Οι ιεροί και θείοι κανόνες της Εκκλησίας
Παν. Ι. Μπούμη
Παν. Ι. Μπούμη
Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών
Κανόνας, πως είναι γνωστό, κατά πρώτον και κυριολεκτικώς σημαίνει την ξύλινη ράβδο, τον χάρακα, τον οποίο μεταχειριζόμαστε, για να σύρουμε μία ευθεία γραμμή, ή αντιθέτως, για να ελέγξουμε την ευθύτητα μιας γραμμής. Μεταφορικώς όμως κανόνας λέγεται και κάθε ορισμός, ή νόμος, γενικώς κάθε τι πού χρησιμεύει ως πρότυπο και οδηγός για την ορθή εκτέλεση ή αντιμετώπιση μιας πράξεως, μιας καταστάσεως, ή αντιθέτως ως κριτήριο για να ελέγχουμε «την ευθύτητα», την ορθότητα, αυτής της πράξεως. Π.χ. ένας κανόνας της γραμματικής χρησιμεύει ως οδηγός, για να κλίνουμε ορθώς ένα όνομα ή για να ελέγχουμε, εάν έχουμε κλίνει ορθώς αυτό το όνομα.
Κατά τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο (ή μάλλον μείζονα) λόγο κανόνες ονομάσθηκαν και οι διατάξεις εκείνες, οι οποίες θεσπίσθηκαν ή υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία και αφορούν
α) στην ορθή διοργάνωση, λειτουργία, διατήρηση, διάδοση και δραστηριότητα (ενότητα, αγιότητα, αποστολικότητα και καθολικότητα της Εκκλησίας, και
β) στην ορθή και αυθεντική κατά Χριστόν ζωή των πιστών-μελών της Εκκλησίας διά μέσου αυτής.
Η αυθεντικότητα των I. Κανόνων
Στο σημείο αυτό τίθεται δικαιολογημένα το εξής θεμελιώδες ερώτημα: Δίνουν πράγματι οι κανόνες της Εκκλησίας το αυθεντικό, το ορθό, και αποτελούν την πηγή τού δικαίου, τού όντως δικαίου; Εδώ μάλιστα παρεμπιπτόντως θα θέλαμε να σημειώσουμε, ότι σήμερα ακριβώς η υπάρχουσα γύρω από τους ιερούς κανόνες αμφισβήτηση και αμφιβολία ή και διαφωνία βασικώς αναφέρεται και επικεντρώνεται σ’ αυτό το θεμελιώδες ερώτημα. Στο ερώτημα της αυθεντικότητας, ή αλλιώς τού κύρους των ί. κανόνων1. Άλλοι δέχονται μόνο το πρόσκαιρο ή σχετικό κύρος των ιερών κανόνων και άλλοι πιστεύουν στο αιώνιο ή απόλυτο κύρος των ιερών κανόνων.
Το ερώτημα και η απάντηση σ' αυτό το ζήτημα για την αυθεντία και το απόλυτο κύρος των ι. κανόνων, τα οποία συνυφαίνονται αμέσως και προς την ορθότητα αυτών, είναι στενώς συνδεδεμένο και προς το θέμα της προελεύσεως των ί. κανόνων2. Είναι δηλ. αυτοί θείες εντολές ή είναι εντάλματα και κατασκευάσματα ανθρώπων;
Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ρητώς, κατηγορηματικώς και επιγραμματικώς τα εξής: Ότι οι κανόνες της Εκκλησίας υποδεικνύουν πράγματι το ορθό. Επ' αυτού δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι ί. κανόνες:
α) στηρίζονται στη θεόπνευστη Αγία Γραφή και στην αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική παράδοση, στην αποκαλυφθείσα δηλ. εκ μέρους τού Θεού αλήθεια, και
β) θεσπίσθηκαν η επικυρώθηκαν (εγκρίθηκαν) από την Εκκλησία και μάλιστα με Οικουμενικές Συνόδους πού εκφράζουν το αλάθητο της Εκκλησίας.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να εξηγήσουμε, ότι η αυθεντία και το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων είναι σε απόλυτο βαθμό, γιατί αποτελούν το στόμα της Εκκλησίας, το όργανο εκφράσεως της καθόλου Εκκλησίας, η οποία «είναι στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. 3,15). Είναι αλάθητες3 γιατί αποφαίνονται (αποφασίζουν), καθοδηγούμενες από το Άγιο Πνεύμα. Αλλά, ας δούμε τί λένε οι ίδιοι οι κανόνες επί του προκειμένου, ή περί το αυτό, τι λένε οι θεοκίνητοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι θέσπισαν ή επικύρωσαν αυτούς τους κανόνες σε Οικουμενικές Συνόδους:
Ο α' καν. της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου διακηρύσσει σχετικώς τα εξής: «Τούτων ούν όντως όντων... ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα, και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων τού Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων, οικουμενικών συνόδων, και των τοπικώς συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων, και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ ενός γαρ άπαντες και τού αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα». Σύμφωνα δηλαδή με τη μαρτυρία αύτη οι ιεροί κανόνες είναι θείοι, γιατί θεσπίστηκαν με το φωτισμό και με την επιστασία τού Άγ. Πνεύματος, με τη θεία επιστασία.
Γι’ αυτό το λόγο οι κανόνες της Εκκλησίας αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του ευαγγελικού μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιούμενης ελευθερίας και σωτηρίας. Και γι' αυτό το λόγο ενισχύεται και «κρατύνεται» και διατηρείται ασάλευτη ολόκληρη η διαταγή τους, όπως λέει ο ανωτέρω κανόνας. Και γι' αυτό ακόμη το λόγο αποδοκιμάζεται και απαγορεύεται κάθε αλλοίωση και παραχάραξη τους, όπως φαίνεται και από τον ακόλουθο κανόνα.
Πράγματι, στο β' καν. της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και ένα είδος επίσημης συνοπτικής κωδικοποιήσεως των ί. κανόνων της Εκκλησίας4, διαβάζουμε: «Έδοξε δε και τούτο τη αγία ταύτη συνόδω... ώστε μένειν και από τον νύν βέβαιους και ασφαλείς, προς ψυχών θεραπείαν και ιατρείαν παθών, τους... ιερούς κανόνας, τους υπό των αγίων και μακαρίων Πατέρων ημών εκτεθέντας5. Και μηδενί έξ είναι τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή έτερους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως υπό τίνων συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν έπιχειρησάντων»6.
Ο κανόνας αυτός αναφέρεται διά μέσου του γράμματος και στο πνεύμα και στο περιεχόμενο των ιερών κανόνων, το οποίο δεν πρέπει να νοθεύεται ή να αλλοιώνεται με την παραχάραξη του γράμματος του κανόνα. Και τούτο, γιατί αυτό το γράμμα αποτελεί το όχημα, τον αυθεντικό φορέα του πνεύματος. Αναφέρεται δηλ. ο κανόνας στη δόλια αλλαγή των λέξεων των κανόνων με σκοπό την παραποίηση και τη νόθευση του νοήματος. Δεν απαγορεύει την ορθή ερμηνεία των λέξεων και τη διακρίβωση του ορθού νοήματος του κειμένου.
Αυτή, λοιπόν, η απαγόρευση της παραχαράξεως ή αλλοιώσεως ή ανατροπής των ί. κανόνων υποδηλώνει, -ότι οι ιεροί κανόνες είναι αλάθητοι, ότι υποδεικνύουν το ορθό, ότι είναι διαχρονικοί, ότι έχουν απόλυτο κύρος, -ότι περιέχουν την αλήθεια. Εάν οι ιεροί κανόνες δεν παρείχαν το ορθό αλλά περιείχαν εσφαλμένες θέσεις, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να μη δέχονταν εκ των υστέρων κάποια διόρθωση. Δίνουν, λοιπόν, τη μαρτυρία οι ί. κανόνες, ότι παρέχουν την αλήθεια. Και τούτο, διότι συγχρόνως έχουν την αυτομαρτυρία, ότι θεσπίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους με το φωτισμό και την επιστασία του Άγιου Πνεύματος, του πνεύματος της αλήθειας (πρβλ. Ιω. 14, 17-15, 26-16, 13).
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι θείοι και ιεροί κανόνες της Εκκλησίας. Αυτοί είναι και λέγονται ορθώς και δικαίως, κατά ακρίβεια και ακριβολογία κανόνες. Είναι οι κανόνες πού έχουν θεσπισθεί από Οικουμενικές Συνόδους ή πού έχουν διατυπωθεί από τοπικές Συνόδους και Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά έχουν υιοθετηθεί και επικυρωθεί από τις Οικουμενικές Συνόδους.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το ερώτημα αυτό είναι συνδεδεμένο με το σύγχρονο ζωτικότατο πρόβλημα της αναζητήσεως μιας αυθεντίας από μέρους των ανθρώπων γενικώς και από μέρους των χριστιανών ειδικώς. Στο σημείο αυτό αξίζει να μεταφέρουμε μία παρατήρηση του πατρός Ιωάννου Μάγεντορφ: «Η διάκρισις μεταξύ απολύτου και σχετικού είναι, νομίζω, το περισσότερον επείγον απ’ όλα τα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν σήμερον οι Ορθόδοξοι θεολόγοι... Μόνον εάν ανακαλύψωμεν και γνωρίσωμεν επαρκώς το Απόλυτον, θα κατορθώσωμεν να προσανατολισθώμεν ασφαλώς μέσα εις την μάζαν των ανθρωπίνων παραδόσεων και συνηθειών και θα ημπορέσωμεν να κάμωμεν τους αναγκαίους διαχωρισμούς και τας απαραιτήτους εκκαθαρίσεις» (Ιω. Μάγεντορφ, Παράδοσις της Εκκλησίας και παραδόσεις των ανθρώπων, εν «Θεολογία - Αλήθεια και Ζωή», Αθήναι 1962, σελ. 133).
2. Ο καθηγητής Λ. Φιλιππίδης έγραφε σχετικώς: «Ορθόν είναι το Αληθές και Αληθές είναι ,ότι ο Θεός απεκάλυψεν ό,τι ο Θεός θέλει... Τούτο -,τι ο Θεός απεκάλυψε- κείται ενώπιον ημών εφ' άπαξ δεδομένον, άλλα δι’ αιωνίου ισχύος» (Λέων. Φιλιππίδου, Η από Παλαιάς και Νέας Ρώμης κίνησις προς επάνοδον τού πληρώματος της Εκκλησίας τού Χριστού εις την αρχικήν ενότητα, Αθήναι 1970, σελ. 32.
3. Πρβλ. Παν. Τρεμπέλα, Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Β', Αθήναι 1959, σελ. 402. Άνδρ. Θεοδώρου, Η ουσία της Ορθοδοξίας, Εν Αθήναις 1961, σελ. 238 και Ίω. Καρμίρη, Ορθόδοξος Εκκλησιολογία, Αθήναι 1973, σελ. 638, 685 έξ. Γι’ αυτό ορθώς ο Μεγ. Αθανάσιος στην επιστολή του προς τους εν Αφρική επισκόπους λέει: «Το δε ρήμα τού Κυρίου το διά της οικουμενικής συνόδου εν τη Νικαία γινόμενων μένει εις τον αιώνα» (Μίgηe Ρ.Ο. 26, 1032Β). Ο Μ. Αθανάσιος (| 373) αναφέρει μόνο την Α' Οίκουμ. Σύνοδο, γιατί οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.
4. Πρβλ. Βαρθολομαίου Αρχοντώνη (Άρχιμ. και νύν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίησα των ιερών κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σελ. 19.
5. Και αναφέρει εν συνεχεία ποιοι είναι οι κανόνες αυτοί (Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλη, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων, τόμ. Β', Αθήνησι 1852, σελ. 308 έξ.).
6. Ράλλη-Ποτλη, τόμ. Β', σελ. 309-310. Στους ανωτέρω μνημονευομένους κανόνες της μικρής άλλ' επίσημης κωδικοποιήσεως των ί. κανόνων της Εκκλησίας οφείλουν να συμπεριληφθούν και οι κανόνες της Ζ' Οίκουμ. Συνόδου, καθ’ σον είναι ισόκυροι προς αυτούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου