν
ἀπό
λίγο κομμάτιαζε καί σμίλευε, τά ἴδια μετά τήν ἐπεξεργασία τους τα
ὀνομάζει
θεούς. Θά ἔπρεπε, ἄν αὐτά τά ἔργα ἦταν ἄξια θαυμασμοῦ, νά
προτιμούν
τήν τέχνη τοῦ δημιουργοῦ καί ὄχι τά ἴδια τά δημιουργήματα.
Διότι,
δέν στολίζει οὔτε θεοποιεῖ ἡ ὕλη τήν τέχνη, ἀλλά ἡ τέχνη τήν ὕλη.
Θά
ἦταν πιό δίκαιο νά προσκυνούν τόν τεχνίτη τῶν ἀγαλμάτων καί ὄχι
τά
δημιουργήματά του. Γιά δύο λόγους, πρώτα γιατί αὐτός ὑπῆρχε πρίν
τά
γλυπτά-θεούς κι ἔπειτα διότι τά ἔφτιαξε ὅπως αὐτός ἤθελε. Τώρα ὅμως
ἄφησαν
στήν ἄκρη τό δίκαιο καί περιφρόνησαν τήν ἐπιστήμη καί τήν
τέχνη·
προσκυνούν πλέον τά δημιουργήματα τῆς ἐπιστήμης καί τέχνης.
Καί
ἐνῶ πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος κατασκευαστής τῶν εἰδώλων, τά ἔργα του
τά
τιμούν ὡς ἀθάνατα. Κι αὐτά ὅμως, ἄν δέν τά φροντίσουν καθημερινά,
μέ
τήν πάροδο τοῦ χρόνου, λόγῳ τοῦ ὑλικοῦ κατασκευής της,
καταστρέφονται.
Πῶς, λοιπόν, δέν θά τούς λυπόταν κανείς καί στό ἑξῆς:
αὐτοί
πού βλέπουν προσκυνούν τους τυφλούς, κι αὐτοί πού ἀκούν
προσεύχονται
στούς κωφούς.
Δυστυχῶς,
οἱ ἄνθρωποι, πού ἔχουν ἀπό τή φύση τους ψυχή καί λογική,
ὀνομάζουν
θεούς αὐτούς πού δέν κινοῦνται καθόλου καί δέν ἔχουν ψυχή.
Καί
δέν εἶναι τό πιό παράδοξο, αὐτούς πού οἱ ἴδιοι ἐξουσιάζουν
σ'
αὐτούς νά εἶναι ὑπόδουλοι σάν ἀφεντικά τους; Καί μή θεωρείς ὅτι αὐτά
πού
λέω σέ βάρος τους εἶναι ψευδή καί ἀβάσιμα· εἶναι ὁλοφάνερη ἡ
ἀξιοπιστία
τους· μποροῦν εὔκολα νά τή διαπιστώσουν ὅσοι τό ἐπιθυμούν.
Γιά
ὅλα αὐτά ὑπάρχει ἡ καλύτερη μαρτυρία ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πού
διδάσκει
καί λέει: «Τά ἀγάλματα τῶν εἰδωλολατρικῶν λαών εἶναι ἀπό
ἀσήμι
καί χρυσάφι, ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ἔχουν μάτια ἀλλά δέν
βλέπουν·
ἔχουν στόμα, ἀλλά δέν μιλούν· ἔχουν αὐτιά ἀλλά δέν ἀκούν·
ἔχουν
μύτη ἀλλά δέν ὀσφραίνονται. Ἔχουν χέρια ἀλλά δέν μποροῦν νά
ψηλαφίσουν·
πόδια ἔχουν καί δέν περπατούν· δέν μποροῦν ν' ἀρθρώσουν
φωνή.
Ὅσοι τά κατασκευάζουν ὁμοιάζουν σ' ὅλα μ' αὐτά». (Ψαλμός 113)
Αὐτά
τά εἴδωλα τά καταδικάζουν οἱ προφῆτες μέ ἐλεγκτικό λόγο του
γίου
Πνεύματος: «Θά ντραπούν αὐτοί πού πλάθουν θεούς καί μάταια
κατασκευάζουν
εἴδωλα· ὅλοι οἱ ψευτοθεοί, ἀπ' ὅποιον κι ἄν φτιάχτηκαν,
ξεράθηκαν
κι ἐξαφανίστηκαν. Κι ὅσοι ἀπό τούς ἀνθρώπους εἶναι κουφοί
πνευματικά
καί ἐπιμένουν στήν πλάνη, ἄς συγκεντρωθοῦν ὅλοι μαζί·
θά
ντραπούν γιά τήν πλάνη τους καί τούς ψευτοθεούς τους.
»Νά,
πῶς ἔγιναν οἱ θεοί τους! σιδεράς λεπταίνει τό σίδερο, μέ τό σφυρί
τό
κατεργάζεται, τό τρυπά κατάλληλα μέ τό τρυπάνι καί τό στήνει ὄρθιο.
Τό
δουλεύει μέ τή δύναμη τῶν χεριών του· καί μάλιστα νηστικός,
ἀποκαμωμένος
καί διψασμένος.
»Τό
ἴδιο καί ὁ ξυλουργός· διαλέγει τό ξύλο, ἁπλώνει τό μέτρο του, το
κόβει,
τό κολλά καί τό διαρρυθμίζει. Ἔτσι δίνει σ' αὐτό μορφή ὡραίου
ἄνδρα
καί τό στήνει στό ναό. Ὁ ξυλουργός ἔκοψε ξύλο ἀπό τό δάσος, το
ὁποῖο
ὅμως ὁ Κύριος τό φύτεψε, ἡ βροχή τό πότισε καί τό μεγάλωσε· ἔτσι
ὥστε
νά τό χρησιμοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι νά θερμανθοῦν μέ τή φωτιά.
Καίγοντάς
το, ἔψησαν ψωμί πάνω σ' αὐτό, ἐνῶ ἀπό ἕνα κομμάτι του οἱ
γλύπτες
ἔφτιαξαν εἴδωλα θεών καί τά προσκύνησαν.
Ἔτσι
λοιπόν τό μισό ξύλου τοῦ εἰδώλου τό ἔκαψαν στή φωτιά· καί στό
μισό
ἔψησαν κρέας, ἔφαγαν καί χόρτασαν· ζεστάθηκαν καί εἴπαν:
Εὐχάριστο
πράγμα ἡ θερμότητα καί ἡ θέα τῆς φωτιάς».
»Τό
ὑπόλοιπο ξύλο τό προσκυνοῦσε λέγοντας: βοήθησέ με, ἐπειδή εἶσαι
θεός.
Δέν εἶχαν σύνεση, διότι σκοτίσθηκαν ὥστε νά μή βλέπουν τά μάτια
τῆς
ψυχῆς τους καί νά καταλαβαίνουν μέ τό νού. Ὁ ξυλουργός πού σκάλισε
τό
εἴδωλο δέν σκέφτηκε μέ τό νού οὔτε μέ τήν ψυχή οὔτε μέ τή στοιχειώδη
σύνεση
ὅτι τό μισό ξύλο τό ἔκαψε γιά νά θερμανθεῖ καί ἔψησε σέ αὐτό
ψωμιά·
ἔψησε καί κρέας καί ἔφαγε. Τό ὑπόλοιπο ξύλο τό ἔκανε βδελυρό
εἴδωλο
καί τό προσκυνούν.
»Μάθετε
ὅτι ἡ καρδιά τους εἶναι στάχτη καί βρίσκονται στήν πλάνη·
κανείς
δέν μπορεῖ νά τούς σώσει. Δέστε σεῖς πού φτιάξατε τά εἴδωλα·
δέν
θά πεῖτε ὅτι μέ τό δεξί μας χέρι κάναμε ψεύτικα εἴδωλα;». (Ἠσαΐας, 44).
Πῶς
λοιπόν δέν θά ἐλεγχθοῦν ὡς ἄθεοι μπροστά σ' ὅλους ὅσοι θεωροῦνται
καί
ἀπό τήν ἴδια τήν Ἁγία Γραφή ἀσεβείς; Ἤ πῶς δέν εἶναι κακότυχοι
ὅσοι
τόσο φανερά ἀποδεικνύεται ὅτι λατρεύουν τά ἄψυχα ἀντί τά
ἀληθινά;
Τί ἐλπίδα ἔχουν καί ποιός μπορεῖ νά τούς συγχωρήσει, ἀφοῦ
πιστεύουν
σέ μή λογικά καί ψεύτικα ὄντα, ἀντί νά προσκυνούν τον
ἀληθινό
Θεό;
Μακάρι
ὁ τεχνίτης να ἔφτιαχνε τούς θεούς τους χωρίς μορφή, ὥστε νά μήν
εἶναι
ὁλοφάνερη ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀδιαντροπιάς τους.
Διότι
θά ξεγελούσαν τούς ἁπλοϊκούς ὅτι δῆθεν τά εἴδωλα καταλαβαίνουν,
ἄν
βέβαια τά αἰσθητήρια ὄργανά τους (μάτια, μύτες, αὐτιά, χέρια καί
στόμα)
δέν ἦταν ἀνίκανα νά κινηθοῦν καί νά χρησιμοποιήσουν τις
αἰσθήσεις
τους γιά ν' ἀντιληφθοῦν τά αἰσθητά ἀντικείμενα.
Τώρα
ὅμως τά εἴδωλα ἔχουν αἰσθητήρια χωρίς νά αἰσθάνονται, πόδια
χωρίς
νά στέκονται, καί ἐνῶ κάθονται δέν κάθονται. Διότι δέν ἔχουν την
ἐνέργεια
τῶν αἰσθητηρίων, ἀλλά μένουν ἀκίνητοι ὡς θεοί ὅπως θέλησε ὁ
κατασκευαστής
τους Δέν ἔχουν κανένα γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, ἐντελῶς
ἄψυχοι,
ὅπως τούς ἔφτιαξε ὁ τεχνίτης.
Μακάρι
οἱ κήρυκες καί μάντεις αὐτῶν τῶν θεών, ἐννοώ τούς ποιητές καί
συγγραφείς,
νά τούς ὀνομάτιζαν ἁπλά ὡς θεούς καί τίποτε ἄλλο· νά μήν
ἀνέφεραν
καθόλου τίς πράξεις τους, διότι αὐτές ἀποδεικνύουν ὅτι δέν
εἶναι
θεοί καί ὅτι εἶναι αἰσχρή ἡ ζωή τους. Γιατί, καί μέ μόνο την
ἀναφορά
στό ὄνομα "θεός", μπορεῖ νά γίνει ὑποκλοπή τῆς ἀλήθειας καί νά
ξεγελαστούν
πολλοί.
Τώρα
ὅμως, οἱ ποιητές διηγοῦνται τούς ἔρωτες καί τίς αἰσχότητες τοῦ Δία,
τίς
παιδεραστίες τῶν ὑπολοίπων, τίς ἐρωτικές ζηλοτυπίες τῶν γυναικῶν,
τούς
φόβους, τίς δειλίες καί τίς ἄλλες κακίες. Μ' ὅλα αὐτά ὅμως
στιγματίζουν
τόν ἑαυτό τους, ὅτι ὄχι μόνο γιά θεούς δέν διηγοῦνται ἀλλ'
οὔτε
γιά σεμνούς ἀνθρώπους καί πλάθουν μύθους αἰσχρούς καί κακούς.
Ἴσως
ὅμως, γιά νά δικαιολογηθοῦν οἱ ἀσεβείς, νά χρησιμοποιήσουν την
ἰδιότητα
τῶν ποιητών λέγοντας ὅτι ἔχουν τό δικαίωμα νά πλάθουν
ἀνύπαρκτα
πράγματα καί ψεύτικους μύθους γιά εὐχαρίστηση των
ἀκροατών.
Χάρη σ' αὐτό ἔπλασαν καί τά σχετικά μέ τούς θεούς. Κι αὐτή
ὅμως
ἡ δικαιολογία θά φανεί μετέωρη ἀπ' ὅλους τους μύθους πού
ἀραδιάζουν
γιά τούς θεούς.
Διότι,
ἄν ὅλα ὅσα λένε οἱ ποιητές εἶναι μυθεύματα, τότε ψεύτικο θά ἦταν
καί
τό ὄνομα τοῦ Δία, τοῦ Κρόνου, τῆς Ἥρας καί τῶν ὑπόλοιπων θεών.
Ἴσως
βέβαια, ὅπως λένε αὐτοί, καί τά ὀνόματα νά εἶναι πλαστά καί στήν
πραγματικότητα
δέν ὑπάρχει καθόλου Δίας ἤ Κρόνος ἤ Ἄρης. Τούς
δημιουργούν
οἱ ποιητές, γιά νά ξεγελούν τούς ἀκροατές τους.
Ἐφ'
ὅσον ὅμως οἱ ποιητές πλάθουν αὐτούς πού δέν ὑπάρχουν, πῶς θά τούς
θεωροῦμε
ἀληθινούς θεούς; Ἤ μήπως θά μᾶς πούν ὅτι δέν πλάθουν ψευδή
ὀνόματα,
ἀλλά ψευδείς πράξεις σέ βάρος τους; Κι αὐτό ὅμως δέν ἀποτελεί
ἰσχυρό
ἐπιχείρημα γιά νά τούς ἀπαλλάξει στήν ἀπολογία τους. Διότι, ἄν
πλάθουν
ψεύτικες πράξεις, ψεύτικα θά εἶναι καί τά ὀνόματα των
πρωταγωνιστών.
Τό ἀντίθετο: ἄν λένε ἀλήθεια στά ὀνόματα, ὁπωσδήποτε
ἀληθινές
θά εἶναι καί οἱ πράξεις.
Ἄλλωστε
αὐτοί πού πλάθουν τούς μύθους τῶν θεών γνωρίζουν πολύ καλά
καί
ποιά πρέπει νά εἶναι τά ἔργα τους. Ποτέ δέν θά ἀπέδιδαν ἀνθρώπινες
ἰδιότητες
στούς θεούς· ὅπως δέν ἀποδίδει κανείς τήν ἰδιότητα τῆς φωτιάς
στό
νερό· ἡ μία εἶναι καυτή καί τό ἄλλο ψυχρό. Ἄν οἱ πράξεις τῶν θεών
εἶναι
ἀντάξιές τους, τότε θά ἦταν θεοί καί ὅσοι τίς ἔκαμαν. Ἄν ὅμως
οἱ
πράξεις τῆς μοιχείας καί οἱ παρόμοιες χαρακτηρίζουν κακούς
ἀνθρώπους,
τότε οἱ δράστες τους εἶναι ἄνθρωποι καί ὄχι θεοί.
Διότι
οἱ πράξεις πρέπει νά συμφωνούν μέ τή φύση τοῦ δράστη τους· ὥστε
ἡ
ἐνέργεια νά φανερώση τόν δράστη καί ἡ πράξη νά γίνει ἀντιληπτή ἀπό
τήν
οὐσία της. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μέ κάποιον πού μιλάει γιά τό νερό
καί
τή φωτιά· ἀναφέροντας τίς ἐνέργειές τους, δέν λέει ὅτι τό νερό καίει
οὔτε
ὅτι ἡ φωτιά ψυχραίνει. Παρόμοια, σχετικά μέ τόν ἥλιο καί τή γῆ, δέν
λέει
ὅτι ἡ γῆ φωτίζει καί ὁ ἥλιος βγάζει βότανα καί καρπούς· ἄν ἔλεγε κάτι
τέτοιο,
θά ξεπερνοῦσε κάθε τρέλα.
Ἔτσι
λοιπόν οἱ δικοί τους ποιητές καί μάλιστα ὁ πιό σπουδαῖος (ἐννοεί
τόν
Ὅμηρο), ἄν πίστευαν ὅτι ὁ Δίας καί οἱ λοιποί εἶναι θεοί, δέν θά τούς
ἀπέδιδαν
τέτοιου εἴδους πράξεις. Διότι αὐτές ἀποδείχνουν ὅτι δέν εἶναι
θεοί
ἀλλά περισσότερο ἄνθρωποι, καί μάλιστα χωρίς ἀρετή.
Ἄν
ὅμως κατηγορείς τούς ποιητές ὅτι λόγῳ τῆς ἰδιότητάς τους λένε ψέματα,
γιατί
νά μή λένε ψέματα καί γιά τά κατορθώματα τῶν ἡρώων; Νά πλάθουν,
δηλαδή,
δειλία ἀντί γιά ἀνδρεία καί τό ἀντίστροφο; Ἔπρεπε ὅπως εἴπαν
ψέματα
γιά τόν Δία καί τήν Ἥρα, ἔτσι νά προσάπτουν ψευδῶς στόν
Ἀχιλλέα
δειλία,
ἐνῶ
στό Θερσίτη (ὁ πιό δειλός Ἕλληνας στήν ἐκστρατεία
τῆς
Τροίας) δύναμη· νά συκοφαντούν τόν Ὀδυσσέα γιά ἐπιπολαιότητα
καί
τόν σοφό Νέστορα γιά παρανοϊκότητα. Νά διηγοῦνται γιά τόν
Διομήδη
καί τόν Ἕκτορα γυναικεῖες (δειλές) πράξεις, ἐνῶ γιά τήν Ἑκάβη
(γυναίκα
τοῦ Πριάμου πού δείλιασε στήν αἰχμαλωσία της) ἀνδρεῖα.
Ἐφ'
ὅσον λένε αὐτοί ὅτι οἱ ποιητές πλάθουν ψέμματα, θά ἔπρεπε γιά ὅλες
τίς
περιπτώσεις νά τό κάνουν.
Τώρα
ὅμως συμβαίνει τό ἑξῆς στούς ποιητές : ἐνῶ γιά τούς ἀνθρώπους λένε
τήν
ἀλήθεια, δέν διστάζουν νά λένε ψέματα γιά τούς δῆθεν θεούς. Ἴσως,
βέβαια,
νά πεί κάποιος ὅτι λένε ψέματα γιά τίς ἀδιάντροπες πράξεις τους·
ἐνῶ,
ἀντίθετα, λένε τήν ἀλήθεια στούς ἐπαίνους, ὅταν ὑμνοῦν τόν Δία ὅτι
κυβερνά
στόν Ὄλυμπο καί τόν οὐρανό ὡς πατέρας καί ἀνώτερος ὅλων τῶν θεών.
Τήν
ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ συλλογισμοῦ μπορεῖ νά τήν καταρρίψει ὁ καθένας,
ὄχι
μόνον ἐγώ. Μέ τά πρώτα ἐπιχειρήματα θά λάμψει σέ βάρος τους ἡ
ἀλήθεια.
Διότι οἱ πράξεις πού διηγοῦνται δείχνουν ὅτι πρόκειται γιά
ἀνθρώπους,
ἐνῶ οἱ ἔπαινοι γιά ὑπερανθρώπους. Τό καθένα ἀπ' αὐτά δέν
συμφωνεί
μέ τό ἄλλο. Διότι δέν ἀποτελεί ἴδιο τῶν οὐράνιων θεών νά
κάνουν
τέτοιες πράξεις, οὔτε ὅσοι τίς κάνουν μπορεῖ νά ὀνομάζονται θεοί.
Τί
μᾶς μένει νά σκεφθοῦμε ἀπό τό ὅτι τά ἐγκώμια γιά τούς θεούς εἶναι
ψεύτικα
καί χαριστικά, ἐνῶ οἱ αἰσχρές τους πράξεις ἀληθινές. Τήν
πραγματικότητα
αὐτοῦ τήν ἐπιβεβαιώνει κανείς ἀπό πείρα. Κανείς δέν
ἐγκωμιάζει
κάποιον καί ταυτόχρονα κατηγορεί τίς πράξεις του. Ἀλλά
συμβαίνει
τό ἑξῆς: ὅποιον ἔχει αἰσχρή ζωή προσπαθοῦν μέ ἐπαίνους νά τόν
ὑψώσουν,
γιά νά ἐξαπατήσουν τούς ἀνθρώπους πού ἀκούν γιά τήν κακή
ζωή
του κι ἔτσι ν' ἀποκρύψουν τήν αἰσχρότητά του.
Συμβαίνει,
ὅπως ἕνας πού θέλει νά ἐγκωμιάσει κάποιον καί δέν βρίσκει
τίποτε
ἄξιο ἐπαίνου οὔτε στή συμπεριφορά οὔτε στήν ψυχή, καθώς αὐτά
προκαλούν
ντροπή· τόν ἐξυψώνει τότε μέ διαφορετικό τρόπο καί τοῦ
ἀποδίδει
χαρίσματα ἀνώτερα ἀπό τήν ἀξία του. Ἔτσι κάνουν καί οἱ
διάσημοι
ποιητές τῶν εἰδωλολατρών· ντρέπονται γιά τίς ἀσιχρές πράξεις
τῶν
δῆθεν θεών καί τούς ἀποδίδουν ὑπεράνθρωπο ὄνομα, αὐτό τῆς θεότητας.
Δέν
καταλαβαίνουν ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ ὑπεράνθρωπης θεότητας
ὄχι
μόνο δέν θά καλύψει τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τῶν ψευτοθεών,
ἀλλά
μᾶλλον θά τούς ξεσκεπάσει, ἐπειδή οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες δέν
ταιριάζουν
σέ ἀντιλήψεις γιά τό Θεό.
Ἐγώ
μάλιστα πιστεύω ὅτι οἱ ποιητές παρά τή θέλησή τους ἀναφέρουν τα
πάθη
καί τίς πράξεις τῶν θεών. Ἐπειδή, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή,
προσπάθησαν
ν' ἀποδώσουν τό ὄνομα καί τήν τιμή πού ἀνήκει στό Θεό σ'
αὐτούς
πού δέν εἶναι θεοί ἀλλά κοινοί θνητοί· κάτι τέτοιο ἀποτελεί
μεγάλη
ἀσέβεια. Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς ἀσέβειας τούς ὑποχρέωσε ἡ ἀλήθεια,
χωρίς
τή θέλησή τους, νά ἐκθέσουν τά πάθη τῶν ψευτοθεών. Κι ἔτσι
οἱ
ἀπόγονοί τους νά διαβάζουν στά βιβλία τους τά πάθη τῶν θεών καί νά
ἀποδείχνεται
ὅτι δέν εἶναι θεοί.
Ποιά
λοιπόν δικαιολογία ἤ ἀπόδειξη γιά τή θεότητα αὐτών θά εἶχαν
ἐκεῖνοι
πού εἶναι γεμάτοι ἀπό δεισιδαιμονίες; Ἀπ' ὅσα εἴπαμε παραπάνω,
ἀποδείχτηκε
ὅτι οἱ θεοί εἶναι ἄνθρωποι, καί μάλιστα γεμάτοι πάθη.
Ἴσως
ὅμως θά χρησιμοποιήσουν μέ καύχηση ἐκεῖνο τό ἐπιχείρημα, ὅτι
οἱ
δῆθεν θεοί ἀνακάλυψαν πράγματα χρήσιμα γιά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων,
καί
γι' αὐτό τους λένε θεούς, διότι ἀποδείχτηκαν χρήσιμοι στούς ἀνθρώπους.
Λένε
ὅτι ὁ Δίας ἀνακάλυψε τήν τέχνη τῆς πλαστικῆς, ὁ
Ποσειδώνας
τήν κυβερνητική, ὁ Ἥφαιστος τήν κατεργασία τοῦ χαλκοῦ, ἡ
Ἀθηνά
τήν ὑφαντική, ὁ Ἀπόλλων τή μουσική, ἡ Ἄρτεμη τό κυνήγι, ἡ Ἥρα
τόν
καλλωπισμό, ἡ Δήμητρα τή γεωργία καί ἄλλοι θεοί ἄλλες τέχνες, ὅπως
μᾶς
διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί.
Αὐτές
ὅμως τίς τέχνες καί τίς παρόμοιες ἐπιστῆμες ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νά
τίς
ἀποδώσουν ὄχι μόνο στούς (ψευτο)θεούς ἀλλά στήν ἀνθρώπινη φύση.
Διότι
αὐτή ἐφευρίσκει τίς τέχνες. Ἐξάλλου πολλοί θεωρούν τήν τέχνη
ἀπομίμηση
τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἄν λοιπόν ἔγιναν
ἐπιστήμονες,
ἐπειδή σπούδασαν τίς τέχνες, δέν σημαίνει ὅτι πρέπει νά τούς
θεωροῦμε
καί θεούς, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι.
Διότι
δέν προήλθαν οἱ τέχνες ἀπό τούς θεούς, ἀλλά στίς τέχνες οἱ ἴδιοι οἱ
ἄνθρωποι
ἀντίγραψαν τήν φύση τους. Ὄντας λοιπόν ἄνθρωποι μέ φυσική
τήν
ἱκανότητα νά μάθουν, ὅπως καί τό εἴπαμε, δέν εἶναι παράδοξο πού
ἐπινόησαν
τίς τέχνες· διότι μέ τό νού τούς μελέτησαν τή δική τους φύση
καί
ἀπ' αὐτήν προήλθαν οἱ γνώσεις.
Κι
ἄν ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νά τούς ἀναγορεύσουμε θεούς, ἐπειδή
ἀνακάλυψαν
τίς τέχνες, τότε εἶναι καιρός νά ὀνομάσουμε θεούς καί τούς
ἐφευρέτες
τῶν ἄλλων τεχνών, γιά τόν ἴδιο λόγο πού καί οἱ πρῶτοι ὀνομάστηκαν.
Γιά
παράδειγμα, εἶναι κι ἄλλοι τέτοιοι ἐφευρέτες. Οἱ Φοίνικες ἀνακάλυψαν
τό
ἀλφάβητο, ὁ Ὅμηρος τήν ἠρωϊκή ποίηση, ὁ Ζήνων ὁ Ἐλεάτης τη
διαλεκτική,ο
Συρακούσιος Κόραξ τή ρητορική τέχνη· ὁ Ἀρισταῖος τη
μελισσοκομία,
ὁ Τριπτόλεμος τήν καλλιέργεια τῶν σιτηρών· ὁ Σπαρτιάτης
Λυκοῦργος
καί ὁ Ἀθηναῖος Σόλων τή νομοθεσία· ὁ Παλαμήδης ἐφεύρεσε
τό
συντακτικό καί τήν ἀριθμητική. Καί ἄλλοι πολλοί ἀνακάλυψαν πολλά
καί
διάφορα χρήσιμα γιά τό βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μᾶς τά διηγοῦνται
οἱ
ἱστορικοί.
Ἄν
λοιπόν ἡ ἐφεύρεση τῶν ἐπιστημών φτιάχνει τούς θεούς καί τή λατρεία
τους,
ὑποχρεωτικά πρέπει καί ὅσοι ἔγιναν κατόπιν ἐφευρέτες, νά
θεωροῦνται
κι αὐτοί θεοί.
Ἄν
ὅμως αὐτούς δέν τούς ἀξιώνουν ὡς θεούς
ἀλλά
τούς κατατάσσουν στήν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων, τότε κατ'
ἀκολουθία
πρέπει ὁ Δίας, ἡ Ἥρα καί οἱ λοιποί νά μήν καλοῦνται θεοί· νά
θεωρεῖται
ὅτι κι αὐτοί ὑπῆρξαν ἄνθρωποι. Ἀκόμη περισσότερο διότι δέν
ἦταν
σεμνοί, ὅπως τό δείχνουν καί τά ἀγάλματά τους· ἀποδεικνύουν ὅτι
τίποτε
ἄλλο δέν ἦταν παρά μόνον ἄνθρωποι.
Διότι,
μέ τή γλυπτική, ποιά ἄλλη μορφή δίνουν στούς (ψευτο)θεούς παρά
ἀνδρών
ἤ γυναικῶν; Καί ἀκόμη δίνουν μορφές κατώτερων ὄντων πού δέν
ἔχουν
φύση λογική, ὅπως κάθε εἴδους πτηνά, ἥμερα καί ἄγρια τετράποδα,
ἑρπετά,
ὅσα περιέχει ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καί κάθε εἴδους νερά.
Διότι
οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν στόν παραλογισμό τῶν παθών καί τῶν ἡδονῶν·
δέν
σκέπτονταν τίποτε ἄλλο παρά ἡδονές καί σαρκικές ἐπιθυμίες. Μέ το
νού
λοιπόν στραμμένο σ' αὐτά τά παράλογα, ἀναπαράστησαν τό θεῖο μέ
μή
λογικές παραστάσεις σύμφωνα μέ τά πάθη τους, καί ἔτσι μέ τά γλυπτά
παράστησαν
πολλούς θεούς.
Ἔχουν
λοιπόν ὡς θεούς παραστάσεις ζώων, ἑρπετῶν καί πτηνών, ὅπως τό
λέει
ὁ θεῖος καί ἀληθινός ἑρμηνευτής τῆς Ἁγίας Γραφής: «Ἀπατήθηκαν μέ
μέ
τίς μάταιες σκέψεις τους καί σκοτείνιασε ἡ ἀνόητη καρδιά τους.
Ἐνῶ
ἰσχυρίζονταν πώς εἶναι σοφοί, ἀποδείχθηκαν ἀνόητοι· προτίμησαν,
ἀντί
τή δόξα τοῦ αἰώνιου Θεοῦ, εἴδωλα εἰκόνας θνητών ἀνθρώπων καί
πτηνών,
ζώων καί ἑρπετῶν. Γι' αὐτό ἐπίτρεψε ὁ Θεός νά πέσουν σέ
ἀτιμωτικά
πάθη».
Ἀφοῦ
λοιπόν, ὅπως προείπαμε, πρώτα χτυπήθηκε ἡ ψυχή τους μέ τίς
παράλογες
ἡδονές, ὕστερα ξέπεσαν σέ τέτοιου εἴδους εἰδωλολατρεία. Γιά
τήν
πτώση τους αὐτή στήν ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐπέτρεψε Ἐκεῖνος
νά
κυλίονται στά πάθη καί ν' ἀπεικονίζουν τό Θεό Πατέρα τοῦ Κυρίου μέ
παράλογα
εἴδωλα.
Σχετικά
μ' αὐτά, οἱ θεωρούμενοι φιλόσοφοι καί ἐπιστήμονες ἀπό τούς
εἰδωλολάτρες,
ὅταν τούς κατηγορούν, δέν ἀρνοῦνται ὅτι οἱ δῆθεν θεοί
εἶναι
μορφές ἀνθρώπων καί κτηνών· κι ὅταν ἀπολογοῦνται, λένε ὅτι ἔχουν
αὐτά
τά εἴδωλα, γιά νά τούς ἀπαντά καί παρουσιάζεται ὁ θεός μέσῳ αὐτών.
Διότι,
δέν εἶναι δυνατό μέ ἄλλο τρόπο νά γνωρίσουν τόν ἀόρατο
θεό
παρά μέ τέτοια ἀγάλματα καί λατρευτικές τελετές.
Οἱ
πιό φιλόσοφοι καί βαθυστόχαστοι βέβαια ἀπ' αὐτούς ἰσχυρίζονται ὅτι
παριστάνουν
τούς θεούς μέ τέτοια εἴδωλα, γιά νά ἐπικαλοῦνται μ' αὐτά
τήν
ἐμφάνιση ἀγγέλων καί θείων δυνάμεων· ἔτσι μέ τίς ἐμφανίσεις
τούς
θά τούς διδάξουν τή γνώση τοῦ Θεοῦ.
Λένε
ὅτι τά εἴδωλα εἶναι γιά τούς ἀνθρώπους σάν τά γράμματα πού τά
διαβάζουν
καί μποροῦν νά κατανοήσουν τό Θεό μέ τή βοήθεια ἀγγελικῶν
ἐμφανίσεων.
Αὐτά βέβαια ἐκεῖνοι μέ τέτοιους μύθους τά ἀξιολογοῦν.
Καί
βέβαια δέν θεολογοῦν· εὐτυχῶς, πού δέν τό κάνουν. Ἄν κανείς ὅμως
ἐξετάσει
μέ ἐπιμέλεια τά λεγόμενά τους, θά διαπιστώσει ὅτι καί αὐτές οἱ
ἀπόψεις
εἶναι ἐξίσου ψευδείς μέ τίς προηγούμενες.
Θά
μποροῦσε βέβαια νά τούς πεί κάποιος τήν ἀλήθεια πού θά τούς κρίνει.
Πῶς
μ' αὐτά τά εἴδωλα διακρίνεται καί γνωρίζεται ὁ Θεός; Μέ ποιό ἀπό
δύο;
Μέ τό ὑλικό κατασκευής τους ἤ μέ τή μορφή πού εἰκονίζουν; Ἄν
γίνεται
μέ τό ὑλικό, τί χρειάζεται ἡ μορφή; Καί μήπως δέν ἐμφανιζόταν
ὁ
Θεός μέ ἀσχημάτιστη τήν ὕλη, πρίν ἀπό τή δημιουργία τῶν εἰδώλων;
Μάταια
αὐτοί περιβάλλουν τους ναούς μέ τείχη, κλείνοντας μέσα τους μιά
πέτρα
ἤ ἕνα κομμάτι ξύλου ἤ χρυσοῦ, ἐφ' ὅσον ὅλη ἡ γῆ εἶναι γεμάτη ἀπό
τέτοιου
εἴδους ὑλικά.
Ἐάν
πάλι ἡ μορφή πού εἰκονίζεται στά εἴδωλα γίνεται αἰτία τῆς ἐμφάνισης
τοῦ
Θεοῦ, τί χρειάζεται ἡ ὕλη τοῦ χρυσοῦ καί τῶν ἄλλων ὑλικῶν;
Καί
δέν ἐμφανίζεται καλύτερα ὁ Θεός μέ τά ἴδια τά φυσικά ζώα, τά ὁποῖα
εἰκονίζοντα
στά ἀγάλματα; Διότι μέ τόν τρόπο αὐτό θά σχηματιζόταν
καλύτερη
ἡ ἀντίληψη γιά τό Θεό, ἄν ἐμφανιζόταν καθεαυτός μέ ἔμψυχα
ζώα,
λογικά ἤ μή, καί ὄχι μέ ἄψυχα καί ἀκίνητα, τά ὁποῖα συνιστούν
μεγάλη
ἀσέβεια.
Ἐνῶ
σιχαίνονται καί ἀποστρέφονται τά φυσικά ζώα, εἴτε εἶναι τετράποδα
εἴτε
πτηνά καί ἑρπετά, ἐξ αἰτίας τῆς ἀγριότητας καί ἀκαθαρσίας τους,
παρ'
ὅλ' αὐτά ἀποτυπώνουν τίς μορφές τους σέ πέτρες, ξύλα καί χρυσό καί
τά
θεοποιοῦν. Τό σωστό βέβαια θά ἦταν νά θεοποιοῦν τά ἴδια τά ζώα καί
ὄχι
νά λατρεύουν τά εἴδωλά τους.
Ἴσως,
κανένα ἀπό τά δύο, οὔτε ἡ μορφή οὔτε τό ὑλικό κατασκευής νά
εἶναι
αἰτία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἐπιστημονική τέχνη καλεί το
Θεό
νά ἐμφανιστεί, ἐπειδή αὐτή μιμεῖται τή φύση. Ἄν ὅμως πάλι, ἐξ αἰτίας
τῆς
ἐπιστήμης ἐμφανίζεται ὁ Θεός στά ἀγάλματα, τότε τί χρειαζόμαστε την
ὕλη,
ἀφοῦ ἔχουμε τήν ἐπιστήμη;
ν
τέλος παρουσιάζεται ὁ Θεός ἐξ αἰτίας
τῆς
τέχνης, καί γιά τό λόγο αὐτό προσκυνοῦνται τά γλυπτά ὡς θεοί, τότε
θά
ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι πού δημιουργούν τήν τέχνη, νά προσκυνοῦνται καί
νά
λατρεύονται, ἀφοῦ καί λογική ἔχουν καί τήν ἐπιστήμη κατέχουν.
Ὅσον
ἀφορά τή δεύτερη καί σπουδαιότερη δικαιολογία τους, θά μποροῦσε
κανείς
νά πεί τά ἑξῆς: ἄν, εἰδωλολάτρες, ἔχετε κατασκευάσει τά εἴδωλα ὄχι
γιά
νά ἐμφανιστεί ὁ Θεός ἀλλά νά παρουσιαστούν σ' αὐτά ἄγγελοι,
γιά
ποιό λόγο ἀποδίδετε μεγαλύτερη ἀξία στά ἀγάλματα μέ τά ὁποῖα
ἐπικαλεῖστε
τίς δυνάμεις, παρά σ' αὐτές τίς ἴδιες τίς δυνάμεις πού ἐπικαλεῖστε;
Ὅπως
ἰσχυρίζεστε, φτιάχνετε ἀγάλματα γιά νά γνωρίσετε τό Θεό· δίδετε
τό
ὄνομα καί τήν τιμή τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ σ' αὐτά τά ἀγάλματα καί ἔτσι
καταντάτε
σέ μεγάλη ἀσέβεια. Ἐνῶ ὁμολογεῖτε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ
ξεπερνά
τήν ἀδυναμία τῶν ἀγαλμάτων, δέν τολμάτε νά ἐπικαλεστεῖτε το
Θεό
διά μέσου αὐτών, ἀλλά ἐπικαλεῖστε τίς ἀσθενέστερες δυνάμεις.
Καί
παρ' ὅλ' αὐτά, παραβλέπετε καί αὐτές τίς δυνάμεις καί δώσατε το
ὄνομα
τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου φοβεῖστε τήν παρουσία, σέ πέτρες καί ξύλα.
Τά
ὀνομάζετε αὐτά θεούς, ἀντί γιά πέτρες καί ἀντικείμενα τῆς τέχνης των
ἀνθρώπων,
καί μάλιστα τά προσκυνεῖτε.
Κι
ἄν αὐτά τά εἴδωλα, ὅπως ψευδῶς το λέτε, σᾶς χρησιμεύουν σάν
γράμματα,
γιά ν' ἀνεβεῖτε στό Θεό, δέν εἶναι σωστό νά προτιμάτε τα
σύμβολα
ἀπό τό συμβολιζόμενο. Διότι, ἄν κανείς γράψει τό ὄνομα του
βασιλιά,
δέν κινδυνεύει λιγότερο ἄν προτιμήσει τό γράμμα ἀπό τό βασιλιά·
θά
τιμωρηθεῖ μέ θάνατο, ἐνῶ τό γράμμα τυπώνεται μέ τήν ἐπιστήμη της
γραφής.
Ἔτσι
καί σεῖς, ἄν ἔχετε ὑγιῆ τό νού σας, δέν θά ἀποδίδατε τό τόσο μεγάλο
γνώρισμα
τῆς θεότητος στήν ὕλη· οὔτε θά προτιμούσατε περισσότερο το
γλυπτό
ἀπό τόν γλύπτη ἄνθρωπο πού τό κατασκεύασε. Διότι, ἄν τά
γράμματα
δηλώνουν τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, ἐπειδή
παριστάνουν
τό Θεό, ἀξίζει νά θεοποιηθοῦν. Πολύ περισσότερο ὅμως
ἀξίζει
νά θεοποιηθεῖ ὁ τεχνίτης πού τά σμίλευσε καί χάραξε, διότι εἶναι
πιό
ἰσχυρός καί πιό κοντά στό Θεό ἀπό ἐκείνους· καθόσον καί τά
ἀγάλματα
τά πελέκησε καί τά μορφοποίησε ὁ τεχνίτης σύμφωνα μέ τήν
καλαισθησία
του.
Ἄν
λοιπόν τά εἴδωλα εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ, πολύ περισσότερο θαυμασμό
ἀξίζει
ὁ τεχνίτης πού τά χάραξε λόγῳ τῆς τέχνης καί τῆς ἰδιοφυίας του.
Ἑπομένως,
ἄν γι' αὐτό δέν ἀξίζει νά θεωροῦνται θεοί, πάλι θά τούς
ρωτοῦσε
κανείς γιά τήν παραφροσύνη τῶν εἰδώλων, ζητῶντας νά μάθει
ἀπ'
αὐτούς γιά ποιό λόγο δόθηκε σ' αὐτά μιά τέτοια μορφή.
Ἄν
ὅμως ὁ Θεός ἀπεικονίζεται μόνον μέ μορφή ἀνθρώπου, τότε γιατί
τόν
παριστάνουν μέ μορφή ἀλόγων ζώων; Ἄν πάλι ἡ εἰκόνα του εἶναι
ζωόμορφη,
τότε γιατί τόν παριστάνουν μέ μορφή λογικῶν ὄντων; Καί ἄν
πάλι
καί τά δύο εἴνα σωστά καί ἀπεικονίζουν τό Θεό καί μέ τούς δύο
τύπους
μορφής, διότι εἶναι καί ζωόμορφος καί ἀνθρωπόμορφος, τότε γιατί
ξεχωρίζουν
αὐτά πού συνδέονται καί διακρίνουν τό ἄγαλμα τοῦ ζώου
ἀπ'
αὐτό τοῦ ἀνθρώπου; Γιατί δέν φτιάχνουν τό Θεό καί μέ τίς δύο μορφές
ὅπως
εἶναι τά μυθικά πλάσματα Σκύλλα καί Χάρυβδις, ὁ Ἱπποκένταυρος
καί
ὁ σκυλοκέφαλος Ἄννουβις τῶν Αἰγυπτίων; Θά ἔπρεπε ἤ νά ἔχουν ἔτσι
δύο
μορφές ἤ νά ἔχουν μόνο μία μορφή καί νά μή φτιάχνουν ἄλλη πού θά
εἶναι
σέ ἀντίθετη τῆς ἄλλης.
Ἐάν
πάλι ἡ μορφή τῶν θεών εἶναι ἀρσενικοῦ γένους, γιατί τούς ἀποδίδουν
καί
θηλυκή μορφή; Ἄν ὅμως εἶναι θηλυκοῦ γένους, γιατί τούς παριστάνουν
μέ
ἀρσενική μορφή λέγοντας ψέμματα; Κι ἄν τέλος ἔχουν δύο γένη, θά
ἔπρεπε
νά μή τά χωρίζουν, ἀλλά νά τά εἰκονίζουν μαζί· νά εἶναι σάν τους
λεγόμενους
ἑρμαφρόδιτους. Ἔτσι, ἡ δεισιδαιμονία τους θά δίνει ἀφορμή
στούς
θεατές τῶν εἰδώλων ὄχι μόνο γιά ἀσέβεια καί κακολογία ἀλλά καί
γιά
γέλια.
Γενικά,
ἄν θεωρούν τό θεῖο μέ μορφή σωματική, ὥστε νά ἐπινοούν καί νά
φαντάζονται
ὅτι ἔχει κοιλιά, χέρια, πόδια, αὐχένα, στήθη καί τά ὑπόλοιπα
μέλη
τοῦ σώματος γιά ἀναπαραγωγή, πρόσεξε σέ πόση ἀσέβεια καί ἀθεΐα
κατέπεσε
ὁ νούς τους, ὥστε τέτοια νά σκέφτονται γιά τό Θεό!
Διότι
ἀκολουθοῦν ὁπωσδήποτε καί τά ὑπόλουπα πάθη τοῦ σώματος,
δηλαδή
νά τέμνεται, νά διαιρεῖται καί ὁλοκληρωτικά νά καταστρέφεται.
Αὐτά
ὅμως καί τά παρόμοιά τους δέν χαρακτηρίζουν τό Θεό, ἀλλά τα
γήϊνα
σώματα. Διότι ὁ Θεός εἶναι καί ἀσώματος καί ἄφθαρτος καί
ἀθάνατος·
δέν χρειάζεται τίποτε ἀπ' αὐτά σέ καμιά περίπτωση. Ἐνῶ αὐτά
εἶναι
φθαρτά καί μορφές σωμάτων καί ἔχουν ἀνάγκη φροντίδας, ὅπως τό
εἴπαμε
προηγουμένως. Πολλές φορές βλέπουμε νά ἐπισκευάζονται ὅσοι
πάλιωσαν
καί ὅσους ἐξαφάνισε ὁ χρόνος, ἡ βροχή ἤ κάτι ἄλλο ἀπό τά ζώα
τῆς
γῆς· αὐτοί ξαναφτιάχνονται.
Θά
μποροῦσε κάποιος νά τούς κατηγορήσει γιά τήν παραφροσύνη τους
καί
στά ἑξῆς: Ὀνομάζουν θεούς αὐτούς πού οἱ ἴδιοι δημιούργησαν. Ζητούν
τήν
λύτρωση ἀπ' αὐτούς πού οἱ ἴδιοι μέ τίς τέχνες τους συντήρησαν, γιά
νά
μήν καταστραφούν. Ζητούν νά ἱκανοποιήσουν τίς ἀνάγκες τούς αὐτοί
πού
γνωρίζουν ὅτι ἔχουν ἀνάγκη τή δική τους φροντίδα (τῶν ἀνθρώπων).
Δέν
ντρέπονται ν' ἀποκαλούν κύριους τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς αὐτούς
πού
τούς κλείνουν σέ μικρά σπιτάκια (εἰδωλολατρικοί ναοί).
Γιά
τήν ἀθεΐα τους μπορεῖ κανείς νά πληροφορηθεῖ ὄχι μόνο ἀπ' αὐτά,
ἀλλά
καί ἀπό τό ὅτι δέν συμφωνούν στήν τιμή πού ἀποδίδουν στά εἴδωλα.
Διότι
ἄν εἶναι θεοί, ὅπως λένε καί φιλοσοφούν γι' αὐτούς, ποιόν ἀπ'
αὐτούς
νά προτιμήσει κανείς καί ποιούς νά θεωρήσει σπουδαιότερους
ὥστε
ἤ νά εἶναι σίγουρος ὅτι προσκυνεί τό Θεό ἤ, ὅπως λένε, νά μήν
ἀμφιβάλλει
ὅτι στά εἴδωλα γνωρίζει τό Θεό; Διότι δέν ἀναγνωρίζουν ὅλοι
τούς
ἴδιους θεούς. Ὅσα περισσότερα ἔθνη ὑπάρχουν, τόσοι καί θεοί
ἐπινοοῦνται.
Σέ πολλές περιπτώσεις οἱ κάτοικοι μιᾶς χώρας ἤ πόλης
διαφωνούν
μεταξύ τους γιά τήν λατρευτική τιμή πρός τά εἴδωλα.
Οἱ
Φοίνικες δέν γνωρίζουν τούς θεούς τῶν Αἰγυπτίων, οὔτε οἱ Αἰγύπτιοι
προσκυνούν
τά ἴδια εἴδωλα μέ τούς Φοίνικες. Οἱ Σκύθες δέν δέχονται τους
θεούς
τῶν Περσῶν οὔτε οἱ Πέρσες τῶν Σύρων. Οἱ Πελασγοί πάλι
κατηγορούν
τους θεούς τῆς Θράκης. Οἱ Θράκες παρόμοια δέν γνωρίζουν
τούς
θεούς τῶν Θηβαίων. Οἱ Ἰνδοί στρέφονται ἐναντίον τῶν Ἀράβων,
οἱ
Ἄραβες ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων καί οἱ Αἰθίοπες ἐναντίον ὅλων αὐτών,
σχετικά
μέ τήν προσκύνηση τῶν εἰδώλων. Οἱ Σύροι δέν τιμούν τους ἴδιους
θεούς
μέ τούς Κίλικες. Οἱ Καππαδόκες ἔχουν διαφορετικούς θεούς· οἱ
Βιθυνοί
ἐπινόησαν ἄλλους καί οἱ Ἀρμένιοι ἄλλους γιά τόν ἑαυτό τους.
Καί
τί μου χρειάζονται πολλά παραδείγματα; Οἱ κάτοικοι τῆς ξηράς ἔχουν
διαφορετικούς
θεούς ἀπό τούς νησιῶτες, καί τό ἀντίστροφο. Γενικά, κάθε
πόλη
καί χωριό ἀγνοούν τους θεούς τῶν γειτόνων καί προσκυνούν τους
δικούς
τους· διότι τούς θεωρούν ἀνώτερους.
Δέν
χρειάζεται καθόλου ν' ἀναφέρουμε τή μιαρή λατρεία τῶν Αἰγυπτίων·
ὅλοι
βλέπουν ξεκάθαρα ὅτι οἱ πόλεις ἔχουν μεταξύ τους ἐχθρική την
θρησκεία.
Οἱ μεταξύ τους γείτονες φροντίζουν νά προσκυνούν ἐχθρικούς
θεούς.
Τόν κροκόδειλο, γιά παράδειγμα, κάποιοι τόν προσκυνούν ὡς θεό,
ἄλλοι
ὅμως τόν θεωρούν βδέλυγμα.
Τό
ἴδιο καί τό λιοντάρι, ὁρισμένοι το
λατρεύουν
ὡς θεό· οἱ γείτονές τους ὅμως, ὄχι μόνο τό λατρεύουν, ἀλλά,
ὅπου
τό συναντήσουν, τό σκοτώνουν κιόλας ὡς ἄγριο θηρίο. Παρόμοια
καί
τό ψάρι πού ἄλλοι τό θεωρούν θεό, ἄλλοι ὅμως τό καταναλώνουν ὡς
τροφή.
Γιά
ὅλες αὐτές τίς διαφορές συμβαίνουν καί οἱ μεταξύ τους πόλεμοι, οἱ
ἐπαναστάσεις,
οἱ φόνοι καί οἱ ἐμπαθείς ἡδονές. Καί τό πιό παράδοξο,
ὅπως
διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί, οἱ Πελασγοί πήραν τά ὀνόματα τῶν θεών
τῶν
Αἰγυπτίων καί, χωρίς νά γνωρίζουν τούς θεούς αὐτούς, προσκυνούν
μέ
τά ἴδια ὀνόματα ἄλλους θεούς! Ἡ εἰδωλολατρεία τῶν διαφόρων ἐθνών
διαφέρει
ἀπό λαό σέ λαό, καί δέν ἔχουν ὅλοι ἀκριβῶς την ἴδια πίστη καί
θρησκεία.
Δικαιολογημένα
ἔπαθαν κάτι τέτοιο. Διότι λησμόνησαν τή γνώση τοῦ ἑνός
καί
μοναδικοῦ Θεοῦ· ἔτσι ἔπεσαν σέ πολλές δεισιδαιμονίες. Ἀρνήθηκαν
τόν
ἀληθινό Υἱό τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τόν Σωτήρα ὅλων Ἰησοῦ Χριστό, μέ
ἀποτέλεσμα
ὁ νούς τους νά ξεφεύγει σέ πολλά μάταια. Συμβαίνει ὅπως μ'
αὐτούς
πού κρύβονται ἀπό τόν ἥλιο καί γυρνούν σέ σκοτεινά καταγώγια·
περιπλανοῦνται
σέ πολλούς δρόμους, δέν βλέπουν τούς διαβάτες πού
συναντούν
καί φαντάζονται τούς ἀπόντες ὡς παρόντες· «ἐνῶ φαίνεται ὅτι
βλέπουν,
στήν πραγματικότητα δέν βλέπουν». Τό ἴδιο, καί ὅσοι
ἀρνήθηκαν
τόν ἀληθινό Θεό καί σκοτίσθηκε ἡ ψυχή τους, πλάθουν
ἀνύπαρκτους
θεούς, ὅπως οἱ μεθυσμένοι καί οἱ τυφλοί.
Ὅλα
αὐτά δέν ἀποτελούν μικρή ἀπόδειξη τῆς πραγματικῆς ἀθεΐας τους.
Σέ
κάθε πόλη καί χώρα ἔχουν πολλούς καί διαφορετικούς θεούς πού ὁ ἕνας
καταργεί
τόν ἄλλον καί ὅλοι ἀλληλοκαταργοῦνται. Ἐπίσης, ἐκεῖνοι πού
ἀπό
ὁρισμένους θεωροῦνται ὡς θεοί, ἀπό τούς ἄλλους προσφέρονται
σπονδή
καί θυσία σέ ἄλλους δῆθεν θεούς. Καί τό ἀντίστροφο: οἱ θυσίες
τῶν
ἄλλων θεωροῦνται θεοί ἀπό τούς ἄλλους.
Γιά
παράδειγμα, οἱ Αἰγύπτιοι σέβονται ὡς θεό τό βόδι καί τόν Ἄπι, πού
εἶναι
μοσχάρι· αὐτά ὅμως οἱ ἄλλοι τά προσφέρουν θυσία στό Δία. Κι ἄν
ἀκόμη
δέν θυσιάζουν τά ἴδια ζώα ἀλλά παρόμοια, πιστεύουν ὅτι τά ἴδια
προσφέρουν.
Οἱ Λίβυοι τό πρόβατο πού τό ὀνομάζουν Ἄμμωνα, τό ἔχουν
θεό·
αὐτό ὅμως πολλοί ἄλλοι τό θυσιάζουν ὡς σφάγιο. Οἱ Ἰνδοί λατρεύουν
τό
Διόνυσο ἀποκαλῶντας τον συμβολικά "κρασί". Τό κρασί ὅμως αὐτό οἱ
ἄλλοι
τό χύνουν ὡς σπονδή.
Ἄλλοι
τιμούν καί ἀναγορεύουν ὡς θεότητες τά ποτάμια καί τίς βρύσες· οἱ
Αἰγύπτιοι
ἰδιαίτερα τιμούν τό νερό. Κι ὅμως ἄλλοι, ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ
Αἰγύπτιοι
πού λατρεύουν τό νερό, καθαρίζουν τίς ἀκαθαρσίες τῶν ἄλλων
καί
τοῦ ἐαυτού τους μέ τό νερό, τό ὁποῖο μετά τή χρήση τό χύνουν μέ ἀηδία.
Σχεδόν
ὅλα τά εἴδωλα τῶν Αἰγυπτίων προσφέρονται ὡς θυσία
στούς
θεούς τῶν ἄλλων λαών. Ἔτσι, οἱ ἄλλοι τους κοροϊδεύουν διότι
λατρεύουν
ὡς θεούς αὐτούς πού δέν εἶναι θεοί· ἀλλά, καί αὐτοί
ἀπεχθάνονται
καί προσφέρουν θυσία ὅσα οἱ ἄλλοι πιστεύουν ὡς θεούς.
Ὁρισμένοι
μάλιστα ἔφτασαν σέ τόση ἀσέβεια καί παραφροσύνη ὥστε νά
σφάζουν
ἀκόμη καί ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους ἔχουν τήν ἴδια φύση καί
μορφή,
καί νά τούς προσφέρουν θυσία στούς ψευτοθεούς τους. Καί δέν
βλέπουν
οἱ κακορίζικοι ὅτι τά σφαγιαζόμενα θύματα ἀποτελούν τα
πρότυπα
τῶν εἰδώλων τῶν θεών πού ἔφτιαξαν καί προσκυνούν· καί σ'
αὐτά
προσφέρουν θυσία τούς ἀνθρώπους. Σχεδόν θυσιάζουν τά ὅμοια στά
ὅμοια
ἤ μᾶλλον τά ἀνώτερα στά κατώτερα· διότι θυσιάζουν τά ἔμψυχα
στά
ἄψυχα καί προσφέρουν τά λογικά στά ἄλογα καί ἀκίνητα.
Οἱ
Σκύθες, γιά παράδειγμα, πού λέγονται Ταύρειοι, θυσιάζουν στή θεά
τούς
πού ὀνομάζεται Παρθένος τους ναυαγούς καί ὅσους Ἕλληνες
συλλαμβάνουν.
Δείχνουν πολλή μεγάλη ἀσέβεια σέ συνανθρώπους τους
καί
φανερώνουν ἔτσι τήν ὠμότητα τῶν θεών τους. Διότι, αὐτούς πού ἡ
θεία
Πρόνοια ἔσωσε ἀπό κινδύνους τῆς θάλασσας, οἱ ἰδιοι τους
κατακρεουργούν
καί γίνονται ἐχθροί τῆς θείας Πρόνοιας· μέ τήν
ἀπάνθρωπη
συμπεριφορά τους ἐξαλείφουν τήν σωτηρία τῆς Πρόνοιας
στους
ναυαγούς.
Ἄλλοι
πάλι, ὅταν ἐπιστρέψουν νικητές ἀπό τόν πόλεμο, ἀμέσως
κατατάσσουν
σέ ἑκατοντάδες τούς αἰχμαλώτους και διαλέγουν ἕνα ἀπό
κάθε
ἑκατοντάδα. Καί σφάζουν ὅλους αὐτούς πού διαλέγουν, ἕνα ἀπό
κάθε
ἑκατοντάδα.
Δέν
κάνουν τόσα ἀπάνθρωπα μόνον οἱ Σκύθες πού ὡς ἄγριοι ἔχουν
ἔμφυτη
μέσα τους τήν βαρβαρότητα· αὐτή ἡ κακία εἶναι χαρακτηριστικό
γνώρισμα
τῆς εἰδωλολατρείας καί τῆς πονηρίας τῶν δαιμόνων. Διότι καί
οἱ
Αἰγύπτιοι παλιότερα θυσίαζαν στήν Ἥρα τέτοια σφάγια. Ἐπίσης, οἱ
Φοίνικες
καί οἱ Κρῆτες ἐξιλέωναν τόν Κρόνο μέ θυσίες τῶν παιδιών τους.
Καί
οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι λάτρευαν μέ ἀνθρωποθυσίες τόν ὀνομαζόμενο
Δία
τόν Λατιάριο. Καί ἄλλοι μέ ἄλλο τρόπο,
πάντως
ὅλοι γενικά καί μόλυναν καί μολύνονταν. Μολύνονταν ἐπειδή οἱ
ἴδιοι
ἔκαναν τούς φόνους· καί μόλυναν τους ναούς τους ἐπειδή πρόσφεραν
τέτοιου
εἴδους θυσίες.
Ἀπ'
ὅλα αὐτά πολλαπλασιάστηκαν τά κακά ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους.
Διότι,
βλέποντας ὅτι οἱ δαιμονικοί θεοί τους εὐφραίνονταν μ' αὐτά,
ἀμέσως
καί οἱ ἴδιοι μιμήθηκαν τούς θεούς τους σέ τέτοια παραπτώματα.
Θεωρούν
σπουδαῖο κατόρθωμα νά μιμοῦνται, ὅπως νομίζουν, τίς πράξεις
τῶν
ἀνωτέρων. Ἀπό τήν ἀντίληψη αὐτή οἱ ἄνθρωποι ξέπεσαν σέ φόνους,
παιδοκτονίες
καί κάθε εἴδους ἀσέλγεια. Ἔτσι, σχεδόν κάθε πόλη εἶναι
γεμάτη
ἀπό κάθε ἀκολασία, ἐπειδή προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τίς πράξεις
τῶν
θεών τους. Στούς εἰδωλολάτρες κανείς δέν θεωρεῖται συνετός παρά
μόνον
ὁ ἀποδεδειγμένα ἀκόλαστος.
Τήν
παλιά ἐποχή στά εἰδωλεία της Φοινίκης ἐκδίδονται γυναῖκες, γιά νά
προσφέρουν
στούς ἐκεῖ θεούς τό μίσθωμα της ἐκδόσως του σώματός τους.
Πίστευαν
ὅτι μέ τήν πορνεία θά ἐξιλεώσουν τή θεά τους καί μέ τίς πράξεις
τούς
θά τήν ἐξευμενίσουν.
Οἱ
ἄνδρες πάλι ἀρνοῦνται τό φύλο τους καί μή θέλοντας νά εἶναι πλέον
ἄνδρες,
μιμοῦνται τή γυναικεία φύση. Μ' αὐτό τόν τρόπο εὐχαριστούν
καί
τιμούν τή μητέρα τῶν δῆθεν θεών τους! Ἔτσι, ὅλοι μαζί ζούν ἀκόλαστο
βίο
καί συναγωνίζονται ποιός θά πετύχει τά χειρότερα. Τό εἶπε αὐτό καί ὁ
ἀπόστολος
τοῦ Χριστοῦ Παῦλος: «Οἱ γυναῖκες τῶν εἰδωλολατρών
μετάλλαξαν
τή φυσική χρήση τοῦ σώματος σέ ἀφύσικη· τό ἴδιο καί οἱ
ἄντρες
ἄφησαν τή φυσική ἐπιθυμία τῆς γυναίκας καί κατακάηκαν στήν
ἐπιθυμία
τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλον, ἄντρες μέ ἄντρες. Ἔτσι κατεργάζονται
τήν
ἀκολασία.
Κάνοντας
ὅλα αὐτά καί τά παρόμοιά τους ὁμολογοῦν καί ἀποδεικνύουν
ὅτι
οἱ ψευτοθεοί τους ζούν τέτοιο βίο. Ἔτσι διδάχτηκαν ἀπό τό Δία την
παιδεραστία
καί τή μοιχεία, ἀπό τήν Ἀφροδίτη τήν πορνεία, ἀπό τή Ρέα
τήν
ἀκολασία, ἀπό τόν Ἄρη τούς φόνους καί ἀπό τούς ὑπόλοιπους θεούς
παρόμοια.
Ὅλα αὐτά ὅμως οἱ νόμοι τά τιμωρούν καί οἱ συνετοί ἄνθρωποι
τά
ἀποστρέφονται.
Ἑπομένως,
ἀξίζει νά θεωροῦμε θεούς αὐτούς πού τά κάνουν αὐτά;
Καλύτερα
δέν εἶναι νά τούς θεωροῦμε γιά τήν ἀκόλαστη συμπεριφορά
τούς
χειρότερους κι ἀπό τά ζώα, πού στεροῦνται λογική; Ἀξίζει νά
θεωροῦμε
ἀνθρώπους ὅσους προσκυνούν αὐτούς τούς θεούς καί νά μήν
τούς
λυπόμαστε σάν πιό ἀνόητους και ἀναίσθητους ἀπό τά ζώα, πού δέν
ἔχουν
λογικό; Διότι, ἄν ὑπολόγιζαν τό λογικό της ψυχής τους, δέν θά εἶχαν
καταπέσει
ὅλοι τελείως καί οὔτε θά ἀρνούνταν τόν ἀληθινό Θεό, τον
Πατέρα
τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλ'
αὐτοί πού εἶναι μυημένοι σ' αὐτά καί λατρεύουν τά δημιουργήματα,
ὅταν
τούς ἐλέγχουν κατηγορηματικά γιά τά μιαρά εἴδωλα, δέν θά
ἀρνηθοῦν
καί αὐτοί ὅτι εἶναι εὔκολο ὅλοι νά τά κατακρίνουν αὐτά καί
ἐλέγξουν.
Ἀκράδαντο καί ἀναντίρρητο ὅμως δικαίωμά τους θά θεωρήσουν
ὅτι
εἶναι νά νά ἀπονέμουν λατρεία πρός τή δημιουργία καί τά μέρη της.
Θά
καυχηθοῦν μάλιστα ὅτι δέν λατρεύουν καί προσκυνούν ἁπλά πέτρες,
ξύλα,
εἰκόνες ἀνθρώπων ἤ ἀλόγων πτηνών, ἑρπετῶν καί ζώων, ἀλλά
λατρεύουν
τόν ἴδιο τόν ἥλιο, τήν σελήνη καί ὅλο τόν οὐράνιο κόσμο,
ἀκόμη
καί ὁλόκληρη τή γῆ καί ὅλα τά νερά.
Θά
ἰσχυριστούν ἐπίσης ὅτι δέν μπορεῖ κάποιος ν' ἀποδείξει ὅτι καί αὐτά
δέν
εἶναι θεοί· διότι ὅλοι ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτά δέν εἶναι οὔτε ἄψυχα
οὔτε
ζώα, ἀλλά ξεπερνούν τή φύση τῶν ἀνθρώπων, διότι ἄλλα κατοικούν
στή
γῆ καί ἄλλα στόν οὐρανό. Ἀξίζει λοιπόν νά ἐξετάσουμε καί νά
ἐρευνήσουμε
καί γι' αὐτά. Εἶναι βέβαιο ὅτι καί γι' αὐτά ἡ λογική θ'
ἀποδείξει
τήν ἀλήθεια.
Πρίν
ἐξετάσουμε λοιπόν καί προσάγουμε τίς ἀποδείξεις, ἀρκεί ἡ ἴδια ἡ
κτίση
νά φωνάξει πρός αὐτούς καί νά δείξει τόν πλάστη καί δημιουργό
τῆς
Θεό, τόν Πατέρα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστό πού κυβερνά καί
αὐτήν
καί τό πάν. Αὐτόν βέβαια τόν περιφρονούν οἱ ψευτοφιλόσοφοι·
προσκυνούν
καί θεοποιοῦν τήν κτίση πού Αὐτός δημιούργησε· παρ' ὅλο
πού
καί αὐτή ἡ ἴδια προσκυνεί καί ὁμολογεῖ πίστη στόν Κύριο πού
ἐκεῖνοι
πρός τιμήν της ἀρνοῦνται.
Ἔτσι,
λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι, πού μέ ἀνοιχτό στόμα θεωρούν ὅτι τά μέρη της
κτίσης
εἶναι θεοί, θά ντροπιαστούν γιά τά καλά ἀπό τήν ἀνάγκη πού ἔχει
τό
ἕνα ἀπό τό ἄλλο. Ἡ κτίση γνωρίζει καί παραδέχεται ὅτι δημιουργός καί
Κύριος
ὅλων εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου· στίς ἐντολές Αὐτοῦ ὑπακούει
ἀναντίρρητα,
ὅπως τό λέει καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ: «Οἱ οὐρανοί διηγοῦνται
τό
μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ· τό σύμπαν φανερώνει ὅτι Αὐτός μέ τά χέρια του
τό
ἔπλασε».
Γιά
ὅλα αὐτά εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀπόδειξη σέ ὅσους δέν ἔχουν τά μάτια
τῆς
ψυχῆς τους ἐντελῶς κατεστραμμένα. Διότι ἄν καθένας πάρει ἕνα ἕνα
τά
μέρη τῆς δημιουργίας καί τά ἐξετάσει χωριστά, π.χ. τόν ἥλιο μόνο του,
τή
σελήνη χωριστά, τό ἴδιο τή γῆ καί τόν ἀέρα, τή θερμότητα, ψυχρότητα,
ξηρασία
καί ὑγρασία· ἄν τά ἀπομονώσει ἀπό τή μεταξύ τους συνάφεια
καί
ἐξετάσει τό καθένα χωριστά καί ἰδιαίτερα· τότε σίγουρα θά
διαπιστώσει
ὅτι τό καθένα σέ τίποτε δέν εἶναι αὐτάρκες, ἀλλά ὅλα
χρειάζονται
τό ἕνα τό ἄλλο· σύστασή τους ἀποτελεί ἡ ἀλληλοβοήθεια.
Γιά
παράδειγμα, ὁ ἥλιος βρίσκεται καί περιφέρεται μέσα στό οὐράνιο
σύμπαν
καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν κίνησή του μέσα σ' αὐτό.
Ἡ
σελήνη πάλι καί τά ἄλλα ἄστρα δείχνουν τή βοήθεια πού τούς
προσφέρει
ὁ ἥλιος. Ἡ γῆ ἐπίσης δέν μπορεῖ νά δώσει καρπούς χωρίς τις
βροχές·
καί οἱ βροχές μέ τή σειρά τους δέν πέφτουν στή γῆ χωρίς τα
ἀναγκαῖα
σύννεφα. Οὔτε ὅμως καί τά σύννεφα χωρίς τόν ἀέρα δέν μπορεῖ
νά
σχηματισθοῦν.
Ὁ
ἀέρας πάλι ὄχι ἀπό μόνος του ἀλλά θερμαίνεται ἀπό τόν αἰθέρα· ὁ
ἀέρας
φωτίζεται ἀκόμη ἀπό τή λάμψη τοῦ ἥλιου. Τό ἴδιο, οἱ πηγές καί τά
ποτάμια
δέν μποροῦν νά συσταθοῦν χωρίς τή γῆ. Ἡ γῆ πάλι δέν στέκεται
ἀπό
μόνη της, ἀλλά στηρίζεται στή φύση τῶν ὑδάτων· βρίσκεται στό
μέσον
του σύμπαντος καί περιέχεται μέσα σ' αὐτό.
Τή
θάλασσα πάλι καί τό μεγάλο ὠκεανό πού περιβρέχει ἀπ' ἔξω ὅλη τή γῆ,
τά
κινούν οἱ ἄνεμοι καί κατευθύνονται ὅπου τούς ὁδηγεῖ ἡ ὁρμή των
ἀνέμων.
Ἀλλά καί οἱ ἄνεμοι ὄχι μόνοι τους, ἀλλά, σύμφωνα μέ τήν ἄποψη
τῶν
εἰδικῶν ἐπιστημόνων, συνίστανται μέσα στόν ἀέρα ἀπό τήν καυστική
ἐνέργεια
τοῦ αἰθέρα πού ἐκπέμπεται πρός τόν ἀέρα· Μέ τή βοήθεια του
ἀέρα
πάλι πνέουν πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.
Σχετικά
μέ τά τέσσερα στοιχεία πού συνιστούν τή φύση τῶν σωμάτων,
ἐννοώ
τή θερμότητα, ψυχρότητα, ξηρασία καί ὑγρασία· ποιός ἔχει χάσει
τόσο
πολύ τό μυαλό του ὥστε νά μήν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτά
ὑπάρχουν
μόνον
ὅταν εἶναι ἑνωμένα μεταξύ τους; Ἄν τά χωρίσουμε καί τ' ἀφήσουμε
μόνα
τους, τότε τό ἕνα ἐξαφανίζει τό ἄλλο καί ἐπικρατεί ἐκεῖνο πού
πλεονάζει
στήν ποσότητα. Γιά παράδειγμα, ἡ θερμότητα χάνεται ἄν εἶναι
περισσότερη
ἡ ψυχρότητα· καί τό ἀντίστροφο, ἡ ψυχρότητα ἐξαφανίζεται
ἀπό
τό πλεόνασμα τῆς θερμότητας. Ἡ ξηρασία πάλι διαποτίζεται ἀπό τήν
ὑγρασία
καί ἡ ὑγρασία ξηραίνεται ἀπό τήν ξηρασία.
Πώς
λοιπόν αὐτά μπορεῖ νά εἶναι θεοί, ὅταν τό ἕνα ἔχει ἀνάγκη τό ἄλλο;
Πώς
ταιριάζει νά ζητήσουμε κάτι ἀπ' αὐτά, ὅταν κι αὐτά ζητούν γιά τίς
ἀνάγκες
τους βοήθεια ἀπό τά ἄλλα; Διότι, λέγεται γιά τό Θεό ὅτι δέν
ἔχει
καμιά ἀνάγκη ἀπό κανέναν, ἀλλά εἶναι αὐτάρκης καί πλήρης· τα
ἔχει
ὅλα στήν ὕπαρξή του καί Αὐτός εἶναι πού προσφέρει σέ ὅλους. Πώς
λοιπόν,
τόν ἥλιος καί τή σελήνη καί τά λοιπά δημιουργήματα πού δέν
ἔχουν
ἀπό τόν ἑαυτό τους τή ὕπαρξη ἀλλά χρειάζονται βοήθεια ἀπό τούς
ἄλλους,
θά τούς ἀνακηρύξουμε ὡς θεούς;
Θά
συμφωνήσουν βέβαια κι αὐτοί ὅτι, ὅταν τά χωρίσουμε καί τά πάρουμε
τό
καθένα χωριστά, τότε χρειάζεται τό ἕνα τό ἄλλο. Ὁλοφάνερη εἶναι ἡ
ἀπόδειξη.
Θά ἰσχυριστούν ὅμως ὅτι, ἄν τά βάλουμε ὅλα μαζί καί
ἀποτελέσουν
ἕνα μεγάλο σώμα, τότε ὅλο αὐτό εἶναι ὁ Θεός! Ἡ σύσταση
τοῦ
συνόλου δέν γεννά καμιά ἐξωτερική ἀνάγκη. Λένε οἱ φιλοσοφοῦντες
ὅτι
τό σύνολο εἶναι ἀπό μόνο του ἱκανό καί αὐτάρκες σέ ὅλα. Κι ἐδῶ ὅμως
θ'
ἀποδειχθεῖ τό ψέμα. Ὁ λόγος πού θά πώ θ' ἀποδείξει ὄχι λιγότερο ἀπό
τά
προηγούμενα τή μεγάλη ἀσέβεια καί ἀμορφωσιά τους.
Διότι,
ἄν τά ἐπί μέρους ἑνωθοῦν καί ἀναπληρώσουν τό ὅλον καί τό ὅλον
ἀποτελεῖται
ἀπό τά ἐπί μέρους, τότε τό ὅλον ἀποτελεῖται ἀπό τά μέρη του
καί
τό καθένα ἀποτελεί μέρος τοῦ συνόλου. Κάτι τέτοιο ὅμως εἶναι μακριά
ἀπό
τήν ἀντίληψη γιά τό Θεό. Διότι ὁ Θεός εἶναι ὅλο καί ὄχι μέρη· δέν
συνίσταται
ἀπό διάφορα μέρη ἀλλά αὐτός εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξης καί
δημιουργίας
ὅλων τψν κτισμάτων.
Πρόσεξε
πόση ἀσέβεια ἀποδίδουν στό Θεό λέγοντας αὐτά. Διότι, ἄν ὁ
Θεός
ἀποτελεῖται ἀπό μέρη, ὁ ἴδιος θ' ἀποδειχθεῖ ἀνόμοιος πρός τόν ἑαυτό
του
καί ἀποτελεῖται ἀπό ἀνόμοια μέρη. Ἄν, γιά παράδειγμα, εἶναι ἥλιος
δέν
μπορεῖ νά εἶναι σελήνη· ἄν εἶναι σελήνη, δέν μπορεῖ νά εἶναι γῆ· κι ἄν
εἶναι
γῆ, δέν μπορεῖ νά εἶναι θάλασσα. Παίρνοντας ἔτσι ἕνα ἕνα τά μέρη,
θά
διαπιστώσει τό παράλογο αὐτῆς τῆς θεωρίας.
Μπορεῖ
νά τούς καταδικάσει κανείς βλέποντας τό δικό μας ἀνθρώπινο
σώμα.
Ὅπως τό μάτι δέν εἶναι αὐτί, οὔτε τό αὐτί χέρι, οὔτε ἡ κοιλιά
στῆθος,
οὔτε πάλι ὁ λαιμός εἶναι πόδι. Τό κάθε μέρος τοῦ σώματος ἔχει
δική
του ἐνέργεια· ἀπ' αὐτά τά διαφορετικά μέρη συνίσταται τό ἕνα σώμα·
ἔχει
ἑνωμένα μέρη σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες του κάθε μέρους.
Διαλύονται
μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅταν τά διαλύσει ἡ φύση πού τά
συνένωσε,
σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι,
κι ἄς μᾶς συγχωρήσει ὁ Ὕψιστος Θεός γιά τά λόγια μας, ἄν τά μέρη
τῆς
δημιουργίας τά ἑνώσουμε σ' ἕνα σύνολο καί τά ἀναγορεύσουμε θεό,
εἶναι
βέβαιο ὅτι αὐτός δέν θά μοιάζει μέ τόν ἑαυτό του. Τό ἀποδείξαμε.
Θά
διαιρεῖται πάλι στά μέρη του· διότι τά μέρη ἀπό τή φύση τους εἶναι
νά
χωρίζονται.
Καί
μέ ἄλλο τρόπο μποροῦμε ν' ἀποδείξουμε τήν ἀθεΐα τους μέ βάση την
ἀλήθεια.
Ἄν ὁ Θεός εἶναι στήν οὐσία του ἀσώματος, ἀόρατος καί
ἀψηλάφητος,
πῶς τολμούν καί φαντάζονται τό Θεό νά ἔχει σώμα; Πῶς
ἀποδίδουν
τή τιμή τοῦ Θεοῦ σ' αὐτά πού εἶναι ὁρατά καί τά ψηλαφούν
τά
χέρια;
Καί
πάλι, ἄν εἶναι ὀρθός ὁ συλλογισμός γιά τό Θεό ὅτι εἶναι
παντοδύναμος
καί τίποτε δέν τόν ἐξουσιάζει ἐνῶ αὐτός ἐξουσιάζει καί
διαφεντεύει
τά πάντα, πῶς αὐτοί πού θεοποιοῦν τήν κτίση δέν βλέπουν
ὅτι
δέν ἐκπληρώνει τόν ὅρο αὐτό τῆς θεότητος;
Διότι,
ὅταν ὁ ἥλιος βρίσκεται στό κάτω μέρος τῆς γῆς, ἡ γῆ κάνει σκιά καί
δέν
φαίνεται τό φώς. Καί ὁ ἥλιος μέ τή λαμπρότητα τοῦ φωτός κρύβει
τή
σελήνη στή διάρκεια τῆς ἡμέρας. Τό χαλάζι πολλές φορές καταστρέφειτους
καρπούς
τῆς γῆς· καί ἡ φωτιά σβήνει μέ τήν πλημμύρα. Ἡ ἄνοιξη διώχνει
τό
χειμώνα καί τό καλοκαίρι δέν ἀφήνει τήν ἄνοιξη νά ξεπεράσει τά ὅριά της.
Καί
τό φθινόπωρο μέ τή σειρά του καθορίζει τά ὅρια τοῦ καλοκαιριοῦ.
Ἐάν
λοιπόν ἦταν οἱ ἐποχές θεοί, ἔπρεπε νά μήν περιορίζει ἡ μία τήν ἄλλη
καί
τήν ἐξαφανίζει, ἀλλά πάντα νά ὑπάρχουν μαζί καί νά ἔχουν κοινή
ἐνέργεια.
Ἔπρεπε
νύχτα καί μέρα ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καί ὅλα μαζί τα
ὑπόλοιπα
ἄστρα νά ἔχουν τό ἴδιο φώς· νά λάμπουν τό ἴδιο παντοῦ
καί
ὅλα νά φωτίζονται ἀπ' αὐτά.
Ἔπρεπε
ἀμετάβλητα νά συνυπάρχουν μαζί το καλοκαίρι, ὁ χειμώνας, ἡ
ἄνοιξη
καί τό φθινόπωρο. Ἔπρεπε ἡ θάλασσα νά ἔχει ἀναμιχθεῖ μέ τίς
πηγές
καί νά παρέχει τό ἴδιο νερό στούς ἀνθρώπους. Ἔπρεπε νά ὑπάρχει
ταυτόχρονα
νηνεμία καί φύσημα ἀνέμων. Ἔπρεπε ἡ φωτιά καί τό νερό
νά
προσφέρουν κοινή ἐξυπηρέτηση στούς ἀνθρώπους.
Ποτέ
μά ποτέ δέν ἔπρεπε νά βλάπτεται κανείς ἀπ' αὐτά, ἀφοῦ κατά τή
γνώμη
τους εἶναι θεοί καί δέν προξενούν καμία βλάβη ἀλλά ὅλα τά κάνουν
πρός
ὠφέλεια.
Ἄν
ὅμως αὐτά δέν γίνονται, ἐπειδή μεταξύ τους εἶναι
ἀντίθετα,
πῶς εἶναι δυνατόν νά τά ὀνομάζουμε θεούς καί νά τά
ἀποδίδουμε
τιμές, ἐφ' ὅσον ἀντιμάχονται μεταξύ τους καί δέν συνεργάζονται;
Αὐτά
πού δέν συμφωνούν μεταξύ τους, πῶς μπορεῖ νά
εἰρηνεύσουν
τούς προσευχομένους καί νά γίνουν ρυθμιστές τῆς ὁμόνοιας;
Ἔτσι,
ἀπέδειξε ὁ λόγος ὅτι οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε κάποιο ἄλλο
κτίσμα
μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός θεός· πολύ περισσότερο δέν μπορεῖ νά
εἶναι
θεοί τά πέτρινα, χρυσά ἤ ἀπό ἄλλα ὑλικά ἀγάλματα οὔτε οἱ
μυθολογούμενοι
ἀπό τούς ποιητές Δίας καί Ἀπόλλων. Ἀπ' αὐτά ἄλλα εἶναι
μέρος
τῆς κτίσεως, ἄλλα εἶναι ἄψυχα καί ἄλλα εἶναι μόνον κοινοί θνητοί.
Γιά
τό λόγο αὐτό, ἡ θεοποίηση καί ἡ λατρεία τους δέν εἰσάγει εὐσέβεια
ἀλλά
ἀθεΐα καί κάθε εἴδους ἀσέβεια. Ἀποτελεί ἀπόδειξη μεγάλης
ἀπομάκρυνσης
ἀπό τή γνώση τοῦ μόνου καί ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα
τοῦ
Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν,
λοιπόν, αὐτά ξεσκεπάζονται,αποδεικνύουν ὅτι ἡ εἰδωλολατρεία
τῶν
Ἑλλήνων εἶναι γεμάτη ἀπό κάθε ἀθεΐα καί φέρνει τήν καταστροφή
καί
ὄχι τό κέρδος στή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Ἐμπρός,
λοιπόν, ὅπως τό εἴπαμε ἀπό τήν ἀρχή, ἀφοῦ ἀποδείξαμε την
πλάνη
τους, ἄς βαδίσουμε τώρα τό δρόμο τῆς ἀλήθειας· νά θεωρήσουμε τον
Υἱό
καί Λόγο τοῦ Πατέρα ὡς κύριο καί δημιουργό τοῦ κόσμου. Ἔτσι θά
γνωρίσουμε
καί τόν Θεό Πατέρα Τοῦ καί θά πληροφορηθοῦν οἱ
εἰδωλολάτρες
πόσο ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν ἀλήθεια.
Ὅσα
εἴπαμε προηγουμένως δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ πλανεμένος
δρόμος
τῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινός δρόμος θά ἔχει σκοπό νά ὁδηγήσει στόν
ἀληθινό
Θεό. Γιά νά τήν γνωρίσουμε καί κατανοήσουμε δέν χρειάζεται
τίποτε
ἄλλο παρά ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἡ ὁδός πρός τό Θεό δέν εἶναι
ὅπως
ὁ Θεός πού βρίσκεται πάνω ἀπ' ὅλα· δέν εἶναι οὔτε μακριά μας οὔτε
ἔξω
ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ὑπάρχει μέσα μας· ἀπό τόν ἑαυτό μας ἀρχίζει ὁ
δρόμος
τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ Μωϋσής: «Ἡ πίστη εἶναι μέσα στήν
καρδιά
σου». Τό ἴδιο καί ὁ Σωτήρας Χριστός τό λέει καί βεβαιώνει: «Ἡ
βασιλεία
τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σας».
Ἔχοντας
λοιπόν μέσα μας τήν πίστη καί τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε
γρήγορα
νά γνωρίσουμε καί κατανοήσουμε τόν Κύριο τοῦ σύμπαντος, τον
Σωτήρα
καί Υἱό Λόγο τοῦ Πατέρα. Καί ἄς μή ζητούν δικαιολογίες οἱ
Ἕλληνες
εἰδωλολάτρες. Καί κανείς ἄλλος νά μήν κοροϊδεύει τόν ἑαυτό του,
ὅτι,
ἐπειδή δέν γνωρίζει αὐτό τό δρόμο τῆς ἀλήθειας, γι' αὐτό νά
προφασίζεται
ὅτι εἶναι καί ἄθεος. Διότι ὅλοι περπατήσαμε αὐτό τό δρόμο,
ἔστω
κι ἄν ὁρισμένοι δέν τόν περπατούν· διότι θέλουν νά παραστρατούν
παρασυρμένοι
ἀπό τίς ἡδονές τοῦ βίου πού θέλγουν πρός τά ἔξω.
Κι
ἄν κάποιος ρωτήσει, ποιός εἶναι αὐτός ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας; Θά
ἀπαντήσω,
ἡ ψυχή του καθένα καί ὁ ἐνυπάρχων νούς. Διότι, μόνο μέ τό
νού
εἶναι δυνατόν νά δοῦμε τό Θεό. Ἐκτός ἄν οἱ ἀσεβείς, ὅπως ἀρνήθηκαν
τό
Θεό, ἔτσι θ' ἀρνηθοῦν καί τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς· κι αὐτό ἀποτελεί γιά
τούς
ἀρνητές μιά εὔλογη δικαιολογία. Διότι δέν εἶναι ἴδιο τῶν ἀνθρώπων
πού
ἔχουν νού νά ἀρνοῦνται τό Θεό, πού ἔφτιαξε καί δημιούργησε τό νού.
Εἶναι
ἀνάγκη μάλιστα ν' ἀποδείξουμε μέ λίγα λόγια, γιά χάρη των
ἀπονήρευτων,
ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει ψυχή, καί μάλιστα μέ λογικό νού.
Κι
αὐτό, ἐπειδή ὁρισμένοι αἱρετικοί τό ἀρνοῦνται ἀκόμη κι αὐτό,
θεωρῶντας
ὅτι τίποτε περισσότερο δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος παρά τό σώμα
τοῦ
πού φαίνεται. Διότι, ἄν ἀποδείξουμε τήν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, θά ἔχουν
ἀπό
τόν ἴδιο τους τόν ἑαυτό τους ὁλοφάνερη ἀπόδειξη ἐνάντια στά εἴδωλα.
Πρώτα
πρώτα δέν εἶναι ἐλάχιστη ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογική
ψυχή,
τό ὅτι αὐτή διαφέρει ἀπό τά ἄλογα ζώα. Γι'αυτό τό λόγο συνηθίζουν
νά
ὀνομάζουν ἐκείνα ἅ-λογα, ἐνῶ τό ἀνθρώπινο εἶδος εἶναι λογικό.
Δεύτερον,
δέν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ ἀκόλουθη ἀπόδειξη: μόνον ὁ
ἄνθρωπος
σκέφτεται ὅσα εἶναι ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του, θυμάται τα
περασμένα
καί ἐπιπλέον συλλογίζεται καί μέ τήν κριτική ἐπιλέγει την
καλύτερη
ἀπόφαση. Ἀντίθετα, τά ἄλογα βλέπουν μόνον τά παρόντα καί
ὁρμοῦν
μόνο σέ ὅσα βλέπουν μπροστά τους, κι ὅταν ἀκόμα κρύβεται ἀπό
πίσω
τους παγίδα.
Ὁ
ἄνθρωπος ὅμως δέν ὁρμᾶ σ' αὐτά πού βλέπει, ἀλλά μέ τή λογική κρίνει
τίς
παραστάσεις τῶν ματιών. Πολλές φορές συγκρατοῦνται οἱ ὁρμές ἀπό
τή
λογική. Ὅταν σκέφτεται, σκέφτεται ξανά καί ξανά. Καθένας πού ἀγαπά
τήν
ἀλήθεια ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ νούς εἶναι τελείως διαφορετικός ἀπό
τίς
αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Γι' αὐτό, λοιπόν, ἐπειδή εἶναι διαφορετικός,
γίνεται
κριτής τῶν αἰσθήσεων. Αὐτά πού ἐκεῖνες ἀντιλαμβάνονται, αὐτός
τά
κρίνει μέ τή λογική, τά σκέφτεται πάλι καί ὑποδεικνύει σ' αὐτές το
καλύτερο
τίς γίνει.
Διότι
τό μάτι εἶναι μόνο γιά νά βλέπει, τ' αὐτιά ν' ἀκούν καί τό στόμα νά
γεύεται·
ἡ μύτη νά ὀσφραίνεται, τά χέρια νά πιάνουν. Ἀλλά τί πρέπει νά
νά
βλέπουν, τί ν' ἀκούν, τί ν' ἀγγίζουν, τί νά γεύονται καί τί νά ὀσφραίνονται,
αὐτό
δέν εἶναι ἔργο τῶν αἰσθήσεων ἀλλά τῆς διάκρισης
τῆς
ψυχῆς καί τοῦ νού της. Βέβαια, τό χέρι μπορεῖ νά πιάσει ξίφος καί τό
στόμα
νά γευθεῖ δηλητήριο. Ἀγνοούν ὅμως ὅτι αὐτά βλάπτουν, ἄν δέν τό
διακρίνει
ὁ νούς.
Αὐτό
μοιάζει, γιά νά τό δοῦμε ὡς παράδειγμα, μέ λύρα καλής κατασκευής
πού
τήν παίζει ἕνας δεξιοτέχνης μουσικός· ὅπως οἱ χορδές τῆς λύρας, ἔχει
ἡ
καθεμιά τόν ἰδιαίτερο φθόγγο της, ἄλλη βαρύτονο, ἄλλη ὀξύτονο, ἄλλη
μέσο
καί ἄλλη κάποιον ἄλλον. Χωρίς ὅμως τό δεξιοτέχνη μουσικό δέν
μπορείς
νά ξεχωρίσεις τήν ἁρμονία τῶν φθόγγων καί νά διαγνώσεις τη
σύνθεση
τῶν ἤχων. Διότι τότε μόνο γίνεται ἀντιληπτή ἡ ἁρμονία καί ἡ
καλή
σύνθεση, ὅταν ὁ λυράρης παίξει τίς χορδές καί κινήσει την
κατάλληλη
σέ κάθε περίπτωση.
Μέ
τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἁρμονικά δεμένες μέ τό σώμα,
ὅταν
βέβαια τίς κατευθύνει ὁ ἡγεμόνας νούς. Τότε μπορεῖ καί διακρίνει ἡ
ψυχή
καί γνωρίζει τί κάμει. Αὐτό ἀποτελεί τό ἰδιαίτερο γνώρισμα των
ἀνθρώπων·
εἶναι τό λογικό της ψυχής τους. Μέ τή χρήση τοῦ λογικοῦ ἡ
ψυχή
τοῦ ἀνθρώπου διαφέρει ἀπό τά ἅ-λογα ζώα καί ἀποδεικνύει ὅτι στ'
ἀλήθεια
εἶναι διαφορετική ἀπό τό σώμα πού φαίνεται.
Πολλές
φορές, ἐνῶ τό σώμα ξαπλώνει στή γῆ, ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται καί
σκέφτεται
τά ἐπουράνια. Πολλές φορές, ἐπίσης, ὅταν τό σώμα ἠρεμεί,
ἡσυχάζει
καί κοιμάται, ὁ ἔσω ἄνθρωπος κινεῖται καί φαντάζεται αὐτά
πού
βρίσκονται ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του· ἀποδημεί καί περιοδεύει σέ
ἄλλους
τόπους· συναντά γνωστούς καί πολλές φορές μ' αὐτούς μαντεύει
καί
προγνωρίζει τίς μελλοντικές του πράξεις. Αὐτό τί ἄλλο θά μποροῦσε
νά
ἦταν, παρά λογική ψυχή μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται καί
κατανοεί
πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις του;
Καί
τό ἑξῆς ἀποτελεί τέλεια ἀπόδειξη πρός αὐτούς οἱ ὁποῖοι βρίσκονται
στήν
ἀσέβεια καί τήν ἀναισθησία: πῶς, ἐνῶ τό σώμα εἶναι θνητό στή φύση
του,
ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται τά σχετικά μέ τήν ἀθανασία καί πολλές φορές
προτιμά
τό θάνατο γιά χάρη τῆς ἀρετῆς; Ἤ πῶς συμβαίνει, ἐνῶ τό σώμα
εἶναι
θνητό, νά διαλογίζεται ὁ ἄνθρωπος τά αἰώνια, ὥστε νά καταφρονεί
τά
πρόσκαιρα καί νά ποθεῖ τά αἰώνια;
Τό
σώμα λοιπόν δέν μπορεῖ νά κάνει τέτοιες σκέψεις γιά τόν ἑαυτό του·
οὔτε
μπορεῖ νά σκεφτεί τά ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του· διότι εἶναι θνητό καί
πρόσκαιρο.
Κατ' ἀνάγκη κάτι ἄλλο εἶναι αὐτό πού σκέφτεται ἀντίθετα καί
πέρα
ἀπό τή φύση τοῦ σώματος. Τί ἄλλο εἶναι αὐτό παρά ἡ λογική καί
ἀθάνατη
ψυχή; Διότι αὐτή ἐμπνέει ἀπό μέσα κι ὄχι ἀπ' ἔξω στό σώμα τα
καλύτερα,
ὅπως ὁ μουσικός τή λύρα.
Πῶς
πάλι, ἀφοῦ εἶναι πλασμένα τό μάτια νά βλέπουν καί ἡ ἀκοή ν' ἀκούει,
συμβαίνει
ἄλλα ν' ἀποστρέφονται καί ἄλλα νά προτιμούν; Ποιός εἶναι
αὐτός
πού ἐμποδίζει τό μάτι νά βλέπει; Ποιός ἐμποδίζει τ' αὐτιά ν' ἀκούν,
ἀφοῦ
ἡ ἀκουστική εἶναι φυσική; Ἤ τή γεύση, πού εἶναι πλασμένη νά
γεύεται,
ποιός τήν ἐμποδίζει πολλές φορές νά τό κάνει αὐτό; Τό χέρι πάλι
πού
εἶναι γιά νά ἐνεργεί, ποιός τό ἐμποδίζει νά ψηλαφά κάτι; Τό ἴδιο καί
τήν
ὄσφρηση, πού ἔχει σκοπό νά ὀσφραίνεται, ποιός τήν ἐμποδίζει νά
αἰσθάνεται
ὀσμές; Ποιός εἶναι αὐτός πού ἐνεργεί ἐνάντια στίς φυσικές
ροπές
τοῦ σώματος; Ἤ πῶς το σώμα ἀρνεῖται τή φύση του καί ἀκούει τις
συμβουλές
κάποιου ἄλλου ὁ ὁποῖος μέ τό νεύμα του τό κυβερνά;
Ὅλα
αὐτά τά παραδείγματα δείχνουν ὅτι ὑπάρχει λογική ψυχή πού
κυβερνά
τό σώμα. Διότι, τό σώμα δέν πλάστηκε ἀπό μόνο του νά
κατευθύνει
τόν ἑαυτό του ἀλλά ἄλλος νά τό ἐξουσιάζει· ὅπως τό ἄλογο,
δέν
ζεύει τόν ἑαυτό του ἀλλά τό ὁδηγεῖ ὁ ἱππέας. Στούς ἀνθρώπους ὅμως
ὑπάρχουν
οἱ νόμοι, γιά νά κάνουν τό καλό καί ν' ἀποφεύγουν τό κακό.
Ἀντίθετα,
στά ἅ-λογα ζώα, ἐπειδή στεροῦνται τή λογική καί τήν κρίση,
τά
κακά μένουν ἀκαταλόγιστα καί ἄκριτα. Νομίζω, λοιπόν, ὅτι, ἀπ' ὅσα
εἴπαμε,
ἀποδείξαμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογική ψυχή.
Πρέπει
ὅμως νά μάθουμε ἐπιπλέον ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι
εἶναι
καί ἀθάνατη ἡ ψυχή, γιά νά ἀνατρέψουμε τή διδασκαλία των
εἰδωλολατρών.
Θά
τό μάθουμε αὐτό συγκρίνοντας μέ τή γνώση πού ἔχουμε
γιά
τό σώμα καί βρίσκοντας τή διαφορά πού ἔχει μ' αὐτήν ἡ γνώση της
ψυχής.
Διότι, ἡ λογική ἀπέδειξε ὅτι ἡ ψυχή διαφέρει ἀπό τό σώμα
καί
ὅτι τό σώμα εἶναι θνητό ἀπό τή φύση του. Ἑπομένως, ἡ ψυχή, ἐφ' ὅσον δέν
εἶναι
ἴδια μέ τό σώμα, εἶναι ἀθάνατη.
Καί
πάλι, ὅπως ἀποδείξαμε, ἐφ' ὅσον ἡ ψυχή κινεί τό σώμα καί δεν την
ὁδηγεῖ
κάποιος ἄλλος, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχή νά εἶναι αὐτοκινούμενη·
μάλιστα,
μετά τό θάνατο τοῦ σώματος, ἐξακολουθεῖ ἡ ψυχή νά ζεί ἀφ'
ἑαυτῆς.
Διότι, δέν πεθαίνει ἡ ψυχή· ἀλλά, μετά τόν ἀποχωρισμό της ἀπό
τό
σώμα, εἶναι αὐτό πού πεθαίνει.
Ἄν
βέβαια καί ἡ ψυχή ὁδηγοῦνταν ἀπό τό σώμα, θά ἦταν ἑπόμενο, μετά το
θάνατο
τοῦ ὁδηγοῦ (σώματος), νά πέθαινε κι αὐτή. Ἄν ὅμως ἡ ψυχή ὁδηγεῖ
καί
τό σώμα, τότε σίγουρα ὁδηγεῖ καί τόν ἑαυτό της. Καί ἐφ' ὅσον
αὐτοκινεῖται,
ζεί ὑποχρεωτικά καί μετά τό θάνατο τοῦ σώματος. Διότι,
ἡ
κίνηση τῆς ψυχῆς ταυτίζεται μέ τή ζωή της· ὅπως ἀκριβῶς λέμε καί γιά τό
σώμα:
ζεί ὅταν κινεῖται καί τότε ἐπέρχεται ὁ θάνατός του, ὅταν σταματά
τήν
κίνηση.
Τήν
ἀεικίνηση τῆς ψυχῆς τή διαπιστώνει κανείς καί ἀπό τό διάστημα πού
βρίσκεται
μέσα στό σώμα. Διότι, ὅταν εἶναι μέσα στό σώμα καί συνδέεται
μ'
αὐτό, δέν συστέλλεται οὔτε μετριέται ἀπό τό μέγεθος τοῦ σώματος·
ἀντίθετα,
πολλές φορές, ἀκόμη κι ὅταν τό σώμα βρίσκεται ἀσθενικό
στό
κρεβάτι, ἕτοιμο νά παραδοθεῖ στό θάνατο, παρ' ὅλ' αὐτά αὐτή, μέ τή
δική
της δύναμη, εἶναι ξάγρυπνη καί ξεπερνά τή φύση τοῦ σώματος.
Ἐνῶ
μένει ἡ ψυχή στό σώμα, μοιάζει ν' ἀποδημεί· σκέφτεται καί θεωρεί
αὐτά
πού ξεπερνούν τά γήϊνα. Πολλές φορές συναντά τούς ἀσώματους
ἁγίους
καί ἀγγέλους· τους βλέπει μέ τήν καθαρότητα τοῦ νού της.
Πῶς,
λοιπόν, καί πολύ περισσότερο δέν θά συμβεί ὅταν θά χωριστεί ἀπό
τό
σώμα, σύμφωνα μέ τή βούληση τοῦ Θεοῦ! Δέν θά ἔχει τότε πιό ξεκάθαρη
τή
γνώση τῆς ἀθανασίας της; Ἀφοῦ, ὅταν ἦταν προσκολημμένη στό σώμα,
ζοῦσε
πιό πολύ τή ζωή ἔξω ἀπό τό σώμα· πολύ περισσότερο, μετά το
θάνατο
τοῦ σώματος, θά ζήσει αὐτή τή ζωή. Δέν θά πάψει νά τή ζεί, ἐπειδή
ἔτσι
τήν ἔπλασε ὁ Θεός μέ τόν Υἱό καί Λόγο του Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό.
Ἐπειδή
λοιπόν εἶναι ἀθάνατη ἡ ψυχή, σκέφτεται καί φρονεί ἀθάνατα καί
αἰώνια.
Ὅπως συμβαίνει μέ τό σώμα πού εἶναι θνητό, καί οἱ αἰσθήσεις του
νά
βλέπουν τά θνητά, ἀντίστοιχα καί ἡ ψυχή, ἐπειδή θεωρεί καί σκέφτεται
τά
ἀθάνατα, εἶναι κι αὐτή ἀθάνατη καί αἰώνια.
Διότι
ἡ ἔννοια καί θεωρία τῆς ἀθανασίας ποτέ δέν ἐγκαταλείπουν ἀλλά
μένουν
μέσα στήν ψυχή· γίνονται σ' αὐτήν μόνιμο ἀποτύπωμα ὥστε νά
ἐξασφαλίζεται
ἡ ἀθανασία. Γι' αὐτό καί ἡ ψυχή ἔχει τήν ἔφεση νά θεωρεί
τό
Θεό. Ἡ ἴδια γίνεται γιά τόν ἑαυτό της ὁδηγός· παίρνει τή γνώση καί τή
κατανόηση
τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπό τόν ἔξω κόσμο ἀλλά ἀπό τόν ἑαυτό της.
Λέμε
λοιπόν, ὅπως τό εἴπαμε καί προηγουμένως, ὅτι ὅπως ἀρνήθηκαν το
Θεό
καί λατρεύουν τά ἄψυχα, ἔτσι καί πίστεψαν ὅτι δέν ἔχουν λογική
ψυχή.
Ἀπ' αὐτό κατηγοροῦνται ὡς παράφρονες καί καταριθμοῦνται
μεταξύ
τῶν ἀ-λόγων. Εἶναι ἀξιολύπητοι καί χρειάζονται καθοδήγηση,
διότι
ὡς ἄψυχοι λατρεύουν τά ἄψυχα.
Ἄν
βέβαια ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ψυχή καί εἶναι περήφανοι γιά τή λογική,
—καί
σωστά κάνουν κάτι τέτοιο— γιατί ἐνεργούν παράλογα, λές καί δέν
ἔχουν
ψυχή; Γιατί δέν σκέφτονται αὐτά πού πρέπει, ἀλλά θεωρούν τον
ἑαυτό
τους ἀνώτερο ἀπό τό Θεό; Διότι, ἐνῶ ἔχουν ἀθάνατη ψυχή τήν ὁποία
δέν
βλέπουν, τολμούν καί εἰκονίζουν τό Θεό μέ ὁρατά καί θνητά εἴδωλα.
Ἤ,
γιατί, ὅπως ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό Θεό, δέν ἐπιστρέφουν καί πάλι
κοντά
Τοῦ; Ἔχουν ἀσφαλῶς τη δυνατότητα· ὅπως ἐπαναστάτησαν μέ τό
νού
ἀπό τό Θεό καί ἔκαμαν θεούς τά ἀνύπαρκτα, ἔτσι μποροῦν καί πάλι
μέ
τό νού τῆς ψυχῆς ν' ἀνεβούν καί ἐπιστρέψουν στό Θεό.
Εἶναι
δυνατή ἡ ἐπιστροφή στό Θεό, ἐφ' ὅσον ἀποβάλουν τήν ἀκαθαρσία
κάθε
ἐπιθυμίας πού περιβλήθηκαν· ἐάν ξεπλυθοῦν τόσο πολύ, μέχρις ὅτου
διώξουν
κάθε ξένη ἁμαρτία πού κόλλησε στήν ψυχή· μόνον ἄν ἐμφανίσουν
τήν
ψυχή καθαρή ὅπως πλάστηκε. Ἔτσι θά μποροῦν νά θεωρήσουν μέσα
τῆς
τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Πατέρα, εἰκόνα τοῦ ὁποίου εἶναι ἐξ ἀρχῆς. Διότι
ὁ
ἄνθρωπος δημιουργήθηκε εἰκόνα καί ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει ἡ
Ἁγία
Γραφή ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: «Ἄς δημιουργήσουμε τόν ἄνθρωπο
εἰκόνα
καί ὁμοίωμα δικό μας».
Γι'
αὐτό, κι ὅταν ἡ ψυχή ἀποβάλει ἀπό πάνω της κάθε ἀκαθαρσία της
ἁμαρτίας
πού φορτώθηκε καί διατηρεί καθαρό τό κατ' εἰκόνα, τότε
δίκαια,
ἐπειδή αὐτό ἀστράφτει, βλέπει σάν σέ καθρέφτη τόν Υἱό καί Λόγο
τοῦ
Θεοῦ Πατέρα. Μέσα σ' αὐτό σκέφτεται τόν Πατέρα, τοῦ ὁποίου
εἰκόνα
ἀποτελεί ὁ Υἱός καί Σωτήρας Χριστός.
Μπορεῖ
πάλι νά μήν εἶναι ἱκανοποιητική ἡ διδασκαλία ἀπό τήν ἴδια την
ψυχή,
διότι ἐξωτερικές ἐπιδράσεις θολώνουν τό νού καί δέν βλέπει το
καλύτερο.
Τότε μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε στή γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπ' ὅσα
βλέπουμε
γύρω μας· διότι ἡ τάξη καί ἁρμονία τῆς δημιουργίας δείχνει καί
διαλαλεί,
σάν νά πρόκειται γιά γράμματα, τόν κύριο καί πλάστη της.
Ὁ
Θεός λοιπόν εἶναι ἀγαθός καί φιλάνθρωπος· φροντίζει γιά τά πλάσματά
Τοῦ.
Ἐπειδή ὅμως εἶναι ἀόρατος καί μή καταληπτός στήν οὐσία του, διότι
ὑπάρχει
πέρα ἀπό κάθε κτιστή οὐσία, γι' αὐτό καί συνέβη οἱ ἄνθρωποι
ν'
ἀποτύχουν στήν προσπάθεια νά Τόν γνωρίσουν· γιά δύο λόγους, διότι
αὐτοί
δημιουργήθηκαν, ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶναι ἀδημιούργητος.
Ἐπειδή
λοιπόν στήν οὐσία του ὁ Θεός εἶναι ἀόρατος, διακόσμησε μέ τό
Λόγο
του τά δημιουργήματα μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά μποροῦν οἱ
ἄνθρωποι
νά τόν γνωρίσουν ἀπό τά ἔργα του. Διότι συνήθως ὁ τεχνίτης,
καί
χωρίς νά εἶναι γνωστός, φαίνεται ἀπό τά ἔργα του. Κάτι τέτοιο
λέγεται,
γιά παράδειγμα, γιά τό γλύπτη Φειδία· τ' ἀγάλματά του ἐξ αἰτίας
τῆς
συμμετρίας καί τῶν ἁρμονικῶν ἀναλογιών, τόν καθιστούν
ἀναγνωρίσιμο
κι ὅταν δέν εἶναι ὁρατά παρών.
Κατά
παρόμοιο τρόπο, γνωρίζουμε καί πλάστη καί δημιουργό Θεό ἀπό
τήν
ἁρμονία τοῦ κόσμου, ἐνῶ μας εἶναι ἀόρατος μέ τά μάτια τοῦ σώματος.
Διότι
ὁ Θεός δέν κάνει κακή χρήση τῆς ἀόρατης φύσης του. Δέν ἀποτελεί
πρόφαση
ἡ ἀορασία Τοῦ. Ἀντίθετα, δέν ἄφησε ἐντελῶς ἄγνωστο τον
ἑαυτό
του στούς ἀνθρώπους. Ὅπως προείπα, ἔτσι στόλισε τόν κόσμο, ὥστε
κι
ἄν ὁ Ἴδιος εἶναι ἀόρατος στή φύση του, νά γίνεται γνωστός ἀπό τά
δημιουργήματά
του.
Κι
αὐτό δέν τό λέω ἐγώ ἀλλά τό λένε ἄλλοι θεολόγοι ἄνδρες, μεταξύ των
ὁποίων
εἶναι καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πού γράφει στήν ἐπιστολή του
στούς
Ρωμαίους: «Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀόρατου Θεοῦ πιστοποιεῖται ἀπό τά
δημιουργήματά
Τοῦ». Ἐπίσης, γράφει στούς Λυκαονείς: «Καί μείς, ὡς
ἄνθρωποι,
πού σᾶς κάνουμε τούς δασκάλους, εἴμαστε ἀδύναμοι σάν ἐσας·
σᾶς
εὐαγγελιζόμαστε ὅμως νά ἐπιστρέψετε ἀπό τά εἴδωλα στήν πίστη του
ἀληθινοῦ
Θεοῦ πού ἔφτιαξε τόν οὐρανό, τή ξηρά καί τή θάλασσα καί ὅλα
τά
κατοικίδιά τους. Αὐτός στίς περασμένες γενιές ἄφησε ὅλα τά ἔθνη νά
λατρεύουν
ὅποιο θεό θέλουν. Καί παρ' ὅλ' αὐτά, φανέρωνε τόν ἑαυτό Τοῦ
κάνοντας
καλά ἔργα ὡς ἀπόδειξη· μᾶς ἔδινε βροχές ἀπό τόν οὐρανό καί
περιόδους
καρποφορίας· γέμιζε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε τροφή καί χαρά».
Διότι,
ποιός εἶναι αὐτός πού βλέπει τό οὐράνιο σύμπαν καί τήν τροχιά
τοῦ
ἥλιου καί τῆς σελήνης, ἀλλά καί τίς θέσεις καί περιφορές τῶν ἄλλων
ἄστρων
νά εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους καί διαφορετικές· καί νά διατηρούν
ὅλα
μαζί, παρά τίς διαφορές τους, τήν τάξη· ποιός λοιπόν δέν θ' ἀναλογιστεί
ὅτι
ὄχι μόνα τους ἀλλά ἄλλος εἶναι ὁ πλάστης πού τά ρυθμίζει;
Ποιός
πάλι πού βλέπει τόν ἥλιο ν' ἀνατέλλει καθημερινά· πού βλέπειτη
σελήνη
νά φέγγει τή νύχτα, ν' ἀδειάζει καί νά γεμίζει ἀπαράλλακτα σέ ἴσο
ἀριθμό
ἡμερῶν κάθε φορά· πού βλέπει τά ἄστρα, ἄλλα νά διατρέχουν τον
οὐράνιο
θόλο καί ν' ἀλλάζουν ποικίλες τροχιές καί ἄλλα νά κινοῦνται
στήν
ἴδια τροχιά· ποιός βλέποντας ὅλα αὐτά, δέν θά βγάλει το
συμπέρασμα
ὅτι ὑπάρχει ὁ δημιουργός τους πού τά κυβερνά;
Ὅποιος
βλέπει τά ἀντίθετα στή φύση νά εἶναι ἑνωμένα καί νά συμφωνούν
ἁρμονικά,
ὅπως εἶναι ἀναμιγμένα ἡ φωτιά μέ τόν πάγο, ἡ ξηρασία μέ τήν
ὑγρασία·
ὅποιος τά βλέπει νά μήν ἀντιδρά τό ἕνα στό ἄλλο, ἀλλά ν'
ἀποτελούν
ἕνα σώμα· αὐτός πού τά βλέπει, δέν θά σκεφτεί ὅτι αὐτός πού
τά
ἕνωσε ἁρμονικά μεταξύ τους θά ὑπάρχει ἔξω ἀπ' αὐτά;
Αὐτός
πού βλέπει τό χειμώνα νά παραχωρεί τή θέση του στήν ἄνοιξη, την
ἄνοιξη
στό καλοκαίρι κι αὐτό στό φθινόπωρο καί ὅτι μεταξύ τους αὐτά
εἶναι
ἀντίθετα στήν οὐσία· διότι τό ἕνα ψυχραίνει,
τό
ἄλλο καίει, τό ἄλλο καρποφορεί καί τό ἄλλο καταστρέφει· ὅμως ὅλα
προσφέρονται
στούς ἀνθρώπους γιά ἴση καί ἀσφαλή χρήση. Ποιός, λοιπόν,
ὅταν
τά δεί ὅλα αὐτά, δέν θά σκεφτεί ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἀνώτερος ἀπ'
αὐτά,
τόν ὁποῖο δέν βλέπουμε, ἀλλά τά κάνει ὅλα ἴσα μεταξύ τους καί
ὅλα
τά κυβερνά;
Ποιός
εἶναι πού βλέπει τόν ἀέρα νά βαστάζει τά σύννεφα, τά σύννεφα πάλι
νά
κρατούν τό βάρος τῶν βροχών, καί δέν θά θά ὁδηγήσει τή σκέψη τοῦ σ'
αὐτόν
πού τά ἔδεσε καί ἔδωσε τήν ἐντολή νά σχηματιστούν; Ἤ ποιός δέν
βλέπει
τό νερό νά βαστάζει τό ὑπερβολικό βάρος τῆς γῆς· ἡ γῆ νά μένει
ἀκίνητη
πάνω στό νερό πού ἀπό τή φύση του κινεῖται· ἀπ' ὅλα αὐτά δέν θά
σκεφτεί
ὅτι ὑπάρχει κάποιος, ὁ Θεός πού τά πρόσταξε καί τά δημιούργησε;
Ποιός,
ἀφοῦ δεί τήν ἐποχιακή καρποφορία τῆς γῆς, τίς οὐρανόσταλτες
βροχές,
τά ρεύματα τῶν ποταμών, τίς πηγές πού ἀναβλύζουν, τίς γεννήσεις
ζώων
ἀπό ἀνόμοια, καί ὅλα αὐτά νά γίνονται ὄχι πάντοτε ἀλλά σέ
ὁρισμένες
περιόδους· καί ἀφοῦ διακρίνει ὅτι ἡ τάξη εἶναι ἴση κι ὅμοια σέ
πράγματα
ἀνόμοια καί ἀντίθετα, δέν θ' ἀναλογιστεί ὅτι ὑπάρχει μιά
δύναμη
πού ὅλα αὐτά τά διέπει καί τά διακοσμεί ὅπως αὐτή θέλει, καί
μένει
σταθερή;
Διότι
αὐτά μόνα τούς οὐδέποτε θά μπορούσαν νά συσταθοῦν καί
ἐμφανιστούν,
ἐπειδή ἔχουν ἀντίθετη μεταξύ τους φύση. Τό νερό, γιά
παράδειγμα,
εἶναι βαρύ καί χύνεται πρός τά κάτω, ἐνῶ τά σύννεφα εἶναι
ἐλαφρά
κι ἔτσι ἀνεβαίνουν πρός τά πάνω. Κι ὅμως, παρατηροῦμε τό πιό
βαρύ,
τό νερό, νά τό βαστούν τά σύννεφα! Ἡ γῆ μέ τή σειρά της εἶναι πολύ
βαριά,
ἐνῶ τό νερό εἰναι ἐλαφρύτερό της. Κι ὅμως τά ἐλαφρύτερα (νερά)
σηκώνουν
τό πιό βαρύ (γῆ)! Καί δέν πέφτει κάτω ἡ γῆ ἀλλά
μένει
ἀκίνητη!
Ἐπίσης,
τό ἀνδρικό φύλο διαφέρει ἀπό τό θηλυκό· καί ὅμως
συνευρίσκονται
καί γεννιέται ἀπ' αὐτά τά δύο ὅμοιος ἀπόγονός τους. Καί
γιά
νά συνοψίσω: τό ψυχρό εἶναι ἀντίθετο στό θερμό· καί ἡ ὑγρασία
καταπολεμά
τήν ξηρασία. Κι ὅμως! Ὅταν βρεθοῦν μαζί δέν ἀντιδρά τό ἕνα
ἐνάντια
στό ἄλλο, ἀλλ' ἀποτελούν μέ ὁμόνοια ἕνα σώμα καί συντελούν
στή
δημιουργία ὅλων τῶν ἄλλων.
Αὐτά
λοιπόν πού εἶναι ἀντιμαχόμενα καί ἀντίθετα στή φύση τους δέν θά
συνενώνονταν,
ἄν δέν ὑπῆρχε ὁ ἀνώτερος Κύριος πού τά ἕνωσε. Σ' Αὐτόν
ὑπακούν
ὅλα τά στοιχεία, ὅπως ἀκούει ὁ δοῦλος τό ἀφεντικό του. Δέν
πολεμά
τό ἕνα τό ἄλλο, ἀφοῦ τό καθένα ἔχει τόν ἰδιαίτερο σκοπό της
ὕπαρξής
του. Ἀναγνωρίζουν τόν Κύριο πού τά συνένωσε. Ὁμονοοῦν καί
συμφιλιώνονται,
μέ τή θέληση τοῦ δημιουργοῦ τους, ἄν καί στή φύση τους
εἶναι
ἐχθρικά τό ἕνα πρός τό ἄλλο.
Διότι,
ἄν δέν ὑπῆρχε ἡ ἐντολή κάποιου ἀνωτέρου γιά ν' ἀναμιχθοῦν, πῶς
θά
συνενώνονταν τό βαρύ μέ τό ἐλαφρό, τό ξηρό μέ τό ὑγρό, τό κυκλικό
μέ
τό εὐθύγραμμο, ἡ φωτιά μέ τό ψύχος, ἡ θάλασσα μέ τή γῆ, ὁ ἥλιος μέ τή
σελήνη,
τ' ἄστρα μέ τόν οὐρανό κι ὁ ἀέρας μέ τά σύννεφα; Δέν θά γινόταν,
ἀφοῦ
ἡ οὐσία τοῦ ἑνός εἶναι ἀντίθετη μέ τήν οὐσία τοῦ ἄλλου.
Θά
συνέβαινε μεγάλη ἀναταραχή μεταξύ τους: τό ἕνα θά ἔκαιγε, τό ἄλλο
θά
ψύχραινε· τό βαρύ θά τραβοῦσε πρός τά κάτω ἐνῶ τό ἐλαφρύ πρός τά
πάνω·
ὁ ἥλιος θά φώτιζε καί ὁ ἀέρας θά σκοτείνιαζε. Τά ἄστρα θά
στρέφονταν
τό ἕνα ἐνάντια στό ἄλλο, διότι ἄλλα βρίσκονται ψηλότερα
καί
ἄλλα χαμηλότερα. Ἡ νύχτα δέν θά παραχωροῦσε τή θέση της στήν
ἡμέρα
ἀλλά θά τήν πολεμοῦσε ἐπανασταντῶντας ἐναντίον της.
Κι
ἄν συνέβαιναν αὐτά, δέν θά βλέπαμε πλέον ἁρμονία ἀλλά δυσαρμονία·
ὄχι
τάξη ἀλλά ἀταξία· ὄχι σύνθεση ἀλλά διάλυση ὅλου του κόσμου· ὄχι
συμμετρία
ἀλλά ἀμετρία. Διότι, μέ τή διαμάχη καί τή σύγκρουση τοῦ ἑνός
μέ
τό ἄλλο ἤ ὅλα θά καταστρέφονταν ἤ θά ὑπερίσχυε τό πιό δυνατό. Κι
αὐτό
ὅμως θά ἔδειχνε τήν ἀκαταστασία του σύμπαντος.
Διότι,
ἐφ' ὅσον θά ἔμενε μόνο ἕνα στοιχεῖο χωρίς νά ἔχει ἀνάγκη κανενός
ἄλλου,
θά ἔκαμε τό σύμπαν χαοτικό. Ὅπως ἀκριβῶς, ἕνα μόνο πόδι ἤ ἕνα
μόνο
χέρι δέν μπορεῖ νά διατηρήσει στή ζωή ὅλο τό σώμα. Πόσο ὡραῖο θά
ἦταν,
ἄν ἔλαμπε μόνο ὁ ἥλιος ἤ κινούνταν μόνο ἡ σελήνη ἤ ἦταν μόνο
νύχτα
ἤ συνεχῶς ἡμέρα; Ποιά ἁρμονία πάλι θά ὑπῆρχε, ἄν δέν εἶχε ἄστρα
ὁ
οὐρανός ἤ τά ἄστρα δέν εἶχαν οὐρανό; Καί ποιό τό ὄφελος, ἄν εἴχαμε
μόνο
θάλασσα ἤ ἄν ἡ γῆ ὑπῆρχε χωρίς τά νερά καί τά ὑπόλοιπα στοιχεία
τῆς
δημιουργίας;
Πῶς
θά μποροῦσε νά ἐπιζήσει ὁ ἄνθρωπος ἤ κάποιο ζῶο στή γῆ, ἐφ' ὅσον
τά
στοιχεία τῆς κτίσης συγκρούονταν μεταξύ τους; Ἐφ' ὅσον ἕνα θά ἦταν
αὐτό
πού θά νικοῦσε τά ἄλλα καί δέν θά μποροῦσε νά συστήσει καί τά
ἄλλα
πλάσματα; Διότι κανένα πλάσμα δέν μπορεῖ νά συσταθεῖ μόνο ἀπό
ἕνα
στοιχεῖο, τό ψυχρό, τό ὑγρό ἤ τό ξηρό. Ὅλα θά ἦταν σέ χαώδη καί
ἄτακτη
κατάσταση. Ἀκόμη κι αὐτό τό στοιχεῖο πού θά ὑπερίσχυε των
ἄλλων
δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει χωρίς τή βοήθεια τῶν ὑπολοίπων.
Διότι
ἡ σύσταση ὅλων ἔτσι εἶναι τώρα(αλληλοεξαρτώμενη).
Ἐπειδή
λοιπόν στό σύμπαν ὑπάρχει τάξη καί ὄχι ἀταξία, συμμετρία καί ὄχι
ἀμετρία,
κοσμιότητα καί ὄχι ἀκοσμία, καί μάλιστα ἁρμονική σύνδεση
ὅλων
τῶν μερών του, πρέπει ὑποχρεωτικά νά σκεφτοῦμε τόν Δημιουργό
πού
συγκέντρωσε καί σύνδεσε ὅλα τά στοιχεία ὥστε νά δουλεύουν ἁρμονικά.
Ἀκόμη
κι ἄν δέν τόν βλέπουμε μέ τά μάτια, μποροῦμε ὅμως ἀπό
τήν
τάξη καί ἁρμονία τῶν ἀντίθετων στοιχείων νά ἐννοήσουμε το
δημιουργό
καί προνοητή ὅλων αὐτών.
Διότι,
συμβαίνει τό ἴδιο πού θά βλέπαμε σέ μιά πόλη: νά κατοικεῖται
ἁρμονικά
ἀπό πολλούς καί διαφορετικούς ἀνθρώπους, μικρούς καί
μεγάλους,
πλούσιους καί φτωχούς, γέρους καί νεότερους, ἄνδρες καί
γυναῖκες·
ἐνῶ διαφέρουν αὐτοί μεταξύ τους, ὁμονοοῦν ὅμως. Δέν
στρέφονται
οἱ πλούσιοι ἐνάντια στούς φτωχούς οὔτε οἱ μεγάλοι ἐνάντια
στούς
μικρούς ἤ οἱ νέοι ἐνάντια στούς γέροντες·
ὅλοι
ἐξίσου εἶναι εἰρηνικοί ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον.
Βλέποντας
αὐτά θά σκεφτόμασταν ὅτι ἡ παρουσία ἑνός ἄρχοντα, ἀκόμη
κι
ἄν δέν τόν βλέπουμε, ἐγγυάται τήν ὁμόνοια.
Διότι
ἡ ἀταξία ἀποτελεί γνώρισμα τῆς ἀταξίας· καί ἡ τάξη ἀποδεικνύει
ὅτι
ὑπάρχει ἀρχηγός. Βλέπουμε, γιά παράδειγμα, τήν ἁρμονία τῶν μελών
τοῦ
σώματος: δέν ἀντιμάχεται τό μάτι τό αὐτί, οὔτε τό χέρι ἐπαναστατεί
ἐνάντια
στό πόδι· τό καθένα ἐκπληρώνει τήν ἀποστολή του χωρίς
ἀντιρρήσεις.
Ἀπ' αὐτό καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει στό σώμα ψυχή, ἄν
καί
δεν την βλέπουμε, πού ὅλα αὐτά τά κυβερνά.
Ἔτσι,
ἀπό τήν τάξη καί ἁρμονία μποροῦμε νά ὁδηγηθοῦμε στόν κυβερνήτη
τοῦ
κόσμου Θεό· μάλιστα, στόν ἕνα Θεό καί ὄχι πολλούς. Ἡ τάξη του
κόσμου
καί ἡ ἁρμονική συμβίωση ὅλων μέ ὁμόνοια ἀποδεικνύει ὅτι δέν
εἶναι
πολλοί ἀλλά ἕνας ὁ ἄρχοντας καί κύριος τοῦ κόσμου, ὁ Λόγος.
Διότι,
ἄν ἦταν πολλοί οἱ ἄρχοντες τῆς δημιουργίας, δέν θά ὑπῆρχε αὐτή ἡ
τάξη
στό σύμπαν. Ἐξ αἰτίας τῶν πολλών ἀρχηγών, ὅλα θά ἦταν σέ ἀταξία·
ὁ
καθένας θά τά τραβοῦσε ὅλα πρός τή δική του θέληση καί θά βρισκόταν
σέ
διαμάχη μέ τόν ἄλλον. Διότι, ὅπως κατηγοροῦμε τήν πολυθεΐα γιά ἀθεΐα,
ἔτσι
κατ' ἀνάγκη καί ἡ πολυαρχία εἶναι ἀναρχία. Ἄν ὁ καθένας ἀνέτρεπε
τήν
ἐξουσία τοῦ ἄλλου, δέν θά ὑπῆρχε κανένας ἄρχοντας· θά ὑπῆρχε σέ
ὅλα
ἀναρχία. Καί ὅπου δέν ὑπάρχει ἄρχοντας, ἐκεῖ εἶναι βέβαιο ὅτι
βασιλεύει
ἡ ἀναρχία.
Καί
τό ἀντίθετο· ἡ τάξη καί ἡ ὁμόνοια τῶν πολλών καί διαφορετικῶν
φανερώνει
ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἄρχοντας. Ἀκούει κάποιος, γιά παράδειγμα,
ἀπό
μακριά τόν ἦχο τῆς λύρας πού ἀποτελεῖται ἀπό πολλές χορδές καί
θαυμάζει
τήν ἁρμονική συμφωνία τους. Διότι, τόν ἁρμονικό ἦχο δέν τόν
προκαλεί
μόνον ὁ βαρύς ἤ μόνον ὁ ὀξύς ἤ μόνον ὁ μέσος τόνος, ἀλλά ὅλοι
οἱ
τόνοι, ὅταν τούς χτυπούν κατάλληλα. Ἀπ' αὐτά νά καταλάβεις ὅτι δέν
παίζει
ἀπό μόνη της ἡ λύρα οὔτε πάλι μέ πολλούς λυράρηδες. Ἕνας εἶναι ὁ
μουσικός,
ἀκόμη κι ἄν δέν τόν βλέπουμε, πού ἐναρμονίζει μέ τήν τέχνη του
τόν
ἦχο κάθε χορδής, γιά νά πετύχει ἁρμονική συμφωνία.
Ἔτσι
καί στό σύμπαν ὑπάρχει παναρμόνια τάξη. Δέν ἀντιμάχονται τα
οὐράνια
μέ τά ἐπίγεια, οὔτε καί τό ἀντίστροφο. Ὅλα συνιστούν μιά
συνολική
τάξη. Ἑπομένως, συνεπάγεται λογικά ὅτι δέν εἶναι πολλοί ἀλλά
ἕνας
ὁ κυβερνήτης και δημιουργός του σύμπαντος. Μέ τό δικό του φώς
ὅλα
παίρνουν τό φώς καί κινοῦνται.
Οὔτε
πρέπει νά πιστεύουμε ὅτι εἶναι πολλοί οἱ δημιουργοί καί κυβερνῆτες
τοῦ
κόσμου· συμβαδίζει μέ τήν εὐσέβεια καί ἀλήθεια νά πιστεύουμε ὅτι
ἕνας
εἶναι ὁ δημιουργός του. Αὐτό τό τεκμηριώνει φανερά ὁ ἴδιος ὁ κόσμος.
Ἀπόδειξη
σίγουρη ὅτι ἕνας εἶναι ὁ δημιουργός του σύμπαντος ἀποτελεί
τό
ἑξῆς: ἕνας εἶναι ὁ δημιουργημένος κόσμος, ὄχι πολλοί. Θά ἔπρεπε,
ἄν
ὑπῆρχαν πολλοί θεοί, νά ὑπάρχον πολλοί καί διαφορετικοί κόσμοι.
Διότι
δέν φτιάχνουν οἱ πολλοί θεοί ἕνα κόσμο οὔτε ὁ ἕνας κόσμος γίνεται
ἀπό
πολλούς θεούς. Ἀλλιῶς, θά προκύψουν τά ἀκόλουθα ἄτοπα.
Πρώτα,
ἄν πολλοί θεοί ἔφτιαξαν τόν κόσμο, αὐτό ἀποτελεί ἀδυναμία
τῶν
κατασκευαστών· διότι τό ἔργο ἔγινε ἀπό πολλούς. Κι αὐτό φανερώνει
ὄχι
τυχαῖα ὅτι ὁ κάθε θεός ἔχει ἀτελή δημιουργική ἱκανότητα.
Ἄν
ἀρκοῦσε ἕνας, δέν θά χρειαζόταν πολλοί, ν' ἀναπληρώσει ὁ καθένας
τήν
ἔλλειψη τοῦ ἄλλου. Τό νά λέει μάλιστα κανείς ὅτι στό Θεό ὑπάρχει
ἔλλειψη,
ὄχι μόνο εἶναι ἀσέβεια ἀλλά καί ξεπερνά τά θεμιτά ὅρια.
Ἀκόμη
κι ἕνα τεχνίτη, ἄν ἔφτιαχνε ἕνα ἔργο ὄχι μόνος ἀλλά μέ πολλούς, δέν θά
τόν
λέγαμε τέλειο ἀλλά μέτριο. Πιθανόν, ὅμως, ὁ κάθε θεός νά μποροῦσε
κατασκευάσει
ὅλο τό σύμπαν, ἀλλά τό ἔφτιαξαν ὅλοι μαζί γιά τή
συμμετοχή·
κάτι τέτοιο εἶναι βέβαια γελοῖο, νά ἐργάζεται ὁ καθένας γιά
φήμη
καί νά μή θεωρηθεῖ ἀνίκανος. Τό νά θεωρήσουμε πάλι ὅτι ὁ κάθε
θεός
εἶναι κενόδοξος αὐτό εἶναι ἀπό τά πλέον παράδοξα!
Ἔπειτα,
ἄν ὁ κάθε θεός ἦταν ἱκανός νά δημιουργήσει ὅλο τό σύμπαν, τί
χρειάζονται
οἱ πολλοί, ἀφοῦ ὁ ἕνας ἀρκεί γιά ὅλο; Ἄλλωστε, κάτι τέτοιο
εἶναι
καί ἀσεβές καί παράδοξο· ἐφ' ὅσον τό δημιούργημα εἶναι ἕνα καί οἱ
δημιουργοί
πολλοί καί διάφοροι, εἶναι λογικό καί φυσικό τό ἕνα καί
τέλειο
νά εἶναι ἀνώτερο ἀπό τά πολλά.
Νά
γνωρίζουμε καί τό ἑξῆς: ἄν ὁ κόσμος εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπό πολλούς
θεούς,
θά εἶχε διάφορες καί ἀνόμοιες κινήσεις. Κάθε διαφορετική κίνηση
θά
προσέβλεπε στόν κάθε δημιουργό. Καί στή διαφορετικότητα, ὅπως τό
εἴπαμε
καί παραπάνω, θά ὑπῆρχε πάλι ἀκαταστασία καί ἀταξία του
σύμπαντος.
Διότι,
οὔτε ἕνα πλοῖο πού τό κυβερνούν πολλοί θά πλεύσει σωστά, ἄν δέν
κρατά
τό πηδάλιο ἕνας μόνο καπετάνιος· οὔτε μία λύρα πού τήν παίζουν
πολλοί
μπορεῖ νά βγάλει καλό ἦχο, ἄν δεν την παίζει ἕνας πού εἶναι γνώστης.
Ἔτσι,
λοιπόν, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ δημιουργία καί ἕνας ὁ κόσμος
καί
μία ἡ τάξη του, ἕνας πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι εἶναι ὁ βασιλιάς καί
δημιουργός
του, ὁ Κύριος.
Γιά
τό λόγο αὐτό, καί ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός ἔπλασε ἕνα κόσμο, γιά νά μήν
νομίζουν
ὅτι μέ τούς πολλούς κόσμους ὑπάρχουν καί πολλοί θεοί.
Νά
πιστεύουν ὅτι ἕνας εἶναι ὁ κόσμος κι ἕνας ὁ δημιουργός του.
Μάλιστα
συμβαίνει, ὄχι ἐπειδή εἶναι ἕνας ὁ δημιουργός, νά εἶναι κι ἕνας
ὁ
κόσμος· διότι, θά μποροῦσε ὁ Θεός νά φτιάξει κι ἄλλους κόσμους. Ἀλλά,
ἐπειδή
πλάστηκε μόνον ἕνας κόσμος, εἶναι ἑπόμενο καί ὁ δημιουργός του
νά
θεωρεῖται ἕνας.
Ποιός
εἶναι αὐτός ὁ δημιουργός; Αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά
φανερώσουμε
καί ποῦμε, γιά νά μήν πλανηθεῖ κανείς ἀπό ἄγνοια καί
πιστέψει
σ' ἄλλο θεό· κι ἔτσι θά πέσει στήν ἀθεΐα τῶν προηγουμένων.
Νομίζω
ὅτι κανένας δέν ἀμφιβάλλει γι' αὐτό.
Ἀποδείξαμε
ἤδη ὅτι δέν εἶναι θεοί αὐτοί πού θεωρούν οἱ ποιητές·
ὅτι
βρίσκονται σέ πλάνη ὅσοι θεοποιοῦν τήν κτίση· καί ὅτι γενικά ἡ
εἰδωλολατρεία
τῶν ἐθνικῶν εἶναι ἀθεΐα καί ἀσέβεια. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ
κατέπεσαν
ὅλες αὐτές οἱ πλάνες, εἶναι βέβαιο ὅτι ἐμείς διαθέτουμε την
ἀληθινή
θρησκεία· Αὐτόν πού προσκυνοῦμε καί κηρύσσουμε, αὐτός εἶναι
ὁ
μόνος ἀληθινός Θεός· εἶναι ὁ Κύριος ὅλου του σύμπαντος καί
δημιουργός
κάθε πλάσματος.
Ποιός
ἄλλος λοιπόν εἶναι αὐτός παρά ὁ πανάγιος καί ὑπερβατικός, πέρα
ἀπό
κάθε δημιουργημένη φύση, ὁ Πατέρας δηλαδή τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός,
σάν
ἄριστος κυβερνήτης, μέ τή σοφία του καί τόν Υἱό καί Λόγο του Κύριό
μᾶς
Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τά ἐξουσιάζει καί προνοεί
γιά
τή σωτηρία τους· ἐνεργεί ὅπως Αὐτός θεωρεί ὅτι εἶναι καλά.
Καί
εἶναι ὅλα καλά, ὅπως δημιουργήθηκαν καί δημιουργοῦνται, ἐπειδή
Ἐκεῖνος
αὐτό θέλει. Αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά τό ἀμφισβητήσει. Διότι, ἄν
ἡ
κτίση κινούνταν ὄχι μέ λογική βούληση κι ὅλα ἦταν τυχαία,
καλά
θά ἔκανε κάποιος ν' ἀμφισβητοῦσε αὐτά πού λέμε. Ἀφοῦ ὅμως ὅλα ἔχουν
συσταθεῖ
καί διακοσμηθεῖ μέ λογική, σοφία καί γνώση, ὑποχρεωτικά αὐτός
πού
στέκεται ἀπό πάνω τους καί τά προνοεί δέν εἶναι ἄλλος παρά ὁ Υἱός
καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Λόγο
ὀνομάζω ὄχι αὐτόν πού εἶναι συνυφασμένος καί σύμφυτος μέ κάθε
δημιούργημα,
τόν ὁποῖο συνήθως ὁρισμένοι ὀνομάζουν σπερματικό· αὐτός
εἶναι
ἄψυχος, χωρίς λογική καί νόηση· ἐνεργεί μέ τή δύναμη τῆς τέχνης πού
ἔρχεται
ἀπ' ἔξω καί μέ τή σοφία ἐκείνου πού τόν ἐξουσιάζει. Οὔτε εἶναι σάν
τό
λόγο πού ἔχουν οἱ λογικοί ἄνθρωποι καί ἀποτελεῖται ἀπό συλλαβές καί
μεταδίδεται
μέ τόν ἀέρα.
Ὀνομάζω
Λόγο τόν ζωντανό καί ἐνεργῆ Θεό, τόν αἴτιο τῆς ὑπάρξεώς του,
τό
Λόγο τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ· Αὐτός διαφέρει ἀπό κάθε δημιούργημα καί
κτιστό·
εἶναι ὁ μόνος ὅμοιος Λόγος τοῦ ἀγαθοῦ Πατέρα του· Αὐτός
στόλισε
τό σύμπαν καί τό φωτίζει μέ τήν πρόνοιά του. Ἐπειδή εἶναι του
καλοῦ
Πατέρα ὁ καλός Λόγος, αὐτός διαρρύθμισε τήν τάξη ὅλων·
προσάρμοσε
τά ἀντίθετα μεταξύ τους κι ἔτσι προέκυψε μία ὄμορφη ἁρμονία.
Αὐτός
εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· περιστρέφει τόν οὐρανό,
κρέμασε
τή γῆ καί, ἐνῶ δέν στηρίζεται πουθενά, μέ τό νεύμα του τη
στερέωσε.
Ἀπ' Αὐτόν παίρνει φώς ὁ ἥλιος καί φωτίζει τήν οἰκουμένη,
ἐνῶ
δίνει λιγοστό φώς καί στή σελήνη. Αὐτός κρεμά τό νερό στά σύννεφα
καί
οἱ βροχές κατακλύζουν τή γῆ· ἡ θάλασσα περιορίζεται ἐνῶ ἡ γῆ
φυτρώνει
κάθε εἴδους φυτά καί βλαστάνει χόρτο.
Ἄν
κάποιος ἄπιστος, μετά ἀπ' ὅσα εἴπαμε, ζητεί νά μάθει ἄν ὑπάρχει ὁ
Υἱός
καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτός δέν εἶναι καλά πού ἀμφιβάλλει! Ἔχει τις
ἀποδείξεις
ἀπ' ὅσα βλέπει· ὅλα δημιουργήθηκαν ἀπό τό Λόγο καί τή
Σοφία
τοῦ Θεοῦ. Δέν θά στεκόταν κανένα δημιούργημα, ἄν δέν τό ἔκανε
ὁ
Λόγος, ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε.
Εἶναι
Λόγος, ὅπως εἴπα, χωρίς νά ἔχει σχέση καί ὁμοιότητα μέ τόν
ἀνθρώπινο
λόγο πού συνίσταται ἀπό συλλαβές· ἀλλά εἶναι καθ' ὅλα ὅμοια
εἰκόνα
τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Διότι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδή ἀποτελοῦνται ἀπό
διάφορα
μέρη καί προήλθαν ἀπό τό μηδέν, ἔχουν σύνθετο λόγο πού διαλύεται.
Ὁ
Θεός ὅμως εἶναι ὁ πάντοτε ὑπάρχων καί δέν εἶναι σύνθετος·
γι'
αὐτό καί ὁ Λόγος του ὑφίσταται πάντα καί δέν εἶναι σύνθετος.
Ὁ
Λόγος εἶναι ὁ ἕνας καί μονογενής Υἱός Θεός τοῦ Θεοῦ Πατέρα· προῆλθε
ἀπό
τόν Πατέρα σάν ἀπό ἀγαθή πηγή· προνοεί καί συγκρατεί τά πάντα.
Ἡ
αἰτία πάλι γιά τήν ὁποία ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦλθε στά δημιουργήματα,
εἶναι
ὄντως ἀξιοθαύμαστη· μᾶς πληροφορεί ὅτι μόνο ἔτσι, ὅπως συνέβη,
ἔπρεπε
νά γίνει καί ὄχι ἀλλιῶς.
Διότι,
ἡ φύση τῶν δημιουργημάτων, ἐπειδή προῆλθε ἀπό τήν ἀνυπαρξία,
εἶναι
ἐπιρρεπής, ἀδύναμη καί θνητή, ὅπως τό πιστοποιεῖ ἡ ἐξέτασή της.
Ὁ
Θεός ὅμως τῶν δημιουργημάτων εἶναι ἀγαθός καί πάνω ἀπό καλός στή
φύση
του· γι' αὐτό καί ἀγαπά τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή στόν ἀγαθό δέν
ὑπάρχει
φθόνος γιά τίποτε. Δέν φθονεί τήν ὕπαρξη τῶν ἄλλων, ἀλλά θέλει
ὅλοι
νά ὑπάρχουν, γιά νά μπορεῖ νά τούς εὐεργετεί.
Ὁ
Θεός, λοιπόν, βλέπει ὅτι κάθε δημιούργημα μόνο μέ τίς δικές του λογικές
δυνάμεις
εἶναι θνητό καί διαλύεται· καί γιά νά μήν πάθει πάλι τό ἴδιο καί
χαθεῖ
στήν ἀνυπαρξία τό σύμπαν, πού τό ἔπλασε μέ τόν αἰώνιο Λόγο του
καί
τό ἔδωσε οὐσία, δέν ἄφησε πλέον τά δημιουργήματά του νά
παρασύρονται
καί ταλαιπωροῦνται ἀπό τή θνητή φύση τους· ἔτσι ὥστε
νά
μήν κινδυνεύουν νά ἔλθουν πάλι στήν ἀνυπαρξία.
Ἀλλά
ὁ Θεός, ὡς ἀγαθός πού εἶναι, μέ τό Λόγο του, πού εἶναι κι αὐτός Θεός,
κυβερνά
καί φροντίζει ὅλο τόν κόσμο· μέ τήν ἐξουσία, τήν πρόνοια καί τή
φροντίδα
τοῦ Λόγου φωτίζει τή κτίση νά μένει σταθερή στή ζωή· διότι
μετέχει
στόν αἴτιο τῆς ὕπαρξης, τό Λόγο τοῦ Πατέρα, πού τή βοηθεῖ νά
παραμένει
κι αὐτή στήν ὕπαρξη. Ἔτσι δέν παθαίνει ἐκεῖνο πού θά πάθαινε,
ἄν
δεν την συγκρατοῦσε ὁ Λόγος, δηλαδή νά ὁδηγηθεῖ στήν ἀνυπαρξία·
διότι,
«Αὐτός εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπ' ὅλη
τή
δημιουργία γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· Αὐτός καί χάρη σ' αὐτόν
δημιουργήθηκαν
καί συντηροῦνται ὅλα, ὁρατά καί ἀόρατα· Αὐτός
ἀποτελεί
τόν ἀρχηγό τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως μᾶς τό λένε στίς Ἅγιες Γραφές
οἱ
Πατέρες πού διδάσκουν τήν ἀλήθεια.
Αὐτός,
λοιπόν, ὁ παντοδύναμος καί τέλειος σέ ὅλα Λόγος τοῦ Πατέρα
στάθηκε
πάνω ἀπ' ὅλα καί τά σκέπασε παντοῦ μέ τή δύναμή του·
ἔδωσε
φώς σέ ὅλα, τά ὁρατά καί ἀόρατα. Ἔτσι, ὅλα τά δίνει σύσταση καί
τά
συγκρατεί· ἀπό κανένα δέν στερεί τήν εὐργετική του δύναμη.
Ὅλα
καί μέ ὅλα, τό καθένα χωριστά καί ὅλα μαζί, τα ζωοποιεῖ καί τά
προστατεύει.
Τά
πρωταρχικά συστατικά κάθε κτιστοῦ δημιουργήματος, ὅπως εἶναι ἡ
θερμότητα,
ψυχρότητα, ὑγρασία καί ξηρασία, τά ἑνώνει ὁ Λόγος σ' ἕνα,
ὥστε
νά μήν ἀντιμάχεται τό ἕνα τό ἄλλο, ἀλλά ν' ἀποτελούν μιά ἁρμονική
συνύπαρξη.
Χάρη σ' Αὐτόν καί ἐξ αἰτίας ττής δύναμής του δέν πολεμεί το
θερμό
τό ψυχρό οὔτε τό ὑγρό τό ξηρό· ἀλλά,
αὐτά
τά ἀντίθετα μεταξύ τους, σάν φίλοι καί ἀδελφοί, συνυπάρχουν καί
δίνουν
ζωή στά ὁρατά· ἀποτελούν τή συστατική ἀρχή κάθε σώματος.
Μέ
τήν ὑπακοή στό Θεό Λόγο τά ἐπίγεια ἀποκτούν ζωή καί τά οὐράνια
συντηροῦνται.
Χάρη σ' Αὐτόν, ὅλη ἡ θάλασσα καί ὁ ἀπέραντος ὠκεανός
κινοῦνται
σέ περιορισμένα ὅρια. Τό ἴδιο καί ὅλη ἡ γῆ βλαστάνει χόρτο
καί
φυτρώνει κάθε εἴδους δέντρα, ὅπως εἴπα παραπάνω. Γιά νά μήν
χρονοτριβώ
ἀπαριθμῶντας ἕνα ἕνα πράγματα γνωστά, δέν ὑπάρχει κανένα
ζωντανό
ἤ δημιούργημα πού νά μήν πῆρε τήν ὕπαρξη ἀπ' Αὐτόν καί χάρη
σ'
Αὐτόν. Τό λέει καί ὁ ἅγιος (Ἰωάννης ο) θεολόγος: «Στήν ἀρχή ὑπῆρχε ὁ
Λόγος,
πού ἦταν πάντα κοντά στό Θεό, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος εἶναι Θεός.
Ὅλα
Αὐτός τά ἔκανε· τίποτε δέν ὑπάρχει πού νά μήν τό ἔκανε Αὐτός».
Ὅπως,
γιά παράδειγμα, ἄν ἕνας μουσικός παίξει λύρα, ἐναρμονίζοντας μέ
τήν
τέχνη του τούς βαρείς μέ τούς ὀξείς, καί τούς μέσους μέ ἄλλους τόνους,
θ'
ἀποδώσει μιά ἁρμονική μελωδία. Ἔτσι καί ὁ σοφός Θεός, κρατῶντας το
σύμπαν
ὡς λύρα, συνένωσε τά οὐράνια μέ τά ἐπίγεια, καιτα οὐράνια μέ
ὅσα
βρίσκονται στόν ἀέρα· συνάθροισε μέ τό νεύμα καί τό θέλημά του τα
σύνολα
μέ τά ἐπί μέρους· καί ὅλα ἀποτελούν ἕναν ὡραῖο κόσμο καί ἕνα
ἁρμονικό
σύνολο. Αὐτός βέβαια παραμένει ἀκίνητος κοντά στόν Πατέρα
του·
ὅλα ὅμως τά θέτει σέ κίνηση μέ τήν καθοδήγησή του, ὅπως τό καθένα
ἀρέσει
στόν Πατέρα του.
Καί
τό ἀξιοθαύμαστο τῆς θεότητάς του εἶναι τό ἑξῆς: μέ ἕνα καί τό ἴδιο
νεύμα
του κινεί ὅλα μαζί συγχρόνως, καί ὄχι κατά διαστήματα· ρυθμίζει
ἀνάλογα
μέ τή φύση του καθένα, τά εὐθύγραμμα καί τά κυκλικά στήν
κίνησή
τους, τά πάνω, τα μεσαῖα, τά κάτω, τά ὑγρά, τά ψυχρά, τά θερμά,
τά
ὁρατά καί τά ἀόρατα. Διότι μέ τό ἴδιο νεύμα κινοῦνται ταυτόχρονα
τά
εὐθύγραμμα ὡς εὐθύγραμμα καί τά κυκλικά ὡς κυκλικά· τό μέσον ὡς
μέσον·
τό θερμό θερμαίνεται, τό ξηρόν ξηραίνεται. Σ' ὅλα γενικά, ἀνάλογα
τή
φύση τους, Αὐτός δίνει ζωή καί τά συντηρεί. Ἔτσι πραγματοποιεῖ μιά
θαυμαστή
καί πράγματι θεία ἁρμονία.
Καί
γιά νά συλλάβουμε ἀπό ἕνα παράδειγμα πόσο μεγάλο γεγονός εἶναι
αὐτό,
ἄς τό παρομοιάσουμε μέ μιά μεγάλη χορωδία. Ἡ χορωδία
ἀποτελεῖται
ἀπό διαφορετικά πρόσωπα: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, νέοι
καί
γέροντες· ὅταν δώσει τό σύνθημα ὁ μαέστρος, τό κάθε μέλος τραγουδά
ἀνάλογα
μέ τή φύση καί τή δύναμή του· ὁ ἄνδρας σάν ἄνδρας, τό παιδί
σάν
παιδί, ὁ γέρος σάν γέρος καί ὁ νέος σάν νέος· ὅλοι συνιστούν ἕνα
ἁρμονικό
σύνολο.
Τό
ἴδιο καί ἡ ψυχή μας, θέτει σέ κίνηση ταυτόχρονα τίς αἰσθήσεις, τή κάθε
μιά
ἀνάλογα μέ τήν ἰδιαίτερη ἐνέργειά της· ὥστε, ὅταν παρουσιάζεται ἕνα
ἀντικείμενο,
ὅλες νά ἐνεργούν ἀπό κοινοῦ· τό μάτι νά βλέπει, ἡ ἀκοή ν'
ἀκούει,
τό χέρι νά ψηλαφεί, ἡ ὄσφρηση νά μυρίζει καί ἡ γεύση νά γεύεται.
Πολλές
φορές κινεί καί τά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος· π.χ. κινεί τά πόδια νά
περπατούν.
Ἄς
καταστήσω σαφές τό λεγόμενο καί μέ τρίτο παράδειγμα. Μοιάζει μέ
πολύ
μεγάλη πόλη πού τήν ἔκτισε καί τήν κυβερνά αὐτοπροσώπως ὁ
ἄρχοντας
καί κυβερνήτης της. Ὅταν ἐκεῖνος εἶναι παρών καί δίνει ἐντολές
καί
στρέφει τά μάτια του πρός ὅλους τους ὑπηκόους, ὅλοι δείχνουν
ὑπακοή·
ἄλλοι τρέχουν πρός τή γεωργία καί ἄλλοι γιά νά ἐξασφαλίσουν
νερό
στά ὑδραγωγεῖα· ἄλλος πηγαίνει νά προμηθευτεί τροφές·
ἄλλος
πηγαίνει στή βουλή καί ἄλλος στή γενική συνέλευση τοῦ δήμου·
ὁ
δικαστής προσέρχεται νά δικάσει καί ὁ ἄρχοντας νά νομοθετήσει·
ὁ
τεχνίτης χωρίς καθυστέρηση ξεκινά τήν ἐργασία· ὁ ναύτης τρέχει στή
θάλασσα,
ὁ ξυλουργός στό ξυλουργεῖο του, ὁ ἰατρός γιά νά θεραπεύσει
τούς
ἀσθενείς καί ὁ οἰκοδόμος στήν οἰκοδομή· ἄλλος πάλι πηγαίνει στό
χωράφι,
ἐνῶ ἄλλος ἐπιστρέφει ἀπ' αὐτό. Ἄλλοι ἀσχολοῦνται μέ τήν πόλη,
ἄλλοι
βγαίνουν ἔξω ἀπ' αὐτήν καί ἄλλοι πάλι ἐπιστρέφουν πίσω σ' αὐτήν.
Ὅλα
αὐτά γίνονται καί ἐπιτελοῦνται μέ τήν προσωπική παρουσία του
ἄρχοντα
καί σύμφωνα μέ τίς διαταγές του.
Κι
ἄν εἶναι φτωχά τά προαναφερθέντα παραδείγματα, παρ' ὅλ' αὐτά, μέ
ἀνοιχτό
μυαλό, πρέπει νά ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἔτσι ἀκριβώςσυμβαίνέί στόν
κόσμο
ὅλο. Μέ μιά γρήγορη ματιά τοῦ Θεοῦ ὅλα ρυθμίζονται· τό κάθε
δημιούργημα
ἐκτελεί τό δικό του σκοπό, καί ὅλα μαζί συνιστούν μιά
παγκόσμια
τάξη.
Μέ
τό νεύμα καί τή δύναμη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού ἐπιστατεί
καί
κυβερνά τά πάντα, ὁ οὐρανός περιστρέφεται,
τά
ἄστρα κινοῦνται, ὁ ἥλιος φωτίζει, ἡ σελήνη διαγράφει τήν τροχιά της,
ὁ
ἀέρας φωτίζεται, ὁ αἰθέρας θερμαίνεται καί οἱ ἄνεμοι πνέουν·
τά
βουνά στέκουν ὑψωμένα πρός τά πάνω, ἡ θάλασσα βγάζει κύματα,
καί
τά ζώα της βρίσκουν τροφή· ἡ γῆ, μένοντας ἀκίνητη, βγάζει καρπούς·
ὁ
ἄνθρωπος γεννιέται, ζεί καί στό τέλος πεθαίνει.
Γενικά,
ὅλα τά δημιουργήματα παίρνουν ἀπ' Αὐτόν ψυχή καί κίνηση· ἡ
φωτιά
καίει,το νερό δροσίζει, οἱ πηγές ἀναβλύζουν, οἱ ποταμοί
πλημμυρίζουν,
οἱ περίοδοι καί οἱ ἐποχές περνούν, οἱ βροχές πέφτουν, τα
σύννεφα
γεμίζουν, τό χαλάζι πέφτει, τό χιόνι καί οἱ κρύσταλλοι παγώνουν·
τά
πτηνά πετούν, τά ἑρπετά σέρνονται, τά ὑδρόβια κολυμπούν, ἡ θάλασσα
διαπλέεται,
ἡ γῆ σπείρεται καί καρποφορεί στόν καιρό της, τά φυτά
αὐξάνουν·
ἄλλα εἶναι τρυφερά κι ἄλλα γιά θερισμό· ἄλλα γερνούν καί
μαραζώνουν·
ἄλλα καταστρέφονται καί ἄλλα γίνονται καί φαίνονται.
Ὅλα
αὐτά, κι ἀκόμη περισσότερα, τά ὁποῖα ἀδυνατοῦμε λόγῳ τῆς
πληθώρας
τους νά τ' ἀναφέρουμε, ὁ θαυμαστός καί θαυματουργός Λόγος
τοῦ
Θεοῦ τά φωτίζει καί ζωοποιεῖ, τά κινεί μέ τό νεύμα του καί φροντίζει·
δημιουργεί
ἕνα κόσμο, χωρίς ν' ἀφήνει ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του καί τις
ἀόρατες
δυνάμεις. Ἀκόμη κι αὐτές, ἐπειδή Αὐτός τίς δημιούργησε, τις
συμπεριλαμβάνει
στό σύνολο· τίς συγκρατεί καί ζωοποιεῖ πάλι μέ τή
δική
του βούληση καί φροντίδα.
Καί
κανένα δημιούργημα δέν μπορεῖ ν' ἀποτελέσει στοιχεῖο γιά ἀπιστία.
Ὅπως
δέν χρειάζονται πολλές ἀποδείξεις γιά τό ὅτι τό σώμα μέ τή δική
Τοῦ
πρόνοια μεγαλώνει καί ἡ λογική ψυχή κινεῖται καί μπορεῖ νά
σκέφτεται
καί νά ζεί· διότι αὐτά τά βλέπουμε μπροστά μας νά γίνονται.
Ἔτσι,
παρόμοια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μ' ἕνα ἁπλό νεύμα του κινεί καί
συγκρατεί
μέ τή δύναμή του τόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο· μοιράζει σέ
κάθε
δημιούργημα τήν ἰδιαίτερη ἐνέργεια. Ἔτσι, οἱ ἀόρατες θεῖες δυνάμεις
κινοῦνται
πρός τό Θεό, ἐνῶ τά ὁρατά γιά νά τά βλέπουμε.
Καί
αὐτός ὁ Λόγος, ὁ ἄρχοντας, ὁ κυβερνήτης και δημιουργός ὅλων τῶν
κτισμάτων,
ἐργάζεται ὅλα αὐτά γιά τή δόξα καί γνώση τοῦ Θεοῦ Πατέρα
Τοῦ.
Μέ μιά φράση, μέ τά ἔργα του μᾶς διδάσκει καί λέει τό ἑξῆς:
«Ὁ
Δημιουργός φαίνεται ἀναλογικά ἀπό τό μέγεθος καί τήν ὀμορφιά
τῶν
κτισμάτων».
Διότι,
ὅπως ὅταν γυρίσουμε τά μάτια στόν οὐρανό καί δοῦμε τό στολισμό
του
καί τό φώς των ἄστρων, ἀμέσως θυμούμαστε τό Λόγο πού τά ἔφτιαξε
καί
ρυθμίζει· κατά παρόμοιο τρόπο, ὅταν σκεφτόμαστε τό Λόγο τοῦ Θεοῦ,
ὑποχρεωτικά
ἀναλογιζόμαστε καί τόν Θεό Πατέρα του· γιατί ἀπ' Αὐτόν
προέρχεται
καί δίκαια ὀνομάζεται διερμηνέας καί ἀγγελιαφόρος του
Πατέρα
του.
Αὐτό
μποροῦμε νά τό συμπεράνουμε κι ἀπό τά δικά μας. Ὅταν ἀκοῦμε
ἕναν
ἀνθρώπινο λόγο, ἀναλογιζόμαστε τήν πηγή πού τόν βγάζει, δηλαδή
τό
νού· παρατηρῶντας τον ἀνθρώπινο λόγο, βλέπουμε νά γίνεται γνωστός
ὁ
νούς μέ τή σκέψη. Τό ἴδιο, ὅταν βλέπουμε τή δύναμη τοῦ Λόγου, μέ
πολύ
περισσότερη φαντασία καί ἀσύγκριτη ὑπεροχή ἀναλογιζόμαστε καί
τόν
πανάγαθο Πατέρα του, ὅπως τό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «Ὅποιος
βλέπει
ἐμένα, βλέπει τόν ἴδιο τόν Πατέρα μου».
Αὐτά
καί ἡ θεόπνευστη Ἁγία Γραφή τά διδάσκει πιό φανερά καί μέ
μεγαλύτερη
δύναμη. Ἀπό τή Γραφή πήραμε κι ἐμείς θάρρος καί σοῦ
γράφουμε
αὐτά. Καί σύ ὅμως, μελετῶντας την, θά μπορέσεις νά πιστέψεις
τήν
ἀλήθεια ὅσων λέμε. Διότι, ἕνας λόγος πού βεβαιώνεται ἀπό
ἀδιάψευστες
πηγές, ἀποκτά ἀκλόνητο κύρος.
Ἀπό
τήν ἀρχή ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ προστάτευσε τόν Ἰουδαϊκό λαό
ἀπό
τήν εἰδωλολατρεία, δίνοντας τήν ἐντολή: «Δέν θά κατασκευάσεις γιά
τόν
ἑαυτό σου εἴδωλο οὔτε κάποιο ὁμοίωμα ἐπουράνιου ἤ ἐπίγειου
κτίσματος».
Τό λόγο ἀπόρριψης τῶν εἰδώλων τόν ἀναφέρει ἀλλοῦ,
μέ
τά ἑξῆς λόγια: «Τά εἴδωλα τῶν ἐθνών εἶναι ἀνθρώπινα ἔργα ἀπό ἀσήμι καί
χρυσάφι·
ἔχουν στόμα, ἀλλά δέ θά μιλούν· ἔχουν μάτια, ἀλλά δέ θά
βλέπουν·
ἔχουν αὐτιά, ἀλλά δέ θ' ἀκούν· ἔχουν μύτες, ἀλλά δέ θά ὀσφραίνονται·
ἔχουν
χέρια καί δέ θά ψηλαφούν· ἔχουν πόδια καί δέ θά περπατούν».
Δέν
ἀπέκρυψε τή διδασκαλία γιά τά κτίσματα. Ἀλλά, ἐπειδή γνωρίζει την
ὀμορφιά
τους, γιά νά μήν παρασυρθοῦν ὁρισμένοι ἀπ' αὐτήν, καί δέν τά δούν
ὡς
δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καί τά θεοποιήσουν, προστατεύει ἐκ
τῶν
προτέρων τούς ἀνθρώπους μέ τά ἑξῆς λόγια: «Νά μήν δείς τόν ἥλιο,
τή
σελήνη κι ὅλο τόν οὐράνιο κόσμο καί ὁδηγηθεῖς στήν πλάνη· νά μήν
λατρεύσεις
ὡς θεούς αὐτά πού χάρισε ὁ ἀληθινός Κύριος καί Θεός σ' ὅλα
τά
ἔθνη πού βρίσκονται κάτω ἀπ'τον οὐρανό».
Καί
χάρισε αὐτά τά ἄστρα στούς ἀνθρώπους ὁ Θεός, ὄχι γιά νά τά θεοποιοῦν,
ἀλλά
νά βλέπουν οἱ λαοί τή λειτουργία τους καί νά ὁδηγοῦνται
στό
Δημιουργό τῶν πάντων, ὅπως τό εἴπαμε. Ὁ Ἰουδαϊκός λαός τήν ἀρχαία
ἐποχή
γνώριζε τή διδασκαλία αὐτή καλύτερα ἀπό κάθε λαό· τή διδασκόταν
ὄχι
μόνο ἀπό τά κτίσματα, ἀλλά καί ἀπό τήν Ἁγία Γραφή. Γενικά, ἡ Ἁγία
Γραφή
ἀποσπά τούς ἀνθρώπους ἀπό τή πλάνη τῶν εἰδώλων καί τήν
ἀσεβή
μυθοπλασία καί τούς λέει: «(Λέει ὁ Θεός:) δέν θά λατρεύεις ἄλλους
θεούς
ἐκτός ἀπό μένα».
Δέν
τούς ἐμποδίζει νά τούς ἔχουν θεούς, σάν νά ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ἀλλά
νά
μήν ἀρνηθεῖ κάποιος τόν ἀληθινό Θεό καί ἀρχίζει νά θεοποιεῖ τους
ἀνύπαρκτους
θεούς· τέτοιοι εἶναι ἐκείνου πού περιγράφουν οἱ ποιητές καί
συγγραφείς
πού ἀποδείξαμε ὅτι δέν εἶναι θεοί. Καί ἡ φράση πού
ἀναφέρεται
στό μέλλον καί λέει «δέν θά ἔχεις ἄλλους θεούς» δείχνει ὅτι
αὐτοί
δέν εἶναι θεοί· διότι, αὐτό πού λέει νά (μή) γίνει στό μέλλον, δέν
ἰσχύει
οὔτε τότε πού λέγονται αὐτά (στό παρόν).
Μήπως
λοιπόν, ἀφοῦ ἀπέδειξε τήν ἀθεΐα τῶν ἐθνικῶν καί εἰδωλολατρών,
σιωπά
ἡ Ἁγία Γραφή καί ἄφησε ἁπλά στήν τύχη τους τούς ἀνθρώπους νά
περιφέρονται
χωρίς νά ἔχουν τή γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὄχι βέβαια, ἀλλά
προλαβαίνει
καί τή σκέψη γιά κάτι τέτοιο, λέγοντας: «Ἄκουσε, Ἰσραήλ, ὁ
Κύριος
καί Θεός σου εἶναι ἕνας». Καί πάλι λέει: « Θ' ἀγαπήσεις τόν Κύριο
καί
Θεό σου μέ ὅλη τήν καρδιά καί μ' ὅλη τή δύναμή σου»· καί ἀκόμη:
«Θά
προσκυνάς τόν Κύριο καί Θεό σου, καί αὐτόν μόνο θά λατρεύεις καί
σ'
Αὐτόν θά εἶσαι προσκολημμένος».
Αὐτά
πού λέμε τώρα ἀρκούν γιά ν' ἀποδείξουν ἀξιόπιστο τό λόγο ὅτι
ἡ
φροντίδα τοῦ Λόγου μέ κάθε τρόπο γιά ὅλα διακηρύσσεται ἀπ' ὅλη την
Ἁγία
Γραφή· τό λένε καί οἱ θεόπνευστοι προφῆτες: «Ἐσύ ὁ Θεός ἔβαλες το
θεμέλιο
τῆς γῆς καί μένει στέρεη· μέ τήν ἐντολή σου ὑπάρχει ἡ ἡμέρα». Καί
ἀλλοῦ
λέει: «Δοξολογεῖστε τό Θεό μέ ὄργανα, διότι στερέωσε τόν οὐρανό
στά
σύννεφα· καλύπτει τή γῆ μέ βροχές καί φυτρώνει στά βουνά χορτάρι
καί
χλόη, γιά νά ἐξυπηρετεί τούς ἀνθρώπους καί νά δίνει τροφή στά ζώα».
Ποιός
τά δίνει ὅλα αὐτά παρά ὁ Δημιουργός τους; Αὐτός πού τά
δημιούργησε
Αὐτός ἀσφαλῶς προνοεί καί γι' αὐτά ὅλα. Καί ποιός ἄλλος
εἶναι
αὐτός παρά ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιά τόν ὁποῖο καί σ' ἄλλο ψαλμό λέει:
«Μέ
τό λόγο τοῦ Κυρίου στερεώθηκαν οἱ οὐρανοί καί μέ τό φύσημα
τῆς
πνοῆς Τοῦ ἀποκτούν τή δύναμή τους»;
Ὅλα
ἔγιναν ἀπ' Αὐτόν καί γι' Αὐτόν ὁμιλοῦν· μέ τά λόγια αὐτά πείθει καί
μᾶς
ἡ Ἁγία Γραφή λέγοντας: «Αὐτός εἶπε καί ἔγιναν· Αὐτός ἔδωσε ἐντολή
καί
δημιουργήθηκαν». Τό βεβαιώνει καί τό ἐξηγεί ἐπίσης ὁ μεγάλος
Μωϋσής
στή διήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ὅπου λέει: «Καί εἶπε ὁ
Θεός·
ἄς φτιάξουμε τόν ἄνθρωπο ν' ἀποτελεί δική μας (τῆς Ἁγίας Τριάδος)
εἰκόνα
καί νά μᾶς μοιάζει». Στή ἀρχή τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ, της
γῆς
καί ὅλου του σύμπαντος εἶπε ὁ Πατέρας στόν Υἱό: «Νά δημιουργηθεῖ
ὁ
οὐρανός, νά συναχθοῦν τά νερά καί νά φανεί ἡ ξηρά· νά βγάλει ἡ γῆ
κάθε
εἶδος χόρτου και ζώου».
Ἀπ'
ὅλα αὐτά θά μποροῦσε κάποιος νά κατηγορήσει τούς Ἰουδαίους ὅτι
δέν
ἑρμηνεύουν σωστά τίς Γραφές. Θά τούς ρωτοῦσε κάποιος: σέ ποιόν
μιλοῦσε
ὁ Θεός καί ἔδινε προσταγές; Ἄν ἀπευθυνόταν στά κτίσματα πού
γίνονταν,
ἦταν περιττός ὁ λόγος· διότι δέν ὑπῆρχαν ἀκόμη, ἐπρόκειτο νά
γίνουν·
καί κανείς δέν μιλάει σέ κάτι ἀνύπαρκτο οὔτε δίνει διαταγές γιά
νά
γίνει σ' αὐτό πού ἀκόμη δέν ἔχει γίνει. Ἄν ὁ Θεός ἔδινε ἐντολές σ' αὐτά
πού
ἐπρόκειτο νά γίνουν, ἔπρεπε νά λέει: Δημιουργήσου οὐρανέ, γίνε γῆ,
βγές
χορτάρι καί φτιάξου ἄνθρωπε. Τώρα ὅμως δέν κάνει κάτι τέτοιο, ἀλλά
προστάζει
λέγοντας: «Ἄς δημιουργήσουμε τόν ἄνθρωπο κι ἄς βγεί ἡ χλόη».
Ἀπ'
ὅλ' αὐτά προκύπτει ὅτι ὁ Θεός συνομιλεί γι' αὐτά μέ κάποιον κοντινό
του.
Κατ' ἀνάγκη ὑπῆρχε κάποιος συνεργάτης του μέ τόν ὁποῖο
συνομιλοῦσε
καί τά δημιουργοῦσε ὅλα.
Ποιός
ἄλλος εἶναι αὐτός παρά ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Μέ ποιόν ἄλλο ἀπό τό
Λόγο
του συνομιλεί ὁ Θεός; Ποιός ἄλλος συνυπῆρχε μέ τό Θεό ὅταν
ἔφτιαχνε
κάθε κτίσμα παρά ἡ Σοφία του (ὁ Λόγος), πού λέει: «Ὅταν ἔκανε
τόν
οὐρανό καί τή γῆ ἤμουν παρών κι ἐγώ»; Μέ τό ὄνομα οὐρανός καί γῆ
περιλαμβάνει
ὅλα τά δημιουργήματα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς.
Συνυπάρχοντας
ὡς Σοφία καί βλέποντας ὡς Λόγος τόν Πατέρα,
δημιουργοῦσε
τό σύμπαν, τό στερέωνε καί τό φρόντιζε. Μέ τό νά εἶναι ἡ
δύναμη
τοῦ Πατέρα, δίνει τήν ἰσχύ τῆς ὕπαρξης στά ὄντα· καί τό λέει ὁ
Σωτήρας:
«Ὅλα ὅσα βλέπω νά κάνει ὁ Πατέρας, κάνω κι ἐγώ τά ἴδια».
Καί
οἱ ἅγιοι μαθητές του διδάσκουν ὅτι ἀπ' αὐτόν καί γι' αὐτόν ἔγινα ὅλα·
ὅτι
ὁ Υἱός γεννήθηκε πανάγαθος ἀπό πανάγαθο Πατέρα καί ἀποτελεί
ἀληθινό
γιό του· εἶναι ἡ δύναμη, ἡ σοφία καί ὁ Λόγος τοῦ Πατέρα. Αὐτά
ὅλα
ὁ Υἱός δέν τά ἔχει ἀπό μετοχή οὔτε προστέθηκαν ἀπ' ἔξω, ὅπως
συμβαίνει
μ' αὐτούς πού συμμετέχουν σ' Αὐτόν καί παίρνουν σοφία ἀπ'
Αὐτόν
καί γίνονται δυνατοί καί λογικοί. Ἀλλά, Αὐτός εἶναι ἡ ἴδια ἡ
σοφία,
ὁ ἴδιος ὁ λόγος καί ἡ ἴδια ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα· εἶναι τό ἴδιο το
φώς,
ἡ αὐτοαλήθεια, ἡ ἴδια ἡ δικαιοσύνη καί ἡ ἀρετή. Γενικά, εἶναι ὁ
χαρακτήρας,
τό ἀπαύγασμα, ἡ εἰκόνα τοῦ Πατέρα. Καί γιά νά συνοψίσω,
ἀποτελεί
τόν τέλειο καρπό τοῦ Πατέρα, ὁ μοναδικός Υἱός του, ἡ
ἀπαράλλακτη
εἰκόνα τοῦ Πατέρα.
Ποιός,
λοιπόν, θά μποροῦσε νά μετρήσει τόν Πατέρα, γιά νά βρεί καί τίς
δυνάμεις
τοῦ Λόγου του; Διότι, ὅπως εἶναι Λόγος καί σοφία τοῦ Πατέρα,
ἔτσι
συγκαταβατικά πρός τά δημιουργήματα, γίνεται, γιά νά γνωρίσουμε
καί
ὁδηγηθοῦμε πρός τόν Πατέρα, αὐτοαγιασμός, αὐτοζωή, θύρα,
ποιμένας
καί ὁδός· γίνεται βασιλιάς, κυβερνήτης, σωτήρας καί χορηγός
ζωής,
φώς καί φροντίδα γιά ὅλους.
Ἔχοντας
λοιπόν ὁ Θεός Πατέρας ἀπό τόν ἑαυτό του τέτοιο ἀγαθό καί
δημιουργό
Υἱό, δέν τόν ἀπέκρυψε ἀπό τά δημιουργήματα. Ἀλλά, κάθε
μέρα
τόν φανερώνει σέ ὄλουε, διότι μ' αὐτόν δίνει ζωή καί ὕπαρξη σέ ὅλους.
Μ'
αὐτόν καί μέσῳ αὐτοῦ ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του ὁ Πατέρας,
ὅπως
τό λέει καί ὁ Σωτήρας Χριστός: «Ἐγώ εἶμαι μέ τόν Πατέρα καί ὁ
Πατέρας
μέ μένα». Ὥστε ὑποχρεωτικά ὁ Υἱός Λόγος εἶναι μέ τόν Πατέρα
πού
τόν γέννησε (ἀΐδια) καί ὁ γεννημένος Υἱός ζεί αἰώνια μέ τόν Πατέρα.
Ἐνῶ
αὐτά ἔτσι ἔχουν καί τίποτε δέν ὑπάρχει ἔξω ἀπ' Αὐτόν, ἀλλά καί ὁ
οὐρανός
καί ἡ γῆ καί ὅλα τά ὅσα κατοικούν σ' αὐτούς ἐξαρτῶνται ἀπ'
Αὐτόν·
δυστυχῶς, ἄνθρωποι παράφρονες ἀρνήθηκαν τή γνώση καί τή
λατρεία
τοῦ Θεοῦ καί λάτρεψαν τά ἀνύπαρκτα ἀντί τόν ὄντως ὑπάρχοντα.
Ἀντί
τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ θεοποίησαν ψεύτικα ὄντα· «λάτρεψαν τά κτίσματα
καί
ὄχι τό δημιουργό τους»· ἔφτασαν σέ ἀνόητη κατάσταση καί ἀσέβεια.
Διότι
αὐτό μοιάζει μέ τό νά θαυμάζει κανείς τά καλλιτεχνήμτα καί ὄχι τον
καλλιτέχνη
τους· νά ἐκπλήσσεται ἀπό τά κτίσματα μιᾶς πόλης, ἀλλά νά
περιφρονεί
τό δημιουργό τους. Ἤ, ὅπως ὅταν κάποιος ἐπαινεί ἕνα μουσικό
ὄργανο
ἀλλ' ἀπορρίπτει αὐτόν πού τά ἔφτιαξε καί συνάρμοσε. Ἀνόητοι
καί
τυφλωμένοι! Διότι, πῶς θά γνώριζαν ἕνα κτίσμα ἤ πλοῖο ἤ λύρα, ἄν
δέν
τό ἔφτιαχνε ὁ ναυπηγός ἤ δέν τό οἰκοδομοῦσε ὁ ἀρχιτέκτονας ἤ δέν
συνέθετε
ὁ μουσικός;
Ὅπως,
λοιπόν, αὐτός πού σκέφτεται αὐτά εἶναι ἀνόητος καί ξεπερνά κάθε
παρανοϊκότητα,
ἔτσι μου φαίνεται ὅτι δέν εἶναι καλά στό μυαλό ὅσοι
ἀρνοῦνται
τό Θεό Πατέρα καί δέν λατρεύουν τόν Υἱό καί Λόγο του, τον
Σωτήρα
ὅλων Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός Πατέρας
διαρρυθμίζει,
συγκρατεί καί προνοεί γιά ὅλα.
Σ'
αὐτόν νά ἔχεις πίστη καί εὐσέβεια, φιλόχριστε ἀναγνώστη. Νά χαίρεσαι
καί
νά ἐλπίζεις ὅτι καρπός τῆς πίστης και λατρείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ
ἀθανασία
καί ἡ βασιλεία τῶν οὐρανών. Ἀρκεί ἡ ψυχή νά εἶναι στολισμένη
μέ
τήν τήρηση τῶν δικῶν του ἐντολών. Καί ὅπως τό βραβεῖο γι' αὐτούς πού
ζούν
σύμφωνα μέ τίς ἐντολές του εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἔτσι καί ὅσους
βαδίζουν
τόν ἀντίθετο καί ὄχι τόν ἐνάρετο δρόμο, τούς περιμένει μεγάλη
ντροπή
καί ἀσυγχώρητος κίνδυνος καταδίκης τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως·
διότι,
παρ' ὅλο πού γνώρισαν τόν ἀληθινό τρόπο ζωής, ἔπραξαν ἀντίθετα
τῶν
ὅσων γνώρισαν. Αμήν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου