ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΤΟ να θελήσει κάποιος να παρουσιάσει το πώς αντιμετώπισε την Θεοτόκο η προτεσταντική θεολογία, σε όλα τα στάδια εξέλιξης του Προτεσταντισμού, αναμφιβόλως ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός άρθρου και χρειάζεται συγγραφή ογκώδους βιβλίου.
Η δική μας όμως εδώ σύντομη ιστορικοδογματική αναφορά έχει ως σκοπό, να παρουσιάσει τον εκτροχιασμό της προτεσταντικής θεολογίας από την Πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή μαρτυρείται στους φορείς της Θείας Αποκαλύψεως στο ζήτημα αυτό, αλλά ταυτοχρόνως να επισημάνει και τον απίστευτο βαθμό διαβρώσεως τού Προτεσταντισμού από τον ορθολογισμό και την αυθαιρεσία.
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από τους ηγέτες της Διαμαρτυρήσεως, πρέπει να αναφέρουμε, ότιο Λούθηρος στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο φρόνημα της Εκκλησίας σχετικά με τις ιδιότητες της Μαρίας, όπως την αποκαλούσε, ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο. Ουδέποτε αμφισβήτησε τις δύο αυτές ιδιότητες1 και ταυτοχρόνως παρουσίαζε το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ταπεινοφροσύνης και πίστεως.
Φοβούμενος όμως μη μειωθεί η μοναδική μεσιτεία και το έργο τού Χριστού, ασκούσε κριτική σε πολλές μορφές εκδηλώσεως τιμής προς την Θεοτόκο, όπως επίσης απέρριπτε την επίκληση των πρεσβειών της2.
Το Πρόσωπο της Θεοτόκου στην Προτεσταντική Θεολογία
Και όμως μέχρι τον ΙΖ' αιώνα οι προτεστάντες πίστευαν στο Αειπάρθενο!
Πρεσβ. Βασιλείου Α. Γεωργοπούλου (M.Th.)Περιοδ. «Κοινωνία», Απρίλιος-Ιούνιος 2002
ΤΟ να θελήσει κάποιος να παρουσιάσει το πώς αντιμετώπισε την Θεοτόκο η προτεσταντική θεολογία, σε όλα τα στάδια εξέλιξης του Προτεσταντισμού, αναμφιβόλως ξεφεύγει από τα πλαίσια ενός άρθρου και χρειάζεται συγγραφή ογκώδους βιβλίου.
Η δική μας όμως εδώ σύντομη ιστορικοδογματική αναφορά έχει ως σκοπό, να παρουσιάσει τον εκτροχιασμό της προτεσταντικής θεολογίας από την Πίστη της Εκκλησίας, όπως αυτή μαρτυρείται στους φορείς της Θείας Αποκαλύψεως στο ζήτημα αυτό, αλλά ταυτοχρόνως να επισημάνει και τον απίστευτο βαθμό διαβρώσεως τού Προτεσταντισμού από τον ορθολογισμό και την αυθαιρεσία.
ΞΕΚΙΝΩΝΤΑΣ από τους ηγέτες της Διαμαρτυρήσεως, πρέπει να αναφέρουμε, ότιο Λούθηρος στάθηκε με σεβασμό απέναντι στο φρόνημα της Εκκλησίας σχετικά με τις ιδιότητες της Μαρίας, όπως την αποκαλούσε, ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο. Ουδέποτε αμφισβήτησε τις δύο αυτές ιδιότητες1 και ταυτοχρόνως παρουσίαζε το πρόσωπο της Θεοτόκου ως πρότυπο ταπεινοφροσύνης και πίστεως.
Φοβούμενος όμως μη μειωθεί η μοναδική μεσιτεία και το έργο τού Χριστού, ασκούσε κριτική σε πολλές μορφές εκδηλώσεως τιμής προς την Θεοτόκο, όπως επίσης απέρριπτε την επίκληση των πρεσβειών της2.
Στα ίδια πλαίσια θα κινηθούν ο Ζβίγγλιος και ο Καλβίνος, οι οποίοι ομολογούσαν τις ιδιότητες της Μητέρας τού Κυρίου ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου, απέρριπταν όμως την επίκληση και μεσιτεία της Θεοτόκου.
Ο Καλβίνος μάλιστα υπήρξε ο πλέον μαχητικὸς και ανένδοτος πολέμιος κάθε τιμής προς Αυτήν. Οποιαδήποτε τιμή προς την Θεοτόκο την χαρακτήριζε ως ειδωλολατρία3.
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για την αρνητική τοποθέτηση των ηγετών τού Προτεσταντισμού έναντι της τιμής, της επικλήσεως, και πρεσβειών της Θεοτόκου καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, συν τοις άλλοις, οι παπικές μεσαιωνικές πλάνες και υπερβολές στο ζήτημα αυτό.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, η περίπτωση τού Φρειδερίκου του σοφού εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου στη συλλογή του των 19.013 «ιερών» αντικειμένων το 1520 συγκαταλέγονταν τέσσερις τρίχες της Θεοτόκου (!!!) καθώς και ένα δέμα σανὸ από το σπήλαιο της Βηθλεέμ (!!!)4.
Στα Συμβολικά Κείμενα του Προτεσταντισμού, τόσο της λουθηρανικής αποχρώσεως (π.χ. Αυγουσταία Ομολογία, άρθρο 3, Σμαλκαλδικά άρθρα Ι, 4), όσο και της καλβινικής (π.χ. Κατήχηση Χαϊδελβέργης, άρθρο 35), όσο και στη Formula Concordiae του 1571 (επιτομή άρθρο 8, 12), διατηρήθηκε η πίστη ότι η Μητέρα τού Κυρίου είναι όντως Θεοτόκος και Αειπάρθενος5. Απορρίπτονται όμως ταυτοχρόνως κάθε μορφή τιμής, επίκλησης και μεσιτείας της6.
Αυτή την εποχή εξαίρεση αποτελεί ο αντιτριαδικός αιρετικὸς Σωκίνος, καθώς αρνούνταν τις ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου7.
Η διαμορφωμένη αυτή πίστη για τη Θεοτόκο τού Προτεσταντισμού όπως έχει εκφραστεί στα Συμβολικά του Κείμενα, θα διατηρηθεί μέχρι τα τέλη τού ΙΖʹ αι. και θα εκφράζει στο ζήτημα αυτό, από πλευράς εξελίξεως τού Προτεσταντισμού, την λεγομένη Παλαιοπροτεσταντική Ορθοδοξία.
Ο λόγος για τον οποίο δεν αμφισβητήθηκε στο διάστημα αυτό η Θεομητρότητα και το Αειπάρθενον, είναι ότι η Χριστολογία της Παλαιοπροτεσταντικής Ορθοδοξίας ακολουθεί σε ένα μεγάλο βαθμό τη Χριστολογία της αδιαιρέτου Εκκλησίας8.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ όμως, από το ΙΗʹ αι., εποχή τού Νεοπροτεσταντισμού και με κυρίαρχα ρεύματα τον Διαφωτισμό, τον Πιετισμό, τον Υποκειμενισμό, θα αμφισβητηθεί η παλαιότερη προτεσταντική Χριστολογία και το πρόσωπο της Θεοτόκου θα υποτιμηθεί. Σταθερά πλέον θα αμφισβητούνται οι ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου.
Για τον Schleiermacher (+1834), λόγω της νεοσαβελλιανικής Τριαδολογίας του και της κακόδοξης Χριστολογίας του, οι δύο αυτές ιδιότητες της Θεοτόκου δεν έχουν καμμία θέση στη θεολογία του9.
Την αμφισβήτηση θα συνεχίσει περαιτέρω ο λεγόμενος Πολιτιστικὸς Προτεσταντισμὸς τού ΙΘʹ αι. μέχρι τις αρχές τού Κʹ αι.
Η ορθολογιστική κριτική και οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες θεολόγοι (D. Strauss, Chr. Bauer, A. v. Harnack, κ.ά.), αμφισβητώντας κάθε στοιχείο θαύματος στην Αγία Γραφή, αγνοώντας την αρχαία Εκκλησιαστική Παράδοση, και περιφρονώντας την παλαιότερη προτεσταντική διδασκαλία θα μιλήσουν για «μύθους» σχετικά με το πρόσωπο και τις ιδιότητες της Θεοτόκου.
Ήδη από το 1836, ο D. Strauss στο πολύκροτο έργο του «Η Ζωή του Ιησού» την υπερφυσική σύλληψη τού Θεανθρώπου θα την χαρακτηρίσει ως μύθο, που εμφιλοχώρησε στη βιβλική διήγηση από την ελληνική μυθολογία.
Την ήδη περιφρονητική και μειωτική προσέγγιση τού προσώπου της Θεοτόκου θα την συνεχίσει εντός τού Προτεσταντισμού τον Κʹ αι. η Θρησκειο-ιστορική Σχολή (religiongeschichtliche Schule).
Εκπρόσωποι της Θρησκειο-ιστορικής Σχολής (M. Dibelius, W. Bousset, E. Norden, κ.ά.) θα παραλληλίσουν την Θεοτόκο με θεότητες άλλων θρησκειών10.
Παραλλήλως, θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι οι σχετικές βιβλικές διηγήσεις των Ματθαίου και Λουκά, σχετικά με το πρόσωπο της Θεοτόκου και τη Γέννηση τού Θεανθρώπου, έχουν εξάρτηση από τις μυθολογίες της Αιγύπτου και της Εγγὺς Ανατολής11.
Αντιθέτως, με σεβασμό απέναντι στις ιδιότητες της Θεοτόκου και Αειπαρθένου θα σταθεί ο κύριος εκφραστής της Διαλεκτικής Θεολογίας K. Barth12, ενώ ο E. Brunner13 θα απορρίψει το Αειπάρθενο της Θεοτόκου.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν θα τύχει καλύτερης μεταχείρισης από (το)πρόγραμμα «απομύθευσης» της Αγίας Γραφής τού R. Bulltman και τους περί αυτόν. Μύθος είναι επίσης η Αειπαρθενία της Θεοτόκου και για ένα ακόμη επιφανή προτεστάντη θεολόγο τον W. Pannenberg14.
Ταυτοχρόνως όμως η Προτεσταντική Θεολογία θα επαναλάβει στον εικοστό αιώνα, κατά της Αειπαρθένου Μαρίας επιχειρήματα της αρχαίας ιουδαϊκής αντιχριστιανικής πολεμικής15.
Τέτοιο είναι π.χ. ότι το χωρίο Ησ. 7, 14, στο εβραϊκὸ έχει τη λέξη «Almah» = νεάνις και όχι «Bethula» = παρθένος, πού μετέφρασαν, υποτίθεται, εσφαλμένως οι Εβδομήκοντα.
Επίσης, κλασικός θα παραμένει ο προτεσταντικός ισχυρισμός, μνημείο ορθολογισμού, ότι η πίστη της Εκκλησίας για την Θεοτόκο ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο είναι ένα κατάλοιπο μιας προ-επιστημονικής κατανόησης τού κόσμου και των γεγονότων16.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ τού σύγχρονου Προτεσταντισμού είναι θλιβερά απαξιωτικές και περιφρονητικές για την Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτό σχετίζεται με την εξέλιξη της Προτεσταντικής Χριστολογίας, η οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, και παλαιότερα και σήμερα, έχει άλλοτε νεο-αρειανικὸ και άλλοτε νεο-νεστοριανικὸ χαρακτήρα.
Ο Καλβίνος μάλιστα υπήρξε ο πλέον μαχητικὸς και ανένδοτος πολέμιος κάθε τιμής προς Αυτήν. Οποιαδήποτε τιμή προς την Θεοτόκο την χαρακτήριζε ως ειδωλολατρία3.
Πρέπει να επισημάνουμε, ότι για την αρνητική τοποθέτηση των ηγετών τού Προτεσταντισμού έναντι της τιμής, της επικλήσεως, και πρεσβειών της Θεοτόκου καθοριστικό ρόλο έπαιξαν, συν τοις άλλοις, οι παπικές μεσαιωνικές πλάνες και υπερβολές στο ζήτημα αυτό.
Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα, η περίπτωση τού Φρειδερίκου του σοφού εκλέκτορα της Σαξωνίας, όπου στη συλλογή του των 19.013 «ιερών» αντικειμένων το 1520 συγκαταλέγονταν τέσσερις τρίχες της Θεοτόκου (!!!) καθώς και ένα δέμα σανὸ από το σπήλαιο της Βηθλεέμ (!!!)4.
Στα Συμβολικά Κείμενα του Προτεσταντισμού, τόσο της λουθηρανικής αποχρώσεως (π.χ. Αυγουσταία Ομολογία, άρθρο 3, Σμαλκαλδικά άρθρα Ι, 4), όσο και της καλβινικής (π.χ. Κατήχηση Χαϊδελβέργης, άρθρο 35), όσο και στη Formula Concordiae του 1571 (επιτομή άρθρο 8, 12), διατηρήθηκε η πίστη ότι η Μητέρα τού Κυρίου είναι όντως Θεοτόκος και Αειπάρθενος5. Απορρίπτονται όμως ταυτοχρόνως κάθε μορφή τιμής, επίκλησης και μεσιτείας της6.
Αυτή την εποχή εξαίρεση αποτελεί ο αντιτριαδικός αιρετικὸς Σωκίνος, καθώς αρνούνταν τις ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου7.
Η διαμορφωμένη αυτή πίστη για τη Θεοτόκο τού Προτεσταντισμού όπως έχει εκφραστεί στα Συμβολικά του Κείμενα, θα διατηρηθεί μέχρι τα τέλη τού ΙΖʹ αι. και θα εκφράζει στο ζήτημα αυτό, από πλευράς εξελίξεως τού Προτεσταντισμού, την λεγομένη Παλαιοπροτεσταντική Ορθοδοξία.
Ο λόγος για τον οποίο δεν αμφισβητήθηκε στο διάστημα αυτό η Θεομητρότητα και το Αειπάρθενον, είναι ότι η Χριστολογία της Παλαιοπροτεσταντικής Ορθοδοξίας ακολουθεί σε ένα μεγάλο βαθμό τη Χριστολογία της αδιαιρέτου Εκκλησίας8.
ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ όμως, από το ΙΗʹ αι., εποχή τού Νεοπροτεσταντισμού και με κυρίαρχα ρεύματα τον Διαφωτισμό, τον Πιετισμό, τον Υποκειμενισμό, θα αμφισβητηθεί η παλαιότερη προτεσταντική Χριστολογία και το πρόσωπο της Θεοτόκου θα υποτιμηθεί. Σταθερά πλέον θα αμφισβητούνται οι ιδιότητές Της ως Θεοτόκου και Αειπαρθένου.
Για τον Schleiermacher (+1834), λόγω της νεοσαβελλιανικής Τριαδολογίας του και της κακόδοξης Χριστολογίας του, οι δύο αυτές ιδιότητες της Θεοτόκου δεν έχουν καμμία θέση στη θεολογία του9.
Την αμφισβήτηση θα συνεχίσει περαιτέρω ο λεγόμενος Πολιτιστικὸς Προτεσταντισμὸς τού ΙΘʹ αι. μέχρι τις αρχές τού Κʹ αι.
Η ορθολογιστική κριτική και οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες θεολόγοι (D. Strauss, Chr. Bauer, A. v. Harnack, κ.ά.), αμφισβητώντας κάθε στοιχείο θαύματος στην Αγία Γραφή, αγνοώντας την αρχαία Εκκλησιαστική Παράδοση, και περιφρονώντας την παλαιότερη προτεσταντική διδασκαλία θα μιλήσουν για «μύθους» σχετικά με το πρόσωπο και τις ιδιότητες της Θεοτόκου.
Ήδη από το 1836, ο D. Strauss στο πολύκροτο έργο του «Η Ζωή του Ιησού» την υπερφυσική σύλληψη τού Θεανθρώπου θα την χαρακτηρίσει ως μύθο, που εμφιλοχώρησε στη βιβλική διήγηση από την ελληνική μυθολογία.
Την ήδη περιφρονητική και μειωτική προσέγγιση τού προσώπου της Θεοτόκου θα την συνεχίσει εντός τού Προτεσταντισμού τον Κʹ αι. η Θρησκειο-ιστορική Σχολή (religiongeschichtliche Schule).
Εκπρόσωποι της Θρησκειο-ιστορικής Σχολής (M. Dibelius, W. Bousset, E. Norden, κ.ά.) θα παραλληλίσουν την Θεοτόκο με θεότητες άλλων θρησκειών10.
Παραλλήλως, θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι οι σχετικές βιβλικές διηγήσεις των Ματθαίου και Λουκά, σχετικά με το πρόσωπο της Θεοτόκου και τη Γέννηση τού Θεανθρώπου, έχουν εξάρτηση από τις μυθολογίες της Αιγύπτου και της Εγγὺς Ανατολής11.
Αντιθέτως, με σεβασμό απέναντι στις ιδιότητες της Θεοτόκου και Αειπαρθένου θα σταθεί ο κύριος εκφραστής της Διαλεκτικής Θεολογίας K. Barth12, ενώ ο E. Brunner13 θα απορρίψει το Αειπάρθενο της Θεοτόκου.
Το πρόσωπο της Θεοτόκου δεν θα τύχει καλύτερης μεταχείρισης από (το)πρόγραμμα «απομύθευσης» της Αγίας Γραφής τού R. Bulltman και τους περί αυτόν. Μύθος είναι επίσης η Αειπαρθενία της Θεοτόκου και για ένα ακόμη επιφανή προτεστάντη θεολόγο τον W. Pannenberg14.
Ταυτοχρόνως όμως η Προτεσταντική Θεολογία θα επαναλάβει στον εικοστό αιώνα, κατά της Αειπαρθένου Μαρίας επιχειρήματα της αρχαίας ιουδαϊκής αντιχριστιανικής πολεμικής15.
Τέτοιο είναι π.χ. ότι το χωρίο Ησ. 7, 14, στο εβραϊκὸ έχει τη λέξη «Almah» = νεάνις και όχι «Bethula» = παρθένος, πού μετέφρασαν, υποτίθεται, εσφαλμένως οι Εβδομήκοντα.
Επίσης, κλασικός θα παραμένει ο προτεσταντικός ισχυρισμός, μνημείο ορθολογισμού, ότι η πίστη της Εκκλησίας για την Θεοτόκο ως Θεοτόκο και Αειπάρθενο είναι ένα κατάλοιπο μιας προ-επιστημονικής κατανόησης τού κόσμου και των γεγονότων16.
ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ τού σύγχρονου Προτεσταντισμού είναι θλιβερά απαξιωτικές και περιφρονητικές για την Υπεραγία Θεοτόκο. Αυτό σχετίζεται με την εξέλιξη της Προτεσταντικής Χριστολογίας, η οποία εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, και παλαιότερα και σήμερα, έχει άλλοτε νεο-αρειανικὸ και άλλοτε νεο-νεστοριανικὸ χαρακτήρα.
Για τον Ορθόδοξο Χριστιανό οι προτεσταντικές αυτές αντιλήψεις είναι δηλωτικές όχι μόνο της μόνιμης δυσπερίγραπτης τραγωδίας τού Προτεσταντισμού, αλλά έχουν ταυτοχρόνως αιρετικό και βλάσφημο χαρακτήρα. Και βεβαίως, κατά τον Άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, «Άπαγε. Ου σωφρονούντος λογισμού τα τοιαύτα φρονείν» 17.
ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ «ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΩΡ» ΚΑΙ «ΥΠΕΡΑΓΙΑ»/«ΠΑΝΑΓΙΑ»
ΣΑΛΤΑΟΥΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκαν άτοπα σχόλια της λεγομένης «Ελληνικής Ευαγγελικής Εκκλησίας» στην ιστοσελίδα της.
Η εν λόγω Προτεσταντική ιστοσελίδα στον σύνδεσμο «Συχνές Ερωτήσεις» και στο ερώτημα «Τι πιστεύει η Ευαγγελική Εκκλησία για την Παρθένο Μαρία, τη μητέρα του Κυρίου μας;» Περιέχει εκτός των άλλων και τα εξής σχόλια:
«Θεοτόκος: Και όχι «θεογεννήτωρ», που σαν τίτλος είναι απαράδεκτος, καθώς, κατά τους αρχαίους, ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει» (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Στην προσπάθειά τους οι Αιρετικοί «Ευαγγελικοί» να βρούν κάτι να κατηγορήσουν την Ορθοδοξία, καταφεύγουν σε αυτό το πικρόχολο σχόλιο. Γνωρίζουν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάζει την Θεοτόκο και ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΩΡ και την μέμφονται ! Οι «Ευαγγελιστές» δέχονται ασφαλώς τον όρο ΘΕΟΤΟΚΟΣ, άρα την αλήθεια ότι η Αειπάρθενος γέννησε τον Θεό. Όμως αρνούνται τον συνώνυμο όρο ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΩΡ με το σκεπτικό ότι «κατά τους αρχαίους, ο άνδρας γεννά και η γυναίκα τίκτει».
Η Θεόπνευστη Αγία Γραφή όμως δικαιώνει την χρήση του όρου ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΩΡ από την Ορθόδοξη Εκκλησία και εκθέτει τους απρόσεκτους «Ευαγγελικούς». Τους αποκαλύπτει ως Αντι-Ευαγγελικούς!
«Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα Μαρίας, ΕΞ ΗΣ ΕΓΕΝΝΗΘΗ Ιησούςο λεγόμενος Χριστός» Ματθαίος 1:16.
Και ο Ευαγγελιστής Ματθαίος θεωρούν ότι χρησιμοποιεί «απαράδεκτες» φράσεις σαν τους Ορθοδόξους; Διότι ο Ματθαίος γράφει ΕΞ ΗΣ = από την ΟΠΟΙΑ, ΕΓΕΝΝΗΘΗ ο Ιησούς ! Δεν έγραψε ο Ματθαίος στο συγκεκριμένο εδάφιο ΕΤΕΧΘΗ αλλά ΕΓΕΝΝΗΘΗ. Αφού λοιπόν ο Ιερός Ευαγγελιστής γράφει ότι ο Ιησούς (που είναι Θεός), ΕΓΕΝΝΗΘΗ από την Μητέρα του, γιατί δεν θα πρέπει να την ονομάζουμε ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΩΡ;;;
Επίσης οι Αντι-ευαγγελικοί «Ευαγγελικοί» γράφουν και τα εξής σχετικά με τους τίτλους ΥΠΕΡΑΓΙΑ/ΠΑΝΑΓΙΑ :
«Όσον αφορά τη θεολογική ορθότητα του τίτλου αυτού, πάντως, θα πρέπει να πούμε το εξής: ξαφνικά, η «ταπεινή δούλη» που παρουσιάζεται στο Λουκά 1:48, αποκαλείται Παναγία (ή Υπεραγία), όταν ο Θεός ονομάζεται απλά Άγιος,δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι τον ξεπερνά σε αγιότητα. Ανάλογα προβλήματα προκύπτουν και από άλλους τίτλους που της αποδίδονται: Ο Χριστός ονομάζεται Ευλογητός (προς Ρωμαίους 1:25, Αποκάλυψη 5:13), ενώ η Μητέρα Του «Υπερευλογημένη». Εκείνος αποκαλείται «Βασιλεύς», ενώ εκείνη «Παντάνασσα» (δηλ. βασίλισσα των πάντων)» (Οι υπογραμμίσεις δικές μας).
Απαντούμε :
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ονομάζει την Θεοτόκο ΠΑΝΑΓΙΑ/ΥΠΕΡΑΓΙΑ και τα όμοια, σε σχέση με τους Αγίους Αγγέλους και τους Αγίους Ανθρώπους, ΟΧΙ σε σχέση με τον Θεό. Η Θεοτόκος που γέννησε τον ΚΥΡΙΟ είναι το περισσσότερο Άγιο πρόσωπο από τους άλλους Αγίους, ανθρώπους και Αγγέλους.
Ο Θεός όχι μόνο την ΑΓΙΟΤΗΤΑ, αλλά ΟΛΑ ΤΑ ΑΓΑΘΑ ΙΔΙΩΜΑΤΑ έχει σε ΑΠΟΛΥΤΟ ΒΑΘΜΟ. Οι Άγγελοι και οι Άνθρωποι σε σχετικό βαθμό.
Ρωτάμε ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ τους «Ευαγγελικούς»: ΑΓΑΘΟΣ ο Θεός ΑΓΑΘΟΤΑΤΟΣ ο Θεόφιλος;;;
«ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός» Λουκάς 18:19.
«έδοξε καμοί, παρηκολουθηκότι άνωθεν πάσιν ακριβώς, καθεξής σοι γράψαι,κράτιστε Θεόφιλε» Λουκάς 1:3.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς που κατέγραψε τα λόγια του Ιησού «ουδείς αγαθός ει μη εις ο Θεός», ονομάζει τον Θεόφιλο ΚΡΑΤΙΣΤΟ δηλαδή ΑΓΑΘΟΤΑΤΟ. Το επίθετο ΑΓΑΘΟΣ στον υπερθετικό βαθμό είναι ΚΡΑΤΙΣΤΟΣ=σε υπερθετικό βαθμό Αγαθός- ΑΓΑΘΟΤΑΤΟΣ. Όλα τα επίθετα έχουν θετικό-συγκριτικό-υπερθετικό βαθμό.
Αγαθός-Κρείττων-Κράτιστος.
Δημιουργεί εντυπώσεις ο Ευαγγελιστής Λουκάς ότι ο Θεόφιλος υπερτερεί σε ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ του Θεού;;; Τι λέτε αγαπητοί «Ευαγγελικοί»;
Οι «Ευαγγελικοί» με αυτά που γράφουν αποδεικνύονται όχι καλοί γνώστες του Ευαγγελίου και άδικοι κατήγοροι των Ορθοδόξων !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου