Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου : πρακτικά καί θεολογικά κεφάλαια
2. Πίστη στό Χριστό
ειναι οχι μόνο νά καταφρονήσομε ολα τά ευχάριστα του κόσμου, αλλά καί νά εχομε
εγκαρτέρηση καί υπομονή σέ κάθε πειρασμό πού μας ερχεται καί μας προκαλει
λύπες, θλίψεις καί συμφορές, ωσπου νά ευδοκήσει νά μας επισκεφθει ο Θεός, οπως
λέει ο Ψαλμωδός: «Μέ κάθε υπομονή περίμενα τόν Κύριο, καί Αυτός μέ επισκέφθηκε».
3. Εκεινοι πού
προτιμουν σέ κάτι τούς γονεις τους από τήν εντολή του Θεου, δέν εχουν πίστη στό
Χριστό, καί οπωσδήποτε καταδικάζονται από τή συνείδησή τους, αν βέβαια εχουν
ζωντανή συνείδηση της απιστίας τους. Γνώρισμα των πιστων ειναι νά μήν παραβαίνουν
σέ τίποτε απολύτως τήν εντολή του μεγάλου Θεου καί Σωτήρα μας Ιησου Χριστου.
4. Η πίστη στό
Χριστό, τόν αληθινό Θεό, γεννα τήν επιθυμία των καλων καί τό φόβο της
κολάσεως. Η επιθυμία των πράγματι καλων
καί ο φόβος της κολάσεως, προξενουν τήν ακριβή τήρηση των εντολων. Η ακριβής τήρηση των εντολων διδάσκει στούς
ανθρώπους πόσο αδύνατοι ειναι. Η
κατανόηση της πραγματικης αδυναμίας μας γεννα τή μνήμη του θανάτου. Οποιος απέκτησε σύνοικό του τή μνήμη του
θανάτου, θά ζητήσει μέ πόνο νά μάθει, τί τόν περιμένει μετά τήν εξοδο καί τήν
αναχώρησή του από αυτή τή ζωή. Καί οποιος φροντίζει νά μάθει γιά τά μετά
θάνατον, οφείλει πρωτα απ΄ ολα νά στερήσει τόν εαυτό του από τά παρόντα· γιατί
οποιος ειναι δεμένος μέ εμπάθεια σ΄ αυτά, εστω καί στό παραμικρό, δέν μπορει νά
αποκτήσει τήν τέλεια γνώση των μελλόντων.
Αλλά καί αν ακόμη, κατά θεία οικονομία, γευθει κάπως τή γνώση αυτή, δέν
αφήσει ομως τό ταχύτερο αυτά μέ τά οποια ειναι δεμένος μέ εμπάθεια, γιά νά
παραμείνει ολοκληρωτικά στή γνώση αυτή, χωρίς νά επιτρέπει στόν εαυτό του νά
σκέφτεται τίποτε αλλο εκτός από αυτή, τότε καί η γνώση πού νομίζει οτι εχει, θά
του αφαιρεθει.
5. Η απάρνηση του
κόσμου καί η τέλεια αναχώρηση από αυτόν, μαζί μέ τήν αποξένωση απ΄ ολα τά
υλικά, τίς συνήθειες, τίς γνωμες καί τά πρόσωπα του κόσμου, καί μέ τήν αρνηση
του σώματος καί του θελήματος, προξενει μέσα σέ λίγο καιρό μεγάλη ψυχική
ωφέλεια σ΄ εκεινον πού μέ τόση θέρμη απαρνήθηκε τόν κόσμο.
6. Εσύ πού φεύγεις
από τόν κόσμο, πρόσεξε μήν αφήσεις στήν αρχή τήν ψυχή σου νά ζητα παρηγορία
μένοντας μέσα σ΄ αυτόν, καί ας σέ αναγκάζουν ολοι οι συγγενεις καί οι φίλοι.
Αυτά τούς συμβουλεύουν οι δαίμονες, γιά νά σβήσουν τή θέρμη της καρδιας σου.
Γιατί καί αν ακόμη δέν εμποδίσουν ολότελα τήν πρόθεσή σου, πάντως τήν κάνουν
πιό χαύνη καί ασθενική.
7. Οταν σέ ολα τά
ευχάριστα του βίου σταθεις ανδρειος καί ανυποχώρητος, τότε οι δαίμονες στρέφουν
τούς συγγενεις σου σέ συμπάθεια τάχα, καί τούς κάνουν νά κλαινε καί νά θρηνουν
γιά σένα μπροστά σου. Θά καταλάβεις ομως αυτή τήν αλήθεια οταν, εσύ μέν μείνεις
ακλόνητος καί σ΄ αυτή τή δαιμονική επίθεση, ενω εκείνους θά τούς δεις νά
ανάβουν ξαφνικά εναντίον σου από μανία καί μίσος καί νά σέ αποστρέφονται σάν
εχθρό καί νά μή θέλουν ουτε νά σέ δουν.
8. Οταν βλέπεις τή
θλίψη πού προκαλειται εξαιτίας σου στούς γονεις, τούς αδελφούς καί τούς φίλους,
γέλα σέ βάρος του δαίμονα πού υποβάλλει ποικιλότροπα νά γίνονται ολα αυτά
εναντίον σου. Μέ φόβο καί μεγάλη σπουδή αποτραβήξου καί παρακάλεσε εκτενως τό
Θεό νά φτάσεις τό ταχύτερο σέ λιμάνι καλου πνευματικου πατέρα, οπου αυτός θά
αναπαύσει τήν κουρασμένη καί φορτωμένη ψυχή σου. Γιατί τό πέλαγος του βίου
κρύβει πολλά πού προξενουν κινδύνους καί τήν πλήρη απώλεια.
9. Εκεινος πού
θέλει νά μισήσει τόν κόσμο, οφείλει νά εχει αγάπη στό Θεό από τά βάθη της ψυχης
του, καί αέναη τή μνήμη Του. Γιατί τίποτε, εκτός από αυτά, δέν κάνει τόν
ανθρωπο νά αφήνει τά πάντα μέ χαρά καί νά τά αποστρέφεται σάν σκύβαλα.
10. Μή θελήσεις καθόλου νά μείνεις στόν κόσμο γιά ευλογες η
παράλογες αιτίες, αλλ΄ οταν κληθεις, υπάκουσε αμέσως. Γιατί σέ κανένα αλλο δέν
ευαρεστειται ο Θεός, οσο στήν ταχεία ανταπόκρισή μας. Καλύτερα σύντομα υπακοή
μέ φτώχεια, παρά αργοπορία μέ πολλά υπάρχοντα.
11. Αφου ο κόσμος καί
τά του κόσμου ειναι ολα πρόσκαιρα, κι ο Θεός ειναι αφθαρτος καί αθάνατος, νά
χαίρεστε οσοι γι΄ Αυτόν αφήσατε τά φθαρτά. Φθαρτά δέν ειναι μόνον ο πλουτος καί
τά χρήματα, αλλά καί κάθε ηδονή καί απόλαυση της αμαρτίας ειναι φθορά. Μόνο οι
εντολές του Θεου ειναι φως καί ζωή. Καί ετσι τίς ονομάζουν ολοι.
12. Αν ελαβες,
αδελφέ, μέσα σου θεία φλόγα καί γι΄ αυτό ετρεξες σέ κοινόβιο η σέ πνευματικό
πατέρα, αν σέ παρακινει αυτός η οι συνασκούμενοι αδελφοί σου νά αναπαύεσαι μέ
λουτρά η φαγητά η αλλες περιποιήσεις του σώματος, μή δεχτεις, αλλά νά εισαι
πάντοτε ετοιμος γιά νηστεία, κακοπάθεια καί αυστηρότατη εγκράτεια. Ετσι, αν παρακινηθεις από τόν πνευματικό σου
πατέρα νά περιποιηθεις λίγο τό σωμα σου, νά βρεθεις ετοιμος νά υπακούσεις,
χωρίς ουτε καί σ΄ αυτό νά κάνεις τό δικό σου θέλημα. Αν πάλι δέ συμβει αυτό, νά υπομείνεις μέ χαρά
ο,τι θεληματικά προτίμησες, καί ετσι νά ωφελεισαι ψυχικά. Αν τό τηρεις αυτό, θά εισαι πάντοτε σέ ολα
νηστευτής καί εγκρατευτής καί ολότελα αρνητής του δικου σου θελήματος. Καί οχι
μόνον αυτό, αλλά καί τή φλόγα της καρδιας σου θά τήν φυλάξεις ασβηστη, πού σέ
πείθει νά καταφρονεις τά πάντα.
13. Οταν οι δαίμονες
κάνουν τά πάντα καί δέν μπορέσουν νά κλονίσουν τόν κατά Θεόν σκοπό μας η νά τόν
εμποδίσουν, τότε μπαίνουν κρυφά σ΄ αυτούς πού υποκρίνονται ευλάβεια καί
προσπαθουν μέσω αυτων νά εμποδίζουν τούς αγωνιζόμενους. Καί στήν αρχή, σάν νά
κινουνται τάχα από αγάπη καί συμπάθεια, τούς παρακινουν σέ σωματικές
αναπαύσεις, γιά νά μήν αδυνατίσει τό σωμα -λένε- καί πέσει σέ ακηδία. Τούς
παρασύρουν επειτα σέ ανώφελες συνομιλίες καί τούς κάνουν νά ξοδεύουν σ΄ αυτές
τίς ημέρες τους. Καί οταν κανείς από τούς αγωνιστές τούς ακούσει καί γίνει
ομοιός τους, αυτοί αλλάζουν καί γελουν γιά τήν απώλειά του. Αν πάλι δέν ακούσει τά λόγια τους, αλλά κρατα
τόν εαυτό του ξένο απ΄ ολα αυτά καί σκεφτικό καί συνεσταλμένο, αρχίζουν νά τόν
φθονουν καί κάνουν τά πάντα, γιά νά τόν διώξουν καί από τή Μονή ακόμη. Γιατί η
κενοδοξία οταν δέν τιμαται, δέν υποφέρει νά βλέπει απέναντί της νά επαινουν τήν
ταπείνωση.
14. Πνίγεται ο κενόδοξος βλέποντας τόν ταπεινόφρονα νά χύνει
δάκρυα καί νά ωφελειται διπλά: εξιλεώνει μ΄ αυτά τό Θεό, καί χωρίς νά θέλει
κάνει τούς ανθρώπους νά τόν επαινουν.
15. Αφότου αναθέσεις
τόν εαυτό σου ολόκληρο στόν πνευματικό σου πατέρα, νά ξέρεις οτι εισαι ξένος
πλέον σέ ολα εκεινα τά οποια φέρνεις μαζί σου απ΄ εξω: ανθρώπους, πράγματα καί
χρήματα. Χωρίς τή γνώμη του τίποτε μή θελήσεις νά κάνεις, αλλά μήτε νά ζητήσεις
από αυτόν κάτι, ουτε μεγάλο, ουτε μικρό, εκτός αν εκεινος μέ δική του γνώμη σέ
διατάξει νά πάρεις, η σου δώσει μέ τά χέρια του.
16. Χωρίς γνώμη του πνευματικου σου πατέρα ουτε ελεημοσύνη
νά δώσεις από τά χρήματα πού εφερες, μά ουτε καί νά θελήσεις νά λάβεις από
αυτόν κάτι από αυτά μέ τή μεσολάβηση αλλου. Καλύτερα νά εισαι φτωχός καί ξένος
καί νά υπακους, παρά νά σκορπας χρήματα καί νά δίνεις στούς φτωχούς οσο εισαι
αρχάριος. Απόδειξη της καθαρης πίστεώς
σου ειναι νά αναθέσεις τά πάντα στόν πνευματικό σου πατέρα, σάν νά τά ανέθεσες
στό χέρι του Θεου.
17. Ουτε νερό νά ζητήσεις, καί ας σου συμβει νά φλέγεσαι,
μέχρις οτου μόνος του ο πνευματικός σου πατέρας σέ προτρέψει. Πίεζε τόν εαυτό
σου καί βίαζέ τον σέ ολα, πείθοντας τό λογισμό σου μέ τά λόγια: « Αν θέλει ο
Θεός καί εισαι αξιος νά πιεις, θά τό φανερώσει στόν πατέρα σου καί θά σου πει
νά πιεις. Καί τότε θά πιεις μέ καθαρή συνείδηση, κι ας μήν ειναι ακόμη η ωρα.»
18. Κάποιος πού δοκίμασε πνευματική ωφέλεια καί απέκτησε
ανόθευτη πίστη στόν πνευματικό του πατέρα, βάζοντας μάρτυρα της αλήθειας τό Θεό
ειπε: « Εχω πάρει μέσα μου αυτή τήν απόφαση· νά μή ζητήσω από τόν πνευματικό
μου πατέρα ουτε νά φάω ουτε νά πιω τίποτε, η νά γευθω κάτι χωρίς νά μου πει
εκεινος, εως οτου ο Θεός τόν πληροφορήσει καί μέ διατάξει ο ιδιος. Καί μέ αυτό
τόν τρόπο δέν αστόχησα ποτέ.».
19. Εκεινος πού
απέκτησε καθαρή πίστη στόν κατά Θεόν πατέρα του, θεωρει οτι βλέποντας αυτόν,
βλέπει τόν ιδιο τό Χριστό. Καί οταν βρίσκεται μαζί του η τόν ακολουθει,
πιστεύει ακλόνητα οτι βρίσκεται μαζί μέ τό Χριστό καί οτι Αυτόν ακολουθει.
Αυτός ο υποτακτικός ποτέ δέ θά επιθυμήσει νά συναναστραφει μέ κάποιον αλλο,
ουτε θά προτιμήσει κανένα από τά πράγματα του κόσμου παραπάνω από τήν μνήμη
εκείνου καί τήν αγάπη του. Γιατί τί ειναι μεγαλύτερο καί ωφελιμότερο καί στήν
παρούσα ζωή καί στή μέλλουσα από τό νά ειναι κανείς μαζί μέ τό Χριστό; Καί τί
ειναι ωραιότερο καί γλυκύτερο από τή θέα του Χριστου; Κι αν μάλιστα αξιωθει νά
συνομιλει μαζί Του, εξάπαντος από αυτό θ΄ αντλήσει ζωή αιώνια.
20. Εκεινος πού αγαπα
μέ ολη του τήν ψυχή εκείνους πού τόν υβρίζουν η τόν αδικουν καί του στερουν τά
πράγματά του, καί προσεύχεται γι΄ αυτούς, ανεβαίνει σέ λίγο καιρό σέ υψηλό
βαθμό προκοπης. Γιατί οταν αυτό γίνεται μέ αισθηση καρδιας, κατεβάζει τόν
ανθρωπο σέ αβυσσο ταπεινώσεως καί σέ πηγές δακρύων, οπου βυθίζεται τό τριμερές
της ψυχης, καί ανεβάζει στόν ουρανό της απάθειας τό νου καί τόν κάνει
θεωρητικό. Καί μέ τή γεύση της ουράνιας αγαθότητας τόν κάνει νά θεωρει σκύβαλα
ολα τά πράγματα αυτης της ζωης, καί νά παίρνει ακόμη καί αυτήν τήν τροφή καί τό
νερό πιό αραιά καί χωρίς ηδονική διάθεση.
21. Ο ασκητής δέν
πρέπει νά απέχει μόνον από κακές πράξεις, αλλά καί νά φροντίζει νά ειναι
ελεύθερος από λογισμούς καί εννοιες κακές, καί νά ασχολειται συνεχως μέ
ψυχωφελεις καί πνευματικές ενθυμήσεις, γιά νά μένει ετσι αμέριμνος από τά
βιοτικά.
22. Αν κανείς
ξεγυμνώσει ολο τό σωμα του, εχει ομως κάλυμμα στά μάτια καί δέ θελήσει νά τό
πετάξει, δέν μπορει μέ μόνη τή γύμνια του σώματος νά δει τό φως. Ετσι κι εκεινος πού καταφρόνησε ολα τά αλλα
πράγματα καί τά χρήματα καί ελευθερώθηκε από τά πάθη του, αν δέν ελευθερώσει
καί τά μάτια της ψυχης του από τίς ενθυμήσεις του κόσμου καί τίς πονηρές
εννοιες, δέ θά δει ποτέ τό νοητό φως, δηλαδή τόν Κύριο καί Θεό μας Ιησου Χριστό.
23. Ο,τι κάνει τό
κάλυμμα πού εμποδίζει τά μάτια, τό ιδιο κάνουν καί οι κοσμικοί λογισμοί καί οι
βιοτικές ενθυμήσεις στή διάνοια, πού ειναι ο οφθαλμός της ψυχης. Οσον καιρό λοιπόν τίς εχομε, δέν πρόκειται νά
δουμε· οταν ομως αφαιρεθουν μέ τή μνήμη του θανάτου, τότε θά δουμε ολοκάθαρα τό
αληθινό Φως, τό οποιο φωτίζει κάθε ανθρωπο πού ερχεται στόν ανω κόσμο.
24. Εκεινος πού ειναι
τυφλός εκ γενετης δέ θά μάθει, ουτε θά πιστέψει τήν αξία των γραφομένων·
εκεινος ομως πού κάποτε θ΄ αξιωθει νά δει, θά μαρτυρήσει οτι ειναι αλήθεια τά
λεγόμενα.
25. Εκεινος πού
βλέπει μέ τά αισθητά μάτια, ξέρει πότε ειναι νύχτα καί πότε ημέρα, ενω ο τυφλός
αγνοει καί τά δύο. Καί εκεινος πού θεραπεύτηκε από τήν πνευματική τύφλωση καί
βλέπει μέ τά νοερά μάτια, εχοντας δει τό αληθινό καί αδυτο Φως, οταν από
ραθυμία γυρίσει στήν πρωτινή του τύφλωση καί στερηθει τό φως, αισθάνεται εντονα
τή στέρησή του, καί δέν αγνοει από που του προηλθε αυτή. Εκεινος ομως πού ειναι τυφλός εκ γενετης, δέ
γνώρίζει τίποτε από αυτά ουτε μέ τήν πείρα, ουτε από τήν ενέργειά τους, εκτός
αν εξ ακοης ακούσει καί μάθει κάτι γι΄ αυτά πού ποτέ δέν ειδε, καί διηγηθει σέ
αλλους εκεινα πού ακουσε· ομως κι αυτός καί οσοι τόν ακουνε δέ θά γνωρίζουν γιά
ποιά πράγματα μιλουνε.
26. Ειναι αδύνατο καί στή σάρκα νά προξενει κανείς κόρο μέ
αφθονα φαγητά, καί παράλληλα νά απολαμβάνει πνευματικά τή νοερή καί θεία
χρηστότητα. Οσο υπηρετήσει κανείς τήν
κοιλιά του, τόσο θά στερηθει τή θεία χρηστότητα. Καί στό βαθμό πού θά
ταλαιπωρήσει κανείς τό σωμα του, ανάλογα θά χορτάσει πνευματική τροφή καί
παρηγορία.
27. Ας αφήσομε ολα τά
επίγεια· οχι μόνο τόν πλουτο καί τό χρυσάφι καί τά αλλα υλικά πράγματα του
βίου, αλλά ας διώξομε τελείως καί τήν επιθυμία τους από τίς ψυχές μας. Ας μισήσομε οχι μόνο τίς ηδονές του σώματος,
αλλά καί τίς αλογες κινήσεις του καί ας φροντίσομε νά τό νεκρώσομε μέ κόπους.
Γιατί μέ τό σωμα εκδηλώνεται η επιθυμία καί καταλήγει στήν πράξη. Καί οσο αυτή
ζει, ειναι επόμενο η ψυχή μας νά ειναι νεκρή καί δυσκίνητη γιά κάθε θεία
εντολή, η καί τελείως ακίνητη.
28. Οπως η φλόγα
στρέφεται πάντοτε πρός τά πάνω, καί μάλιστα αν ανακατέψεις τά ξύλα, ετσι καί η
καρδιά του κενόδοξου δέν μπορει νά ταπεινωθει, αλλά ετσι καί του πεις εκεινα
πού τόν ωφελουν, υπερηφανεύεται περισσότερο.
Οταν δηλαδή τόν ελέγχουν η τόν νουθετουν, αντιλέγει εντονα· ενω οταν τόν
επαινουν καί τόν κολακεύουν, επαίρεται απρεπα.
29. Εκεινος πού
αποφάσισε νά αντιλέγει, ειναι γιά τόν εαυτό του δίκοπο μαχαίρι· χωρίς νά τό καταλαβαίνει
φονεύει τήν ψυχή του καί τήν αποξενώνει από τήν αιώνια ζωή.
30. Εκεινος πού
αντιλέγει ειναι ομοιος μ΄ εκεινον πού παραδίνεται θεληματικά στούς εχθρούς του
βασιλια. Γιατί η αντιλογία ειναι αγκίστρι, μέ δόλωμα τή δικαιολογία, από τήν
οποία δελεαζόμαστε καί καταπίνομε τό αγκίστρι της αμαρτίας. Μ΄ αυτό συνηθίζουν
νά πιάνουν τή δύστυχη ψυχή από τή γλώσσα καί τό λαιμό τά πνεύματα της πονηρίας,
καί αλλοτε νά τήν τινάζουν ψηλά στήν υπερηφάνεια, αλλοτε νά τήν καταποντίζουν
σέ αβυσσαλέο χάος αμαρτίας, καί ετσι νά τήν καταδικάζουν μαζί μέ τούς δαίμονες
πού επεσαν από τόν ουρανό.
31. Εκεινος πού οταν
δέχεται ατιμίες καί υβρεις αισθάνεται μεγάλο πόνο στήν καρδιά, ας μάθει από
αυτό οτι κουβαλάει στόν κόρφο του τό παλιό φίδι. Αν λοιπόν υπομείνει μέ σιωπή η αποκριθει μέ
μεγάλη ταπείνωση, εξασθενίζει αυτό τό φίδι καί τό παραλύει. Αν ομως αντιπει πικρόλογα η μιλήσει μέ
αυθάδεια, δίνει δύναμη στό φίδι νά χύνει τό δηλητήριό του μέσα στήν καρδιά του
καί νά του κατατρώει ανελέητα τά εντόσθιά του· ετσι αυτό θά δυναμώνει κάθε μέρα
καί θά κατατρώει τή βελτίωση στό αγαθό καί τή δύναμη της αθλιας ψυχης του, μέ
αποτέλεσμα νά ζει στό εξης γιά τήν αμαρτία, νά ειναι ομως τελείως νεκρός γιά
τήν αρετή.
32. Αν θελήσεις νά
απαρνηθεις τόν κόσμο καί νά διδαχθεις τόν ευαγγελικό τρόπο ζωης, μήν παραδώσεις
τόν εαυτό σου σέ απειρο η εμπαθή διδάσκαλο, γιά νά μή διδαχθεις αντί ευαγγελική
τή διαβολική ζωή. Γιατί των καλων δασκάλων ειναι καλά τά μαθήματα, ενω των
κακων, κακά. Καί οι κακοί σπόροι οπωσδήποτε δίνουν κακούς καρπούς.
33. Νά ικετεύεις τό Θεό μέ προσευχές καί δάκρυα νά σου
στείλει οδηγό απαθή καί αγιο. Αλλά καί
σύ ο ιδιος νά μελετας τίς θειες Γραφές, καί μάλιστα τά πρακτικά συγγράμματα των
αγίων Πατέρων, γιά νά αντιπαραβάλλεις σ΄ αυτά τή διδασκαλία καί τίς πράξεις του
διδασκάλου καί γέροντά σου, βλέποντάς τες οπως σέ καθρέφτη καί εξετάζοντάς τες.
Καί οσα ειναι σύμφωνα μέ τίς Γραφές νά τά εγκολπώνεσαι καί νά τά κρατεις στό
νου σου, τά νόθα ομως καί ξένα νά τά διακρίνεις καί νά τά απορρίπτεις, γιά νά
μήν πλανηθεις. Γιατί νά ξέρεις, πολλοί πλάνοι καί ψευδοδιδάσκαλοι υπάρχουν
σήμερα.
34. Εκεινος πού δέ
βλέπει καί υπόσχεται νά οδηγει αλλους, ειναι πλάνος καί οδηγει στήν απώλεια
εκείνους πού τόν ακολουθουν, σύμφωνα μέ τό λόγο του Κυρίου: « Οταν ενας τυφλός
οδηγει αλλον τυφλό, θά πέσουν καί οι δύο σέ λάκκο».
35. Οποιος ειναι
τυφλός πρός τό Ενα, ειναι τελείως τυφλός
πρός ολα. Οποιος βλέπει στό Ενα, βρίσκεται στή θεωρία των πάντων· απέχει
από τή θεωρία των πάντων καί φτάνει στή θεωρία των πάντων, οντας εξω από τά
θεωρούμενα. Οταν ετσι βρίσκεται στό Ενα, βλέπει τά πάντα· καί ενω ειναι στά
πάντα, δέ βλέπει τίποτε από αυτά. Οποιος
βλέπει στό Ενα, μέσω του Ενός βλέπει καί τόν εαυτό του καί ολα καί
ολους· καί οντας κρυμμένος στό Ενα,
τίποτε από τά πάντα δέν βλέπει.
36. Εκεινος πού δέν
ντύθηκε τήν εικόνα του Κυρίου μας Ιησου
Χριστου, του επουρανίου ανθρώπου καί Θεου, κατά τό λογικό καί νοερό του μέρος
μέ συναίσθηση καί γνώση, ειναι μόνο σάρκα καί α#ιμα, μήν μπορώντας νά λάβει
αισθηση της πνευματικης δόξας μέ τά λόγια, οπως καί οι γεννημένοι τυφλοί δέν
μπορουν νά εννοήσουν τό φως του ηλίου μόνο μέ τά λόγια.
37. Οποιος ετσι
ακούει καί βλέπει καί αισθάνεται, καταλαβαίνει τή σημασία των λεγομένων, επειδή
φόρεσε ηδη τήν εικόνα του επουρανίου καί εφτασε στήν τέλεια πνευματική
ωριμότητα, πού μέτρο της ειναι ο Χριστός. Σ΄ αυτή τήν κατάσταση μπορει νά
οδηγει καλά στό δρόμο των θείων εντολων τό ποίμνιο του Θεου. Εκεινος πού δέν εχει αυτή τή γνώση, αλλά
ειναι σέ αλλη κατάσταση, ειναι φανερό οτι ουτε τά αισθητήρια της ψυχης εχει
καθαρά καί υγιή. Αυτός ειναι καλό νά οδηγειται μαλλον, παρά νά οδηγει αλλους.
38. Εκεινος πού
βλέπει τόν πνευματικό του δάσκαλο καί οδηγό σάν Θεό, δέν μπορει νά του
αντιλέγει. Αν νομίζει καί λέει οτι κάνει
καί τά δύο, νά ξέρει πώς εχει πλανηθει. Γιατί δέν ξέρει τί διάθεση πρός τό Θεό
εχουν οι ανθρωποι του Θεου.
39. Εκεινος πού
πιστεύει οτι στό χέρι του οδηγου του ειναι η ζωή καί ο θάνατός του, δέν
αντιλέγει ποτέ. Η αγνοια αυτου του
πράγματος γεννα τήν αντιλογία, πού προξενει τό νοητό καί αιώνιο θάνατο.
40. Πρίν ακούσει τήν απόφαση ο υπόδικος, εχει τήν αδεια νά
απολογηθει καί νά μιλήσει μπροστά στό δικαστή γιά ο,τι εκανε. Επειτα ομως, αφου φανερωθουν οσα εκανε καί
βγάλει τήν απόφασή του ο δικαστής, δέ φέρνει καμία αντίρρηση, ειτε μικρή ειτε
μεγάλη, σ΄ εκείνους πού τόν τιμωρουν.
41. Πρίν νά εισέλθει ο μοναχός σ΄ αυτό τό δικαστήριο καί
φανερώσει οσα κρύβει στήν καρδιά του, ισως νά του επιτρέπεται νά αντιλέγει,
ειτε από αγνοια, ειτε γιατί νομίζει οτι κρύβει τίς αμαρτίες του. Μετά τήν
φανέρωση ομως των λογισμων του καί τήν ειλικρινή εξομολόγηση, ποτέ πιά δέν του
επιτρέπεται νά αντιλέγει στό δεύτερο μετά τό Θεό δικαστή του καί εξουσιαστή,
μέχρι τό θάνατό του. Γιατί ο μοναχός πού μπηκε από τήν αρχή σ΄ αυτό τό
δικαστήριο καί ξεγύμνωσε οσα κρύβει η καρδιά του, ειναι από πρίν πεπεισμένος -αν
εχει κάποια πνευματική γνώση- οτι ειναι αξιος μυρίων θανάτων· καί πιστεύει οτι
μέ τήν υπακοή καί τήν ταπείνωσή του θά λυτρωθει από κάθε τιμωρία καί κόλαση.
Αυτά βέβαια αν αληθινά γνωρίζει τί σημαίνει αυτό τό μυστήριο.
42. Οποιος φυλάει
αυτά ανεξάλειπτα στή διάνοιά του, δέ θά εχει ποτέ καμία εμπαθή κίνηση στήν
καρδιά του οταν παιδαγωγειται η νουθετειται η ελέγχεται. Γιατί οποιος πέφτει
στά σφάλματα αυτά, εννοω τήν αντιλογία καί τήν απιστία στόν πνευματικό του
πατέρα καί διδάσκαλο, γκρεμίζεται αξιοθρήνητα, ενω ζει ακόμη, στά βαθύτερα μέρη
του αδη. Καί γίνεται κατοικία του σατανα καί ολου του ακάθαρτου συρφετου του,
επειδή ειναι απειθής καί βαδίζει στήν απώλεια.
43. Παρακαλω εσένα, τό τέκνο της υπακοης, νά εχεις συνεχως
αυτά μέσα στό νου σου, καί νά αγωνίζεσαι μέ ολη τή δύναμή σου νά μήν
γκρεμιστεις στά δεινά του αδη πού αναφέραμε, αλλά νά παρακαλεις θερμά κάθε μέρα
τό Θεό λέγοντας: «Θεέ καί Κύριε των απάντων,
Εσύ πού εχεις εξουσία πάνω σέ κάθε πνοή καί ψυχή, πού Εσύ μόνος μπορεις νά μέ γιατρέψεις, ακουσε τή
δέησή μου του ταλαιπώρου, καί τό φίδι πού φωλιάζει μέσα μου, θανάτωσέ το μέ τήν
επιφοίτηση του παναγίου Σου Πνεύματος καί αφάνισέ το. Καί εμένα πού ειμαι
φτωχός καί γυμνός από κάθε αρετή, αξίωσέ με νά πέσω στά πόδια του αγίου μου
πατέρα μέ δάκρυα· καί ελκυσε τήν αγία του ψυχή σέ συμπάθεια γιά νά μέ ελεήσει.
Καί δωσε Κύριε ταπείνωση στήν καρδιά μου καί λογισμούς πού αρμόζουν σέ
αμαρτωλό, ο οποιος σου υποσχέθηκε νά μετανοει. Καί μήν εγκαταλείψεις τελείως
μιά ψυχή πού ηρθε μιά γιά πάντα μαζί Σου καί Σέ ομολόγησε καί Σέ διάλεξε καί Σέ
προτίμησε αντί ολο τόν κόσμο. Γνωρίζεις Κύριε οτι θέλω νά σωθω, αν καί η κακή
μου συνήθεια μου γίνεται εμπόδιο. Αλλά
σέ Σένα Κύριε ειναι δυνατά, ολα οσα ειναι αδύνατα στούς ανθρώπους».
44. Οποιοι μέ φόβο
καί τρόμο εβαλαν τό καλό θεμέλιο της πίστεως καί της ελπίδας στήν αυλή της
ευσέβειας, καί στήριξαν τά πόδια τους ασάλευτα στό βράχο της υπακοης σέ
πνευματικούς πατέρες καί ακουνε τίς εντολές τους σάν νά προέρχονται από τό
στόμα του Θεου, καί πάνω σ΄ αυτό τό θεμέλιο της υπακοης τίς κτίζουν αδίστακτα
μέ ταπείνωση, αυτοί παρουσιάζουν αμέσως προκοπή. Καί κατορθώνουν τό μεγάλο καί
πρωτο κατόρθωμα, τήν απάρνηση του εαυτου των. Γιατί τό νά εκπληρώνει κανείς τό
ξένο θέλημα καί οχι τό δικό του, αυτό προξενει οχι μόνον απάρνηση της ψυχης του,
αλλά καί νέκρωση πρός τόν κόσμο ολο.
45. Μέ αυτόν πού αντιλέγει στόν πνευματικό του πατέρα,
χαίρονται οι δαίμονες. Εκεινον πού
ταπεινώνεται μέχρι θανάτου, τόν θαυμάζουν οι
Αγγελοι. Γιατί αυτός εργάζεται θεϊκό εργο, καθώς εξομοιώνεται μέ τόν Υιό
του Θεου, πού εκανε υπακοή στόν Πατέρα Του μέχρι θανάτου, καί μάλιστα θανάτου
σταυρικου.
46. Η υπερβολική καί
ακαιρη συντριβή της καρδιας σκοτίζει καί θολώνει τή διάνοια· εξαφανίζει τήν
καθαρή προσευχή καί τήν κατάνυξη από τήν ψυχή καί προξενει πολύ μεγάλο πόνο
στήν καρδιά, καί απ΄ αυτό φέρνει σκληρότητα καί απειρη πώρωση. Μ΄ αυτό τόν
τρόπο επιχειρουν οι δαίμονες νά οδηγήσουν τούς πνευματικούς σέ απόγνωση.
47. Οταν, Μοναχέ, σου
συμβουν αυτά, εχεις ομως στήν ψυχή σου μεγάλο ζηλο καί πόθο γιά τήν τελειότητα,
ωστε νά επιθυμήσεις νά εκπληρώσεις κάθε εντολή του Θεου, καί νά μήν πέφτεις καί
αμαρτάνεις ουτε ακόμη καί σέ μάταιο λόγο, καί νά μήν υπολειφθεις κανένα από
τούς παλιούς Αγίους στήν πράξη, στή
γνώση καί στή θεωρία· καί παρ΄ ολα αυτά βλέπεις τόν εαυτό σου νά εμποδίζεται
από εκεινον πού σπέρνει τά ζιζάνια της αθυμίας καί δέ σέ αφήνει νά φτάσεις σέ
τέτοιο υψος αγιοσύνης υποβάλλοντάς σου λογισμούς αθυμίας καί λέγοντας: «
Αδύνατο μέσα στόν κόσμο νά σωθεις καί νά φυλάξεις απαρασάλευτα ολες τίς εντολές
του Θεου» · τότε εσύ κάθισε μόνος σέ μιά γωνιά, περιόρισε τόν εαυτό σου,
συγκέντρωσε τό λογισμό σου, πάρε καλή απόφαση στήν ψυχή σου καί πές: «Γιατί,
ψυχή μου, εισαι περίλυπη; Γιατί μέ συνταράζεις; Στήριξε τήν ελπίδα σου στό Θεό,
γιατί σ΄ Αυτόν θ΄ ανοίξω τήν καρδιά μου. Σωτηρία μου δέν ειναι τά εργα μου,
αλλά ο Θεός μου. Μέ τά εργα του νόμου ποιός μπορει νά σωθει; Κανένας ανθρωπος
δέν μπορει νά δικαιώσει τόν εαυτό του ενώπιον του Θεου. Πιστεύοντας ομως στό
Θεό μου, ελπίζω νά μου χαρίσει Αυτός τή σωτηρία ενεκα της ανέκφραστης
ευσπλαχνίας Του. Φύγε πίσω μου, σατανα.
Εγώ προσκυνω τόν Κύριο καί Θεό μου καί Τόν λατρεύω από τή νεότητά μου.
Αυτός μπορει νά μέ σώσει μέ μόνο τό ελεός Του.
Απομακρύνσου λοιπόν από μένα. Ο
Θεός πού μέ εκανε κατ΄ εικόνα καί ομοίωσή Του, θά σέ καταργήσει.»
48. Ο Θεός μόνον αυτό
ζητα από μας τούς ανθρώπους, νά μήν αμαρτάνομε. Αυτό δέν ειναι εργο νόμου, αλλά
φύλαξη απαράβατη της θείας εικόνας πού εχομε καί του θείου αξιώματος. Μένοντας
σ΄ αυτά, οπως επιβάλλει η φύση μας, καί φορώντας τό λαμπρό χιτώνα του
Πνεύματος, μένομε μέσα στό Θεό καί ο Θεός μέσα σέ μας καί γινόμαστε θεοί κατά
χάρη καί υιοί Θεου, φωτιζόμενοι μέ τό φως της γνώσεως του Θεου.
49. Η ακηδία καί η
αισθηση βάρους του σώματος πού προκαλουνται στήν ψυχή από τήν οκνηρία καί τήν
αμέλεια, οδηγουν σέ εγκατάλειψη του συνηθισμένου κανόνα καί σέ σκοτισμό του νου
καί σέ αθυμία, μέ αποτέλεσμα νά εμφανίζονται στήν καρδιά λογισμοί δειλίας καί
βλασφημίας, ωστε ουτε στό συνηθισμένο τόπο της προσευχης νά μήν μπορει νά μπει
εκεινος πού πειράζεται από τόν δαίμονα της ακηδίας, αλλά νά γίνεται οκνηρός, η
ακόμη καί νά κάνει παράλογες σκέψεις σέ βάρος του Δημιουργου των ολων. Αφου λοιπόν εμαθες ποιά ειναι η αιτία αυτων
καί από που σου προξενήθηκαν, σπευσε στό συνηθισμένο τόπο της προσευχης σου,
πέσε εμπρός στόν φιλάνθρωπο Θεό καί παρακάλεσέ Τον μέ στεναγμούς της καρδιας,
μέ πόνο καί δάκρυα, ζητώντας νά ελευθερωθεις από τό βάρος της ακηδίας καί από
τούς πονηρούς λογισμούς. Θά σου δοθει γρήγορα η απαλλαγή από αυτά, καθώς θά τό
ζητας μέ πόνο καί επιμονή.
50. Οποιος απέκτησε
καθαρή καρδιά, αυτός νίκησε τή δειλία.
Οποιος βρίσκεται ακόμη στό στάδιο της καθάρσεως, αλλοτε χτυπα τή δειλία
καί αλλοτε τόν χτυπα αυτή. Εκεινος πού
δέν αγωνίζεται καθόλου, ειναι τελείως αναίσθητος καί ειναι φίλος των δαιμόνων
καί των παθων καί μαζί μέ τήν κενοδοξία εχει καί υπερηφάνεια, νομίζοντας οτι
ειναι κάτι ενω δέν ειναι τίποτε· }η ειναι δουλος καί υποχείριος της δειλίας καί
εξαιτίας του νηπιώδους φρονήματός του τρέμει καί φοβαται εκει πού δέν υπάρχει
φόβος, ουτε δειλία γιά εκείνους πού φοβουνται τόν Κύριο.
51. Εκεινος πού
φοβαται τόν Κύριο, δέ φοβαται τίς επιθέσεις των δαιμόνων, ουτε τίς αδύναμες
εφόδους τους, αλλά ουτε καί τίς απειλές των πονηρων ανθρώπων. Οντας ολόκληρος σάν κάποια φλόγα καί φωτιά
πού καίει, οταν περπατει νύχτα η ημέρα σέ επικίνδυνα καί σκοτεινά μέρη, διώχνει
τούς δαίμονες, οι οποιοι, αυτοί μαλλον τόν αποφεύγουν καί οχι αυτός εκείνους,
γιά νά μήν πυρποληθουν από τή φλόγα της θείας φωτιας πού ακτινοβολει από αυτόν.
52. Οποιος βαδίζει μέ
τό φόβο του Θεου, αυτός καί αν ζει ανάμεσα σέ πονηρούς ανθρώπους δέ φοβαται,
γιατί εχει μέσα του τό φόβο του Θεου καί τό ακαταμάχητο οπλο της πίστεως, μέ τά
οποια εχει δύναμη καί μπορει ολα νά τά κάνει, καί αυτά ακόμη πού φαίνονται
στούς πολλούς δύσκολα καί αδύνατα. Ειναι σάν γίγαντας ανάμεσα σέ πιθήκους η σάν
βρυχόμενο λιοντάρι ανάμεσα σέ σκύλους καί αλεπουδες, στηρίζοντας τήν πεποίθησή
του στόν Κύριο. Καί με τό στέρεό του φρόνημα τούς χτυπα καί τούς τρομάζει,
κρατώντας σάν σιδερένια ράβδο τό θειο λόγο της σοφίας.
53. Οχι μόνο οποιος
ησυχάζει μόνος η ειναι υποτακτικός, αλλά καί ο ηγούμενος καί ο προϊστάμενος
πολλων, καί οποιος επίσης εκτελει διακονία, οφείλει χωρίς αμφιβολία νά ειναι
αμέριμνος, δηλαδή ελεύθερος από ολα τά βιοτικά. Γιατί αν μεριμνουμε γινόμαστε
παραβάτες της εντολης του Θεου πού λέει: «Μή βάλετε μέριμνα στήν ψυχή σας τί θά
φατε η τί θά ντυθειτε· αυτά ολα τά επιδιώκουν τά εθνη», καί πάλι: «Προσέξετε μή
βαρύνουν οι καρδιές σας από τήν κραιπάλη καί τή μέθη καί τίς βιοτικές
μέριμνες».
54. Εκεινος πού εχει
τό λογισμό του νά μεριμνα γιά τά πράγματα του βίου, δέν ειναι ελεύθερος. Γιατί
κυριεύεται από τή μέριμνα γι΄ αυτά καί υποδουλώνεται σ΄ αυτήν, ειτε γιά τόν
εαυτό του μεριμνα, ειτε γιά τούς αλλους.
Ο ελεύθερος από αυτή τή μέριμνα, δέ θά μεριμνήσει γιά βιοτικά, ειτε γιά
τόν εαυτό του πρόκειται, ειτε γιά τούς αλλους, καί αν συμβει νά ειναι Επίσκοπος η Διάκονος η Ηγούμενος. Ουτε ομως καί θά μείνει αργός,
ουτε θά καταφρονήσει κάτι, ακόμη καί από τά πιό ευτελή καί πολύ μικρά.
Πράττοντας θεάρεστα ολα, θά ειναι αμέριμνος σέ ολα καί σέ ολο τό βίο του.
55. Μή γκρεμίσεις τό δικό σου σπίτι θέλοντας νά χτίσεις τό
σπίτι του πλησίον σου. Πρόσεξε πόσο επικίνδυνο καί δύσκολο εργο ειναι αυτό·
μήπως, επιδιώκοντας αυτό τό πράγμα, καί τό δικό σου σπίτι κατεδαφίσεις, καί τό
σπίτι του πλησίον σου δέν μπορέσεις νά χτίσεις.
56. Αν δέν αποκτήσεις
τέλεια ελευθερία από εμπαθεις προσκολλήσεις στά πράγματα καί στά χρήματα του
βίου, μή θελήσεις νά αναλάβεις τή διαχείριση πραγμάτων, γιά νά μήν κυριευθεις
από αυτά καί αντί νά λάβεις μισθό διακονίας, υποστεις καταδίκη κλέφτη καί
ιερόσυλου. Κι αν σέ υποχρεώνει σ΄ αυτό ο ηγούμενος, εσύ νά εχεις τέτοια
διάθεση, σάν νά μεταχειρίζεσαι φωτιά πού μπορει νά σέ κάψει. Κι αν σου ερθει
λογισμός νά αφαιρέσεις τίποτε από αυτά, εμπόδιζέ τον μέ εξομολόγηση καί
μετάνοια· καί μέ τήν ευχή του ηγουμένου θά φυλαχθεις αβλαβής.
57. Οποιος δέν εγινε
απαθής, δέ γνωρίζει ουτε οτι υπάρχει απάθεια, αλλά ουτε πιστεύει οτι υπάρχει
κανένας απαθής πάνω στή γη. Γιατί πως, εκεινος πού δέν απαρνήθηκε πρωτα τόν
εαυτό του καί δέν εχυσε τό α#ιμα του γι΄ αυτή τήν πράγματι μακάρια ζωή, θά
διανοηθει οτι τό εκανε αλλος γιά νά αποκτήσει τήν απάθεια; Ετσι καί εκεινος πού νομίζει οτι εχει
Πνευμα Αγιο, ενω δέν εχει καθόλου, δέν
πιστεύει ποτέ οταν ακούει γιά τίς ενέργειές Του πού εκδηλώνονται σ΄ εκείνους
πού εχουν τό Αγιο Πνευμα. Ουτε πιστεύει
οτι υπάρχει στή γενεά αυτή κανένας πού νά δέχεται σάν τούς Αποστόλους του Χριστου καί ολους τούς Αγίους τίς ενέργειες του Αγίου Πνεύματος καί νά κινειται από Αυτό, η
πού νά αξιώνεται νά Τό δει μέ γνώση καί αισθηση. Γιατί ο καθένας κρίνει τούς
αλλους από τήν δική του κατάσταση, ειτε αρετή εχει, ειτε κακία.
58. Αλλο πράγμα ειναι
η απάθεια της ψυχης καί αλλο η απάθεια του σώματος. Η πρώτη καθαγιάζει καί τό σωμα μέ τή
λαμπρότητά της καί τή φωτοχυσία του Πνεύματος.
Η αλλη, από μόνη της δέν ωφελει διόλου εκεινον πού τήν απέκτησε.
59. Αυτός πού από τόν τελευταιο βαθμό της φτώχειας ανυψώθηκε
από τόν βασιλιά σέ πλουτο καί σπουδαιο αξίωμα καί ελαβε από αυτόν λαμπρή στολή
καί εντολή νά στέκεται δίπλα του, αυτός λοιπόν κοιτάζει μέ πόθο τόν βασιλιά καί
τόν υπεραγαπα ως ευεργέτη του καί βλέπει ολοκάθαρα τή στολή πού φόρεσε καί εχει
επίγνωση του αξιώματος καί του πλούτου πού του δόθηκε. Κατά τόν ομοιο τρόπο καί
ο Μοναχός πού αναχώρησε αληθινά από τόν κόσμο καί από τά πράγματα του κόσμου
καί προσηλθε στό Χριστό υπακούοντας μέ συναίσθηση στήν πρόσκλησή Του καί
ανυψώθηκε σέ υψηλή πνευματική θεωρία μέ τήν εργασία των εντολων, βλέπει χωρίς
πλάνη τόν ιδιο τό Θεό καί αντιλαμβάνεται ολοκάθαρα τήν αλλοίωση πού του εχει
γίνει. Βλέπει δηλαδή πάντοτε τή χάρη του Πνεύματος πού τόν περιλάμπει, η οποία
καί ενδυμα ονομάζεται καί βασιλική πορφύρα.
Η μαλλον πού ειναι αυτός ο Χριστός, αφου Αυτόν ντύνονται οσοι πιστεύουν
σ΄ Αυτόν.
60. Πολλοί διαβάζουν τίς θειες Γραφές, ενω αλλοι τίς ακουνε
οταν διαβάζονται. Λίγοι ειναι εκεινοι πού μπορουν νά γνωρίζουν ορθά τήν αξία
καί τή σημασία οσων διαβάζουν. Οι πολλοί αλλοτε αποφαίνονται οτι ειναι αδύνατα
τά λεγόμενα στίς θειες Γραφές, κι αλλοτε τά βρίσκουν απίστευτα η τούς δίνουν
σφαλερή αλληγορική ερμηνεία. Καί εκεινα πού λένε οι Γραφές οτι θά γίνουν στόν
παρόντα χρόνο, τά νομίζουν γιά μέλλοντα, ενω τά μέλλοντα, νομίζουν οτι εγιναν
καί κάθε μέρα γίνονται. Καί δέν εχουν ορθή κρίση μέσα τους, ουτε αληθινή
διάκριση σέ θεια καί ανθρώπινα πράγματα.
61. Ολους τούς
πιστούς οφείλομε νά τούς βλέπομε σάν εναν, καί νά σκεφτόμαστε οτι στόν καθένα
από αυτούς ειναι ο Χριστός. Καί νά εχομε γιά τόν καθένα τέτοια αγάπη, ωστε νά
ειμαστε ετοιμοι νά θυσιάσομε γιά χάρη του καί τή ζωή μας. Γιατί οφείλομε νά μή
λέμε ουτε νά θεωρουμε κανένα ανθρωπο κακό, αλλά ολους νά τούς βλέπομε ως
καλούς, οπως ειπαμε. Κι αν δεις ενα αδελφό νά ενοχλειται από πάθη, μήν τόν
μισήσεις αυτόν· μίσησε τά πάθη πού τόν πολεμουν. Καί αν τόν δεις νά τυραννειται
από επιθυμίες καί συνήθειες προηγουμένων αμαρτιων, περισσότερο σπλαχνίσου τον,
μήν τυχόν δοκιμάσεις καί σύ πειρασμό, αφου εισαι από υλικό πού ευκολα γυρίζει
από τό καλό στό κακό.
62. Οποιος ειναι
κίβδηλος λόγω υποκρισίας, η επίμεμπτος γιά τά εργα του η ραγισμένος από κάποιο
πάθος, η κάπως ελλιπής από αμέλεια σέ κάτι, αυτός δέν συμπεριλαμβάνεται στούς
ακέραιους κρίκους, αλλά απορρίπτεται ως αχρηστος καί αδόκιμος. Γιατί αυτός
μπορει νά γίνει αιτία σέ καιρό εντάσεως νά σπάσει η συνοχή της αλυσίδας, καί νά
προξενήσει διαίρεση στά αδιαίρετα καί λύπες καί στά δύο μέρη: σ΄ οσους εχουν
προχωρήσει, λύπη γιά κείνους πού εμειναν πίσω· καί σ΄ αυτούς, πόνο γιά τό
χωρισμό τους από αυτούς πού προχωρουν.
63. Οπως οταν ρίξει
κανείς χωμα πάνω στή φλόγα αναμμένου καμινιου, τή σβήνει, ετσι καί οι βιοτικές
μέριμνες καί κάθε ειδους εμπαθής προσκόλληση, εστω καί σ΄ ενα ευτελές καί
παραμικρό πράγμα, εξαφανίζει τή φλόγα πού αναψε από τήν αρχή στήν καρδιά.
64. Εκεινος πού
εγκυμονει τό φόβο του θανάτου, σιχαίνεται κάθε φαγητό καί ποτό καί στολισμό
στήν ενδυμασία. Καί δέ θά φάει, ουτε νερό θά πιει ηδονικά· θά δώσει μόνο τά
απαραίτητα στό σωμα, μόνο οσα του αρκουν γιά νά ζήσει. Θά απαρνηθει κάθε του
θέλημα καί θά γίνει μέ διάκριση δουλος γιά ολα οσα τόν διατάζουν.
65. Εκεινος πού
παρέδωσε τόν εαυτό του δουλο στούς κατά Θεόν πατέρες του, από φόβο της
κολάσεως, δέ θά προτιμήσει νά τόν διατάζουν εκεινα πού ανακουφίζουν τόν πόνο
της καρδιας του, ουτε εκεινα πού λύνουν τά δεσμά του φόβου. Ουτε θά υπακούσει
σ΄ εκείνους πού επιδιώκουν νά τόν οδηγήσουν σ΄ αυτά μέ τρόπο φιλικό η κολακευτικό
η επιτακτικό. Αλλά μαλλον θά προτιμήσει
εκεινα πού μεγαλώνουν αυτόν τόν πόνο καί θά θελήσει εκεινα πού σφίγγουν τά
δεσμά του φόβου καί θ΄ αγαπήσει οσα ενισχύουν αυτόν τό δήμιο. Σ΄ αυτά θά
εμμείνει, σάν νά μήν περιμένει ποτέ νά ελευθερωθει ολότελα από αυτά. Γιατί η
ελπίδα της απαλλαγης κάνει ελαφρότερο τόν πόνο, πράγμα πού δέν ωφελει εκεινον
πού μετανοει θερμά.
66. Σέ καθένα πού αρχίζει νά ζει κατά Θεόν, ειναι ωφέλιμος ο
φόβος της κολάσεως καί ο πόνος πού γεννιέται από αυτόν. Εκεινος πού φαντάζεται οτι μπορει νά βάλει
αρχή χωρίς αυτόν τόν πόνο καί τό δεσμό, δέ θεμελιώνει μόνο πάνω στήν αμμο τίς
πράξεις του, αλλά καί νομίζει οτι μπορει νά χτίσει σπίτι στόν αέρα χωρίς
θεμέλια, πράγμα τελείως αδύνατο. Γιατί ο πόνος αυτός σέ λίγο γεννα κάθε χαρά,
καί ο δεσμός αυτός συντρίβει τά δεσμά ολων των αμαρτημάτων καί των παθων, καί ο
δήμιος αυτός προξενει οχι θάνατο, αλλά ζωή αιώνια.
67. Οποιος δέ θελήσει
νά αποσκιρτήσει καί νά ξεφύγει τόν πόνο πού γεννα ο φόβος της αιώνιας κολάσεως,
αλλά τόν ακολουθήσει μέ τήν προαίρεσή του καί σφίξει περισσότερο τά δεσμά του
ανάλογα μέ τήν αντοχή του, θά εχει συντομότερο δρόμο καί θά παρουσιαστει εμπρός
στόν Βασιλέα των βασιλευόντων. Μόλις γίνει αυτό καί δει αμυδρά τή δόξα Του,
παρευθύς θά λυθουν τά δεσμά, ο δήμιος φόβος θά φύγει μακριά του καί ο πόνος της
καρδιας του θά γίνει χαρά· καί θά γίνει πηγή, η οποία αισθητως θά αναβλύζει
δάκρυα αέναα σάν ποτάμι, καί νοητως γαλήνη, πραότητα καί ανέκφραστη γλυκύτητα.
Κι ακόμη θά του δώσει ανδρεία καί προθυμία νά τρέχει ελεύθερα καί ανεμπόδιστα
πρός τήν απόλυτη υπακοή στίς εντολές του Θεου. Κάτι τέτοιο ειναι αδύνατο στούς
αρχαρίους· ειναι γνώρισμα οσων εχουν προκόψει καί φτάσει στό μέσο. Γιά οσους
ομως πλησιάζουν στήν τελείωση, η πηγή αυτή γίνεται φως μέ ξαφνική αλλοίωση καί
μεταβολή της καρδιας.
68. Εκεινος πού
βλέπει μέσα του τό φως του Παναγίου Πνεύματος, μήν αντέχοντας νά τό βλέπει,
πέφτει πρηνής στή γη καί κράζει καί φωνάζει μέ εκπληξη καί μεγάλο φόβο, γιατί
ειδε καί επαθε κάτι πού ειναι πάνω από τή φύση καί από κάθε λόγο καί εννοια.
Καί γίνεται σάν ανθρωπος πού αναψε μέσα στά σπλάχνα του φωτιά, από τήν οποία
καίγεται καί μήν μπορώντας νά υποφέρει τήν πυρπόληση αυτή, ειναι σάν νά
βρίσκεται σέ εκσταση καί σάν νά μήν εχει δύναμη νά ελέγξει τόν εαυτό του. Καί
καθώς λούζεται μέ ακατάπαυστα δάκρυα καί δροσίζεται από αυτά, ανάβει δυνατότερα
τή φωτιά του πόθου του. Χύνει τότε περισσότερα δάκρυα καί μέ αυτά πλένεται καί
αστράφτει πιό λαμπρά. Κι οταν πυρωθει ολότελα καί γίνει φως, τότε εκπληρώνεται
τό ρητό: « Ο Θεός πού ενώνεται μέ θεούς καί γίνεται γνωστός σ΄ αυτούς, ισως στό
βαθμό πού ηδη εχει ενωθει μέ οσους ενώθηκαν μαζί Του καί εχει αποκαλυφθει σέ
οσους Τόν γνώρισαν».
69. Πρίν αποκτήσομε τό πένθος καί τά δάκρυα -ας μή μας
ξεγελα κανείς μέ απατηλά λόγια καί ας μή διατηρουμε αυταπάτες- δέν υπάρχει μέσα
μας μετάνοια καί αληθινή μεταμέλεια, ουτε φόβος Θεου στίς καρδιές μας, ουτε
καταδικάσαμε τούς εαυτούς μας, ουτε η ψυχή μας ηρθε σέ αισθηση της μελλοντικης
κρίσεως καί των αιωνίων βασάνων. Γιατί αν καταδικάζαμε τούς εαυτούς μας, ουτε η
ψυχή μας ηρθε σέ αισθηση της μελλοντικης κρίσεως καί των αιωνίων βασάνων. Γιατί
αν καταδικάζαμε τούς εαυτούς μας καί αποκτούσαμε τά παραπάνω, ευθύς θά κυλουσαν
καί τά δάκρυά μας. Χωρίς αυτά ουτε η σκληροκαρδία μας μπορει νά μαλακώσει ποτέ,
ουτε η ψυχή μας θά αποκτήσει πνευματική ταπείνωση, ουτε θά βρουμε τή δύναμη νά
γίνομε ταπεινοί. Κι εκεινος πού δέν εφτασε σέ τέτοια κατάσταση, δέν μπορει νά
ενωθει μέ τό Αγιο Πνευμα. Εκεινος πάλι πού δέν ενώθηκε μέ Αυτό επειτα
από κάθαρσή του, ουτε στή θεωρία καί στή γνώση του Θεου μπορει νά φτάσει, ουτε
ειναι αξιος νά διδάσκεται μυστικά τίς αρετές της ταπεινώσεως.
70. Εκείνους πού
υποκρίνονται οτι εχουν αρετή καί αλλο δείχνει τό σχημα τους καί αλλο ειναι τό
εσωτερικό τους, γεμάτο από κάθε αδικία, από φθόνο, φιλονεικία καί δυσωδία των
ηδονων, οι περισσότεροι τούς τιμουν σάν απαθεις καί αγίους, επειδή δέν εχουν
καθαρά τά μάτια της ψυχης καί δέν μπορουν νά τούς αντιληφθουν από τούς καρπούς
τους. Εκείνους ομως πού ζουν μέ ευλάβεια
καί αρετή καί απλότητα στήν καρδιά καί ειναι πράγματι αγιοι, τούς περνουν γιά
κοινούς ανθρώπους, τούς προσπερνουν μέ καταφρόνηση καί τούς θεωρουν γιά μηδέν.
71. Τέτοιοι ανθρωποι θεωρουν διδακτικό καί πνευματικό τό
φλύαρο καί επιδεικτικό· ενω τό σιωπηλό πού αποφεύγει μέ προσοχή τήν αργολογία,
τόν λένε αγροικο καί αμίλητο.
72. Εκεινον πού μιλα
μέ τή χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι
υπερόπτες πού σάν τόν διάβολο νοσουν από υπερηφάνεια, τόν αποστρέφονται ως
υπερόπτη καί υπερήφανο, γιατί πληγώνονται μαλλον μέ τά λόγια του αντί νά
ερχονται σέ κατάνυξη. Αντίθετα, εκεινον
πού μιλάει τορνευτά λόγια από τό μυαλό του η από μαθήματα καί εξαπατα τούς
αλλους σχετικά μέ τή σωτηρία, αυτόν τόν υπερεπαινουν καί τόν παραδέχονται. Καί
ετσι δέν υπάρχει ανάμεσά τους κανείς πού νά μπορει νά διακρίνει καί νά δει τά
πράγματα οπως πράγματι ειναι.
73. «Μακάριοι -λέει ο Θεός- οσοι ειναι καθαροί στήν καρδιά,
γιατί αυτοί θά δουν τό Θεό». Η καθαρή
καρδιά δέ γίνεται από μία αρετή, ουτε δύο, ουτε δέκα, αλλά οταν ολες μαζί
αποτελέσουν μία, ας πουμε, καί αυτή κατορθωθει στόν τέλειο βαθμό. Μά ουτε καί
τότε μπορουν οι αρετές μόνες τους νά κάνουν καθαρή τήν καρδιά, χωρίς τήν
ενέργεια καί τήν παρουσία του Αγίου
Πνεύματος. Οπως ο χαλκιάς εργάζεται τήν
τέχνη του μέ τά εργαλεια του, αλλά χωρίς τήν ενέργεια της φωτιας δέν μπορει νά
κατασκευάσει τό παραμικρό, ετσι καί ο ανθρωπος κάνει τά πάντα καί
μεταχειρίζεται τίς αρετές σάν εργαλεια, χωρίς ομως τήν παρουσία του πνευματικου
πυρός, ολα μένουν ανενέργητα καί ανώφελα· δέν καθαρίζουν τήν ακαθαρσία καί τό
πύον της ψυχης.
74. Από τό Αγιο Βάπτισμα παίρνομε τήν αφεση των αμαρτιων
μας καί ελευθερωνόμαστε από τήν παλιά κατάρα καί αγιαζόμαστε μέ τήν παρουσία
του Αγίου Πνεύματος. Τήν τέλεια ομως
χάρη, σύμφωνα μέ τό ρητό: «Θά κατοικήσω μέσα τους καί θά βαδίσω ανάμεσά τους»,
δέν τήν παίρνομε τότε· αυτή ανήκει σέ οσους εχουν βέβαιη πίστη καί τήν
εκδηλώνουν μέ τά εργα τους. Γιατί οταν εκτραπουμε μετά τό βάπτισμα σέ πονηρές
καί αισχρές πράξεις, χάνομε τελείως τόν αγιασμό πού πήραμε σ΄ αυτό. Επειτα, μέ ανάλογη μετάνοια καί εξομολόγηση
καί δάκρυα, παίρνομε πρωτα τήν αφεση των αμαρτιων μας, καί στή συνέχεια τόν
αγιασμό μαζί μέ τήν ουράνια χάρη.
75. Μέ τή μετάνοια γίνεται η εξάλειψη των αισχρων
πράξεων. Υστερα από αυτή, χορηγειται
τό Αγιο Πνευμα, οχι βέβαια χωρίς
προϋποθέσεις, αλλά ανάλογα μέ τήν πίστη, τή διάθεση καί τήν ταπείνωση εκείνων
πού μετανοουν μέ ολη τήν ψυχή τους, κι αφου λάβουν κι αυτοί τήν τέλεια αφεση
των αμαρτιων τους από τόν πνευματικό τους πατέρα καί ανάδοχο. Γι΄ αυτό καλό
ειναι νά μετανοουμε κάθε μέρα, σύμφωνα μέ τήν εντολή του Κυρίου. Γιατί τό
«μετανοειτε, εφτασε η βασιλεία των ουρανων» μας δείχνει οτι ειναι απεριόριστη η
εργασία της μετάνοιας.
76. Η χάρη του
Παναγίου Πνεύματος δίνεται σάν αρραβώνας στίς ψυχές πού νυμφεύονται τό Χριστό.
Καί οπως χωρίς αρραβώνα η γυναίκα δέν εξασφαλίζει οτι θά γίνει σίγουρα η ενωσή
της μέ τόν ανδρα, ετσι καί η ψυχή ποτέ δέ βεβαιώνεται εσωτερικά οτι θά ειναι
αιώνια μαζί μέ τόν Κύριο καί Θεό της, }η οτι θά ενώνεται μαζί Του μέ μυστικό
καί ανέκφραστο τρόπο καί θά απολαμβάνει τό απλησίαστο κάλλος Του, αν δέν λάβει
τόν αρραβώνα της χάρης Του καί δέν τόν αποκτήσει κατά τρόπο συνειδητό μέσα της.
77. Οπως τά προικοσύμφωνα,
οταν δέν υπογραφουν από αξιόπιστους μάρτυρες, δέν κάνουν βέβαιο τόν αρραβώνα,
ετσι καί η ελλαμψη της χάρης δέν ειναι ασφαλής πρίν από τήν εργασία των εντολων
καί τήν απόκτηση των αρετων. Η εργασία
των εντολων καί οι αρετές ειναι γιά τόν πνευματικό αρραβώνα ο,τι καί οι
μάρτυρες στά προικοσύμφωνα. Μ΄ αυτές δηλαδή αποκτουν οι μέλλοντες νά σωθουν τήν
τέλεια κατοχή του αρραβώνα.
78. Πρωτα γράφονται, ας πουμε, τά προικοσύμφωνα μέ τήν
εργασία των εντολων, καί κατόπιν σφραγίζονται από τίς αρετές καί υπογράφονται.
Καί τότε δίνει ο Νυμφίος Χριστός στήν νύμφη ψυχή τό δαχτυλίδι, δηλαδή τόν
αρραβώνα του Πνεύματος.
79. Οπως η νύμφη πρίν
από τό γάμο παίρνει μονάχα τόν αρραβώνα από τό νυμφίο, τή συμφωνημένη ομως
προίκα καί τά υποσχεμένα δωρα περιμένει νά τά πάρει μετά τό γάμο, ετσι καί η
νύμφη των πιστων Εκκλησία καί η ψυχή του
καθενός μας, πρωτα παίρνει από τό Νυμφίο Χριστό μόνο τόν αρραβώνα του
Πνεύματος. Τά αιώνια ομως αγαθά καί τήν ουράνια βασιλεία, περιμένει νά τά λάβει
μετά τήν αναχώρηση απ΄ αυτόν τόν κόσμο, οπως βεβαιώνεται από τόν αρραβώνα, ο
οποιος της δείχνει σάν μέσα σέ καθρέφτη τά αιώνια αγαθά καί τή βεβαιώνει γιά τά
συμφωνημένα μέ τόν Κύριο καί Θεό της.
80. Αν καθυστερει ο
νυμφίος σέ ταξίδι μακρινό, η απασχολειται μέ αλλες υποθέσεις καί αναβάλλει τό
γάμο, η νύμφη μπορει νά θυμώσει, νά κταφρονήσει τήν αγάπη του καί νά σβήσει η
νά σχίσει τό χαρτί του αρραβώνα, εγκαταλείποντας ετσι αμέσως τίς ελπίδες της
γιά τό γάμο. Τό ιδιο συμβαίνει καί μέ τήν ψυχή.
Αν κάποιος από τούς αγωνιζόμενους σκεφτει: «ως πότε οφείλω νά υποφέρω;»
καί παραμελήσει ολωσδιόλου τούς ασκητικούς κόπους καί αγωνες, ειναι σάν νά
σβήνει καί νά σχίζει μέ τήν παραμέληση των εντολων καί τήν εγκατάλειψη της
αδιάκοπης μετάνοιας τά συμφωνητικά, κι ετσι χάνει αμέσως καί τόν αρραβώνα καί
τήν ελπίδα πρός τό Θεό ολότελα.
81. Οταν η νύμφη
μεταθέσει τήν αγάπη της από τό νυμφίο σέ κάποιον αλλον καί κοιμηθει μαζί του
φανερά η κρυφά, οχι μόνον δέν παίρνει τίποτε από οσα της υποσχέθηκε ο νυμφίος,
αλλά περιμένει καί αξια τιμωρία καί κατηγορία κατά τό νόμο. Τό ιδιο συμβαίνει
καί μ΄ εμας. Οταν κανείς μεταθέσει τήν
αγάπη του από τό νυμφίο Χριστό στήν επιθυμία κάποιου αλλου πράγματος φανερά η
κρυφά, καί η καρδιά του δεθει μέ αυτό τό πράγμα, γίνεται μισητή καί σιχαμερή
στό Νυμφίο της καί ανάξια νά ενωθει μαζί Του. Γιατί Αυτός ειπε: « Εγώ αγαπω
οσους μέ αγαπουνε».
82. Από αυτά τά
σημεια πρέπει ο καθένας νά κατανοει αν ελαβε τόν αρραβώνα του Πνεύματος από τό
Νυμφίο καί Δεσπότη Χριστό. Καί αν τόν ελαβε, ας φροντίζει νά τόν κρατα. Αν ομως δέν αξιώθηκε ακόμη νά τόν λάβει, ας
φροντίσει μέ τά καλά εργα καί τίς πράξεις καί τήν ολόθερμη μετάνοια νά τόν
λάβει καί νά τόν φυλάξει μέ τήν εργασία των εντολων καί τήν απόκτηση των
αρετων.
83. Τή στέγη κάθε σπιτιου τή στηρίζουν τά θεμέλια καί οι
τοιχοι. Τά θεμέλια πάλι μπαίνουν ως απαραίτητα καί χρήσιμα γιά νά σηκώσουν τή
στέγη. Καί ουτε η στέγη μπορει νά κατασκευαστει χωρίς θεμέλια, ουτε τά θεμέλια
χωρίς στέγη χρησιμεύουν η ωφελουν στό παραμικρό. Ετσι καί η χάρη του Πνεύματος συντηρειται μέ
τήν εργασία των εντολων, ενω τά εργα των εντολων καταβάλλονται σάν θεμέλια γιά
τή δωρεά του Θεου. Καί ουτε η χάρη του Πνεύματος παραμένει χωρίς τήν εργασία
των εντολων, ουτε η εργασία των εντολων χωρίς τή χάρη του Θεου ειναι χρήσιμη
καί ωφέλιμη.
84. Οπως τό δίχως
σκεπή σπίτι πού εμεινε ετσι από αμέλεια του οικοδόμου, οχι μόνον ειναι αχρηστο,
αλλά καί προκαλει ειρωνειες σέ βάρος εκείνου πού τό εκτισε, ετσι καί εκεινος
πού εβαλε τά θεμέλια της εργασίας των εντολων καί σήκωσε τοίχους υψηλων αρετων,
αν δέν λάβει καί τή χάρη του Πνεύματος μέ θεωρία καί γνώση ψυχης, ειναι ατελής
καί αξιος νά τόν οικτείρουν οι τέλειοι. Αυτός στερήθηκε τή χάρη οπωσδήποτε από
δύο αιτίες. Η αμέλησε τή μετάνοια, η,
βλέποντας τό σύνολο των αρετων, αποθαρρύνθηκε από τό απειρο πληθος τους καί
παρέλειψε κάποια από εκεινες πού εμεις τίς θεωρουμε πολύ μικρές, ειναι ομως
αναγκαιες γιά νά ολοκληρωθει τό σπίτι των αρετων. Γιατί χωρίς αυτές δέν μπορει
νά στεγασθει μέ τή χάρη του Πνεύματος.
85. Αν γι΄ αυτό
κατηλθε στή γη ο Υιός του Θεου καί Θεός, γιά νά μας συμφιλιώσει δηλαδή μέσω του
εαυτου Του μέ τόν Πατέρα Του, μέ τόν
Οποιο ημαστε εχθροί, καί νά μας ενώσει συνειδητά μέ τόν εαυτό Του μέσω
του Αγίου καί ομοουσίου Πνεύματός Του,
ποιά αλλη χάρη θά επιτύχει εκεινος πού θά χάσει αυτή; Οπωσδήποτε ουτε συμφιλιώθηκε μέ Αυτόν, ουτε
ενώθηκε μαζί Του μέ τή μέθεξη του Αγίου
Πνεύματος.
86. Εκεινος πού εγινε
μέτοχος του θείου Πνεύματος, ελευθερώνεται από τίς εμπαθεις επιθυμίες καί
ηδονές, δέν αποχωρίζεται ομως τίς σωματικές ανάγκες της φύσεως. Ως ελευθερωμένος λοιπόν από τά δεσμά της εμπαθους
ορέξεως καί ενωμένος μέ τήν αθάνατη δόξα καί γλυκύτητα, βιάζεται αδιάκοπα νά
ειναι στά ουράνια καί νά μένει μαζί μέ τό Θεό, καί ουτε γιά λίγο νά μήν
απομακρύνεται από τή θεωρία Του καί τήν ακόρεστη απόλαυσή Του. Αλλά καί ως δεμένος μέ τή φθορά καί μέ τό
σωμα, κατακάμπτεται από αυτό καί σέρνεται καί στρέφεται στά γήινα, καί εχει γι΄
αυτό τόση λύπη, οση νομίζω εχει η ψυχή του αμαρτωλου, οταν χωρίζεται από τό
σωμα.
87. Οπως σ΄ εκεινον
πού αγαπα τό σωμα του καί τή ζωή του, τίς ηδονές καί τόν κόσμο, ο χωρισμός από
αυτά ειναι θάνατος, ετσι καί σ΄ εκεινον πού αγαπα τήν αγνεία καί τό Θεό, τά
αυλα καί τήν αρετή, ειναι πραγματικός θάνατος ακόμη καί ο παραμικρός χωρισμός
της διάνοιάς του από αυτά. Αν εκεινος
πού βλέπει τό αισθητό φως κλείσει λίγο τά μάτια του η του τά καλύψει ενας
αλλος, στενοχωρειται καί λυπειται καί δέν μπορει διόλου νά τό ανεχθει αυτό, καί
μάλιστα αν εβλεπε πράγματα χρήσιμα καί παράξενα. Δέ θά λυπηθει καί δέ θά θλιβει
περισσότερο εκεινος πού φωτίζεται από τό
Αγιο Πνευμα καί βλέπει αισθητά καί νοερά, στήν εγρήγορση η στόν υπνο
του, εκεινα τά αγαθά πού μάτια δέν τά ειδαν καί αυτιά δέν τ΄ ακουσαν καί ανθρωπος δέν τά
διανοήθηκε, τά οποια καί οι Αγγελοι
επιθυμουν νά κατανοήσουν, αν αποσπασθει από τή θεωρία ολων αυτων από κάποιο
αλλο πράγμα; Γιατί αυτό του φαίνεται θάνατος καί αποξένωση από τήν αιώνια ζωή.
88. Αλλοι μακάρισαν
τόν ερημικό βίο καί αλλοι τόν κοινοβιακό, αλλοι τό νά ειναι προϊστάμενοι λαου
καί νά τόν νουθετουν καί νά τόν διδάσκουν καί νά συγκροτουν εκκλησίες, από τίς
οποιες πολλοί τρέφονται ψυχικά καί σωματικά.
Εγώ κανέναν δέν προτιμω από τόν αλλον· ουτε τόν ενα επαινω, ουτε τόν
αλλο κατηγορω, αλλά πιστεύω οτι σέ ολα καί σέ κάθε εργο καί πράξη, η ζωή πού
γίνεται γιά τό Θεό καί σύμφωνα μέ τίς εντολές του Θεου ειναι παμμακάριστη.
89. Η ζωή των
ανθρώπων διατηρειται από διάφορες επιστημες καί τέχνες, ο καθένας δηλαδή ασκει
τή δική του εργασία καί συνεισφέρει μέ αυτήν, καί ετσι δίνοντας ο ενας στόν
αλλο καί παίρνοντας από αυτόν, ζουν οι ανθρωποι ικανοποιώντας τίς φυσικές καί
υλικές τους ανάγκες. Ετσι συμβαίνει καί
στά πνευματικά. Ασκώντας καθένας αλλη
αρετή καί ακολουθώντας αλλο δρόμο της ζωης, κατευθύνονται ολοι από κάθε μέρος
στόν ιδιο σκοπό.
90. Σκοπός ολων εκεινων πού ζουν σύμφωνα μέ τό θέλημα του
Θεου ειναι νά ευαρεστήσουν τό Χριστό, τό Θεό μας, νά επιτύχουν τή συμφιλίωση μέ
τόν Πατέρα μέσω της μετοχης του Πνεύματος, καί μέ αυτό τόν τρόπο νά κερδίσουν
τή σωτηρία τους. Γιατί αυτό ειναι η σωτηρία κάθε ψυχης, καί αν αυτό δέ γίνει,
αχρηστος ο κόπος καί μάταιη η εργασία μας.
Ανώφελος θά ειναι καί κάθε δρόμος ζωης, ο οποιος δέν οδηγει σ΄ αυτό
εκεινον πού τόν ακολουθει.
91. Εκεινος πού αφησε
ολον τόν κόσμο καί πηγε στό βουνό τάχα γιά ησυχία, καί από εκει γράφει
επιδεικτικά στούς κοσμικούς, καί αλλους μέν μακαρίζει, αλλους κολακεύει καί
αλλους επαινει, μοιάζει μέ εκεινον πού πηρε διαζύγιο από γυναίκα πόρνη, ασχημη
καί κακιά καί εφυγε σέ μακρινό τόπο γιά νά απαλλαγει ακόμη καί από τή θύμησή
της· κατόπιν ομως, αφου ξέχασε τό σκοπό γιά τόν οποιο πηγε στό βουνό, ορέγεται
νά γράφει πρός οσους συναναστρέφονται μέ τήν πόρνη εκείνη καί μολύνονται, ας
πουμε, μαζί της, καί νά τούς μακαρίζει. Αυτός, εφόσον παραδέχεται μέ τήν
πρόθεσή του τούς ανθρώπους αυτούς, συμμετέχει κατά κάποιο τρόπο στή μίξη τους
μέ εκείνη, αν οχι μέ τό σωμα του, αλλά οπωσδήποτε μέ τήν καρδιά καί τό νου του.
92. Οσο αξιέπαινοι
καί μακάριοι ειναι εκεινοι πού ζουν μέσα στόν κόσμο καί διατηρουν καθαρές τίς
αισθήσεις καί τίς καρδιές τους από κάθε πονηρή επιθυμία, τόσο αξιοκατηγόρητοι
καί αξιοκαταφρόνητοι ειναι εκεινοι πού ζουν σέ ορη καί σπήλαια καί επιθυμουν
τούς επαίνους καί τούς μακαρισμούς των ανθρώπων. Γιατί αυτοί θεωρουνται μοιχοί
από τό Θεό πού ερευνα τίς καρδιές μας.
Εκεινος πού επιθυμει νά ακουστει ο βίος του καί τό ονομά του καί η πολιτεία
του στόν κόσμο, γίνεται πόρνος καί μοιχός στή σχέση του μέ τό Θεό, σύμφωνα μέ
τόν Δαβίδ, οπως παλιά ο λαός των
Ιουδαίων.
93. Εκεινος πού μέ
ανεπιφύλακτη πίστη στό Θεό απαρνήθηκε τόν κόσμο καί τά πράγματα του κόσμου,
πιστεύει οτι ο Κύριος ειναι φιλάνθρωπος καί σπλαχνικός καί δέχεται οσους
ερχονται πρός Αυτόν μέ μετάνοια. Ξέροντας οτι ο Θεός τιμα τούς δούλους Του
επιτρέποντας νά δεχτουν ατιμώσεις, καί τούς πλουτίζει μέσα από τή φτώχεια τους,
καί τούς δοξάζει μέσα από υβρεις καί εξευτελισμούς, καί μέσα από τό θάνατο τούς
καθιστα μετόχους καί κληρονόμους της αιώνιας ζωης, τρέχει βιαστικά μέσω ολων
αυτων πρός τήν αθάνατη πηγή σάν τό διψασμένο ελάφι. Καί μέ αυτά ανεβαίνει πρός
τά επάνω σάν μέ σκάλα, τήν οποία ανεβαίνουν καί κατεβαίνουν Αγγελοι γιά νά βοηθουν τούς ανερχομένους, καί
στήν κορυφή της κάθεται ο Θεός περιμένοντας νά δείξομε οσο μπορουμε τή διάθεση
καί τήν προθυμία μας· οχι οτι ευχαριστειται νά μας βλέπει νά κοπιάζομε, αλλά
γιατί ως φιλάνθρωπος θέλει νά μας δίνει τούς μισθούς, σάν νά μας τούς οφείλει.
94. Ο Θεός δέν αφήνει
ποτέ εκείνους πού προσέρχονται ανεπιφύλακτα σ΄ Αυτόν, νά πέσουν χωρίς σηκωμό,
αλλά οταν βλέπει οτι δέν εχουν δύναμη, συμπράττει καί βοηθει, τούς προσφέρει
ενίσχυση από ψηλά καί τούς φέρνει κοντά Του· συνεργει καί φανερά καί κρυφά, καί
ετσι πού αυτοί νά μήν τό συνειδητοποιουν, καί αλλιως, μέ τρόπο συνειδητό, εως
οτου αφου ανεβουν ολη τήν κλίμακα, προσεγγίσουν σ΄ Αυτόν καί ενωθουν εξ
ολοκλήρου μέ Αυτόν, καί λησμονήσουν ολα τά επίγεια καί βρεθουν μαζί Του εκει
ψηλά -ειτε μέ τό σωμα τους, ειτε χωρίς τό σωμα, δέν γνωρίζω- νά ζουν μαζί Του
καί νά απολαμβάνουν τά απόρρητα αγαθά.
95. Ειναι δίκαιο πρωτα νά βάζομε τόν τράχηλό μας κάτω από τό
ζυγό των εντολων του Χριστου καί ουτε νά αφηνιάζομε, ουτε νά οπισθοχωρουμε,
αλλά ορθά καί μέ προθυμία νά βαδίζομε πάνω στά ιχνη τους μέχρι θανάτου καί μέ
αυτές νά καλλιεργουμε τόν εαυτό μας, πού ειναι πράγματι ο νέος του Θεου
Παράδεισος, ωσπου ο Υιός μαζί μέ τόν Πατέρα διά μέσου του Αγίου Πνεύματος ερθει καί κατοικήσει μέσα
μας. Καί τότε, οταν Τόν αποκτήσομε ολοκληρωτικά ενοικό μας καί διδάσκαλο,
οποιον από μας προστάξει καί οποια υπηρεσία του εμπιστευθει θά τήν αναλάβει καί
θά τήν εκτελέσει πρόθυμα οπως θέλει
Εκεινος. Δέν πρέπει ομως νά τή ζητουμε πρίν τήν ωρα, μά καί ουτε οταν
μας τήν αναθέτουν ανθρωποι νά τή δεχόμαστε, αλλά νά ειμαστε σταθεροί στίς
εντολές του Κυρίου μας καί Θεου καί νά αναμένομε τό δικό Του πρόσταγμα.
96. Οταν μας ανατεθει
μιά διακονία θείων πραγμάτων καί διαπρέψομε σ΄ αυτή, αν μας κατευθύνει τό
Πνευμα νά στραφουμε σέ αλλη διακονία η εργασία η πράξη, ας μή φέρομε αντίρρηση.
Γιατί ο Θεός δέ θέλει ουτε αργοί νά ειμαστε, ουτε στήν ιδια εργασία πού
αρχίσαμε νά μείνομε ως τό τέλος, αλλά νά προοδεύομε καί νά ειμαστε αεικίνητοι
γιά νά επιτύχομε τά ανώτερα, καθώς θά συμμορφωνόμαστε μέ τό θειο θέλημα καί οχι
μέ τό δικό μας.
97. Εκεινος πού
φροντίζει νά νεκρώσει τό δικό του θέλημα, οφείλει νά κάνει τό θέλημα του Θεου.
Καί στή θέση του δικου του νά αντεισάγει μέσα του τό θέλημα του Θεου καί νά τό
φυτεύει καί νά τό μπολιάζει μέσα στήν καρδιά του. Οφείλει ακόμη νά προσέχει μέ ακρίβεια εκεινα
πού φυτεύει καί μπολιάζει, αν δηλαδή τά φυτά ρίζωσαν βαθιά καί επιασαν, καί αν
στά μπόλια εκλεισε η πληγή καί αυτά ενώθηκαν καί εγιναν ενα δέντρο· αν
μεγάλωσαν καί αν εβγαλαν ανθη καί αν εκαναν ωραιο καί γλυκό καρπό. Τότε θά
λησμονήσει καί τή γη πού δέχθηκε πρωτύτερα τό σπόρο καί τή ρίζα πάνω στήν οποία
μπολιάστηκε τό ακατανόητο καί απερίγραπτο εκεινο φυτό πού φέρνει ζωή.
98. Σ΄ εκεινον πού κόβει τό θέλημά του από φόβο Θεου, ο Θεός
χαρίζει τό δικό Του θέλημα χωρίς εκεινος νά τό ξέρει η νά τό συνειδητοποιει,
καί τό κρατάει ανεξάληπτο μέσα στήν καρδιά του· ακόμη, ανοίγει τά μάτια της
διάνοιάς του ωστε νά τό γνωρίζει καθαρά, καί του δίνει δύναμη νά τό εκπληρώνει.
Αυτά τά ενεργει η χάρη του Αγίου
Πνεύματος, καί χωρίς αυτήν δέν γίνεται τίποτε.
99. Αν ελαβες τήν
αφεση ολων των αμαρτημάτων σου, ειτε μέ τήν εξομολόγηση, ειτε μέ τήν περιβολή
του αγίου καί αγγελικου Σχήματος, γιά πόση θερμή αγάπη, ευχαριστία καί
ταπείνωση ειναι αιτία αυτό; Γιατί ενω ησουν αξιος γιά μύριες τιμωρίες, οχι
μόνον απαλλάχθηκες από αυτές, αλλά καί αξιώνεσαι υιοθεσία καί δόξα καί βασιλεία
των ουρανων. Αυτά στρέφοντας στό νου σου καί εχοντας πάντα στή μνήμη σου, νά
εισαι ετοιμος καί νά προπαρασκευάζεσαι νά μήν προσβάλεις Εκεινον πού σέ επλασε καί σέ τίμησε καί
συγχώρησε τά αναρίθμητα αμαρτήματά σου, αλλά νά Τόν δοξάσεις καί νά Τόν
τιμήσεις μέ ολα τά εργα σου, γιά νά σέ δοξάσει καί Αυτός περισσότερο, εσένα πού
σέ τίμησε παραπάνω από ολη τήν ορατή κτίση, καί νά σέ ονομάσει γνήσιο φίλο Του.
100. Οσο η ψυχή ειναι
πολυτιμότερη από τό σωμα, τόσο ο λογικός ανθρωπος ειναι ανώτερος από ολη τήν
κτίση. Μή βλέπεις λοιπόν, ανθρωπε, τά μεγέθη των κτισμάτων καί τά νομίζεις πιό
πολύτιμα από σένα. Αλλά βλέποντας τή
χάρη πού σου δόθηκε καί κατανοώντας τήν αξία της νοερης καί λογικης ψυχης σου,
νά ανυμνεις τό Θεό πού σέ τίμησε παραπάνω από ολα τά ορατά.
101. Ας σκεφτουμε πως
θά δοξάσομε τό Θεό. Ο Θεός δοξάζεται από
μας, οχι μέ αλλον τρόπο, αλλά οπως δοξάστηκε από τόν Υιό. Μ΄ εκεινα δηλαδή πού
δόξασε ο Υιός τόν Πατέρα, δοξάστηκε μέ αυτά κι
Εκεινος από τόν Πατέρα. Αυτά κι εμεις ας φροντίσομε νά πράξομε μέ
επιμέλεια, γιά νά δοξάσομε Εκεινον πού
καταδέχθηκε νά ονομαστει Πατέρας μας επουράνιος καί νά δοξαστουμε από Αυτόν μέ
τή δόξα πού ειχε ο Υιός από Αυτόν προτου δημιουργηθει ο κόσμος. Αυτά μέ τά
οποια δόξασε ο Υιός τόν Πατέρα ειναι ο σταυρός, δηλαδή η νέκρωση ολου του
κόσμου, οι θλίψεις, οι πειρασμοί καί τά λοιπά παθήματα του Χριστου. Οταν τά υποφέρομε αυτά μέ μεγάλη υπομονή,
μιμούμαστε τά παθήματα του Χριστου καί δοξάζομε μέ αυτά τόν Πατέρα καί Θεό μας
ως κατά χάρη παιδιά Του καί συγκληρονόμοι του Χριστου.
102. Η ψυχή πού δέν
ενιωσε οτι ελευθερώθηκε τελείως από τή σύνδεση καί τήν εμπαθή προσκόλληση στά
ορατά, δέν μπορει νά υποφέρει χωρίς λύπη τά λυπηρά πού της συμβαίνουν καί τίς
βλάβες από ανθρώπους καί δαίμονες. Αλλά
καθώς ειναι δεμένη γερά μέ τήν εμπαθή προσκόλληση στά ανθρώπινα πράγματα,
υποφέρει στίς οικονομικές ζημίες καί στενοχωρειται από στερήσεις πραγμάτων καί
νιώθει σφοδρή οδύνη οταν δέχεται πληγές στό σωμα.
103. Οποιος απέσπασε
τήν ψυχή του από τή σχέση καί τήν επιθυμία των αισθητων καί τή συνέδεσε μέ τό
Θεό, οχι μόνο θά καταφρονήσει τά χρήματα καί κτήματά του καί δέ θά λυπηθει αν
τά χάσει, σάν νά ειναι ξένα, αλλά καί τά λυπηρά πού πλήττουν τό σωμα του, θά τά
υπομείνει μέ χαρά καί τήν πρέπουσα ευχαριστία, βλέποντας διαρκως, οπως λέει ο
θειος Απόστολος, τόν εξωτερικό ανθρωπο
νά φθείρεται, ενω τόν εσωτερικό νά ανανεώνεται καθημερινά. Διαφορετικά δέν
ειναι δυνατόν νά υποφέρομε μέ χαρά τίς θλίψεις πού παραχωρει ο Θεός. Τουτο
χρειάζεται τέλεια γνώση καί πνευματική σοφία.
Εκεινος πού τά στερειται αυτά, βαδίζει πάντοτε σέ σκοτάδι απελπισίας καί
αγνοιας καί δέν μπορει διόλου νά δει τό φως της υπομονης καί της παρηγοριας.
104. Κάθε δοκησίσοφος λόγω ανθρώπινης επιστήμης, δέν θά
αξιωθει ποτέ νά εμβαθύνει στά μυστήρια του Θεου καί νά τά δει, ωσπου νά θελήσει
πρωτα νά ταπεινωθει καί νά γίνει μωρός, αποβάλλοντας μαζί μέ τήν υπεροψία καί
τίς γνώσεις πού κατέχει. Γιατί εκεινος πού κάνει ετσι καί ακολουθει εκείνους
πού ειναι σοφοί στά θεια μέ ανεπιφύλακτη πίστη καί χειραγωγειται από αυτούς,
μπαίνει μαζί τους στήν πόλη του ζωντος Θεου. Καί οδηγούμενος καί φωτιζόμενος
από τό θειο Πνευμα, βλέπει καί διδάσκεται εκεινα τά οποια κανείς από τούς
αλλους ανθρώπους δέν μπορει ποτέ νά δει καί νά μάθει. Καί τότε γίνεται
διδαγμένος από τό Θεό.
105. Τούς διδαγμένους από τό Θεό, οι μαθητές των σοφων αυτου
του κόσμου τούς θεωρουν μωρούς. Στ΄ αλήθεια ομως οι μωροί ειναι αυτοί, καθώς
ειναι κορεσμένοι μέ τήν απομωραμένη κοσμική σοφία, τήν οποία ο Θεός απέδειξε
μωρία, σύμφωνα μέ τό θειο Απόστολο. Τήν
ιδια ο λόγος του Θεου τήν ονομάζει επίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη, γεμάτη
εριστικότητα καί φθόνο. Καθώς λοιπόν αυτοί στερουνται τό θειο φως καί δέν
μπορουν νά δουν τά θαύματα πού αυτό φανερώνει, θεωρουν πλανεμένους εκείνους πού
ζουν μέσα στό φως καί βλέπουν καί διδάσκουν οσα ειναι σ΄ αυτό, ενω οι
πλανεμένοι ειναι αυτοί, οι αγευστοι των απορρήτων αγαθων του Θεου.
106. Οτι καί τώρα
υπάρχουν ανάμεσά μας απαθεις καί αγιοι καί γεμάτοι θειο φως, οι οποιοι τόσο
νέκρωσαν τά γήινα μέλη τους από κάθε ακαθαρσία καί εμπαθή επιθυμία, ωστε οχι
μόνο οι ιδιοι νά μή σκέφτονται η νά κάνουν κανένα κακό, αλλά καί αλλοι αν τούς
ωθουν, νά μήν παθαίνουν καμιά αλλοίωση της απάθειάς τους· οτι λοιπόν υπάρχουν
καί τώρα, θά τό }ηξεραν εκεινοι πού τούς κατηγορουν οτι εχουν αδιαφορία καί πού
απιστουν ακούγοντάς τους νά διδάσκουν περί θείων πραγμάτων μέ τή σοφία του
Πνεύματος, αν βέβαια ειχαν κατανοήσει τά θεια λόγια πού διαβάζουν καί ψάλλουν
καθημερινά. Γιατί αν ειχαν αποκτήσει τήν τέλεια γνώση της θείας Γραφης, θά
πίστευαν στά λόγια του Θεου καί στά αγαθά πού Αυτός μας χάρισε. Επειδή ομως στερουνται αυτά τά καλά από
υψηλοφροσύνη καί αμέλεια, γι΄ αυτό καί διαβάλλουν από απιστία εκείνους πού
μετέχουν σ΄ αυτά καί διδάσκουν γι΄ αυτά.
107. Εκεινοι πού
ειναι γεμάτοι από τή χάρη του Θεου καί τέλειοι στήν ουράνια γνώση καί σοφία,
θέλουν νά επισκέπτονται καί νά βλέπουν τούς κοσμικούς γιά τουτο μόνο, γιά νά
τούς προξενήσουν κάποιο μισθό μέ τήν υπόμνηση των εντολων του Θεου καί μέ τήν
αγαθοεργία, αν βέβαια ακούσουν καί αν εννοήσουν καί πεισθουν. Γιατί οσοι δέν
οδηγουνται από τό Πνευμα του Θεου, βαδίζουν στό σκοτάδι καί δέν γνωρίζουν που
πηγαίνουν, ουτε σέ ποιές εντολές πρέπει νά προχωρήσουν· ειναι ομως ενδεχόμενο
νά ανανήψουν κάποτε από τήν υψηλοφροσύνη πού τούς κατέχει καί νά δεχθουν τήν
αληθινή διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος
καί, αφου ακούσουν τό θέλημα του Θεου ανόθευτα καί ακαπήλευτα, νά μετανοήσουν
καί μέ τήν εκπλήρωσή του νά λάβουν κάποιο πνευματικό χάρισμα. Αν τελικά δέν μπορέσουν νά προξενήσουν στούς
κοσμικούς τέτοια ωφέλεια, τότε θρηνώντας τήν πώρωση της καρδιας τους, γυρίζουν
στά κελιά τους καί παρακαλουν μέρα καί νύχτα γιά τή σωτηρία τους. Γιατί εκεινοι
πού ειναι πάντοτε μαζί μέ τό Θεό καί γεμάτοι από κάθε καλό, γιά τίποτε αλλο δέν
θά λυπηθουν ποτέ, παρά μόνο γι΄ αυτό.
108. Ποιός ειναι ο σκοπός της ενσαρκης Οικονομίας του Θεου
Λόγου, ο οποιος διακηρύσσεται σ΄ ολη τή θεία Γραφή, αλλά εμεις μένομε στήν
ανάγνωση, χωρίς νά φτάνομε στήν επίγνωσή του; Πάντως αυτός ο σκοπός ειναι, αφου
μετάσχει Εκεινος στά δικά μας, νά μας
κάνει κοινωνούς των δικων Του. Ο Υιός
δηλαδή του Θεου, εγινε υιός ανθρώπου, γιά νά κάνει υιούς Θεου τούς ανθρώπους,
ανεβάζοντας τό γένος μας κατά χάρη σ΄ εκεινο πού ειναι ο Ιδιος κατά φύση, αναγεννώντας μας μέ τό Αγιο Πνευμα καί εισάγοντάς μας ευθύς στή
βασιλεία των ουρανων. Η μαλλον μας
χαρίζει νά εχομε τή βασιλεία των ουρανων μέσα μας, ωστε νά μήν ελπίζομε απλως
οτι θά μπουμε σ΄ αυτήν, αλλά κατέχοντάς την νά διαλαλουμε: « Η ζωή μας ειναι
κρυμμένη μαζί μέ τό Χριστό μέσα στό Θεό».
109. Τό βάπτισμα δέν αφαιρει τό αυτεξούσιο καί τήν ελευθερία
της προαιρέσεώς μας, αλλά μας χαρίζει ελευθερία νά μήν εξουσιαζόμαστε πιά χωρίς
νά θέλομε από τό διάβολο. Μετά τό βάπτισμα, από εμας εξαρταται η νά μένομε μέ
τή θέλησή μας στίς εντολές του Χριστου, του Κυρίου καί Θεου, στου Οποίου τό ονομα βαπτιστήκαμε, καί νά βαδίζομε
στό δρόμο των προσταγμάτων Του, η νά αφήνομε τόν ισιο αυτό δρόμο καί νά
επιστρέφομε στόν πολέμιο καί εχθρό μας διάβολο.
110. Οποιοι μετά τό
αγιο βάπτισμα υποχωρουν στά θελήματα του πονηρου καί πράττουν οσα υποβάλλει
εκεινος, αποξενώνουν τόν εαυτό τους από τήν αγία μήτρα του θείου βαπτίσματος,
σύμφωνα μέ τό λόγο του Δαβίδ. Γιατί καθένας από μας, δέν αλλοιώνεται, ουτε
απομακρύνεται από τή φύση του, κατά τήν οποία πλάσθηκε· αλλά εχοντας πλαστει
από τό Θεό αγαθός (γιατί ο Θεός δέν εκανε κανένα κακό), καί οντας αμετάτρεπτος
στή φύση πού πλάσθηκε κατά τήν ουσία του, πράττει εκεινα ακριβως πού μέ εκούσια
γνώμη προαιρειται καί θέλει, ειτε αγαθά, ειτε κακά. Οπως δηλαδή τό μαχαίρι, ειτε σέ καλό, ειτε σέ
κακό χρησιμοποιηθει, δέ μεταβάλλεται κατά τή φύση του, αλλά παραμένει σίδερο,
ετσι καί ο ανθρωπος: ενεργει καί πράττει οσα θέλει, οπως ειπαμε, δέν ξεφεύγει
ομως από τή φύση του.
111. Δέ σώζει τόν ανθρωπο τό νά ελεήσει εναν· αντίθετα, τό
νά καταφρονήσει εναν, του προξενει τήν κόλαση. Γιατί τά λόγια του Χριστου:
«Πείνασα καί δίψασα κλπ.» δέν αναφέρονται σέ μιά φορά, ουτε σέ μιά ημέρα, αλλά
σέ ολη τή ζωή. Καί τό νά δοθει τροφή, νερό, ενδυμα καί τά ομοια στό Χριστό, δέν
ειναι γιά μιά φορά, αλλά ο Κύριος καί Θεός μας διακήρυξε οτι πάντοτε καί σέ
κάθε περίπτωση τά δέχεται από τούς δούλους Του.
112. Εκεινος πού
εδωσε ελεημοσύνη σέ εκατό ανθρώπους καί μπορουσε νά δώσει καί σέ αλλους, καί νά
ξεδιψάσει καί νά θρέψει πολλούς πού τόν παρακαλουσαν καί φώναζαν κι ωστόσο τούς
εδιωξε, θά κριθει από τό Χριστό οτι δέν εθρεψε Αυτόν τόν ιδιο. Γιατί καί σ΄
ολους εκείνους βρίσκεται Αυτός, πού τρέφεται από μας στό πρόσωπο καθενός από
τούς ελαχίστους.
113. Εκεινος πού
σήμερα εδωσε σέ ολους ολα τά αναγκαια του σώματος, αλλά αυριο, ενω μπορει νά
κάνει τό ιδιο, παραμελήσει κάποιους αδελφούς καί τούς αφήσει νά χαθουν από
πείνα καί δίψα καί κρύο, στήν πραγματικότητα εγκατέλειψε στό θάνατο καί
καταφρόνησε Εκεινον πού ειπε: « Αφου τά
κάνατε αυτά γιά εναν από αυτούς τούς ελαχίστους, τά κάνατε γιά μένα».
114. Γι΄ αυτό ο Χριστός καταδέχθηκε νά πάρει τή μορφή κάθε
φτωχου καί εξομοίωσε τόν εαυτό Του μέ κάθε φτωχό, γιά νά μήν υπερηφανεύεται
κανείς απ΄ οσους πιστέψουν σ΄ Αυτόν, απέναντι του αδελφου του. Αλλά βλέποντας καθένας τόν αδελφό του καί τόν
πλησίον του σάν νά βλέπει τό Θεό του, νά λογαριάζει τόν εαυτό του πιό ελάχιστο
από αυτόν, αφου θά τόν βλέπει σάν τό Δημιουργό του, καί σάν τέτοιο νά τόν
δέχεται καί νά τόν τιμα καί νά διαθέτει ολα τά υπάρχοντά του γιά νά τόν
περιποιηθει, οπως ο Χριστός καί Θεός μας διέθεσε τό α#ιμα Του γιά τή σωτηρία
μας.
115. Εκεινος πού
διατάχθηκε νά εχει τόν πλησίον οπως τόν εαυτό του, οφείλει οπωσδήποτε νά τόν
εχει ετσι οχι γιά μιά ημέρα, αλλά γιά ολη του τή ζωή. Καί εκεινος πού πηρε
προσταγή νά δίνει σέ καθένα πού του ζητει, προστάζεται νά τό πράττει σέ ολη του
τή ζωή. Καί εκεινος πού θέλει νά κάνουν οι αλλοι σ΄ αυτόν αγαθά, τά ιδια θά
απαιτηθει νά κάνει καί αυτός στούς αλλους.
116. Εκεινος πού εχει
τόν πλησίον του οπως τόν εαυτό του, δέν ανέχεται νά εχει τίποτε περισσότερο από
τόν πλησίον του. Αν τώρα εχει, αλλά δέν
τά μοιράζει αφθονα, ωστε νά γίνει καί ο ιδιος φτωχός καί νά εξομοιωθει μέ τούς
πλησίον, δέν ειναι εκπληρωτής της εντολης του Κυρίου. Τό ιδιο κι εκεινος πού
θέλει νά δίνει σέ ολους οσοι του ζητουν, αν συμβει νά εχει εστω καί ενα νόμισμα
η ενα κομμάτι ψωμί καί αρνηθει σέ κάποιον πού του ζητει. Επίσης κι εκεινος πού δέν κάνει στόν πλησίον
οσα καί αυτός θέλει νά του κάνουν οι αλλοι.
Ετσι καί εκεινος πού εθρεψε, ξεδίψασε καί εντυσε κάθε φτωχό καί ελάχιστο
καί του εκανε καί ολα τά αλλα, αν καταφρονήσει καί παραβλέψει ενα μόνο από
αυτούς, θά θεωρηθει οτι παρέβλεψε πεινασμένο καί διψασμένο τόν ιδιο τό Χριστό,
τό Θεό.
117. Βαριά ισως νά φανουν σέ ολους τά παραπάνω. Γι΄ αυτό καί
θά νομίσουν πώς τάχα ειναι ευλογο νά αναρωτιουνται: «Ποιός αραγε μπορει νά
εκτελέσει ολα αυτά, ωστε νά τούς φροντίσει καί νά τούς θρέψει ολους καί νά μήν
παραβλέψει κανέναν;». Αλλά ας ακούσουν
τόν Παυλο πού διακηρύττει: « Η αγάπη του Χριστου μας διακατέχει, αφου
σχηματίσαμε τήν πεποίθηση οτι, εφόσον ενας -ο Χριστός- πέθανε γιά χάρη ολων,
αρα πέθαναν ολοι».
118. Οπως οι
περιεκτικές εντολές περιέχουν μέσα τους καί ολες τίς επιμέρους εντολές, ετσι
καί οι περιεκτικές αρετές συμπεριλαμβάνουν τίς μερικές αρετές. Γιατί οποιος
πούλησε τά υπάρχοντά του καί τά διαμοίρασε στούς φτωχούς καί εγινε μεμιας
φτωχός, εκπλήρωσε μέ μία του πράξη ολες τίς μερικές εντολές, δηλαδή δέν εχει
πλέον ανάγκη νά δίνει σ΄ εκεινον πού του ζητει, η νά μήν αποστραφει εκεινον πού
θέλει νά δανειστει από αυτόν. Ετσι καί
εκεινος πού προσεύχεται αδιαλείπτως, μέσα σ΄ αυτό εχει κλείσει τά πάντα, καί
δέν υποχρεώνεται πλέον νά δοξολογει τόν Κύριο επτά φορές τήν ημέρα η κατά τό
βράδυ, τό πρωί καί τό μεσημέρι, αφου εχει ηδη εκπληρώσει ολα οσα κανονικά καί
σέ τακτές #ωρες προσευχόμαστε καί ψάλλομε.
Ετσι καί εκεινος πού συνειδητά δέχθηκε μέσα του τό Θεό πού δίνει γνώση
στούς ανθρώπους, διεξηλθε ολη τήν αγία Γραφή καί καρπώθηκε ολη τήν ωφέλειά της,
καί δέν εχει πλέον ανάγκη από βιβλία. Πως νά εχει ανάγκη από βιβλία εκεινος πού
εχει αχώριστο σύντροφό του Εκεινον πού
ενέπνευσε τούς συγγραφεις των αγίων Γραφων, καί μυειται από Εκεινον στά απόρρητα καί απόκρυφα μυστήρια;
Θά ειναι ο ιδιος βιβλίο θεόπνευστο γιά τούς αλλους, πού περιέχει καινούργια καί
παλαιά μυστήρια, γραμμένα μέσα του μέ τό χέρι του Θεου, επειδή εκπλήρωσε τά
πάντα καί αναπαύθηκε από ολα τά εργα του στό Θεό, στήν αρχική Τελειότητα.
119. Η ρεύση πού
συμβαίνει στόν υπνο γίνεται από πολλές αφορμές: από γαστριμαργία, από κενοδοξία
καί από φθόνο των δαιμόνων. Γίνεται επίσης από τήν πολλή αγρυπνία, οταν
κυριεύεται από τόν υπνο τό σωμα, εχοντας τό φόβο μήπως τό πάθει αυτό. Η τήν παραμονή της θείας λειτουργίας αν ειναι
κανείς ιερέας, η της θείας Κοινωνίας, οταν ξαπλώσει κανείς μέ λογισμούς δειλίας,
μήπως δηλαδή τό πάθει, αποκοιμιέται καί τό παθαίνει· πράγμα πού κι αυτό
οφείλεται σέ φθόνο των δαιμόνων. Ακόμη,
αν δει κανείς τήν ημέρα ενα ομορφο πρόσωπο καί επειτα αναπολώντας το νοερά
κοιμηθει μέ αυτούς τούς πορνικούς λογισμούς πού από χαυνότητα δέν εδιωξε, τό
παθαίνει στόν υπνο του· η καί ξύπνιος ισως, ξαπλωμένος στό κρεβάτι του.
Συμβαίνει κι αλλιως· ειναι μερικοί σάν καί μένα ράθυμοι, πού κάθονται καί
συζητουν γιά εμπαθή πράγματα, ειτε μ΄ εμπάθεια, ειτε οχι. Πηγαίνοντας επειτα
γιά υπνο, ενω τά κλώθουν στό μυαλό τους καί συνομιλουν νοερά μ΄ αυτά,
κοιμουνται καί τό παθαίνουν. Ισως κι
εκει πού συνομιλουν, ο ενας από τούς δύο παθαίνει τή βλάβη. Γι΄ αυτό πρέπει νά
προσέχομε τούς εαυτούς μας πάντοτε καί νά μελετουμε τό λόγο του Ψαλμωδου:
«Βλέπω τόν Κύριο πάντοτε εμπρός μου, οτι ειναι στά δεξιά μου γιά νά μήν
κλονιστω», καί νά κλείνομε τ΄ αυτιά μας σέ τέτοια λόγια. Πολλές φορές πάλι,
μόλις αφησαν τήν προσευχή μερικοί, ωθήθηκαν σέ σαρκικά σκιρτήματα, οπως ειπαμε
καί στό κεφάλαιο περί προσευχης.
120. Αδελφέ, φρόντισε
από τήν αρχή της αποταγης σου νά φυτέψεις μέσα σου καλές αρετές, ωστε καί στήν
αδελφότητα νά γίνεις χρήσιμος, καί νά σέ ανυψώσει στά τέλη σου ο Κύριος. Μήν
αποκτήσεις ποτέ θάρρος μέ τόν ηγούμενο, οπως καί αλλοτε ειπαμε, μήτε νά ζητεις
απ΄ αυτόν νά σέ τιμήσει. Μήν αποκτήσεις φιλία μέ τούς προϊσταμένους, μήτε νά
συχνάζεις στά κελιά τους, ξέροντας οτι αν τό κάνεις, οχι μόνον τό πάθος της
κενοδοξίας θ΄ αρχίσει νά ριζώνει μέσα σου, αλλά καί θά γίνεις μισητός στόν
ηγούμενο. Πως θά γίνει αυτό, ο νοων νοείτω. Νά κάθεσαι ειρηνικός στό κελί σου,
οποιο καί αν ειναι αυτό. Καί εκεινον πού θέλει νά σου μιλήσει μήν τόν
αποστραφεις, από ευλάβεια τάχα. Αλλά μέ
πατρική γνώμη αν του μιλήσεις, δέν θά βλαφθεις ποτέ, ακόμη καί αν αυτός ειναι
από τούς εναντίους σου. Καί αν δέν τό βλέπεις αυτό συμφέρον, ωστόσο πρέπει νά
συμμορφώνεσαι μέ τό σκοπό αυτου πού ωφελειται.
121. Πρέπει νά εχεις ακατάπαυστα τό φόβο του Θεου καί νά
ανακρίνεις κάθε μέρα τόν εαυτό σου, τί καλό η τί κακό επραξες. Καί τά καλά νά
τά λησμονεις, μήν τυχόν πέσεις στό πάθος της κενοδοξίας. Γιά τά κακά ομως νά
χύνεις δάκρυα, νά εξομολογεισαι καί νά προσεύχεσαι θερμά. Η ανάκριση αυτή νά γίνεται κατά τόν εξης
τρόπο. Αφου τελειώσει η ημέρα καί ερθει
τό βράδυ, νά συλλογίζεσαι: «Πως αραγε, μέ τή βοήθεια του Θεου, πέρασα τήν
ημέρα; Μήπως κατέκρινα κανένα, η πρόσβαλα, η σκανδάλισα, η κοίταξα αλλον μέ
εμπάθεια, η παράκουσα εκεινον πού επιστατει στή διακονία καί αμέλησα τό
διακόνημά μου, η οργίσθηκα εναντίον κανενός, η εκει πού στεκόμουν στήν
ακολουθία απασχόλησα τό νου μου σέ ανώφελα πράγματα, η βάρυνα από τή ραθυμία
καί αφησα τήν εκκλησία καί τόν κανόνα;»
Οταν βρεις σ΄ ολα αυτά τόν εαυτό σου ανεύθυνο (πράγμα αδύνατο, γιατί
κανείς δέν ειναι καθαρός από αμαρτία ουτε μιά ημέρα της ζωης του καί κανείς δέν
μπορει νά καυχηθει οτι εχει αγνή καρδιά), τότε φώναξε στό Θεό μέ πολλά δάκρυα:
«Κύριε συγχώρησέ μου οσα αμάρτησα μέ πράξεις καί λόγια, μέ γνώση μου η μέ
αγνοια». Γιατί σέ πολλά φταιμε χωρίς νά τό γνωρίζομε.
122. Πρέπει καθημερινά νά εξομολογεισαι κάθε λογισμό στόν
πνευματικό πατέρα, καί εκεινο πού σου λέει νά τό δέχεσαι σάν από τό στόμα του
Θεου μέ εσωτερική βεβαιότητα. Νά μήν τά κοινολογεις αυτά σέ κανένα, οτι δηλαδή
«ρώτησα τό καί τό τόν πνευματικό πατέρα καί μου ειπε τουτο· αραγε μου ειπε καλά
η οχι; Καί τί πρέπει νά κάνω γιά τή διόρθωσή μου;». Γιατί αυτά τά λόγια ειναι
γεμάτα από απιστία πρός τόν πατέρα κι επιζήμια γιά τήν ψυχή. Αυτό συνήθως
συμβαίνει κυρίως στούς αρχαρίους.
123. Ολους τούς
αδελφούς του κοινοβίου πρέπει νά τούς βλέπεις ως αγίους καί μόνο τόν εαυτό σου
νά θεωρεις αμαρτωλό καί τελευταιο απ΄ ολους καί οτι, ενω ολοι θά σωθουν, μόνο
εσύ θά κολασθεις. Καί οταν στέκεσαι στήν ακολουθία, αυτά νά συλλογίζεσαι καί νά
μήν παύεις νά κλαις θερμά καί μέ κατάνυξη, χωρίς νά επηρεάζεσαι από εκείνους
πού γιά τή στάση σου σκανδαλίζονται η περιγελουν. Αν ομως βλέπεις οτι απ΄ αυτό γλιστρας στήν
κενοδοξία, τότε νά βγεις από τήν εκκλησία, νά κλάψεις κάπου κρυφά καί πάλι νά
επιστρέψεις γρήγορα στή θέση σου. Αυτό ειναι πάρα πολύ καλό γιά τούς αρχαρίους,
καί περισσότερο στόν εξάψαλμο, στή στιχολογία του ψαλτηρίου, στήν ανάγνωση καί
στή θεία λειτουργία. Πρόσεχε ακόμη νά μήν κατακρίνεις κανένα, αλλά νά σκέφτεσαι
οτι «οσοι μέ βλέπουν νά θρηνω καί νά οδύρομαι, θά καταλάβουν οτι εχω πάρα
πολλές αμαρτίες καί θά προσεύχονται γιά τή σωτηρία μου». Καί οπωσδήποτε, αν πάντοτε
αυτό συλλογίζεσαι καί εκτελεις ακατάπαυστα, θά ωφεληθεις πολύ καί θά ελκύσεις
πάνω σου τή χάρη του Θεου καί θά γίνεις μέτοχος του θείου μακαρισμου.
124. Μήν πηγαίνεις στό κελί κανενός, εκτός από του
ηγουμένου, καί εκει πάλι σπάνια. Αν
θέλεις νά τόν ρωτήσεις γιά κάποιο λογισμό, ρώτησέ τον στήν εκκλησία. Μετά τήν
ακολουθία ν΄ αποσύρεσαι αμέσως στό κελί σου, καί κατόπιν στό διακόνημά
σου. Υστερα από τό απόδειπνο, αφου
βάλεις μετάνοια εξω από τό ηγουμενειο καί ζητήσεις τήν ευχή του ηγουμένου,
τρέχα σιωπηλός καί μέ σκυμμένο τό κεφάλι στό κελί σου. Γιατί ειναι καλύτερο νά
πεις ενα τρισάγιο μέ προσοχή καί νά κοιμηθεις, παρά νά αγρυπνήσεις τέσσερις
#ωρες μέ ανώφελες συνομιλίες. Ομως οπου υπάρχει κατάνυξη καί πνευματικό πένθος,
εκει ακολουθει θεία ελλαμψη. Οταν αυτή
επιφοιτήσει, διώχνει τήν ακηδία καί τή νόσο.
125. Ιδιαίτερη αγάπη
νά μήν εχεις μέ κανένα πρόσωπο, καί μάλιστα μέ αρχάριο, ακόμη καί αν σου
φαίνεται οτι εχει αριστο βίο, καί πολύ περισσότερο φυσικά αν εχει βίο υποπτο.
Γιατί συνήθως αυτή η αγάπη από πνευματική μετατρέπεται μέσα σου σέ εμπαθή καί
σύ πέφτεις σέ ανώφελες θλίψεις. Αυτό μάλιστα συμβαίνει συχνά στούς
αγωνιστές. Ομως η ταπείνωση καί η
συνεχής προσευχή θά σέ διδάξουν γι΄ αυτό.
Ο καιρός δέν μας επιτρέπει νά επεκταθουμε στό θέμα. Ο νοων νοείτω.
126. Πρέπει νά κρατας τόν εαυτό σου ξένο πρός κάθε αδελφό
του κοινοβίου, καί περισσότερο πρός τούς γνωστούς πού ειχες στόν κόσμο. Ολους ομως νά τούς αγαπας εξίσου, καί τούς
ευλαβεις καί αγωνιστές νά τούς βλέπεις ως αγίους. Γιά εκείνους πάλι πού ειναι
σάν καί μένα ράθυμοι, νά προσεύχεσαι εκτενως.
Ομως, οπως προειπα, θεωρώντας τους ολους αγίους, σπευδε μέ τό πένθος νά
καθαρθεις από τά πάθη, γιά νά φωτιστεις από τή χάρη, οπότε θά τούς βλέπεις
ολους ισους καί θά επιτύχεις τό μακαρισμό των καθαρων στήν καρδιά.
127. Νά φρονεις, αδελφέ, οτι η τέλεια αναχώρηση από τόν
κόσμο ειναι καταρχήν η ολοκληρωτική απονέκρωση του θελήματός σου, καί επειτα η
αποδέσμευση από τόν σύνδεσμο καί η απάρνηση των γονέων, συγγενων καί φίλων.
128. Επίσης, τό νά
απογυμνωθεις απ΄ ολα τά υπάρχοντά σου καί νά τά μοιράσεις στούς φτωχούς,
σύμφωνα μέ τό λόγο του Κυρίου: «Πούλησε τά υπάρχοντά σου καί δωσε τα στούς
φτωχούς». Ακόμη, νά λησμονήσεις ολα τά
πρόσωπα πού αγαπουσες ειτε σωματικως, ειτε πνευματικως.
129. Επίσης, νά
εξομολογηθεις ολα τά μυστικά της καρδιας σου, οσα επραξες από τή βρεφική σου
ηλικία μέχρι τώρα, στόν πνευματικό πατέρα η στόν ηγούμενο, σάν νά εξομολογεισαι
στόν ιδιο τό Θεό, ο οποιος εξετάζει «καρδίας καί νεφρούς». Γνωρίζεις πώς οταν
ο Ιωάννης βάπτιζε βάπτισμα μετανοίας,
πήγαιναν ολοι σ΄ αυτόν καί εξομολογουνταν τίς αμαρτίες τους. Γιατί από τήν
εξομολόγηση γίνεται χαρά μεγάλη στήν ψυχή καί ανακούφιση στή συνείδηση, σύμφωνα
μέ τό λόγο του Προφήτη: «Λέγε πρωτος εσύ τίς αμαρτίες σου, καί θά δικαιωθεις».
130. Νά βάλεις επίσης στό λογισμό σου, μετά τήν ενταξή σου
στό κοινόβιο, τή βεβαιότητα, οτι πέθαναν ολοι, καί οι γονεις καί οι φίλοι σου.
Καί νά θεωρεις πατέρα καί μητέρα τό Θεό καί τόν ηγούμενο. Μή ζητήσεις ποτέ από
τούς γονεις καί φίλους κάτι πού σου χρειάζεται.
Αν τώρα αυτοί προνοήσουν καί σου στείλουν τίποτε, δέξου το καί
προσευχήσου γι΄ αυτούς πού σέ θυμουνται, δωσε ομως ο,τι σου εστειλαν στόν
ξενώνα η στό νοσοκομειο της μονης. Καί αυτό νά τό κάνεις μέ ταπείνωση· γιατί
δέν ειναι εργο των τελείων, αλλά των πολύ μικρων.
131. Κάθε τί πού ειναι καλό, νά τό κάνεις μέ ταπείνωση,
εχοντας στό νου σου τόν Κύριο πού ειπε: « Οταν τά πράξετε ολα, νά λέτε οτι
ειμαστε αχρηστοι δουλοι καί κάναμε ο,τι οφείλαμε νά πράξομε».
132. Νά φυλάγεσαι νά μήν κοινωνήσεις ποτέ εχοντας τίποτε
εναντίον αλλου, ακόμη καί απλό λογισμό, εως οτου επιτύχεις τή συνδιαλλαγή μέ τή
μετάνοια. Αλλά καί αυτό θά τό μάθεις από
τήν προσευχή.
133. Νά εισαι κάθε μέρα ετοιμος νά δεχθεις κάθε θλίψη. Νά
σκέφτεσαι οτι μ΄ αυτές θ΄ απαλλαγεις από τίς πολλές σου αμαρτίες, καί νά
ευχαριστεις τόν Αγιο Θεό. Γιατί απ΄ αυτό
αποκτα κανείς παρρησία πού δέν ντροπιάζει, σύμφωνα μέ τόν μέγα Απόστολο πού λέει: « Η θλίψη οδηγει στήν
υπομονή, η υπομονή στήν σταθερότητα, καί η σταθερότητα στήν ελπίδα. Καί η
ελπίδα δέ θά ντροπιάσει αυτόν πού ελπίζει». Γιατί αυτά πού μάτια δέν τά ειδαν
καί αυτιά δέν τά ακουσαν καί νους ανθρώπου δέν τά διανοήθηκε, αυτά ειναι πού θά
δοθουν σύμφωνα μέ τήν αδιάψευστη υπόσχεση σ΄ εκείνους οι οποιοι μέ τή συνέργεια
της χάρης δείχνουν υπομονή στίς θλίψεις. Γιατί χωρίς τή χάρη τίποτε δέν μπορει
νά κατορθωθει.
134. Νά μήν εχεις στό κελί σου τίποτε υλικό, μέχρι καί
βελόνα, εξω από μία ψάθα, μιά προβειά, ενα ράσο καί ο,τι φορας. Αν ειναι δυνατόν, νά μήν εχεις ουτε σκαμνί ν΄ ακουμπας τά πόδια
σου. Γιατί καί γι΄ αυτό υπάρχει λόγος. Ο
νοων νοείτω.
135. Ουτε πάλι νά απαιτεις από τόν ηγούμενο τίποτε απ΄ οσα
σου χρειάζονται, εκτός από τά κανονισμένα, καί αυτά οταν αυτός σέ καλέσει καί
σου τά δώσει. Ουτε νά πείθεσαι στό λογισμό πού σου ερχεται νά αλλάξεις κάτι από
εκεινα πού σου δίνει. Αλλά ο,τι λογης
καί αν ειναι, νά τά δέχεσαι μέ ευχαριστία σάν από τό Θεό, καί μέ αυτά νά
πορεύεσαι. Δέν πρέπει ακόμη νά προμηθεύεσαι αλλο μέ αγορά. Οταν λερώνεται τό ζωστικό σου, δύο φορές τό
χρόνο νά τό πλένεις, ζητώντας μέ σχημα φτωχου καί ταπεινου καί μέ κάθε
ταπείνωση, ζωστικό από αλλο αδελφό, μέχρις οτου πλυθει καί στεγνώσει τό δικό
σου, κι επειτα πάλι μέ ευχαριστία νά τό επιστρέφεις. Τό ιδιο καί μέ τό ράσο καί
μέ ο,τι αλλο.
136. Νά κοπιάζεις οσο μπορεις στή διακονία. Μέσα στό κελί
σου νά καρτερεις στήν προσευχή μέ κατάνυξη καί προσοχή καί αδιάκοπα δάκρυα. Μή
βάλεις στό νου σου οτι, σήμερα κοπίασα πάρα πολύ κι ας αφαιρέσω κάτι από τήν
προσευχή εξαιτίας του σωματικου κόπου. Γιατί σου λέω, οτι οσο καί αν βιάσει
κανείς τόν εαυτό του στή διακονία, αν στερηθει τήν προσευχή, πρέπει νά θεωρει
οτι κάτι μεγάλο εχασε. Καί πράγματι ετσι ειναι.
137. Νά πηγαίνεις πρωτος στίς εκκλησιαστικές συνάξεις καί νά
φεύγεις τελευταιος, εκτός μεγάλης ανάγκης, καί κυρίως στόν ορθρο καί στή θεία
λειτουργία.
138. Νά εχεις πλήρη υποταγή στόν ηγούμενο από τόν οποιο
εγινες μοναχός, καί νά εκτελεις ανεπιφύλακτα μέχρι θανάτου οσα σέ προστάζει,
καί αν ακόμη σου φαίνονται αδύνατα. Γιατί μέ αυτό μιμεισαι Εκεινον πού υπάκουσε μέχρι θανάτου, καί
μάλιστα σταυρικου. Κι οχι μόνο τόν ηγούμενο, αλλά καί ολη τήν αδελφότητα καί
εκεινον πού εχει αναλάβει νά κατανέμει τίς διακονίες, δέν πρέπει νά παρακούσεις
σέ τίποτε, αλλά καί αν ειναι παραπάνω από τή δύναμή σου αυτό πού σέ διατάζει,
αφου βάλεις μετάνοια, ζήτησε συγχώρηση.
Αν ομως αυτός δέν αποσύρει τή διαταγή, τότε νά βιάζεις τόν εαυτό σου νά
τήν εκτελέσεις, εχοντας υπόψη οτι η βασιλεία των ουρανων ειναι γιά οσους ασκουν
βία στόν εαυτό τους, καί αυτοί τήν αρπάζουν.
139. Ακόμη, νά
κυλιέσαι μέ συντετριμμένη καρδιά στά πόδια ολης της αδελφότητας, σάν αφανής καί
αγνωστος καί τελείως ανύπαρκτος. Οποιος
στή ζωή του φέρεται ετσι, τολμω νά πω οτι θά γίνει διορατικός καί πολλά θά
προλέγει μέ τή συνέργεια της χάρης. Ο
ανθρωπος αυτός θρηνει καί γιά τά ελαττώματα των αλλων, μένοντας απερίσπαστος
καί μή προσηλωμένος στά υλικά, καθώς δέν τόν αφήνει νά γλιστρήσει σ΄ αυτά ο
πνευματικός καί θειος ερωτας. Δέν ειναι βέβαια θαυμαστό τό νά προλέγει κανείς·
αυτό πολλές φορές προέρχεται καί από τούς δαίμονες. Ομως εκεινος πού εχει νου θά τό εννοήσει.
Πλήν ομως αν κανείς αρχίσει νά δέχεται εξομολογήσεις, ισως στερηθει τά
παραπάνω, μέ τό ν΄ απασχολειται στήν εξέταση ξένων λογισμων. Αν ομως από μεγάλη ταπείνωση πάψει νά τό
κάνει, δηλαδή νά λέει καί νά ακούει, επιστρέφει πάλι στήν προηγούμενη
κατάσταση. Τήν πλήρη γνώση βέβαια γι΄ αυτά τήν εχει μόνο ο Θεός· εγώ ειμαι
γεμάτος φόβο καί δέν τολμω νά εχω γνώμη γιά τέτοια.
140. Νά εχεις πάντοτε στό νου σου τό Θεό, ειτε κοιμασαι ειτε
εισαι ξυπνητός, καί στό φαγητό καί στή συνομιλία καί στό εργόχειρο καί σέ κάθε
αλλη πράξη, σύμφωνα μέ τό λόγο του Προφήτη: « Εβλεπα πάντοτε τόν Κύριο ενώπιόν
μου». Καί νά θεωρεις τόν εαυτό σου πιό αμαρτωλό από ολους τούς ανθρώπους. Γιατί
οταν πολυκαιρίζει αυτός ο λογισμός, συνήθως ακολουθει στή διάνοια κάποια
ελλαμψη σάν ακτίνα. Καί οσο περισσότερο τήν επιζητεις μέ πολλή προσοχή καί
απερίσπαστη διάνοια, μέ μεγάλο κόπο καί δάκρυα, τόσο φαίνεται λαμπρότερα. Καί
οταν φαίνεται, αγαπιέται· καθώς αγαπιέται, προκαλει κάθαρση· καθαίροντας, κάνει
τόν ανθρωπο ομοιο μέ τό Θεό καί τόν φωτίζει καί τόν διδάσκει νά διακρίνει τό
καλό από τό κακό. Αλλά, αδελφέ,
χρειάζεται πολύς κόπος, μαζί μέ τή βοήθεια του Θεου, γιά νά κατοικήσει μόνιμα
στήν ψυχή σου καί νά τήν καταφωτίσει οπως η σελήνη τό σκοτάδι της νύχτας.
Πρέπει ακόμη νά προσέχεις καί τίς προσβολές των λογισμων της κενοδοξίας καί της
οιήσεως καί νά μήν κατακρίνεις κανένα πού θά δεις νά κάνει μιά απρέπεια. Γιατί
οι δαίμονες παρουσιάζουν τέτοιους λογισμούς στήν ψυχή, αν τή δουν οτι
ελευθερώθηκε από τά πάθη καί τούς πειρασμούς μέ τήν ενοίκηση της χάρης καί τήν
ειρηνική κατάσταση. Ομως η βοήθεια
ερχεται από τό Θεό. Επίσης, νά σου γίνει
τό πένθος ακατάπαυστο καί νά μή χορταίνεις από τά δάκρυα. Πρόσεχε ομως νά μήν
πάθεις τίποτε από τήν πολλή χαρά καί κατάνυξη, ουτε νά πιστέψεις οτι τά δάκρυα
σου ηρθαν από δικό σου κόπο καί οχι από τή χάρη του Θεου· αλλιως θά σου
αφαιρεθουν καί θά τά ζητήσεις πολύ μέ προσευχή καί δέν θά τά βρεις, καί θά
μάθεις πόσο μεγάλο δωρο εχασες. Αλλά
Κύριε, ειθε ποτέ νά μή στερηθουμε τή χάρη Σου. Πλήν, αδελφέ, αν καί αυτό
συμβει, αφησε στό Θεό τήν ασθένειά σου καί αφου σηκωθεις απλωσε τά χέρια σου
καί προσευχήσου λέγοντας: «Κύριε, ελέησόν με τόν αμαρτωλό καί αδύναμο καί
ταλαίπωρο, καί στειλε μου τή χάρη Σου. Μή μέ αφήσεις νά πειρασθω παραπάνω απ΄ οτι
μπορω. Ιδού Κύριε, οι πολλές αμαρτίες
μου σέ πόση αθυμία καί σέ τί λογισμούς μέ εφεραν. Εγώ, Κύριε, καί νά θελήσω νά αποδώσω στούς
δαίμονες η στήν οιηση τή στέρηση της δικης Σου παρηγορίας, δέν μπορω. Γιατί
γνωρίζω οτι οι δαίμονες πολεμουν εναντίον αυτων πού εκτελουν θερμως τό θέλημά
Σου. Εγώ ομως πού εκτελω κάθε μέρα τό
θέλημά τους, πως θά δεχθω πειρασμό απ΄ αυτούς;
Οπωσδήποτε πειράζομαι εξαιτίας των αμαρτιων μου. Καί τώρα Κύριε, Κύριέ
μου, αν ειναι θέλημά Σου καί συμφέρον μου, ευδόκησε νά ερθει πάλι η χάρη Σου σ΄
εμένα τόν δουλο Σου· νά τήν βλέπω καί νά χαίρομαι γεμάτος κατάνυξη καί κλαυθμό,
φωτιζόμενος από τήν αέναη ελλαμψή της· νά μέ φυλάγει από ακάθαρτους λογισμούς
καί από κάθε πονηρό πράγμα καί από τά σφάλματά μου, πού διαπράττω κάθε μέρα, μέ
εργα καί μέ λόγια, μέ γνώση η μέ αγνοιά μου. Καί νά βεβαιώνομαι, Κύριε, οτι εχω
παρρησία ενώπιόν Σου, από τίς θλίψεις πού πέφτουν καθημερινά πάνω σ΄ εμένα τόν
δουλο Σου καί πού τίς προξενουν οι δαίμονες καί οι ανθρωποι, καί από τήν εκκοπή
του θελήματός μου, εχοντας στό νου μου καί τά αιώνια αγαθά πού περιμένουν οσους
σέ αγαπουν. Γιατί Εσύ, Κύριε, ειπες οτι
οποις αιτει, παίρνει· καί οποιος ζητα, βρίσκει· καί σ΄ οποιον χτυπα, του
ανοίγεται η θύρα». Εκτός από αυτά
αδελφέ, καί μέ οσα αλλα σου βάλει ο Θεός μέσα στή διάνοιά σου, επίμενε νά
παρακαλεις, χωρίς νά χαλαρώνεις από ακηδία. Καί ο αγαθός Θεός δέ θά σέ
εγκαταλείψει.
141. Στό κελί πού ελαβες στήν αρχή από τόν ηγούμενο, εκει
καρτέρησε μέχρι τέλους. Αν ειναι παλιό η
ετοιμόρροπο καί σου προξενει ανησυχία, βάλε μετάνοια στόν ηγούμενο μέ ταπείνωση
καί υπενθύμισέ του το. Καί αν ακούσει, νά χαρεις· αν οχι, καί πάλι ευχαρίστησε,
ενθυμούμενος τόν Κύριό σου, ο οποιος δέν ειχε που νά γείρει τό κεφάλι. Γιατί αν
τόν ενοχλήσεις δύο φορές η τρεις η τέσσερις γι΄ αυτό τό θέμα, αποκτας απέναντί
του παρρησία, κατόπιν απιστία καί τέλος καταφρόνηση. Αν λοιπόν θέλεις νά ζήσεις ηρεμη καί
ησυχαστική ζωή, μή ζητεις τίποτε γιά σωματική σου ανεση από τόν ηγούμενο. Γιατί
στήν αρχή δέν υποσχέθηκες τουτο, αλλά αντίθετα νά σέ καταφρονουν καί νά σέ
εξουθενώνουν ολοι καί εσύ, κατά τήν εντολή του Κυρίου, νά τά υποφέρεις αυτά μέ
γενναιότητα. Αν λοιπόν θέλεις νά
διατηρεις τήν πίστη καί τήν αγάπη στόν ηγούμενο καί νά τόν βλέπεις σάν αγιο,
φύλαξε αυτά τά τρία: μή ζητεις τίποτε γιά τήν ανεσή σου, μήν εχεις θάρρος μαζί
του, καί μήν πηγαίνεις συχνά σ΄ αυτόν, οπως κάνουν μερικοί, επειδή τάχα
εξυπηρετουνται απ΄ αυτόν, πράγμα αβέβαιο σάν ολα τά ανθρώπινα. Δέν κατακρίνω
καί τό νά φανερώνεις σ΄ αυτόν κάθε λογισμό πού σου ερχεται. Αν τά τηρήσεις αυτά, θά περάσεις χωρίς
τρικυμίες τή θάλασσα του βίου καί τόν πνευματικό σου πατέρα, οποιος καί αν
ειναι, θά τόν θεωρεις αγιο. Αν μέσα στήν
εκκλησία τόν πλησιάσεις γιά νά τόν ερωτήσεις σχετικά μέ κάποιον λογισμό καί τόν
βρεις απασχολημένο μέ αλλον αδελφό γιά τήν ιδια αιτία η κάποια αλλη, καί σέ
αφήσει γι΄ αυτό νά περιμένεις λίγο, μή δυσανασχετήσεις καί μή σκεφτεις τίποτε
κακό· αλλά στάσου στήν ακρη μέ τά χέρια σταυρωμένα μέχρις οτου τελειώσει ο
αλλος καί προσκαλεσθεις εσύ. Γιατί αυτό τό συνηθίζουν οι πατέρες ισως επίτηδες,
γιά δοκιμή καί απαλλαγή από τίς προηγούμενες αμαρτίες μας.
142. Νά νηστεύεις τίς τρεις σαρακοστές. Τή μεγάλη Σαρακοστή
νά τρως κάθε δύο ημέρες, εκτός αν ειναι μεγάλη εορτή, Σάββατο η Κυριακή. Τίς
δύο αλλες, μέρα παρά μέρα. Τίς υπόλοιπες μέρες του χρόνου, νά τρως μία φορά τήν
ημέρα, εκτός αν ειναι Σάββατο, Κυριακή η εορτή, αλλά καί τότε νά μή χορταίνεις.
143. Φρόντισε νά γίνεις ωφέλιμο υπόδειγμα γιά ολη τήν
αδελφότητα σέ κάθε αρετή, στήν ταπείνωση, στήν πραότητα, στήν ελεημοσύνη, στήν
υπακοή ακόμη καί στούς πιό ασήμαντους, στήν αοργησία, στήν αποδέσμευση από
πάθη, στήν ακτημοσύνη, στήν κατάνυξη, στήν ακακία, στήν απεριέργεια, στήν
απλότητα, στήν αποξένωση από κάθε ανθρωπο, στήν επίσκεψη ασθενων, στήν
παρηγορία των θλιβομένων, στό νά μήν αποστραφεις κανέναν πού εχει ανάγκη νά του
φανεις ωφέλιμος, μέ δικαιολογία τήν επικοινωνία μέ τό Θεό -γιατί η αγάπη ειναι
ανώτερη από τήν προσευχή. Ακόμη, νά
δείχνεις συμπάθεια σέ ολους, νά σου λείπει η κενοδοξία, η παρρησία καί η
ελεγκτικότητα πρός τούς αλλους, νά μή ζητεις τίποτε από τόν ηγούμενο η από τόν
διακονητή, νά τιμας ολους τούς ιερεις, νά εισαι προσεκτικός στήν προσευχή καί
ανεπιτήδευτος στούς τρόπους καί νά δείχνεις αγάπη σέ ολους. Νά μή δείχνεις
σπουδή νά περιεργάζεσαι καί νά ερευνας τίς Γραφές μέ στόχο νά σέ δοξάζουν. Αυτά
θά σου τά διδάξει η προσευχή πού γίνεται μέ δάκρυα καί η ελλαμψη της
χάρης. Οταν λοιπόν ερωτηθεις γιά κάτι
ωφέλιμο, νά διδάσκεις μέ πολλή ταπείνωση γιά τίς υψηλές πνευματικές καταστάσεις
οπως σέ φωτίζει η χάρη, αναφέροντας περιστατικά από τή ζωή σου σάν νά ανήκουν
σέ αλλον, μέ ακενόδοξο λογισμό, οποιος καί αν ειναι εκεινος πού ερωτα
επιθυμώντας νά ωφεληθει. Καί εκεινον πού θέλει νά σέ συμβουλευτει γιά εναν
λογισμό, μή τόν αποστραφεις, αλλά πάρε πάνω σου τά σφάλματά του, οποια καί αν ειναι,
καί κλάψε καί προσευχήσου γι΄ αυτόν. Γιατί αυτό μαρτυρει αγάπη καί τέλεια
συμπάθεια. Μήν τόν διώξεις από φόβο μήπως βλαφθεις απ΄ οσα ακούσεις, γιατί μέ
τή συνέργεια της χάρης δέν θά πάθεις τίποτε.
Αλλά γιά νά μή βλαφθουν αλλοι, νά τόν ακούσεις σέ απόκρυφο τρόπο. Ισως βέβαια, ως ανθρωπος, νά υποστεις
προσβολή λογισμου, αν ομως εχεις τή χάρη, ουτε αυτό δέ θά τό πάθεις. Γιατί
εχομε διδαχθει νά μή ζητουμε τό δικό μας συμφέρον, αλλά των αλλων, γιά νά
σωθουν. Οπως προείπαμε, πρέπει νά ζεις
βίο αμέριμνο καί ακτήμονα. Καί τότε θά καταλάβεις οτι η χάρη ενεργει μέσα σου,
οταν θεωρεις αληθινά τόν εαυτό σου πιό αμαρτωλό από ολους τούς ανθρώπους. Τό
πως γίνεται αυτό δέν μπορω νά τό πω, ο Θεός τό γνωρίζει.
144. Κατά τήν αγρυπνία, οφείλεις νά αφιερώνεις δύο #ωρες στήν
ανάγνωση, καί αλλες δύο νά προσεύχεσαι μέ κατάνυξη καί μέ δάκρυα· νά κάνεις
οποιον κανόνα θέλεις, καί ψαλμούς, αν θέλεις, νά λές τούς δώδεκα καί τόν Αμωμο καί τήν ευχή του αγίου Ευστρατίου*.
Αυτά, τίς μεγάλες νύχτες. Στίς μικρές νύχτες νά κάνεις συντομότερη ακολουθία,
ανάλογα μέ τή δύναμη πού σου δίνει ο Θεός. Γιατί χωρίς Αυτόν κανένα αγαθό δέν
κατορθώνεται, οπως λέει ο Προφήτης: « Από τόν Κύριο κατευοδώνονται τά οσα κάνει
ο ανθρωπος», καί ο ιδιος ο Σωτήρας: «Χωρίς εμένα δέν μπορειτε νά κάνετε τίποτε».
Χωρίς δάκρυα νά μήν κοινωνήσεις ποτέ.
145. Νά τρως ο,τι σου παραθέτουν ο,τι καί αν ειναι. Επίσης νά πίνεις κρασί μέ εγκράτεια χωρίς
γογγυσμό. Αν κάθεσαι μόνος σου διότι
εισαι ασθενής, τρωγε ωμά λαχανικά μέ ελιές.
Αν κανείς αδελφός σου στείλει κάτι φαγώσιμο, δέξου το μέ ευχαριστία καί
ταπείνωση σάν ξένος· φάγε από αυτό, ο,τι καί αν ειναι, καί τό υπόλοιπο στειλε
το σέ αλλον αδελφό φτωχό καί ευλαβή. Αν
σέ καλέσει κανείς νά σέ φιλέψει, φάγε από ολα πού προσφέρει, αλλά λίγο, σύμφωνα
μέ τήν εντολή, φυλάγοντας τήν εγκράτεια.
Αφου σηκωθεις καί του βάλεις μετάνοια σάν ξένος καί φτωχός, ευχαρίστησέ
τον λέγοντας: « Ο Θεός, πάτερ αγιε, νά σου τό ανταποδώσει». Πρόσεχε ομως μήν
πεις τίποτε, ακόμη καί αν σου φανει ωφέλιμο.
146. Αν κανένας αδελφός
στενοχωρήθηκε από τόν ηγούμενο η τόν οικονόμο η από αλλον καί ερθει σέ σένα,
παρηγόρησέ τον καί πές του: «Πίστεψέ με αδελφέ, γιά δοκιμή σου εγινε αυτό.
* Ειναι η ευχή:
«Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε...» πού λέγεται στό Μεσονυκτικό του Σαββάτου. Βλ.
στό Μέγα Ωρολόγιο.
Καί σέ μένα εχει συμβει αυτό μέ διάφορους τρόπους, καί από
μικροψυχία λυπόμουνα. Οταν ομως
βεβαιώθηκα οτι ειναι γιά δοκιμή μου, υποφέρω ευχαρίστως. Καί σύ λοιπόν ετσι
κάνε, καί μαλλον θά χαρεις γιά τέτοιες θλίψεις». Αν πάλι αρχίσει νά κακολογει, ουτε τότε νά
τόν αποστραφεις, αλλά παρηγόρησέ τον οπως σέ φωτίζει η χάρη. Γιατί η διάκριση
ειναι πολλων ειδων, καί οπως εννοεις τήν κατάσταση του αδελφου καί τούς
λογισμούς του, πλησίασέ τον ανάλογα καί μήν τόν αφήσεις νά φύγει αθεράπευτος.
147. Αν κάποιος
αδελφός ειναι αρρωστος καί συμβει νά μή τόν επισκεφθεις πολύν καιρό, στειλε του
πρωτύτερα κάτι καί μήνυσέ του: «Πίστεψε, αγιε πάτερ, σήμερα εμαθα οτι εισαι
αρρωστος καί ζητω συγχώρηση». Κατόπιν πήγαινε καί αφου βάλεις μετάνοια καί
κάνετε προσευχή, πές του: «Πως ο Θεός σέ βοήθησε πάτερ αγιε;». Καί αφου
καθίσεις μέ σταυρωμένα χέρια, μεινε σιωπηλός.
Αν ειναι παρόντες καί αλλοι επισκέπτες, πρόσεχε μήν πεις τίποτε, ειτε
αγιογραφικό, ειτε αλλο, καί μάλιστα αν δέν ερωτηθεις, γιά νά μήν στενοχωρηθεις
υστερα. Γιατί αυτό τό παθαίνουν συνήθως οι πιό απλοί αδελφοί.
148. Αν τύχει καί
καθίσεις γιά φαγητό μαζί μέ ευλαβεις αδελφούς, πρέπει νά τρως από τά
παρατιθέμενα, ο,τι καί αν ειναι αυτά. Αν
εχεις εντολή νά μήν τρως κάτι, ψάρι ας πουμε η κάτι τέτοιο, καί εχουν παρατεθει
στό τραπέζι καί αυτά, αν ειναι κοντά εκεινος πού σου εδωσε τήν εντολή, πήγαινε
καί πεισε τον νά σου επιτρέψει νά φας.
Αν ομως δέν ειναι, η αν γνωρίζεις οτι δέν σου τό επιτρέπει, καί από τό
αλλο μέρος δέ θέλεις νά τούς σκανδαλίσεις, φάγε καί κατόπιν ανάφερε αυτό πού
εκανες, ζητώντας συγχώρηση. Αν κανένα
απ΄ αυτά δέν θέλεις νά κάνεις, καλύτερα νά μήν πας στό τραπέζι. Γιατί ετσι θά
εχεις διπλό κέρδος: καί τόν δαίμονα της κενοδοξίας θά αποφύγεις καί αυτούς θά
τούς γλυτώσεις από σκανδαλισμό καί στενοχώρια.
Αν τά φαγητά ειναι από τά παχύτερα, φύλαξε τόν κανόνα. Καλύτερο ομως
ειναι καί τότε νά φας απ΄ ολα λίγο.
Ομοίως καί οταν τύχεις σέ εορταστικό τραπέζι, σύμφωνα μέ τόν Απόστολο πού νομοθετει. « Ο,τι σας παραθέτουν
νά τό τρωτε, χωρίς νά εξετάζετε τίποτε καί νά δημιουργειτε προβλήματα στή
συνείδησή σας».
149. Αν προσεύχεσαι
μέσα στό κελί σου καί χτυπήσει κανείς τήν πόρτα, ανοιξέ του. Καί αφου καθίσεις,
μίλησέ του μέ ταπείνωση, γιά οποιο ωφέλιμο θέμα σέ ρωτήσει. Καί αν τόν βαραίνει
κάποια στενοχώρια, φρόντισε νά τόν ανακουφίσεις η μέ λόγο η μέ εργο. Καί οταν
φύγει, κλεισε καί συνέχισε τήν προσευχή σου. Γιατί τό ιδιο σπουδαία μέ τήν
εξιλέωση του Θεου ειναι καί η ανακούφιση των προσερχομένων. Στούς κοσμικούς
ομως δέν πρέπει νά κάνεις ετσι, αλλά αφου τελειώσεις τήν προσευχή, κατόπιν νά
συνομιλεις μαζί τους.
150. Οταν
προσεύχεσαι, αν νιώσεις δειλία, η ακούσεις κτύπο, η δεις φως η κάτι αλλο, μήν
ταραχθεις, αλλά μαλλον καρτέρησε στήν προσευχή πιό επίμονα. Γιατί ειναι οι
δαίμονες πού προξενουν ταραχή καί φρίκη καί εκσταση γιά νά χάσεις τήν ψυχραιμία
σου καί ν΄ αφήσεις τήν προσευχή, καί κατόπιν οταν συνηθίσεις σ΄ αυτό νά σέ
εχουν υποχείριο. Αν ομως εκει πού κάνεις
τήν προσευχή σου, λάμψει αλλο φως, πού δέν μπορω νά τό παραστήσω, καί γεμίσει η
ψυχή σου από χαρά καί κυριευθεις από επιθυμία των επουρανίων καί δάκρυα πολλά
μέ κατάνυξη, γνώριζε οτι αυτό ειναι θεία επίσκεψη καί βοήθεια. Καί αν επιμένει
αυτή η κατάσταση πολύ, επειδή δέ θά αντέξεις περισσότερο στά πολλά δάκρυα,
αιχμαλώτισε τό νου σου σέ κάτι τό σωματικό καί μέ αυτό θά κατεβεις από αυτό τό
υψος. Πρόσεχε ομως μήν αφήσεις τήν προσευχή από τά φοβερίσματα των δαιμόνων·
αλλά οπως τό μικρό παιδί, πού οταν τό φοβερίζουν καταφεύγει στήν αγκαλιά της
μητέρας η του πατέρα καί διώχνει τό φόβο, ετσι καί σύ τρέξε μέ τήν προσευχή στό
Θεό καί θά αποφύγεις τό φόβο των δαιμόνων.
151. Αν εκει πού
κάθεσαι στό κελί σου, ερθει αδελφός καί σέ ρωτήσει επειδή εχει σαρκικό πόλεμο,
μήν τόν διώξεις, αλλά μέ κατάνυξη, οπως σέ φωτίσει η χάρη του Θεου καί από ο,τι
γνωρίζεις από τήν πείρα σου, ωφέλησέ τον καί ετσι αφησέ τον νά φύγει. Οταν φεύγει, βάλε του μετάνοια καί πές του:
«Πίστεψέ με αδελφέ, ελπίζω στή φιλανθρωπία του Θεου, οτι θά φύγει από σένα
αυτός ο πόλεμος· μόνο μήν υποχωρήσεις η χαλαρώσεις». Μόλις φύγει, σήκω επάνω
καί, αφου αναλογιστεις τόν πόλεμό του, σήκωσε τά χέρια σου πρός τό Θεό καί
προσευχήσου μέ δάκρυα καί στεναγμούς γιά τόν αδελφό, λέγοντας: «Κύριε ο Θεός,
εσύ πού δέν θέλεις τό θάνατο του αμαρτωλου, οικονόμησε γιά τόν αδελφό οπως
γνωρίζεις καί συμφέρει σ΄ αυτόν». Καί ο Θεός πού γνωρίζει τήν πίστη του αδελφου
πρός εσένα καί τή δική σου συμπάθεια από αγάπη καί τήν ειλικρινή προσευχή σου
γιά τόν αδελφό, θά ανακουφίσει τόν σαρκικό του πόλεμο.
152. Ολα αυτά,
αδελφέ, ειναι κατάλληλα γιά κατάνυξη, καί πρέπει νά τά επιτελεις μέ
συντετριμμένη καρδιά, υπομονή καί ευχαριστία, γιατί φέρνουν δάκρυα, καταργουν
τά πάθη καί προξενουν τή βασιλεία των ουρανουν. Γιατί η βασιλεία των ουρανων
ανήκει σ΄ αυτούς πού βιάζουν τόν εαυτό τους, καί αυτοί τήν αρπάζουν. Καί αν τά
κατορθώσεις αυτά, θά απαλλαγεις ολότελα από τίς παλιές σου συνήθειες, ισως
ακόμη καί από αυτές τίς προσβολές των λογισμων. Γιατί ειναι φυσικό νά υποχωρει
τό σκοτάδι μπροστά στό φως καί η σκιά στόν ηλιο. Αν ομως δείξει κανείς στήν αρχή αμέλεια σ΄
αυτά, καί χαλαρώσει τό φρόνημά του καί περιεργάζεται αλλα, θά στερηθει τή χάρη·
καί τότε, αφου πέσει σέ κακά πάθη, θά γνωρίσει τήν αδυναμία του καί θά
κυριευθει από δειλία. Εκεινος πάλι πού
τά κατορθώνει, δέν πρέπει νά τά αποδίδει σέ δικό του κόπο, αλλά στή χάρη του
Θεου. Προηγουμένως δέ, πρέπει νά καθαρίζει τόν εαυτό του, σύμφωνα μέ τό λόγο
του αγίου Γρηγορίου: «Πρωτα θά καθαρθει κανείς κι επειτα θά πλησιάσει τόν
Καθαρό». Από τά πολλά δηλαδή δάκρυα
καθαίρεται ο νους καί δέχεται ελλαμψη του θείου φωτός, τό οποιο αγαπα νά σκηνώνει
σέ οσους φροντίζουν γι΄ αυτό, καί δέ λιγοστεύει ακόμη καί αν τό λάβει ολος ο
κόσμος.
(153.) Ερώτησαν
κάποτε αυτόν τόν αγιο καί μακάριο Συμεών, πως πρέπει νά ειναι ο ιερέας· κι
αυτός αποκρίθηκε: « Εγώ δέν ειμαι αξιος νά ειμαι ιερέας, αλλά γνωρίζω ακριβως
πως πρέπει νά ειναι εκεινος πού μέλλει νά ιερουργει ενώπιον του Θεου. Πρέπει
λοιπόν εν πρώτοις νά ειναι αγνός οχι μόνο στό σωμα, αλλά καί στήν ψυχή, καί
ακόμη νά ειναι αμέτοχος από κάθε αμαρτία. Δεύτερον, νά ειναι ταπεινός καί στήν
εξωτερική διαγωγή καί στήν εσωτερική στάση της ψυχης. Κατόπιν, οταν στέκεται
μπροστά στήν ιερή καί αγία Τράπεζα, οφείλει, βλέποντας αισθητά τά αγια Δωρα πού
ειναι μπροστά του, νά βλέπει νοερά τή Θεότητα, χωρίς νά εχει καμιά
αμφιβολία. Οχι δέ μόνον αυτό, αλλά καί
Αυτόν τόν Κύριο πού ειναι παρών στά Τίμια Δωρα αοράτως, οφείλει νά Τόν εχει
ενοικο στήν καρδιά του ενσυνείδητα, γιά νά μπορει μέ παρρησία νά προσφέρει τίς
ικετευτικές ευχές, καί μιλώντας σάν φίλος πρός φίλο, νά λέει: «Πάτερ ημων ο εν
τοις ουρανοις αγιασθήτω τό ονομά Σου», σέ τρόπο ωστε η προσευχή αυτή νά
φανερώνει οτι τόν φύσει Υιό του Θεου, τόν εχει ενοικο μέσα του μαζί μέ τόν
Πατέρα καί τό Αγιο Πνευμα. Τέτοιοι
λοιπόν, καθώς γνωρίζω, πρέπει νά ειναι οι πρεσβύτεροι. Συγχωρηστε με, πατέρες
καί αδελφοί».
(154.) Ελεγε καί
τουτο, γιά αλλον τάχα, κρύβοντας τόν εαυτό του γιά νά αποφύγει τή δόξα των
ανθρώπων, αλλά αναγκαζόμενος από φιλανθρωπία φανερώνεται από τά λόγια του: «Μου
ειπε κάποιος Ιερομόναχος, από θάρρος
διότι μέ αγαπουσε, οτι ¨ποτέ δέ λειτούργησα χωρίς νά δω τό Αγιο Πνευμα, οπως τό ειδα οταν χειροτονήθηκα
καί ο Μητροπολίτης ελεγε τήν ευχή της χειροτονίας εχοντας τό Ευχολόγιο πάνω
στήν αθλία μου κεφαλή΄΄. Εγώ τόν ρώτησα
πως ειδε τό Αγιο Πνευμα καί σέ ποιά
μορφή. Καί μου αποκρίθηκε: ¨Τό ειδα απλό, χωρίς μορφή, αλλά σάν φως. Καί καθώς
απορουσα στήν αρχή βλέποντας εκεινο πού ποτέ δέν ειχα δει, καί συλλογιζόμουν τί
νά ειναι, Αυτό μου ελεγε μυστικά σάν νά μου μιλουσε μέ γνωστή φωνή: Εγώ ετσι επιφοιτω σέ ολους τούς Προφητες
καί Αποστόλους καί στούς τωρινούς
εκλεκτούς καί αγίους του Θεου. Γιατί εγώ ειμαι τό Αγιο Πνευμα του Θεου΄΄. Σ΄ Αυτό ανήκει η δόξα
καί τό κράτος στούς αιωνες. Αμήν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου