Το Μυστήριο του Βαπτίσματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία και
στις χριστιανικές αιρέσεις
Οι χριστιανικές αιρέσεις και το Βάπτισμα
Οι αιρέσεις αποτελούν «σποράν» και «βοτάνην» του
διαβόλου, κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας. Με αυτές ο εισηγητής της πλάνης, «ο
πλανών την οικουμένην όλην» (Αποκ. 12,9), επιχειρεί να πλήξει καίρια στοιχεία
της Εκκλησίας του Χριστού, όπως τα ιερά Μυστήρια, από τα οποία εξαρτάται
απόλυτα η σωτηρία μας. Οι προτεσταντικές αιρέσεις, όπως είναι γνωστό, με την
εμφάνισή τους απέρριψαν όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας και δέχονται μόνο το
Βάπτισμα και τη Θεία Ευχαριστία, διαστρέφοντας, όμως, το νόημα και τη σημασία τους.
Το Βάπτισμα, ως ένα από τα κορυφαία εκκλησιαστικά Μυστήρια, αποτέλεσε νωρίς
στόχο ποικίλων αιρέσεων, παλαιότερων και σύγχρονων, ιδιαίτερα δε των αιρέσεων
του προτεσταντικού χώρου: ενώ, κατά την Αγία Γραφή, το Μυστήριο αυτό πραγματικά
σώζει (Α’ Πέτρ. 3,21) και, κατά τους λόγους του Κυρίου, αποτελεί απαραίτητη
προϋπόθεση για την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού (Ιω. 3,5), οι
προτεσταντικές αιρέσεις και οι προερχόμενες απ’ αυτές το έχουν υποτιμήσει σε
απλή τελετή μη αναγκαία για τη σωτηρία. Για τους Προτεστάντες το Βάπτισμα δεν
είναι Μυστήριο. Είναι μια τελετή που πρέπει να γίνεται μόνο και μόνο επειδή το
ζήτησε ο Χριστός. Σε άλλες περιπτώσεις, πάλι, διαστρέφεται πλήρως ο τύπος του
Μυστηρίου: Οι Ρωμαιοκαθολικοί προ πολλών αιώνων έχουν καταργήσει την τριπλή κατάδυση
στο νερό (ένα ουσιαστικό στοιχείο του αγίου Βαπτίσματος) και τελούν το δια
ραντισμού «βάπτισμα»! Ας δούμε, όμως, κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις
διαστροφής της έννοιας και της ουσίας του Μυστηρίου.
Οι γνωστοί στη χώρα μας Πεντηκοστιανοί της «Ελευθέρας
Αποστολικής Εκκλησίας της Πεντηκοστής» και άλλων παρόμοιων ομάδων, αποτελούν
χαρακτηριστικό παράδειγμα υποτίμησης του αγίου Βαπτίσματος, με αφετηρία μια
διεστραμμένη αντίληψη για τη σωτηρία και την αναγέννηση του ανθρώπου. Για τις
ομάδες αυτές η σωτηρία δεν είναι αποτέλεσμα ενός Μυστηρίου, δια του οποίου
ενεργεί και σώζει ο Χριστός, όπου προϋποτίθεται, βέβαια, η πίστη του
μετέχοντος, αλλά είναι αποτέλεσμα της προσωπικής απόφασης κάποιου να σωθεί. Η
σωτηρία είναι ένα ατομικό και στιγμιαίο γεγονός: τη στιγμη που θα πει κάποιος
ότι πιστεύει στον Χριστό και Τον δέχεται ως σωτήρα και λυτρωτή του, τη στιγμη
ακριβώς εκείνη πραγματοποιείται η «αναγέννηση» και η σωτηρία του. Θα
ακολουθήσει, βέβαια, και το Βαπτισμα, αλλ’ ως πράξη χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αφού
η «σωτηρία» έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Σε περίπτωση παραλείψεώς του ο
«αναγεννημένος» δεν στερείται κάτι ουσιαστικό, αλλά, σαν εντολή του Χριστού,
πρέπει κι αυτό να τελείται. Κατ’ εξοχήν Βάπτισμα θεωρείται το λεγόμενο
«βάπτισμα του αγίου πνεύματος», δηλ. η δήθεν επιβεβαίωση της «αναγέννησης» με
εκδηλώσεις ορατών «χαρισμάτων», όπως η γλωσσολαλία, φαινόμενα που αποτελούν,
βέβαια, δαιμονικές πλάνες – κακέκτυπες απομιμήσεις γνήσιων πνευματικών
χαρισμάτων (με τα «χαρίσματα», που εκδηλώνονται στις τάξεις των Πεντηκοστιανών,
και τον χαρακτήρα τους θα ασχοληθούμε σε προσεχές τεύχος του εντύπου μας).
Άλλη χαρακτηριστική περίπτωση υποτίμησης του Μυστηρίου
είναι η γνωστή αίρεση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, όπου το Βάπτισμα θεωρείται απλό
σύμβολο της σωτηρίας η της ένταξης στην οργάνωση (όπως και η Θεία Ευχαριστία
θεωρείται απλό σύμβολο του Σώματος και του Αίματος του Χριστού σε ολόκληρο τον
προτεσταντικό κόσμο). Διαβάζουμε σχετικά σε έντυπα της αίρεσης: «Η κατάδυση στο
νερό είναι απλώς σύμβολο ότι κάποιος έκανε καθιέρωση ή όπως θα λέγαμε σήμερα
αφιέρωση να πράξει το θέλημα του Θεού» (Σκοπιά, 15/9/ 1934), «το
βάπτισμα συμβολίζει την αφιέρωση στον Ιεχωβά» (Σκοπιά, 15/1/1998),
«βάπτισμα στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος =
συνταύτιση με την οργάνωση» (Γνώση, εκδ. 1995, σ. 176). Η αίρεση, γνωστή
άλλωστε για τις αντιφατικές της διδασκαλίες, τελεί ένα είδος «βαπτίσματος», το
οποίο, βέβαια, δεν αποδέχεται ως Μυστήριο: «οι Γραφές δεν υποστηρίζουν την
ευρέως παραδεδομένη θρησκευτική αντίληψη ότι το βάπτισμα είναι μυστήριο» (Σκοπιά,
1/4/1993).
Για τη μετατροπή του Βαπτίσματος σε ράντισμα στην
περίπτωση των Παπικών έχουμε να παρατηρήσουμε ότι, ακόμη και κατά την
εννοιολογική προσέγγιση των όρων, «βάπτισμα» σημαίνει κατάδυση και ανάδυση και
όχι «ράντισμα». Ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη ποταμό, όπου «αναβαίνων από
του ύδατος είδε σχιζομένους τους ουρανούς» (Μαρκ. 1,10). Όλες οι μαρτυρίες της
Καινής Διαθήκης και της αρχαίας Εκκλησίας αναφέρονται σαφώς σε Βάπτισμα σε
νερό. Αυτό αποδεικνύει και η ύπαρξη ειδικών Βαπτιστηρίων σε πρωτοχριστιανικούς
Ναούς, όπου ολόκληρος ο βαπτιζόμενος έμπαινε στο νερό του Βαπτίσματος. Σε
κείμενα του β’ μ.Χ. αι. μαρτυρείται και Βάπτισμα με τριπλή επίχυση ύδατος, αλλά
μόνο για περιπτώσεις ανάγκης (Διδαχή, ΒΕΠΕΣ, τ. 1, σ. 217), όπως και
σήμερα η Εκκλησία μας δέχεται το Βάπτισμα στον αέρα (αεροβάπτισμα) σε ανάλογες
περιπτώσεις. Λίγο αργότερα και πριν επινοηθεί το «δια ραντισμού βάπτισμα» των
Παπικών οι κανόνες των Συνόδων της Εκκλησίας είναι πολύ αυστηροί για όσους
αλλοιώνουν τον τύπο του αγίου Βαπτίσματος: ορίζουν ότι πρέπει να καθαιρείται ο
επίσκοπος ή ο πρεσβύτερος που βαπτίζει σε μία κατάδυση αντί σε τρεις (Πηδάλιον,
εκδ. Αστήρ, 1982, σ. 62-63) και ότι πρέπει οπωσδήποτε να αναβαπτίζονται όσοι
προσέρχονται στην Εκκλησία από αιρέσεις, που τελούν Βάπτισμα με μία κατάδυση
(αυτόθι, σ. 163).
Η μαρτυρία της Καινής Διαθήκης
Σε αντίθεση με τις παραπάνω αιρετικές διαστρεβλώσεις,
η Αγία Γραφή δέχεται ότι το Βάπτισμα είναι πράξη, η οποία σώζει πραγματικά τον
άνθρωπο, είναι δηλ. σωστικό Μυστήριο. Ο Θεός «έσωσεν υμάς δια λουτρού
παλιγγενεσίας και ανακαινώσεως Πνεύματος Αγίου», αναφέρει ο απ. Παύλος (Τιτ.
3,5). «Λουτρόν παλιγγενεσίας» είναι το άγιο Βάπτισμα. Και ο απ. Πέτρος,
κάνοντας λόγο για τη σωτηρία από τον κατακλυσμό, τονίζει ότι «αντίτυπον νυν και
ημάς σώζει βάπτισμα» (Α’ Πετρ. 3,21): όπως τότε έσωσε η Κιβωτός, έτσι τώρα μας
σώζει το Βαπτισμα. Συμφωνα με τους λόγους του ίδιου του Κυρίου, η «αναγέννηση»
δεν προηγείται του Βαπτίσματος, αλλά ταυτίζεται με αυτό: «Εαν μη τις γεννηθή εξ
ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν του Θεού» (Ιω.
3,5). Αν κάποιος δεν γεννηθεί, για δεύτερη φορά, από το νερό του Βαπτίσματος
και από το Άγιο Πνεύμα, που ενεργεί στο Βαπτισμα, δεν πρόκειται να μπει στη
βασιλεία του Θεού! Ο Κύριος πριν αρχίσει το δημόσιο έργο Του βαπτίσθηκε στον
Ιορδάνη ποταμό, για τονίσει μεταξύ άλλων τη σημασία και την αναγκαιότητα του
Βαπτίσματος. Ο Ίδιος μετά την Ανάστασή Του απέστειλε τους αγίους Αποστόλους
στον κόσμο, λέγοντας «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς
εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 28,19).
Σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του Κυρίου, η πίστη και το
Βάπτισμα είναι δυό αναγκαίες προϋποθέσεις της σωτηρίας: «Ο πιστεύσας και
βαπτισθείς σωθήσεται» (Μαρκ. 16,16). Ο άνθρωπος σώζεται, όταν πιστέψει πρώτα
στον Χριστό και στη συνέχεια βαπτιστεί. Ούτε πίστη χωρίς Βαπτισμα σώζει, ούτε
Βαπτισμα χωρίς πίστη. Εκείνο, όμως, που πραγματοποιεί τη σωτηρία είναι το
Βαπτισμα. Βεβαια, η πίστη πρέπει να συνοδεύεται από καλά έργα, για να είναι
ζωντανή, γιατί σε αντίθετη περίπτωση καθίσταται νεκρή: «Η πίστις, εάν μη έργα
έχη, νεκρά εστι» (Ιακ. 2, 17). Τα έργα δεν είναι αυτά που σώζουν τον άνθρωπο,
με άλλα λόγια τα καλά έργα δεν είναι «αξιόμισθα», αποτελούν, όμως, απαραίτητη
προϋπόθεση για να είναι η πίστη μας αποτελεσματική, σωτήρια.
Με βάση την πίστη στην αναγκαιότητα και τη σωτηριώδη
ενέργεια του αγίου Βαπτίσματος, η Εκκλησία μας δέχθηκε πολύ νωρίς την πράξη του
Νηπιοβαπτισμού (το Βαπτισμα στη νηπιακή ηλικία). Οι αιρέσεις συνήθως διαφωνούν,
ισχυριζόμενες ότι το νήπιο δεν έχει ακόμη κρίση για να εκφράσει την πίστη του,
άρα του λείπει η πρώτη προϋπόθεση της σωτηρίας, δηλ. η πίστη. Όμως, ο Κύριος
δεν απαιτεί την πίστη από τα νήπια, που δεν έχουν ακόμη κρίση. Η Εκκλησία
βαπτίζει τα νήπια, γιατί αν τύχει και πεθάνουν αβάπτιστα, δεν θα εισέλθουν στη
Βασιλεία του Θεού, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου. Άλλωστε, δεν ρωτάμε τα
βρέφη ούτε για την φυσική τους γέννηση, ούτε αν συμφωνούν π.χ. με τον
εμβολιασμό τους, για να παραμείνουν στη ζωη. Όταν έλθουν σε κατάλληλη ηλικία,
τότε θα τους απαιτηθεί και η πίστη ως προϋπόθεση της σωτηρίας και τότε θα
αποφασίσουν ελεύθερα για τις επιλογές τους. Αν απορρίψουν την πίστη στον
Χριστό, τότε, φυσικά, δεν θα σωθούν, όπως άλλωστε δεν σώζονται όλοι οι
βαπτισμένοι. Το Βάπτισμα ούτε βιάζει την ανθρώπινη ελευθερία, ούτε σώζει
αναγκαστικά, όταν δεν συγκατατίθεται ο Βαπτιζόμενος. Οι πρώτες ιστορικές
πληροφορίες για τον Νηπιοβαπτισμό προέρχονται από τον άγιο Ειρηναίο και τον
Τερτυλλιανό, που έζησαν στα τέλη του β’ μ.Χ. αι., όμως οι ρίζες αυτής της
εκκλησιαστικής πράξης ίσως βρίσκονται στην ίδια την Καινή Διαθήκη, όπου γίνεται
λόγος για βάπτιση ολόκληρων οικογενειών, όπως της Λυδίας «και του οίκου αυτής»
(Πραξ. 16,15), του δεσμοφύλακος των Φιλίππων «και των αυτού πάντων» (Πραξ.
16,33) και «του Στεφανά οίκου» (Α’ Κορ. 1,16) από τον απ. Παύλο.
Η Ορθόδοξη αντίληψη περί
του αγίου Βαπτίσματος
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας στο γεγονός κατά το οποίο
«εξήλθεν αίμα και ύδωρ» όταν ένας από τους στρατιώτες «ένυξε» την πλευρά του
Κυρίου πάνω στον Σταυρό, βλέπουν τον συμβολισμό των δύο κορυφαίων Μυστηρίων της
Εκκλησίας, του Βαπτίσματος και της Θ. Ευχαριστίας. Αν η Θ. Ευχαριστία είναι το
Μυστήριο με το οποίο ο άνθρωπος ενώνεται με τον Δημιουργό του και θεούται, το
Βάπτισμα είναι το Μυστήριο, το οποίο μας εισάγει στην Εκκλησία του Χριστού,
στον χώρο, στον οποίο συντελείται η σωτηρία μας. Το Βάπτισμα είναι η θύρα της
Εκκλησίας, κατά τους αγίους Πατέρες, και «εκτός Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία».
Επίσης, το Βάπτισμα καθαρίζει τον άνθρωπο από κάθε αμαρτία και ιδιαίτερα από το
προπατορικό αμάρτημα, που όλοι μας κληρονομούμε με τη γέννησή μας: «ομολογώ εν
Βάπιτισμα εις άφεσιν αμαρτιών», διακηρύσσουμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Κατά τη
Βιβλική και Πατερική Παράδοση, μετά την πτώση των Πρωτοπλάστων ο διάβολος
κυριάρχησε στον κόσμο και καθυπέταξε ολόκληρη την κτίση, μαζί της δε και τον
άνθρωπο. Ο Χριστός, με το Πάθος και την Αναστασή Του, συνέτριψε το κράτος του
διαβόλου και έδωσε τη δυνατότητα σωτηρίας σε όποιον Τον ακολουθεί. Η πράξη με
την οποία καθένας από μας οικειοποιείται τα αποτελέσματα της Θυσίας του Χριστού
είναι το Βάπτισμα. Εκεί ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την εξουσία του διαβόλου
και καθίσταται πραγματικά ελεύθερος. Τη θέση, που κατείχε πρώτα ο διάβολος στην
ψυχή του, καταλαμβάνει τώρα η Θεία Χάρις.
Τα βασικά σημεία της Ορθόδοξης διδασκαλίας για το άγιο
Βάπτισμα φαίνονται έκδηλα στην Ακολουθία του Μυστηρίου, όπως τελείται στην
Εκκλησία μας. Όταν πρόκειται κάποιος να βαπτισθεί, προσέρχεται στον Ναό ενώπιον
του Ιερέως, που θα τελέσει το Βάπτισμα, μαζί με τον Ανάδοχό του. Ο Ανάδοχος
(Νουνός) είναι το πρόσωπο, που μας οδηγεί στην Εκκλησία του Χριστού. Σήμερα,
που ισχύει η πρακτική του Νηπιοβαπτισμού, είναι ο υπεύθυνος για την Κατήχησή
μας, καθώς και για την παρακολούθηση της πνευματικής μας πορείας μέσα στην
Εκκλησία. Παλαιότερα, όταν οι περισσότεροι Βαπτιζόμενοι ήσαν ενήλικες (αλλά και
σήμερα, όπου αυτό συμβαίνει), πριν το Βάπτισμα γινόταν συστηματική Κατήχηση
στους προσερχομένους στην Εκκλησία, δηλ. διδασκαλία ολόκληρης της χριστιανικής
πίστεως. Οι Κατηχούμενοι αποτελούσαν ειδική τάξη, για την οποία υπάρχουν μέχρι
σήμερα συγκεκριμένες ευχές και δεήσεις της Εκκλησίας. Σήμερα η Κατήχηση έχει
μετατοπισθεί μετά το Βάπτισμα και έχει ατονίσει, πρέπει, όμως, οπωσδήποτε να
γίνεται, με ευθύνη του Αναδόχου, αλλά και των γονέων του Βαπτισμένου, ώστε
έκαστος να γνωρίζει καλά την Ορθόδοξη πίστη, ακόμη κι αν την απορρίψει
μετέπειτα.
Η Ακολουθία του Βαπτίσματος αρχίζει με τους
Εξορκισμούς εναντίον του διαβόλου. Πρόκειται για ευχές, με τις οποίες
φυγαδεύεται ο διάβολος και ο άνθρωπος απελευθερώνεται από την δαιμονική
κυριαρχία. Ακολουθεί η Ομολογία του ελεύθερου πλέον λογικού δημιουργήματος ότι
«αποτάσσεται τω σατανά» (δεν θέλει να έχει καμία σχέση μ’ αυτόν και με κάθε
δαιμονικό έργο) και ότι «συντάσσεται τω Χριστώ» (θέλει να είναι πάντοτε μαζί με
τον Χριστό). Στη συνέχεια ο Βαπτιζόμενος απαγγέλει το Σύμβολο της Πίοτεως, μια
συμπερίληψη ολόκληρης της διδασκαλίας του Χριστού από τους αγίους Πατέρες της
Α’ και της Β’ Οικουμενικής Συνόδου, και με τον τρόπο αυτό δηλώνει ότι
αποδέχεται ολόκληρη τη χριστιανική διδασκαλία, χωρίς μεταβολές, χωρίς
προσθήκες, χωρίς «διορθωτικές» παρεμβάσεις. Όταν πρόκειται για νήπιο, όλα αυτά
τα κάνει ο Ανάδοχος εν ονόματι του Βαπτιζομένου. Ακολουθεί η απέκδυση, μια
κίνηση συμβολικού περιεχομένου, με την οποία ο Βαπτιζόμενος αποθέτει τα ρούχα
του, δεικνύοντας ότι αρνείται – εγκαταλείπει τον παλαιό του εαυτό, για να
«ενδυθεί» τον Ιησού Χριστό.
Μετά το πέρας του εισαγωγικού αυτού μέρους του
Μυστηρίου, ο Ιερεύς έρχεται ενώπιον της Κολυμβήθρας του αγίου Βαπτίσματος και
διαβάζει ευχές, με τις οποίες κατέρχεται η Θεία Χάρις και αγιάζει το νέρο, στο
οποίο θα γίνει το Βάπτισμα. Μέσα από υλικά στοιχεία μεταδίδουν τη Θεία Χάρη τα
Μυστήρια της Εκκλησίας, και το υλικό στοιχείο στην προκειμένη περίπτωση είναι το
νερό. Κατά τον ίδιο τρόπο διαβάζει μια ευχή, με την οποία κατέρχεται η Θεία
Χάρις και αγιάζει το λάδι, που προσφέρεται για την επάλειψη του Βαπτιζομένου.
Με το λάδι αυτό, και αφού πρώτα ο Ιερεύς σημειώσει το σημείο του Σταυρού στα
σημαντικότερα μέρη του σώματος του Βαπτιζομένου, επαλείφεται ολόκληρος ο
Βαπτιζόμενος από τον Ανάδοχό του. Η πράξη αυτή συμβολίζει την προστασία του
Θεού, αλλά και την ετοιμότητα για πνευματικούς αγώνες εντός της Εκκλησίας, όπως
οι αθλητές στα στάδια της αρχαίας εποχής.
Ακολουθεί η κατ’ εξοχήν Βάπτιση με τριπλή κατάδυση και
ανάδυση στο νερό. Η πράξη αυτή είναι συστατικό στοιχείο του αγίου Βαπτίσματος
και δεν μπορεί να αντικατασταθεί με ράντισμα ή με άλλες παρόμοιες
πράξεις. Το Βάπτισμα τελείται στο όνομα της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτό ο Ιερεύς
μνημονεύει ξεχωριστά τα ονόματα «του Πατρός και του Υιού και του Αγίου
Πνεύματος» σε κάθε κατάδυση και ανάδυση. Εξερχόμενος από το νερό, ο
Βαπτιζόμενος είναι πλέον πλήρες μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλ. της
Εκκλησίας, και έχει λάβει την Χάρη του Μυστηρίου, σαν ένα είδος σφραγίδος με
μόνιμο και ανεξάλειπτο χαρακτήρα. Με την Χάρη Του ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός
είναι παρών στον Βαπτιζόμενο, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο «ενδύεται» τον
Χριστό: «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Με την τριπλή
κατάδυση και ανάδυση μετέχει στον Θάνατο, στην Ταφή και στην Ανάσταση του
Χριστού. Μέσα στο νερό πεθαίνει και θάπτεται ο παλαιός άνθρωπος, ο άνθρωπος της
αμαρτίας και του διαβόλου, και γεννιέται ένας νέος άνθρωπος, ο άνθρωπος του
Χριστού. Το Βάπτισμα αποτελεί πραγματική «αναγέννηση» για τον άνθρωπο, δηλ.
γέννηση για δεύτερη φορά «εξ ύδατος και Πνεύματος», όπως είπε ο Χριστός (Ιω.
3,5). Το παρελθόν του διαγράφεται οριστικά και δεν ασκεί πια καμιά επίδραση,
ακόμη κι αν ο Βαπτιζόμενος ήταν ένας μεγάλος αμαρτωλός. Ο νέος άνθρωπος έχει
πλέον όλες τις δυνάμεις και τις προϋποθέσεις να φθάσει μέχρι τα ύψη της
αγιότητας.
Ακολουθεί η σφράγιση με το άγιο Μύρο, δηλ. το Μυστήριο
του Χρίσματος, που δίδεται μαζί με το Βάπτισμα, καθώς επίσης κάποιες άλλες
πράξεις, εις ένδειξιν των δωρεών που έλαβε ο Βαπτιζόμενος. Μια απ’ αυτές είναι
η ένδυση με λευκά ενδύματα, σύμβολο της ψυχικής καθαρότητας, που παρέχει το
Βάπτισμα, αφού τελείται, όπως προαναφέραμε, «εις άφεσιν αμαρτιών» και συγχωρεί
όλα τα αμαρτήματα. Ο Βαπτιζόμενος ενδύεται «χιτώνα φωτεινόν», τον οποίο πρέπει
να διατηρεί κατά το δυνατό λευκό και αμόλυντο από πάθη και αμαρτήματα, όπως τον
παρέλαβε στο Βάπτισμά του. Του δίδεται αναμένη λαμπάδα, που συμβολίζει το φως
του Χριστού και τη Χάρη του αγίου Βαπτίσματος. Του δίδεται, επίσης, ο Σταυρός
του Χριστού, για να τον φορά πάντοτε στον λαιμό του, και «κείρεται» (κόπτεται)
ένα μέρος των μαλλιών της κεφαλής του, εις ένδειξιν αφιέρωσης στον Χριστό. Στη
συνέχεια γίνεται ο πανηγυρικός χορός γύρω από την Κολυμβήθρα, ενώ ψάλλεται ο
ύμνος «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Το Βάπτισμα είναι
αιτία χαράς: χαίρονται και πανηγυρίζουν τα επίγεια και τα ουράνια για την
πνευματική αναγέννηση και σωτηρία ενός ανθρώπου.
Το Βάπτισμα είναι Μυστήριο μοναδικό και ανεπανάλειπτο.
Τελείται μόνο μια φορά στη ζωή του ανθρώπου. Υπάρχει μόνο ένα και μοναδικό
Βάπτισμα («ομολογώ εν Βάπτισμα»), αυτό που τελεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, η μία
Εκκλησία του Χριστού. Εκτός αυτού δεν υπάρχει άλλο «βάπτισμα»: «μηδένα
βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της Καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος Βαπτίσματος, και
εν μόνη τη Καθολική Εκκλησία υπάρχοντος» (α’ κανών αγ. Κυπριανού,Πηδάλιον,
σ. 368). Το «βάπτισμα» των αιρετικών, για παράδειγμα, είναι άκυρο, όπως και «τα
υπ’ αυτών γενόμενα ψευδή και κενά υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα» (αυτόθι, σ.
362), γι’ αυτό και οι ιεροί κανόνες ορίζουν την καθαίρεση των Κληρικών που
αποδέχονται το «βάπτισμα» αιρετικών: «Επίσκοπον η Πρεσβύτερον αιρετικών
δεξαμένους Βάπτισμα η θυσίαν, καθαιρείσθαι προστάσσομεν» (μστ’ αποστ.
κανών, Πηδάλιον, σ. 51). Υπάρχουν, βέβαια, κανόνες που κάνουν
αποδεκτό το Βάπτισμα κάποιων αρχαίων αιρέσεων. Αυτό, όμως, γίνεται για λόγους
οικονομίας, «οικονομίας ένεκα των πολλών», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μ.
Βασίλειος (α’ κανών, Πηδάλιον, σ. 587) και δεν μπορεί να ισχύσει
για σύγχρονους αιρετικούς, που αλλοιώνουν όχι μόνο τον τύπο, αλλά και την ουσία
του μεγάλου αυτού Μυστηρίου, δια του οποίου συντελείται η σωτηρία μας.
Πηγή: Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως
Μαντινείας και Κυνουρίας «Ορθοδοξία και Αίρεσις» (τ. 64/Σεπτ.-Οκτ.
2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου