Διά τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ
1920 αἱ ζυμώσεις διά τήν Ἡμερολογιακήν Πειρατείαν καί Παπικήν Ἀπαγωγήν τῆς Ἐκκλησίας
ἔλαβον ἐντατικούς ρυθμούς.Τήν 16ην Ἰανουαρίου 1923,ἡ Ἔκθεσις τῆς πενταμελοῦς Ἐπιτροπῆς
ἐπί τῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε συσταθῆ ὑπό τῆς Ἑλληνικῆς
Κυβερνήσεως, ἀπεφάνθη μεταξύ ἄλλων ὅτι: «οὐδεμία (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) δύναται
νά χωρισθῇ τῶν λοιπῶν καί ἀποδεχθῇ Νέον Ἡμερολόγιον, χωρίς νά καταστῇ
ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ἀπέναντι τῶν ἄλλων» (ΦΕΚ/24/Α/25-1-1923, σελ. 159-161).
Τήν 25ην Ἰανουαρίου 1923, τό Βασιλικόν Διάταγμα περί τοῦ Νέου Πολιτικοῦ Ἡμερολογίου Ν.Δ. 25/1923/ΦΕΚ/24/Α/25-1-1923, τό ὁποῖον ἰσχύει μέχρι σήμερον καί δέν ἔχει ἀνακληθῆ
ὑπό ἄλλου Νομοθετικοῦ Διατάγματος, ἐθέσπισεν ὅτι: «διατηρεῖται ἐν ἰσχύϊ τό Ἰουλιανόν
Ἡμερολόγιον ὅσον ἀφορᾷ ἐν γένει τήν Ἐκκλησίαν καί τάς Θρησκευτικάς Ἑορτάς. . . Ἡ
Ἐθνική Ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου καί πᾶσαι αἱ κατά τούς κειμένους νόμους ἑορτάσιμοι
καί ἐξαιρετέαι ἡμέραι ρυθμίζονται κατά τό Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον.» Τό 1923 (10
Μαΐου - 8 Ἰουνίου), ὁ Μασσῶνος Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης συνεκάλεσεν εἰς
τήν Κωνσταντινούπολιν Πανορθόδοξον Συνέδριονπαρωδίαν, ἕνα κατ᾽ οὐσίαν
Ληστρικόν, Οἰκουμενιστικόν καί Μασσωνικόν Συνέδριον, εἰς τό ὁποῖον δέν συμμετεῖχε
οὐδέν Ὀρθόδοξον Πατριαρχεῖον.Συμμετεῖχεν εἷς καθηγητής Μαθηματικῶν τοῦ
Πανεπιστημίου τοῦ Βελιγραδίου, εἷς Ρουμάνος Γερουσιαστής, κάποιοι ἀπεσταλμένοι
τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου, καί ὁ Ἀγγλικανός Ἐπίσκοπος Γκόρ.Ὑπό αὐτοῦ τοῦ
Μασσωνικοῦ Συμβουλίου ἀπεφασίσθη νά εἰσαχθῇ καί εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τό
Παπικόν Γρηγοριανόν Νέον Ἡμερολόγιον, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν 1ην Ὀκτωβρίου τοῦ
1923.
Ἡ ἀπόφασις αὐτή ὅμως ἠγνοήθη
ὑπό ὅλων τῶν Πατριαρχείων καί δέν ἐξετελέσθη, ὡς μή οὖσα Ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Ἠγνοήθη ὑπό πάντων, διότι δέν ἦτο Ἀπόφασις Πανορθοδόξου Συνεδρίου, ὡς
ἐπιμένουν τινές κομψευόμενοι, ἀλλά ἦτο χάλκευμα Τεκτονικῆς Στοᾶς. Τόν Μάρτιον
τοῦ 1924, ἐπί Μητροπολίτου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου καί Πατριάρχου
Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ζ´(Ζερβουδάκη), κατόπιν ἐντόνων Μασσωνικῶν
παρασκηνιακῶν ἐνεργειῶν καί ἐπεμβάσεων τῆς Στρατιωτικῆς Κυβερνήσεως ἐν Ἑλλάδι, ἡ
10η Μαρτίου ὠνομάσθη 23η Μαρτίου.
Οὕτως, ἄνευ τελετῆς
καί ἐπισημότητος, μέ σκαιότατον τρόπον, βιαίως καί βαναύσως, μέ τήν φονικήν χεῖρα
τοῦ Κάϊν, «ἐδιώρθωσαν» οἱ Μασσῶνοι Σατανολάτραι τό Ἡμερολόγιον τῆς Ἐκκλησίας
καί οὕτω ἔσχισαν τόν ἄραφον χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ, παραδίδοντες νεκρούς εἰς τάς χεῖρας
τοῦ Σατανᾶ πάντας τούς ἀκολουθοῦντας αὐτούς. Διά τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ, ὑπό Τριῶν
Πανορθοδόξων Συνόδων Καταδικασθέντος, Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου, ἐγένετο ἡ
ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΕΝ ΙΣΧΥΕΙ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ἀλλαγή
αὐτή δέν ἐγένετο ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀλλ᾽ ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, κατ᾽ ἐντολήν τῆς Ἑβραιοσιωνιστικῆς
Μασσωνίας, πρός πνευματικόν θάνατον πολλῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου
ἐπεβλήθη ἐπί τῆς Ἐκκλησίας, καί οὕτω αὕτη ἀπό Ὀρθόδοξος κατέστη Κακόδοξος.
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἤλλαξε
τό Ἡμερολόγιον. Ἡ Ἐκκλησία Κατεδίκασεν, Ἀναθεμάτισε καί Ἀπέβαλε τοῦ Σώματός της
τόσον τούς δράστας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου ὅσον καί τούς ἀκολουθήσαντας ἤ
δεχθέντας τήν ἀλλαγήν. Ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, κατά παραχώρησν Θεοῦ, ἐγένετο
χωρίς Ἀπόφασιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἄνευ Πανορθοδόξου Συνόδου, διότι ἀκριβῶς
εἶχε προηγηθῆ ἐπί τοῦ θέματος ἡ Ἀρνητική Ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά
Πανορθοδόξων Συνόδων. Οὕτω, διά τῆς ἐλλείψεως πάσης ἐξωτερικῆς νομιμοφανείας,
γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή ἡ Παρανομία.
Διά τῆς ἐλλείψεως τοῦ
ἐξωτερικῶς ἐμφανοῦς στοιχείου τῆς Συνοδικότητος εἰς τήν διαδικασίαν τῆς Ἡμερολογιακῆς
Ἀλλαγῆς γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή ἡ Ἀντικανονικότης αὐτῆς τῆς Ἀλλαγῆς. Ἀκόμη καί
διά Πανορθοδόξου Συνόδου νά εἶχον κάνει τήν Ἀλλαγήν, αὐτήθά ἦτο βεβαίως καί
πάλιν παράνομος καί Ἀντιεκκλησιαστική, ὡς ἀντιβαίνουσα εἰς τάς προηγηθείσας
Πανορθοδόξους Ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας.
Ἄς σημειωθῇ
παρενθετικῶς ὅτι ἡ Ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου συνετελέσθη εἰς μίαν περίοδον Ἐθνικῆς
ἀκαταστασίας, ὀλίγον μετά τήν Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Διά νά καταδειχθῇ δέ ὅτι
ὄχι μόνον νηφάλιος δέν ἦτο ἡ Ἀλλαγή αὐτή, ἀλλά μάλιστα ἐπεβλήθη ὑπό ἀνωμάλων
καί διεστραμμένων ἐγκεφάλων, ἀρκεῖ νά κυττάξῃ κανείς πότε ἔγινε. Κατά τήν
περίοδον τῶν τελευταίων μόνον διεργασιῶν διά τήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, τό
πεντάμηνον Νοεμβρίου 1923 - Μαρτίου 1924. ἡ Ἑλλάς ὡς κράτος μετῆλθεν, ἀφ᾽ ἑνός,
ΔΥΟ Ἀρχηγούς Κράτους, τόν Βασιλέα Γεώργιον Β´ καί τόν Πρόεδρον Παῦλον
Κουντουριώτην, καί ἀφ᾽ ἑτέρου, ΠΕΝΤΕ Πρωθυπουργούς, τόν Κροκιδᾶν, τόν Γονατᾶν,
τόν Βενιζέλον, τόν Καφαντάρην καί τόν Παπαναστασίου.
Ὅλα τά ἄλλα
προβλήματα τά εἶχον λύσει αἱ Ἀρχαί τοῦ Κράτους καί τό μόνον τό ὁποῖον ἐναπέμεινεν
ἦτο τό ἀνύπαρκτον πρόβλημα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἡμερολογίου, τῆς ἀκριβεστέρας
μετρήσεως τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ χρόνου, ἡ «διόρθωσις» τοῦ Λειτουργικοῦ Ἡμερολογίου
τῆς Ἐκκλησίας! Ἡ Ἐθνική ἀκαταστασία δέν ἦτο πρόβλημα διά τό Ἑλληνικόν Κράτος. Ἡ
Διαφορά τοῦ Ἡμερολογίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀπό τήν Παπικήν καί τάς
Προτεσταντικάς Συναγωγάς ἦτο τό κύριον Κρατικόν πρόβλημα!
Μόλις τό ἔλυσαν αὐτό
οἱ σοφοί Ἄρχοντες τά πάντα εὗρον τήν ὁμαλήν των ροήν! Ἡ Ἐθνική ἀκαταστασία ἦτο
σκόπιμον κατασκεύασμα σκοτεινῶν Δυνάμεωνδιά νά διευκολυνθῇ ἡ ἐπίθεσις κατά τῆς Ἐκκλησίας,
νά ἐπιτευχθῇ ὁ διχασμός καί ἡ δημιουργία Σχίσματος, διά τῆς προωθήσεως τοῦ
Παπικοῦ Ἡμερολογίου καί τῆς ἐπιβολῆς του ἐπί ἑνός ἐξουθενωμένου λαοῦ.
Διά τῆς ἀλλαγῆς αὐτῆς, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί τό Πατριαρχεῖον τῆς Κωνσταντινουπόλεως ΕΦΡΑΓΚΕΨΑΝ καί ἀφωμοιώθησαν μέ τούς Αἱρετικούς Δυτικούς.Ὅλοι οἱ ἐπίσκοποί των ἠκολούθησαν τήν ἐξωσυνοδικῶς ἐπιβληθεῖσαν Ἀντιεκκλησιαστικήν, Καινοτόμον, Τελεσιδίκως Καταδικασμένην καί Ἀναθεματισμένην Μεταρρύθμισιν καί Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου. Δέν δύνανται δέ νά ἀπαλλαγοῦν αὐτοῦ τοῦ ἄγους ὑπό μελλούσης Συνόδου, διότι οὐδεμία Σύνοδος εἰς τό μέλλον δύναται νά τροποποιήσῃ τάς Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων Πανορθοδόξων Συνόδων καί νά θεωρῆται Ὀρθόδοξος.
Ἀποφάσεις ληφθεῖσαι
μέ τήν ἔμπνευσιν καί καθοδήγησιν τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος εἶναι
Θεόπνευστοι. Τροποποίησις Ἀποφάσεως Πανορθοδόξου Συνόδου σημαίνει κατάργησις
καί ἀσέβεια κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱαδήποτε μέλλουσα
Σύνοδος ἤθελε προκύψῃ καί ἀντιγνωμοδοτήσῃ ἔναντι τῶν Ἀποφάσεων προηγουμένων
Θεοπνεύστων Πανορθοδόξων Συνόδων, εἴτε περί τοῦ Ἡμερολογίου εἴτε περί οἱουδήποτε
ἄλλου θέματος, ΔΕΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΑΛΛΑ ΚΑΚΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΗ.
Ἐάν παρ᾽ ἐλπίδα δέν ἰσχύουν
καί δέν εἶναι Τελεσίδικοι καί Ὁριστικαί αἱ Ἀποφάσεις τῶν προηγουμένων
Πανορθοδόξων Συνόδων κατά τοῦ Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου, μέ τήν ἰδίαν λογικήν
ΔΕΝ θά πρέπει νά ἰσχύουν ἤ νά εἶναι Τελεσίδικοι καί Ὁριστικαί αἱ Ἀποφάσεις τῶν
μελλοντικῶν, αἱ ὁποῖαι θά δύνανται καί αὐταί μέ τήν σειράν των νά τροποποιοῦνται
ὑπό ἄλλων.Συμφώνως πρός τούς Ἱερούς Κανόνας καί τήν αἰωνόβιον Πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας, ἡ Εἰσαγωγή τοῦ ἤδη Καταδικασμένου Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ, ὡς διατείνονται ἐκκλησιαστικοί διπλωμάται, ὑπόδικος εἰς μίαν μελλοντικήν
Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἀλλά εἶναι ἤδη Ὁριστικῶς, Ἀμετακλήτως καί Τελεσιδίκως
Προδεδικασμένη καί Καταδικασμένη.
Ἡ εἰσαγωγή τοῦ ΝΕΟΥ
ΠΑΠΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΠΡΟΕΚΑΛΕΣΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΝ ΣΧΙΣΜΑ.Ὅσοι ἠκολούθησαν τήν Ἀλλαγήν
τοῦ Ἡμερολογίου καί ὅσοι ἐδέχθησαν εἰς πνευματικήν ἐπικοινωνίαν τούς ἀκολουθήσαντας
τήν Ἡμερολογιακήν Ἀλλαγήν, ἔστω καί ἄν οἱ ἴδιοι ἀκολουθοῦν τό Παλαιόν Ἡμερολόγιον,
ἀπεκόπησαν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί ὑπόκεινται εἰς τά αὐτά Ἐπιτίμια, Ἀράς
καί Ἀναθέματα μετά τῶν ἀκολουθούντων τό Νέον Παπικόν Ἡμερολόγιον, ὡς ἀπειθήσαντες
εἰς τάς Ἀποφάσεις τῆς ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ καί εἰς τάς Ἐντολάς τοῦ
ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.
Δέν εἶναι παράνομος
μόνον ὁ κλέπτης ἀλλά καί ὁ κλεπταποδόχος. Ὄχι μόνον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ διά τῶν
Συνοδικῶν της Ἀποφάσεων, ἀλλά καί αὐτό ἀκόμη τό Ἑλληνικόν Κράτος διά τοῦ
Συντάγματός του, θέτει τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν ΕΚΤΟΣ νόμου. Διότι
προβλέπει εἰς σχετικόν ἄρθρον ὅτι Ὀρθόδοξος εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ ἔχουσα Κεφαλήν
της τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ τηροῦσα ἀπαρασαλεύτως τούς Ἱερούς Ἀποστολικούς
καί Συνοδικούς Κανόνας καί φυλάττουσα τάς Ἱεράς Παραδόσεις (Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος,
Μέρος Πρῶτον, Βασικαί Διατάξεις, Ἄρθρον 3, Παράγραφος 1).
Ἡ Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία
δέν εἶναι αὐτή τήν ὁποίαν προστατεύει τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος, διότι δέν ἐσεβάσθη
τούς ΣΥΝΟΔΙΚΟΥΣ ΚΑΝΟΝΑΣ καί τάς ΙΕΡΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ αἱ ὁποῖαι ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ τό Νέον
Παπικόν Ἡμερολόγιον.
Ὡς ἐκ τούτου, ἡ
Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία εἶναι καί ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ. Εἶναι λοιπόν καί Ἐκκλησιαστικῶς
καί Πολιτικῶς ΠΑΡΑΝΟΜΟΣ.
Εἶναι ἡ πρώτη φορά εἰς
τήν Ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν ὁποίαν ἕν Ἐκκλησιαστικόν Σχίσμα δέν προκαλεῖται
ἐκ τῶν ἔσω, ἀλλά ἐπιβάλλεται ἐκ τῶν ἔξω. Δι᾽ αὐτό καί ἡ συνείδησις τοῦ ἁπλοῦ
λαοῦ ἀπεδοκίμασεν τήν ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, μέ τήν ρῆσιν, «Φραγκέψαμε. Μᾶς Ἐφράγκεψαν.»
Ἡ Ἡμερολογιακή ἐπίθεσις
κατά τῆς Ἐκκλησίας δέν προκαλεῖ μόνον ἕν γιγάντιον Σχίσμα, ἀλλ᾽ ἐκφράζει καί
τήν οὐσίαν ὅλων τῶν Αἱρέσεων. Διότι ἡ μέν Ἐκκλησία ἔχει ὑπέρχρονον καί οὐράνιον
ἀρχήν, αἱ δέ Αἱρέσεις ἐγκόσμιον καί χρονικήν. Τί δέ πλέον Αἱρετικόν ἀπό τό νά
στήνεται Νέα Ἐκκλησία ἐπί τῆς προλήψεως τῆς ἀκριβεστέρας μετρήσεως τοῦ χρόνου;
5) ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΙΣ ΤΩΝ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΕΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΜΕΤΑΞΥ 1924 ΚΑΙ 1948
1) Πρώτη Περίοδος, 1924 – 1935
Τήν πραξικοπηματικήν καί ἀντορθόδοξον Ἡμερολογιακήν ἀλλαγήν
εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος δέν τήν ἐδέχθησαν ὅλοι, ἀλλά ὑπῆρξαν ἀρκεταί ὁμαδικαί
καί ἀτομικαί ἀντιδράσεις. Κατά τό διάστημα 1924-1926,ἱδρύθησαν ὑπό τῶν μή
δεχθέντων τήν Ἀντιεκκλησιαστικήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου Γνησίων Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν συντονιστικά ὄργανα ἀντιδράσεως πρός τήν Σχισματοαιρετικήν
Καινοτομίαν τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Παπικοῦ Ἡμερολογίου. Οἱ Σύλλογοι αὐτοί, ὅπως
ὁ «Σύλλογος Ὀρθοδόξων» εἰς την Ἀθήνα, ὁ μετέπειτα ἐξελιχθείς εἰς τήν
«Πανελλήνιον Θρησκευτικήν Κοινότητα τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν», καθώς
και ὁ «Ἱερός Σύνδεσμος τῶν Ζηλωτῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὑπεστήριξαν πολυτρόπως
τούς ἐμμένοντας εἰς τά πάτρια καί θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἐντάλματα. Οὗτοι
προέβησαν εἰς διαμαρτυρίας πρός τάς πολιτικάς Ἀρχάς, εἰς τήν ἐνημέρωσιν τοῦ λαοῦ
ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῶν Νεοημερολογιτῶν εἶναι Συναγωγή Σχισματοαιρετικῶν, καί εἰς
τήν Διακήρυξιν ὅτιοἱ Νεοημερολογῖται εἶναι ΕΚΤΟΣ τῆς Ἐκκλησίας, ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙτῆς
Θείας Χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ Ἔγκυρα Μυστήρια.
Οὕτω διά τῆς ἱδρύσεως Ὀρθοδόξων ἐνοριῶν, διεφυλάχθη ἡ Ὀρθόδοξος
Πίστις καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ συνέχισε τήν Ἱστορικήν της πορείαν μέ πολύ ὀλίγα
μέλη, τούς κρατοῦντας τάς Ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικοῦ κύρους Πανορθοδόξων
Συνόδων τῶν προηγουμένων αἰώνων.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, οἱ μή ἀποδεχθέντες τήν Αἱρετικήν
Παπικήν Καινοτομίαν τῆς Ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου ΔΙΕΚΟΨΑΝ ΑΜΕΣΩΣ καί ἐπισήμως
κάθε Πνευματικήν καί Ἐκκλησιαστικήν Ἐπικοινωνίαν μετά τῆς Νεοημερολογιτικῆς Οἰκουμενιστικῆς
Ἐκκλησίας, ΑΠΟΚΗΡΥΞΑΝΤΕΣ αὐτήν πολλάκις ὡς ΣΧΙΣΜΑΤΟΑΙΡΕΤΙΚΗΝ. Μία ἐκ τῶν πολλῶν
αὐτῶν ἀποκηρύξεων ἡ ὁποία ἐπεδόθη εἰς τήν Νεοημερολογιτικήν Σύνοδον ἦτο καί ἡ τῆς
1ης Αὐγούστου 1934, διά τῆς ὁποίας ἡ Νεοημερολογητική Ἐκκλησία ΑΠΕΚΗΡΥΧΘΗ ὡς
ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ, ὡς μη ἔχουσα τό δικαίωμα καί ὡς μή δυναμένη νά ἐξασκῇ πνευματικήν ἐξουσίαν
ἐπί τῶν ἐμμενόντων εἰς τά Ὀρθόδοξα Δόγματα καί τήν Ἱεράν Παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Παραλλήλως δέ ἐγένοντο ἐνέργειαι διά τήν ἐξεύρεσιν Ἀρχιερέων
χειροτονηθέντων πρό τοῦ Σχίσματος, προς διαποίμανσιν τοῦ Γνησίως Ὀρθοδόξου
Πληρώματος.
Ἡ πρωτοβουλία αὕτη και αἱ παράλληλοι ἐνέργειαι ἐτελεσφόρησαν.
Τρεῖς ἀρχιερεῖς ἐδέχθησαν νά ἀποκηρύξουν τήν Νεοημερολογητικήν Ἐκκλησίαν ὡς
Σχισματικήν.
Τήν 13ην Μαΐου 1935, ὁ Δημητριάδος Γερμανός (Μαυρομάτης), ὁ
πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος (Καβουρίδης),καί ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος (Δημητρίου),
διέκοψαν πᾶσαν Ἐκκλησιαστικήν σχέσιν και ἐπικοινωνίαν μέ τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν
και τήν ἀπεκήρυξαν ὡς Σχισματικήν ἐπισήμως, ἐνώπιον 25.000 λαοῦ εἰς τόν Ἱ.Ν.
Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (Ἐπιδαύρου 14, Κολωνός Ἀθῆναι), ἀλλά καί ὑπηρεσιακῶς διά
δικαστικοῦ κλητῆρος προς τήν Νεοημερολογιτικήν Σύνοδον, καί διά δημοσιεύσεων εἰς
τόν ἡμερήσιον τύπον τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐκ τῶν τριῶν αὐτῶν Ἀρχιερέων, οἱ δύο πρῶτοι ἦσαν
χειροτονημένοι πρό
τοῦ Σχίσματος τοῦ 1924.
Οὗτοι, διά τῆς δημοσίας ταύτης καταδίκης τῆς Νεοημερολογιτικῆς
Ἐκκλησίας, τοῦ Λιβέλου, ἀπεκατεστάθησαν Κανονικῶς εἰς την Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν,
συμφώνως πρός τούς σχετικούς Ἱερούς Κανόνας
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (7ος Κανών τῆς Β´, 95ος Κανών τῆς
ΣΤ´ και 8ος Κανών τῆς Α´), οἱ ὁποῖοι προβλέπουν διά τούς ἐπιστρέφοντας εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν
ἐκ Σχίσματος καί Αἱρέσεως Ἱερωμένους, οἵτινες εἶχον λάβει Ὀρθοδόξως τό Βάπτισμα
καί τήν Ἱερωσύνην, νά ἀποκαθίστανται μόνον διά Λιβέλλου. Ὡς γνωστόν, τά δύο
Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἱερωσύνης δέν ἐπαναλαμβάνονται. Κατόπιν
τούτου, ὁ τρίτος, ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος, ὡς χειροτονηθείς μετά τό Σχίσμα τοῦ
1924, ἀπεκατεστάθη κανονικῶς εἰς την Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν διά χειροθεσίας ὑπό τοῦ
Δημητριάδος Γερμανοῦ καί τοῦ πρώην Φλωρίνης Χρυσοστόμου.
Εἰς τό Ἔγγραφον μέ τό ὁποῖον οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς ΑΠΕΚΗΡΥΞΑΝ
τήν Νεοημερολογιτικήν Σύνοδον καί ἀπέστειλον εἰς αὐτήν διά Δικαστικοῦ Κλητῆρος,
περιλαμβάνονται μεταξύ ἄλλων καί τά ἀκόλουθα:
«Ἐπειδή ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος διά τῆς ἐφαρμογῆς
τοῦ Νέου Ἡμερολογίου ἠθέτησε τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας, τους διέποντας τά
τῆς Θείας Λατρείας, καί ἰδίᾳ τήν Νηστείαν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἥτις ἐνίοτε καί ἐντελῶς
ἐξαφανίζεται. . . .
»Ἐπειδή ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος, διασπάσασα διά τῆς
μονομεροῦς και ἀντικανονικῆς εἰσαγωγῆς και ἐν τῇ Θείᾳ Λατρείᾳ τοῦ Γρηγοριανοῦ Ἡμερολογίου
τήν ἑνότητα τῆς Καθόλου Ὀρθοδοξίας, καί διαιρέσασα τους Χριστιανούς εἰς δύο ἀντιθέτους
ἡμερολογιακάς μερίδας, ἔθιξεν ἐμμέσως καί τό Δόγματοῦ Συμβόλουτῆς Πίστεως εἰς
Μίαν, Ἁγίαν,Καθολικήν και Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. . . .
»Ἐπειδή τέλος δι᾽ ὅλους τούς ἀνωτέρω λόγους ἡ Διοικοῦσα Ἱεραρχία
τῆς Ἑλλάδος ἀπέσχισε καί ἀπετείχισε ἑαυτήν κατά τό πνεῦμα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τοῦ
καθόλου κορμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐκήρυξεν κατ᾽οὐσίαν ἑαυτήν Σχισματικήν, καθά ἀπεφάνθη
καί ἡ πρός μελέτην τοῦ Ἡμερολογιακοῦ Ζητήματος ὁρισθεῖσα ἐξ εἰδικῶν νομομαθῶν
καί θεολόγων καθηγητῶν τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου Ἐπιτροπή, ἧς μέλος ἀπετέλειτότε
καί ὁ Μακαριώτατος, ὡς καθηγητής τοῦ Πα ν ε π ι σ τ η μίου. . . .
»Διά ταῦτα, ὑποβάλλοντες εἰς τήν Διοικοῦσαν Σύνοδον την ἐπισυνημμένην
Διαμαρτυρίαν ἡμῶν, δηλοῦμεν,ὅτι κόπτωμεν τοῦ λοιποῦ πᾶσαν σχέσιν καί Ἐκκλησιαστικήν
ἐπικοινωνίαν μετ᾽ Αὐτῆς, ἐμμενούσης εἰς τήν Ἡμερολογιακήν Καινοτομίαν, καί ἀναλαμβάνομεν
τήνΠνευματικήν Ἡγεσίαν καί Ἐκκλησιαστικήν Ποιμαντορίαν τοῦ Ἀποκηρύξαντος τήν
Διοικοῦσαν Ἐκκλησίαν καί ἐκ πολυαρίθμων Κοινοτήτων συγκειμένου Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ
λαοῦ, τοῦ ἐμμένοντος πιστοῦ εἰς το Πάτριον καί Ὀρθόδοξον Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον.
. . .
† Ὁ Δημητριάδος Γερμανός
† Ὁ πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος
† Ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος »__
Καταγγέλλουν δηλαδή οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς, καταδικάζουν καί Ἀποκηρύσσουν
τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν ὡς Καινοτόμον, Σχισματικήν καί Ἀντορθόδοξον. Ἀναγγέλλουν
δέ τήν Ἀνάληψιν τῆς ἡγεσίας τῶν πιστῶν, τῶν ἐμμενόντων εἰς το Πάτριον καί Ὀρθόδοξον
Ἰουλιανόν Ἡμερολόγιον.
Η ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
Μετά τήν Ἀποκήρυξιν αὐτήν, οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς μέ 18σέλιδον
Προκήρυξιν ἤρχισαν τήν διαποίμανσιν τῶν Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ἐνημερώνοντες
δι᾽ αὐτῶν ἅπαν τό ποίμνιον, περί τῆς ἄνευ κύρους ἀντικανονικῆς Ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου.
Εἰς τήν Προκήρυξιν, ὄχι μόνον ἀπορρίπτουν τήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, ἀλλά καί
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΟΥΝ αὐτήν ὡς αἰτίαν Σχίσματος. Παρατίθενται εἰς τήν συνέχειαν ἀντιπροσωπευτικά
ἀποσπάσματα τῆς Προκηρύξεως:
«Τό ὅτι δέ καί ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἑλλάδος ἀπεδέχθη εἶτα σιωπηρῶς
τήν γενομένην μεταβολήν τοῦ Ἡμερολογίου . . . οὐδαμῶς δύναται νά προσδώσῃ κῦρος
Ἐκκλησιαστικόν εἰς τήν Ἡμερολογιακήν ταύτην καινοτομίαν.
Ὥστε ἡ μεταβολή τοῦ Ἡμερολογίου . . . στερεῖται, οὐ μόνον
Πανορθοδόξου κύρους, . . .
ἀλλά καί τοπικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ κύρους,ὡς μή ἀπορρεύσασα ἐκ
τῆς Συνόδου τῆς ὅλης Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἀλλά καί ἄν ἀκόμηἡ μεταβολή αὕτη τοῦ Ἡμερολογίου ἐγένετο ὑφ᾽
ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλά δος
συνερχομένης εἰς Σύνοδον, πάλιν ΔΕΝ θά εἶχε κῦρος Ἐκκλησιαστικόν . . . .
Ἐπί πλέον δέ ἡ ἀποδοχή τοῦ Νέου Ἡμερολογίου εἶναι καί Ἀντορθόδοξος.»
Οἱ δέ ἀκολουθοῦντες τό Νέον Ἡμερολόγιον, κλῆρος καί λαός, ὅταν
πληροφορηθῶσι ὅτι ἡ «ἀντικανονική μεταβολή τοῦ Ἡμερολογίου ἐδημιούργησε
συνεπείας θιγούσας τάς Παραδόσεις τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τό Δόγμα τῆς
Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, θά ἀποκηρύξωσι τήν ἐπάρατον
ταύτην καί Παπισμοῦ ὄζουσαν Ἡμερολογιακήν Καινοτομίαν».
Ἀπευθυνόμενοι πρός τούς κληρικούς οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά
συμμορφωθῶσιν μέ τήν Ἀλλαγήν τοῦ Ἡμερολογίου, οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς γρά- φουν:
«δέν εἶναι ἀνταρσία πρός τήνἔννοιαν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἄρνησις νά συμμορφωθῆτε
πρός μίαν Ἀντικανονικήν καί Ἀντορθόδοξον Ἀπόφασιν τῆς Διοικούσης Συνόδου».
«Οἱ Ἀρχιερεῖς, ἐφ᾽ ὅσον . . . διέσπασαν τό ἑνιαῖον τῆς Ὀρθοδοξίας
Δόγμα, . . . ἀπώλεσαν κατά τούς Θείους καί Ἱερούς Κανόνας πᾶν δικαίωμα σεβασμοῦ
καί πειθαρχίας ἐκ μέρους ὑμῶν.
Οὗτοι πρῶτοι ἔσχισαν τόν ἄνωθεν ὑφαντόν χιτῶνα τῆς Ὀρθοδοξίας,
εἰσαγαγῶντες Ἀντικανονικῶς . . . τό Νέον Ἡμερολόγιον».
Χρησιμοποιοῦν ἐπίσης καί τόν ΙΕ/ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας
Συνόδου διά νά ἀποκηρύξουν τήν Νεοημερολογιτικήν Ἐκκλησίαν ὡς ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗΝ
ΑΙΡΕΣΙΝ, γράφοντες τά ἑξῆς: «Καί ἵνα βεβαιωθῆτε, ὅτι ἡ ἐπιβεβλημένη αὕτη Ἀποκήρυξις
περιποιεῖ τιμήν, καί ὄχι μομφήν, παραθέτομεν καί τόν 15ον Κανόνα τῆς ΑΒ/ Οἰκ.
Συνόδου».
Τέλος ποιοῦν ἔκκλησιν πρός κλῆρον καί λαόν γράφοντες:
«Σώσατε δι᾽
ὄνομα τοῦ Θεοῦ τήν Ἐκκλησίαν καί τό Ἔθνος ἀπό τάς φοβεράς
συνεπείας τοῦ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ. . . . Ἐν ὀνόματι τῆς Ὀρθοδοξίας Ἀποκηρύξατε τόν
ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΝ Ἀρχιεπίσκοπον καί τούς ὁμόφρονας αὐτοῦ Ἀρχιερεῖς, καί ταχθῆτε παρά τό πλευρόν τῶν Ὀρθοδόξων
Ἀρχιερέων, τῶν ἀγωνιζομένων ὑπέρ τῆς Πατρῴας Ὀρθοδοξίας καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν
Παραδόσεων».
Παρόμοιαι διατυπώσεις ἀπαντῶνται εἰς ὅλας τάς σελίδας. Τά ἀνωτέρω
ἀποτελοῦν ἁπλῶς δειγματοληπτικήν παράθεσιν.
Ἀκόμη καί ὁ τίτλος τῆς Προκηρύξεως δηλώνει τό φρόνημά των ὅτι
Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ΔΕΝ εἶναι ἡ Νεοημερολογιτική, ἀλλά ἡ Σύνοδος τῶν τριῶν αὐτῶν
Ἀρχιερέων οἱ ὁποῖοι διέκοψαν πᾶσαν Πνευματικήν καί Ἐκκλησιαστικήν ἐπικοινωνίαν
μετά τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας.
Ἰδού ὁ τίτλος τοῦ Ἐντύπου: «Προκήρυξις τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιερέων
τῆς Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Δημητριά δος Γερμανοῦ, πρώην
Φλωρίνης Χρυσοστόμου καί Ζακύνθου Χρυσοστόμου, πρός τόν Ἐφημεριακόν Κλῆρον καί
τούς Μοναχούς τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Ζητήματος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ
Ἡμερολογίου», Μάϊος 1935.
Πέραν τῆς «Προκηρύξεως» αὐτῆς ἐξαπέλυσαν καί «ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΝ»
κατά τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, πρός ὅλα τά Πατριαρχεῖα καί τάς Αὐτοκεφάλους
Ἐκκλησίας.
Μετά παρέλευσιν δεκαημέρου ἀπό τήν Ἐπίσημον Ἀποκήρυξιν τήν ὁποίαν
ἀπέστειλαν πρός τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, οἱ τρεῖς Ἀρχιερεῖς, οἱ
Κανονικῶς, ὡς ὁρίζουν οἱ Ἱεροί Νόμοι, ἐπιστρέψαντες εἰς τήν Μίαν, Ἁγίαν,
Καθολικήν, καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, ἀφοῦ συνεκρότησαν Ἱεράν Σύνοδον,
προέβησαν εἰς τήν χειροτονίαν τεσσάρων νέων Ἐπισκόπων.
Αἱ χειροτονίαι αὗται ἔλαβον χώραν εἰς τό παρεκκλήσιον τῆς Ἁγίας
Μαρίνης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Πευκοβουνοϊατρίσσης Κερατέας Ἀττικῆς, μέ τήν ἀκόλουθον
σειράν:
Τήν 23ην Μαΐου 1935 ἐχειροτονήθη ὁ Κυκλάδων Γερμανός
(Βαρυκόπουλος).
Τήν 24ην Μαΐου 1935 ἐχειροτονήθη ὁ Μεγαρίδος Χριστόφορος
(Χατζῆς).
Μετά τό 1950 τοῦ ἐδόθη ὁ τίτλος Χριστιανουπόλεως, διά νά μήν
ἔρχεται εἰς σύγκρουσιν μετά τοῦ Νεοημερολογίτου Ἐπισκόπου Μεγαρίδος.
Τήν 25ην Μαΐου 1935 ἐχειροτονήθη ὁ Διαυλείας Πολύκαρπος
(Λιώσης).
Τήν 26ην Μαΐου 1935 ἐχειροτονήθη ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος
(Καρπαθάκης).
Διά τῆς Ἀποκηρύξεως τῆς Νεοημερολογιτικῆς Ἱεραρχίας, διά τῆς
Συγκροτήσεώς των εἰς Σύνοδον, καί ἰδιαιτέρως διά τῶν χειροτονιῶν Ἐπισκόπων, οἱ
3 Ἀρχιερεῖς ἀπέδειξαν ἐμπράκτως ὅτι ἡ Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία εἶναι Ὁριστικῶς,
Ἀμετακλήτως καί Τελεσιδίκως ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ. Ὄχι Δυνάμει μέν Σχισματική Ἐνεργείᾳ δέ
οὐ Σχισματική, ἀλλά καί τῇ ΕΝΕΡΓΕΙᾼ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ, Μή χρήζουσα ἄλλης μελλοντικῆς
Συνόδου πρός ἐκδίκασιν διά νά καταστῇ καί ἐνεργείᾳ Σχισματική.
Διά τῶν χειροτονιῶν Ἐπισκόπων ἀπέδειξαν ἐμπράκτως ὅτι ἡ
Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία, ἀποδεχθεῖσα τό ἀπό τοῦ 16ου αἰῶνος καταδικασθέν ὑπό
Τριῶν Πανορθοδόξων Συνόδων Παπικόν Ἡμερολόγιον, δέν τελεῖ ἁπλῶς ὑπόδικος μέχρις
ὅτου δικασθῆ ὑπό μελλούσης Συνόδου, ἀλλ᾽ εὑρίσκεται ἤδη ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ ὡς
ΠΡΟΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΗ.
Διά τῶν χειροτονιῶν Ἐπισκόπων ἀπέδειξαν ἐμπράκτως ὅτι ἡ
Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία εἶναι Καταδικασμένη, Στερεῖται Ἁγιαστικῆς Θείας
Χάριτος καί Ἐγκύρων Μυστηρίων, καί πρέπει νά ἀγνοηθῇ ὡς μή Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀλλά
ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ.
Αἱ χειροτονίαι Ἐπισκόπων τόν Μάϊον τοῦ 1935 ἀπετέλεσαν
Δογματικῶς καί Κανονικῶς Ὑψίστην καί ἔμπρακτον Ἐκκλησιαστικήν καί Ἐκκλησιολογικήν
Ὁμολογιακήν Πρᾶξιν, μεγαλυτέραν τῆς Ἐγγράφου Ἀποκηρύξεως ἐξαπολυθείσης κατά τῆς
Νεοημερολογητικῆς Ἐκκλησίας ὡς Σχισματικῆς καί ὡς στερουμένης τῆς Θείας Χάριτος.
Τόν Ἰούνιον τοῦ 1935,ἡ Νεοημερολογητική Ἐκκλησία προέβη εἰς
τήν καθαίρεσιν τῶν ἑπτά (7) ἐπισκόπων καί ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Πολιτείας
διέταξε τήν ἐξορίαν των. Τότε ἤρχισαν νά ἀποκαλύπτωνται θησαυροί καρδιῶν καί νά
ἀναδεικνύεται τό μέταλλον τοῦ κάθε ἀνδρός.
ΤΟ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
Κατ᾽ ἀρχάς, ἀξιοσημείωτον εἶναι τό ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ πρός τόν λαόν
τό ὁποῖον ἐξέδωκαν μέ ἡμερομηνίαν 7 Ἰουνίου 1935, πρό τῆς Ἐξορίας των, οἱ τρεῖς
Ἀρχιερεῖς, Δημητριάδος Γερμανός, πρώην Φλωρίνης Χρυσόστομος καί Ζακύνθου Χρυσόστομος.
Αὐτό ἐδημοσιεύθη καί ὡς μονοσέλιδος Ἀποχαιρετιστήριος Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος εἰς
τόν «Κήρυκα Ὀρθοδόξων».
Μεταξύ ἄλλων εἰς τό Διάγγελμα πρός τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους
Χριστιανούς τονίζονται τά ἀκόλουθα: «Καταδικασθέντες ἀδίκως ὑπό Σχισματικῆς Συνόδου
εἰς καθαίρεσιν . . . διότι εἴχομεν τό θάρρος καί τήν ψυχικήν εὐσθενίαν νά ἀναπετάσωμεν
τό ἔνδοξον καί τετιμημένον λάβαρον τῆς Ὀρθοδοξίας, θεωροῦμεν ποιμαντορικόν καθῆκον
ἡμῶν, πρίν ἤ ἀποχωρισθῶμεν, νά ἀπευθύνωμεν ὑμῖν τοῖς ἀκολουθοῦσι τό Πάτριον καί
Ὀρθόδοξον ἑορτολόγιον τάς ἑξῆς Ποιμαντορικάς παραινέσεις:
»Ἀκολουθοῦντες πιστῶς τό Ἀποστολικόν «Στήκετε καί κρατῆτε
τάς παραδόσεις, ἅς ἐδιδάχθητε εἴτε διά λόγου εἴτε δι᾽ ἐπιστολῆς ἡμῶν» μή
παύσητε ἀγωνιζόμενοι δι᾽ ὅλων τῶν νομίμων καί Χριστιανικῶν μέσων ὑπέρ τῆς
κατισχύσεως καί ἐπιβραβεύσεως τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Ἀγῶνος, . . .
»Ἐπέπρωτο κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας
τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας ὑπό τήν ἔμπνευσιν καί πρωτοβουλίαν τοῦ προκαθημένου αὐτῆς
νά προσάψῃ εἰς τό τέως ἁγνόν καί ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξον μέτωπον Αὐτῆς τόν μῶμον τοῦ
ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ διά τῆς ἀθετήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑορτολογίου, τοῦ καθιερωθέντος ὑπό τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί κυρωθέντος ὑπό τῆς αἰωνοβίου πράξεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς
Ἐκκλησίας καί τῆς ἀντικαταστάσεως τούτου διά τοῦ ΠΑΠΙΚΟΥ τοιούτου.
»Τό ΣΧΙΣΜΑ βεβαίως τοῦτο τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, ἐδημιούργησεν
ἡ πλειοψηφία τῆς Ἱεραρχίας ἥτις ἐπιλαθομένη τῆς ἱερᾶς καί Ἐθνικῆς Αὐτῆς ἀποστολῆς
καί τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ γνωμικοῦ «μάχου ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς Ἑλληνικῆς
ἐλευθερίας », εἰσήγαγεν ἄνευ τῆς συναινέσεως ἁπασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν
τῇ Θείᾳ Λατρείᾳ τό ΠΑΠΙΚΟΝ Ἑορτολόγιον, ΔΙΑΙΡΕΣΑΣΑ οὕτως οὐ μόνον τάς Ὀρθοδόξους
Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς εἰς δύο ἀντιθέτους μερίδας.
»Ἡμεῖς ἀναλαβόντες τήν ποιμαντορίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ
πληθυσμοῦ τοῦ ἀκολουθοῦντος τό πάτριον καί Ὀρθόδοξον Ἑορτολόγιον, καί ἔχοντες
συναίσθησιν τοῦ Ὅρκου Πίστεως ὅν ἐδώσαμεν ὅτι θά φυλάξωμεν πάντα ὅσα
παρελάβομεν παρά τῶν 7 Οἰκουμενικῶν Συνόδων,ἀποφεύγοντες πάντα νεωτερισμόν, δέν
ἠδυνάμεθα παρά νά κηρύξωμεν ὡς ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗΝ τήν Ἐπίσημον Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐδέχθη
τό ΠΑΠΙΚΟΝ Ἑορτολόγιον, ὅπερ ἐχαρακτηρίσθη ὑπό Πανορθοδόξων Συνόδων «ὡς
Νεωτερισμός τῶν Αἱρετικῶν, ὡς παγκόσμιον σκάνδαλον καί ὡς αὐθαίρετος
καταπάτησις τῶν Θείων καί Ἱερῶν Κανόνων καί τῶν Ἐκκλησιαστικῶν παραδόσεων ».
»Τούτου ἕνεκα συνιστῶμεν εἰς ἅπαντας τούς ἀκολουθοῦντας τό Ὀρθόδοξον
Ἑορτολόγιον, ὅπως ΜΗΔΕΜΙΑΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ἔχωσι μετά τῆς ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗΣ Ἐκκλησίας
καί τῶν ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ λειτουργῶν αὐτῆς, ἀπό τῶν ὁποίων ΕΦΥΓΕΝ Η ΧΑΡΙΣ τοῦ
Παναγίου Πνεύματος ·διότι οὗτοι ἠθέτησαν Ἀποφάσεις τῶν Πατέρων τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς
Συνόδου καί πασῶν τῶν Πανορθοδόξων Συνόδων τῶν καταδικασασῶν τό Γρηγοριανόν Ἑορτολόγιον.
Ὅτι δέ ἡ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ Ἐκκλησία ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΑΡΙΝ καί Ἅγιον Πνεῦμα, τοῦτο διαβεβαιοῖ
καί ὁ Μ. Βασίλειος λέγων τά ἑξῆς:
«Εἰ καί περί μή Δόγματα οἱ Σχισματικοί σφάλλοιντο, ἀλλ᾽ ἐπειδή
τοιγε Κεφαλή τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας ὁ Χριστός ἐστι, κατά τόν θεῖον Ἀπόστολον,
ἐξ οὗ τά μέλη πάντα ζωοῦται καί τήν πνευματικήν αὔξησιν δέχεται, οὗτοι δέ τῆς ἁρμονίας
τῶν Μελῶν τοῦ Σώματος ἀπερρά γησαν καί οὐκέτι παραμένουσαν αὐτοῖς ἔχουσι τήν
Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅ τοίνυν οὐκ ἔχουσιν, πῶς ἄν τοῖς ἄλλοις μεταδοῖεν;»
»Ὅταν ἡ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ Ἐκκλησία ἐπιβάλῃ μέτρα πιεστικά καί
καταθλιπτικά, ὅπως βιάσῃ τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν συνείδησιν, συνιστῶμεν ὑμῖν, ὅπως
τά πάντα ὑπομείνητε καί κρατήσητε τήν Ὀρθόδοξον Παρακαταθήκην ἀλώβητον καί ἀμόλυντον,
ὅπως παρελάβομεν ταύτην παρά τῶν εὐσεβῶν Πατέρων ἡμῶν . . . .
». . .συνιστῶμεν καί ὑμῖν ἐμμονήν καί ἐγκαρτέρησιν ἐν τοῖς
δεινοῖς καί ταῖς θλίψεσι καί ταῖς κακώσεσι καί αἰκισμοῖς, εἰς ἅ θά ὑποβληθῆτε ὑπό
ἐκκλησίας ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗΣ, ἐλπίζοντες πάντοτε εἰς τόν Θεόν ὅς οὐκ ἑάσει ἡμᾶς
πειρασθῆναι ὑπέρ ὅ δυνάμεθα καί ὅστις θά
εὐδοκήσῃ ἐν τῇ ἀπείρῳ Αὐτοῦ καί ἀνεξιχνιάστῳ μακροθυμίᾳ νά
φω-
τίσῃ καί τούς καλῇ τῇ πίστει ΠΕΠΛΑΝΗΜΕΝΟΥΣ καί ἀκολουθοῦντας
τό ΠΑΠΙΚΟΝ ἑορτολόγιον . . . »
† Ὁ Δημητριάδος Γερμανός
† Ὁ Πρ. Φλωρίνης Χρυσόστομος
† Ὁ Ζακύνθου Χρυσόστομος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου