Διάλογος αμαρτωλού μετά της Θεοτόκου .
Ἁμαρτωλὸς : Ἀνύμφευτε, Θεόνυμφε, Οὐρανοῦ, γῆς Κυρία,
σῶσον με τὸν ταλαίπωρον, Θεοῦ Μήτηρ Μαρία.
Θεοτόκος : Βέβαια ἤθελες σωθῆ, εἶ μέν μετανοήσης· εἰ
δὲ μὴ εἰς τὴν κόλασιν, Θέλεις νὰ καταντήσεις.
Ἁμαρτωλὸς : Γνωρίζεις Παναγία μου πόσον σὲ ἀγαπούσα·
μέ πόθον καὶ εὐλάβειαν, πόσον σὲ προσκυνούσα.
Θεοτόκος : Δὲν προξενεῖ ἡ εὐλάβεια κι’ ἡ ἀγάπη
σωτηρίαν χωρὶς τὰ ἔργα τὰ καλὰ ψυχῆς τὴν ἰατρείαν.
Ἁμαρτωλὸς : Ἐλέησόν με κράζω σοι· κατὰ τὸ ἔλεός σου·
εὔσπλαγχνος πολυέλεος εἶναι γὰρ ὁ Υἱὸς σου.
Θεοτόκος : Ζητεῖς πρᾶγμα ἀδύνατον εἶναι δὲ ὁ Υἱὸς
μου· εὔσπλαγχνος ἄλλὰ δίκαιος, ὑπάρχει ὁ Θεὸς μου.
Ἁμαρτωλὸς : Ἠθέλησα πολλές φορές ἵνα μετανοήσω· ὁ
κόσμος δὲ εἶναι γλυκύς καὶ σύρνομαι ὀπίσω.
Θεοτόκος : Θέλεις καὶ ἀποφάσισε τὴν γνώμην σου
βιάζου· τὴν Βασιλείαν Ουρανῶν οἱ βιασταὶ ἁρπάζουν.
Ἁμαρτωλὸς : Ἱλάσθητι μοι Δέσποινα εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω·
μετὰ Θεὸν ὁ ἄθλιος ἐκ μήτρας σὲ γνωρίζω.
Θεοτόκος : Καλὴ εἶναι ἡ ἐλπὶς καὶ σώνει τὴν ψυχήν
σου καὶ ἔργα ὅμως πρόσθεσε καλὰ εἰς τὴν ζωὴν σου.
Ἁμαρτωλὸς : Λύτρωσαί με πανάχραντε πυρὸς τοῦ αἰωνίου·
ὅσα γάρ θέλεις δύνασαι ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου.
Θεοτόκος : Μή με ἐνοχλῆς ταλαίπωρε μέ τὴν
πολυλογίαν· εἰς ἄνθρωπον ἁμαρτωλόν, δέν δίδω εὐλογίαν.
Ἁμαρτωλὸς : Νινευΐτας ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ τὴν πόρνην·
σῶσον κἀμὲ Κυρία μου, κράζω ὡς τὸν Τελώνην.
Θεοτόκος : Ξύπνησε ἀπὸ τὰ κακὰ προσέπεσε, ὡς ἐκείνη
καὶ θέλει σώσει καὶ ἐσὲ, Θεοῦ ἡ καλωσύνη.
Ἁμαρτωλὸς : Ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου συγχώρησον Κυρία· ἔχεις
γὰρ ὑπακούοντα τὸν Θεὸν Παναγία.
Θεοτόκος : Πολὺ καλὰ, συγχώρησιν, δίδει ἁμαρτημάτων·
ὁ Κύριός μου πλήν ζητεῖ τὴν ἀποχὴν πταισμάτων.
Ἁμαρτωλὸς : Ρεῖθρα θερμῶν δακρύων μου μὴ ἀποσιωπήσεις
μετανοῦντα δοῦλον σου, δέξαι μὴ με ἀφήσης·
Θεοτόκος : Σὲ δέχομαι ὑπήκουσα, τὴν παρακαλεσίν σου·
πρόσεχε ὅμως μὴ στραφῆς ἀπ’ τὴν ὑποσχεσίν σου.
Ἁμαρτωλὸς : Τὴν χάριν σου Κυρία μου φθέγγομαι καὶ οὖ
κρύπτω, εὐχαριστῶ εὐχαριστῶ στοῦς πόδας σου προσπίπτω.
Θεοτόκος : Ὕμνησον εὐχαρίστησον Θεὸν τὸν Λυτρωτήν
σου καὶ δούλευε καὶ λάτρευε αὐτὸν τὸν ποιητήν σου.
Ἁμαρτωλὸς : Φωνάς εὐχαριστήριους τε Θεοῦ καὶ Σοῦ
Κυρία θέ ν’ ἀναπέμπω ἑκάστοτε Θεοτόκε Μαρία.
Θεοτόκος πρὸς τὸν Χριστὸν :
Χάριν τὴν σὴν κατάπεμψον παμφίλτατε Υἱὲ μου εἰς τὸν
μετανοοῦντα φιλάνθρωπε Θεὲ μου.
Ἁμαρτωλὸς : Ψάλλω κηρύτω καὶ λαλῶ ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας τὴν δόξαν σου Θεόνυμφε καὶ τὰς εὐεργεσίας.
Ἁμαρτωλὸς πρὸς τὸν κόσμον :
Ὦ κόσμε τετραπέραντε, ἄλλη δὲ σὲ φυλάττει εἰμὴ
Παρθένος τοῦ Θεοῦ, Δόξα Αὐτῆς τὸ Κράτει.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΜΑΡΤΩΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ
ΣΤΙΧΟΙ ΚΑΤ’ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗΝ ΣΕΙΡΑΝ
Ἀμαρτωλός : Ἄφες με τρισκατάρατε τί ἔχεις μετ’ ἐμένα;
καὶ με τραβᾶς κακήν κακῶς τίς ἔστειλεν ἐσένα;
Διάβολος : Βέβηλε καὶ παμμίαρε, ἐρωτᾶς τὴν αἰτίαν; ἐνθυμήσου
τά ἔργα σου καὶ αἰσχράν σου πολιτείαν.
Ἀμαρτωλός : Γρήγορα φίλοι δράμετε ἕλθετε βοηθοί μου
τί νὰ γενῶ ὁ ἄθλιος ἐβγαίνει ἡ ψυχή μου.
Διάβολος : Δέν σ’ ὠφελοῦν ταλαίπωρε, φίλοι καῖ
συγγενεῖς σου· ματαίως κράζεις καὶ βοᾶς, ἐγώ πέρνω τὴν ψυχήν σου.
Ἀμαρτωλός : Ἐλέησόν με ἄπονε, λυπήσου τὸν καϋμένον,
συμπόνεσε ἀπάνθρωπε, ἀνθρωπον πονεμένον.
Διάβολος : Ζωήν κακήν ἐπέρασες, δέν εἶχες Θεοῦ
φόβον, ἔλα λοιπόν μέ λόγου μου, εἰς Ἄδου τε τὸν ζόφον.
Ἀμαρτωλός : Ἤκουα δέν ἐπίστευα, ἔλεγα τὶς ἠξεύρει· τὰ
μέλλοντα δέν ἤλπιζα τέτοια ὀργὴ νὰ μ’ εὔρη.
Διάβολος : Θανατηφόροι δαίμονες ποῦ εἶσθε; τί ἄργεῖτε;
ἐβγάλετέ του τήν ψυχὴν, καὶ μὴν τόν λυπηθῆτε.
Ἀμαρτωλός : Ἴσως δέν ἔμεινεν ἐλπίς πλέον τῆς
σωτηρίας· ἄφες με λίγον, καὶ καιρὸν δός μου τῆς μετανοίας.
Διάβολος : Κακόγερε ἀκάθαρτε, ὁ ἐν κακοῖς γηράσας·
τώρα ζητεῖς μετάνοιαν εἰς χεῖράς τε μου φθάσας;
Ἀμαρτωλός : Λυπήσου μου καὶ ἄφες με, κἄν ν’ ἀποχαιρετίσω
τὰ τέκνα καὶ τὴν σύζυγον, λόγον νὰ τοῦς μιλὴσω.
Διάβολος : Μαχαίρι δίστομο βαστῶ, καὶ ὅποιον θα
κεντήση δὲν ἡμπορεῖ, παρὰ εὐθὺς νὰ μὲ ἀκολουθήση.
Ἀμαρτωλός : Νὰ δώσω ὁ ταλαὶπωρος, ὁλα τὰ τίποτές
μου, νὰ ξαναγοράσω τὴν ζωὴν, μ’ ἀφήνεις; ὥ! εἰπέ μου.
Διάβολος : Ξὠρας ζητεῖς τὴν ξαγοράν, εἷχες καιρὸν πλὴν
τῶρα ἐπέταξε, καὶ ἡ κακή σου ἕφθασεν ἡ ὥρα.
Ἀμαρτωλός : Ὁ τόπος δὲ ὅπου ἐσύ νὰ πάγω μέ βιάζεις, εἰπέ
μου ποῦ εὑρίσκεται καὶ πῶς τὸν ὀνομάζεις;
Διάβολος : Παμφάγος Ἅδης λέγεται, καὶ εἶναι εἰς τὸν
πάτον τῆς γῆς τὸν σκοτεινότατον ὅλος ψυχάς γεμάτον.
Ἀμαρτωλός : Ράβδισαι, καῦσαι, παίδευσαι, βασάνισαι
καὶ κάμε ὅτι θελήσεις σὺ ἐδῶ μόνον ἐκεῖ μὴν πάμε.
Διάβολος : Σῶμα χωρὶς ψυχὴ να ζῆ, δύναται καὶ τὸ
ψάρι, στὴν Γῆν, παρὰ ὁ Διάβολος, αμαρτωλόν μὴν πάρη.
Ἀμαρτωλός : Τὶ κάμνουν ὅσ’ εὑρίσκονται, ἐκεῖ
φανερωσέ μου· Ἔχουν ποτὲ ἐλευθεριὰ ἤ ἄνεσιν εἰπέ μου;
Διάβολος : Ὑπάρχουσιν ἐν φλογί, καίονται αἰωνίως· καὶ
τυραννοῦνται ἀπὸ ἡμᾶς, χωρίς σπλάγχνα τελείως.
Ἀμαρτωλός : Φωνάζω καὶ παρακαλῶ, Κύριε καὶ Θεὲ μου, ἐκ
τῶν χειρῶν τοῦ δαίμονος σῶσον με πλαστουργέ μου.
Διάβολος : Χάνεις τὸν κόπον ἄθλιε, καὶ σὺ εἶσαι ἱδικός
μου. Ἄν ἤθελες ἐγλύτωνες, ὅταν ἤσουν τοῦ κόσμου.
Ἀμαρτωλός : Ψέματα τὰ βιβλία μας, ἐθάῤῥουν ὁ
καϋμένος. Δέν ἥκουσα τὶ μ’ ἐλεγαν, καὶ μένω κολασμένος.
Ἀμαρτωλός πρὸς τὸν κόσμον : Ἄχ! Οὐαί τε καὶ ἀλλοίμονον·
ὅστις σάν ἐμὲ κάμνει, θέλει τε καὶ νὰ πάθη καὶ μὲ τοῦς δαίμονας κλεισθῆ εἰς τὰ
τοῦ Ἅδου βάθη.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΦΗΤΩΝ
ΕΝΩΧ ΚΑΙ ΗΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΗΣΤΗΝ
ΚΑΘ’ ΗΝ ΩΡΑΝ ΕΙΣΗΡΧΕΤΟ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΝ
ΚΑΤ’ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΗΝ ΣΕΙΡΑΝ
Προφῆται : Ἄνθρωπος
ποῖος εἶσαι σύ; καὶ ποῖος ἔστειλέ σε;
ἐδῶ εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ τὶς ὁδήγησέ σε;
Ληστὴς : Ἄνθρωπος εἶμαι ἐκ τῆς γῆς, ὡσὰν καὶ σᾶς
πλασμένος,
μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τοῦ πλάστου τιμημένος.
Προφῆται : Βλέπομεν πῶς εἶσ’ ἄνθρωπος, μὰ τὶς εἶσαι ῥωτοῦμε.
Πῶς ἐπροχώρησες ἐδῶ, εἰς τοῦτο ἀπορροῦμε.
Ληστὴς : Βλέποντες ἄνθρωπον λοιπόν, τὶ πλέον ἐρωτᾶτε
καὶ σεῖς δὲν εἶστε ἄνθρωποι, ἐδῶ οὖν τὶ ζητᾶτε;
Προφῆται : Γέροντα δὲν σὲ βλέπομεν, ἀλλ’ οὔτε ἱερέα,
πῶς συντυχαίνεις τὸ λοιπόν, ὡς τόσον θαῥῥαλέα;
Ληστὴς : Γέροντας δὲν εἶμ’ ἐγώ, οὐδὲ ἱερωμένος,
μ’ ἔστειλε ὅμως ὁ Θεός, ἄς εἶναι δοξασμένος.
Προφῆται : Δὲν ὁμοιάζεις ἐκ Θεοῦ, ὄχι ἀπεσταλμένος,
ἐσ’ εἶσαι ἀγριάνθρωπος, φονιὰς κι’ αἱματωμένος.
Ληστὴς : Δὲν ὁμοιάζω ἀληθῶς, πλὴν ἡ φιλανθρωπία,
τοῦ Ἰησοῦ μ’ ἔσωσεν, ὡς ἄπειρος ὡς Θεία.
Προφῆται : Εὐλογημένε Ἰησοῦ, μὰ πῶς; νὰ ζῇς εἰπέ
μας,
πῶς σ’ ἔσωσε; Τὶ ἔκαμες; Πολλὰ γὰρ εὔφρανές μας.
Ληστὴς : Εὐλογητὸς ὁ Κύριος, μὲ ἕνα λόγον μόνον
μὲ ἔσωσε, μ’ ἐδέχτηκε, χωρὶς κόπον καὶ πόνον.
Προφῆται : Ζῇ Κύριος μᾶς ὁμιλεῖς, μυστήριον μεγάλον,
αὐτὰ ὅμως ἐξ αρχῆς, πρὸς πίστωσίν μας μᾶλλον.
Ληστὴς : Ζῇ Κύριος νὰ τὸ εἰπῷ, Αὑτὸς ἐσταυρωμένος,
ὁ Εὐεργέτης Ἰησοῦς, στὸ ξύλο καρφωμένος.
Προφῆται : Ἥλιε, καὶ πῶς ἔβλεπες, τοῦ κόσμου τὸν
Δεσπότην,
ἐσταυρωμένον Ἰησοῦ, βαβαί! τὸν Φωτοδότην.
Ληστὴς : Ἥλιος ἐσκοτίσθηκε, γῆ ὅλ’ ἐκλονίσθη,
μνημεῖα ἡνεώχθησαν, καὶ ὁ ναὸς ἐσχίσθη.
Προφῆται : Θαυμάσια ὦ ἄνθρωπε, πράγματα διηγῆσαι,
καὶ εὐεργέτης μας ἐσύ, ἐπ’ ἀληθείας εἶσαι.
Ληστὴς : Θαύματα τόσα βλέποντας, εὐθὺς ἐγὼ πιστεύω,
καὶ Μνήσθητί μου Κύριε, κράζω καὶ δὲν ὀκνεύω.
Προφῆται : Ἴδες μεγάλα πράγματα, εἶπες μεγάλον
λόγον,
μὰ πῶς νἀσμίξῃς ἔτυχες, ἐκεῖ τὸν Θεῖον Λόγον.
Ληστὴς : Ἴδα καὶ εἶπα ὅλα αὐτὰ γιατ’ ἤμην
σταυρωμένος,
κι’ ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν Χριστόν, στὸ ξύλο κρεμασμένος.
Προφῆται : Καλὰ μὲν εἶπες, ὁ Χριστὸς διὰ τὰς ἁμαρτίας,
ἰδικάς μας ἔπαθε, ἀμὴ ἐσὺ γιὰ ποίας;
Ληστὴς : Καλὰ ποτὲ δὲν ἔκαμα, πάντα κακὰ μεγάλα,
ἄξια οὖν ὧν ἔπραξα, ἀπήλαυσα, καὶ μἄλλα.
Προφῆται : Ληστοῦ ἀνθρώπου ὁ θάνατος καὶ νὰ μᾶς
συμπαθήσῃς,
εἶναι αὐτὸς ὁ θάνατος, ὅπ’ εἶχες σὺ γνωρίσεις.
Ληστὴς : Ληστὴς καὶ κλέπτης ἤμην ἐγὼ, ἀλλ’ ὅμως καὶ ἐπιάσθην,
δικαίως οὖν νὰ κρεμασθῶ, ἐκεῖ κατεδικάσθην.
Προφῆται : Μετέπειτα δὲ ὁ Χριστὸς τὶ ἀποκρίθηκέ σου;
διὰ τὴν πίστιν σου αὐτήν, τὶ χάριν ἔδωκέ σου;
Ληστὴς : Μετ’ ἐμοῦ λέγει σήμερον, ἔσῃ ἐν παραδείσῳ,
αὐτὸ εἶπε τὸ χάρισμα, ἐγὼ νὰ σοῦ τὸ χαρίσω.
Προφῆται : Νὰ ἔμβῃς δὲ πῶς σ’ ἄφησε, θαυμάζωμε ἐκείνη
ῥομφαία ἡ Ἀγγελική, ἐκείνη ἡ φλογίνη;
Ληστὴς : Νὰ ἔμβω τοῦτον τὸν σταυρόν, μοὶ ἔδωκε σημεῖον,
καὶ παρευθὺς ἐστράφηκε, ὡς εἶδε τὸν πλησίον.
Προφῆται : Ξύλο ἐδίωξε Ἀδάμ, ξύλον πάλι τώρα
ἔφερε τοῦτον τὸν Ληστὴν ἐν Παραδείσῳ χώρᾳ.
Ληστὴς : Ξύλο δὲ τώρα τὸν Ἀδάμ, ἐκ τῶν καταχθονίων,
ἀνέβασε καὶ ὕψωσε, ἕως τῶν οὐρανίων.
Προφῆται : Ὄντως κατὰ ἀλήθειαν, καλὸς ληστὴς καὶ
κλέπτης,
ὅτι καὶ τὸν Παράδεισον, ἔμαθες σὺ νὰ κλέπτῃς.
Ληστὴς : Ὄντως παράδειγμα ἐγώ, εἶμαι τῆς μετανοίας,
και τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄκρας εὐσπλαγχνίας.
Προφῆται : Πῶς ἔγινε ἡ σταύρωσις; Εἰπὲ μὲ συντομία,
διότι ἔχομε σ’ αὐτὸ πολλὴν ἐπιθυμίαν.
Ληστὴς : Πῶς ἔγινε; Ἀκούσατε! Εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν
του,
Ἰούδας τὸν ἐπρόδωκε, φεῦ τὸν Διδάσκαλόν του.
Προφῆται : Ραβδίζεται ὁ Κύριος, λοιπὸν καταφρονεῖτε;
Ὤ! Οὐρανοί, πῶς τὸ κακὸν αὐτὸ ἐκδικεῖται;
Ληστὴς : Ραβδίζεται ἐμπτύεται ὑβρίζεται σταυροῦται,
ὄξος χολὴν ποτίζεται, θάπτεται καὶ νεκροῦται.
Προφῆται : Σώνει σου πλέον ἄνθρωπε, φθάνει, παρακαλοῦμε,
ὅτι νὰ σὲ ἀκούσωμεν πλέον δὲν ἠμποροῦμε.
Ληστὴς : Σώνει ἀλλ’ ὅμως μὲ αὐτὰ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
εὗρεν ὅμως ἁρμόδιον τῆς σωτηρίας τρόπον.
Προφῆται : Τὶ ἔκαμαν οἱ ἄλλοι δὲ ἔνδεκα μαθηταί Του,
ἐστάθησαν ἐφάνησαν κἄν παρηγορηταί Του.
Ληστὴς : Τὶ ἔκαμαν; Τὸν ἄφηκαν μόνον μεμονωμένον,
ἐκτὸς ἀπ’ τὴν Μητέρα του Μαρίαν τὴν Παρθένον.
Προφῆται : Ὕστερον τὶ ἀπέγινε; Ὁ Κύριος εἰπέ μας,
ἀνέστη ἀπὸ τῶν νεκρῶν αὐτὸ φανέρωσέ μας.
Ληστὴς : Ὕστερον δὲν ἠξεύρω γὼ τὶ πλέον εἶχε γένει,
ἠξεύρω ὅμως πῶς νεκρός Θεὸς δὲν ἀπομένει.
Προφῆται : Φεῦ!
τὸν Λαὸν τῶν σταυρωτῶν, τῷ ἐξανολεσθέντι,
εὖγε τῷ Εὐαγγελιστί, Ληστῇ τῷ σταυρωθέντι.
Ληστὴς : Φεῦ! Δὲ καὶ πᾶσι τοῖς λαοῖς, ὅσοι Χριστὸν ἀρνεῖσθε
τὸν Ἰησοῦ μου τὸν Θεὸν ἐσεῖς δὲ ποῖοι εἶσθε;
Προφῆται : Χαίρομαι εἰς τὸ κήρυγμα τῆς σῆς ὁμολογίας,
οὗτος δὲ εἶ ὁ Ἔνωχ, ἐγὼ δὲ ὁ Ἠλίας.
Ληστὴς : Χαίρω ποὺ σᾶς εὕρηκα καὶ σεῖς δὲ νὰ μοῦ πῆτε,
ποτὲ δὲν ἀποθένετε;
Ἕως πότε θέλει ζῆται;
Προφῆται : Ψυχῶν σωμάτων ὁ Θεὸς καὶ τῆς ἀθανασίας,
θέλει μᾶς ἔχει ζωντανούς, ἕως τῆς συντελείας.
Ληστὴς : Ψυχῆς μου τῆς ἁμαρτωλῆς, Χριστὸς ἡ σωτηρία,
μὰ γιατὶ παρακαλῶ, τόση μακροζωΐα;
Προφῆται : Ὥστε νὰ ἔλθῃ ὁ καιρὸς τοῦ κακοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου
καὶ θεομάχου τε αὐτοῦ τοῦ πλάνου καὶ ἀπίστου.
Ληστὴς : Ὥστε διὰ καλὸν λοιπόν, ζῆτε καὶ σωτηρία,
ὤ! Διὰ τὴν σὴν πρόνοιαν. Χριστὲ καὶ τὴν σοφίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου