Ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο .Ἁγίου Συμεῶν τοῦ Νέου Θεολόγου
Γνήσιος φορέας τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καί ἀποκάλυψης, ὁ ἅγιος Συμεῶν ὁ Νέος Θεολόγος, μᾶς εἰσάγει σέ μυστήρια τῆς ἐνανθρώπισης.
Γιά νά προσεγγίσουμε τήν σάρκωση τοῦ Λόγου καί τήν ἀπόρρητη γέννησή του ἀπό τήν ἀειπάρθενο Μαρία καί νά κατανοήσουμε καλά τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας γιά τήν σωτηρία τοῦ γένους μας τό κρυμμένο πρό τῶν αἰώνων (Ἐφεσίους 3:9), θά μᾶς βοηθήσει ἡ ἑξῆς γνωστή εἰκόνα:
Κατά τήν δημιουργία τῆς προμήτορος Εὔας ὁ Θεός πῆρε τήν ἔμψυχη πλευρά τοῦ Ἀδάμ καί τήν ὁλοκλήρωσε σέ γυναίκα, γι' αὐτό δέν ἐμφύσησε σ' αὐτήν πνοή ζωής καθώς καί στόν Ἀδάμ, ἀλλά τό μέρος πού ἔλαβε ἀπό τήν σάρκα του τό τελειοποίησε σέ ὁλόκληρο σώμα γυναικός, τήν δέ ἀπαρχή τοῦ πνεύματος πού ἔλαβε μαζί μέ τήν ἔμψυχη σάρκα τήν τελειοποίησε σέ ψυχή ζωντανή δημιουργῶντας μέ τά δυό μαζί ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο.
Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο ὁ πλαστουργός καί κτίστης Θεός πῆρε ἀπό τήν Ἁγία Μαρία ἔμψυχη σάρκα σάν ζύμη καί μικρή ἀπαρχή ἀπό τό φύραμα τῆς φύσεώς μας -δηλαδή ἀπό τήν ψυχή καί τό σώμα μαζί -καί τήν ἕνωσε μέ τήν δική του ἀκατάληπτη καί ἀπρόσιτη Θεότητα. Ἤ μᾶλλον ἕνωσε πραγματικά ὅλη τήν ὑπόσταση τῆς Θεότητός του μέ τήν δική μας φύση, τήν ἔσμιξε ἄμικτα μ' αὐτή καί τήν ἔκανε ἅγιο ναό του. Ἔτσι ὁ ποιητής τοῦ Ἀδάμ ἔγινε ἀτρέπτως καί ἀναλλοιώτως τέλειος ἄνθρωπος.
Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἀπό τήν πλευρά τοῦ Ἀδάμ ἔπλασε τήν γυναίκα, ἔτσι, ἀφοῦ δανείστηκε τήν σάρκα ἀπό τήν θυγατέρα τοῦ Ἀδάμ τήν ἀειπάρθενο καί Θεοτόκο Μαρία καί τήν ἔλαβε χωρίς σπορά, γεννήθηκε κατά τόν ἴδιο τρόπο μέ τόν πρωτόπλαστο. Ὥστε ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἀδάμ μέ τήν παράβαση ἔγινε ἡ ἀρχή τῆς γεννήσεως μᾶς στήν φθορά καί στόν θάνατο, ἔτσι καί ὁ Χριστός καί Θεός μας μέ τήν ἐκπλήρωση κάθε δικαιοσύνης ἔγινε ἡ ἀπαρχή τῆς ἀναγεννήσεώς μας στήν ἀφθαρσία καί τήν ἀθανασία.
Αὐτό ἐννοεί ὁ θεῖος Παῦλος ὅταν λέει: «Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπό τή γῆ χοϊκός. Ὁ δεύτερος ἄνθρωπος, δηλαδή ὁ Κύριος, εἶναι ἐπουράνιος. Ὅ,τι λογῆς ἦταν ὁ χοϊκός τέτοιοι εἶναι καί ὅλοι οἱ χοϊκοί καί ὅ,τι λογῆς εἶναι ὁ ἐπουράνιος τέτοιοι εἶναι καί ὅλοι ὅσοι γίνονται ἐπουράνιοι δι' αὐτοῦ.» (Α' Κορινθίους 15:47-48). Καί πάλι: «Ἡ ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα ὅσοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ.» (Α' Κορινθίους 15:23).
Ἐπειδή λοιπόν ὁ Χριστός ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος κατά τήν ψυχή καί τό σώμα, ὅμοιος μέ μᾶς σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, μᾶς μεταδίδει τήν Θεότητά του λόγῳ τῆς πίστης μᾶς σ' αὐτόν καί μᾶς καθιστά συγγενείς του κατά τήν φύση καί τήν οὐσία τῆς Θεότητάς του. Πρόσεξε τό νέο καί παράδοξο μυστήριο: Ὁ Θεός Λόγος ἔλαβε ἀπό μᾶς σάρκα, πού δέν εἶχε ἐκ φύσεως καί ἔγινε ἄνθρωπος, πού δέν ἦταν. Ἀπό τότε μεταδίδει στούς πιστούς τήν Θεότητά του -τήν ὁποία κανείς ἀπό τούς ἀγγέλους ἤ τούς ἀνθρώπους δέν εἶχε ἀποκτήσει -καί μ' αὐτόν τόν τρόπο γίνονται θεοί κατά χάρη καί θέση, πού δέν ἦταν. Ἔτσι χαρίζει σ' αὐτούς τήν ἐξουσία νά γίνονται τέκνα Θεοῦ (κατά Ἰωάννην 1:12) γι' αὐτό καί ἔγιναν καί πάντοτε θά γίνονται καί ποτέ δέν θά πάψουν νά γίνονται. Ἄκουσε καί τόν θεῖο Παῦλο πού παρακινεί σ' αὐτό: «Ὅπως φορέσαμε τήν εἰκόνα τοῦ γήινου, ἄς φορέσουμε καί τήν εἰκόνα τοῦ ἐπουράνιου.» (Α' Κορινθίους 15:49).
Ὁ Θεός λοιπόν τοῦ παντός μέ τήν σωματική του παρουσία στήν γῆ ἦλθε γιά νά ἀναπλάσει καί νά ἀνακαινίσει τόν ἄνθρωπο καί νά εὐλογήσει ὅλη τήν κτίση πού ἐπέσυρε ἐπάνω της τήν κατάρα ἐξ αἰτίας τοῦ ἀνθρώπου. Καί πρώτα ζωοποίησε τήν ψυχή πού ἔλαβε καί ἀφθαρτῶντας την τήν θέωσε, ἐνῶ τό ἄχραντο σώμα του, ἄν καί τό θέωσε, ὅμως τό κρατοῦσε ἀκόμη φθαρτό καί ὑλικό. Γιατί τό σώμα πού τρώει καί πίνει, κοπιάζει καί ἱδρώνει, δένεται καί σέρνεται, ὑψώνεται στόν σταυρό καί καρφώνεται, εἶναι βέβαια φθαρτό καί ὑλικό, ἀφοῦ μάλιστα πέθανε καί τοποθετήθηκε νεκρό στό μνημεῖο. Μετά δέ τήν ἀνάστασή του συνανέστησε καί τό σώμα του ἄφθαρτο, πνευματικό, ὅλο θεῖο καί ἄϋλο, γι' αὐτό καί δέν συνέτριψε τίς σφραγίδες του μνήματος, εἰσερχόταν δέ καί ἐξερχόταν ἐλεύθερα μέσα ἀπό τίς κλειστές πόρτες.
Ἀλλά γιατί μαζί μέ τήν ψυχή δέν ἔκανε ἀμέσως καί τό σώμα πνευματικό καί ἄφθαρτο; ἐπειδή καί ὁ Ἀδάμ τρώγοντας τόν ἀπαγορευμένο καρπό εὐθύς μέν μέ τήν παράβαση πέθανε κατά τήν ψυχή, ἐνῶ κατά τό σώμα ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια. Γι' αὐτό καί ὁ Χριστός πρώτα ἀνέστησε καί ζωοποίησε τήν ψυχή πού τιμωρήθηκε μέ τό ἐπιτίμιο τοῦ θανάτου, ἔπειτα δέ οἰκονόμησε νά ἀπολαύσει καί τό σώμα τήν ἀφθαρσία διά τῆς ἀναστάσεως, αὐτό πού διά τοῦ θανάτου ἐπέστρεφε στήν γῆ κατά τήν ἀρχαία ἀπόφαση. Κι ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά κατέβηκε στόν ἅδη ἐλευθερώνοντας ἀπό τά δεσμά τίς ψυχές τῶν ἐκεῖ φυλακισμένων ἁγίων καί τίς κατέταξε σέ τόπο ἀναπαύσεως καί ἀνεσπέτρου φωτός. Τά σώματά τους ὅμως δέν τά ἀνέστησε, ἀλλά τά ἄφησε στούς τάφους μέχρι τήν κοινή ἀνάσταση.
Τό μυστήριο λοιπόν αὐτό πού συντελέστηκε γιά ὅλο τόν κόσμο μέ τήν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ, τοῦτο τό ἴδιο γινόταν καί σέ κάθε ἅγιο καί γίνεται ἀδιαλείπτως μέχρι σήμερα σέ κάθε πιστό. Γιατί λαμβάνοντας τό πνεύμα τοῦ Δεσπότη καί Θεοῦ μας συμμετέχουμε στήν θεότητά του, τρώγοντας δέ τήν πανάμωμο σάρκα του γινόμαστε ἀληθινά καί ἐξ ὁλοκλήρου σύσσωμοι τοῦ Χριστοῦ καί συγγενείς του, καθώς καί αὐτός ὁ θεῖος Παῦλος βεβαιώνει: «Εἴμαστε ὀστούν ἀπό τά ὀστά του καί σάρκα ἀπό τήν σάρκα του» (Ἐφεσίους 5:30) καί ἀλλοῦ: «ἀπό τόν πλοῦτο τῆς θεότητός του ὅλοι ἐμείς λάβαμε ἀλλεπάλληλες δωρεές» (κατά Ἰωάννην 1:16 καί Κολασσαείς 2:9). Ἔτσι γινόμαστε κατά χάριν ὅμοιοι μέ τόν φιλάνθρωπο Θεό καί Δεσπότη μας ἀνακαινισμένοι στήν ψυχή, ἄφθαρτοι καί ἀναστημένοι ἀπό νεκροί πού ἤμαστε. Τότε βλέπουμε αὐτόν πού καταδέχτηκε νά γίνει ὅμοιός μας καί βλεπόμαστε ἀπ' αὐτόν, πού μᾶς ἀξίωσε νά γίνουμε ὅμοιοί του, ὅπως κάποιος βλέπει ἀπό μακριά τό πρόσωπο τοῦ φίλου του καί διαλέγεται μ' αὐτόν καί συνομιλεί καί ἀκούει τήν φωνή του.
Κατά τόν ἴδιο τρόπο καί οἱ ἀπ' αἰῶνος ἅγιοι καί οἱ παλαιοί καί οἱ τωρινοί πνευματικά βλέποντες δέν βλέπουν σχήμα ἤ εἶδος ἤ ὁμοίωμα, ἀλλά φώς ἀσχημάτιστο, ἐπειδή καί αὐτοί εἶναι φώς ἐκ τοῦ φωτός, δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ἄν καί φτάνουν σ' αὐτή τήν κατάσταση, τά σώματά τους δέν γίνονται ἀμέσως ἄφθαρτα καί πνευματικά, ἀλλά ὅπως ἀκριβῶς το σίδερο πού πυρακτώνεται στήν φωτιά παίρνει τήν λαμπρότητά της, ὅταν ὅμως ἀπομακρυνθεῖ ἀπ' αὐτήν γίνεται πάλι ψυχρό καί μαῦρο, ἔτσι ἀκριβῶς καί τά σώματα τῶν ἁγίων: Μετέχοντας καί αὐτά στό θεῖο πύρ, δηλαδή στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἁγιάζονται, φλεγόμενα καθαρίζονται, γίνονται διαυγή καί πολυτιμότερα ἀπό τά ἄλλα σώματα.
Ἀλλά ὅταν ἡ ψυχή βγεί ἀπό τό σώμα, ἀμέσως καί αὐτά παραδίδονται στήν φθορά καί διαλύονται σιγά-σιγά. Ἄλλα ὅμως διατηροῦνται γιά πολλά χρόνια χωρίς νά εἶναι οὔτε ἐντελῶς ἄφθαρτα οὔτε πάλι τελείως φθαρτά, ἀλλά διασώζουν μέσα τους τά γνωρίσματα καί τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς φθοράς, ὥσπου νά φτάσουν στήν τέλεια ἀφθαρσία καί νά ἀνακαινιστούν τήν τελευταία καί κοινή ἀνάσταση τῶν νεκρών.
Γιά ποιό λόγο; Διότι δέν ἔπρεπε νά ἀναστηθοῦν καί νά ἀφθαρτωθοῦν τά ἀνθρώπινα σώματα, πρίν ἀπό τήν ἀνακαίνιση τῶν κτισμάτων, ἀλλά ὅπως ἀκριβῶς πρώτα πλάστηκε ἡ φύση ἄφθαρτη καί ἔπειτα ὁ ἄνθρωπος, ἔτσι πάλι πρώτα ἡ κτίση πρέπει νά μεταποιηθεῖ ἀπό τήν φθορά στήν ἀφθαρσία καί μετά μαζί μ' αὐτήν ν' ἀλλάξουν καί νά ἀνακαινιστούν τά φθαρτά σώματα τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ὁ ἄνθρωπος πνευματικός πιά καί ἀθάνατος νά κατοικήσει σέ τόπο ἄφθαρτο, αἰώνιο καί πνευματικό. Καί ὅτι αὐτό εἶναι ἀλήθεια, ἄκουσε τόν Ἀπόστολο Πέτρο πού τό βεβαιώνει: «Θά ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου σάν κλέπτης τήν νύχτα καί τότε οἱ οὐρανοί θά διαλυθοῦν ἀπό τήν φωτιά καί τά στοιχεία τῆς φύσεως θά καούν καί θά λυώσουν» (Β' Πέτρου 3:10,12), ὄχι γιά νά ἐξαφανιστούν, ἀλλά γιά νά ἀναχωνευθοῦν καί νά ἀναστοιχειωθοῦν σέ καλύτερη καί αἰώνια κατάσταση. Ἀπό πού γίνεται φανερό αὐτό;
Ἀπό τά λόγια πού προσθέτει στήν συνέχεια ὁ Ἀπόστολος: «Καινούριους οὐρανούς καί καινούρια γῆ προσδοκοῦμε κατά τήν ἐπαγγελία σου» (Β' Πέτρου 3:13). Τίνος τήν ἐπαγγελία; Ἀσφαλῶς του Χριστοῦ πού εἶπε: «Ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ θά παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δέν θά παρέλθουν» (κατά Ματθαῖον 24:35). Παρέλευση τοῦ οὐρανοῦ ἐννοεί τήν ἀλλαγή του, γι' αὐτό λέει ὅτι ἄν καί ὁ οὐρανός θά ἀλλάξει, ὅμως οἱ δικοί του λόγοι θά μένουν ἀναλλοίωτοι καί σταθεροί. Αὐτό προανήγγειλε καί ὁ προφήτης Δαυίδ: «Σάν μανδύα θά τούς τυλίξεις καί θά ἀλλάξουν, ἐσύ ὅμως θά παραμείνεις ὁ ἴδιος καί τά ἔτη τῆς ζωῆς σου δέν θά ἐκλείψουν» (Ψαλμοί, 101:27-28). Τί θά μποροῦσε νά γίνει σαφέστερο ἀπό αὐτά τά λόγια;
Κεφάλαιο ι΄: Ὅτι καί πάντες οἱ Ἅγιοι τόν Λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ἑαυτοῖς συλλαμβάνουσι τή Θεοτόκω παραπλησίως καί γεννώσιν αὐτόν καί γεννάται ἐν αὐτοίς καί γεννῶνται ὑπ' αὐτοῦ καί πώς υἱοί καί ἀδελφοί καί μητέρες αὐτοῦ χρηματίζουσιν.
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στά σπλάχνα τῆς Παναγίας Παρθένου καί ἔλαβε σάρκα ἀπ' αὐτήν, γεννήθηκε, ὅπως εἴπαμε, τέλειος ἄνθρωπος καί τέλειος Θεός ἀσυγχύτως. Τί σημαντικότερο ἔγινε ποτέ γιά μᾶς; Ὅλοι μας πιστεύουμε σ' αὐτόν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Υἱό τῆς ἀειπαρθένου καί Θεοτόκου Μαρίας καί γι' αὐτό δεχόμαστε τόν περί αὐτοῦ λόγο μέ ἐμπιστοσύνη. Ἄν τόν ὁμολογοῦμε λοιπόν καί μετανοοῦμε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας γιά τίς προηγούμενες ἁμαρτίες μας, τότε ὁ λόγος τῆς εὐσεβείας, τόν ὁποῖο δεχόμαστε, γεννιέται μέσα μας σάν σπόρος, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Λόγος τοῦ Πατρός εἰσῆλθε στήν γαστέρα τῆς Παρθένου. Θαύμασε τό μέγα τοῦτο καί ἐκπληκτικό μυστήριο καί δέξου το μέ κάθε πληροφορία καί πίστη.
Συλλαμβάνουμε λοιπόν αὐτόν τόν Λόγο ὄχι σωματικά, ὅπως τόν συνέλαβε ἡ Παρθένος καί Θεοτόκος, ἀλλά πνευματικά μέν πραγματικά ὅμως. Καί ἔχουμε μέσα στίς καρδιές μᾶς αὐτόν πού τόν ἴδιο πού συνέλαβε καί ἡ Ἁγνή Παρθένος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος: «Ὁ Θεός πού εἶπε νά λάμψει φώς μέσα στίς καρδιές μας πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τοῦ Υἱοῦ του» (Β' Κορινθίους 4:6), σάν νά λέει: Αὐτός ὅλος γεννήθηκε ἀληθινά μέσα μας. Καί ὅτι εἶναι ἔτσι τό φανερώνει μέ ὅσα παραθέτει στήν συνέχεια: «Ἔχουμε δέ τόν θησαυρόν αὐτόν μέσα σέ πήλινα σκεύη» (Β' Κορινθίους 4:6), ὀνομάζοντας θησαυρό τό Ἅγιο Πνεύμα.
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ὀνομάζει τό Πνεύμα Κύριο: «Γιατί τό Πνεύμα» λέει «εἶναι ὁ Κύριος» (Β' Κορινθίους 4:6), ὥστε ὅπου ἀκούς Υἱόν Θεοῦ νά ἐννοείς μαζί καί τό Πνεύμα καί ἄν πάλι ἀκούσεις γιά τό Ἅγιο Πνεύμα νά ἐννοείς μαζί μέ αὐτό καί τόν Πατέρα, ἐπειδή καί γι' αὐτόν λέει: «Πνεύμα ὁ Θεός» (κατά Ἰωάννη 4:24), διδάσκοντάς σέ παντοῦ τό ἀχώριστο καί ὁμοούσιο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι δηλαδή ὅπου εἶναι ὁ Υἱός ἐκεῖ εἶναι καί ὁ Πατήρ, καί ὅπου ὁ Πατήρ ἐκεῖ καί τό Πνεύμα, καί ὅπου τό Ἅγιο Πνεύμα ἐκεῖ ὅλη ἡ τρισυπόστατη Θεότητα, ὁ ἕνας Θεός καί Πατήρ μαζί μέ τόν Υἱό καί τό Πνεύμα τούς ὁμοουσίους, «αὐτός πού εἶναι εὐλογητός στούς αἰῶνες, ἀμήν» (Ρωμαίους 1:25).
Ἔτσι ὅταν πιστεύσουμε ὁλόψυχα καί μετανοήσουμε θερμά θά συλλάβουμε ὅπως εἰπώθηκε τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ στίς καρδιές μας, καθώς τον συνέλαβεν ἡ Παρθένος, προσφέροντας τοῦ κι ἐμείς τίς ψυχές μας παρθενικές καί ἁγνές. Καί ὅπως ἐκείνη δεν την κατέφλεξε τό πύρ τῆς θεότητας, ἐπειδή ἦταν ἁγνή καί ὑπεράμωμη, ἔτσι οὔτε καί ἐμᾶς μᾶς κατακαίει, ὅταν τοῦ προεφέρουμε τίς καρδιές μας ἁγνές καί καθαρές, ἀλλά γίνεται ἐντός μας δροσιά ἀπό τόν οὐρανό καί πηγή ὕδατος καί ρεῖθρον ἀθάνατης ζωής. Ὅτι δεχόμαστε καί ἐμείς παρόμοια τό ἄστεκτον πύρ τῆς θεότητας, ἄκουσε τόν Κύριο πού τό λέει: «Πύρ ἤλθα νά βάλω στήν γῆ» (κατά Λουκάν 12:49). Τί ἄλλο ἐννοεί, παρά τό ὁμοούσιο πρός τήν θεότητά του Πνεύμα, μέ τό ὁποῖο συνεισέρχεται καί συνθεωρεῖται μέσα μας καί ὁ ἴδιος ὁ Υἱός μαζί μέ τόν Πατέρα;
Ἐπειδή ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μιά φορά σαρκώθηκε ἀπό τήν Παρθένο καί γεννήθηκε ἀπό αὐτήν σωματικά, ἀνέκφραστα καί ὑπέρ λόγον καί δέν εἶναι δυνατόν νά σαρκωθεῖ πάλι ἤ νά γεννηθεῖ σωματικά ἀπό τόν καθένα ἀπό μᾶς, τί προνοεί; Μᾶς μεταδίδει γιά τροφή ἐκείνη τήν ἄχραντη σάρκα πού προσέλαβε ἀπό τήν πανάχραντη Θεοτόκο, κατά τήν σωματική του γέννηση. Ἄν τήν μεταλαμβάνουμε ἄξια, ἔχουμε μέσα μᾶς ὅλον τόν σαρκωθέντα Θεό καί Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, αὐτόν τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Υἱό τῆς Παρθένου τόν καθήμενο στά δεξιά τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος λέει: «ἐκεῖνος πού τρώγει τήν σάρκα μου καί πίνει τό αἷμα μου μένει μέσα μου καί ἐγώ μέσα του» (κατά Ἰωάννη 6:56), χωρίς ὅμως νά προέρχεται ἤ νά γεννιέται σωματικά ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά οὔτε καί νά μᾶς ἀποχωρίζεται ποτέ. Διότι ἐμείς δέν τόν αἰσθανόμαστε σάν σάρκα, ἄν καί βρίσκεται μέσα μας ὅπως ἀκριβῶς ἕνα βρέφος, ἀλλά ὑπάρχει ἀσωμάτως σέ σώμα, ἀναμιγνυόμενος ἀνέκφραστα μέ τήν φύση μας καί τήν οὐσία μας καί θεοποιῶντας μας, ἐπειδή γίναμε σύσσωμοι καί μ' αὐτόν δηλαδή σάρκα ἀπό τήν σάρκα του καί ὀστούν ἀπό τά ὀστά του. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο καί φρικτότερο μυστήριο τῆς ἀνέκφραστης οἰκονομίας καί συγκαταβάσεως του, πού δίσταζα νά τό γράψω καί ἔτρεμα νά τό ἐπιχειρήσω.
Ὁ Θεός ὅμως πάντοτε θέλει νά ἀποκαλύπτεται καί νά φανερώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ σ' ἐμᾶς, ὥστε καί ἐμείς κάποτε κατανοῶντας την μεγάλη του ἀγαθότητα καί αἰσθανόμενοι ντροπή νά προθυμοποιηθοῦμε νά τόν ἀγαπήσουμε. Γι' αὐτό καί ἐγώ παρακινήθηκα ἀπό τό Ἅγιο Πνεύμα πού φωτίζει τίς καρδιές μας καί σᾶς φανέρωσα αὐτά τά μυστήρια γραπτῶς, ὄχι γιά νά σᾶς ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὅμοιος μ' αὐτήν πού γέννησε τόν Κύριο - μη γένοιτο - αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἔνσαρκη καί ἄφραστη γέννηση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἀπό τήν Παρθένο καί ἄλλη πού συντελεῖται σέ μᾶς πνευματικῶς. Ἐκείνη γεννῶντας ἔνσαρκο τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπεργάστηκε στήν γῆ τό μυστήριο τῆς ἀναπλάσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μας καί τήν σωτηρία ὅλου του κόσμου, πού εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησούς Χριστός καί Θεός, αὐτός πού ἕνωσε στόν ἑαυτό του τά διεστώτα καί ἐξάλειψε τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Ἐνῶ αὐτή (πού συντελεῖται σέ μᾶς) γεννῶντας ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν Λόγο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ἀπεργάζεται ἀκατάπαυστα στίς καρδιές μας τό μυστήριο τῆς ἀνακαινίσεως τῶν ἀνθρώπινων ψυχών καί τήν κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Θεό Λόγο, αὐτήν ὑπαινίσσεται καί τό θεῖο λόγιο: «Δι' αὐτοῦ συλλάβαμε καί ἐγεννήσαμε μέ πόνο τό πνεύμα τῆς σωτηρίας, τό ὁποῖο κυοφορήσαμε πάνω στήν γῆ» (Ἠσαϊας 26:18).
Λοιπόν δέν σᾶς φανέρωσα αὐτά τά μυστήρια γιά νά ἀποδείξω ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γεννήσει τόν Χριστό κατά τόν ἴδιο τρόπο πού τόν γέννησε ἡ Παναγία, ἀλλά γιά νά φανερωθεῖ ἡ ὑπεράπειρη καί γνήσια ἀγάπη τοῦ σ' ἐμᾶς καί ὅτι ἄν τό θέλουμε ὅλοι μποροῦμε νά γίνουμε μητέρα καί ἀδελφοί του κατά τόν προαναφερόμενο τρόπο, καθώς καί ὁ ἴδιος τό διακηρύττει: «Μητέρα μου καί ἀδελφοί μου εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐκτελούν» (κατά Λουκάν 8:21). Ἔτσι θά γίνουμε ἴσοι μέ τούς μαθητές καί ἀποστόλους του, ὄχι κατά τήν ἀξία, οὔτε κατά τίς περιοδίες καί τούς κόπους πού ὑπέφεραν, ἀλλά κατά τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν δωρεά τήν ὁποία ἐξέχεε σ' ὅλους πού τόν πίστευαν καί τόν ἀκολουθούσαν, χωρίς νά στραφούν ποτέ πίσω. Εἶδες πώς ὅλους ἐκείνους πού ἀκοῦνε καί πράττουν τόν λόγο του τούς ἀνύψωσε στήν ἀξία τῆς μητέρας του καί τούς ἀποκαλεί ἀδελφούς καί συγγενείς του; Ὅμως μόνο ἐκείνη ὑπῆρξε ἡ κυρίως μητέρα του, ἐπειδή ὅπως ἀνέφερα τόν γέννησε ἀνερμηνεύτως καί χωρίς ἄνδρα, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τόν συλλαμβάνουν καί τόν κατέχουν κατά χάριν καί δωρεάν. Καί ἀπό μεν την ἄμωμη μητέρα του δανείστηκε τήν παναμώμητη σάρκα του καί σέ ἀντάλλαγμα τῆς δώρισε τήν θεότητα -ὦ τί παράξενη καί ἀσυνήθιστη συναλλαγή -ἐνῶ ἀπό τούς ἁγίους δέν παίρνει σάρκα, ἀλλά ἀντίθετα αὐτός τους μεταδίδει τήν θεωμένη σάρκα του. Ἄς ἐξετάσουμε λοιπόν τό βάθος αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου.
Ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος στόν Χριστό, δηλαδή τό πύρ τῆς θεότητος, προέρχεται ἀπό τήν θεία του φύση καί οὐσία. Ὅμως τό σώμα του δέν ἔχει τήν ἴδια προέλευση, ἀλλά προέρχεται ἀπό τήν πάναγνη καί ἁγία σάρκα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία προσέλαβε κατά τό ἱερό λόγιο: «ὁ Λόγος ἔγινε σάρκα» (κατά Ἰωάννην 1:14). Ἔκτοτε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀχράντου Παρθένου μεταδίδει στούς ἁγίους, ἀπό μεν την φύση καί τήν οὐσία τοῦ συναϊδιου Πατρός του την χάρη τοῦ Πνεύματος, δηλαδή τήν θεότητα, καθώς καί μέσῳ τοῦ προφήτη λέγει: «Θά συμβεί τοῦτο κατά τίς ἔσχατες ἡμέρες, θά ἐκχύσω ἀπό τό Πνεύμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο» (Ἰωήλ 3:1), ἐννοῶντας κάθε πιστό, ἀπό δέ τήν φύση καί οὐσία ἐκείνης πού κυρίως καί ἀληθῶς τον γέννησε τήν σάρκα, τήν ὁποία ἔλαβε ἀπό αὐτή.
Καί ὅπως ἀπό τήν πληρότητά του λάβαμε ὅλοι ἐμείς, ἔτσι ἀκριβῶς μεταλαμβάνουμε ἀπό τήν ἄμωμη σάρκα τῆς Παναγίας μητέρας του, τήν ὁποία καί ἐκεῖνος προσέλαβε καί ὅπως ἔγινε υἱός καί Θεός της ὁ Χριστός καί Θεός μας γενόμενος καί ἀδελφός μας, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἐμείς ὦ τί ἀνέκφραστη φιλανθρωπία γινόμαστε υἱοί τῆς Θεοτόκου μητέρας του καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδή χάρη στόν ὑπεράμωμο καί ὑπεράγνωστο γάμο πού τελέστηκε μ' αὐτήν καί σ' αὐτήν γεννήθηκε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἀπ' αὐτόν πάλι ὅλοι οἱ ἅγιοι. Πράγματι, ὅπως ἀπό τήν συνουσία καί τήν σπορά τοῦ Ἀδάμ πρώτη ἡ Εὔα γέννησε καί ἀπό ἐκείνη καί μέσῳ ἐκείνης γεννήθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καί ἡ Θεοτόκος, ἀφοῦ δέχτηκε ἀντί σποράς τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ συνέλαβε καί γέννησε μόνο τόν πρό αἰώνων μονογενή τοῦ Πατρός καί μετέπειτα σαρκωθέντα δικό της μονογενή. Καί μολονότι ἡ ἴδια ἔπαψε νά συλλαμβάνει καί νά γεννά, ὁ Υἱός της γέννησε καί γεννά καθημερινά ὅσους πιστεύουν σ'αυτόν καί τηρούν τίς ἅγιες ἐντολές του. Ἀσφαλῶς ἔπρεπε ἡ πνευματική μας ἀναγέννηση καί ἀνάπλαση νά γίνει διά τοῦ ἀντρός, δηλαδή τοῦ δευτέρου Ἀδάμ καί Θεοῦ, ἐπειδή ἡ γέννησή μας στήν φθορά ἔγινε διά τῆς γυναικός Εὔας.
Καί πρόσεχε τήν ἀκρίβεια τοῦ λόγου: ἀνδρός θνητοῦ καί φθαρτοῦ ἡ σπορά φθαρτούς υἱούς καί θνητούς διά γυναικός γέννησε καί γεννά, ἀθανάτου και ἀφθάρτου Θεοῦ ὁ ἀθάνατος καί ἄφθαρτος Λόγος ἀθάνατα καί ἄφθαρτα τέκνα γέννησε καί διαρκῶς γεννά, ἀφοῦ πρώτα αὐτός γενννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο ἐν ἁγίῳ Πνεύματι βεβαίως.
Γι' αὐτό λοιπόν εἶναι δέσποινα καί βασίλισσα καί κυρία καί μητέρα ὅλων τῶν ἁγίων ἡ μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι καί δοῦλοι τῆς ἀφοῦ εἶναι μητέρα τοῦ Θεοῦ καί παιδιά τῆς ἀφοῦ μεταλαμβάνουν ἀπό τήν πανάχραντη σάρκα τοῦ Υἱοῦ της. Πιστός ὁ λόγος: ἡ σάρκα τοῦ Υἱοῦ της εἶναι σάρκα τῆς Θεοτόκου. Μεταλαμβάνοντας καί ἐμείς ἀπ' αὐτήν τήν θεωμένη σάρκα τοῦ Κυρίου, ὁμολογοῦμε καί πιστεύουμε ὅτι μεταλαμβάνουμε ζωήν αἰώνια, ἐκτός ἄν ἀναξίως καί εἰς κατάκριμα μεταλαμβάνουμε.
Πράγματι ὅλοι οἱ ἅγιοι εἶναι συγγενείς πρός τήν Παναγία μητέρα τοῦ Θεοῦ κατά τρεῖς τρόπους: Πρῶτον ἐπειδή προέρχονται ἀπό τόν ἴδιο πηλό μ' αὐτήν καί τήν ἴδια πνοή, δηλαδή τήν ψυχή. Δεύτερον ἐπειδή ἔχουν κοινωνία καί μετουσία μέ αὐτήν διά τῆς προσλήψεως τῆς σαρκός της ἀπό τόν Χριστό. Καί τρίτον ἐπειδή, λόγῳ τῆς ἐν Πνεύματι ἁγιωσύνης πού ἐνυπάρχει σέ αὐτούς, καθένας συλλαμβάνει ἐντός του καί κατέχει τόν Θεό τῶν ὅλων, ὅπως ἀκριβῶς καί ἐκείνη τόν εἶχε ἐντός της. Διότι ἄν καί τόν γέννησε σωματικῶς, ὅμως πάντοτε τόν εἶχε ὅλον καί πνευματικῶς μέσα της καί ἐξακολουθεῖ νά τόν ἔχει καί τώρα καί πάντοτε ἀχώριστον ἀπό αὐτήν.
Σ' αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί τό κράτος στούς αἰῶνες Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου