Η αγάπη του αληθινού χριστιανού
προς τον Θεό
και τον συνάνθρωπό του
Τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ
Ἀγάπη εἶναι μία ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς,
ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν προτιμάει τίποτ’ ἄλλο περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ
γνωρίσει τὸ Θεό. Εἶναι ἀδύνατον ὅμως ν’ ἀποκτήσει σταθερὰ μέσα του αὐτὴ τὴν ἀγάπη,
ὅποιος ἔχει ἐμπαθῆ προσκόλληση σὲ κάτι ἀπὸ τὰ γήινα.
Ανάσταση - Αγάπη -Ζωή
Μὴν πεῖς ὅτι καὶ μόνο ἡ πίστη μου στὸ
Χριστὸ μπορεῖ νὰ μὲ σώσει. Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, ἂν δὲν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἔμπρακτη
ἀγάπη. Ἡ ἁπλὴ πίστη, ποὺ δὲν συνοδεύεται μὲ ἔργα ἀγάπης, σὲ τίποτα δὲν ὠφελεῖ, ἀφοῦ
καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν καὶ τρέμουν.
Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει τὸ σῶμα,
ἔτσι καὶ ἡ πίστη χωρὶς ἀγάπη δὲν φωτίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπάει κανείς, σ' αὐτὸ καὶ εἶναι
προσηλωμένος, καί, γιὰ νὰ μὴν τὸ στερηθεῖ, καταφρονεῖ ὅλα ὅσα τὸν ἀποσποῦν ἀπ'
αὐτό. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεό, καλλιεργεῖ τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ
διώχνει ἀπὸ μέσα τοῦ κάθε πάθος ποὺ τὸν ἐμποδίζει ἀπ' αὐτήν.
Ὁ νοῦς ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ
παραμένει μαζί του μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη, αὐτὸς γίνεται σοφός, ἀγαθός,
δυνατός, φιλάνθρωπος, σπλαχνικός, μακρόθυμος. Μ' ἕνα λόγο, ἔχει πάνω του ὅλα τὰ
θεία γνωρίσματα. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ προσκολλᾶται στὰ γήινα,
ἢ γίνεται σὰν κτῆνος, καθὼς κυλιέται στὶς ἡδονές, ἢ γίνεται σὰν θηρίο, καθὼς
φιλονικεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ πράγματα ὑλικά.
Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸ Θεό, ἔχει πάντοτε
σύντροφό του τὴν ταπεινοφροσύνη. Καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη τὸν ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη καὶ
τὴν εὐχαριστία τοῦ Θεοῦ. Σκέφτεται δηλαδὴ τὴν προηγούμενη ζωή του, τὰ διάφορα ἁμαρτήματα
καὶ τοὺς πειρασμούς τους, καὶ πὼς ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὸν γλύτωσε ὁ Κύριος καὶ τὸν
μετέφερε ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν παθῶν στὸν κατὰ Θεὸν βίο. Μὲ τέτοιες σκέψεις λοιπὸν ἀποκτάει
καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, τὸν εὐεργέτη καὶ κυβερνήτη τῆς ζωῆς του, τὸν ὁποῖο ἀδιάλειπτα
εὐχαριστεῖ μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸ Θεό, ζεῖ ἀγγελικὸ
βίο πάνω στὴ γῆ. Νηστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καὶ προσεύχεται, καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο
σκέφτεται πάντοτε τὸ καλό.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ παρακινεῖ ὅποιον τὴν ἔχει,
νὰ καταφρονεῖ κάθε πρόσκαιρη ἡδονὴ καὶ κάθε κόπο καὶ λύπη. Ἂς σὲ πείσουν γι’ αὐτὸ
ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι τόσα ἔπαθαν γιὰ τὸ Χριστό.
Ἡ ἀνέκφραστη εἰρήνη, ποὺ ἔχουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι,
ὀφείλεται σ’ αὐτὰ τὰ δυό: στὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ στὴν ἀγάπη ἀναμεταξύ τους.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Πολὺ καλὰ λοιπὸν ἔχει
λεχθεῖ ἀπὸ τὸ Σωτήρα μας, ὅτι σ’ αὐτὲς τὶς δυὸ ἐντολὲς συνοψίζονται ὅλος ὁ
νόμος καὶ ἡ διδασκαλία τῶν προφητῶν (Μάτθ. 22, 40).
Ὅποιος ἀγαπάει τὸ Θεό, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ
μὴν ἀγαπήσει καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του. Καὶ ὅσους ἀκόμα εἶναι ὑπόδουλοι
στὰ πάθη τους, κι αὐτοὺς τοὺς ἀγαπάει σὰν τὸν ἑαυτό του, καὶ χαίρεται μὲ ἀμέτρητη
καὶ ἀνείπωτη χαρά, ὅταν τοὺς βλέπει νὰ διορθώνονται.
«Ὅποιος μὲ ἀγαπάει», λέει ὁ Κύριος, «θὰ
τηρήσει τὶς ἐντολές μου» (Ἰω. 14, 23). «Καὶ ἡ δική μου ἐντολὴ εἶναι νὰ ἀγαπᾶτε ὁ
ἕνας τὸν ἄλλο» (Ἰω. 15,12). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν ἀγαπάει τὸν πλησίον του, ἀθετεῖ
τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅποιος ἀθετεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, οὔτε τὸν Κύριο
εἶναι δυνατὸ ν’ ἀγαπήσει.
Μὴν καταφρονήσεις τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης,
γιατί μ' αὐτὴ θὰ γίνεις παιδὶ τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ παραβαίνοντας την θὰ γίνεις παιδὶ τῆς
γέεννας.
Γιὰ τὶς ἑξῆς πέντε αἰτίες οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν
ὁ ἕνας τὸν ἄλλο:
-
Γιὰ τὸ Θεό, ὅπως ὁ ἐνάρετος τοὺς ἀγαπάει ὅλους, καὶ ὅπως κάποιος ἀγαπάει τὸν ἐνάρετο,
ἔστω κι ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔγινε ἀκόμα ἐνάρετος.
- Γιὰ φυσικοὺς λόγους, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους, καὶ ἀντιστρόφως.
- Ἀπὸ κενοδοξία, ὅπως ἀγαπάει κάποιος αὐτὸν ποὺ τὸν δοξάζει.
- Ἀπὸ φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸν πλούσιο γιατί τοῦ δίνει
χρήματα.
- Ἀπὸ φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει ἕνα πρόσωπο, γιατί τοῦ ἱκανοποιεῖ
τὴ γαστριμαργία ἢ τὴ σαρκική του ἐπιθυμία.
Ἀπ' αὐτὲς λοιπὸν τὶς αἰτίες, ἡ πρώτη εἶναι
ἀξιέπαινη, ἡ δεύτερη οὔτε ἐπαινετὴ οὔτε ἀξιοκατάκριτη, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐμπαθεῖς.
Σὲ ὅλες μας τὶς πράξεις ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὸ
σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο τὶς ἐκτελοῦμε, ἂν δηλαδὴ τὶς κάνουμε γι’ Αὐτὸν ἢ γιὰ κάτι ἄλλο.
Ὅταν λοιπὸν θέλουμε νὰ κάνουμε ἕνα καλό, ἂς
μὴν ἔχουμε σκοπὸ ν’ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μόνο στὸ Θεό. Σ’ Αὐτὸν ν’ ἀποβλέπουμε
καὶ ὅλα νὰ τὰ κάνουμε γιὰ τὴ δική του δόξα.
Διαφορετικά, θὰ κουραζόμαστε χωρὶς νὰ
κερδίζουμε τίποτα. Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ ὁλόψυχη εὐεργεσία πρὸς τὸν πλησίον μας, ἡ
μακροθυμία καὶ ἡ ὑπομονὴ ποὺ δείχνουμε ἀπέναντί του, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ φρόνιμη
καὶ συνετὴ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων.
Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δὲν φανερώνεται μόνο
μὲ τὴν παροχὴ χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ μετάδοση πνευματικοῦ λόγου
καὶ μὲ τὴ σωματικὴ διακονία.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπάει τὸ Χριστό, Τὸν μιμεῖται
ὅσο μπορεῖ. Ὁ Χριστός, γιὰ παράδειγμα,
-
δὲν ἔπαψε νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους
- ἔδειχνε μακροθυμία, ὅταν τοῦ συμπεριφέρονταν μὲ ἀχαριστία καὶ Τὸν
βλαστημοῦσαν
- ὑπέμεινε, ὅταν Τὸν χτυποῦσαν καὶ Τὸν θανάτωναν, χωρὶς καθόλου νὰ
σκέφτεται γιὰ κανέναν τὸ κακὸ ποὺ Τοῦ ἔκανε.
Αὐτὰ τὰ τρία ἔργα εἶναι ἐκφραστικὰ τῆς ἀγάπης
πρὸς τὸν πλησίον. Χωρὶς αὐτά, ἀπατᾶται ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἀγαπάει τὸ Χριστὸ ἢ
ὅτι θὰ κερδίσει τὴ βασιλεία Του. Γιατί ὁ Κύριός μας βεβαιώνει: «Δὲν θὰ μπεῖ στὴ
βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐκεῖνος ποὺ μοῦ λέει «Κύριε, Κύριε», ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ
κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου» (Μάτθ. 7,21). Καὶ πάλι: «Ὅποιος μὲ ἀγαπάει, θὰ
τηρήσει τὶς ἐντολές μου» (Ἰω. 14,15).
«Ἐγὼ σᾶς λέω», εἶπε ὁ Κύριος, «ἀγαπᾶτε τοὺς
ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν, προσεύχεστε γιὰ ὅσους σᾶς βλάπτουν»
(Μάτθ. 5,44). Γιατί ἔδωσε αὐτὲς τὶς ἐντολές; Γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ μίσος, τὴ
λύπη, τὴν ὀργὴ καὶ τὴ μνησικακία καὶ νὰ σὲ ἀξιώσει ν’ ἀποκτήσεις τὴν τέλεια ἀγάπη.
Αὐτὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἔχει ὅποιος δὲν ἀγαπάει ἐξίσου ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως
καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἀγαπάει ὅλους ἐξίσου.
Ὅποιος ἔχει τὴν τέλεια ἀγάπη, δὲν κάνει
διακρίσεις στοὺς ἀνθρώπους. Ξέρει πὼς ὅλοι μας ἔχουμε τὴν ἴδια ἀνθρώπινη φύση,
καὶ γι’ αὐτὸ ἀνεξαίρετα τοὺς ἀγαπάει ὅλους τὸ ἴδιο. Τοὺς ἐναρέτους τοὺς ἀγαπάει
ὡς φίλους, ἐνῶ τοὺς κακοὺς τοὺς ἀγαπάει ὡς ἐχθροὺς καὶ τοὺς εὐεργετεῖ καὶ μακροθυμεῖ
καὶ ὑπομένει, ἂν τὸν βλάψουν, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει καθόλου τὸ κακὸ ποὺ τοῦ
γίνεται. Ἀντίθετα, ἂν τὸ καλέσει ἡ περίσταση, πάσχει γιὰ χάρη τους, γιὰ νὰ τοὺς
κάνει κι αὐτοὺς φίλους, ἂν εἶναι δυνατόν. Κι ἂν αὐτὸ δὲν τὸ κατορθώσει, δὲν ἀλλάζει
τὴ διάθεσή του, ἀλλὰ συνεχίζει νὰ τοὺς ἀγαπάει ὅλους ἐξίσου.
Ἀγωνίσου, ὅσο μπορεῖς, ν’ ἀγαπήσεις κάθε ἄνθρωπο.
Ἂν αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις ἀκόμα, τουλάχιστον μὴ μισήσεις κανέναν. Ἀλλὰ οὔτε
αὐτὸ θὰ μπορέσεις νὰ τὸ πετύχεις, ἂν δὲν καταφρονήσεις τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Αὐτὰ ποὺ διώχνουν τὴν ἀγάπη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο,
εἶναι τὰ ἑξῆς: ἡ προσβολή, ἡ ζημία, ἡ συκοφαντία σὲ θέματα πίστεως ἢ διαγωγῆς,
τὰ ξυλοκοπήματα, οἱ πληγὲς καὶ τὰ παρόμοια, ποὺ συμβαίνουν εἴτε στὸν ἴδιο εἴτε
σὲ κάποιον συγγενῆ ἢ φίλο του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ γιὰ κάτι ἀπ' αὐτὰ διώχνει τὴν
ἀγάπη, δὲν ἔμαθε ἀκόμα ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ ἐλευθερώσουν
τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀκράτεια καὶ τὸ μίσος, καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴν ἀγάπη Ἐκείνου
καὶ τοῦ πλησίον. Ἀπ' αὐτὴ τὴ διπλὴ ἀγάπη γεννιέται τὸ φῶς τῆς ἔμπρακτης
πνευματικῆς γνώσεως.
Ἂν «ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τοῦ νόμου τοῦ
Θεοῦ» (Ρώμ. 13:10), ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μνησικακία γιὰ τὸν ἀδελφὸ καὶ κάνει δόλια
σχέδια ἐναντίον του καὶ τὸν καταριέται καὶ χαίρεται γιὰ κάθε του πτώση, αὐτὸς δὲν
παραβαίνει ἄραγε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ τὴν αἰώνια
κόλαση;
Ἂν «ἡ ἀγάπη δὲν κάνει κακὸ στὸν πλησίον»
(Ρώμ. 13,10), ἐκεῖνος ποὺ φθονεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ λυπᾶται γιὰ τὴν προκοπή του καὶ
μὲ εἰρωνεῖες προσπαθεῖ νὰ κηλιδώσει τὴν ὑπόληψή του ἢ τὸν ἐπιβουλεύεται μὲ
κάποια κακοήθεια, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποξενώνει ἄραγε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν ἀγάπη
καὶ δὲν τὸν κάνει ἔνοχο γιὰ τὴν αἰώνια καταδίκη;
Ὁ Χριστὸς δὲν θέλει νὰ ἔχεις ἐναντίον
κανενὸς ἀνθρώπου μίσος ἢ λύπη ἢ ὀργὴ ἢ μνησικακία ὁποιασδήποτε μορφῆς καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε
πρόσκαιρο πράγμα. Κι αὐτὸ τὸ διακηρύσσουν παντοῦ τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια.
Ὅποιος βλέπει καὶ ἴχνος μόνο μίσους μέσα
στὴν καρδιὰ του πρὸς ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε σφάλμα του, αὐτὸς
δὲν ἀγαπάει καθόλου τὸ Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ δὲν ἀνέχεται καθόλου τὸ
μίσος ἐναντίον τοῦ πλησίον.
Μὴν πεῖς, «Δὲν μισῶ τὸν ἀδελφό μου», τὴ
στιγμὴ ποὺ δὲν θέλεις νὰ τὸν θυμᾶσαι. Ἄκουσε τί λέει ὁ προφήτης Μωυσῆς: «Μὴ
μισήσεις τὸν ἀδελφό σου μὲ τὴ σκέψη σου. Νὰ τὸν ἐλέγξεις ὅμως, γιὰ νὰ μὴν ἔχεις
τὴν ἁμαρτία ποὺ θὰ εἶχες, ἂν ἀδιαφοροῦσες γιὰ τὴ διόρθωσή του» (Λευϊτ. 19:17).
Ἡ λύπη εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴ
μνησικακία. Ὅταν λοιπὸν ὁ νοῦς σκέφτεται τὸ πρόσωπο τοῦ ἀδελφοῦ καὶ αἰσθάνεται
λύπη, εἶναι φανερὸ ὅτι τοῦ κρατάει κακία. «Οἱ δρόμοι ὅμως τῶν μνησικάκων ὁδηγοῦν
στὸν πνευματικὸ θάνατο» (Πάρ. 12, 28), γιατί «ὁ κάθε μνησίκακος εἶναι παραβάτης
τοῦ νόμου» (Πάρ. 21, 24).
Τὴν ὥρα τῆς εἰρήνης σου, μὴ θυμᾶσαι ἐκεῖνα
ποὺ σοῦ εἶπε ὁ ἀδελφὸς ὅταν σὲ στενοχώρησε –εἴτε σ’ ἐσένα κατὰ πρόσωπο τὰ εἶπε,
εἴτε σὲ ἄλλον καὶ μετὰ τὰ ἄκουσες-, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὸ πάθος τῆς
μνησικακίας.
Ὅταν συνομιλεῖς μὲ ἄλλους, πρόσεχε μήπως ἐξαιτίας
τῆς λύπης, ποὺ διατηρεῖς ἀκόμα κρυμμένη μέσα σου, νοθεύσεις τοὺς ἐπαίνους σου
γιὰ τὸν ἀδελφό, ἀναμειγνύοντας ἀσυναίσθητα στὰ λόγια σου τὴν κατηγορία. Νὰ
χρησιμοποιεῖς στὶς συνομιλίες σου ἁγνὸ ἔπαινο γιὰ τὸν ἀδελφὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι
γι’ αὐτὸν εἰλικρινά, σὰν νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἔτσι, πολὺ σύντομα θὰ
ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὸ ὀλέθριο μίσος.
Μὴ θίξεις τὸν ἀδελφό σου μὲ ὑπονοούμενα, μὴν
τυχὸν σοῦ ἀνταποδώσει κι ἐκεῖνος τὰ ἴδια καὶ χάσετε ἔτσι καὶ οἱ δυό σας τὴν ἀγάπη.
Ἂν ὁ ἀδελφὸς ἔσφαλε, ὑπόδειξέ του τὸ σφάλμα μὲ παρρησία καὶ ἀγάπη, γιὰ νὰ
διαλύσεις ἔτσι τὴν αἰτία τῆς στενοχώριας καὶ ν' ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ
τὴ λύπη.
Βλαστήμησε κάποιος; Μὴ μισήσεις αὐτόν, ἀλλὰ
τὴ βλασφημία καὶ τὸ δαίμονα, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ βλαστημήσει. Ἂν ὅμως μισεῖς αὐτὸν
ποὺ βλαστήμησε, μίσησες ἄνθρωπο κι ἔτσι ἀθέτησες τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης. Ὅ,τι ἔκανε
ἐκεῖνος μὲ τὸ λόγο, τὸ κάνεις ἐσὺ μὲ τὸ ἔργο. Ἂν τώρα τηρεῖς τὴν ἐντολή, δεῖξε
τὴν ἀγάπη σου καὶ ὅσο μπορεῖς βοήθησέ τον ν' ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ κακό.
Δὲν μπορεῖ μία λογικὴ ψυχή, ποὺ τρέφει
μίσος ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου, νὰ εἰρηνεύσει μὲ τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει δώσει τὶς
ἐντολές. Γιατί ἐκεῖ μᾶς λέει: «Ἂν δὲν συγχωρεῖτε τὰ σφάλματα τῶν συνανθρώπων
σας, οὔτε ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας σφάλματα» (Μάτθ.
6:15).
Ἂν θέλεις νὰ μὴν ξεπέσεις ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ, μὴν ἀφήσεις τὸν ἀδελφό σου νὰ κοιμηθεῖ λυπημένος μαζί σου οὔτε κι ἐσὺ νὰ
κοιμηθεῖς λυπημένος μαζί του. Πήγαινε, συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου, καὶ τότε
πρόσφερε στὸ Χριστὸ τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης σου μὲ καθαρὴ συνείδηση καὶ θερμὴ
προσευχή.
Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου μὲ κάθε ἀκρίβεια,
μήπως ἐξαιτίας σου δὲν συμφιλιώθηκε ὁ ἀδελφὸς μαζί σου. Τὴ συνείδηση, ποὺ
γνωρίζει τὶς κρυφές σου σκέψεις, μὴν τὴν καταφρονεῖς, γιατί ἔτσι θὰ σοῦ γίνεται
ἐμπόδιο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ θὰ σὲ κατηγορεῖ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου.
Μὴν ἀφήσεις τ’ αὐτιά σου ν’ ἀκοῦνε τὰ
λόγια ὅποιου καταλαλεῖ, οὔτε καὶ τὰ δικά σου λόγια νὰ φτάνουν στ’ αὐτιὰ τοῦ
φιλοκατήγορου, μιλώντας ἢ ἀκούγοντας μὲ εὐχαρίστηση κατὰ τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ
μὴ χάσεις τὴ θεία ἀγάπη καὶ βρεθεῖς ἀπόκληρος τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Μὴ νομίζεις ὅτι σὲ ἀγαποῦν ἐκεῖνοι ποὺ σοῦ
μεταφέρουν λόγια, τὰ ὁποία σοῦ προξενοῦν λύπη καὶ μίσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ, ἀκόμα
κι ἄν σοῦ φαίνονται ὅτι λένε ἀλήθεια. Αὐτοὺς νὰ τοὺς ἀποστρέφεσαι σὰν
θανατηφόρα φίδια, ὥστε κι ἐκείνους νὰ σταματήσεις ἀπὸ τὴν καταλαλιὰ καὶ τὴ δική
σου ψυχὴ ν' ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὴν κακία.
Τὸν ἀδελφό, ποὺ τὸν εἶχες μέχρι χθὲς
πνευματικὸ καὶ ἐνάρετο, μὴν τὸν κρίνεις σήμερα ὡς κακὸ καὶ πονηρό, ἐπειδὴ ὁ
διάβολος σ' ἔβαλε νὰ τὸν μισήσεις. Ἐσύ, μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχοντας στὸ
νοῦ σου τὰ χθεσινὰ καλά του, δίωξε τὸ σημερινὸ μίσος τῆς ψυχῆς.
Ἐκεῖνον ποὺ μέχρι χθὲς ἐπαινοῦσες ὡς καλὸ
καὶ τὸν ἐγκωμίαζες ὡς ἐνάρετο, μὴν τὸν κακολογήσεις σήμερα, ἐπειδὴ τὸν μίσησες,
ἔχοντας ὡς πρόσχημα τὸν δικό του ἄσχημο λόγο. Ἐσὺ συνέχισε νὰ τὸν ἐπαινεῖς, ἀκόμα
κι ἂν κυριαρχεῖσαι ἀπὸ τὴ λύπη. Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο εὔκολα θὰ ἐπανέλθεις στὴ
σωτήρια ἀγάπη.
Ὅταν μᾶς δοῦν οἱ δαίμονες νὰ καταφρονοῦμε
τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ νὰ μὴ μισήσουμε γιὰ χάρη τους τοὺς ἀνθρώπους
καὶ ξεπέσουμε ἔτσι ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τότε ξεσηκώνουν ἐναντίον μας συκοφαντίες, ὥστε,
μὴν ὑποφέροντας τὴ λύπη, νὰ μᾶς ἀναγκάσουν νὰ μισήσουμε τοὺς συκοφάντες.
Δὲν ὑπάρχει βαρύτερος πόνος τῆς ψυχῆς ἀπὸ
τὴ συκοφαντία, εἴτε στὴν πίστη συκοφαντεῖται κάποιος εἴτε στὴ διαγωγή. Καὶ κανεὶς
δὲν μπορεῖ νὰ μένει ἀδιάφορος ὅταν συκοφαντεῖται, παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ στρέφει
τὰ μάτια του στὸ Θεό, τὸν μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο, νὰ
φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα.
Ὅσο ἐσὺ προσεύχεσαι μ’ ὅλη σου τὴν ψυχὴ γιὰ
ἐκεῖνον ποὺ σὲ συκοφάντησε, τόσο καὶ ὁ Θεὸς πληροφορεῖ γιὰ τὴν ἀθωότητά σου ὅσους
σκανδαλίστηκαν ἐξαιτίας τῆς συκοφαντίας.
Γνήσιος φίλος εἶναι ἐκεῖνος πού, στὸν καιρὸ
τοῦ πειρασμοῦ, συμμερίζεται ἀθόρυβα καὶ ἀτάραχα τὶς θλίψεις, τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς
συμφορὲς τοῦ πλησίον, σὰν νὰ εἶναι δικές του.
Μόνο ὅσοι τηροῦν πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ
καὶ γνωρίζουν καλὰ τὸ βάθος τῶν θείων κριμάτων, δὲν ἐγκαταλείπουν τοὺς φίλους
τους, ὅταν αὐτοὶ δοκιμάζονται μὲ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι ὅμως περιφρονοῦν τὶς
ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ ἀγνοοῦν τὸ βαθύτερο νόημα τῶν δοκιμασιῶν ποὺ ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει,
αὐτοί, ὅταν μὲν ὁ φίλος εὐημερεῖ, ἀπολαμβάνουν μαζί του, ἐνῶ ὅταν ταλαιπωρεῖται
ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὸν ἐγκαταλείπουν. Κάποτε μάλιστα συμβαίνει νὰ συμμαχοῦν
καὶ μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
Οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ ἀγαποῦν εἰλικρινὰ ὅλους
τοὺς ἀνθρώπους, δὲν ἀγαπιοῦνται ὅμως ἀπ' ὅλους. Οἱ φίλοι τοῦ κόσμου οὔτε ἀγαποῦν
ὅλους, οὔτε ἀγαπιοῦνται ἀπ' ὅλους. Καὶ οἱ μὲν φίλοι τοῦ Χριστοῦ διατηροῦν τὴν ἀγάπη
συνεχῶς ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ἐνῶ οἱ φίλοι τοῦ κόσμου τὴ διατηροῦν ὥσπου νὰ
συγκρουστοῦν μεταξύ τους γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
Δὲν ἔχει ἀκόμα τέλεια ἀγάπη οὔτε βαθειὰ
γνώση τῆς θείας πρόνοιας ἐκεῖνος ποὺ σὲ καιρὸ πειρασμοῦ δὲν κάνει ὑπομονὴ γιὰ ὅσα
λυπηρὰ τοῦ συμβαίνουν, ἀλλ’ ἀποκόπτεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν πνευματικῶν ἀδελφῶν.
Μὴ βιάζεσαι νὰ καταστρέψεις τὸ δεσμὸ τῆς
πνευματικῆς ἀγάπης, γιατί δὲν ἔχει μείνει ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Φιλαυτία εἶναι ἡ ἐμπαθὴς καὶ παράλογη ἀγάπη
πρὸς τὸ σῶμα μας, τὴν ὁποία ἀντιμάχεται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει
τὴ φιλαυτία, εἶναι φανερὸ ὅτι ἔχει ὅλα τὰ πάθη.
Ἀρχὴ ὅλων τῶν παθῶν εἶναι ἡ φιλαυτία καὶ
τέλος ἡ ὑπερηφάνεια. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ξερίζωσε, ἔκοψε μαζί της καὶ ὅλα τὰ πάθη.
Μὴν εἶσαι αὐτάρεσκος καὶ δὲν θὰ γίνεις
μισάδελφος. Μὴν εἶσαι φίλαυτος καὶ θὰ γίνεις φιλόθεος.
Κάθε ἄνθρωπο πρέπει νὰ τὸν ἀγαπᾶμε μὲ τὴν
ψυχή μας. Ὅμως μόνο στὸ Θεὸ νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα μας, κι Αὐτὸν μ' ὅλη μας τὴ
δύναμη νὰ λατρεύουμε. Γιατί ὅσο μᾶς συντηρεῖ Ἐκεῖνος, καὶ οἱ φίλοι μᾶς
φροντίζουν καὶ οἱ ἐχθροὶ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν. Ὅταν ὅμως Ἐκεῖνος μᾶς ἐγκαταλείψει,
καὶ οἱ φίλοι ὅλοι, μᾶς ἀποστρέφονται καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀποκτοῦν δύναμη ἐναντίον
μας.
Ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, δὲν ἔχει ὅμως ἀγάπη, τίποτα δὲν ὠφελεῖται, ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἀπόστολος
(Α΄ Κόρ. 13, 2), ἄραγε πόση προθυμία καὶ ζῆλο ὀφείλουμε νὰ δείξουμε γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσουμε;
Τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς(*) χαλιναγώγησέ
το μὲ τὴν ἀγάπη, τὸ ἐπιθυμητικὸ καταμάρανέ το μὲ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὸ λογιστικὸ
φτέρωσέ το μὲ τὴν προσευχή. Ἔτσι τὸ φῶς τοῦ νοῦ δὲν θὰ θαμπωθεῖ ποτέ.
Νὰ καταπονεῖς τὸ σῶμα σου μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία,
καὶ νὰ καταγίνεσαι ἀκούραστα μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή. Τότε θὰ ἔρθει σ'
ἐσένα ὁ ἁγιασμὸς τῆς σωφροσύνης καὶ θὰ σοῦ φέρει τὴν ἀγάπη.
Μὴ μολύνεις τὸ σῶμα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις
καὶ μὴ λερώνεις τὴν ψυχή σου μὲ πονηρὲς σκέψεις. Τότε ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει
μέσα σου καὶ θὰ σοῦ φέρει τὴν ἀγάπη.
Πολλοὶ βέβαια ἔχουν πεῖ πολλὰ γιὰ τὴν ἀγάπη.
Ἂν ὅμως τὴν ἀναζητήσεις, θὰ τὴ βρεῖς μόνο στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, γιατί μόνο
αὐτοὶ εἶχαν γιὰ δάσκαλό τους στὴν ἀγάπη, τὴν ἀληθινὴ Ἀγάπη, τὸ Χριστό, καὶ ἔλεγαν:
«Ἂν ἔχω τὸ χάρισμα νὰ προφητεύω καὶ νὰ γνωρίζω ὅλα τὰ μυστήρια, κι ἂν ἔχω ὅλη
τη γνώση, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, σὲ τίποτα δὲν ὠφελοῦμαι» (Α΄ Κόρ. 13, 2). Ἐκεῖνος
λοιπὸν ποὺ ἀπέκτησε τὴν ἀγάπη, ἀπέκτησε τὸν ἴδιο τὸ Θεό, γιατί «ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη»
(Α΄ Ἰω. 4, 16). Σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
(*)
Σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία, ἡ ψυχὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἑξῆς τρία μέρη:
α) Τὸ θυμικὸ (συναίσθημα), τοῦ ὁποίου ἁμαρτήματα
εἶναι τὸ μίσος, ὁ φθόνος, ἡ ἀσπλαχνία κ.τ.ο.
β) Τὸ ἐπιθυμητικὸ (βούληση), τοῦ ὁποίου ἁμαρτήματα
εἶναι ἡ φιλαργυρία, ἡ γαστριμαργία καὶ ὅλα τὰ σαρκικὰ πάθη.
γ) Τὸ λογιστικὸ (νοῦς), τοῦ ὁποίου ἁμαρτήματα
εἶναι ἡ ἀπιστία, ἡ αἵρεση, ἡ βλασφημία, ἡ ὑπερηφάνεια κ.τ.ο. Ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς ἐξαρτᾶται
ἀπὸ τὴν ἁρμονία στὴ σχέση καὶ λειτουργία τῶν τριῶν αὐτῶν μερῶν της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου