Πατριαρχικὸς ἀφορισμὸς τῶν ὀπαδῶν τοῦ φιλιόκβε
Εἰσαγωγικά
῾Ο ἅγιος Φώτιος ὁ μέγας διετέλεσε Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης δύο φορές, κατὰ τὰ ἔτη 858-867 καὶ 878-886. Τὸ 867, προκειμένου νὰ συγκαλέσῃ μεγάλη σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολι, στέλνει ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ στοὺς πατριάρχες τῆς ᾿Ανατολῆς, ὅπου ἀναφέρει τὰ σημαντικὰ θέματα ποὺ ἀντιμετώπιζε τότε ἡ ᾿Εκκλησία, καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα συγκαλεῖται ἡ σύνοδος. ᾿Ανάμεσα στὰ θέματα ἦταν καὶ ἡ πλάνη τοῦ φιλιόκβε (filioque), τὴν ὁποία γιὰ πρώτη φορὰ δίδαξαν δημοσίως τότε δυτικοὶ ἐπίσκοποι στὴν Βουλγαρία, οἱ ὁποῖοι ἀντικανονικῶς εἰσπήδησαν ἐκεῖ γιὰ ἱεραποστολή, ἐνῷ οἱ Βούλγαροι εἶχαν ἤδη πρὸ διετίας δεχθῆ τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι.
῾Η ἐπιστολὴ αὐτὴ τοῦ Φωτίου εἶναι σημαντικώτατη, διότι εἶναι τὸ ἀρχαιότερο μνημεῖο ὅπου ἀναφέρεται καὶ ἀνασκευάζεται τὸ φιλιόκβε, σὲ ἐποχὴ ποὺ ἀκόμη τὸ πατριαρχεῖο τῆς ῾Ρώμης ἦταν ἑνωμένο μὲ τὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν εἶχε ἀποδεχθῆ ἐπισήμως αὐτὴν τὴν πλάνη. ῾Ο Φώτιος ἐξηγεῖ τὴν σοβαρότητα καὶ τὸ μέγεθος τοῦ κινδύνου, ποὺ ἀλλοιώνει θεμελιωδῶς τὴν χριστιανικὴ Πίστι καὶ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ ἵδρυσι ἄλλου θρησκεύματος. Τονίζει πολλὲς φορὲς ὅτι ὅποιος δέχεται τὸ φιλιόκβε δὲν εἶναι πλέον Χριστιανός. Τὰ ἐπιχειρήματά του εἶναι δυνατά, ἡ θεολογία του χριστιανικώτατη καὶ θεοφώτιστη, ἡ καταδίκη τῆς πλάνης ῥωμαλέα καὶ σαφής, περιγράφει δὲ μὲ καταπληκτικὴ διορατικότητα ποιά θὰ εἶναι τὰ ἀποτελέσματα, ἂν τυχὸν αὐξηθῇ αὐτὴ ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία. Δυστυχῶς μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων δικαιώθηκε πλήρως. Ἂν ἡ ᾿Εκκλησία εἶχε κατανοήσει ἀπὸ τότε καὶ ἂν εἶχε ἀποδεχθῆ πλήρως τοὺς λόγους τοῦ μεγάλου Φωτίου καὶ ἂν εἶχε ἀντιμετωπίσει τὸν κίνδυνο ἐφαρμόζοντας τὶς συστάσεις του, σήμερα ἀσφαλῶς τὰ πράγματα θὰ ἦταν πολὺ διαφορετικά, καὶ ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἦταν σωστότερη, ὀρθοδοξότερη, καὶ ἁγιώτερη.
Μετὰ τὴν παρέλευσι 1150 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ἐπιστολὴ ἐκείνη, ἡ διδασκαλία τοῦ Φωτίου σήμερα (2016) εἶναι περισσότερο ἐπίκαιρη ἀπὸ ποτέ. Γι᾿ αὐτὸ παρουσιάζονται ἐδῶ σὲ νεοελληνικὴ μετάφρασι κάποια κύρια σημεῖα τῆς ἐπιστολῆς, στὰ ὁποῖα ἐπισημαίνεται καὶ ἀνασκευάζεται ἡ πλάνη τοῦ φιλιόκβε. ῾Η μετάφρασι βεβαίως δὲν ἔχει ἀξιώσεις πληρότητος, καθόσον ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Φωτίου εἶναι ἐκτενής, ἡ γλῶσσά του ἀρχαΐζουσα καὶ πολὺ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, τὰ δὲ ἐκφραζόμενα νοήματα πυκνὰ καὶ πνευματικώτατα. Γι᾿ αὐτὸ θὰ προτιμοῦσα νὰ μποροῦσε ἡ πλειοψηφία τῶν ἀναγνωστῶν νὰ προσεγγίσῃ ἀπευθείας τὸ πρωτότυπο,που υπάρχει στο τέλος της ανάρτυσης , ολόκληρο το προτότυπο της επιστολής του ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ
Διονύσιος ᾿Ανατολικιώτης
δρ φιλοσοφικῆς σχολῆς Ἀθηνῶν,
πτυχιοῦχος κοινωνικῆς θεολογίας
symbole.gr
Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ Φωτίου τοῦ μεγάλου
πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους
(867)
(᾿Αποσπάσματα)
[10] ... ᾿Αλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὅσα ἄτοπα ἐπισημάνθηκαν, ἀκόμη καὶ αὐτὸ τὸ ἱερὸ καὶ ἅγιο Σύμβολον (τῆς Πίστεως), τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ ὅλες τὶς συνοδικὲς καὶ οἰκουμενικὲς ἀποφάσεις ἔχει ἀκαταμάχητη ἰσχύ, ἐπιχείρησαν νὰ τὸ παραχαράξουν μὲ νόθους συλλογισμοὺς καὶ παρείσακτες λέξεις καὶ μὲ ὑπερβολικὸ θράσος —τί σκαρφίζεται ὁ πονηρός!—, καὶ διεκήρυξαν δημοσίως μάλιστα ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον δὲν ἐκπορεύεται μόνον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦΥἱοῦ (= φιλιόκβε).
[11] Ποιός ἄκουσε ποτὲ νὰ τολμήσουν οἱ μέχρι τώρα ἀσεβεῖς νὰ ξεστομίσουν τέτοια λόγια;Ποιό φίδι κουλουριασμένο στὰ μυαλὰ ἐκείνων τὸ διαλάλησε αὐτό; Ποιός Χριστιανὸς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀνεχθῇ ἔστω κι ἐλάχιστα νὰ εἰσάγουν δύο αἴτια στὴν ἁγία Τριάδα, γιὰ μὲν τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Πνεῦμα (ὡς αἴτιο) τὸν Πατέρα, γιὰ δὲ τὸ Πνεῦμα (ὡς αἴτιο) πάλι τὸν Υἱό, καὶ ἔτσι νὰ διαλύουν τὴν μοναρχία σὲ διθεΐα καὶ τὴν χριστιανικὴ θεολογία νὰ τὴν κατακρεουργοῦν ἐξισώνοντάς την μὲ τὴν εἰδωλολατρικὴ μυθολογία καὶ νὰ ἐξυβρίζουν τὸ ἀξίωμα τῆς ὑπερουσίου καὶ μοναρχικῆς Τριάδος;
[12] Καὶ ἄλλωστε γιατί θὰ ἔπρεπε τὸ Πνεῦμα νὰ ἐκπορευθῇ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ; ᾿Εὰν πράγματι ἡ ἐκπόρευσι ἐκ τοῦ Πατρὸς εἶναι τέλεια (καὶ εἶναι τέλεια, διότι εἶναι Θεὸς τέλειος ἀπὸ Θεὸ τέλειο), τί εἶναι ἡ ἐκπόρευσι ἐκ τοῦ Υἱοῦ; καὶ γιατί (νὰ γίνῃ); ᾿Ασφαλῶς αὐτὸ θὰ ἦταν περιττὸ καὶ μάταιο.
[13] ᾿Επιπλέον δέ, ἐὰν ἐκπορεύεται τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκ τοῦ Πατρός, γιατί καὶ ὁ Υἱὸς νὰ μὴ γεννᾶται ἐκ τοῦ Πνεύματος ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐκ τοῦ Πατρός; Καὶ ἔτσι γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς ὅλα νὰ γίνουν ἀσεβῆ, καὶ οἱ γνῶμες καὶ τὰ λόγια, καὶ τίποτε (ἀσεβὲς) νὰ μὴν παραμείνῃ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ νὰ μὴν τὸ τολμήσουν (νὰ σκεφτοῦν καὶ νὰ ποῦν). [...]
[15] Ἄλλωστε ἐὰν ὅλα τὰ κοινὰ ἰδιώματα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ὑπάρχουν πράγματι κοινὰ καὶ γιὰ τὸ Πνεῦμα, ὅπως τὸ θεός, τὸ βασιλεύς, τὸ δημιουργός, τὸ παντοκράτωρ, τὸ ὑπερούσιο, ἡ ἁπλότης, τὸ ἀσχημάτιστο, τὸ ἀσώματο, τὸ ἀόρατο, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα γενικῶς, καὶ ἐὰν εἶναι κοινὸ ἰδίωμα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ ἡ ἐξ αὐτῶν προέλευσι τοῦ Πνεύματος, τότε συνεπάγεται ὅτι τὸ Πνεῦμα θὰ ἐκπορεύεται καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· ἑπομένως αὐτὸ τὸ ἴδιο θὰ εἶναι ἀρχὴ τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ θὰ εἶναι συνάμα καὶ αἴτιον καὶ αἰτιατόν (= καὶ αἴτιο καὶ ἀποτέλεσμα), κάτι ποὺ βεβαίως ξεπερνάει σὲ φαντασιοπληξία ἀκόμη καὶ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς μύθους! ᾿Αλλὰ καὶ ἂν θὰ ἰσχύῃ μόνον γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ νὰ ἔχῃ τὴν ἀναφορά του σὲ διαφορετικὲς ἀρχές, πῶς αὐτὸ δὲν θὰ σημαίνῃ ὅτι μόνον στὸ Πνεῦμα θὰ ἀνήκει τὸ νὰ ἔχῃπολύαρχον ἀρχήν;
[16] ᾿Επιπλέον, ἂν σὲ ὅσα ἰδιώματα ἐφηῦραν αὐτοί, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς ἔχουν κοινωνία, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ διαχωρίζουν ἀπὸ αὐτά –καὶ ὁ Πατὴρ ἔχει ἀπόλυτη κοινωνία μὲ τὸν Υἱὸ ὡς πρὸς τὴν οὐσία ἐκτὸς ἀπὸ κάποιο ἰδίωμα–, ἑπομένως περιορίζουν τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὴν κατ᾿ οὐσίαν συγγένεια.
Καταλαβαίνεις ὅτι αὐτοὶ ματαίως ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτούς των μὲ τὸ ὄνομα τῶν Χριστιανῶν, ἢ μᾶλλον ὅτι τὸ κάνουν γιὰ νὰ συλλαμβάνουν εὔκολα τοὺς πολλούς;
«᾿Εκπορεύεται τὸ Πνεῦμα ἐκ τοῦ Υἱοῦ». ᾿Απὸ ποῦ τὸ ἔμαθες αὐτό; ᾿Απὸ ποιούς εὐαγγελιστὲς ἔχεις αὐτὸν τὸν λόγο; ᾿Απὸ ποιά σύνοδο αὐτὸ τὸ βλάσφημο ῥητό; ῾Ο Κύριος καὶ Θεός μας λέγει·«Τὸ Πνεῦμα, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται». ᾿Ενῷ οἱ πατέρες αὐτῆς τῆς καινούργιας δυσσέβειας λέγουν· «Τὸ Πνεῦμα, ὃ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται»!
Ποιός δὲν θὰ κλείσῃ τ᾿ αὐτιά του μπροστὰ σ᾿ αὐτὴν τὴν ὑπερβολικὴ βλασφημία; Αὐτὴ ὀρθώνεται ἐναντίον τῶν εὐαγγελίων, στέκεται ἀντίθετα πρὸς τὶς ἅγιες συνόδους, ἀκυρώνει τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους πατέρες... ᾿Εναντίον ὅλων μαζὶ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων, ἀκόμη καὶ ἐναντίον αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν λόγων αὐτὴ ἡ βλάσφημος καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται. [...]
[18] ᾿Επίσης πέρα ἀπὸ ὅσα ἐλέχθησαν, ἐὰν μὲν ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ἐφόσον ἀναφέρεται σὲ δύο αἰτίες, δὲν θὰ μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι σύνθετο.
[19] Καὶ ἐπίσης, ἂν ὁ Υἱὸς γεννᾶται ἐκ τοῦ Πατρός, τὸ δὲ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ποιά εἶναι ἡ καινοτομία τοῦ Πνεύματος; μήπως ὅτι καὶ κάτι ἄλλο ἐκπορεύεται ἀπὸ αὐτό; Ἑπομένως ἀπὸ τὴν θεωρία ἐκείνων τῶν θεομάχων βγαίνει τὸ συμπέρασμα ὅτι δὲν εἶναι τρεῖς, ἀλλὰ τέσσερις οἱ ὑποστάσεις (τοῦ Θεοῦ), μᾶλλον δὲ ἄπειρες, ἀφοῦ κατ᾿ αὐτοὺς ἡ τέταρτη προβάλλει ἄλλη (ὑπόστασι), καὶ ἐκείνη πάλιν ἄλλη, μέχρι νὰ ξεπέσουν στὴν ἀπειράριθμη πολυθεΐα τῶν εἰδωλολατρῶν. [...]
[24] Αὐτὴν τὴν ἀσέβεια ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσκοποι τοῦ σκότους (διότι τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου ἀπέδιδαν στοὺς ἑαυτούς των) ἐνέσπειραν στὸ ἔθνος τῶν Βουλγάρων μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα ἀθέμιτα(διδάγματα). […]
[25] Λοιπὸν τοὺς νέους προδρόμους τῆς ἀποστασίας, τοὺς ὑπηρέτες τοῦ ἀντικειμένου (= τοῦ διαβόλου), τοὺς ἐνόχους μυρίων θανάτων, τοὺς δημόσιους διαφθορεῖς, αὐτοὺς ποὺ κατασπάραξαν τὸ ἁπαλὸ ἐκεῖνο καὶ νεοσύστατο στὴν εὐσέβεια ἔθνος μὲ τόσο πολλὲς καὶ τόσο μεγάλες διαιρέσεις, αὐτοὺς τοὺς ἀπατεῶνες καὶ θεομάχους τοὺς καταδικάσαμε μὲ συνοδικὴ καὶ θεία ἀπόφασι, ὄχι καθορίζοντας τώρα γιὰ πρώτη φορὰ τὴν καταδίκη τους, ἀλλὰ ἁπλῶς φέρνοντας στὸ φῶς τὴν προωρισμένη γι᾿ αὐτοὺς ἀπόφασι ἀπὸ τὶς μέχρι τώρα συνόδους καὶ τοὺς ἀποστολικοὺς θεσμοὺς καὶ κοινοποιῶντάς την σὲ ὅλους. [...]
[26] Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς αὐτούς, ἐπειδὴ ἐπιμένουν στὴν πολύπλοκη πλάνη τους, τοὺς ἔχουμε ἀφορίσει ἀπὸ ὅλη τὴν ᾿Εκκλησία τῶν Χριστιανῶν. [...]
[30] ... καὶ σᾶς παρακινοῦμε καὶ σᾶς παρακαλοῦμε νὰ γίνετε πρόθυμοι συναγωνιστὲς μαζί μας στὴν καθαίρεσι αὐτῶν τῶν δυσσεβῶν καὶ ἀθέων κεφαλῶν (= αἱρετικῶν ἐπισκόπων)· καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείψετε τὴν πατροπαράδοτη τάξι, τὴν ὁποία οἱ πρόγονοι μὲ ὅσα ἔπραξαν σᾶς παρέδωσαν νὰ διατηρῆτε, ἀλλὰ μὲ πολλὴ σπουδὴ καὶ προθυμία νὰ ἐπιλέξετε καὶ νὰ στείλετε στὴν θέσι σας κάποιους τοποτηρητάς, ἄνδρες ποὺ θὰ σᾶς ἐκπροσωποῦν ἐπαξίως, κοσμημένους μὲ εὐσέβεια καὶ ἱερωσύνη καὶ στὸν λόγο καὶ στὸν βίο, ὥστε τὴν νεοφανῆ γάγγραινα αὐτῆς τῆς ἀσέβειας (τοῦ φιλιόκβε), ποὺ ἐμφανίστηκε ὕπουλα, νὰ τὴν ἀπομακρύνουμε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία, καὶ αὐτοὺς ποὺ ἐντελῶς τρελαμένοι ἐπιχείρησαν μία τόσο ἐκτεταμένη δεύτερη σπορά (ἀναχριστιανισμοῦ), γιὰ νὰ εἰσαγάγουν τὴν πονηρὴ πλάνη στὸ πρόσφατο καὶ νεοσύστατο ἔθνος, νὰ τοὺς ἀποσπάσουμε τραβῶντάς τους ἀπὸ τὶς ἴδιες τους τὶς ῥίζες, καὶ μὲ τὴν κοινή μας (συνοδικὴ) ἀπόφασι νὰ τοὺς παραδώσουμε στὸ πῦρ ἐκεῖνο, ποὺ ὑποδέχεται τοὺς καταραμένους, ὅπως θεσπίζει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου.
Κατὰ λατινικῶν δοξασιῶν
ἐπιστολὴ Φωτίου τοῦ μεγάλου (867)
Ἐγκύκλιος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους, ᾿Αλεξανδρείας φημὶ καὶ τῶν λοιπῶν, ἐν ᾖ περὶ κεφαλαίων τινῶν διάλυσιν πραγματεύεται· καὶ ὡς οὐ χρὴ λέγειν «ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ» τὸ πνεῦμα προέρχετσθαι, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ πατρὸς μόνου.
[1] Οὐκ ἦν ἄρα, ὡς ἔοικε, κόρος τῷ πονηρῷ τῶν κακῶν, οὐδέ τι τῶν ἐφευρημάτων καὶ μηχανημάτων πέρας, ἃ κατὰ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἐξ ἀρχῆς ἀνακινεῖνἐμελέτησεν· ἀλλὰ μυρίαις μὲν ὅσαις ἀπάταις πρὸ τῆς ἐν σαρκὶ τοῦ δεσπότου παρουσίας τὸν ἄνθρωπον ὑπηγάγετο εἰς ἀλλοφύλους καὶ παρανόμουςἀποβουκολήσας πράξεις, ἐξ ὧν καὶ τὴν κατ᾿ αὐτοῦ τυραννίδα κατὰ κράτος ἀνεδήσατο· μυρίαις δὲ καὶ μετὰ ταῦτα πλάναις καὶ δελεάσμασιν ὑποσκελίζειν καὶ παρασύρειν τοὺς αὐτῷ πειθομένους οὐ διέλιπεν. [2] ἐντεῦθεν Σίμωνες καὶ Μαρκίωνες, Μοντανοί τε καὶ Μάνητες, καὶ ἡ ποικίλη καὶ πολύτροπος τῶν αἱρέσεων θεομαχία ἐπλήθυνεν. ἐντεῦθεν Ἄρειος καὶ Μακεδόνιος καὶ Νεστόριος Εὐτυχής τε καὶ Διόσκορος καὶ τὸλοιπὸν τῆς ἀσεβείας σύνταγμα, καθ᾿ ὧν αἱ ἅγιαι καὶ οἰκουμενικαὶ συνεκροτήθησανἑπτά σύνοδοι καὶ τῶν κατὰ τόπους ἱερῶν καὶ θεοφόρων ἀνδρῶν συνελέγη τὰσυστήματα, τὰς πονηρὰς παραφυάδας τῇ μαχαίρᾳ τοῦ πνεύματος αὐτορρίζουςἐκθερίσαντες, καὶ καθαρὸν παρασκευάσαντες ἀναφυῆναι τῆς ἐκκλησίας τὸ λήιον.
[3] Ἀλλὰ τούτων ἐκ ποδῶν γεγενημένων καὶ σιγῇ καὶ λήθῃ παραδεδομένων, ἐλπὶςἀγαθὴ καὶ βαθεῖα τοῖς εὐσεβέσιν ὑπετρέφετο, μὴ ἄν ποτε καινοτέρων δυσσεβημάτωνἐφευρετὰς γενέσθαι ἐν πᾶσιν οἷς ἐπείρασεν ὁ πονηρός, εἰς τοὐναντίον αὐτῷ τῶν βουλευμάτων περιτραπέντων, μήτε μὴν τῶν ἤδη κατάκρισιν συνοδικῶς δεδεγμένωνὑπερασπιστάς τινας καὶ προμάχους ἀναφανῆναι, τῇ καταστροφῇ καὶ τῶ πάθει τῶνἀρξάντων καὶ τῶν εἰς μίμησιν ἐκείνων ἐλθεῖν μελετώντων ἀνακοπτομένων. καὶταύταις μὲν ταῖς ἐλπίσιν ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς ἐπανεπαύετο. [4] μάλιστα δὲ κατὰ τὴν βασιλεύουσαν πόλιν, ἐν ᾗ πολλὰ θεοῦ συνεργείᾳ τῶν ἀνελπίστων κατώρθωται, πολλαὶδὲ γλῶσσαι, τὴν προτέραν διαπτυσάμεναι μυσαρότητα, τὸν κοινὸν ἁπάντων πλάστην καὶ δημιουργὸν μεθ᾿ ἡμῶν ὑμνεῖν ἐδιδάχθησαν, ὥς περ ἀπό τινος ὑψηλοῦ καὶμετεώρου χώρου τὰς τῆς ὀρθοδοξίας πηγὰς τῆς βασιλίδος ἀναδιδούσης καὶ καθαρὰ τῆς εὐσεβείας τὰ νάματα εἰς τὰ τῆς οἰκουμένης διαρρεούσης πέρατα, καὶ ποταμῶν δίκηνἀρδευούσης τοῖς δόγμασι τὰς ἐκεῖσε ψυχάς, αἵ τινες, χρόνος πολὺς ἐξ οὗ,καταξηρανθεῖσαι τοῖς τῆς ἀσεβείας ἢ ἐθελοθρησκείας ὑπεκκαύμασι καὶ εἰς ἐρήμους καὶ ἀγόνους ἀποχερσωθεῖσαι, ὅμως τὸν τῆς διδασκαλίας ὄμβρον ὑποδεξάμενοι τὸΧριστοῦ γεώργιον καρποφοροῦσιν ἐνευθυνούμεναι.
[5] Καὶ γὰρ οἱ τὴν Ἀρμενίαν οἰκοῦντες τῷ τῶν ἰακωβιτῶν ἐνισχόμενοι δυσσεβήματι καὶ πρὸς τὸ ὀρθὸν τῆς εὐσεβείας ἀπαυθαδιαζόμενοι κήρυγμα, ἀφ᾿ οὗ περ ἡπολυάνθρωπος ἐκείνη καὶ ἁγία τῶν πατέρων ἡμῶν κατὰ Χαλκηδόνα συνεκροτήθη σύνοδος, τῶν ὑμετέρων εὐχῶν ἡμῖν ἐπαμυνουσῶν, τὴν μακρὰν ἐκείνην πλάνηνἀποθέσθαι ἐνεδυναμώθησαν. καὶ λατρεύει σήμερον καθαρῶς καὶ ὀρθοδόξως ἡ τῶνἈρμενίων λῆξις τὴν χριστιανῶν λατρείαν Εὐτυχῆ τε καὶ Σεβῆρον καὶ Διόσκορον καὶτοὺς κατὰ τῆς εὐσεβείας πετροβόλους Πέτρους καὶ τὸν Ἁλικαρνασέα Ἰουλιανὸν καὶπᾶσαν αὐτῶν τὴν πολύσπορον διασπορὰν ὡς ἡ καθολικὴ ἐκκλησία μυσαττομένη καὶδεσμοῖς ἀλύτοις τοῦ ἀναθέματος ὑποβάλλουσα.
[6] Ἀλλά γε δὴ καὶ Βουλγάρων ἔθνος βαρβαρικὸν καὶ μισόχριστον εἰς τοσαύτην μετέκλινεν ἡμερότητα καὶ θεογνωσίαν, ὥστε τῶν δαιμονίων καὶ πατρῴων ἐκστάντεςὀργίων καὶ τῆς ἑλληνικῆς δεισιδαιμονίας ἀποσκευασάμενοι τὴν πλάνην, εἰς τὴν τῶν χριστιανῶν παραδόξως μετενεκεντρίσθησαν πίστιν. ἀλλ᾿ ὢ πονηρᾶς καὶ βασκάνου καὶἀθέου βουλῆς τε καὶ πράξεως! ἡ γὰρ τοιαύτη διήγησις, εὐαγγελίων οὖσα ὑπόθεσις, εἰς κατήφειαν μετατίθεται, τῆς εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς εἰς πένθος τραπείσης καὶ δάκρυα. οὔπω γὰρ ἐκείνου τοῦ ἔθνους οὐδ᾿ εἰς δύο ἐνιαυτοὺς τὴν ὀρθὴν τῶν χριστιανῶν τιμῶντος θρησκείαν, ἄνδρες δυσσεβεῖς καὶ ἀποτρόπαιοι (καὶ τί γὰρ οὐκ ἄν τις εὐσεβῶν τούτους ἐξονομάσειεν), ἄνδρες ἐκ σκότους ἀναδύντες (τῆς γὰρ ἑσπερίου μοίραςὑπῆρχον γεννήματα), οἴμοι πῶς τὸ ὑπόλοιπον ἐκδιηγήσομαι! οὗτοι πρὸς τὸ νεοπαγὲς εἰς εὐσέβειαν καὶ νεοσύστατον ἔθνος, ὥς περ κεραυνὸς ἢ σεισμὸς ἢ χαλάζης πλῆθος, μᾶλλον δὲ οἰκειότερον εἰπεῖν, ὥς περ ἄγριος μονιὸς ἐμπηδήσαντες, τὸν ἀμπελῶνα Κυρίου τὸν ἠγαπημένον καὶ νεόφυτον καὶ ποσὶν καὶ ὀδοῦσιν, ἤ τοι τρίβοις αἰσχρᾶς πολιτείας καὶ διαφθορᾷ δογμάτων, τό γε εἰς τόλμαν ἧκον τὴν αὐτῶν, κατανεμησάμενοι ἐλυμήναντο. [7] ἀπὸ γὰρ τῶν ὀρθῶν καὶ καθαρῶν δογμάτων καὶ τῆς τῶν χριστιανῶν ἀμωμήτου πίστεως παραφθείρειν τούτους καὶ ὑποσπᾶν κατεπανουργεύσαντο. καὶ πρῶτον μὲν αὐτοὺς ἐκθέσμως εἰς τὴν τῶν σαββάτων νηστείαν μετέστησαν· οἶδε δὲ καὶ ἡ μικρὰ τῶν παραδοθέντων ἀθέτησις καὶ πρὸς ὅλην τοῦδόγματος ἐπιτρέψαι καταφρόνησιν· ἔπειτα δὲ τὴν τῶν νηστειῶν πρώτην ἑβδομάδα τῆςἄλλης νηστείας περικόψαντες, εἰς γαλακτοποσίας καὶ τυροῦ τροφὴν καὶ τὴν τῶνὁμοίων ἀδηφαγίαν καθείλκυσαν. ἐντεῦθεν αὐτοῖς τὴν ὁδὸν τῶν παραβάσεωνἐμπλατύνοντες καὶ τῆς εὐθείας τρίβου καὶ βασιλικῆς διαστρέφοντες, καὶ δὴ καὶ τοὺςἐνθέσμῳ γάμῳ πρεσβυτέρους διαπρέποντας, οἱ πολλὰς κόρας χωρὶς ἀνδρὸς γυναῖκας δεικνύοντες, καὶ γυναῖκας παῖδας ἐκτρεφούσας, ὧν οὐκ ἔστιν πατέρας θεάσασθαι, οὗτοι τοὺς ὡς ἀληθῶς Θεοῦ ἱερεῖς μυσάττεσθαί τε καὶ ἀποστρέφεσθαι παρεσκεύασαν, τῆς Μάνου γεωργίας ἐν αὐτοῖς τὰ σπέρματα κατασπείροντες καὶ ψυχὰς ἄρτι βλαστάνειν ἀρξαμένας τὸν σπόρον τῆς εὐσεβείας τῇ τῶν ζιζανίων ἐπισπορᾷλυμαινόμενοι.
[8] ᾿Αλλά γε δὴ καὶ τοὺς ὑπὸ πρεσβυτέρων μύρῳ χρισθέντας ἀναμυρίζειν αὐτοὶ οὐπεφρίκασιν, ἐπισκόπους ἑαυτοὺς ἀναγορεύοντες καὶ τὸ τῶν πρεσβυτέρων χρῖσμαἄχρηστον εἶναι καὶ εἰς μάτην ἐπιτελεῖσθαι τερατευόμενοι. ἆρ᾿ ἔστιν ὃς τηλικαύτηνἀκοῇ παρείληφεν ἄνοιαν, ἣν κατατολμᾶν οἱ παράφρονες οὐκ ἐνάρκησαν, τοὺς ἅπαξ μύρῳ χρισθέντας ἀναχρίοντες καὶ τὰ τῶν χριστιανῶν ὑπερφυῆ καὶ θεῖα μυστήρια εἰς λῆρον μακρὸν καὶ πλατὺν ἐξορχούμενοι γέλωτα; καὶ τό γε σοφὸν τῶν ὡς ἀληθῶςἀμυήτων, οὐ γὰρ ἔξεστι, φασίν, ἱερεῦσι τοὺς τελουμένους μύρῳ ἁγιάζειν· ἀρχιερεῦσι γὰρ μόνοις ἐνομίσθη. [9] πόθεν ὁ νόμος; τίς δ᾿ ὁ νομοθέτης; ποῖος τῶν ἀποστόλων; τῶν πατέρων δέ; ἀλλὰ τῶν συνόδων; ἡ ποῦ καὶ πότε συστᾶσα; τίνων δὲ κρατήσασα ψήφοις; οὐκ ἔξεστιν ἱερεῖ μύρῳ τοὺς βαπτιζομένους σφραγίζειν; οὐκοῦν οὐδὲ βαπτίζειν ὅλως οὐδὲ ἱερᾶσθαι. ἄρα, ἵνα σοι μηδὲ ἡμίτομος ἱερεὺς ἀλλ᾿ ὁλόκληρος, εἰς ἀνίερον εἴη κλῆρον ἀπεληλαμένος. ἱερουργεῖ τὸ δεσποτικὸν σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ καὶ τοὺς πάλαι μυσταγωγηθέντας δι᾿ αὐτῶν καθαγιάζει· πῶς οὐχ ἁγιάσει μύρῳ χρίων τοὺς νῦν τελουμένους; βαπτίζει ὁ ἱερεύς, καθάρσιον δῶρον τῷ βαπτιζομένῳ τελεσιουργῶν· πῶςἧς τελεσιουργὸς αὐτὸς ὑπάρχει καθάρσεως ἀφαιρήσεις αὐτοῦ τὴν φυλακὴν καὶσφραγῖδα; ἀλλ᾿ ἀφαιρεῖς τὴν σφραγῖδα; μηδ᾿ ὑπηρετεῖν ἐπιτρέψῃς τῷ δώρῳ, μηδ᾿ ἐν αὐτῷ τινὰς τελεσιουργεῖν, ἵνα σε γυμνοῖς ὁ σὸς ἱερεὺς ἐνδιαπρέπων ὀνόμασι τῆς αὐτῆς αὐτῷ χοροστασίας κορυφαῖον δείξῃ καὶ ἐπίσκοπον.
[10] Ἀλλὰ γὰρ οὐχὶ μόνον εἰς ταῦτα παρανομεῖν ἐξηνέχθησαν, ἀλλὰ καὶ εἴ τις κακῶν ἐστι κορωνίς, εἰς ταύτην ἀνέδραμον. πρὸς γάρ τοι τοῖς εἰρημένοιςἀτοπήμασι καὶ τὸ ἱερὸν καὶ ἅγιον σύμβολον, ὃ πᾶσι τοῖς συνοδικοῖς καὶ οἰκουμενικοῖς ψηφίσμασιν ἄμαχον ἔχει τὴν ἰσχύν, νόθοις λογισμοῖς καὶ παρεγγράπτοις λόγοις καὶ θράσους ὑπερβολῇ κιβδηλεύειν ἐπεχείρησαν, ὢ τῶν τοῦπονηροῦ μηχανημάτων! τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐκ ἐκ τοῦ πατρὸς μόνον ἀλλά γε καὶ ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεσθαι κοινολογήσαντες. [11] τίς ποτε τοιαύτην παρὰ τῶν πώποτε ἀσεβησάντων φωνὴν ἤκουσε ῥαγεῖσαν; ποῖος σκολιὸς ὄφις εἰς τὰς ἐκείνων καρδίας τοῦτο ἠρεύξατο;τίς ὅλως ἀνάσχοιτο τῶν ἐν χριστιανοῖς τελούντων ἐπὶ τῆςἁγίας τριάδος δύο εἰσάγειν αἴτια, υἱοῦ μὲν καὶ πνεύματος τὸν πατέρα, τοῦ πνεύματος δὲ πάλιν τὸν υἱόν, καὶ εἰς διθεΐαν τὴν μοναρχίαν λύειν, καὶ μηδὲν ἧττον τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας τὴν τῶν χριστιανῶν σπαράττειν θεολογίαν καὶ τῆςὑπερουσίου καὶ μοναρχικῆς τριάδος ἐξυβρίζειν τὸ ἀξίωμα; [12] διὰ τί δὲ καὶ ἐκπορευθείη <ἐκ> τοῦ υἱοῦ τὸ πνεῦμα; εἰ γὰρ ἡ ἐκ τοῦ πατρὸςἐκπόρευσις τελεία (τελεία δὲ ὅτι θεὸς τέλειος ἐκ θεοῦ τελείου), τίς ἡ ἐκ τοῦ υἱοῦἐκπόρευσις; καὶ διατί; περιττὸν γὰρ ἂν εἴη τοῦτο καὶ μάταιον.
[13] Ἔτι δέ, εἰ ἐκπορεύεται <ἐκ> τοῦ υἱοῦ τὸ πνεῦμα ὥς περ ἐκ πατρός, τί μὴ καὶ ὁυἰὸς ἐκ τοῦ πνεύματος γεννᾶται ὥς περ ἐκ πατρός; ἵνα εἴη πάντα τοῖς ἀσεβοῦσινἀσεβῆ, καὶ αἱ γνῶμαι καὶ τὰ ῥήματα, καὶ μηδὲν αὐτοῖς ἀτόλμητον ὑπολίποιτο. [14] σκόπει δὲ κἀκεῖνο. εἰ γὰρ ἐν ᾧ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται τὸ πνεῦμα, ἡ ἰδιότηςἐπιγινώσκεται αὐτοῦ, ὡσαύτως δὲ καὶ ἐν ᾧ γεννᾶται ὁ υἱός, ἡ τοῦ υἱοῦ, ἐκπορεύεται δέ,ὡς ὁ ἐκείνων λῆρος, καὶ τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ υἱοῦ, πλείοσιν ἄρα ἰδιότησι διαστέλλεται τὸπνεῦμα τοῦ πατρὸς ἤ περ ὁ υἱός· κοινὸν μὲν γὰρ πατρὶ καὶ υἱῷ ἡ ἐξ αὐτῶν τοῦπνεύματος πρόοδος, ἰδία δὲ τοῦ πνεύματος ἥ τε ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπόρευσις καὶ μὴν καὶἡ ἐκ τοῦ υἱοῦ. εἰ δὲ πλείοσι διαφοραῖς διαστέλλεται τὸ πνεῦμα ἤπερ ὁ υἱός, ἐγγυτέρω ἂν εἴη τῆς πατρικῆς οὐσίας ὁ υἱὸς ἥπερ τὸ πνεῦμα· καὶ οὕτως ἡ Μακεδονίου πάλιν κατὰτοῦ πνεύματος παρακύψει τόλμα, τὸ ἐκείνων ὑποδυομένη δρᾶμα καὶ τὴν σκηνήν. [15] ἄλλως τε δὲ εἰ πάντα τὰ κοινὰ πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ τοῦ πνεύματος πάντως ὑπάρχει κοινά, ὡς τὸ θεός, τὸ βασιλεύς, τὸ δημιουργός, τὸ παντοκράτωρ, τὸ ὑπερούσιον, τὸἁπλοῦν, τὸ ἀσχημάτιστον, τὸ ἀσώματον, τὸ ἀόρατον, ἁπλῶς τὰ ἄλλα πάντα, κοινὸν δὲπατρὸς καὶ υἱοῦ ἡ τοῦ πνεύματος ἐξ αὐτῶν πρόοδος, καὶ ἐξ ἑαυτοῦ ἄραἐκπορευθήσεται τὸ πνεῦμα· καὶ ἀρχὴ ἔσται αὐτὸ ἑαυτοῦ καὶ αἴτιον ἅμα καὶ αἰτιατόν. ὅπερ οὐδ᾽ οἱ τῶν Ἑλλήνων μῦθοι ἀνεπλάσαντο. ἀλλὰ καὶ εἰ μόνου πνεύματός ἐστι τὸ εἰςἀρχὰς ἀναφέρεσθαι διαφόρους, πῶς οὐκ ἔστι μόνου πνεύματος τὸ πολύαρχον ἔχεινἀρχήν;
[16] Ἔτι δέ, εἰ ἐν οἷς πατρὶ καὶ υἱῷ κοινωνίαν ἐκαινούργησαν, τὸ πνεῦμα τούτοιςἀποτειχίζουσι, πατὴρ δὲ κατ᾿ οὐσίαν υἱῷ ἀλλ᾿ οὐ κατά τι τῶν ἰδιωμάτων εἰς κοινωνίαν συνάπτεται, τῆς κατ᾿ οὐσίαν ἄρα συγγενείας τὸ Πνεῦμα περιορίζουσιν. ὁρᾷς ὡς μάτην οὗτοι, μᾶλλον δ᾿ εἰς πρόχειρον θήραν τῶν πολλῶν, τὸ τῶν χριστιανῶν ἑαυτοῖς ἐπέθεσαν ὄνομα; «ἐκπορεύεται τὸπνεῦμα ἐκ τοῦ υἱοῦ». πόθεν ἤκουσας τοῦτο; ἐκ ποίων εὐαγγελιστῶν τὴν φωνὴν ἔχεις ταύτην; ποίας συνόδου τὸ βλάσφημον τοῦτο ῥῆμα; ὁ Κύριος καὶ θεὸς ἡμῶν φησι· «Τὸπνεῦμα, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται». οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες «Τὸ πνεῦμα», φασίν, «ὃ παρὰ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεται». τίς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴνὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; αὕτη κατὰ τῶν εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰςἁγίας παρατάσσεται συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν μέγαν Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς ἐκκλησίας στήλην τὸν μέγαν Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα τὸ τῆς σοφίας πέλαγος τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον· καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα; κατὰπάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων, καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται.
[17] «Τὸ πνεῦμα ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπορεύεται». πότερον, τὴν αὐτὴν ἐκπόρευσιν ἢ τῆς πατρῴας ἀντίθετον; εἰ μὲν γὰρ τὴν αὐτήν, πῶς οὐ κοινοῦνται αἱ ἰδιότητες, αἷς καὶμόναις ἡ τριὰς τριὰς εἶναι καὶ προσκυνεῖσθαι χαρακτηρίζεται; εἰ δὲ ἐκείνης ἀντίθετον, πῶς ἡμῖν οὐ Μάνεντες καὶ Μαρκίωνες τῷ ῥήματι τούτῳ προκύπτουσι, τὴν θεομάχον πάλιν κατὰ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦ γλῶσσαν προτείνοντες; [18] πρὸς δέ γε τοῖς εἰρημένοις, εἰ ἐκ τοῦ πατρὸς μὲν ὁ υἱὸς γεγέννηται, τὸ δὲ πνεῦμα ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦυἱοῦ ἐκπορεύεται, ὡς εἰς δύο αἰτίας ἀναφερόμενον, οὐδὲ τὸ σύνθετον εἶναι διαδράσειεν. [19] ἔτι δέ, εἰ ἐκ τοῦ πατρὸς ὁ υἱὸς γεγέννηται, τὸ δὲ πνεῦμα ἐκ τοῦ πατρὸς καὶ τοῦ υἱοῦἐκπορεύεται, τίς ἡ καινοτομία τοῦ πνεύματος, μὴ καὶ ἕτερόν τι αὐτοῦ ἐκπεπορεῦσθαι;ὡς συνάγεσθαι κατὰ τὴν ἐκείνων θεομάχων γνώμην μὴτρεῖς, ἀλλὰ τέσσαρας τὰς ὑποστάσεις, μᾶλλον δ᾽ ἀπείρους, τῆς τετάρτης αὐτοῖς ἄλλην προβαλλούσης, κἀκείνης πάλιν ἑτέραν, μέχρις ἂν εἰς τὴνἑλληνικὴν πολυπληθίαν ἐκπέσωσι. [20] πρὸς δέ γε τοῖς εἰρημένοις κἀκεῖνο ἄν τιςἐπισκοπήσειεν, ὡς εἴ περ ἡ τοῦ πνεύματος ἐκ τοῦ πατρὸς πρόοδος εἰς ὕπαρξιν συντελεῖ, τί συνοίσει τῷ πνεύματι ἡ ἐκ τοῦ υἱοῦ ἐκπόρευσις, τῆς πατρικῆς ἀρκούσης εἰςὕπαρξιν; οὐ γάρ τις εἰς ἕτερόν τι τῶν περὶ τὴν οὐσίαν συντελεῖν κατατολμήσειε λέγειν, πάσης διπλόης καὶ συνθέσεως τῆς μακαρίας καὶ θείας ἐκείνης φύσεως ὡς ἀπωτάτω κειμένης.
[21] Χωρὶς δὲ τῶν εἰρημένων, εἰ πᾶν ὅ περ μή ἐστι κοινὸν τῆς παντοκρατορικῆς καὶὁμοουσίου καὶ ὑπερφυοῦς τριάδος ἑνός ἐστι μόνου τῶν τριῶν, οὐκ ἔστι δὲ ἡ τοῦπνεύματος προβολὴ κοινὸν τῶν τριῶν, ἑνὸς ἄρα ἐστὶ μόνου τῶν τριῶν. πότερον οὖν, ἐκ τοῦ πατρὸς φήσουσιν ἐκπορεύεσθαι τὸ πνεῦμα; καὶ πῶς οὐκ ἐξομόσονται τὴν φίλην αὐτοῖς καὶ καινὴν μυσταγωγίαν; εἰ δὲ ἐκ τοῦ υἱοῦ, τί μὴ κατ᾿ ἀρχὰς ἐθάρρησαν αὐτῶνὅλην ἐκκαλύψαι τὴν θεομαχίαν; ὥστε οὐ μόνον τὸν υἱὸν εἰς τὴν τοῦ πνεύματος προβολὴν ἐγκαθιστῶσιν, ἀλλὰ καὶ τοῦ πατρὸς ταύτην ἀφαιροῦνται. [22] οἷς ἀκόλουθον δήπου καὶ τὴν γέννησιν τῇ προβολῇ συμμετατιθέντας μηδὲ τὸν υἱὸν ἐκ τοῦ πατρὸςἀλλὰ τὸν πατέρα τερατολογεῖν ἐκ τοῦ υἱοῦ γεγεννῆσθαι, ἵνα μὴ τῶν δυσσεβούντων μόνον ἀλλὰ καὶ τῶν μαινομένων ὦσι πρωτοστάται. ὅρα δὲ κἀντεῦθεν κατάφωρον αὐτῶν τὸ δυσσεβὲς καὶ ἀνόητον δεικνύμενον βούλημα. ἐπεὶ γὰρ ἅπαν ὃ θεωρεῖται καὶλέγεται ἐν τῇ παναγίᾳ καὶ ὁμοφυεῖ καὶ ὑπερουσίῳ τριάδι ἢ κοινόν ἐστι πάντων ἢ ἑνὸς καὶ μόνου τῶν τριῶν, ἡ δὲ τοῦ πνεύματος προβολὴ οὔτε κοινόν ἐστιν, ἀλλ᾿ οὐδ᾿, ὡς αὐτοί φασιν, ἑνὸς καὶ μόνου τινός (ἵλεως δὲ ἡμῖν εἴη, καὶ εἰς τὰς ἐκείνων τρέποιτο τὸβλάσφημον κεφαλάς), οὐκ ἄρα ὅλως ἐστὶν ἐν τῇ ζωαρχικῇ καὶ παντελείῳ τριάδι ἡ τοῦπνεύματος προβολή. [23] καὶ μυρία ἄν τις τὴν ἄθεον αὐτῶν γνώμην διελέγχων τοῖς εἰρημένοις ἐπιμετρήσειεν, ἃ τῆς ἐπιστολῆς ὁ νόμος οὐκ ἐᾷ νῦν ἐντάττειν οὐδὲπαρατίθεσθαι. δι᾿ ὃ καὶ ἅ περ εἴρηται στοιχειωδῶς τε καὶ ἐν τύπῳ ἀπηγγέλθησαν, τῶν κατὰ μέρος ἐλέγχων καὶ τῆς ἐν πλάτει διδασκαλίας, Θεοῦ διδόντος, εἰς τὴν κοινὴν ταμιευομένων συνέλευσιν.
[24] Ταύτην τὴν ἀσέβειαν οἱ τοῦ σκότους ἐκεῖνοι ἐπίσκοποι(ἐπισκόπους γὰρ ἑαυτοὺς ἐπεφήμιζον) μετὰ τῶν ἄλλων ἀθεμίτων <εἰς τὸ τῶν> Βουλγάρων ἔθνος ἐνέσπειραν. ἦλθεν ἡ τούτων φήμη εἰς τὰς ἡμετέρας ἀκοάς. ἐπλήγημεν διὰ μέσων τῶν σπλάγχνων καιρίαν πληγήν, ὡς εἴ τις τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτοῦ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς ἴδοι ὑπὸ ἑρπετῶν καὶ θηρίων σπαρασσόμενά τε καὶδιασπώμενα. καὶ γὰρ οἷς κόποι καὶ πόνοι καὶ ἱδρῶτες εἰς τὴν ἐκείνων ἀναγέννησίν τε καὶ τελείωσιν κατεβλήθησαν, ἀναλόγως αὐτοῖς συμπεσεῖν ἀφόρητον τὴν λύπην καὶτὴν συμφορὰν τῶν γεννημάτων παραπολλυμένων ἐξεγένετο. οὕτω γὰρ ἐθρηνήσαμενἐπὶ τῷ συνενεχθέντι παθήματι, ὅσον χαρᾶς ἐπληρώθημεν τῆς παλαιᾶς πλάνηςἀπαλλαγέντας αὐτοὺς θεασάμενοι. ἀλλ᾿ ἐκείνους μὲν ἐθρηνήσαμέν τε καὶ θρηνοῦμεν, καὶ ἀνορθωθῆναι τοῦ πτώματος, οὐ δώσομεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν ὕπνον οὐδὲ τοῖς βλεφάροις νυσταγμόν, ἕως ἂν αὐτοὺς εἰς τὸ τοῦ Κυρίου κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν εἰσελάσωμεν σκήνωμα. [25] τοὺς δὲ νέους τῆς ἀποστασίας προδρόμους, τοὺς θεραπευτὰς τοῦ ἀντικειμένου, τοὺς μυρίωνἐνόχους θανάτων, τοὺς κοινοὺς λυμεῶνας, τοὺς τὸ ἁπαλὸν ἐκεῖνο καὶνεοσύστατον εἰς τὴν εὐσέβειαν ἔθνος τοσούτοις καὶ τηλικούτοις σπαραγμοῖς διασπαράξαντας, τούτους τοὺς ἀπατεῶνας καὶ θεομάχους συνοδικῇ καὶ θείᾳ κατεκρίναμεν ψήφῳ, οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἤδη συνόδων καὶ ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην ὑπεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες ἐπίδηλον. πέφυκε γὰρ τὸἀνθρώπινον οὐχ οὕτω ταῖς παρελθούσαις τιμωρίαις ἀσφαλίζεσθαι, ὡς ταῖς ὁρωμέναις σωφρονίζεσθαι· καὶ τῶν φθασάντων ὑπάρχει βεβαίωσις ἡ τῶν ἐνεστηκότων συμφώνησις.
[26] Δι᾿ ὃ τούτους ἐπιμένοντας αὐτῶν τῇ πολυτρόπῳ πλάνῃπάσης ἀγέλης χριστιανῶν ἐκκηρύκτους ἐποιησάμεθα. καὶ γὰρὁ τῶν ἁγίων ἀποστόλων τέταρτος καὶ ἑξηκοστὸς κανὼν τοὺς ἐν τοῖς σάββασι νηστείαν ἐπιτηδεύοντας ὧδέ πως ἀπορραπίζων φησίν· Εἴ τις κληρικὸς εὑρεθείη τὴν κυριακὴν ἡμέραν νηστεύων ἢ τὸ σάββατον, πλὴν τοῦ ἑνὸς μόνου, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω. καὶ δὴ καὶ ὁ τῆς ἁγίας καὶ οἰκουμενικῆςἕκτης συνόδου πέμπτος καὶ πεντηκοστὸς κανὼν οὕτω πως ἀποφαινόμενος· Ἐπειδὴμεμαθήκαμεν τοὺς ἐν τῇ Ῥωμαίων πόλει ἐν ταῖς ἁγίαις τῆς τεσσαρακοστῆς νηστείαις τοῖς ταύτης σάββασι νηστεύειν παρὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἐκκλησιαστικὴν ἀκολουθίαν, ἔδοξε τῇἁγίᾳ συνόδῳ, ὥστε κρατεῖν καὶ ἐπὶ τὴν Ῥωμαίων ἐκκλησίαν ἀπαρασαλεύτως τὸν κανόνα τὸν λέγοντα· Εἴ τις κληρικὸς εὑρεθῇ τῇ ἁγίᾳ κυριακῇ νηστεύων ἢ τὸ σάββατον, πλὴν τοῦἑνὸς καὶ μόνου, καθαιρείσθω· εἰ δὲ λαϊκὸς εἴη, ἀφοριζέσθω.
[27] Ἀλλά γε δὴ καὶ ὁ τῆς ἐν Γάγγρᾳ συνόδου περὶ τῶν τὸν γάμον βδελυσσομένων κανὼν τέταρτος ταῦτά φησιν· Εἴ τις διακρίνοιτο παρὰ πρεσβυτέρου γεγαμηκότος, ὡς μὴχρῆναι, λειτουργήσαντος αὐτοῦ προσφορᾶς μεταλαμβάνειν, ἀνάθεμα ἔστω. [28] ὡσαύτως δὲ ψῆφον ὁμόφωνον φέρει κατ᾿ αὐτῶν καὶ ἡ ἕκτη σύνοδος, τοῦτον ἀναγράφουσα τὸν τρόπον· Ἐπειδὴ ἐν τῇ ῾Ρωμαίων ἐκκλησίᾳ ἐν τάξει κανόνος παραδεδόσθαι διέγνωμεν, τοὺς μέλλοντας διακόνου ἢ πρεσβυτέρου ἀξιοῦσθαι χειροτονίας καθομολογεῖν ὡς οὐκέτι ταῖς αὐτῶν συνάπτονται γαμεταῖς, ἡμεῖς, τῷ ἀρχαίῳ ἐξακολουθοῦντες κανόνι τῆςἀποστολικῆς ἀκριβείας καὶ τάξεως, τὰ τῶν ἱερῶν ἀνδρῶν κατὰ νόμους συνοικέσια καὶἀπὸ τοῦ νῦν ἐρρῶσθαι βουλόμεθα, μηδαμῶς αὐτῶν τὴν πρὸς γαμετὰς συνάφειαν διαλύοντες ἢ ἀποστεροῦντες αὐτοὺς τῆς πρὸς ἀλλήλους κατὰ καιρὸν τὸν προσήκονταὁμιλίας. ὥστε εἴ τις ἄξιος εὑρεθείη πρὸς χειροτονίαν διακόνου ἢ ὑποδιακόνου, οὗτος μηδαμῶς κωλυέσθω ἐπὶ τὸν τοιοῦτον βαθμὸν ἐμβιβάζεσθαι γαμετῇ συνοικῶν νομίμῳ, μήτε μὴν ἐν τῷ τῆς χειροτονίας καιρῷ ἀπαιτείσθω ὁμολογεῖν ὡς ἀποστήσεται τῆς νομίμου πρὸς τὴν οἰκείαν γαμετὴν ὁμιλίας, ἵνα μὴ ἐντεῦθεν τὸν ἐκ θεοῦ νομοθετηθέντα καὶ εὐλογηθέντα τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ γάμον καθυβρίζειν ἐκβιασθῶμεν, τῆς τοῦ εὐαγγελίου φωνῆς ἐβοώσης· «Οὓς ὁ Θεὸς ἔζευξεν ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω», καὶ τοῦἀποστόλου διδάσκοντος «τίμιον τὸν γάμον ἐν πᾶσι καὶ τὴν κοίτην ἀμίαντον», καὶ «Δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν». εἴ τις οὖν τολμήσει, παρὰ τοὺς ἀποστολικοὺς κανόνας κινούμενος, τινὰ τῶν ἱερωμένων, πρεσβύτερόν φαμεν ἢ διάκονον ἢ ὑποδιάκονον,ἀποστερεῖν τῆς πρὸς τὴν νόμιμον γυναῖκα συναφείας τε καὶ κοινωνίας, καθαιρείσθω. ὡσαύτως καὶ εἴ τις πρεσβύτερος ἢ διάκονος τὴν αὐτοῦ γυναῖκα προφάσει εὐλαβείαςἐκβάλλει, ἀφοριζέσθω· ἐπιμένων δέ, καθαιρείσθω.
[29] Ἡ δὲ κατάλυσις τῆς πρώτης ἑβδομάδος καὶ ὁ ἀναμυρισμὸς τῶν ἤδη βεβαπτισμένων καὶ μεμυρισμένων οὐδὲ κανόνων, οἶμαι, δεήσεται εἰς κατάγνωσιν, αὐτόθεν καὶ μόνης τῆς διηγήσεως πᾶσαν ὑπερβολὴν ἐκνικώσης δυσσεβήματος. οὐ μὴνἀλλὰ καὶ ἡ κατὰ τοῦ πνεύματος, μᾶλλον δὲ καθ᾿ ὅλης τῆς ἁγίας τριάδος, ὑπερβολὴν οὐλείπουσα βλασφημία, κἂν μηδὲν ἕτερον εἴη τῶν προειρημένων τετολμημένον, ἐξαρκεῖκαὶ μόνη μυρίοις αὐτοὺς ὑπαγαγεῖν ἀναθέμασι.
[30] Τούτων τὴν γνῶσιν καὶ εἴδησιν κατὰ τὸ παλαιὸν τῆς ἐκκλησίας ἔθοςἀνενεγκεῖν τῇ ὑμετέρᾳ ἐν Κυρίῳ ἀδελφότητι ἐδικαιώσαμεν καὶ προθύμους καὶ συναγωνιστὰς γενέσθαι ἐπὶ τῇ καθαιρέσει τῶν δυσσεβῶν τούτων καὶ ἀθέων κεφαλαίων παρακινοῦμέν τε καὶ δεόμεθα· καὶ μὴλιπεῖν τὴν πατρῴαν τάξιν, ἣν ὑμᾶς οἱ πρόγονοι, δι᾿ ὧν ἔπραξαν, κατέχειν παραδεδώκασιν, ἀλλὰ σπουδῇ πολλῇ καὶ προθυμίᾳ ἀνθ᾿ ὑμῶν τοποτηρητάς τιναςἑλέσθαι καὶ ἀποστεῖλαι, ἄνδρας τὸ ὑμέτερον ἐπέχοντας πρόσωπον, εὐσεβείᾳ καὶἱερωσύνῃ καὶ λόγῳ καὶ βίῳ κεκοσμημένους, ὡς ἂν τὴν ἀρτιφανῆ τῆςἀσεβείας ταύτης ἐφερπύσασαν γάγγραιναν ἐκ μέσου τῆς ἐκκλησίας ποιησώμεθα, καὶ τοὺς ἐκμανέντας τοσαύτην ἐπισπορὰν πονηρίας εἰς τὸνεοπαγὲς καὶ νεοσύστατον ἔθνος εἰσενεγκεῖν αὐταῖς ἀνασπᾶσαι ῥίζαις, καὶ τῷπυρὶ παραδοῦναι διὰ τῆς κοινῆς ἀποφάσεως, ὃ τοὺς κατηραμένους ὑποδέχεσθαι τὰ κυριακὰ θεσπίζουσι λόγια. [31] οὕτω γὰρ τῆς μὲν ἀσεβείας ἐλαυνομένης καὶ τῆς εὐσεβείας κραταιουμένης,ἐλπίδας ἔχομεν ἀγαθὰς εἰς τὴν παραδοθεῖσαν αὐτοῖς ἐπαναστρέψαι πίστιν καὶ τὸνεοκατήχητον εἰς Χριστὸν καὶ νεοφώτιστον τῶν Βουλγάρων πλήρωμα. καὶ γὰρ οὐμόνον τὸ ἔθνος τοῦτο τὴν εἰς Χριστὸν πίστιν τῆς προτέρας ἀσεβείας ἠλλάξατο, ἀλλά γε δὴ καὶ τὸ παρὰ πολλοῖς πολλάκις θρυλούμενον καὶ εἰς ὠμότητα καὶ μιαιφονίαν πάντας δευτέρους ταττόμενον, τοῦτο δὴ τὸ καλούμενον Τορῶς, οἳ δὴ καὶ κατὰ τῆςῥωμαϊκῆς ἀρχῆς τοὺς πέριξ αὐτῶν δουλωσάμενοι κἀκεῖθεν ὑπέρογκα φρονηματισθέντες, χεῖραν ἀντῆραν. ἀλλ᾿ ὅμως νῦν καὶ οὗτοι τὴν τῶν χριστιανῶν καθαρὰν καὶ ἀκίβδηλον θρησκείαν τῆς ἑλληνικῆς καὶ ἀθέου δόξης, ἐν ᾗ κατείχοντο πρότερον, ἀντηλλάξαντο, ἐν ὑπηκόων ἑαυτοὺς καὶ προξένων τάξει, ἀντὶ τῆς πρὸμικροῦ καθ᾽ ἡμῶν λεηλασίας καὶ τοῦ μεγάλου τολμήματος ἀγαπητῶςἐγκαταστήσαντες. καὶ ἐπὶ τοσοῦτον αὐτοὺς ὁ τῆς πίστεως πόθος καὶ ζῆλος ἀνέφλεξε –Παῦλος πάλιν βοᾷ· Εὐλογητὸς ὁ θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας–, ὥστε καὶ ἐπίσκοπον καὶ ποιμένα δέξασθαι καὶ τὰ τῶν χριστιανῶν θρησκεύματα διὰ πολλῆς σπουδῆς καὶ ἐπιμελείαςἀσπάζεσθαι.
[32] Τούτων οὖν οὕτω τῇ τοῦ φιλανθρώπου θεοῦ χάριτι, τοῦ πάντας ἀνθρώπους θέλοντος σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν, τῶν παλαιῶν αὐτοῖς δοξασμάτων μετατιθεμένων καὶ τὴν εἰλικρινῆ τῶν χριστιανῶν πίστιν ἐκείνωνἀλλασσομένων, εἰ διανασταίη καὶ ἡ ὑμετέρα ἀδελφότης συμπροθυμηθῆναι καὶσυγκατεργάσασθαι εἰς τὴν ἐκκοπὴν καὶ καῦσιν τῶν παραφυάδων ἐν Κυρίῳ ἸησοῦΧριστῷ τῷ ἀληθινῷ θεῷ ἡμῶν, πεποιθότες ἐσμὲν ὅτι τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐπὶ πλέον ἔτι μᾶλλον αὐξηθήσεται καὶ πληρωθήσεται τὸ εἰρημένον ὅτι «Εἰδήσουσί με πάντες ἀπὸμικροῦ ἕως μεγάλου αὐτῶν», καὶ «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος» τῶν ἀποστολικῶν διδαγμάτων «καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν». [33] δεῖοὖν τοὺς παρ᾽ ὑμῶν ἀνθ᾿ ὑμῶν στελλομένους καὶ τὸ ὑμέτερον ὑποδυομένους ἱερὸν καὶὅσιον πρόσωπον τὴν ὑμετέραν αὐθεντίαν, ἣν ὑμεῖς ἐν πνεύματι ἁγίῳ ἐκληρώσασθεἐγχειρισθῆναι, ὡς ἂν περί τε τούτων τῶν κεφαλαίων καὶ περὶ ἑτέρων τούτοις παραπλησίων ἐξ αὐθεντίας ὦσιν ἀποστολικοῦ θρόνου καὶ λέγειν ἱκανοὶ καὶ πράττεινἀκώλυτοι.
[34] Καὶ γὰρ δὴ καὶ ἀπὸ τῶν τῆς Ἰταλίας μερῶν συνοδική τις ἐπιστολὴ πρὸς ἡμᾶςἀναπεφοίτηκεν ἀρρήτων ἐγκλημάτων γέμουσα· ἅ τινα κατὰ τοῦ οἰκείου αὐτῶνἐπισκόπου οἱ τὴν Ἰταλίαν οἰκοῦντες μετὰ πολλῆς κατακρίσεως καὶ ὅρκων μυρίων διεπέμψαντο, μὴ παριδεῖν αὐτοὺς οὕτως οἰκτρῶς ὀλλυμένους καὶ ὑπὸ τηλικαύτης βαρείας πιεζομένους τυραννίδος, καὶ τοὺς ἱερατικοὺς νόμους ὑβριζομένους καὶ πάντας θεσμοὺς ἐκκλησίας ἀνατρεπομένους. ἃ καὶ πάλαι μὲν διὰ μοναχῶν καὶ πρεσβυτέρωνἐκεῖθεν ἀναδραμόντων εἰς πάντων ἀκοὰς διεφέροντο. [35] Βασίλειος δ᾿ ἄρα ἦν καὶΖωσιμᾶς Μητροφάνης τε καὶ σὺν αὐτοῖς ἕτεροι, οἳ τὴν τοιαύτην τυραννίδα ἀπωδύροντο καὶ πρὸς ἐκδίκησιν τῶν ἐκκλησιῶν ἐξεκαλοῦντο δακρύοντες. νῦν δέ, ὡς ἔφθην εἰπών, καὶ γράμματα διάφορα καὶ ἐκ διαφόρων ἐκεῖθεν ἀναπεφοίτηκε τραγῳδίας ἁπάσης καὶμυρίων θρήνων γέμοντα. ὧν τὰ ἴσα κατὰ τὴν ἐκείνων ἀξίωσίν τε καὶ ἐξαίτησιν (καὶγὰρ εἰς πάντας τοὺς ἀρχιερατικοὺς καὶ ἀποστολικοὺς θρόνους διαδοθῆναι ταῦτα μετὰφρικτῶν ὅρκων καὶ παρακλήσεων ἐδυσώπησαν), ὡς αὐτὰ ἐκεῖνα παραστήσει ἀναγινωσκόμενα.
[36] Τῷδε ἡμῶν τῷ γραμματίῳ ἐνετάξαμεν, ἵνα καὶ περὶ τούτων, τῆς ἁγίας καὶοἰκουμενικῆς ἐν Κυρίῳ συνόδου ἀθροιζομένης, τὰ τῷ θεῷ καὶ τοῖς συνοδικοῖς κανόσι δοκοῦντα ψήφῳ βεβαιωθείη κοινῇ καὶ εἰρήνη βαθεῖα τὰς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας καταλήψοιτο. καὶ γὰρ οὐ μόνον τὴν ὑμετέραν μακαριότητα ἐπὶ τοῦτο προκαλούμεθα,ἀλλά γε δὴ καὶ τῶν ἄλλων ἀρχιερατικῶν καὶ ἀποστολικῶν θρόνων οἱ μὲν ἤδη καὶπάρεισιν, οἱ δὲ οὐ μετὰ πολὺν χρόνον παρεῖναί εἰσι προσδόκιμοι. μὴ οὖν ἡ ὑμετέρα ἐν Κυρίῳ ἀδελφότης ἀναβολῇ τινι καὶ παρατάσει χρόνου τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῆς διατρίβεινὑπὲρ τὸ δέον ποιήσῃ, γινώσκουσα ὡς εἴ τι παρὰ τὴν αὐτῆς ὑστέρησιν οὐ κατὰ τὸ δέονἐλλιπές τι διαπραχθείη, οὐχ ἕτερός τις ἀλλ᾿ εἰς ἑαυτὴν αὐτὴ τὸ κατάκριμαἐπισπάσαιτο.
[37] Καὶ τοῦτο δὲ προστεθῆναι χρεὼν τοῖς γράμμασιν ἡγησάμεθα, ἵνα τὴν ἁγίαν καὶ οἰκουμενικὴν ἑβδόμην Σύνοδον ταῖς ἁγίαις καὶ οἰκουμενικαῖς ἕξ Συνόδοις συντάττειν καὶ συναριθμεῖν παντὶ τῷ ὑφ᾿ ὑμᾶς τῆς ἐκκλησίας παραδοθείη πληρώματι. φήμη γὰρ ἧκεν εἰς ἡμᾶς ὥς τινες τῶν ὑπὸ τὸν ἀποστολικὸν ὑμῶν θρόνον ἐκκλησίαι, μέχρι τῆς ἕκτης τὰς οἰκουμενικὰς ἀριθμοῦσαι συνόδους, τὴν ἑβδόμην οὐκ ἴσασιν. ἀλλὰτὰ μὲν ἐν αὐτῇ κυρωθέντα, εἴ περ τι ἄλλο, διὰ σπουδῆς καὶ σεβασμιότητος ἄγουσιν, αὐτὴν δ᾿ ἀνακηρύττειν ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας ὥς περ καὶ τὰς ἄλλας οὔπω ἔτυχονἐπιγνώσεως, καί τοι τὸ ἴσον ἐκείναις ἁπανταχοῦ διασῳζούσης ἀξίωμα. [38] καὶ γὰρ καὶαὕτη μεγίστην καθεῖλε δυσσέβειαν, συμπαρέδρους αὐτῇ καὶ συμψήφους τοὺς ἐκ τῶν τεσσάρων ἥκοντας ἀρχιερατικῶν θρόνων ἔχουσα. παρῆν γάρ, ὡς δῆλον, ἀπὸ μὲν τοῦὑμετέρου ἀποστολικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξανδρείας Θωμᾶς μοναχὸς πρεσβύτερος καὶ οἱσὺν αὐτῷ, ἀπὸ δὲ ᾿Ιεροσολύμων καὶ Ἀντιοχείας Ἰωάννης καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, καὶ ἀπό γε τῆς πρεσβυτέρας ῾Ρώμης Πέτρος ὁ εὐλαβέστατος πρωτοπρεσβύτερος καὶ ἕτερος Πέτρος πρεσβύτερος, μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς κατὰ ῾Ρώμην εὐαγοῦς μονῆς τοῦἁγίου Σάββα. καὶ τούτων ἁπάντων συνεληλυθότων ἅμα τῷ ἡμετέρῳ πατροθείῳ καὶἁγιωτάτῳ καὶ τρισμακαρίστῳ ἀνδρὶ Ταρασίῳ ἀρχιεπισκόπῳ Κωνσταντινουπόλεως, ἡμεγάλη καὶ οἰκουμενικὴ ἑβδόμη Σύνοδος συνεκροτήθη, τὴν τῶν εἰκονομάχων ἢχριστομάχων θριαμβεύσασα καὶ καθελοῦσα δυσσέβειαν. [39] ἧς ἴσως, τοῦ βαρβαρικοῦκαὶ ἀλλοφύλου τῶν Ἀράβων κατασχόντος τὰς χώρας ἔθνους, οὐκ ἐγένετο ῥᾷστον τὰπρακτικὰ πρὸς ὑμᾶς διακομισθῆναι. δι᾿ ἣν αἰτίαν παρὰ πολλοῖς τῶν αὐτόθι ταύτης αἱδιατάξεις, εἰ καὶ τιμῶνται καὶ περιέπονται, ἀλλ᾿ οὖν ὅτι ταύτης εἰσίν, ὥς φασιν, οὔκ εἰσιν ἐν γνώσει.
[40] Χρὴ δ᾿ οὖν καὶ ταύτην, καθ᾿ ἅ περ ἔφθημεν εἰπόντες, μεγάλην τε καὶ ἁγίαν καὶοἰκουμενικὴν καὶ ταῖς πρὸ αὐτῆς ἓξ συνόδοις συνανακηρύττειν. τὸ γὰρ μὴ οὕτω διαπράττεσθαι καὶ ποιεῖν, πρῶτον μὲν ἀδικεῖν ἐστι τὴν τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίαν, τηλικαύτην ὑπερορῶντας σύνοδον καὶ τοσούτῳ μέρει τὸν σύνδεσμον αὐτῆς καὶ τὴν συνάφειαν διασπῶντας καὶ διαλύοντας· δεύτερον δὲ καὶ τῶν εἰκονομαχούντων, ὧν οὐδὲν ἔλαττον τῶν ἄλλων αἱρετικῶν, εὖ οἶδ᾿ ὅτι, μυσάττεσθε τὸ δυσσέβημα, πλατύνεινἐστὶ τὰ στόματα, οὐχὶ οἰκουμενικῇ συνόδῳ τὴν αὐτῶν καθαιρεθῆναι δυσσέβειαν, ἀλλ᾿ἑνὸς θρόνου κρίσει τὴν δίκην ὑπέχειν, πρόφασιν ἐχόντων εἰς τὸ τερατεύεσθαι. δι᾿ ἅ περἅπαντα ἔν τε τοῖς συνοδικοῖς γράμμασι καὶ ἐν ἀλλαις ἁπάσαις ἐκκλησιαστικαῖςἱστορίαις καὶ συζητήσεσιν ἀριθμεῖν ταύτην καὶ συγκαταλέγειν ταῖς ἁγίαις καὶοἰκουμενικαῖς ἓξ συνόδοις, ἑβδόμην μετ᾽ ἐκείνας τάττοντας, ἀξιοῦμέν τε καὶ ὡςἀδελφοῖς ἀδελφοὶ παραινοῦμεν τὰ πρέποντα εἰσηγούμενοι.
[41] Χριστὸς δὲ ὁ ἀληθινὸς θεὸς ἡμῶν, ὁ πρῶτος καὶ μέγας ἀρχιερεύς, ὁ ἑκούσιονὑπὲρ ἡμῶν ἑαυτὸν καλλιερησάμενος σφάγιον καὶ τὸ οἰκεῖον αἷμα λύτρον ὑπὲρ ἡμῶν καταθέμενος, δοίη μὲν τὴν ὑμετέραν ἀρχιερατικὴν καὶ τιμίαν κεφαλὴν κρείττω τῶν κύκλῳ καθισταμένων βαρβαρικῶν ἐθνῶν ὀφθῆναι, δοίη δὲ γαληνὸν καὶ ἤρεμονἐξανύειν τὸν τοῦ βίου δρόμον, δοίη δὲ τυχεῖν καὶ τῆς ἄνω κληρουχίας ἀνεκλαλήτῳχαρᾷ καὶ εὐφροσύνῃ, ἔνθα πάντων ἐστὶν εὐφραινομένων ἡ κατοικία καὶ ἧς ἀπέδραὀδύνη πᾶσα καὶ στεναγμὸς καὶ κατήφεια, ἐν αὐτῷ Χριστῷ τῷ ἀληθινῷ θεῷ ἡμῶν, ᾧ ἡδόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
[42] Ὑπερευχόμεθα ὑμῶν κατὰ χρέος τῆς πατρικῆς ὁσιότητος. μεμνῆσθαι καὶαὐτοὶ τῆς ἡμῶν μὴ διαλίποιτε μετριότητος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου