xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

 Ὁμιλία εἰς την κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαῖον τοῦ Κυρίου παραβολήν (Ἁγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)


Βεβαρημένων τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐκ τῶν ἀνομιῶν μου, οὐ δύναμαι ἀτενίσαι, καὶ ἰδεῖν τὸν αἰθέρα τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ δέξαι με ὡς τὸν Τελώνην, μετανοοῦντα Σωτήρ, καὶ ἐλέησόν με.

Ἀπὸ κοπρίας καὶ παθῶν, ταπεινὸς ἀνυψοῦται, ἀρετῶν ἀπὸ ὕψους, καταπίπτει δὲ δεινῶς, ὑψηλοκάρδιος πᾶς, οὗ τὸν τρόπον, τῆς κακίας φύγωμεν.

Ταχὺ δέξαι Δέσποινα τὰς ἱκεσίας ἡμῶν, καὶ ταύτας προσάγαγε, τῷ σῷ Υἱῷ καὶ Θεῷ, Κυρία Πανάμωμε· λῦσον τὰς περιστάσεις, τῶν εἰς σὲ προστρεχόντων, σύντριψον μηχανίας, καὶ κατάβαλε θράσος, τῶν ὁπλιζομένων ἀθέων, κατὰ τῶν δούλων σου.

Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.

Ὁμιλία εἰς την κατά τόν Τελώνην καί τόν Φαρισαῖον τοῦ Κυρίου παραβολήν (Ἁγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς)

 Τό σύνολο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διαχωρίζεται σέ δύο τάξεις, διά τῆς παρουσιάσεως τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου, τήν τῶν ταπεινῶν καί την τῶν ὑπεροπτῶν. Τό παράδειγμα τοῦ πρώτου δεικνύει ὅτι ὀφείλει ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνον ν' ἀπαρνηθεῖ τήν κακίαν, ἀλλά καί νά φθάσει στό σημεῖον ταπεινώσεως ὥστε ν' αὐτοκατακριθεί.

 1. Ἐφευρετικός εἶναι γιά τό κακό ὁ νοερός προστάτης τῆς κακίας· ἱκανός ν' ἀφαιρέσει εὐθύς ἀπό τήν ἀρχή τά θεμέλια τῆς ἀρετῆς πού ἤδη κατατίθενται στήν ψυχή, δια τῆς ἀνελπιστίας καί τῆς ἀπιστίας, ἀλλ' ἐπίσης ἱκανός πάλι νά ἐπιτεθεῖ δια τῆς ἀδιαφορίας καί τῆς ραθυμίας ἐναντίον τῶν τοίχων τῆς οἰκίας τῆς ἀρετῆς, τήν ὥρα πού ἀνεγείρονται, ἀκόμη δέ καί νά κρημνίση δια τῆς ὑπερηφανείας καί τῆς παραφροσύνης τόν ὄροφο τῶν ἀγαθῶν ἔργων οἰκοδομημένον ἤδη. Ἀλλά κρατηθῆτε, μή πτοηθῆτε· διότι ὁ ἐπιμελής εἶναι εὐμηχανώτερος στά ἀγαθά καί ἡ ἀρετή ἔχει περισσότερη ἰσχύ γι' ἀντιπαράταξη πρός τήν κακία, ἀφοῦ διαθέτει τήν ἄνωθεν χορηγία καί συμμαχία ἀπό τόν ἴδιο τόν δυνάμενο τά πάντα καί ἐνδυναμώνοντα ἀπό ἀγαθότητα ὅλους τούς ἐραστάς τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι ἡ ἀρετή ὄχι μόνο παραμένει ἀδιάσειστος ἀπό ποικίλα πονηρά μηχανήματα πού παρασκευάζει ὁ Ἀντικείμενος, ἀλλά μπορεῖ καί νά σηκώσει καί ἐπαναφέρη ὅσους ἔπεσαν στόν βυθό τῶν κακῶν καί νά τούς προσαγάγη εὔκολα στόν Θεό μέ τήν μετάνοια καί τήν ταπείνωση.

2. Δεῖγμα δέ καί διαρκής ἀπόδειξις εἶναι τοῦτο. Πραγματικά ὁ Τελώνης, ἐνῶ εἶναι τελώνης καί, μπορoύμε νά εἰποῦμε, ἐνῶ ζεῖ στόν πυθμένα τῆς ἁμαρτίας, ἐλαφρώνεται ἁπλῶς, ἀφοῦ ἐκοινώνησε πρός τούς ἐναρέτως ζῶντας μέ μόνο τόν λόγο, κι αὐτόν σύντομο, ἀνυψώνεται καί ὑπερβαίνει κάθε κακία καί, δικαιωμένος ἀπό τόν ἀδέκαστο κριτή τόν ἴδιο, συγκαταλέγεται στό χορό τῶν δικαίων. Ἐάν δέ καί ὁ Φαρισαῖος γιά λόγο καταδικάζεται, παθαίνει τοῦτο διότι εἶναι φαρισαῖος καί νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος ἀφ' ἑαυτοῦ, καί ὄχι διότι εἶναι πραγματικά δίκαιος· καταδικάζεται διότι ἐκφέρει αὐθάδη λόγια, ἀνάμεσα στά ὁποῖα ἐκεῖνα πού παροργίζουν τόν Θεό δέν εἰναι λιγώτερα ἀπό αὐτά τά λόγια.

3. Γιατί δέ ἡ μέν ταπείνωσις ἀνεβάζει στό ὕψος τῆς δικαιοσύνης, ἡ δέ ὑπεροψία κατεβάζει πρός τόν βυθό τῆς ἁμαρτίας; Διότι αὐτός πού νομίζει ὅτι εἶναι κάποιος σπουδαῖος, καί μάλιστα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, δικαίως ἐγκαταλείπεται ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ ἔχει τήν γνώμη ὅτι δέν χρειάζεται τήν βοήθειά του· αὐτός δέ πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του μηδαμινό καί γι' αὐτό ἀποβλέπει στήν ἄνωθεν εὐσπλαγχνία, δικαίως ἐπιτυγχάνει τήν ἀπό τόν Θεό συμπάθεια καί βοήθεια καί χάρη· διότι λέγει, "ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερηφάνους, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίδει χάρη".

4. Ἀποδεικνύοντας τοῦτο ὁ Κύριος μέ παραβολή λέγει· "δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στό ἱερό· ὁ ἕνας φαρισαῖος καί ὁ ἄλλος τελώνης". Θέλοντας νά παραστήσει ἐναργῶς τό ἀπό τήν ταπείνωση κέρδος καί την ἀπό τήν ὑπερηφάνεια ζημία, διήρεσε σέ δύο ὅλους τούς προσερχομένους στό ναό, μᾶλλον δέ τούς ἀνερχομένους σ' αὐτόν, πού εἶναι οἱ προσερχόμενοι γιά προσευχή στόν ναό τοῦ Θεοῦ· διότι τέτοια εἶναι ἡ φύσις τῆς προσευχῆς· ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ἀπό την γῆ στόν οὐρανό καί ὑπερβαίνοντας κάθε ἐπουράνιο, ὄνομα καί ὕψωμα καί ἀξίωμα, τόν παρουσιάζει στόν ἴδιο τό Θεό τοῦ παντός. Ἀλλωστε καί ὁ παλαιός ἐκεῖνος ναός εὑρισκόταν σέ ὕψωμα, σέ λόφο τῆς πόλεως. Ἐπάνω σ' αὐτόν τόν λόφο, ὅταν κάποτε τό θανατικό ἀφάνιζε τήν Ἱερουσαλήμ, ὁ Δαβίδ εἶδε τόν θανατηφόρο ἄγγελο νά κινεῖ τήν ρομφαία κατά τῆς πόλεως, ἀνέβηκε ἐκεῖ καί οἰκοδόμησε θυσιαστήριο στόν Κύριο· προσέφερε  στόν Θεό θυσία καί ἐσταμάτησε ἡ φθορά. Αὐτά ἀποτελοῦσαν τύπο τῆς σωτηριώδους καί πνευματικῆς ἀναβάσεως κατά τήν ἱερά προσευχή καί του δι' αὐτῆς ἱλασμοῦ (διότι ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν προτυπωτικά γιά τήν σωτηρία μας), ἐάν δέ θέλης, καί τύπο τῆς ἱερᾶς αὐτῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία πραγματικά εὑρίσκεται ἐπάνω σε ὕψος, σάν ἄλλος ἀγγελικός καί ὑπερκόσμιος χῶρος, ἐπάνω στόν ὁποῖο, πρός ἐξιλασμόν ὅλου τοῦ κόσμου, καταστροφή τοῦ θανάτου καί ἀφθονία ἀθάνατης ζωῆς, προσφέρεται ἄνω στόν Θεό ἡ ἀναίμακτη, ἡ μεγάλη καί πραγματικά εὐπρόσδεκτη θυσία.

5. Γι' αὐτό λοιπόν δέν εἶπε, ὅτι δύο ἄνθρωποι "προσῆλθαν" στόν ναό, ἀλλά "ἀνέβηκαν"  στόν ναό. Ὑπάρχουν βέβαια καί τώρα μερικοί πού, ἐρχόμενοι στήν Ἐκκλησία, δέν ἀνεβαίνουν αὐτοί, ἀλλά μᾶλλον καταρρίπτουν τήν Ἐκκλησία πού εἰκονίζει τόν οὐρανό· αὐτοί εἶναι ὅσοι προσέρχονται γιά χάρη συναναστροφῆς καί συνομιλίας μεταξύ των, καθώς καί ὅσοι προσφέρουν καί ἀγοράζουν ψώνια· πραγματικά ὁμοιάζουν μεταξύ τους, ἀφοῦ δίδοντας αὐτοί μέν ψώνια, ἐκεῖνοι δέ λόγους, παίρνουν ἀντί αὐτῶν τά κατάλληλα. Αὐτούς ὁ Κύριος, ὅπως παλαιά τους ἐξέβαλε ἐντελῶς ἀπό τόν ναό ἐκεῖνον, λέγοντάς τους, "ὁ οἶκος μου καλεῖται οἶκος προσευχῆς, σείς ὅμως τόν κατεστήσατε σπήλαιο λῃστῶν", ἔτσι τούς ἐξέβαλε καί ἀπό τά λόγια τούς αὐτά, διότι δέν ἀνεβαίνουν καθόλου στόν ναό, ἔστω καί ἄν ἔρχονται καθημερινῶς.

6.  Ὁ Φαρισαῖος πάντως καί ὁ Τελώνης ἀνέβηκαν στόν ναό· διότι ἕνα σκοπό εἶχαν καί οἱ δύο, νά προσευχηθοῦν, ἄν καί ὁ Φαρισαῖος μετά τήν ἄνοδο κατέρριψε τόν ἑαυτό του, ἀνατρεπόμενος ἀπό τόν τρόπο. Διότι ἦταν μέν ὁ σκοπός τῆς ἀναβάσεώς των ὁ ἴδιος, ἀφοῦ ἀνέβηκαν νά προσευχηθοῦν, ἀλλ' ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς ἦταν ἀντίθετος. Ὁ ἕνας δηλαδή ἀνέβαινε συντετριμμένος καί ταπεινωμένος, διότι ἐδιδάχθηκε ἀπό τόν ψαλμωδό προφήτη ὅτι ὁ Θεός δέν θά περιφρονήσει μιά συντετριμμένη καί ταπεινωμένη καρδιά, ἀφοῦ καί αὐτός ὁ προφήτης λέγει γιά τόν ἑαυτό του, γνωρίζοντάς το φυσικά ἀπό τήν πεῖρα του, "ἐταπεινώθηκα, καί μ' ἔσωσε ὁ Κύριος". Καί τί περιορίζομαι στόν προφήτη; Διότι ὁ Θεός τῶν προφητῶν πρός χάρη μας ἐταπείνωσε τόν ἑαυτό του γενόμενος σάν ἐμᾶς, καθώς λέγει ὁ ἀπόστολος, "γι' αὐτό ὁ Θεός τόν ὑπερύψωσε". Ὁ δέ Φαρισαῖος ἀνεβαίνει ὑπερβολικά φουσκωμένος καί ἀλαζονευόμενος, μέ τήν ἰδέα ὅτι θά αὐτοδικαιωθεί· καί μάλιστα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐμπρός στόν ὁποῖο ὅλη ἡ δική μας δικαιοσύνη εἶναι σάν ράκος ἐμμηνορροούσης· διότι δέν ἄκουσε τόν λέγοντα, "κάθε ὑπερόπτης εἶναι ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου", καί "ὁ Κύριος ἀντιτάσσεται στούς ὑπερηφάνους", καί "ἀλλοίμονο σ' αὐτούς πού αὐτοδικαιώνονται καί κατά τόν ἑαυτό τους εἶναι ἐπιστήμονες".

7. Δέν τούς διεχώρισε μόνο τό ἦθος ἀλλά καί ὁ τρόπος, πού ἦταν διάφορος σ' αὐτούς, ἀλλά καί τό εἶδος τῆς προσευχῆς, πού ἦταν ἐπίσης διπλό. Πραγματικά ἡ προσευχή δέν εἶναι θέμα δεήσεως μόνο, ἀλλά καί εὐχαριστίας. Ὁ ἕνας ἀπό τούς προσευχομένους ἀνεβαίνει στό ναό τοῦ Θεοῦ γιά νά δοξάσει κι εὐχαριστήσει τόν Θεό γιά ὅσα ἔλαβε ἀπό αὐτόν, ὁ δέ ἄλλος γιά νά ζητήσει ὅσα δέν ἔλαβε ἀκόμη, μεταξύ τῶν ὁποίων εἶναι καί ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, καί μάλιστα γιά τούς ἁμαρτάνοντας κάθε ὥρα στίς ἡμέρες μας. Ἀπό τό ἄλλο μέρος ἡ ὑπόσχεσις  των ἀπό ἐμᾶς εὐσεβῶς προσφερομένων στόν Θεό δέν ὀνομάζεται  προσευχή ἀλλά εὐχή· καί τοῦτο τό ἐδήλωσε ἐκεῖνος πού εἶπε, "κάμετε εὐχή, καί ἀποδώσετέ την στόν Κύριο τόν Θεό μας", καί αὐτός πού λέγει "καλύτερο εἶναι νά μή κάμεις εὐχή, παρά νά κάμεις καί νά μήν τήν ἐκτελέσεις".

8. Ἀλλά τό διπλό ἐκεῖνο εἶδος τῆς προσευχῆς ἔχει διπλή καί τήν ἀχρείωση γιά τούς ἀπροσέκτους. Δηλαδή την μέν μία τήν καθιστά ἀποτελεσματική ὑπέρ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων προσευχή καί δέηση ἡ πίστις καί ἡ κατάνυξις μετά τήν ἀποχή ἀπό τά κακά, ἀνενεργό δέ ἡ ἀπόγνωσις καί ἡ πώρωσις. Τήν ἄλλη τήν κάμουν εὐπρόσδκετη εὐχαριστία γιά ὅσα ἔχομε εὐεργετηθεῖ ἀπό τόν Θεό ἡ ταπείνωσις καί ἡ ἀποφυγή ἐπάρσεως ἀπέναντι στούς στερουμένους, ἀπαράδεκτη δέ ἡ ἔπαρσις γι' αὐτά, σάν νά ἀποκτήθηκαν μέ ἰδική μας προσπάθεια καί γνώση, καί ἡ κατάκρισις ἐναντίον αὐτῶν πού δέν ἔχουν πράγματα. Ὅτι δέ εἶναι ἄρρωστος καί στά δύο αὐτά ὁ Φαρισαῖος, ἐλέγχεται ἀπό τόν ἑαυτό του καί τά λόγια του. Διότι, ἐνῶ ἀνέβηκε στόν ναό γιά νά εὐχαριστήσει, ὄχι νά δεηθεῖ, μέ τήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό ἀνέμιξε ἀφρόνως καί ἀθλίως ἔπαρση καί κατάκριση. Διότι, λέγει, ἀφοῦ ἐστάθηκε καθ' ἑαυτόν, προσευχήθηκε τά ἑξῆς· "Θεέ, σ' εὐχαριστῶ, πού δέν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί".

9. Ἡ στάσις τοῦ Φαρισαίου δέν δηλώνει τήν δουλική παράσταση, ἀλλά τήν ἀδιάντροπη ὑπεροψία πού εἶναι ἀντίθετη πρός ἐκεῖνον πού ἔχει ταπείνωση δέν ἔχει τό θάρρος οὔτε τούς ὀφθαλμούς νά ὑψώσει πρός τόν οὐρανό. Εὐλόγως δέ προσευχόταν καθ' ἑαυτόν ὁ Φαρισαῖος· διότι δέν ἀνέβηκε πρός τόν Θεό, ἄν καί δέν ἀγνοοῦσε τόν καθήμενο ἐπάνω στά Χερουβείμ καί ἐπιβλέποντα τά τελευταῖα σημεῖα τῶν ἀβύσσων. Ἡ προσευχή του ἦταν ὡς ἑξῆς: Ἀφοῦ εἶπε "σ' εὐχαριστῶ", δέν προσέθεσε, διότι ἀπό εὐσπλαγχνία, σάν σέ ἀσθενῆ ν' ἀντιπαραταχθεί, μοῦ ἔδωσες δωρεάν τήν ἀπαλλαγή ἀπό τίς παγίδες τοῦ πονηροῦ. Διότι, ἀδελφοί, εἶναι ἀνδρεῖο κατά τήν ψυχή, τό νά κατορθώσει κανείς, ἀφοῦ ἐπιάσθηκε στίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί ἔπεσε στούς βρόχους τῆς ἁμαρτίας, νά διαφύγει μέ τήν μετάνοια. Γι' αὐτό οἱ ὑποθέσεις μας διευθύνονται ἀπό ἀνωτέρα πρόνοια καί πολλές φορές, ἐνῶ καταβάλλαμε μικρή ἤ καθόλου προσπάθεια, ἐμμείναμε μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνώτεροι πολλῶν καί μεγάλων παθημάτων, ἀνακουφισθέντες ἀπό συμπάθεια λόγῳ τῆς ἀσθενείας μας. Καί πρέπει νά ἀναγνωρίζουμε τήν δωρεά καί νά ταπεινωνόμαστε ἐνώπιον αὐτοῦ πού τήν ἔκαμε, ἀλλά νά μήν κομπάζωμε.

10. Ὁ Φαρισαῖος ὅμως λέγει, "σ' εὐχαριστῶ, Θεέ", ὄχι διότι ἔλαβα καμμιά βοήθεια ἀπό σένα, ἀλλά "διότι δέν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι"· σάν νά διέθετε ἀφ' ἑαυτοῦ καί ἀπό προσωπική τοῦ ἱκανότητα τό προσόν ὅτι δέν ἦταν ἅρπαξ, μοιχός καί ἄδικος, ἄν φυσικά τά διέθετε κιόλας. Δέν ἐπρόσεχε πραγματικά στόν ἑαυτό του, ἀλλά ἔβλεπε περισσότερο ὅλους τούς ἄλλους παρά τόν ἑαυτό του, κι ἐξουδενώνοντας ὅλους -ποιά παραφροσύνη -, ἕναν μόνο ἐθεωροῦσε δίκαιο καί σώφρονα, τόν ἑαυτό του· "δέν εἶμαι" λέγει, "ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἤ ὅπως αὐτός ὁ τελώνης". Πόση μωρία, θά μποροῦσε κανείς νά τοῦ εἰπεῖ. Καί ἄν ὅλοι ἐκτός ἀπό σένα εἶναι ἄδικοι καί ἅρπαγες , τότε ποιός εἶναι αὐτός πού ὑφίσταται τήν ἁρπαγή καί τήν κάκωση; Τί συμβαίνει δέ καί μέ αὐτόν τόν τελώνη καί την κατ' ἐξοχήν αὐτοῦ προσθήκη στή διήγηση; Ἀφοῦ εἶναι καί αὐτός ἕνας ἀπό ὅλους δέν ἔχει συμπεριληφθεῖ μαζί μέ τούς ἄλλους στήν ἀπό σένα κοινή καί θά ἐλέγαμε οἰκουμενική κατάκριση; Ἤ ἔπρεπε αὐτός νά ὑποστεῖ διπλή καταδίκη, κρινόμενος ἀπό τούς φαρισαϊκούς ὀφθαλμούς σου, ἄν καί ἐστεκόταν μακριά σου; Ἄλλωστε ὅτι ἦταν ἄδικος, τό ἐγνώριζες, ἀφοῦ ἦταν φανερά τελώνης, ὅτι ὅμως ἦταν μοιχός, ἀπό πού τό ἐγνώριζες; Ἤ μήπως δικαιοῦσαι  νά τόν ἀδικεῖς καί νά τόν προπηλακίζεις, ἐπειδή αὐτός ἀδικοῦσε ἄλλους; Δέν εἶναι ἔτσι, δέν εἶναι·  ἀλλ' αὐτός μέν βαστάζοντας μέ ταπεινό φρόνημα τήν ὑπερήφανη κατηγορία σου καί προσφέροντας στόν Θεό μέ αὐτομεμψία τήν ἱκεσία, θ' ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτόν τῆς καταδίκης, δικαίως δι' ὅσα ἀδίκησε, ἐσύ δέ θά καταδικασθεῖς δικαίως, διότι κατηγορεῖς ὑπεροπτικῶς ἐκεῖνον καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί ἀπό ὅλους μόνο τόν ἑαυτό σου δικαιώνεις. "Δέν εἶμαι ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί".

11. Αὐτά τά λόγια ἀποδεικνύουν τήν ὑπεροψία τοῦ Φαρισαίου καί πρός τόν Θεό καί πρός ὅλους τούς  ἀνθρώπους, ἀλλ' ἐπίσης καί τό ψευδολόγο τῆς συνειδήσεώς του· διότι ἀφ' ἑνός μέν ἐξουθενώνει σαφῶς ὅλους μαζί τους ἀνθρώπους, ἀφ' ἑτέρου δέ ἀποδίδει τήν ἀποφυγή τῶν κακῶν ὄχι στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά στήν ἰδική του. Ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο εὐχαριστεῖ εἶναι αὐτός· ὅτι ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό του νομίζει ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀκόλαστοι καί ἄδικοι καί ἅρπαγες, ὡσάν ὁ Θεός νά μήν ἀξίωσε κανένα ἄλλον πλήν αὐτοῦ νά τοῦ παράσχει τήν ἀρετή. Ἀλλ' ἄν ὅλοι ἦσαν τέτοιοι, ἔπρεπε σέ ὅλους αὐτούς νά εὑρίσκωνται ἐμπρός τῶν πρός διαρπαγή τά ἀγαθά τοῦ Φαρισαίου τούτου. Δέν φαίνεται ὅμως κάτι τέτοιο· διότι προσθέτει αὐτός, "νηστεύω δυό φορές τό Σάββατο, δίνω τό δέκατο ἀπό ὅλα ὅσα ἀποκτῶ". Δέν λέγει ὅτι δίνει τό δέκατο ἀπό ὅσα κατέχει, ἀλλά ἀπό ὅσα ἀποκτᾶ, δηλώνοντας μέ αὐτό τίς προσθῆκες καί ἐπαυξήσεις τῆς περιουσίας του. Ἑπομένως εἶχε μέν ὅσα κατεῖχε, προσελάμβανε δέ ἀνεμποδίστως ὅσα μποροῦσε. Πῶς λοιπόν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι  πλήν αὐτοῦ ἅρπαζαν καί ἀδικοῦσαν; Τόσο αὐτοέλεγκτο καί αὐτεπίβουλο πρᾶγμα εἶναι ἡ κακία! Τόσο πολύ ἀνάμικτο μέ τήν παραφροσύνη εἶναι πάντοτε τό ψεῦδος!

12. Τήν μέν ἀποδεκάτιση τῶν εἰσοδημάτων του προέβαλλε γιά ν' ἀποδείξει πλήρως τήν δικαιοσύνη του· διότι πῶς μπορεῖ νά εἶναι ἅρπαξ τῶν ξένων ἀγαθῶν αὐτός πού ἀποδεκατίζει τά δικά του; Τήν δέ νηστεία προέβαλλε γιά τήν ἐπίδειξη τῆς σωφροσύνης· διότι ἡ νηστεία εἶναι πρόξενος τῆς ἁγνείας. Ἔστω λοιπόν, εἶναι σώφρων καί δίκαιος, ἄν δέ θέλεις καί σοφός καί νουνεχής καί ἀνδρεῖος καί ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο· ἄν μέν τό ἀπέκτησες ἀπό τόν ἑαυτό σου, καί ὄχι ἀπό τόν Θεό, γιατί προσφεύγεις ψευδῶς στό σχῆμα τῆς προσευχῆς κι ἀνεβαίνεις στόν ναό καί λέγεις ματαίως ὅτι προσφέρεις εὐχαριστία; Ἄν δέ τό ἀπέκτησες ἀπό τόν Θεό, δέν τό ἔλαβες γιά νά κομπάζεις, ἀλλά γιά νά ἐνεργεῖς πρός οἰκοδομή τῶν ἄλλων σέ δόξα αὐτοῦ πού τό ἔδωσε. Ἔπρεπε λοιπόν πραγματικά νά χαίρεσαι μέ ταπείνωσι καί νά προσφέρεις εὐχαριστίες, καί σ' αὐτόν πού τό ἔδωσε καί σ' αὐτούς χάριν τῶν ὁποίων τό ἔλαβες· διότι ἡ λαμπάδα παίρνει τό φῶς ὄχι γιά τόν ἑαυτό της, ἀλλά γιά τούς βλέποντας. Σάββατο δέ ὀνομάζει ὁ Φαρισαῖος ὄχι τήν ἑβδόμη ἡμέρα, ἀλλά τήν ἑβδομάδα ἡμερῶν, στίς δύο ἀπό τίς ὁποῖες νηστεύει, ὅπως μεγαλαυχεῖ, ἀγνοῶντας ὅτι αὐτές μέν εἶναι ἀνθρώπινες ἀρετές, ἡ δέ ὑπερηφάνεια εἶναι δαιμονική. Γι' αὐτό, ὅταν συζευχθεῖ μέ αὐτές, τίς ἀχρηστεύει καί τίς συγκαταρρίπτει, ἀκόμη καί ἄν εἶναι ἀληθινές· πόσο μᾶλλον ἄν εἶναι κίβδηλες.

13. Αὐτά εἶπε ὁ Φαρισαῖος. «Ὁ δέ Τελώνης, στεκόμενος ἀπόμακρα, δέν ἤθελε οὔτε τούς ὀφθαλμούς νά σηκώσει πρός τόν οὐρανό, ἀλλ' ἐκτυποῦσε τό στῆθος του λέγοντας· Θεέ, εὐσπλαγχνίσου μέ τόν ἁμαρτωλό». Βλέπετε πόση εἶναι ἡ ταπείνωσις καί ἡ πίστις καί ἡ αὐτομεμψία; Βλέπετε τήν ἄκρα συστολή τῆς διανοίας καί τῶν αἰσθήσεων, συγχρόνως δέ καί τήν συντριβή τῆς καρδίας ἀναμεμιγμένες μέ τήν προσευχή τοῦ τελώνη τούτου; Διότι ὅταν ἀνέβηκε στό ναό, γιά νά προσευχηθεῖ ὑπέρ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτημάτων του, ἔφερε μαζί του καλά ἐφόδια μεσιτευτικά πρός τόν Θεό, τήν ἀκαταίσχυντη πίστι, τήν ἀκατάκριτη αὐτομεμψία, τήν ἀκαταφρόνητη συντριβή τῆς καρδίας, τήν ἐξυψωτική ταπείνωσι. Συνεδύασε δέ μέ τήν προσευχή καί τήν προσοχή ἄριστα. Διότι, λέγει, «ὁ Τελώνης αὐτός στεκόμενος ἀπόμακρα». Δέν εἶπε 'σταθείς', ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου, ἀλλά «ἐστώς», δηλώνοντας μέ αὐτό τήν ἐπί πολύ παράταση τῆς στάσεως, μαζί δέ καί τό ἐπίμονο τῆς δεήσεως καί τῶν ἱκετευτικῶν λόγων· διότι, χωρίς νά προβάλει οὔτε νά διανοηθεῖ τίποτε ἄλλο, ἐπρόσεχε μόνο στόν ἑαυτό του καί τόν Θεό, περιστρέφοντας στόν ἑαυτό της καί πολλαπλασιάζοντας μόνην τήν μονολόγιστη δέησι, πού εἶναι τό ἀποτελεσματικώτερο εἶδος προσευχῆς.

14. «Στεκόμενος λοιπόν ὁ Τελώνης ἀπόμακρα, λέγει, δέν ἤθελε οὔτε τούς ὀφθαλμούς νά σηκώσει πρός τόν οὐρανό». Αὐτή ἡ στάσις ἦταν συγχρόνως καί στάσις καί ὑπόκυψις, καί δεῖγμα ὄχι μόνο εὐτελοῦς δούλου, ἀλλά καί καταδίκου. Μαρτυρεῖ δέ καί τήν ἀπαλλαγμένη ἀπό τήν ἁμαρτία ψυχή, πού εἶναι μέν ἀκόμη μακριά ἀπό τόν Θεό, διότι δέν ἔχει ἀκόμη τήν πρός αὐτόν παρρησία δια τῶν ἔργων, ἀλλ' ἐλπίζει νά ἐγγίσει τόν Θεό, λόγῳ τῆς ἀποχῆς ἀπό τά κακά καί τῆς ἀγαθῆς ἤδη προθέσεώς της. Στεκόμενος λοιπόν ἔτσι ἀπόμακρα ὁ Τελώνης δέν ἤθελε οὔτε τούς ὀφθαλμούς νά σηκώσει στόν οὐρανό, ἐπιδεικνύοντας μέ τόν τρόπο καί τό σχῆμα τήν αὐτοκατάκρισι καί αὐτομεμψία του· διότι ἐθεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἀνάξιον καί τοῦ οὐρανοῦ καί τοῦ ἐπιγείου ναοῦ. Γι' αὐτό του μέν ναοῦ ἐστεκόταν στά πρόθυρα, πρός τόν οὐρανό δέ δέν ἐτολμοῦσε οὔτε ν' ἀτενίσει, πόσο μᾶλλον πρός τόν Θεό τοῦ οὐρανοῦ- ἀλλά κτυπῶντας τό στῆθος του ἀπό τήν σφοδρά κατάνυξι καί παριστώντας ἔτσι τόν ἑαυτό του ἄξιον τιμωρίας, ἀναπέμποντας ἀπό ἐκεῖ βαρυπενθής τούς στεναγμούς καί κλίνοντας σάν κατάδικος τήν κεφαλή, ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του ἁμαρτωλό κι ἐζητοῦσε μέ πίστη τόν ἱλασμό, λέγοντας· «Θεέ, εὐσπλαγχνίσου μέ τόν ἁμαρτωλό». Διότι ἐπίστευσε στόν λέγοντα, «ἐπιστρέψετε πρός ἐμένα καί ἐγώ θά ἐπιστρέψω πρός σας», καί στόν προφήτη πού διεβεβαίωσε, «εἶπα, θά ἐξομολογηθῶ στόν Κύριο τήν ἀνομία μοῦ ἐναντίον μου, καί σύ ἄφησες τήν ἀσέβεια τῆς καρδίας μου».

15. Τί συνέβηκε λοιπόν ἔπειτα ἀπό αὐτά; «Κατέβηκε αὐτός δικαιωμένος», λέγει ὁ Κύριος, «καί ὄχι ἐκεῖνος· διότι ὅποιος ὑψώνει τόν ἑαυτό του θά ταπεινωθεῖ, ἐνῶ ὅποιος ταπεινώνει τόν ἑαυτό του θά ὑψωθεῖ». Πραγματικά, ὅπως ὁ Διάβολος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ὑπεροψία καί ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι τό ἰδιαίτερο κακό του, γι' αὐτό καί συναπτομένη μέ ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινη ἀρετή τήν νικᾶ καί τήν καταρρίπτει, ἔτσι ἡ ταπείνωσις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀρετή τῶν ἀγαθῶν ἀγγέλων καί νικᾶ κάθε ἀνθρώπινη κακία πού ἐπέρχεται στόν πταίστη. Διότι ἡ ταπείνωσις εἶναι ὄχημα τῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό, ὅπως ἐκεῖνα τά σύννεφα, πού πρόκειται ν' ἀνυψώσουν πρός τόν Θεό αὐτούς πού θά μείνουν σέ ἀπείρους αἰῶνες μαζί μέ τόν Θεό, καθώς προεφήτευσε ὁ ἀπόστολος, λέγοντας, «θ' ἀρπαγοῦμε στά σύννεφα γιά συνάντηση τοῦ Κυρίου στόν ἀέρα, κι ἔτσι θά εἴμαστε πάντοτε μαζί μέ τόν Κύριο». Ὅ,τι δηλαδή εἶναι ἡ νεφέλη, εἶναι καί ἡ ταπείνωσις, πού συστήνεται δια μετανοίας καί ἀφήνει ἀπό τούς ὀφθαλμούς ρυάκια μέ δάκρυα, ἐξάγει τούς ἀξίους ἀπό τά ἀνάξια, τούς ἀνεβάζει καί τούς συνάπτει μέ τόν Θεό, δικαιωμένους δωρεάν λόγῳ τῆς εὐγνώμονος προαιρέσεως.

16. Καί ὁ μέν Τελώνης σφετεριζόμενος πρωτύτερα κακοτέχνως τά ξένα πράγματα, ἀλλ' ἔπειτα, ἐγκαταλείποντας τήν διαστροφή καί μή δικαιώνοντας τόν ἑαυτό του, ἐδικαιώθηκε, ὁ δέ Φαρισαῖος, μή οἰκειοποιούμενος τά ἀνήκοντα σέ ἄλλους, ἀλλά δικαιώνοντας τόν ἑαυτό του, καταδικάσθηκε. Τώρα, ἐκεῖνοι πού καί οἰκειοποιοῦνται τά ἀνήκοντα στούς ἄλλους καί ἐπιχειροῦν νά δικαιώσουν τούς ἑαυτούς των, τί θά πάθουν;

17. Ἀλλ' ἄς ἀφήσωμε τώρα αὐτούς, ἀφοῦ καί ὁ Κύριος τούς ἄφησε, ὡς μή πειθομένους μέ τά λόγια. Μερικές φορές ὅμως καί ἐμεῖς ὅταν προσευχώμαστε, ταπεινωνόμαστε, καί ἴσως νομίζομε ὅτι θά κερδίσωμε τήν δικαίωσι τοῦ Τελώνη. Δέν εἶναι ὅμως ἔτσι· διότι πρέπει νά προσέχωμε τοῦτο, ὅτι ὁ Τελώνης, καταφρονούμενος ἀπό τόν Φαρισαῖο κατά πρόσωπο καί μετά τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τήν ἁμαρτία, καταφρονοῦσε κι αὐτός τόν ἑαυτό του, ὄχι μόνο μή ἀντιλέγοντας ἀλλά καί συνηγορῶντας πρός ἐκεῖνον ἐναντίον τοῦ ἑαυτοῦ του.

18. Ὅταν λοιπόν καί σύ ἀφήσεις τήν κακία, δέν ἀντιλέγεις δέ σ' αὐτούς πού σέ  καταφρονοῦν καί σέ λοιδοροῦν, ἀλλά καταδικάζοντας καί σύ τόν ἑαυτό σου ὡς κακοήθη, καταφεύγεις μέ κατάνυξι δια τῆς προσευχῆς πρός τήν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ μόνο, γνώριζε ὅτι εἶσαι λυτρωμένος Τελώνης. Πολλοί βέβαια λέγουν τούς ἑαυτούς των ἁμαρτωλούς, καί τό λέγομε καί τό νομίζομε ἐπίσης κι ἐμεῖς· ἀλλά ἡ καταφρόνησις εἶναι πού δοκιμάζει τήν καρδιά. Ὅπως δηλαδή ὁ μεγάλος Παῦλος εἶναι μακριά ἀπό τήν φαρισαϊκή μεγαλαυχία, ἄν καί ἔγραφε πρός τούς ἀνθρώπους πού χρησιμοποιοῦσαν γλωσσολαλιά στήν Κόρινθο, «εὐχαριστῶ τόν Θεό μου πού λαλῶ γλῶσσες περισσότερο ἀπό ὅλους σας» (γράφει αὐτά τά πράγματα αὐτός πού ἀλλοῦ δηλώνει ὅτι εἶναι περικάθαρμα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιά νά συγκρατήσει τό φρόνημα ἐκείνων πού ἐπαίρονται ἐναντίον αὐτῶν πού δέν ἔχουν τό χάρισμα)· ὅπως λοιπόν ὁ Παῦλος, γράφοντας ἐκεῖνα, εἶναι μακριά ἀπό τήν φαρισαϊκή μεγαλαυχία, ἔτσι εἶναι καί τό νά λέγει κανείς τά λόγια τοῦ Τελώνη καί νά ταπεινολογεί σάν ἐκεῖνον, ἀλλά νά μή δικαιωθεῖ καθώς ἐκεῖνος· διότι πρέπει μέ τά τελωνικά λόγια νά συνυπάρχει καί ἡ μετάθεσις ἀπό τά κακά καί ἡ ψυχική διάθεσις, ἡ κατάνυξις καί ἡ ὑπομονή ἐκείνου. Καί ὁ Δαβίδ ἔδειξε ἐμπράκτως ὅτι πρέπει, αὐτός πού κρίνει τόν ἑαυτό του ἔνοχο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί μετανοεῖ, νά θεωρεῖ  καί ὑποφερτή την σέ βάρος του ὕβρη καί ἀτιμία ἀπό ἄλλους. Διότι μετά τήν ἁμαρτία του, ὅταν ἤκουε προσβλητικούς λόγους ἀπό τόν Σεμεεί, ἔλεγε σ' αὐτούς πού ἤθελαν ν' ἀντιδράσουν «ἀφῆστε τον νά μέ κακολογεῖ, διότι ὁ Κύριος τοῦ εἶπε νά κακολογήσει τόν Δαβίδ», λέγοντας ὅτι ἡ συγχώρησις ἀπό τόν Θεό γιά τήν πρός αὐτόν ἁμαρτία εἶναι πρόσταγμα ἐκείνου, ἄν καί ὁ Δαβίδ ἐπάλαιε τότε μέ δεινή καί μεγάλη συμφορά, ἀφοῦ μόλις προσφάτως εἶχε ἐπαναστατήσει ἐναντίον του ὁ Ἀβεσσαλώμ.

19. Τότε μάλιστα, ἐγκαταλείποντας μέ ἀφόρητη ὀδύνη τήν Ἱερουσαλήμ, ὅταν φεύγοντας ἔφθασε στίς ὑπώρειες τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, συνάντησε ὡς προσθήκη τῆς συμφορᾶς τόν Σεμεεί. Ὁ Σεμεεί ἔρριπτε ἐναντίον του λίθους, τόν κακολογοῦσε ἀσταμάτητα καί τόν ὕβριζε ἀναιδῶς· τόν ἀποκαλοῦσε ἄνδρα αἱμοβόρο καί παράνομο, ἐπαναφέροντας στή μνήμη τό σχετικό μέ τήν Βηρσαβεέ καί τον Οὐρία ἔγκλημα πρός ὀνειδισμό τοῦ βασιλέως. Καί δέν τόν ἄφησε ἀφοῦ καταράσθηκε μιά καί δυό φορές, καί ἔρριπτε ἐναντίον τοῦ λίθους καί μέ λόγια πληκτικώτερα ἀπό τούς λίθους· ἀλλά, λέγει, προχωροῦσε ὁ βασιλεύς καί ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ μαζί του, ἐνῶ ὁ Σεμεεί ἐβάδιζε ἀπό τήν πλευρά τοῦ ὄρους πλησίον τοῦ βασιλέως, καταρώμενός τον καί ρίπτοντας λίθους ἀπό τά πλάγια, καί πασπαλίζοντάς τον μέ χῶμα. Καί δέν ἐστερεῖτο ἀνθρώπων πού θά τόν ἐμπόδιζαν ὁ βασιλεύς. Ὁ Ἀβεσσά λοιπόν ὁ στρατηγός, μή ἀντέχοντας, εἶπε πρός τόν Δαβίδ· «γιατί καταρᾶται αὐτός ὁ ψόφιος σκύλος τόν κύριό μου τόν βασιλέα; Θά μεταβῶ λοιπόν νά τοῦ κάψω τό κεφάλι». Ὁ βασιλεύς ὅμως συνεκράτησε αὐτόν καί ὅλους τούς ἄνδρες του, λέγοντας πρός αὐτούς· «ἀφῆστε τον, γιά νά ἰδεῖ ὁ Κύριος τήν ταπείνωσή μου καί μοῦ ἀνταποδώσει ἀγαθά ἀντί τῆς κατάρας αὐτοῦ».

20. Αὐτό τό πρᾶγμα καί τότε μέν ἐτελέσθηκε καί ἐπραγματοποιήθηκε, δεικνύεται δέ καί μέ τήν παραβολή γι' αὐτόν τόν Τελώνη καί τόν Φαρισαῖο τελούμενο πάντοτε ἀπό τήν δικαιοσύνη. Διότι αὐτός πού θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ἀληθινά ὑπεύθυνο τῆς αἰωνίου κολάσεως, πώς δέν θά ὑπομείνει γενναίως, ὄχι μόνο ἀτιμία, ἀλλά καί ζημία καί νόσο, καί κάθε δυσπραγία καί κακοπάθεια γενικῶς; Αὐτός δέ πού δεικνύει τέτοια ὑπομονή, ὡς χρεώστης καί ἔνοχος, μέ ἐλαφρότερη, πρόσκαιρη καί διακοπτομένη καταδίκη λυτρώνεται ἀπό τήν πραγματικά βαρειά ἐκείνη καί ἀφόρητη καί ἀτελείωτη τιμωρία· μερικές φορές δέ λυτρώνεται καί ἀπό τά τώρα βασανίζοντα δεινά, καθώς ἡ θεία χρηστότης λαμβάνει ἀρχή ἀπό ἐδῶ σάν νά χρεωστεῖται λόγῳ τῆς ὑπομονῆς. Γι' αὐτό καί κάποιος ἀπό τούς παιδευομένους ἀπό τόν Κύριο εἶπε· «θά ὑπομείνω τήν παίδευση ἀπό τόν Κύριο, διότι ἡμάρτησα σ' αὐτόν»".

21. Εἴθε κι' ἐμεῖς, παιδευόμενοι μ' εὐσπλαγχνία, ἀλλ' ὄχι μέ ὀργή καί θυμό Κυρίου, νά μή καταβληθοῦμε ἀπό τήν τιμωρία τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κατά τόν ψαλμωδό στό τέλος ν' ἀνορθωθοῦμε, μέ τη χάρη καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἁρμόζει δόξα, δύναμις, τιμή καί προσκύνησις μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα του καί τό ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ὁμιλία Β', Γρηγορίου Παλαμᾶ Ἔργα, ΕΠΕ τ. 9, ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ὁ ΠΑΛΑΜΑΣ")

(Πηγή ἠλ. κειμένου: paterikakeimena.blogspot.gr)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου