ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη)
α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»
Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια
προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών,
προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα.
Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού
για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της
Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη
Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν
στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς,
άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.
Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι
είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο
συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό,
ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως
αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση
Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να
κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις
περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.
Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς
της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την
Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως
κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι
βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση
τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των
μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο
μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις
μεταξύ τους σχέσεις.
β) Οι τρεις φάσεις της Εκκλησίας
Η αρχή της ύπαρξης της Εκκλησίας τοποθετείται πολύ πριν την
ενανθρώπιση του Χριστού. Γι΄ αυτό οι άγιοι πατέρες ομιλούν περί τριών φάσεων
της εκκλησιαστικής ύπαρξης. Στη πρώτη φάση τοποθετείται η αϊδιος και στο νου
του Θεού προΰπαρξη της εκκλησίας και η επάνδρωσή της από τις αόρατες
πνευματικές δυνάμεις δηλαδή στους αγίους αγγέλους.
Στη δεύτερη φάση τοποθετείται η χρονική περίοδος από τον
Αδάμ μέχρι το Χριστό. Σε αυτή η εκκλησία ενσαρκώνεται στα πρόσωπα του Αδάμ και
της Εύας που ζουν προπτωτικά σε μακαρία κατάσταση. Με τη πτώση των πρωτοπλάστων
έχουμε και τη πτώση της Εκκλησίας, η οποία διασώζεται στα πρόσωπα των Προφητών
και γενικά των δικαίων της Π. Διαθήκης. Παρά την ύπαρξη της Εκκλησίας, έχει
ακόμη δύναμη ο θάνατος και γι΄ αυτό ενώ οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης έφθαναν στη
θέωση, παρ΄ όλα αυτά κατέβαιναν στον ’δη.
Στη τρίτη φάση ανήκει η χρονική περίοδος που ξεκινά με την
ενανθρώπιση του Ιησού και καταλήγει στη συντέλεια των αιώνων. Με την
ενανθρώπησή του ο Ιησούς ανέλαβε καθαρή και αμόλυντη ανθρώπινη φύση και την
ένωσε με τη Θεότητά του. Κατ΄ αυτό τον τρόπο η Εκκλησία λαμβάνει κεφαλή και
γίνεται Σώμα Χριστού. Επιπλέον από την ημέρα της Πεντηκοστής οι άνθρωποι
μπορούν με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος να γίνονται μέλη του Σώματος του
Χριστού και ταυτόχρονα ναοί του Αγίου Πνεύματος. Γι΄ αυτό το λόγο κατά την Πεντηκοστή,
η Εκκλησία από πνευματική γίνεται και σαρκική.
γ) Ιδιότητες της Εκκλησίας
Η Εκκλησία συγκεντρώνει τέσσερις ιδιότητες που την καθιστούν
μοναδική μέσα στο κόσμο. Αυτές είναι: η ενότητα, η αγιότητα, η καθολικότητα, η
αποστολικότητα.
Ενότητα: Τούτη συνδέεται με το γεγονός ότι η κεφαλή της
Εκκλησίας είναι μία δηλ. ο Χριστός. Εκείνος που την ζωωγονεί είναι το ’γιο
Πνεύμα, ενώ η πρώτη και αρχική αιτία της είναι ο Πατέρας. Η ενότητα των τριών
Θείων προσώπων αντανακλάται στην Εκκλησία, η οποία ενώ αποτελείται από πολλά
μέλη, συνθέτει το ένα και αυτό σώμα του Χριστού. Επιπλέον η ενότητά της
βασίζεται στη μία πίστη των μελών της. Οι πιστοί αποδέχονται τις Χριστιανικές
αλήθειες ανεπιφύλακτα και αγωνίζονται να τις εφαρμόζουν καθημερινά στο βίο
τους. Οποιαδήποτε απόκλιση από την κοινή πίστη αποτελεί διάσπαση της
εκκλησιαστικής ενότητας που οδηγεί στην απώλεια και το θάνατο. Το βάπτισμα
είναι και εκείνο στοιχείο που εξασφαλίζει την ενότητα της Εκκλησίας. Μέσα από
αυτό οι άνθρωποι πολιτογραφούνται ως μέλη του εκκλησιαστικού σώματος,
αναλαμβάνουν κοινό αγώνα για τη κατάκτηση της αγιότητας απαλλασσόμενοι από το
προπατορικό αμάρτημα της παρακοής. Τέλος η Θεία ευχαριστία είναι και εκείνη
στοιχείο το οποίο ενισχύει την ενότητα της Εκκλησίας. Το σώμα και το αίμα του Χριστού
προσφέρεται και μεταδίδεται στους Πιστούς ενώνοντάς τους μυστικώς μεταξύ τους,
αλλά και με το Θεό. Κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της Θ. Ευχαριστίας η
μεταξύ των πιστών ένωση που κοινωνούν από το κοινό ποτήριο καθίσταται
εντονώτερη. Επιπλέον η Εκκλησία ταυτίζεται με τη Θεία ευχαριστία. Εκείνο που
καθιστά την Εκκλησία να είναι το σώμα του Χριστού είναι η Ευχαριστία, η οποία
είναι η «κοινωνία του σώματος» του Χριστού και η «κοινωνία του αίματος», διά
του οποίου λυτρώνονται τα μέλη της Εκκλησίας. Ενώ τέλος μέσα από τη Θεία
Ευχαριστία ενώνονται οι επί της γης πιστοί που αποτελούν τα μέλη της
στρατευομένης Εκκλησίας με τους κεκοιμημένους Χριστιανούς που συνθέτουν τη
θριαμβεύουσα.
Αγιότητα
Η Εκκλησία είναι αγία γιατί έχει κεφαλή τον αναμάρτητο Θεάνθρωπο
Ιησού και ψυχή το ’γιο Πνεύμα. Επιπλέον έργο της είναι ο διαρκής εξαγιασμός των
πιστών. Το γεγονός ότι ο Ιησούς αποτελεί τη κεφαλή της Εκκλησίας καθιστά σαφές
ότι η αγιότητά του διαχέεται και στα υπόλοιπα μέλη του σώματός του, τα οποία
αποκτούν δυνατότητα βίωσής της χάρη στην διαρκή αγιαστική δράση του Αγίου
Πνεύματος. Το ’γιο Πνεύμα εξαγιάζει τους πιστούς μέσα από τα Ιερά Μυστήρια. Η
Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Εξομολόγηση, το Ευχέλαιο, η Ιερωσύνη
και ο Γάμος είναι επτά θεοδίδακτοι και θεοσύστατοιτρόποι με τους οποίους ξεκινά
η αφθαρσία του κτιστού και η ανάδυση της καινούργιας ζωής, της διαφοροποιημένης
προσωπικής υπόστασης, από τη μπλεγμένη στα δίχτυα του θανάτου ατομική επιβίωση.
Αλλά για να έχουν εξαγιαστική δράση τα μυστήρια της εκκλησίας επάνω στα μέλη
της, απαιτείται αγώνας από τα ίδια νίκης κατά των προσωπικών τους παθών και
συμμόρφωσης με το Θείο θέλημα. Ωστόσο και στη περίπτωση που τα μέλη της
Εκκλησίας εμμένουν στην αμαρτωλότητά τους, εκείνη δεν παύει να διατηρείται
αγία, αφού αγία παραμένει πάντοτε και η κεφαλή της και άγιο το Πνεύμα που την
εμψυχώνει. Γι΄ αυτό εξ΄ άλλου τα μέλη της αγωνίζονται διαρκώς να εξαγιάζονται,
γιατί γνωρίζουν ότι η Εκκλησία είναι η πηγή της αγιότητος μέσα στην οποία
βαπτίζονται καθημερινά.
Καθολικότητα
Η καθολικότητα της Εκκλησίας έγκειται στο ότι εκτείνεται σε
όλες τις εποχές. Η ύπαρξή της ξεκινά πολύ πριν την ανθρώπινη δημιουργία και
εκτείνεται απεριόριστα. Για εκείνη παύει να υφίσταται ο χρόνος με τις τρεις
διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν, μέλλον), γιατί ανακεφαλαιώνει και καθιστά
καινά τα πάντα. Για την Εκκλησία τα μέλη της κινούνται και ζουν ήδη από τώρα τα
εσχατολογικά γεγονότα της συνάντησής τους με τη Βασιλεία του Θεού και της
μετοχής τους σε αυτήν. Η καθολικότητα της Εκκλησίας αφορά όλη την οικουμένη
στην οποία απευθύνεται. Ο Κύριος στέλνει τους μαθητές του να κηρύξουν το
Ευαγγέλιο σε όλα τα έθνη, τονίζοντας ακριβώς τη καθολικότητα και την ευρύτητα
τη γεωγραφική των αποδεκτών του Χριστιανικού μηνύματος. Σε αυτόν το καθολικό
χαρακτήρα του Ευαγγελίου στηρίζεται εξάλλου και η ιεραποστολική δράση της
Εκκλησίας. Η καθολικότητά της αφορά και το πλήρωμα της αληθείας που η ίδια
κατέχει. Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού διασώζει την Ορθοδοξία. Σε αυτό το δύσκολο
και ριψοκίνδυνο έργο, σημαντικό ρόλο παίζει το συνοδικό σύστημα που επικρατεί
σε αυτήν. Οι σύνοδοι - οικουμενικές ή όχι - είναι εκείνες που πάντοτε,
ιδιαίτερα όμως σε δύσκολους χρόνους αναταραχών, θεολογούν και διατυπώνουν τις
αλήθειες που ζώσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι σύνοδοι αποτελούν την αγωνία και
την αιματηρή επίκληση της στρατευομένης Εκκλησίας προς το ’γιο Πνεύμα για
φωτισμό και σωτηρία. Ενώ τέλος το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι η συνείδησή της
που αποδέχεται και εγκρίνει ή απορρίπτει τις αποφάσεις των συνόδων.
Αποστολικότητα
Η Εκκλησία διατηρεί το χαρακτηριστικό της αποστολικότητας
γιατί συνεστήθη από τον Ιησού Χριστό, ο οποίος απεστάλη από το Θεό Πατέρα στο
κόσμο. Έπειτα ο Ιησούς απέστειλε τους μαθητές του στο κόσμο για να κηρύξουν το
Ευαγγέλιό του. Οι μαθητές του οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονώντας
επισκόπους, οι οποίοι με τη σειρά τους χειροτονούσαν και χειροτονούν
πρεσβυτέρους και διακόνους. Κατ΄ αυτό τον τρόπο διασώζεται η αποστολική διαδοχή
της εκκλησίας.
Αυτή η διαδοχή είναι κυρίως διάσωση της πληρότητας της
εκκλησιαστικής κοινωνίας των τοπικών εκκλησιών με το Χριστό και μεταξύ τους
μέσα από την ορθή πίστη, την αληθινή και σωτήρια διδασκαλία. Πρόκειται λοιπόν
για διαδοχή και συνέχεια όλης της οικονομίας του Θεού, της υποστάσεως και ζωής
της εκκλησίας, όλης της πληρότητας και της καθολικότητάς της.
Μέλη της Εκκλησίας
Την Εκκλησία την αποτελούν οι άγιοι άγγελοι, οι βαπτισμένοι
Χριστιανοί που ζουν σε αυτό τον κόσμο, οι άνθρωποι που έχουν κοιμηθεί και
εκείνοι που έζησαν πριν από την έλευση του Χριστού και αποδέχθηκαν το κήρυγμα
του Θεανθρώπου στον ’δη. Οι άγιοι άγγελοι είναι ο πνευματικός κόσμος τον οποίο
έπλασε ο Τριαδικός Θεός πρωτύτερα από οτιδήποτε άλλο. Οι άγγελοι αποτελούν και
το πλήρωμα της πρώτης φάσης της εκκλησίας δηλ. της επουράνιας, αλλά ταυτόχρονα
αποτελούν μέλη και της εν χρόνω φανέρωσης εκκλησίας. Είναι κατ΄ εξοχήν
λειτουργικά όντα, αφού έργο των θρόνων, των Χερουβείμ και των Σεραφείμ είναι ο
Θεοπρεπής ύμνος του «γελ», έργο των Εξουσιών, των Κυριοτήτων και των Δυνάμεων
είναι ο τρισάγιος ύμνος, ενώ των Αρχών, Αρχαγγέλων και Αγγέλων το «αλληλούϊα».
Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ότι σε
κάθε Θεία Λειτουργία παρίστανται και συμμετέχουν μυριάδες αγγέλων και χιλιάδες
αρχαγγέλων.
Οι εν ζωή βαπτισμένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επίγειας
Εκκλησίας. Αυτή ονομάζεται στρατευομένη γιατί βρίσκεται σε διαρκή πνευματικό
αγώνα προκειμένου να εξαγιασθούν τα μέλη της και να αποκτήσουν τη κοινωνία με
το Τριαδικό Θεό. Οι κεκοιμημένοι Χριστιανοί αποτελούν τα μέλη της επουράνιας
Εκκλησίας. Αυτή αποκαλείται θριαμβεύουσα, γιατί έχει ολοκληρώσει το έργο της,
έχει κερδίσει τη διαρκή παραμονή της κοντά στο Θεό και συγκροτεί πλέον κοινωνία
αγίων δίχως το κίνδυνο της πτώσης. Μέλη της Εκκλησίας είναι και όσοι έζησαν
κατά τρόπο δίκαιο και άγιο πριν την έλευση του Ιησού στο κόσμο. Αυτοί οι
άνθρωποι παρέμεναν δέσμιοι του θανάτου μέχρι τη στιγμή που ο Θεάνθρωπος Ιησούς
κατέβηκε στον ’δη μετά το σταυρικό του θάνατο και κήρυξε το Ευαγγέλιο και την
Ανάστασή του. Από εκείνη ακριβώς την ώρα όλοι οι δίκαιοι της Π. Διαθήκης
καθίστανται μέλη της θριαμβεύουσας επουράνιας Εκκλησίας. Γι΄ αυτό η
στρατευομένη Εκκλησία τιμά κατά τη Κυριακή προ της Γέννησης του Χριστού όλους
όσους ευαρέστησαν το Θεό, από τον Αδάμ μέχρι τον Ιωσήφ το μνήστορα της
Υπεραγίας Θεοτόκου.
Τα μέλη της στρατευομένης Εκκλησίας βρίσκονται σε διαρκή
επικοινωνία και σε άρρηκτη σχέση με τη θριαμβεύουσα. Σε κάθε Θεία Λειτουργία
μνημονεύονται τα ονόματα των κεκοιμημένων όχι ως απλή αναφορά όσων απουσιάζουν,
αλλά ως βεβαιότητα ότι είναι παρόντες και ότι η Εκκλησία ξεπερνά τις διαστάσεις
του χρόνου βιώνοντας έντονα τη πορεία της προς τα έσχατα, δηλ. τη θέωσή της.
Αλλά και η θριαμβεύουσα Εκκλησία πρεσβεύει στο Θεό για την στρατευομένη, ώστε
να μπορεί και η ίδια να αντιμετωπίζει νικηφόρα τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες
και να κερδίσει την αγιότητα.
Λαός και Κλήρος
Η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού. Κεφαλή είναι ο Κύριος Ιησούς
Χριστός και Σώμα όλοι οι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, άνδρες και γυναίκες,
χωρίς καμμία διάκριση και δίχως άλλη διαβάθμιση. Η κεφαλή και το σώμα
συνυπάρχουν, δεν υπάρχουν απλώς χωριστά. Μπορεί και πρέπει να διακρίνονται και
να διαφοροποιούνται, αλλά ουδέποτε να αυτονομούνται και ν΄ ανταγωνίζονται,
διαφορετικά οδηγούμαστε σε ακρωτηριασμό.
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός με το μυστήριο του Χρίσματος
συμμετέχει στο τριπλό αξίωμα του Ιησού, δηλ. στο προφητικό, το ιερατικό και το
βασιλικό. Αυτή η συμμετοχή όλων των Χριστιανών κληρικών και λαϊκών στο τριπλό
αξίωμα του Ιησού τους δίνει τη δυνατότητα της προσωπικής σωτηρίας, αλλά τους
υπογραμμίζει και την ανάγκη συνεργασίας για την πνευματική προκοπή όλου του
εκκλησιαστικού Σώματος.
Προφητικό αξίωμα
Σε αυτό μετέχει ο άνθρωπος μέσα από το φωτισμό που λαμβάνει
από το βάπτισμα και το χρίσμα. Παύει πλέον να ζει στο σκοτάδι και καλείται να
ζήσει ως τέκνο φωτός στο κόσμο. Καθίσταται εικόνα και λόγος της παρουσίας του
Θεού και της αγάπης του μέσα στο κόσμο. Γι΄ αυτό γίνεται πλέον ερμηνευτής και
θεολόγος της Ιστορίας, ευαίσθητος και ανοιχτός στο Θείο θέλημα και στα σχέδια
του Θεού για τους ανθρώπους. Η ενάσκηση τούτου του αξιώματος από τους λαϊκούς
έχει να κάνει με τη διακονία τους αναλαμβάνοντας δράση ως ιεροκήρυκες, ως
κατηχητές, ως ιεροψάλτες στο χώρο της ενορίας, ή ως ιεραπόστολοι για την
ευρύτερη διάδοση του Ευαγγελικού μηνύματος. Επιπλέον ως γονείς καλούνται να
διδάσκουν τα παιδιά τους τις διδασκαλίες της πίστης τους, ενώ ως ενεργά μέλη
της Εκκλησίας οφείλουν μέσα από τη συνειδητή συμμετοχή στη μυστηριακή ζωή να
μαρτυρούν έμπρακτα τις ορθόδοξες αλήθειες.
Αρχιερατικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε αυτό έγκειται στο ότι οι πιστοί βρίσκονται σε
κοινωνία με το μεγάλο Αρχιερέα Ιησού και ανήκουν στην εκκλησία Του αποτελώντας
το βασίλειον ιεράτευμα. Η ιερωσύνη των ανθρώπων αφορά το ότι στέκουν στο κέντρο
του κόσμου και ευλογούν το Θεό γι΄ αυτό τον κόσμο, τον δέχονται από το θεό και
τον επιστρέφουν εξαγιασμένο σε Εκείνον. Η ανθρώπινη ιερωσύνη έχει να κάνει με
τη θυσία του είναι, αφού ο άνθρωπος σταυρώνει τον εαυτό του, θυσιάζεται και
τελικά μεταμορφώνεται σε μία διαρκή επίκληση του Αγίου Πνεύματος για τους
αδελφούς του και για όλη τη δημιουργία. Γι΄αυτό η συμμετοχή των λαϊκών στη Θ.
Λειτουργία και γενικότερα στη Θεία Λατρεία είναι απαραίτητη. Ο Ιερέας δεν
μπορεί μόνος να τελέσει τίποτε. Τα πάντα γίνονται με την σύμπραξη και τη
συνλειτουργία των λαϊκών και των κληρικών. Οι αιτήσεις προς το Θεό αφορούν το
«εμάς». Τούτο συμβαίνει γιατί όλα τα μέλη της Εκκλησίας συμμετέχουν στην
Αρχιερωσύνη του Χριστού, οι μεν λαϊκοί κατά τρόπο γενικό, οι δε κληρικοί μέσα
από το ειδικό χάρισμα της Ιερωσύνης.
Βασιλικό αξίωμα
Η συμμετοχή σε τούτο το αξίωμα ξεκινά από το ότι οι πιστοί
είναι μέλη τους σώματος του Βασιλέως Χριστού και αποτελούν τους μελλοντικούς
συγκληρονόμους του στη βασιλεία των ουρανών. Αυτό το αξίωμα δεν έχει καμία
σχέση με τη κατακυρίευση, τη βία, ή άλλες κοσμικές πραγματικότητες. Εκφράζεται
με τη πατρότητα, την αγάπη, την εργασία και το πόνο. Εδώ παλεύει ο άνθρωπος με
την ίδια του τη φύση, με την ανταρσία της για να γίνει μέτοχος στη ζωή του
Θεού.
Καλείται λοιπόν να ταπεινώνεται και να βρίσκει μέσα σε αυτή
τη ταπείνωση τη πληρότητά του. Η βασιλική ιδιότητα του ανθρώπου είναι διπλή.
Πρώτα να είναι άρχοντας της κτίσης και έπειτα κύριος του εαυτού του νεκρώνοντας
τα πάθη του. Επιπλέον ασκώντας ο λαϊκός το βασιλικό του αξίωμα μετέχει ενεργά
στις αποφάσεις της ενορίας του ως μέλος του Δ.Σ. του ναού του,
δραστηριοποιείται σε ομάδες αγάπης, ανέγερσης πνευματικών κέντρων, εκφράζει ως
μέλος της εκκλησιαστικής συνείδησης την συμφωνία του ή τη διαφωνία του απέναντι
σε αποφάσεις κληρικών, επιλέγει τους ποιμένες του φωνάζοντας «άξιος» κατά τη
χειροτονία τους και γενικότερα παίζει ενεργό ρόλο στο διοικητικό έργο της
Εκκλησίας.
Όλα τούτα δείχνουν πως οι λαϊκοί δεν είναι απλοί παθητικοί
θεατές των τελουμένων και διαδραματιζομένων από τους κληρικούς, αλλά γένος
εκλεκτόν, βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον, λαός εις περιποίησιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου