xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


Η ΚΑΤΕΓΝΩΣΜΕΝΗ ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ καὶ ἡ στάση τῶν ποιμένων ἀπέναντί της
 τοῦ θεολόγου Σημάτη Παναγιώτη




Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν δισχιλιόχρονη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ ἑξῆς πρωτοφανοῦς φαινομένου: Ἀναπτύσσεται ἐπὶ δεκαετίες μιὰ αἵρεση στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἡ αἵρεση αὐτὴ ἔχει ὄνομα, ἔχει χαρακτηρισθεῖ ἀπὸ Ἁγίους ἀνθρώπους ὡς ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν ἐπισημανθεῖ καὶ καταγραφεῖ οἱ κακοδοξίες της καί, παρὰ ταῦτα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας συμβιώνουν μὲ τὴν αἵρεση· ἀρνοῦνται νὰ κατονομάσουν τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ αὐτούς· συλλειτουργοῦν μαζί τους, τοὺς ὑποδέχονται μὲ ἐμετικὲς κολακεῖες καὶ ἔτσι, ἀφήνουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ νὰ συμφύρονται μετὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ νὰ ἐξοικειώνονται μὲ τὴν αἵρεση.

Καὶ ποιά εἶναι ἡ δικαιολογία αὐτῆς τῆς πρωτάκουστης ποιμαντικῆς συμπεριφορᾶς; Ἡ δικαιολογία εἶναι ἀκόμα πιὸ παράξενη, πιὸ ἀνεξήγητη γιὰ Ὀρθόδοξους ποιμένες. Ἀνεξήγητη γιὰ Ἐπισκόπους καὶ πνευματικοὺς ποὺ ἔχουν γαλουχηθεῖ μὲ τὰ νάματα τῆς ἁγιοπατερικῆς Παραδόσεως, ποὺ νυχθημερὸν μαθητεύουν στὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ψάλλουν τὶς ἀκολουθίες τους, μελετοῦν στὰ Συναξάρια τὸν βίο τους· γιὰ ποιμένες ποὺ καθημερινῶς μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς προτρέπουν νὰ μιμούμεθα ἐκείνους τοὺς Ἁγίους, ποὺ καταπολέμησαν τὴν κάθε αἵρεση ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐμφανίστηκε.


Ἡ συμπεριφορὰ πολλῶν συγχρόνων ποιμένων, δὲν εἶναι μόνο ἀνεξήγητη, ἀλλὰ ἐν πολλοῖς καὶ σχιζοφρενική, διότι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ μᾶς προβάλλουν μὲ πύρινους λόγους ὡς πρότυπα Ἁγίους, ποὺ χρησιμοποίησαν βαρύτατους χαρακτηρισμοὺς γιὰ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ ἐξεδίωκαν μὲ δριμύτητα τοὺς αἱρετικοὺς ὡς λύκους, ποὺ ἐν τέλει θυσίασαν στὸν ἀγῶνα αὐτὸν τὴ ζωή τους, καὶ ταυτόχρονα, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἀναιροῦν τὰ ἴδια τὰ κηρύγματά τους καί, γιὰ τὴν σύγχρονη αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ἴδιοι μὲν σιωποῦν, σὲ μᾶς δὲ συνιστοῦν ὑπακοή, ὄχι πλέον στοὺς Ἁγίους, ἀλλὰ στοὺς Ἀρχιερεῖς οἰκουμενιστές, τοὺς διδασκάλους δηλαδὴ τῆς αἱρέσεως. Καὶ δικαιολογοῦν αὐτὴ τὴν θέση τους διὰ πολλῶν. Μία ἀπὸ τὶς δικαιολογίες ποὺ προσκομίζουν, δικαιολογία ποιμαντικὰ ἀνυπόστατη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ψευδής, εἶναι ὅτι ὁ Οἰκουμενισμός, οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἔχουν κριθεῖ καὶ καταδικασθεῖ ἀκόμα ἀπὸ Σύνοδο ὡς αἱρετικοί, καὶ ἄρα ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἀποτελεῖ κατεγνωσμένη αἵρεση.


Ὡς ἐκ τούτου, ἡ στάση τους ἀπέναντι στοὺς ἡγέτες τῆς σύγχρονης παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶναι στάση ἀνοχῆς ἐξωφρενικῆς, καὶ λογίζεται ὡς συμπόρευση μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἡ ἀνοχὴ αὐτὴ εἶναι ἔνοχη, προσβάλλει τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων, συμβάλλει στὴν κατεδάφιση τῆς Πίστεως καὶ ἔχει καταστροφικὲς σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀπορροφῶνται ἀπὸ αὐτούς, ἀφοῦ κοινὸς τόπος τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι ἡ αἵρεση μολύνει τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουμε αὐτὴ τὴν ὀδυνηρὴ πραγματικότητα καὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε, γιατί, ἐνῶ ὑπάρχει μιὰ καινοφανὴς αἵρεση, ὅμως τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τὴν ἀγνοοῦν ἢ ἀδιαφοροῦν γι’ αὐτήν, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐξετάσουμε τὸ θέμα: «Ἡ Κατεγνωσμένη Αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ ἡ στάση τῶν ποιμένων ἀπέναντί της».


Τὸ θέμα εἶναι μεγάλο, καὶ ἀσφαλῶς ὁ χρόνος μιᾶς εἰσηγήσεως δὲν ἐπαρκεῖ γιὰ νὰ τὸ ἐξαντλήσει. Γι’ αὐτὸ ἐπέλεξα τὴν ἐξέταση μερικῶν μόνο κομβικῶν σημείων, τὰ δὲ ἄλλα θὰ θιγοῦν ἀκροθιγῶς. Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.

Γιὰ ὅσους ἔχουν ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα, πολλὰ ἀπ’ ὅσα θὰ ἀκουστοῦν εἶναι γνωστά. Γιὰ τοὺς ὑπόλοιπους ὅμως, ἡ εἰσήγηση αὐτὴ ἀποτελεῖ μιὰ προσέγγιση τῆς στάσεως ποὺ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ποιμένες καὶ φύλακες τῆς Πίστεως, κράτησαν ἀπέναντι σὲ κάθε αἵρεση, ὅπως ὁ Οἰκουμενισμός, καὶ ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ σὲ σύγκριση μὲ τὴν στάση ἀδιαφορίας καὶ συμβιβασμοῦ ποὺ κρατοῦν οἱ σύγχρονοι ποιμένες –καὶ ἐμεῖς καθ’ ὅσον τοὺς ἀκολουθοῦμε–, ἀφοῦ ἡ στάση τους αὐτὴ συντελεῖ στὴν ἐλλειπῆ περὶ Οἰκουμενισμοῦ ἐνημέρωση, στὴν παραπληροφόρηση καὶ στὴν σύγχυση.

Θὰ ἀρχίσω ἀπὸ τὴν ἐξέταση τῶν δύο ἄλλων μεγάλων αἱρέσεων, ποὺ συμπλέκονται μὲ τὸν Οἰκουμενισμό, τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό.


1. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Παπισμός, κι ἂν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αἵρεση γιὰ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι «κάθε πεπλανημένη διδασκαλία, ἡ ὁποία παρεκκλίνει ἀπὸ τὴν ἀποκαλυφθεῖσα ἀλήθεια»· «ἡ διαστρέβλωση μιᾶς ἢ περισσοτέρων ἀληθειῶν» τῆς Ἐκκλησίας, «οἱ ὁποῖες περιέχονται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν Ἱερὴ Παράδοση». Ἡ ὁποιαδήποτε προσθήκη στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ «ἡ προσχώρηση σὲ μιὰ ἤδη καταδικασμένη αἱρετικὴ ὁμολογία». Καὶ τοῦτο, διότι ἡ παραθεώρηση ἢ ἡ ἀλλοίωση τῶν Δογμάτων ἐπιφέρει καὶ ἀλλοίωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, καταστρέφει τὴν γνησιότητά της καὶ ἔχει ἐπιπτώσεις στὸ γεγονὸς τῆς σωτηρίας μας.

Αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, διδάσκει καὶ ἐμμένει σὲ κακόδοξες διδασκαλίες, ἀλλὰ κι αὐτὸς ποὺ τὶς ἀποδέχεται, παρότι τοῦ ἔχει ὑποδειχθεῖ ὅτι ἀντιβαίνουν στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Αἱρετικὸς ἀκόμα, εἶναι κι αὐτὸς ποὺ πιστεύει, ὅσα διδάσκει ἡ Μία Ἐκκλησία, ἀλλὰ διαφοροποιεῖται ἀπὸ αὐτὴν σὲ μία ἔστω διδασκαλία της, ποὺ κατὰ τὴν λογική του ἢ τὴν ἐπιθυμία του δὲν ἔχει καὶ μεγάλη σημασία.

Πρέπει νὰ προσέξουμε καὶ κάτι ἀκόμη, σχετικὰ μὲ τὸ ποιός εἶναι αἱρετικός, γιατὶ πολλοὶ Οἰκουμενιστὲς καὶ οἰκουμενίζοντες ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας, τὸ παρερμηνεύουν. Δὲν θεωροῦν δηλαδή, ἀνατροπέα τῆς Πίστεως ἐκεῖνον ποὺ παραβαίνει ἀπὸ σκοποῦ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες ἢ τὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολές, ἀλλὰ τὸν θεωροῦν ὡς ἁπλὸ παραβάτη, ἰσάξιο μὲ κάποιον ἁμαρτωλό, ὅπως εἴμαστε ὅλοι.

Ὅμως, ἡ ἐν συνειδήσει παράβαση Εὐαγγελικῶν Ἐντολῶν καὶ ἡ προτροπὴ πρὸς τοὺς ἄλλους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, εἶναι πράξη ἀνατρεπτικὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ φυσικὰ ἀποτελεῖ αἵρεση. Καὶ τοῦτο γιατὶ ὑπάρχει ἐνσυνείδητη περιφρόνηση καὶ ἐναντίωση στὸ θεῖο Θέλημα, ἀπόρριψη κάποιας ἐλάχιστης Ἐντολῆς Του, καὶ διδαχὴ διαφορετικὴ τοῦ Εὐαγγελίου· καὶ ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς διαβεβαίωσε: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5, 19).

Εἶναι λοιπόν τὸ λιγότερο ἀνόητο, νὰ κατηγοροῦμε ὡς αἱρετικὸ ἐκεῖνον ποὺ ἑρμηνεύει διαφορετικὰ ὑπέρλογες δογματικὲς ἀλήθειες –ποὺ στὸ κάτω-κάτω τὸ ἀνθρώπινο μυαλὸ ἀδυνατεῖ νὰ τὶς κατανοήσει– καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴ θεωροῦμε ὡς αἱρετικὸ ἐκεῖνον ποὺ φανερά, συνειδητὰ καὶ μὲ περισσὴ ἀσέβεια, ἀπορρίπτει ἐμπράκτως ρητὴ ἁγιογραφικὴ διδασκαλία, προτροπή, ἢ Ἀποστολικὴ Ἐντολή. Διότι ὅλες οἱ Ἐντολὲς εἶναι ἀπαραίτητες γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ ἐδόθησαν γιὰ νὰ ρυθμίζουν τὴν ζωή μας.

Ἕνα κρίσιμο ἐρώτημα συναφὲς πρὸς τὸ θέμα μας εἶναι καὶ αὐτό. Ἀπό πότε οἱ αἱρετικοὶ ἀρχίζουν νὰ εἶναι αἱρετικοί; Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ κάποια Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα Οἰκουμενική, θὰ τοὺς καταδικάσει, ἢ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ διδάσκουν ἢ ἀκολουθοῦν συνειδητὰ καὶ μὲ ἐπιμονὴ μιὰ ἢ πολλὲς αἱρετικὲς δοξασίες, ἔστω κι ἂν ἡ Ἐκκλησία δὲν τὶς ἔχει Συνοδικὰ καταδικάσει;

Ἀσφαλῶς, αἱρετικὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ προάγει μιὰ ἀντιευαγγελικὴ διδασκαλία καὶ παρὰ τὶς συστάσεις καὶ τὶς ὑποδείξεις, ὅσων ποιμένων ἢ πιστῶν ἀντελήφθησαν τὴν αἱρετικὴ παρέκκλιση, οἱ ὁποῖοι τὸν καλοῦν νὰ παύσει νὰ τὴν διδάσκει καὶ νὰ μετανοήσει, αὐτὸς ἀρνεῖται νὰ συμμορφωθεῖ.

Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγ. Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, «ἔχομε παραγγελίαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολον, ἐάν κάποιος δογματίζῃ ἢ μᾶς προστάσσῃ νὰ κάνωμε κάτι ἀντιθέτως ἀπ΄ ὅ,τι ...ὁρίζουν οἱ Κανόνες τῶν κατὰ καιροὺς Συνόδων, νὰ μὴ τόν δεχώμεθα καὶ οὔτε νὰ τὸν ὑπολογίζωμε μεταξὺ τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων», γιατὶ «ὁ αἱρετικός θέτει ἑαυτόν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἧς στιγμής υἱοθετήση αἱρετικήν τινά κακοδοξίαν».

Σύμφωνα μὲ τὶς παραπάνω διαπιστώσεις, οἱ Παπικοὶ εἶναι αἱρετικοί, (ὅπως οἱ Προτεστάντες καὶ οἱ Οἰκουμενιστές), διότι ἀλλοίωσαν τὴν Πίστη καὶ τὴν Παράδοση τῆς «Μίας, Καθολικῆς Ἐκκλησίας» σὲ πολλὰ σημεῖα καὶ ὄχι μόνο δὲν μετανοοῦν καὶ δὲν διορθώνουν τὰ λάθη τους, ἀλλὰ ἀντιθέτως ἐμμένουν πεισματικὰ σὲ αὐτά, καὶ μάλιστα προσθέτουν μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ ἄλλες αἱρέσεις στὶς ἤδη ὑπάρχουσες καὶ τέλος φανερὰ ἢ κρυφά, βίαια ἢ ὕπουλα, ἀγωνίζονται νὰ ἐπιβάλλουν τὴν κακοδοξία τους καὶ στοὺς ἄλλους.

Εἰδικὰ γιὰ τὸν Παπισμό: Ἡ ἀλλοίωση τῆς Πίστεως ποὺ οἱ Παπικοὶ προκάλεσαν, ἔχει κατακριθεῖ καὶ καταδικασθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πρὶν ἀκόμα αὐτοὶ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν «Μία Ἐκκλησία».

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, στὸ ἐπιχείρημα τῶν ἑνωτικῶν, (Οἰκουμενιστῶν θὰ λέγαμε σήμερα) ὅτι δὲν ἔχουμε δὰ καὶ μεγάλες διαφορὲς μὲ τοὺς Λατίνους, διακηρύττει «ὅτι οἱ λατῖνοι εἶναι αἱρετικοὶ ὡς νοθεύσαντες τὸ Τριαδικὸν δόγμα, διὸ καὶ ἀποτρέπει ἀπὸ πάσης κοινωνίας» ὄχι μόνο μὲ τοὺς Παπικούς, ἀλλὰ καὶ «μετὰ τῶν ἑνωτικῶν» (Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, τ. ΙΙ, σελ. 439-440). Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνοψίζει, οἱ Παπικοὶ ὡς αἱρετικοί, δὲν ἔχουν μυστήρια καὶ ὁ Πάπας ἱερωσύνη (Πηδάλιον, Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, σελ. 91,92).

Ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γράφει: «Τούτους τοὺς ἀπατεῶνας συνοδικῇ …κατεκρίναμεν ψήφῳ· οὐ νῦν αὐτῶν τὴν ἀπόφασιν καθορίζοντες, ἀλλ’ ἐκ τῶν ἤδη Συνόδων καὶ Ἀποστολικῶν θεσμῶν τὴν προωρισμένην αὐτοῖς καταδίκην ὑπεκφαίνοντες καὶ πᾶσι ποιοῦντες πάλιν ἐπίδηλον» (Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς..., σ. 148-149). Δηλαδή, τοὺς παπικούς, ἐπειδὴ δὲν μετανοοῦσαν, τοὺς κατεδίκασαν. Ἐφήρμοσαν δι’ αὐτοὺς τὴν διαχρονικὴν Συνοδικὴν καταδίκην, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῶν κακοδοξιῶν τους, εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ προηγούμενες Συνόδους, καὶ ὡς ἐκ τούτου, τοὺς ἀπόκοψαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν. Παρόμοια ἔχουν ἀποφασίσει Οἰκουμενικὲς καὶ τοπικὲς Σύνοδοι γράφει.

Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες αἱρέσεις τῶν Παπικῶν, εἶναι καταδικασμένες προδρομικὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ οἱ αἱρέσεις ποὺ οἱ Παπικοὶ ἐκ τῶν ὑστέρων προσέθεσαν· καταδικάστηκαν κι αὐτὲς ἀπὸ πολλοὺς Ἁγίους καὶ πάνω ἀπὸ ἑκατὸ νεώτερες τοπικὲς Συνόδους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἄρα λοιπόν, εἶναι σαφὴς ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία γιὰ τὶς αἱρέσεις: «Μία ἡ Ἐκκλησία ἐν οὐρανοῖς, ἡ αὐτὴ ἐπὶ γῆς. Ἐν ταύτῃ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπαναπαύεται. Αἱ ἔξω ταύτης οὖσαι αἱρέσεις, ἃς ἔχουσι οἱ ἄνθρωποι, οὐκ εἰσὶ διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, οὐδὲ τῶν Ἀποστόλων ἀλλὰ τοῦ Σατανᾶ καὶ τοῦ Πατρὸς αὐτῶν τοῦ Διαβόλου...» («Περὶ Ἐκκλησιαστικῶν Διατυπώσεων» τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου Μansi, 2, 889).

Καὶ ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ διδάσκουν ἀντίθετα ἀπὸ τὸ Χριστό, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη ἡ στάση μας ἀπέναντι αὐτῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση. Ὁ ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης γράφει: «τὸν ἑκάστοτε πάπα “οὐ μόνον οὐ κοινωνικὸν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ αἱρετικὸν ἀποκαλοῦμεν”, ἐφ’ ὅσον λόγῳ τῆς βλασφημίας ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ filioque (ὁ Πάπας καὶ οἱ Παπικοὶ) ἔχασαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅλα σ' αὐτοὺς εἶναι ἀχαρίτωτα» (Θεόδωρου Ζήση, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμό

2. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Προτεσταντισμός, κι ἂν ἔχει καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Μετὰ ὅσα ἀναφέρθηκαν γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, εἶναι περιττὸ νὰ ἀναφερθοῦν ἐπιχειρήματα περὶ τοῦ ὅτι ὁ Προτεσταντισμὸς ἀποτελεῖ αἵρεση. Ὄχι μόνο ἀποτελεῖ αἵρεση, ἀλλὰ οἱ διάφορες «ὁμολογίες» τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἔχουν περιπέσει σὲ τέτοιες ἀνόητες κακοδοξίες, ἀλλὰ καὶ παραβάσεις τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς, ὥστε περὶ αὐτῶν ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πὼς τὰ ὑπ’ αὐτῶν πιστευόμενα καὶ πραττόμενα «αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν».


Ἔτσι, ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ὁ Προτεσταντισμὸς κεῖται ἐν τῇ αἱρέσει καὶ τοῦτο ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὑπὸ Ἁγίων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ Συνοδικὲς ἀποφάσεις.

Βέβαια, οἱ Οἰκουμενιστὲς ζητοῦν ἐπίσημη καταδίκη τῶν Προτεσταντικῶν αἱρέσεων ἀπὸ Σύνοδο, ἢ δυνατὸν Οἰκουμενική. Τοῦτο τὸ αἴτημα εἶναι ἀστήρικτο, τὴ στιγμὴ μάλιστα, ποὺ ἐνῶ ζητοῦν ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καταδίκη τοῦ Παπισμοῦ, προτεσταντισμοῦ καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οἱ ἴδιοι οἰκουμενίζοντες, ἀποκαλοῦν αἱρετικὲς δεκάδες ὁμολογίες ἢ σέκτες, ὅπως π.χ. τοὺς «Μάρτυρες τοῦ Ἱεχωβᾶ», παρόλο ποὺ καμία Σύνοδος δὲν τοὺς ἔχει ἐπίσημα καταδικάσει.

Ἂς δοῦμε, λοιπόν, κάποιες Συνοδικὲς ἀποφάσεις ποὺ καταδικάζουν τὸν Προτεσταντισμό· ἀποφάσεις ποὺ προέκυψαν, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἀναγκάστηκε νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν λεγόμενη «Ὁμολογία τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως», ἡ ὁποία ἐγράφη ὡς φαίνεται ἀπὸ Προτεστάντες, θεωρήθηκε ὅμως ὅτι τὴν ἔγραψε ὁ Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις. Ἐπειδὴ περιεῖχε προτεσταντικὲς θέσεις καὶ ἐπειδὴ ὁ ἴδιος δὲν τὶς ἀπεκήρυξε καὶ γραπτά, ὅπως τοῦ ἐζητεῖτο, παρὰ μόνο προφορικά, συνεκλήθη Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1638, ἡ ὁποία «κατεδίκασε αὐτὸν ὡς συγγραφέα τῆς Ὁμολογίας καὶ αἱρετικόν» (Οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα http://exprotestant.blogspot.gr/2012/04/blog-post_30.html).

Ἔτσι μ’ αὐτὴν τὴν αἰτίαν, ἔχουμε τὴν πρώτην καταδίκη Συνοδικὰ τοῦ Προτεσταντισμοῦ στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίλλου Λουκάρεως, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Βασίλειος Στεφανίδης. Στὴ συνέχεια συνεκλήθη καὶ ἄλλη Σύνοδος σὲ ἄλλη πατριαρχικὴ ἕδρα, στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 1672, ὅπου ἐπίσης καταδικάστηκε ὁ Προτεσταντισμός. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δοσίθεος ὀνομάζει τὸν Λούκαρι «κρύφιον αἱρετικόν». Ἐκ τρίτου κατεδικάσθη ἡ Κυρίλλειος Ὁμολογία ἀπὸ τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1642, ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παρθενίου τοῦ Β’ (1644-1646).

Ἐπίσης, κατεδικάσθη ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ τὴν «Ὁμολογία Πέτρου Μογίλα, ἡ ὁποία διορθωθεῖσα ἐνεκρίθη ὑπὸ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐξεδόθη ὡς «Ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (ἐν Ἀμστελοδάμῳ, 1667).

Τέλος, «ὁ πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Στ’ (1836 και 1839) ἐξέδωκεν ἐγκυκλίους πρὸς τοὺς ὑπ΄ αὐτὸν μητροπολίτας», διὰ τῆς ὁποίας καθόριζε συγκεκριμένα μέτρα κατὰ τοῦ ὑπὸ τῶν αἱρετικῶν Προτεσταντῶν προσηλυτισμοῦ.


Ἔχουμε λοιπόν, ἕξι καταδίκες τῶν Προτεσταντῶν ὡς αἱρετικῶν, γιὰ ὅσους ἀμφιβάλλουν γιὰ τὸ ἂν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τοὺς ἔχει καταδικάσει ἐπίσημα.

Τελειώνουμε αὐτὸ τὸ τμῆμα μὲ ἕνα κείμενο ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Πάριο, ὁ ὁποῖος γράφει:

«Αἱρετικός ἐστι, καὶ ταῖς τῶν αἱρετικῶν ὑπόκειται ποιναῖς ὁ καὶ μικρόν τι τῆς ὀρθῆς πίστεως παρεκκλίνων. Φησί δὲ καὶ ἡ δεσποτικὴ φωνὴ ὅτι ἐὰν καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούση, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης». Παραθέτει μάλιστα σὲ ὑποσημείωση ἀπὸ ἔργο καλούμενο Δοκίμιο τὰ ἑξῆς ἐνδιαφέροντα: «Τί δέ; Ἧττον ἄρα τίς ἀπορήσειεν, εἰ διανοηθείη, ὅπως ἐντὸς ὀλίγων ἐτῶν, ὁ ἐγγὺς τῆς ἀσεβείας Λουθηροκαλβινισμός, μικροῦ τὸ ἥμισυ κατέσχε τῆς Εὐρώπης; Τί δὲ ὁ Παπισμός, ὁ πατὴρ τοῦ Λουθηροκαλβινισμοῦ; Μάλιστα δὲ καὶ καυχῶνται ὅτι γένη πάμπολλα εἰσί, καὶ βασίλεια μεγάλα καὶ κραταιά. Καὶ τοῦτο δὴ ἐστὶ τὸ λυπηρόν, ὅτι γένη τοσαῦτα καὶ λαοὶ πολυπληθεῖς ἐκκλησίαι εἰσὶ πονηρευομένων καὶ ἀλλότριοι τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ μᾶλλον ἢ πρότερον. Πρότερον γὰρ ἦσαν αἱρετικοί, καθὰ δὴ καὶ νῦν εἰσί, διὰ τῆς εἰς τὸ ἅγιον Σύμβολον προσθήκης. Νῦν δὲ καὶ ἀβάπτιστοι ὅλως ἀποδείχθησαν ὄντες. Δι' ὃ καὶ τοὺς ἐξ αὐτῶν προσερχομένους, ὡς ἐθνικοὺς δεχόμενοι, ἆτε ἀβαπτίστους βαπτίζομεν κατὰ τὸν Ζ' κανόναν τῆς ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Β' Συνόδου. Παραλείπω τὰ μύρια ἄλλα παρ' αὐτῶν βδελύγματα. Ἀρμένιοι Δὲ καὶ Κόπται, οἱ κατ' Αἴγυπτον καὶ Συρίαν, κόμματα μὲν καὶ οὗτοι πονηρά, λυποῦσι δὲ οὐδὲν τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, περιουσία τῆς ἰδίας αὐτῶν ἀπαιδευσίας» ((Θεόδωρου Ζήση, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμός).


3. Γιατί εἶναι αἵρεση ὁ Οἰκουμενισμός, κι ἂν ἔχει κι αὐτὸς καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.


Ὅσα εἴπαμε γιὰ τὸν Παπισμὸ καὶ τὸν Προτεσταντισμό, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν Οἰκουμενισμό.

Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς παναίρεση ἀπὸ τὸν σύγχρονο Σέρβο Ἅγιο Ἰουστῖνο Πόποβιτς. Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, συνονθύλευμα αἱρέσεων. Συναθροίζει καὶ περισυλλέγει ἀπὸ τὴν σημερινὴ οἰκουμένη κακοδοξίες καὶ ψεύδη πολλῶν καὶ χαλεπῶν αἱρέσεων· αἱρέσεων νεοφανῶν, ἀλλὰ καὶ αἱρέσεων παμπάλαιων. Οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις τους, καταλύουν ἐκ βάθρων τὴν Χριστολογία, τὴν ἐκκλησιολογία καὶ τὴν σωτηριολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀφοῦ δι’ αὐτῶν ἐξομοιώνει τὴν Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, καὶ ἐξισώνει ὅλες τὶς θρησκεῖες, ἐπιδιώκοντας νὰ τὶς ἑνώσει σὲ μία μεγάλη καὶ ἰσχυρὴ παναίρεση.


Τὸ ἄκρως ὀδυνηρὸ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὅτι οἱ ἡγέτες της ἔκαναν «τὸ μεγάλο ἱστορικὸ καὶ θεολογικὸ λάθος ἀντὶ νὰ» παραμείνουν οὐδέτεροι «ἀπέναντι στὸν Παπισμὸ καὶ στὸν Προτεσταντισμό», γιὰ νὰ ἐκπροσωποῦν τὴν «Μία» ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ «ὡς ἐλπίδα καὶ κριτήριο ἀληθείας γιὰ ἀμφότερους», ταυτίσθηκαν «μὲ τοὺς Προτεστάντες», ἔγιναν μέλος τοῦ «Προτεσταντικοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ βαρύτατες συνέπειες καὶ ἀπώλειες», καὶ τώρα στὰ μάτια ὅλων, παρουσιάζουν (καὶ ἐκθέτουν) τὴν ἀμόλυντη νύμφη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ὡς μεμολυσμένη ἀπὸ τὴν αἵρεση. Κι αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἀνεχόμαστε οἱ ἐκ τῶν «ὀρθοδόξων» Ἐπισκόπων διδάσκαλοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, νὰ παραμένουν στὶς θέσεις τους, ὡς οἱ θεσμικοὶ ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Μάλιστα, μὲ τὴν ἔνταξή μας αὐτή, καὶ ἀφοῦ θεωρούμαστε πλέον ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς Ἐκκλησίες τοῦ Π.Σ.Ε., δώσαμε τὸ δικαίωμα καὶ τὴ χαρὰ στὴ Ρώμη, νὰ «διεκδικεῖ τώρα μόνη της τὰ χαρακτηριστικὰ» τῆς «Μίας» ὑπερτάτης Ἐκκλησίας καὶ στοὺς «Προτεστάντες (τὴν δυνατότητα νὰ) ἀντιμετωπίζουν τὴν Ὀρθοδοξία ὡς μία ἀπὸ τὶς πολλὲς δικές τους ὁμολογίες καὶ “ἐκκλησίες”» (Θεοδώρου Ζήση, Ἡ Ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).


Τὸ τραγικὸ ὅμως, γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας εἶναι, ὅτι ὑπάρχει πλέον ἕνας φανερὸς συνασπισμὸς τῶν ἑτερόδοξων Οἰκουμενιστῶν μὲ τοὺς «ὀρθόδοξους» Οἰκουμενιστές, ὁπότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βάλλεται καὶ ἐκ τῶν ἔξω καὶ ἐκ τῶν ἔσω. Οἱ «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστὲς ποὺ προωθοῦν καὶ διδάσκουν τὸν Οἰκουμενισμό, εἶναι Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι ποὺ ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὸν οἰκουμενιστικὸ ἰό, σὲ σημεῖο, ποὺ αὐτὴ ἡ ἔκπτωση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ Πίστη, «παρουσιάζεται μὲ καύχηση ὡς μεγάλο ἐπίτευγμα, ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους Οἰκουμενιστές» (Θεοδώρου Ζήση, Ἡ Ἀπομύθευση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ).

Θὰ μποροῦσε ἐδῶ, νὰ παρατηρήσει κάποιος, ὅτι τὴν εὐθύνη γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἔχουν οἱ αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως. Δυστυχῶς, ὅμως, δὲν εἶναι ἔτσι. Διότι τὴν αἵρεση αὐτὴ μοιράζονται μὲ τοὺς Προτεστάντες καὶ τοὺς Παπικοὺς οἱ «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστές, χρεώνοντας ἀνεντίμως στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν δική τους ἐνδοτικότητα καὶ τὰ δικά τους κακόδοξα πιστεύματα. Καὶ τοῦτο τὸ πραγματοποιοῦν κατὰ δύο τρόπους:


α) Διότι ὄχι μόνον οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς ἀμετανόητες καὶ σκληρυμένες δομὲς τοῦ Βατικανοῦ καὶ τοῦ Π.Σ.Ε., (ὅπως ὄφειλαν νὰ κάνουν, ἂν πίστευαν στὶς Εὐαγγελικὲς Ἐντολὲς καὶ τὴν διαχρονικὴ ὀρθόδοξη Παράδοση), ὄχι μόνον δὲν ἀντιδροῦν στὴν ὑποβάθμιση τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὴν ἐξίσωση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἀλλὰ καὶ διότι

 
β) οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι ἀποδέχονται καὶ διδάσκουν καινοφανεῖς αἱρετικὲς δοξασίες ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τῶν ἑτεροδόξων, προκειμένου νὰ ὑποτάξουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπὸ τὸν παπικὸ ζυγό.

Ὁ μεγάλος δὲ αἱρετικὸς τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ἄνευ ποιμνίου μητροπολίτης Περγάμου κ. Ζηζιούλας, πρωτοστατῶν εἰς τὴν ἐπικράτηση τῶν δαιμονικῶν οἰκουμενιστικῶν κακοδοξιῶν, συστηματικὰ καὶ ἐπὶ δεκαετίες μετὰ πάθους ἐπιδίδεται εἰς τὴν ἐφεύρευση ὀρθοδοξοφανῶν ἐπιχειρημάτων πρὸς κατοχύρωσή τους, ὡς ἔκδοτος εἰς «μοιχείαν πνευματικήν, ὅπως χαρακτηρίζουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τὴν μῖξιν μὲ τοὺς αἱρετικούς. [Δὲς Μ. Ἀθανασίου: «Εἰ πολὺς καὶ χαλεπὸς ὁ κίνδυνος, τὸ τὴν ἰδίαν γυναῖκα μοιχεῦσαι, καὶ ἄλλῃ συγγενέσθαι, κἂν ἐν ἀποδημίᾳ τυγχάνῃ ὁ ἀνήρ· πόσῳ γε μᾶλλον τὴν ὀρθὴν πίστιν προδοῦναι διὰ τὸ τοῖς αἱρετικοῖς συγκοινωνῆσαι;» (Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, TLG, Volume 28, page 665, line 43)].

Δικά του νόθα καὶ ἐκτρωματικὰ τέκνα εἰς τὸν ὀρθόδοξον χῶρον εἶναι ἡ κατοχύρωση καὶ ἡ προώθηση τῆς αἱρετικῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας», ἀλλὰ καὶ τῶν κακόδοξων θεωριῶν «τῶν δύο πνευμόνων» καὶ τῆς «εὐχαριστιακῆς θεολογίας». Δική του ἀγχώδης ἐπιδίωξη τυγχάνει καὶ ἡ ἐπικάλυψη τοῦ ἑωσφορικοῦ Παπικοῦ Πρωτείου μὲ ὀρθόδοξο περιτύλιγμα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐνίσχυση ὅλων τῶν ἄλλων οἰκουμενιστικῶν ἰδεολογημάτων. Καὶ αὐτὸν τὸν «φωστῆρα» (τὸν κ. Ζηζιούλα) ἐβράβευσε ἡ Θεολογικὴ Ἀκαδημία Βόλου καὶ συλλειτούργησε μαζί του ὁ πρόεδρός της, μητροπολίτης Δημητριάδος Ἰγνάτιος, ἄλλοι Ἐπίσκοποι καὶ πρεσβύτεροι στὸ Βόλο, ἀλλὰ καὶ καὶ σὲ ἄλλες μητροπόλεις.


Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καταργοῦν οἱ συλλειτουργοί τοῦ κ. Ζηζιούλα τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ οἱ συλλειτουργοῦντες νὰ ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, νὰ πιστεύουν εἰς «Μίαν» καὶ ὄχι εἰς «368» Ἐκκλησίες, νὰ ἀποδέχονται «ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ ὄχι εἰς τόσα βαπτίσματα, ὅσες καὶ οἱ δυσώνυμες αἱρέσεις.

Ἐπὶ πλέον, τὸ δυστύχημα στὴν περίπτωση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι, ὅπως στὴν ἀρχὴ ἀνεφέρθη, ὅτι ἀφοῦ δὲν καταγγέλλουν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται ἀπὸ τοὺς φορεῖς τῆς αἱρέσεως αὐτῆς, ὡς ἔχουν καθῆκον, οἱ ὑπόλοιποι Ἐπίσκοποι καὶ Ποιμένες, διαδίδονται σχετικὰ εὔκολα οἱ αἱρετικὲς ἰδέες, ἀφοῦ οἱ διαμαρτυρίες τῶν λίγων κατώτερων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ποὺ διαμαρτύρονται καὶ κατονομάζουν τοὺς σύγχρονους αἱρεσιάρχες, δὲν ἀκούονται ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους πιστούς, ὅσο θὰ ἔπρεπε, διότι (ἐκτὸς τῶν ἄλλων) ἔχουν ἀπομονωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἔχοντας τὴν ἐξουσία ἡγετικοὺς κύκλους τῶν Οἰκουμενιστῶν. Ἔτσι ἡ προβολὴ τῶν ὀρθοδόξων θέσεων ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ περιοδικὸ καὶ ἠλεκτρονικό τύπο ἔχουν μὲ τρόπο «ἀπαγορευθεῖ», καὶ οἱ Οἰκουμενιστὲς ἔχουν ὅλη τὴν ἄνεση νὰ παραπλανοῦν τὸ λαό, νὰ ἀπαιτοῦν ἐξουσιαστικὰ –χρησιμοποιώντας τὸ κύρος καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ σχήματός του– ὑπακοὴ ἀπὸ τοὺς πιστούς.

Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση σήμερα στὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Οἱ «ὀρθόδοξοι» ἡγέτες ἔχουν ἀποδεχθεῖ τὸν Οἰκουμενισμό, πρωτοστατοῦν στὴν ἐπικράτησή του, ἔχουν προσυπογράψει μετὰ τῶν αἱρετικῶν συμφωνίες, διὰ τῶν ὁποίων ἀποδέχονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι μία ἀνάμεσα στὶς πολλὲς αἱρέσεις καὶ ὄχι ἡ «Μία Ἐκκλησία» τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τὴν παραδίδει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔχουν προχωρήσει σὲ ἑνώσεις μὲ μονοφυσίτες καὶ τόσα ἄλλα.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθίσταται ἀόρατη γιὰ τοὺς ἁπλοϊκοὺς περὶ τῶν δογματικῶν θεμάτων πιστούς, φαίνεται χωρὶς ἀρχηγούς, χωρὶς ὀπαδούς, χωρὶς συγκεκριμένη καὶ συγκροτημένη διδασκαλία. Καὶ ἕνας ἀόρατος καὶ ἀόριστος ἐχθρός, δύσκολα πολεμεῖται. Ἡ παναίρεση πλέον εἶναι ἀνώνυμη, ἀλλὰ καὶ πανταχοῦ παροῦσα. Σὰν μιὰ ἀόρατη ἀράχνη, ἕνα πολυπλόκαμο χταπόδι ποὺ περισφίγγει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, κολοβώνει εὐαγγελικὲς ἐντολὲς καὶ δογματικὲς ἀλήθειες, ἀποκόπτει Ἱ. Κανόνες καὶ ἠθικὲς ἐντολές.

Τέλος, ἡ μεγάλη δυσκολία (ποὺ ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρθηκε) στὴν καταπολέμηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τὴν ὁποία μὲ δαιμονικὸ τρόπο ἐκμεταλλεύονται καὶ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὰ σχέδιά τους οἱ Οἰκουμενιστὲς τοῦ Φαναρίου, οἱ συμπορευόμενοι μὲ αὐτοὺς καὶ τὰ ἀκαδημαϊκὰ φερέφωνά τους, εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι ἕως σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν ἔχει ἀκόμα καταδικασθεῖ ἀπὸ σύγχρονη ὀρθόδοξη Σύνοδο.

Ὁ λόγος, βέβαια, εἶναι προφανής. Δὲν εἶναι δυνατόν, τὰ «ὀρθόδοξα» ἡγετικὰ στελέχη ποὺ εἶναι φορεῖς τῆς παναιρέσεως, νὰ καταδικάσουν τὸν ἑαυτό τους! Τὸ ἀντίθετο εἶναι πιθανόν νὰ συμβεῖ. Σὲ περίπτωση δηλαδή, ποὺ ὅλοι αὐτοὶ συγκροτήσουν Πανορθόδοξο Σύνοδο, θὰ καταδικάσουν τοὺς Ὀρθοδόξους ποὺ ἀντιστέκονται καὶ ἐμποδίζουν τὴν ἐξάπλωση καὶ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως. Καὶ τοῦτο θὰ συμβεῖ, ὄχι μόνο γιατὶ σὲ κάθε περίοδο ἐπικράτησης μιᾶς αἱρέσεως οἱ ἀντιστεκόμενοι ἐδιώκοντο, ἀλλὰ καὶ γιατὶ ὁ Οἰκουμενισμός, φαίνεται ὅτι θὰ εἶναι ἡ ἐσχάτη αἵρεση στὴν ἱστορία, ὅπως τοῦτο πολλοὶ θεοφώτιστοι Πατέρες μᾶς δίδαξαν.

Ἂς δοῦμε, ὅμως, ποῦ ἐντοπίζεται ἡ αἱρετίζουσα συμπεριφορὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία τοὺς θέτει ἐκτὸς Ἐκκλησίας.

Μερικὲς ἀπὸ τὶς παλαιὲς ἢ νέες αἱρετικὲς δοξασίες ποὺ περιέχει ὁ Οἰκουμενισμός.

Α. Κατὰ τὸν προφητικὸ λόγο τοῦ ἀείμνηστου π. Ἀθανάσιου Μυτιληναίου, ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ «τὴν μεγάλη νοθεία τῆς πίστεως». Διότι οἱ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι σὲ πρῶτο μὲν στάδιο ἀποδέχονται ὅτι ἀποτελεῖ «ἐκκλησία» καὶ ὁ Παπισμός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἑκατοντάδες αἱρετικὲς ὁμάδες καὶ παρασυναγωγὲς τοῦ Προτεσταντισμοῦ· σὲ δεύτερο δὲ στάδιο (ὅπως ἀποκαλύπτουν τὰ κείμενα τῶν Οἰκουμενιστῶν) ἔχουν σχεδιάσει καὶ ἐργάζονται γιὰ Ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπὸ τὸν Πάπα.

Ἡ ἄρνηση, ὅμως, τοῦ γεγονότος ὅτι «Μία» εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ὅτι μόνο αὐτὴ προσφέρει τὴν σωτηρία, συνιστᾶ τὴν πιὸ ὕπουλη καὶ τὴν μεγαλύτερη αἵρεση τῶν αἰώνων, ἀφοῦ δὲν προσβάλλει μόνο μιὰ πτυχὴ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ σχετικοποιεῖ, ἀλλοιώνει, ποδοπατεῖ ὁλόκληρη τὴν Παράδοση, τὴν πίστη στὸ σωτηριολογικὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐπειδὴ λοιπόν, ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κατὰ μέγα μέρος ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, πρέπει νὰ ἐξετάσουμε δι’ ὀλίγων, τὸ 9ο καὶ 10ο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, διὰ τῶν ὁποίων ὁμολογοῦμε, στὸ μὲν 9ο ἄρθρο πίστη «Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν» καὶ ἀμέσως στὸ ἑπόμενο ἄρθρο, τὸ 10ο, ὁμολογοῦμε «ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν», ἀκριβῶς διότι τὸ «ἓν βάπτισμα» πραγματοποιεῖται μόνο στὴν «Μία Ἐκκλησία» καὶ ἀπὸ τὴν «Μία Ἐκκλησία»· διότι ἐξ αὐτῆς θεσμοθετεῖται καὶ μόνο δι’ αὐτῆς τελούμενο εἶναι ἔγκυρο. Ἀκόμα, διότι μόνο ἐν αὐτῇ κατανοεῖται ἡ πνευματικὴ σημασία του καὶ οἱ σωτηριώδεις συνέπειες γιὰ τὸν βαπτιζόμενο.

Εἶναι καθοριστικὴ καὶ καθοδηγητικὴ ἡ ἀπάντηση τοῦ Μ. Ἀθανασίου στὴν ἐρώτηση: Ἐὰν ἐν καιρῷ ἑορτῆς βρεθεῖ κάποιος ὀρθόδοξος σὲ χώρα, στὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τί πρέπει νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει, ὡς πρὸς τὸν ἐκκλησιασμό του, ἐφόσον πρόκειται γιὰ μιὰ τόσο σπουδαία καὶ ἑόρτιο ἡμέρα; Πρέπει νὰ κοινωνῆσει «τοῖς αἱρετικοῖς», ἢ νὰ μείνει «ἀκοινώνητος;». Ἡ θέση τοῦ Μ. Ἀθανασίου ἀσφαλῶς ἦταν ἐναντίον τῆς σκέψεως νὰ ἐκκλησιαστεῖ κάποιος μετὰ τῶν αἱρετικῶν. Καὶ ἀπάντησε ὡς ἑξῆς:

Λέγοντας ὁ Ἀπόστολος, τὸ «Εἷς Κύριος, καὶ μία πίστις, καὶ ἓν βάπτισμα», ἐσήμανεν ἀκριβῶς, ὅτι μία καὶ μόνη ἐν κόσμῳ ἀψευδὴς ὑπάρχει πίστις», τὴν ὁποία κατέχει καὶ διατηρεῖ μόνον «ἡ ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία· καὶ ἓν βάπτισμα καθαρτικὸν καὶ ἁμαρτιῶν λυτρωτικόν· καὶ εἷς Κύριος, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα ὑπάρχει. Καὶ ὁ μὴ οὕτω φρονῶν πεπλάνηται» (Μ. Ἀθανασίου, Πρὸς Ἀντίοχον ἄρχοντα, TLG, Volume 28, page 665, line 47- page 668, line 2).

Μία λοιπόν, Ὀρθόδοξη πίστη ὑπάρχει. Μία Ἐκκλησία, ἕνα μοναδικὸ σώμα μὲ κεφαλὴ τὸ Χριστό. «Δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἐκκλησίες, πολλὰ σώματα μὲ τὴν ἴδια κεφαλὴ Ἡ ἐνσωμάτωση καὶ συσσωμάτωση στὴν Ἐκκλησία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως... Ὅσοι δίδαξαν καὶ παραδίδουν διαφορετικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε καὶ παρέδωσε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ δι΄ αὐτῶν στὴν Ἐκκλησία εἶναι ψευδοπροφῆτες, ψευδοδιδάσκαλοι, καὶ ψευδοποιμένες... Γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ ἡ εἴσοδος τῶν αἱρετικῶν στὴν Ἐκκλησία ἢ ἡ ἔξοδος τῶν πιστῶν καὶ ἡ εἴσοδός τους σὲ αἱρετικοὺς χώρους ἔξω ἀπὸ τὸν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Πατέρες ὕψωσαν ὅρια, ἔθεσαν φραγμούς. Δὲν εἶναι ξέφραγο ἀμπέλι ἡ Ἐκκλησία» (Ζήση Θεοδώρου, πρωτοπρ., Τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, Ἡ Ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησιολογίας).

Εἶναι γνωστὸ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογικὴ αὐτὴ ἀλλαγὴ στὴν ὁμόφωνη καὶ διαχρονικὴ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας, ξεκίνησε στὶς ἀρχὲς τοῦ αἰῶνος, κυρίως μὲ τὴν Ἐγκύκλιο τοῦ 1920, ἡ ὁποία ἐπρότεινε νὰ ἱδρυθῆ μία «Κοινωνία τῶν Ἐκκλησιῶν», γιὰ τὴν ὠφέλειαν «τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας». Γιὰ πρώτη φορὰ Ὀρθόδοξοι Ἱεράρχες ἀποδέχονται ὅτι ἀνήκουν στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἑτερόδοξοι!

Δι’ αὐτῆς τὸ Φανάρι δὲν θεωρεῖ πλέον τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως –ὅπως γράφει– «ὡς ξένας καὶ ἀλλοτρίας» τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἀντιθέτως, θεωρεῖ τὶς αἱρέσεις «ὡς συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ, συγκληρονόμους καὶ μέλη τοῦ ἰδίου σώματος», καὶ «ὡς σεβασμίας Ἐκκλησίας». Καὶ αὐτὴ ἡ ἐνσωμάτωση τῶν αἱρετικῶν στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία, ἔγινε χωρὶς νὰ μετανοήσουν καὶ ἐπιστρέψουν οἱ αἱρετικοὶ στὴν Ἐκκλησία καὶ παρὰ τὶς ὑφιστάμενες δογματικὲς διαφορές!

Αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀλλαγή–ἐκτροπὴ διατήρησαν καὶ ἐνίσχυσαν οἱ ἑπόμενοι Πατριάρχες καὶ γενικότερα τὸ Φανάρι, σήμερα δὲ διὰ τοῦ κ. Βαρθολομαίου γίνονται ὅλα κατανοητά. Αὐτὴ δὲ ἡ Ἐγκύκλιος, τοῦ 1920, ἀποτελεῖ Συνοδικὴ ἀπόφαση ποὺ ἰσχύει καὶ σήμερα, καὶ αὐτὴν ἐπικαλοῦνται οἱ «ὀρθόδοξοι» ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐκκλησιαστικὸν θέσφατο καὶ Κανονιστικό κείμενο.

Καὶ μόνο ἡ ἀλλοίωση σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο τῆς Πίστεως ποὺ ἐπιφέρει ὁ Οἰκουμενισμός, ἀποτελεῖ κατεγνωσμένη αἵρεση, ἀφοῦ παραβαίνει τὴν διαχρονικὴ περὶ «Μίας» Ἐκκλησίας καὶ ἑνὸς βαπτίσματος διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Γιὰ νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἀνυπέρβλητα ἡ Οἰκουμενιστικὴ ὁμάδα τοῦ Φαναρίου, χρησιμοποιεῖ ὡς σωσίβιο μιὰ φράση τοῦ Κυρίου περὶ τῆς ἑνότητος καὶ τὴν ἔχει κάνει σύνθημά της· τὴ φράση «ἵνα πάντες ἓν ὦσι». Τί κι ἂν ἡ ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς φράσεως ἀντίκειται στὴν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων. Τί κι ἂν καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ὅπως ὁ Ἰωάννης Ρωμανίδης, ὁ Στυλιανὸς Παπαδόπουλος –ποὺ χρόνια συμμετεῖχαν στοὺς διαλόγους– ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος καὶ τόσοι ἄλλοι, διαφωνοῦν μὲ τὴν ἀντι-εὐαγγελικὴ ἑρμηνεία ποὺ δίνει στὴ φράση ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος καὶ τὰ κοπέλια του. Οἱ Οἰκουμενιστὲς ἐμμένουν στὴν παρερεμηνεία καὶ τὴν διαστροφὴ τοῦ Εὐαγγελίου. Συνεχίζουν νὰ διδάσκουν ὅτι «ἡ ενότητα των πιστών, το “ίνα πάντες έν ώσι”, ...θα επιτευχθεί με την τεχνητή και εξωτερική συγκόλληση των χριστιανικών ομολογιών, παρά τις μεγάλες δογματικές και άλλες διαφορές τους» Πουθενὰ δὲν μιλοῦν γιὰ μετάνοια τῶν αἱρετικῶν. Πουθενὰ γιὰ τὴν «ἐνσωμάτωσή τους στὸ ἕνα σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐπιστροφή τους στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία», ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης.

Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα ὁ π. ἴδιος συνεχίζει: «Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν προσευχῶν μας οἱ πιστοὶ δὲν εὐχόμαστε ὑπὲρ τῆς ἑνώσεως τῶν εκκλησιών», αλλά “υπέρ ευσταθείας των αγίων του Θεού εκκλησιών”, να διατηρεί ο Θεός σταθερές στην ομολογία της πίστεως τις ορθόδοξες εκκλησίες». Εὐχόμαστε βέβαια, καὶ ὑπὲρ «”της των πάντων ενώσεως”», δηλαδὴ τὴν ἕνωση ὅλων, ἀλλὰ αὐτὴν τὴν ἕνωση τὴν ἔβλεπαν ἀνέκαθεν οἱ Ἅγιοι «μέσα εις την μίαν Εκκλησίαν, που είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία. Το διευκρινίζει με απόλυτη σαφήνεια η ευχή της Αναφοράς στη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου: «Τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον τη αγία σου καθολική και αποστολική Εκκλησία» (στὸ ἴδιο).

Καὶ ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει «Μία» Ἐκκλησία, ὑπάρχει κι ἕνα βάπτισμα. «”Σ’ αὐτήν, λοιπόν, τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα ἀνήκει τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα, σ’ αὐτὴν στηρίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας”. ”Ἐκτὸς αὐτῆς ὅ,τι λέγεται <Ἐκκλησία> εἶναι συνάθροιση αἱρετικῶν ποὺ ἔχουν ἀπολέσει τὴ μία πίστη στὸν Ἕνα Κύριο καὶ κατὰ συνέπεια τὸ βάπτισμα, τὸ ὁποῖο τελεῖται ἀπὸ αὐτούς, δὲν εἶναι τὸ χριστιανικὸ βάπτισμα”». (Heers Πέτρος, πρεσβύτερος, «Τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ἡ Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, Ἡ ἰδέα τῆς “Βαπτισματικῆς Ἑνότητας” καὶ ἡ ἀποδοχή της ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», στὸ ”Οἰκουμενισμός, Γένεσις-Προσδοκίες-Διαψεύσεις”, τόμ. Β΄, σελ. 872).

Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀμετάβλητη, καθάρια, διαχρονικὴ καὶ οἰκουμενική.

Μετὰ ἀπὸ αὐτά, καταλαβαίνει κανεὶς ἀκόμα περισσότερο, γιατί οἱ Οἰκουμενιστικὲς αἱρετικὲς θεωρίες περὶ «ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν» καὶ «βαπτισματικῆς θεολογίας» στὶς ὁποῖες ἐμμένει νὰ κηρύττει τὸ Φανάρι διὰ τῶν τροφίμων του, ἀποτελοῦν κατεγνωσμένες αἱρέσεις.


Ἀπορεῖ κανείς, πῶς οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες δείχνουν νὰ μὴν ἔχουν ἀντιληφθεῖ τὴν κατάλυση καὶ τὴν διάβρωση τῆς Πίστεως ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές. Πῶς νὰ ἐξηγήσει κανείς, π.χ. τὴν συμπεριφορὰ ἀγωνιστῶν ἐπισκόπων, ὅπως ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς; Ἀπὸ τὴν μιὰ ἐξαπολύει καταπελτώδη κείμενα ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διατυπώνει τὴν θέση ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι παναίρεση καὶ «ὑποσκάπτει τὰ θεμέλια καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας», καὶ ταυτόχρονα, ὁ μητροπολίτης Πειραιῶς, πλέκει ἐγκώμιους ὕμνους πρὸς τὸν αἱρεσιάρχη Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καὶ εἶναι παρὼν σὲ ὑποδοχές του σὲ διάφορες πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπικοινωνεῖς μὲ αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Πρῶτος ἐξ αὐτῶν ποὺ ὑποσκάπτουν τὰ θεμέλια τῆς Ἐκκλησίας;

Ἔχοντας αὐτὴν τὴν ἀντιμετώπιση ἀπὸ τοὺς ὀρθόδοξους ποιμένες, οἱ Οἰκουμενιστές, μεταβάλλουν προοδευτικὰ τὴν Παράδοση αἰώνων καὶ διδάσκουν ὅτι σωτηρία παρέχει καὶ ὁ «δυαδικὸς» Κύριος τοῦ Filioque, καὶ ὁ «Κύριος» τῶν Ἀγγλικανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀρνούμενοι τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου, δέχονται ἀναντίρρητα τὴν ὁμοφυλοφιλία ἀκόμα καὶ Ἐπισκόπων. Σωτηρία κατὰ τοὺς Οἰκουμενιστὲς παρέχει καὶ ὁ «Κύριος» μιᾶς ἀπίθανης “ἐκκλησίας” ποὺ ὀνομάζεται «Στρατὸς Σωτηρίας», οἱ ὀπαδοὶ τῆς ὁποίας ἔχουν καταργήσει τὴν Θ. Εὐχαριστία, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο, ὅτι εἶναι….. ἀντιαλκοολικοί!

Τώρα, πῶς ταυτίζεται αὐτὸς ὁ «Κύριος» ἑκάστης αἱρέσεως μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὸν Κύριον μας Ἰησοῦ Χριστό, τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Μίας Ἐκκλησίας, μόνο οἱ ἀποδεχόμενοι πολλὲς «ἐκκλησίες» καὶ πολλὰ βαπτίσματα τὸ καταλαβαίνουν!

Ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια μιὰ θεμελιώδη αἵρεση γιὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀπότοκο τῆς ἀπορρίψεως τοῦ 9ου καὶ 10ου ἄρθρου τοῦ Συμβόλου, δηλαδὴ τὴν λεγομένη «Βαπτισματικὴ θεολογία». Κύριος ἐκφραστής της εἶναι ὁ μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος διδάσκει ὅτι τὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας βάπτισμα εἶναι ἔγκυρο, ἔστω κι ἂν καὶ τελεῖται ἀπὸ αἱρετικό! «Τὸ Βάπτισμα δημιουργεῖ ἕνα ὅριον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Τὸ Βάπτισμα, Ὀρθόδοξον ἢ μή, ὁριοθετεῖ τὴν Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία περιλαμβάνει Ὀρθοδόξους καὶ ἑτεροδόξους. Ὑφίστανται βαπτισματικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία».


Προσέξατε τὴν δαιμονικὴ διαστροφὴ ποὺ κάνει ὁ Ζηζιούλας; Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ἐκτὸς τῆς «Μίας» Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει βάπτισμα», κι αὐτὸς λέγει πὼς «ἐκτὸς βαπτίσματος δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία», θεωρώντας ὡς Ἐκκλησία τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες.

Καὶ συνεχίζει: Ἀντιθέτως, «ἐντός τοῦ βαπτίσματος, ἔστω καὶ ἂν ὑπάρχη μία διάσπασις, μία διαίρεσις, ἕνα σχίσμα, δυνάμεθα νὰ ὁμιλῶμεν διὰ Ἐκκλησίαν».

Ἄρα, μέσα στὰ βαπτισματικὰ ὅρια ποὺ θέτει ὁ κ. Ζηζιούλας, στοιβάζει Ὀρθοδόξους καὶ αἱρετικούς, πολλὰ βαπτίσματα (καὶ αἱρετικὲς “ἐκκλησίες”), πολλὲς πίστεις καὶ πολλοὺς θεούς, ἀφοῦ οἱ αἱρετικὲς ὁμολογίες τῆς Δύσεως, ἔχουν διαφορετικὴ ἄποψη γιὰ τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήριά της, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ ἔχουν οἱ Ὀρθόδοξοι!


Μήπως σ’ αὐτὲς τὶς κακόδοξες θέσεις τοῦ Ζηζιούλα, ποὺ μεταθέτουν τὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ διαπλατύνουν τόσο, ὥστε νὰ περιλαμβάνονται σ’ αὐτὰ καὶ οἱ αἱρετικοί, μήπως ἀντέδρασαν ὀρθόδοξα  οἱ Ἐπίσκοποί καὶ οἱ ὀρθόδοξοι ποιμένες; Δυστυχῶς ὄχι. Μήπως ὁ προϊστάμενὀς του πατριάρχης Βαρθολομαῖος τὸν ἀνακάλεσε εἰς τὴν θέση του, ἀφοῦ ἡ αἵρεση ποὺ διδάσκει ὁ Ζηζιούλας, καταλύει θεμελιῶδες δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἄρα εἶναι αἵρεση κατεγνωσμένη; Ἀσφαλῶς ὄχι. Διότι καὶ ὁ Πατριάρχης τὰ ἴδια διδάσκει.

Συγκεκριμένα ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀποδέχτηκε τὴν αἵρεση αὐτὴ τὸ 1995. Σὲ «Κοινὸ Ἀνακοινωθὲν» μετὰ τοῦ Πάπα Ἰωάννη-Παύλου δήλωσαν: «Παρακινοῦμε τοὺς πιστούς μας, Καθολικοὺς καὶ Ὀρθοδόξους, νὰ ἐνισχύσουν τὸ πνεῦμα τῆς ἀδελφότητας, τὸ ὁποῖο προέρχεται ἀπὸ τὸ ἕνα βάπτισμα». Ἄρα κι αὐτὸς παραβαίνει καὶ ἀλλοιώνει τὴν διδασκαλία Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν ἀνακάλεσε τὸν κ. Ζηζιούλα εἰς τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ συνεχάρη πρόσφατα τὸν αἱρετικὸ γιὰ τὴν προσφορά του στὴν Ἐκκλησία! Ποιά Ἐκκλησία; Ἀσφαλῶς ὄχι στὴν ὀρθόδοξη, ἀλλὰ ἐκείνη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὴν ὁποία εἶναι καὶ οἱ δυό τους πρωθιερεῖς.


[Ὑποσημείωση: Ὁ Πατρ. Βαρθολομαῖος δέχεται ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν εἶναι - ἡ μοναδικὴ –«Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλ’ ἁπλῶς μία ἀπὸ τὶς μείζονες ἐκφράσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ, ποὺ ἔχει πλήρη συνείδηση ὅτι μέσα τῆς ὑπάρχει ἀκόμη «Μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία»! Ἔχει δηλώσει ὅτι «Ὀρθοδοξία καὶ παπισμὸς ἀποτελοῦν «τὸ ἑνιαῖον σῶμα τοῦ Χριστοῦ»! Ἄλλοτε δήλωσε, ὅτι Ὀρθοδοξία καὶ Ἀγγλικανισμὸς εἶναι «ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι» καὶ ἔχουν κοινὴ εὐθύνην «ἐν τὴ καθόλου Ἐκκλησία»! Ἀκόμα εἶπε: «Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ... Ρ/Καθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταί....»!

Στὶς 27 Ἰουνίου 1995 ὁ Βαρθολομαῖος μίλησε σὲ Παπικοὺς νέους, εἰπῶν καὶ τὰ ἑξῆς:: «Τέκνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν Κυρίῳ εὐλογημένα καὶ ἀγαπητά... συνεορτάζομεν ἡ Ἀνατολὴ καὶ ἡ Δύσις (τὴν θρονικὴν ἑορτὴν τῆς Ρώμης). Θεοῦ τὸ δῶρον... ἑορτάζομεν, διότι εἴμεθα ἡ ἐπὶ γῆς πορευομένη κοινωνία τῶν Ἁγίων... εἶναι δὲ ἡ ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας πεπληρωμένη ὅταν εἶναι παροῦσα καὶ συνεορτάζουσα ἡ νεολαία... Ἐλάβατε διὰ τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καὶ τοῦ Χρίσματος τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φέρετε ἐν τῇ ψυχῇ καὶ τῷ μετώπῳ ὑμῶν τὰ σημεῖα τῆς Βασιλείας τῶν Θεοῦ»! («Ἐπίσκεψις 29.6. 1989)!!!
Ἀκόμα, δήλωσε ὅτι «...ἡ μετάνοια ἡμῶν διὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἀπαραίτητος. Δὲν πρέπει νὰ σπαταλήσωμεν τὸν χρόνον εἰς ἀναζητήσεις εὐθυνῶν. Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ. Αἰτούμεθα ὑπὲρ αὐτῶν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὀφείλομεν ἐνώπιον Αὐτοῦ ὅπως ἐπανορθώσωμεν τὰ σφάλματα ἐκείνων» (Ἐκκλ. Ἀλήθεια 16. 12. 1998)!!!]

Ἀλλὰ δὲν σταματᾶ στὰ δύο αὐτὰ πρόσωπα ἡ αἵρεση τῆς βαπτισματικῆς θεολογίας καὶ τῆς τῶν «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν». Αὐτὲς οἱ δύο κακοδοξίες ἔλαβαν σάρκα καὶ ὀστᾶ στὴν «Συμφωνία τοῦ Μπάλαμαντ», ποὺ ὑπέγραψαν ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ δὲ ὑπόλοιπες τὴν ἀποδέχτηκαν σιωπηρά, ἀφοῦ ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους. Στὸ κείμενο τοῦ Μπάλαμαντ ὑπάρχουν καὶ οἱ δυὸ αἱρέσεις. Διαβάζουμε:

«Ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς (Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ Ὀρθόδοξους) ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτὸ ποὺ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη στὴν Ἐκκλησία Του –ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, συμμετοχὴ στὰ ἴδια μυστήρια...– δὲν δύναται νὰ θεωρῆται ὡς ἡ ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπὸ τὶς Ἐκκλησίες μας. Στὰ πλαίσια αὐτὰ εἶναι προφανὲς ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμὸς ἀποκλείεται».

Ὁ πατριάρχης Δημήτριος, ἐπίσης, τὴν εἶχε διακηρύξει δι' Ἐγκυκλίου τὸ 1974 (Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἔκτακτον φύλλον, 14.4.1974). Διακήρυξε ἐπίσης, ὅτι ἀκολουθεῖ τὴ γραμμὴ τοῦ προκατόχου τοῦ Ἀθηναγόρα! Ἐπίσης, εἶπε, ὅτι «ὅλοι οἱ χριστιανοὶ οἱ πιστεύοντες εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ σωτῆρα τοῦ κόσμου εἴμεθα ἐν σῶμᾳ…»! Εἶπε, ὅτι ἕνας Ὀρθόδοξος μπορεῖ «νὰ μεταλάβη» σὲ παπικὴ ἐκκλησία, διότι «ἑκατέρα τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν (ἐννοεῖ τὴν Ὀρθόδοξη καὶ τὴν παπικὴ) ἔχει παραλάβη καὶ τελεῖ τὰ αὐτὰ ἱερὰ μυστήρια»! Εἶπε ἀκόμα, ὅτι «δὲν ὑπάρχει διαφορὰ εἰς τὸ θέμα τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἀναγνωρίζομεν τὸν πάπαν ὡς διάδοχον τῶν Ἀποστόλων, ὅπως ἐμεῖς εἴμεθα διάδοχος τῶν Ἀποστόλων» κτλ.!

Ὁ προσφάτως κοιμηθεὶς Πατριάρχης Ἀντιοχείας τὰ ἴδια δίδασκε: «Εἴμεθα ὅλοι (ἔλεγε, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι) μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μία καὶ μοναδικὴ “καινὴ κτίσις”, ἐφ’ ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο» (Πατριάρχης Ἀντιοχείας Ἰγνάτιος, Γενεύη 1987).

Ἕτερος ἱεράρχης δήλωσε, ἀπευθυνόμενος σὲ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μιὰ καὶ μοναδικὴ "καινὴ κτίσις" ἐφ' ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».

Τέλος, ἄλλος «ὀρθόδοξος» ἱεράρχης (γιὰ νὰ μείνουμε μόνο σ’ αὐτούς), διακήρυσσε ὅτι «τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σὲ κάθε χριστιανικὸ βάπτισμα» καὶ ὅτι ό ἀναβαπτισμός τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπὸ «στενοκεφαλιά, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία... Εἶναι μιὰ ἀδικία κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καὶ πραγματικὰ μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!

Καὶ ἡ Βαπτισματικὴ θεολογία, ὅπως διατυπώνεται καὶ ἐμπεδώνεται ἀπὸ τοὺς «ὀρθοδόξους» ἔρχεται καὶ δένει καὶ ἀλληλοσυμπληρώνεται μὲ τὴν “Βαπτισματικὴ Θεολογία” τοῦ Πάπα (ὅπως τὴν διεκήρυξε ὁ Πάπας Ἰωάννης Παῦλος Β' στὴν Ἐγκύκλιο «Ἵνα πάντες ἓν ὦσιν/Ut Unum Sint», 25.5.1995, § 66) καὶ τοῦ Π.Σ.Ε., τὶς θέσεις τοῦ ὁποίου μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, καὶ στὸ: Γ. Λαιμόπουλου (ἐπιμ.), Ἡ Ζ' Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Π.Σ.Ε., Καμπέρρα-1991/Χρονικό, Κείμενα, Ἀξιολογήσεις, ἐκδ. «Τέρτιος», σελ. 136, Κατερίνη 1992.


Δὲν θὰ μακρύνω ἄλλο τὸ λόγο μὲ διδασκαλίες περὶ κοινοῦ βαπτίσματος. Ἀλλὰ θὰ παραθέσω καὶ τὴν ὑλοποίηση αὐτῆς τῆς κακοδοξίας, ἡ ὁποία δὲν ἔχει μείνει ἰδέα, ἀλλὰ ἔγινε πράξη.

Υἱοθετήθηκε καὶ ὑλοποιήθηκε δηλαδή, ἀπὸ τὸ “Ἐθνικὸ Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν Αὐστραλίας” τὸ 2004 στὸ ὁποῖο συμμετεῖχαν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Το Συμβούλιο διεκήρυξε: Ὅλες οἱ παρακάτω “ἐκκλησίες” «συμφωνοῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ποὺ ἐπιτελέσθηκε σὲ κάθε ἐκκλησία καὶ νὰ προωθήσουμε τὴν χρῆσι κοινῆς Βεβαιώσεως Βαπτίσεως»!

Ἐναντίον αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως οὐδεμία καταδικαστηκὴ ἀντίδραση ὑπῆρξε ἀπὸ τὸ ἔχον τὰ «πρωτεῖα» Πατριαρχεῖο ἢ ἄλλες Ἐκκλησίες.

Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ στὴν Ἀμερικὴ μὲ τὴ «Συμφωνία Νέας ῾Υόρκης, 1999», διὰ τῆς ὁποίας δηλώνεται ὅτι: «Τὰ ᾿Ορθόδοξα καὶ ΡΚκαθολικὰ μέλη τῆς Συμβουλευτικῆς ᾿Επιτροπῆς ἀναγνωρίζουν σὲ ἀμφότερες τὶς παραδόσεις μία κοινὴ διδασκαλία καὶ μία κοινὴ πίστι εἰς ἕνα βάπτισμα... Καὶ ἐμεῖς ἀναγνωρίζουμε τὸ βάπτισμα ἀλλήλων, ὡς ἕνα καὶ τὸ αὐτό» (Λιβανὸς Χρῆστος, «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1343/26.11.1999).

Καὶ ἡ ἀποδοχὴ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας» συνεχίστηκε ἀπὸ τὴν «Ἕνωση τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Γερμανία», ποὺ ὑπέγραψαν ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κείμενο ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης τοῦ βαπτίσματος: «Παρ’ ὅλες τὶς διαφορὲς στὴν ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, ὑφίσταται μεταξύ μας μία βασικὴ συμφωνία ὡς πρὸς τὸ βάπτισμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίζουμε κάθε βάπτισμα ποὺ ἔχει τελεστεῖ κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἰησοῦ..., μὲ τὴν συμβολικὴ πράξη τῆς κατάδυσης στὸ νερὸ ἢ τῆς ἐπίχυσης μὲ νερό. Αὐτὴ ἡ ἀμφίδρομη ἀναγνώριση τοῦ βαπτίσματος ἐκφράζει τὸν θεμελιωμένο στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ δεσμὸ τῆς ἑνότητας» (Νικολαΐδη Σταύρου, Τὸ Ὑποκείμενο Ἐκκλησιάζεται).

Στὸ ζήτημα αὐτό, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος, π.χ., σαφῶς θεωροῦσε τὴν ὀρθὴ πίστη ὡς ἀπαραίτητη γιὰ τὴν ἐκπλήρωση ἑνὸς γνησίου βαπτίσματος. Τὰ λόγια του περιεκτικὰ ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ὁμοφωνία: «Διὰ τοῦτο γοῦν καὶ ὁ Σωτὴρ οὐκ ἁπλῶς ἐνετείλατο βαπτίζειν», ἀλλὰ πρῶτα εἶπε «μαθητεύσατε» καὶ ὕστερα «βαπτίζετε εἰς ὄνομα Πατρός, καὶ Υἱοῦ, καὶ ἁγίου Πνεύματος, ἵν’ ἐκ τῆς μαθήσεως ἡ πίστις ὀρθὴ γένηται, καὶ μετὰ πίστεως ἡ τοῦ βαπτίσματος τελείωσις προστεθῇ. Πολλαὶ γοῦν καὶ ἄλλαι αἱρέσεις λέγουσαι τὰ ὀνόματα μόνον, μὴ φρονοῦσαι δὲ ὀρθῶς, ὡς εἴρηται, μηδὲ τὴν πίστιν ὑγιαίνουσα ἔχουσαι, ἀλυσιτελὲς (=χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα) ἔχουσι καὶ τὸ παρ' αὐτῶν διδόμενον ὕδωρ, λειπόμενον εὐσεβείᾳ ὥστε καὶ τὸν ραντιζόμενον παρ' αὐτῶν ρυπαίνεσθαι μᾶλλον ἐν ἀσεβείᾳ ἢ λυτροῦσθαι» (Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ τῶν Ἀρειανῶν 2, 42-43, PG 26, 237B)..


Ἀποτελεῖ λοιπόν ἢ ὄχι κατεγνωσμένη αἵρεση ἡ «βαπτισματικὴ θεολογία», ἐφ’ ὅσον δὲν εἶναι μιὰ ἰδέα ποὺ περιφέρεται στοὺς ἀκαδημαϊκοὺς χώρους πρὸς προβληματισμό, ἀλλὰ πράξη ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀφοῦ καμιὰ Ὀρθόδοξη Σύνοδος, λόγω δειλίας καὶ φοβικοῦ συνδρόμου πρὸς τὸν Πάπα τῆς Ἀνατολῆς Βαρθολομαῖο, δὲν τολμᾶ νὰ τὴν καταδικάσει; Ἀρνεῖται ἢ ὄχι τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περὶ ἑνὸς Βαπτίσματος; Ἂς μᾶς ἀπαντήσουν οἱ λαλίστατοι περὶ τὰ ἄλλα ποιμένες: Πότε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπέτρεψε τὴν εἰσαγωγὴ μιᾶς νέας, τόσο κακόδοξης θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιολογικῆς αἵρεσης, ἡ ὁποία νὰ διδάσκεται καὶ νὰ προωθεῖται καὶ θεωρητικά, καὶ πρακτικά, χωρὶς νὰ ἀπομακρυνθοῦν –κλῆρος καὶ λαός- ἀπὸ ὅσους τὴν ἐφαρμόζουν καὶ ἀπὸ τοὺς αἱρεσιάρχες ἡγέτες ποὺ τὴν ἐπιτρέπουν;

Μὰ μήπως τὰ περὶ «ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν» λέγονται μόνο ἀπὸ δυὸ-τρεῖς Ἐπισκόπους μόνο; Ἀσφαλῶς ὄχι. Λέγονται ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς Οἰκουμενιστές, γιατὶ αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὸ κατεστρωμένο σχέδιο ποὺ ἀπὸ τὸ 1920, τὸ Φανάρι ἐγκαινίασε, μὲ τὴν περίφημη Ἐγκύκλιο «Πρὸς τὰς Ἀπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ».


Νὰ θυμηθοῦμε ἐδῶ κι ἄλλη μία μεγίστη αἱρετικὴ κίνηση ποὺ διεπράχθη ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο τῆς Ἀντιοχείας. Συγκεκριμένα, γιὰ τὴν αἵρεση τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ ἢ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων, «ὑπάρχουν ἀλάθητες ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων..., ὥστε νὰ εἶναι ἀδύνατο καὶ ἀδιανόητο γιὰ μία συνεπῆ καὶ γνήσια Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία νὰ θεωρήσει τοὺς Μονοφυσῖτες ὡς Ὀρθοδόξους, γιατὶ ἔτσι ἐξισώνει καὶ ταυτίζει Ὀρθοδοξία καὶ αἵρεση»· δυστυχῶς «αὐτὸ τὸ ἀδιανόητο καὶ ἀδύνατο γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῶν δεκαεννέα αἰώνων ἔγινε δυνατὸ μετὰ τὸ γκρέμισμα τῶν ὁρίων ποὺ πέτυχε ὁ Οἰκουμενισμὸς αὐτὴ ἡ παναίρεση τοῦ 20ου αἰῶνα.

Κατόρθωσε» δηλαδὴ τὸ Π.Σ.Ε. «νὰ ἀλλοιώση τόσο πολὺ τὴν ἐκκλησιολογικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων, ὥστε ...νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν υἱοθέτηση τῆς ἐκκλησιολογίας τῶν Προτεσταντῶν». Ἔτσι τὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας «προσχώρησε σὲ μυστηριακὴ διακοινωνία μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες», τὸ δὲ Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας ἀποδέχτηκε τὸ γάμο Ὀρθοδόξων μετὰ τῶν Κοπτῶν!

Μὲ ὅλα αὐτὰ οἱ Ὀρθόδοξοι ἑνώθηκαν μὲ αἱρέσεις καταδικασμένες ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καταπάτησαν καὶ ἀρνήθηκαν τὸ Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως περὶ «Μίας Ἐκκλησίας» καὶ περὶ ἑνὸς βαπτίσματος καὶ τὴν ρητὴ ἀπόφαση τῆς τρίτης, τετάρτης καὶ ἕκτης Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Στὸν Ὅρον τῆς ἕκτης, ποὺ ὑπάρχει περίπου ὁ ἴδιος καὶ στὶς ἄλλες) διαβάζουμε:

«Ὁρίζομεν ἑτέραν πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἢ γοῦν συγγράφειν ἢ συντιθέναι ἢ φρονεῖν ἢ διδάσκειν ἑτέρως· τοὺς δὲ τολμῶντας ἢ συντιθέναι πίστιν ἑτέραν… ἢ διδάσκειν ἢ παραδιδόναι ἕτερον σύμβολον… ἢ καινοφωνίαν, ἤτοι λέξεως ἐφεύρεσιν, πρὸς ἀνατροπὴν εἰσάγειν τῶν νυνὶ παρ’ ἡμῶν διορισθέντων, τούτους, εἰ μὲν ἐπίσκοποι, …ἀλλοτρίους εἶναι τῆς ἐπισκοπῆς… ἢ λαϊκοί, ἀναθεματίζεσθαι αὐτούς» (Ὅρος πίστεως ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, εἰς Ρωμανίδη Ἰω., Κείμενα Δογματικῆς καὶ Συμβολικῆς Θεολογίας…, τόμ. Β΄, σελ. 71).

Ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βῆμα, εἶναι ἐπιβεβλημένο νὰ ἀπευθυνθεῖ μιὰ ἐρώτηση, σὲ ὅσους ὀρθόδοξους περιμένουν πρῶτα νὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ λεγόμενη «διακοινωνία» (intercommunio) γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ ἰδίως στὸν μητροπολίτη Πειραιῶς ποὺ ἔχει διατυπώσει αὐτὴ τὴ θέση γραπτῶς:

Ἄραγε, ἡ ἔμπρακτη ἀποδοχὴ αἱρετικοῦ μυστηρίου δὲν ἀποτελεῖ «διακοινωνία», ἕνωση μὲ αἱρετικὴ «ἐκκλησία»; Διακοινωνία ὑπάρχει μόνο ὡς πρὸς τὴν Θ. Εὐχαριστία;

Κατὰ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ ἀποκήρυξη τῆς κάθε αἱρέσεως καὶ ἡ καθαίρεση τοῦ αἱρετικοῦ, εἶναι ἐπιβεβλημένη. Ἡ Σύνοδος καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ποὺ δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν αἱρετικό, συμμετέχει στὴν αἵρεση.

Κατὰ τὸν καθηγητὴ Τσελεγγίδη: Διὰ τῆς «βαπτισματικῆς θεολογίας, δίνεται ἡ ἐσφαλμένη καί βλάσφημη ἐντύπωση ὅτι διαψεύδεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τὰ ἀποκομμένα ἀπὸ τὴν ἄμπελο κλήματα δὲν μποροῦν νὰ φέρουν καρπό» –ἀφοῦ ὁ κ. Ζηζιούλας καὶ σύμπαντες οἱ Οἰκουμενιστὲς διαβεβαιώνουν– «ὅτι παρὰ τὶς αἱρετικὲς ἀποκλίσεις τους οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν γνήσια μυστήρια. Εἶναι θεολογικῶς ἀλλά καὶ λογικῶς ὄντως παράδοξο, πῶς, οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, δὲν ἀντιλαμβάνονται τὸ κολοσσιαῖο δογματικὸ σφάλμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιὰ τὸν κτιστὸ χαρακτῆρα τῶν μυστηρίων τους» (Τσελεγγίδη Δημ., Αἱ ἐσφαλμέναι θεολογικαὶ προϋποθέσεις διὰ τὸ Πρωτεῖον τοῦ Πάπα).

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, σιγά-σιγά, προοδευτικὰ μὰ σταθερά, καταργεῖται ἡ μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀλλοιώνεται ἡ περὶ Θεοῦ διδασκαλία. Ὁπότε, κριτήριο τῆς Σωτηρίας, δὲν εἶναι μόνο ὁ Τριαδικὸς Θεός, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀλλὰ ὁποιοσδήποτε Θεὸς τῶν προϋποθέσεων τῶν αἱρετικῶν τώρα καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων στὴ συνέχεια.

Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς προσβάλλοντας τὴν ἐκκλησιολογία, «κατ’ οὐσίαν προσβάλλει τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ· μέχρι νὰ τὸ ἐξαφανίσει». Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη Παράδοση, ὅτι «τὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ», θὰ προσπαθήσει νὰ τὸ ἐξαφανίσει ὁ Ἀντίχριστος! Ἂν τὸ ἴδιο ἔργο ἐπιδιώκει νὰ φέρει εἰς πέρα καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, τότε, τί ἄλλο εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, παρὰ μιὰ ἀντίχριστη μέθοδος, ἀντίχριστος τρόπος ποὺ διευκολύνει τὴν ἔλευση τοῦ Ἀντίχριστου;

Ἂς μὴ ξεχνοῦμε ὅτι «ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη ἁγιοπατερική ἀπόφανση: “Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρό πάντων χρή αὐτῷ τήν καθολικήν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μή τις σῴαν καί ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τόν αἰῶνα ἀπολεῖται” (Σύμβολο τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας)».



Β. Εἶναι γνωστόν, ὅτι οἱ Προτεστάντες ἀρνοῦνται πολλὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως π.χ. τὸ filioque, ἀλλὰ ἐπίσης ἀρνοῦνται καὶ τὴν προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ ἀρνούμενοι, ὅμως, τὴν προσκύνηση τῶν Εἰκόνων, ἔχουν ἀναθεματισθεῖ ἀπὸ τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ποὺ κατεδίκασε τὴν Εἰκονομαχία. Ἀλλὰ ἡ Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἔχει ἀναθεματίσει ὄχι μόνο τοὺς μὴ δεχομένους τὶς ἅγιες Εἰκόνες (τότε τοὺς Εἰκονομάχους καὶ τώρα τοὺς Προτεστάντες ποὺ ἔχουν ἀπορρίψει τὶς εἰκόνες), ἀλλὰ ἔχει ἀναθεματίσει καὶ ὅσους ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἔχοντας ὑποπέσει στὸ ἀνάθεμα τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς, ἡ ὁποία συγκεκριμένα ἔχει ἀποφασίσει:

«Τοῖς κοινωνοῦσιν ἐν γνώσει τοῖς ὑβρίζουσι καὶ ἀτιμάζουσι τὰς σεπτὰς εἰκόνας, ἀνάθεμα» (Συνοδικόν Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (783), εἰς Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Γ΄, σελ. 230 καὶ 325).

Καὶ ὅμως, οἱ ἡμέτεροι «ὀρθόδοξοι» Οἰκουμενιστὲς μὲ αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς ὁμολογίες, ὄχι μόνο ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά, ὄχι μόνο συμπροσεύχονται, καὶ ἀνταλλάσσουν δῶρα, καὶ ἔχουν κοινὴ ἐκκλησιαστικὴ δράση, ἀλλά, ὅπως εἴδαμε, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀποκαλοῦν τὶς αἱρέσεις Ἐκκλησίες. Στὴν ἀρχὴ μᾶς ἐνέπαιζαν, διαβεβαιώνοντάς μας ὅτι τὶς ὀνομάζουν «ἐκκλησίες» γιὰ λόγους ἁβροφροσύνης. Στὴν πορεία, ὅμως, τῶν διαλόγων ἔπεσαν οἱ μάσκες· ἀποδείχτηκε ὅτι καὶ ὀνομάζουν τὶς αἱρέσεις Ἐκκλησίες, καὶ τὶς ἀποδέχονται ὡς Ἐκκλησίες. Ὅλα τὰ ἄλλα ἀποτελοῦσαν ψευδεῖς διαβεβαιώσεις, ἦταν μιὰ καλὰ στημένη διαβολικὴ παγίδα, στὴν ὁποία ἔπεσαν καὶ οἱ καλοπροαιρέτως συμμετέχοντες στοὺς Διαλόγους, παρακούοντας τὸν ἀπόστολο Παῦλο, λέγοντα: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».

Αὐτὴ ἡ ἀποστολικὴ Ἐντολὴ ἦταν ἀπόσταγμα τῆς θεοπνεύστου Ἁγιογραφικῆς Παραδόσεως ποὺ ξεκινοῦσε ἀπὸ τοὺς Προφῆτες, ἀνανεώθηκε διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ συνεχίστηκε διὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ ἔρθουν οἱ Οἰκουμενιστὲς Πατριάρχες μὲ τοὺς μαθητές τους νὰ τὴν καταλύσουν καὶ νὰ διαλέγονται μὲ ἀμετανόητους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔχουν μολύνει σὲ τέτοιο βαθμὸ καὶ συμπαρασύρει εἰς τὸν ὀρμητικὸ ποταμὸ τῆς παναιρέσεως, ὥστε «ὀρθόδοξοι» Ἐπίσκοποι (ὅπως ὁ Περγάμου κ. Ζηζιούλας) νὰ ἐργάζονται πυρετωδῶς γιὰ νὰ περάσουν κακόδοξες θεωρίες ὡς ὀρθόδοξες, οἱ ὑπόλοιποι δὲ νὰ ἀνέχονται κατεγνωσμένες αἱρέσεις νὰ διδάσκονται καὶ νὰ ἐφαρμόζονται στὴν πράξη!

Νά, πόσο σοφὰ διατυπώνεται αὐτὴ ἡ Παράδοση στὶς Ἐρωταποκρίσεις τοῦ Μεγάλου ἀββᾶ Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου ποὺ περιλαμβάνονται στὴν «Φιλοκαλία»:

 «ΕΡΩΤΗΣΙΣ. Ἀγαπητὸν ἔχω (ἔχω κάποιον φίλο) καὶ εὑρέθη αἱρετικός∙ νουθετήσω αὐτὸν περὶ τοῦ ὀρθροῦ φρονήματος;

ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ. Νουθέτησον αὐτὸν τὴν ὀρθὴν ἐπιγνῶναι πίστιν, μὴ ἀντιβάλῃς δὲ αὐτῷ (μὴ λογομαχεῖς ὅμως) μηδὲ θελήσῃς γνῶναι τί φρονεῖ, ἵνα μὴ ἐμβάλῃς εἰς σὲ τὸν ἰόν αὐτοῦ (γιὰ νὰ μὴ δεχθεῖς καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ αἱρετικό του μικρόβιο), ἀλλ’ ἐὰν θελήσῃ ὅλως ὠφεληθῆναι καὶ ἀκοῦσαι τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεως τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὸν πρὸς ἁγίους πατέρας. Ἐὰν δὲ μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν μὴ προσδέξητε τὴν διόρθωσιν, τὸν τοιοῦτον, κατὰ τὸν Ἀπόστολον, παραιτοῦ... ἐὰν γὰρ ἴδῃς, φησί, τινὰ πνιγόμενον ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ, μὴ δώσῃς αὐτῷ τὴν χεῖραν σου, ἵνα μὴ συνελκύσῃ σε καὶ συναποθάνῃς αὐτῷ∙ ἀλλὰ δὸς αὐτῷ τὴν ράβδον σου, καὶ εἰ μὲν δυνηθῇς ἑλκῦσαι αὐτόν, ἰδοῦ καλῶς, εἰ δὲ μή, ἀφήσεις αὐτῷ τὴν ράβδον σου καὶ σὺ σωθήσῃ» (ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ, Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου, Ἐρωταποκρίσεις, ΨΛΓ΄).

 
Μιὰ ἀκόμα ἀποκάλυψη γιὰ τὴν προδοσία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς «ὀρθόδοξους» οἰκουμενιστές, καὶ θλιβερὴ ἀπόδειξη ὅτι εἶναι ψευδεῖς οἱ διαβεβαιώσεις τους, πὼς τάχα διὰ τῶν Διαλόγων δίδουν μαρτυρία Χριστοῦ, ἀποτελοῦν οἱ ἀποφάσεις ποὺ ἐλήφθησαν τὸ 2006 στὸ Συνέδριο τοῦ Π.Σ.Ε. στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε τῆς Βραζιλίας. Ἐκεῖ οἱ καλούμενοι «ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποί μας, ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ συναποφασίσουν μὲ τοὺς Προτεστάντες ἀδιαμαρτύρητα –γιὰ μιὰ ἀκόμα φορὰ μετὰ τὸ Μπάλαμαντ τοῦ Λιβάνου– τὴν ὑποβάθμιση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, τὴν τοποθέτησή της στὸ ἐπίπεδο τῶν παναιρετικῶν Προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν.

Ἐπιτέλους, τελειώνετε! κύριοι οικουμενιστές <πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι ,θεολόγοι > βγάλτε το προσωπείον του αρνίου για να φανεί το λυκο-πρόσωπον σας μήπως και ξυπνήσουν οι δυστυχείς άνθρωποι που σας ακολουθούν !


Ἐπιτέλους, τελειώνετε! κύριοι οικουμενιστές <πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι ,θεολόγοι > βγάλτε το προσωπείον του αρνίου για να φανεί το λυκο-πρόσωπον σας μήπως και ξυπνήσουν οι δυστυχείς άνθρωποι που σας ακολουθούν ! 


Ἰδιαίτερα μετά το 1821 συντελεῖται ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν αρχή, οἱ Βαυαροί μᾶς ἀπέκοψαν ἐκκλησιαστικά ἀπ' τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ποὺ τὴν ἐποχή ἐκείνη ἐκπροσωποῦσε τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση. Ἔφτιαξαν τὸ ἐξάμβλωμα, πού τὸ ὠνόμασαν "Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία". Τὸ χαρακτηρίσαμε ἔτσι, γιατί ἕνα θεοσύστατο ἵδρυμα, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τὸ μετέβαλαν σέ κρατική ὑπηρεσία. Καὶ τὸ παράδειγμα τῆς Ἑλλάδος, σέ βάρος τοῦ Πατριαρχείου ἀκολούθησαν κι ἄλλοι λαοί (Βούλγαροι, Ρουμάνοι κ.λ.π.), πού ζήτησαν νὰ ἔχουν ἐθνικές ἐκκλησίες.
 Ἡ προδοσία τῆς Ὀρθοδοξίας συνεχίσθηκε μὲ τὴν ἀπομάκρυνση μας ἀπ' τὴν πατερική παράδοση. Σ' αὐτό συνετέλεσε ἡ ἵδρυση Θεολογικῶν Σχολῶν, μὲ πρώτη τὴν Σχολή τῆς Χάλκης, γιὰ τὴν ὁποία τὸν προηγούμενο αἰῶνα ὁ Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος εἶπε τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα λόγια, ὅτι σκοπός πού ἱδρύονται Θεολογικές Σχολές στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι νὰ διαπλάσσουν "νέου τύπου" θεολόγους ξένους πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ οἱ ὁποῖοι νὰ χειροτονηθοῦν ἐπίσκοποι γιὰ νὰ συνέλθουν ἀργότερα σέ “Οἰκουμενική Σύνοδο" προκειμένου ν' ἀποφασίσουν τὴν κατάργηση τῆς Ὀρθοδοξίας!
Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου.
Περὶ τῶν Σχισματικῶν ἱερέων ὅτι στεροῦνται οὗτοι τῆς θείας χάριτος.


†  Ἀφοῦ δὲ μίαν φορὰν ἐσχίσθησαν ἀπὸ τὸ ὅλον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἔχασαν αὐτὸ καὶ δὲν εἰμποροῦν πλέον νὰ βαπτίσουν ἄλλους, ἤ νὰ χειροτονήσουν ἤ ἁπλῶς νὰ δώσουν χάριν, τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ σχίσματος ἐστερήθησαν, ὅθεν καὶ οἱ ὑπ’ αὐτῶν βαπτιζόμενοι λογίζονται ὅτι ὑπὸ λαϊκῶν ἐβαπτίσθησαν (Ἑρμηνεία α΄. Κανόνος). «Ὥσπερ μέλος τὶ ἀποκοπὲν τοῦ σώματος παύει μετέχον τῆς ζωτικῆς δυνάμεως, οὕτω καὶ πᾶς τις ἀποσχιζόμενος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ δὲν μετέχει τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἥν ἔλαβεν ἐν τῷ βαπτίσματι» (Ἐκ τοῦ ἱεροῦ Πηδαλίου).
 Οἱ "νέου τύπου" θεολόγοι, "εἰκόνα καὶ ὁμοίωση" τῶν θεολόγων τῆς Δύσεως κατέστησαν στὴν  Όρθόδοξη Ἐκκλησία μας ἡ "αὐθεντία", οἱ "πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως". Στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πηγές τῆς Θείας ἀποκαλύψεως εἶναι ἡ ἁγία Γραφή καὶ ἡ Ἱερά Παράδοση. Στήν ἀποορθοδοξοποιημένη Ἐκκλησία μας, τὴν θέση τῆς ἁγίας Γραφῆς κατέλαβαν οἱ ἐπίσκοποι καὶ τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης, οἱ σοφοί καθηγητές τῶν θεολογικῶν Σχολῶν! Νέα "ἁγία γραφή" καὶ νέα "ἱερά παράδοση"! Οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ θεολόγοι!
 Στὴ  συνέχεια  προχώρησε    προδοσία  της Ὀρθοδοξίας μὲ τὴν προσχώρηση ἀξιωματούχων τῆς Ἐκκλησίας μας στήν διαβόητη Μασονία! Πόσοι Πατριάρχες καὶ πόσοι Ἀρχιεπίσκοποι καὶ ἐπίσκοποι ὤμοσαν ὄρκο στὸ σατανᾶ κι ἔγιναν μαςῶνοι! Μόλις, πρίν ἀπὸ λίγες μέρες ὁ ἀρχηγός τῶν Μασώνων στην Ἑλλάδα ἀπεκάλυψε ἀπὸ τὴν τηλεόραση ὅτι ὑπάρχουν καί σήμερα ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μαςῶνοι! Καὶ γιὰ νὰ θυμηθοῦμε μερικούς: Μασῶνοι ἦταν οἱ Πατριάρχες Ἰωακείμ ὁ Γ', ὁ Μελέτιος Μεταξάκης, ὁ Βασίλειος, ὁ Ἀθηναγόρας! Μασῶνοι ἦταν οἱ Ἀρχιεπίσκοποι Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ὁ Χρύσανθος Φιλιππίδης, ὁ Χρυσόστομος Β' Χατζησταύρου, ὁ ἀπὸ Καβάλας. οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἔφτασαν στὸ σημεῖο ἀκόμη ν' ἀνακηρύξουν "ἅγιο", ἕναν μασῶνο, τὸν Χρυσόστομο Σμύρνης! Αὐτό καὶ μόνο, ἀποδεικνύει περίτρανα τὸ μέγεθος τῆς διαβρώσεως τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας ταγῶν ἀπ' τὴν θεομίσητη μασωνία!
 Ἔτσι, σιγά στήθηκαν ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἀπαραίτητοι μηχανισμοί γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς Ὀρθοδοξίας! 
Τῆς ἁγίας ἑβδόμης οἰκουμενικῆς Συνόδου.
† «... Ἡμεῖς τῇ ἀρχαίᾳ θεσμοθεσίᾳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐπακολουθοῦμεν, ἡμεῖς τοὺς θεσμοὺς τῶν Πατέρων φυλάττομεν, ἡμεῖς τοὺς πρσθέτοντας τι ἤ ἀφαιροῦντας ἐκ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας ἀναθεματίζομεν».
Τῆς ἁγίας ἕκτης οἰκουμενικῆς Συνόδου.
† «Ὁρίζομεν ἑτέραν Πίστιν μηδενὶ ἐξεῖναι προφέρειν, ἥγουν συγγράφειν ἤ συντιθέναι ἤ φρονεῖν ἤ διδάσκειν ἑτέρως τοὺς δὲ τολμῶντας τοῦτο ποιεῖν ἀναθεματίζομεν».
Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.
† «Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα κἄν ἀξιόπιστος ἤ κἄν νηστεύῃ καὶ παρθενεύῃ κἄν σημεῖα ποιῇ κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος».
Τοῦ Ἁγίου Φωτίου.
† «Καὶ γὰρ ἐστιν ὄντως τὰ Κοινὰ πᾶσιν φυλάττειν ἐπάναγκες καὶ πρὸ γε τῶν ἄλλων τὰ περὶ Πίστεως· ἔνθα καὶ τὸ παρεκλῖναι μικρὸν ἁμαρτεῖν ἐστὶν ἁμαρτία τὴν πρὸς θάνατον». (Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Ρώμης Νικόλαον).
Δοσίθεου Ἰεροσολύμων.

† Τέσσαρα μεγάλα θηρία ἐγεννησεν ὁ ΙΣΤ αἰών : Τὴν αἴρεσιν τοῦ Λούθηρου, τὴν αἴρεσιν τοῦ Καλβίνου, τὴν αἴρεσιν τῶν Γιεζουβιτών καὶ τὴν αἴρεσιν τοῦ νέου Καλενδαρίου.
Γιὰ τὴν ἀπορρόφηση τῆς ἀπ' τὸν σύγχρονο παπισμό. γιὰ τὸν ἐκφραγκισμό μας!
 Κι ὁ ἐκφραγκισμός μας ἄρχισε ἀνώδυνα καὶ ἀνεπαίσθητα, ὅπως μὲ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου μὲ τὸ φράγκικο. Ἐμεῖς, δυστυχῶς, δὲν ἀντιδράσαμε. Ἴσως, οὔτε μπορούσαμε ν' ἀντιδράσουμε, γιατί εἴμεθα δέσμιοι τῶν μηχανισμῶν ("νέου τύπου" θεολόγοι, κληρικοί καὶ λαϊκοί, μασωνία κ.λ.π.) Ἀντέδρασε ὅμως μιά σημαντικώτατη μερίδα τοῦ Όρθόδοξου λαοῦ τῆς Ἑλλάδος, οἱ Παλαιοημερολογίτες! Αὐτοί μέχρι σήμερα σήκωσαν καὶ σηκώνουν τὸν σταυρὸ τοῦ ὀνειδισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. (Εἶναι ἄλλο τὸ θέμα τὸ ὅτι καὶ στὸ χῶρο τὸν δικό τους οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους ἐπέφεραν τὴν διάσπαση σέ δύο παρατάξεις καὶ πολλές αὐτοφυεῖς ψευδεπίγραφες παραφυάδες, ὅπως καὶ τὴν διάβρωσή τους ἀπὸ διαβεβλημένους κληρικούς, ποὺ σκανδαλίζουν τὸ λαό)! Οἱ Παλαιοημερολογῖτες, κι εἶναι πρὸς τιμή τους, ὄχι μόνο εἶχαν κι ἔχουν μέχρι σήμερα δίκηο στά ἐκκλησιολογικά θέματα, ἀλλ' εἶχαν ἀπ' τὸ 1924 τὸ αἰσθητήριο, πού πρέπει νὰ ἔχει ὁ κάθε πιστός ἀπέναντι στήν πίστη του.
 Τά τελευταῖα χρόνια ἡ Ἐκκλησία μας ἔγινε ἔρμαιο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ! Οἱ ἐπίσκοποι μας καὶ οἱ θεολόγοι μας, κάνουν δύο βήματα πρὸς τὴν κακοδοξία καὶ τὴν προδοσία κι ἕνα βῆμα πίσω πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι φανερό ὅμως, πῶς κάποτε τά βήματα αὐτά φθάνουν στὸ τελικό σκοπό, πού εἶναι ὁ ἀφανισμός τῆς Ὀρθοδοξίας!
 Καὶ σήμερα, τέλειωσαν πιά τὰ ψέμματα! Ἐκεῖ, φθάσαμε! Γίναμε κατ' οὐσίαν Φράγκοι! Τίποτε, πλέον, δὲν μᾶς χωρίζει ἀπ' τὸν πάπα! Γιὰ νὰ ἐνωθοῦμε πλήρως, ἀπομένει νὰ ὀργανωθοῦν οἱ φιέστες καὶ τὰ πανηγύρια γιὰ τὸ γιορτασμό τῆς ἐπίσημης ἀνακοίνωσης τοῦ "μεγάλου γεγονότος", τῆς μεγάλης προδοσίας, τῆς ἐνώσεως μας μὲ τὸν πάπα! Τότε θὰ μνημονεύουμε τὸν "ἀντίχριστον" πάπα, κατά τὸν ἅγιον Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό, στοὺς ναοὺς μας!
 Ὅταν λέμε "τέλειωσαν τὰ ψέμματα", δὲν ὑπερβάλλουμε! Γιατί πράγματι οἱ ἐπίσκοποι μας καὶ οἱ θεολόγοι μας, οἱ "νέου τύπου", πιστεύουν ὅτι τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει ἀπ' τοὺς παπικούς!
 Τό ὡμολόγησαν τὸ παρελθόν ἕτος (Ἰούνιο 1993) στὸ Μπελεμέντ τοῦ Λιβάνου. Σέ συμφωνία πού συνῆψαν μὲ τοὺς Λατίνους ἐδέχθησαν ὅτι οἱ αἱρετικοί Φράγκοι ἦταν πάντοτε... Ὀρθόδοξοι! Ὅτι ἔχουν ἀποστολική διαδοχή κι ἔγκυρα μυστήρια!
 Ὕστερα ἀπ' ὅλα αὐτά, εἶναι δυνατόν νὰ ἱσχυρισθῇ κανείς, ὅτι μᾶς χωρίζει κάτι ἀπ' τοὺς παπικούς; Ἀσφαλῶς, ὄχι!
 Τότε, γιατί δὲν ἐνωνόμαστε; Ἤ καλύτερα: τότε, γιατί δὲν ἐνώνονται ἐπιτέλους μὲ τὸν πάπα νὰ τελειώνουμε; Ναί, νὰ τελειώνουμε!
 Τὸ περίεργο στήν ὑπόθεση αὐτὴ , δὲν εἶναι τὸ ὅτι ἐπίκειται ἡ ἔνωση μὲ τὸν πάπα! Τὸ περίεργο εἶναι, τὸ ὅτι ἀκόμη δὲν ἀναγγέλθηκε ἡ ἔνωση αὐτὴ, ἐφόσον τίποτε δὲν μᾶς χωρίζει πλέον ἀπ' τὸν παπισμό! Ἐφόσον πέρασε ἤδη τόσος χρόνος ἀπ' τή συμφωνία τοῦ Μπελεμέντ καὶ οὐδείς ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ἢ ἄλλος κληρικός διαμαρτυρήθη γιὰ τὴν ἀπόφαση αὐτὴ. Κανένας τους δὲν ἔπαυσε τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς πλέον ποιμένες της Ἐκκλησίας μας.
 Ἀκόμη, οὔτε αὐτοὶ οἱ Ἁγιορεῖτες τόλμησαν ν' ἀρθρώσουν λέξη. Μελετοῦν, λένε, τὸ θέμα καὶ τὸ ξαναμελετοῦν, γιὰ νὰ μὴν κακοκαρδίσουν τὸν Βαρθολομαῖο, πού τελευταῖα ἐφεῦρε τὴν φάμπρικα ν' ἀφορίζει ὅποιον ὀρθόδοξο θεολόγο στήνεται ἐμπόδιο στά σχέδια του! Οὔτε αὐτός ὁ πολύς ἡγούμενος τῆς Γρηγορίου, πού στὸ παρελθόν ἀπ' τὴν μιά μεριά διεμαρτύρετο γιὰ ἐσωτερική κατανάλωση", γιὰ νὰ καθυσηχάζει τοὺς καλογήρους του ὅτι αμύνεται τῆς Ὀρθοδοξίας κι ἀπ' τὴν ἄλλη ζητοῦσε τὴν κατανόηση τοῦ Πατριαρχείου γιὰ τὴν στάση του! (Σημ. συντ. ἡ ἱερά Κοινότης ἀπέστειλε ἔκτοτε "μυστικῶς" στὸν κ. Βαρθολομαῖον ἕνα κείμενο διαμαρτυρίας πού δὲν θυμίζει καθόλου παλαιότερα κείμενα τοῦ Ἁγίου Ὄρους).
 ἘΕρωτοῦν μερικοί, μᾶλλον ἀφελεῖς: Πῶς εἶναι δυνατόν ν' ἀναγγελθῇ ἐπίσημα ἡ μεγάλη αὐτή προδοσία; Εἶναι, λένε, σάν ν' ἀναγγελθῇ ὅτι ἐνωνόμαστε μὲ τὸ Ἰσλάμ! Εἶναι δυνατὸν νὰ τολμήσουν κάτι τέτοιο;
 Καὶ βέβαια, εἶναι! Κι ἂς μὴ μᾶς κάνει ἐντύπωση. Αὔριο, ὅσοι ζοῦν θ' ἀκούσουν ὅτι ἐνωθήκαμε καὶ μὲ τό... Ἰσλάμ! Ἀρκεῖ νὰ ζεῖ ὁ Παρθένιος, ὁ "μεγάλος θεολόγος" κατά Βαρθολομαῖον, πού ἐδογμάτισε ὅτι ὁ Μωάμεθ εἶναι προφήτης τοῦ Θεοῦ (Αὐτόν τὸν κύριον ὑπηρετεῖ καὶ μνημονεύει ὁ Γρηγοριάτης ἱερομ. π. Μελέτιος στὴν Αφρικὴ!!!). Ἀφοῦ, εἶναι προφήτης, γιατί νὰ μὴν ἐνωθοῦμε καὶ μ' αὐτόν;
 Ἡ μεγάλη προδοσία, ἡ ἔνωση μὲ τοὺς Λατίνους, θ' ἀναγγελθῇ πολύ σύντομα. Ὕστερα ἀπ' τὴν σύγκληση μιᾶς "Μείζονος" ἢ "Οἰκουμενικῆς" Συνόδου, ὅπως προφήτευσε ὁ Κοσμᾶς Φλιαμιᾶτος! Ὁ λαός, ὁ "καθήμενος ἐν σκότει", θὰ ἀδιαφορήσει, ὅπως ἀδιαφορεῖ καὶ σήμερα, ποὺ οἱ Ὀρθόδοξες ἐκκλησίες μας, μὲ προτροπή τοῦ Μητροπολίτη Μελετίου Καλαμαρᾶ, ἀπεφάσισαν τὴν ἔνωση μας μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες καὶ τὴν παραδοχή μας τοῦ αἱρεσιάρχου Διοσκόρου ὡς... τοπικοῦ ἁγίου!
 Ἡ ἔνωση μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες (γιά τὴν ὁποῖα καὶ πάλι ΜΟΝΟ οἱ Παλαιοημερολογίτες ἀντέδρασαν!) ἦταν στὸ σχέδιο τῶν ἐχθρῶν τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ νὰ προλειάνει τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν ἔνωση μας μὲ τὸν πάπα!
 Διότι ἐφ' ὅσον δεχθήκαμε τοὺς αἱρετικοὺς Μονοφυσῖτες ὡς ὀρθοδόξους, πού ἔχουν μάλιστα ἀναθεματισθῇ ἀπὸ τέσσερες οἰκουμενικές Συνόδους, καὶ ἀποφασίσαμε τὴν ἔνωση μαζί τους στὸ Σαμπεζύ, τὸν Νοέμβριο 1993, γιατί νὰ μὴν ἐνωθοῦμε καὶ μὲ τοὺς παπικοὺς Φράγκους ἢ Λατίνους, ποὺ καὶ σ' αὐτοὺς δώσαμε στὸ Μπελεμέντ πιστοποιητικὸ ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ στὸ κάτω κάτω δὲν ἔχουν ἀναθεματισθῇ ἀπὸ οἰκουμενική Σύνοδο;
 Τά πράγματα τῆς  'Ορθοδοξίας εἶναι τραγικά! Ὑπάρχουν μερικοί ἀφελεῖς, πού ναρκισσεύονται ὅταν ἀκοῦνε μερικοὺς δυτικοὺς νὰ λένε ὅτι ὁ εἰκοστὸς πρῶτος αἰῶνας θὰ εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως γράφει ὁ π. Μαστρογιαννόπουλος στὸ βιβλίο τοῦ "Ἡ νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας". Ναὶ, οἱ δυτικοὶ ξέρουν τί γράφουν. Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε νὰ "γιγνώσκουμε ἅ ἀναγιγνώσκουμε" στὰ γραπτὰ τῶν ξένων! Ὁ εἰκοστός πρῶτος αἰώνας θὰ εἶναι ὁ αἰώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ποιᾶς Ὀρθοδοξίας; Αὐτῆς, ποὺ στοὺς ναούς θὰ μνημονεύεται ὁ... πάπας! Τῆς Οὐνίας!
 Αὐτή, τὴν Ὀρθοδοξία νοσταλγοῦν οἱ ξένοι. Αὐτήν τὴν Ὀρθοδοξία μᾶς ἑτοιμάζουν οἱ δεσποτάδες μας κι οἱ θεολόγοι μας, οἱ "σύγχρονες πηγές τῆς θείας ἀποκαλύψεως"!
 Θά ἦταν μεγάλη ἡ προσφορὰ στήν πραγματικὴ Ὀρθοδοξία, ἐὰν ὁ Θεὸς παραχωροῦσε καὶ "τυφλώνονταν" οἱ Πατριάρχες μας, οἱ ἀρχιεπίσκοποί μας, οἱ ἐπίσκοποί μας καὶ οἱ θεολόγοι μας κι ἀνεκοίνωναν τώρα τὴν ἔνωση τους μὲ τὸν πάπα!

Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, πῶς ἕνα μεγάλο μέρος, τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ ὑποτιθεμένου Ὀρθοδόξου λαοῦ ὑπό τὴν πνευματικὴ ποδηγεσία τῶν ἐξομολόγων τους καὶ τῶν νεοορθοδόξων ἁγιορειτῶν θὰ προσχωροῦσε σ' αὐτὴν τὴν κατάσταση, γιὰ νὰ παραμείνουν δῆθεν ἐνωμένοι μὲ τὴν "Ἐκκλησία", τοῦ Βαρθολομαίου, Παρθενίου, Ἀλεξίου, Ἰγνατίου, Σεραφείμ, Ἰακώβου, Στυλιανοῦ καὶ.. ὁσίου Μελετίου Καλαμαρᾶ!
 Ὑπάρχει ὅμως μιά μερίδα ὀρθοδόξου λαοῦ, μιά μικρή μερίδα, ἴσως πολύ πολύ μικρή μερίδα, ποὺ δὲν θὰ προσκυνήσει τὸν πάπα. Δὲν θ' ἀσπασθῇ τὴν παντούφλα του! Γι' αὐτὸ, ἴσως εἶναι καλύτερα νὰ προχωρήσουν οἱ ἀθεόφοβοι τώρα στήν ἔνωσή τους μὲ τὸν πάπα! Γιὰ νὰ ξεχωρίσουμε! Νὰ χωρίσουμε Ὀρθόδοξοι καὶ κακόδοξοι! Μόνο, ἔτσι, ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ σωθῇ ὅ,τι εἶναι δυνατόν νὰ περισωθῇ!
 Ἄντε, λοιπόν, ἐπιτέλους τελειώνετε, κύριοι ἐπίσκοποι καὶ θεολόγοι!
Ἄντε, κ. Βαρθολομαῖε "ὅ ποιεῖς, ποίησον τάχιον" (Ἰω. ιγ' 27). Γρήγορα, νὰ τελειώνετε!
ΣΙΓΓΙΛΙΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΩΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ
τοῖς ἁπανταχοῦ Ὁρθοδόξοις Χριστιανοῖς εἰς τὸ μὴ παραδέχεσθαι τὸ νεότερον Πασχάλιον ἤ Καλενδάριον τοῦ καινοτομηθέντος Μηνολογίου, ἀλλ’ ἐμμένειν τοῖς ἅπαξ ἁπλανῶς καὶ καλῶς διατυπωθεῖσει παρὰ τῶν Ἁγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων τῆς Ἁγίας Οἱκουμενικῆς πρῶτης Συνόδου μετ’ Ἐπιτιμίου Ἀναθέματος.

†Ἱερεμίας ἐλέω Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνστ/πόλως καὶ Οἱκουμενικὸς Πατριάρχης.

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΗΣ ΜΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ  ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Πρὸς τοὺς ἀπανταχοῦ Ὀρθοδόξους.

Κρατώμεν τῆς ὁμολογίας, ἥν παρελάβομεν ἄδολον, παρά τηλικούτων ἀνδρῶν,
ἀποστρεφόμενοι πάντα νεωτερισμόν, ὡς ὑπαγόρευμα τοῦ Διαβόλου.
Ὁ δεχόμενος νεωτερισμόν, κατελέγχει ἐλλειπή τὴν κεκηρυγμένην Ὁρθόδοξον πίστην.
Ἀλλ’ αὔτη πεπληρωμένη ἤδη ἐσφράγισται, μὴ ἐπιδεχόμενη μήτε μείωσιν, μήτε αὔξησιν, μήτε ἀλλοίωσιν, καὶ ὁ τολμών ἤ πράξαι ἤ συμβουλεύσαι ἤ διανοηθήναι τοῦτο, ἤδη ἠρνήθη τὴν πίστιν τοῦ Χριστού, ἤδη ἐκουσίως καθυπεβλήθη εἰς τὸ αἰώνιον ἀνάθεμα, διὰ τὸ βλασφημεῖν εἰς τὸ Πνεύμα τὸ Ἅγιον, ὡς τάχα μὴ ἀρτίως λαλήσαν ἐν ταῖς Γραφαῖς καὶ Οἰκουμενικαῖς Συνόδοις…
Ἄπαντες οὐν οἱ νεωτερίζοντες ἤ αἰρέσει ἤ σχίσματιἐκουσίως ἐνεδύθησαν κατάρα ὡς ἰμάτιον (Ψαλμ-ΡΗ’18), κἄν τε Πάπαι, κἄν τε Πατριάρχαι, κἄν τε κληρικοί, κἄν τε λαϊκοί, κἄν Ἄγγελος ἐξ Οὐρανοῦ.

Ἄνθιμος ἐλέω Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Νέας Ρώμης ἤ Οἰκουμ. Πατρ.
Ἰερόθεος ἐλέω Θεοῦ Πάπας καὶ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας καὶ πᾶσης Αἰγύπτου.
Μεθόδιος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἀντιοχείας.
Κύριλλος ἐλέω Θεοῦ Πατριάρχης Ἰεροσολύμων.
Καὶ αἱ περὶ αὐτοὺς Ἱεραὶ Συνόδοι.
Ἐν Κωνσταντινούπολει τὸ σωτήριον ἔτος  1848.
Ο νεοημερολογήτης  Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος έγγραφε το 1968 :
Περί παλαιού και νέου ημερολογίου.

Επιστολή προς Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνο Καντιώτη.

«Επειδή το παλαιόν εορτολόγιον είναι παράδοσις έγγραφος, επειδή το νέον είναι καινοτομία παπικής και μασονικής προελεύσεως, όσοι καταφρονούν το παλαιόν εορτολόγιον και ακολουθούν το νέον είναι υποκείμενοι τω αναθέματι. Κάθε πρόφασις και δικαιολογία είναι  αδικαιολόγητος και «πρόφασις εν αμαρτίαις». Ηναγκάσθην την παρελθούσαν Κυριακήν να ανέλθω εις την κορυφήν των Αγίων Πάντων και του προφήτου Ηλιού… και γονυπετήσας έμπροσθεν της πανσέπτου εικόνος αυτών μετά δακρύων εζήτησα παρ΄ αυτών να μοι αποκαλύψουν ποίον εορτολόγιον οφείλω καγώ ο ελάχιστος και οι αδελφοί μου, τα πνευματικά μου τέκνα και πάντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί να ακολουθώμεν. Πριν έτι τελειώσω την οικτράν ταπεινήν μου δέησιν, ήκουσα φωνής ένδοθέν μοι λεγούσης: «Το παλαιόν εορτολόγιον να ακολουθήσετε, το οποίον σας παρέδωκαν οι τας επτά αγίας Οικουμενικάς Συνόδους συγκροτήσαντες θεοφόροι πατέρες, και ουχί το νέον των παπών της Δύσεως, των την Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν σχισάντων και τας Αποστολικάς και πατρικάς παραδόσεις καταφρονησάντων» !!! Τοιαύτην συγκίνησιν, τοιαύτην χαράν, τοιαύτην ελπίδα, τοιαύτην ανδρείαν και μεγαλοψυχίαν ησθάνθην την στιγμήν εκείνην, οίαν σπανίας στιγμάς ησθάνθην εις όλην την ζωήν εν ώρα προσευχής…  Μη νομίζομεν ως μηδαμινόν, το ότι ακολουθούμεν το παπικόν εορτολόγιον. Είναι παράδοσις και ως παράδοσιν οφείλομεν να την φυλάξωμεν, διότι υποκείμεθα εις ανάθεμα. «Ει τις πάσαν παράδοσιν έγγραφον ή άγραφον αθετεί, ανάθεμα», ορίζει η Ζ΄Οικ. Σύνοδος…  Λοιπόν δεν είναι καιρός να σιωπάτε πλέον…  μη αναβάλλετε, σπεύσατε».

(Πάρος 19-6-1968).

«… Εάν εξακολουθήσωμεν ακολουθούντες το παπικόν ημερολόγιον, δεν είναι δυνατόν να απαλλαγώμεν του αναθέματος. Η Ιερά Σύνοδος και οι άγιοι Αρχιερείς, ας φροντίσουν να επαναφέρουν το πατροπαράδοτον ημερολόγιον, δια να απαλλάξουν εαυτούς και τα ποίμνια αυτών των αναθεμάτων».

(Αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου: «Το νέον παπικόν ημερολόγιον και οι καρποί αυτού, σελ. 33).
Οι άγιοι του Θεού μας λένε ότι η Εκκλησία  του Θεού αποτελείται από:
Ἁγίου Νικηφόρου.
(Τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν οἱ εὐσεβεῖς ὁσονδήποτε ὀλίγοι καὶ ἄν μείνουν. Οἱ ἀκολουθοῦντες τὴν καινοτομίαν, ἔξω τῆς Ἐκκλησίας εἶναι).
Εἴ τις πᾶσαν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν ἔγγραφον ἤ ἀγραφον ἀθετεῖ, ἀνάθεμα (τρὶς). Ἡμεῖς τηροῦμεν καὶ κρατοῦμεν τὰ δόγματα καὶ τὰς παραδόσεις τῆς Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἁποστολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.Τοῦς δὲ νεοτερίζοντας καινοτόμους, καὶ πᾶσαν αἴρεσιν ἀναθεματίζομεν. Ἀνάθεμα (τρὶς).
Ο καθηγητής της θεολογικής του Α.Π.Θ.  και πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης  μας λέγει:
Μέ ἁπλᾶ λόγια: Στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀνήκουν ὅσοι ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια• ὅσοι δέν ἀκολουθοῦν τήν ἀλήθεια, αὐτοί δέν ἀνήκουν στην Ἐκκλησία. Αὐτό ἰσχύει πολύ περισσότερο γιά ὅσους ἐξαπατοῦν τους ἑαυτούς των αὐτοαποκαλούμενοι καί ἀλληλοαποκαλούμενοι ποιμένες καί ἱεροί ἀρχιποιμένες. Γιατί ἔχουμε διδαχθῆ ὅτι ὁ Χριστιανισμός δέν δίνει σημασία στά πρόσωπα, ἀλλά στήν ἀλήθεια καί στήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως.

Ο ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ ΤΟΥ ΑΘΕΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ,Η ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ 1920 ΥΠΟ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ , ΚΑΙ Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΤΟΥ 2016 . ΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ !


Η διαφορά των Ορθοδόξων  Χριστιανών , μετά  των  αιρετικών  οικουμενιστών του  νέου  και του παλαιου ημερολογίου δεν είναι μόνο  το αναθεματισμένο  παπικό ημερολόγιο αλλά...



Η ΠΡΟΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΝ ΚΑΙ ΛΥΣΙΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΤΟ «κοινωνικό πρόβλημα» συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιά τήν χριστιανική κοινωνία1. Οἱ κοινωνικές διακρίσεις, καί μάλιστα τό πρόβλημα τῆς πείνας καί τῆς φτώχειας, δέν ἦταν δυνατό νά ἀφήσει ἀδιάφορη τήν Ἐκκλησία. Πρῶτα, γιατί ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο πνευματική, ἀλλά καί κοινωνική. Δεύτερο, ὁ Χριστιανισμός δέχεται ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα καί ὁλότητα, καί σώζει ὁλόκληρη τή ζωή του, πνευματική καί σωματική, ἀφοῦ ἡ θέωση ἀναφέρεται σ᾽ ὅλο τόν ἄνθρωπο, ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό καταφάσκει ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου πνευματικά καί βιοτικά. Ἡ εἴσοδος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νοεῖται ὡς ἔνταξη ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς μέσα στήν κοινωνία τῆς Χάριτος (πρβλ, τόν λειτουργικό λόγο: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»).

Σκοπός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου εἶναι ἡ ἐν-Χρίστωση καί ἐκκλησιοποίηση ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς, ὁ ἁγιασμός ὅλων τῶν σχέσεων, σύνολης τῆς «κοινωνίας» μας.

Αὐτές οἱ ἐκκλησιολογικές συντεταγμένες χαράσσουν τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο κινήθηκε ὁ ἀπαράμμιλος ἐκκλησιολόγος, ἱερός Χρυσόστομος, πού ἀντιμετώπισε τό μόνιμο αὐτό πρόβλημα. Ἐνδιαφέρον ὅμως ἔχει τό κοινωνικό-πολιτικό κλίμα, στό ὁποῖο δρᾶ καί ἀγωνίζεται ὁ ἱ. Χρυσόστομος.
Ἡ ἐποχή του (δ´-ε´αἰ.) εἶναι περίοδος κοσμογονικῶν ἐξελίξεων. Κατ᾽ αὐτήν σημειώθηκε εἴσοδος σέ ἕνα νέο κόσμο, τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ ὁποίου εἶναι: ριζική ἀλλαγή στήν πολιτική νοοτροπία, πράγμα πού ἐπέφερε ὁ μετασχηματισμός τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ στροφή σέ μιά νέα πολιτική κονίστρα, στήν Ἀνατολή. Κοινωνική ἀνησυχία ἐπίσης, μέ τήν ἀδιάκοπη μετακίνηση καί τούς πολέμους διαφόρων βαρβαρικῶν φύλων.
Ἀστάθεια πολιτική καί κοινωνική. Ἔντονες πνευματικές ἀνησυχίες (ἐδῶ ἐντάσσονται καί οἱ δογματικές διενέξεις) καί ἀποπροσανατολισμός (αἱρέσεις, πολιτικές καί θρησκευτικές). Ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας πρός τά διάφορα αἱρετικά ρεύματα, ἀλλά καί πρός τόν ἐθνισμό, πού ἀντιστεκόταν ἀκόμη. Συγκρούσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας λόγῳ τῶν κυριαρχικῶν τάσεων τῆς τελευταίας (π.χ σύγκρουση Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου καί Ἱ. Χρυσοστόμου μέ τήν Πολιτεία γιά τά θέματα τῆς Πίστεως). Μαζική εἴσοδος στήν Ἐκκλησία προσώπων, χωρίς παράλληλη προετοιμασία καί διάθεση, ἰδιαίτερα ἀπό τίς συνήθως διεφθαρμένες «ἀνώτερες» τάξεις, μέ συνέπεια τήν πτώση τῶν ἠθῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Παράλληλη ἀναγεννητική κίνηση στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐμφάνιση, ἀνάπτυξη καί ὀργάνωση (διά τοῦ Μ. Βασιλείου) τοῦ Μοναχικοῦ Κοινοβίου, ὡς ἐκφράσεως τοῦ αὐθεντικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀστάθεια ἔφερε τήν οἰκονομική ἀταξία. Ἡ ἄνιση κατανομή τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φτωχῶν ἀπό τούς ἰσχυρούς -κύρια θέματα στά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου-ἡ δουλεία, ἡ μετακίνηση πληθυσμῶν στά ἀστικά κέντρα (ἀστυφιλία), εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τή φτώχεια καί τή δυστυχία, ἀλλά καί τήν κοινωνική ἀκαταστασία. Αὐτά ἰσχύουν καί γιά τήν Ἀντιόχεια καί γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔδρα σε ὡς ποιμένας ὁ Ἱ. Χρυσόστομος.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά, οἱ αἰῶνες 4ος καί 5ος εἶναι αἰῶνες προγραμματικοί, ἀναπροσαρμογῆς δηλαδή τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν ἱστορικό χῶρο. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς, μᾶς βοηθοῦν νά διακριβώσουμε τά θεμέλια, πάνω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ὁ χριστιανικός βίος στή σημαντικότερη αὐτή καμπή τῆς πορείας του.
2. Ὁ Χρυσόστομος κινεῖται πάν- τοτε στό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο: «ἁγιότητα-κοινωνικότητα», ὅπως ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Θεός καί ἄνθρωπος εἶναι οἱ δύο ἀμετακίνητοι πόλοι τῆς σκέψεως καί δράσεώς των. Τό χαρακτηριστικότερο κείμενο, στό ὁποῖο διατυπώνονται ἁπτά καί συγκεκριμένα, οἱ προτάσεις τοῦ ἱεροῦ Πατέρα γιά τήν ἀντιμετώπιση καί λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶναι, κατά τή δική μας ἐκτίμηση, ἡ 11η ὁμιλία στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. δ´ 32-37) (βλ. PG 60, 96-98)2 .
Σ᾽ αὐτό τό κείμενο, πού εἶναι καρπός καί ἀποτύπωση τῆς πείρας του, ὑπογραμμίζονται τά ἀκόλουθα, πού δίνουμε ἐδῶ διαγραμματικά:
Ὁ ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται στήν πρακτική τῆς κοινοκτημοσύνης καί ἐξαίρει τή σημασία τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ. Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἦταν - ὅπως λέγει- καρπός τῆς (ἀνιδιοτελοῦς) ἀγάπης 3.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στό νά μή ὑπάρχει ἀνέχεια, διότι ζῶντας ὡς ἀδελφοί, ἐκάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν. Ὄχι ὅμως ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστική μέριμνα, μέ τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους, τήν ἡγεσία -θά λέγαμε σήμερα. Ἔτσι, ἀπέφευγαν τήν κενοδοξία τῆς προσωπικῆς ἀγαθοεργίας.
Ὁ ἱερός Πατήρ, πιστεύοντας στήν διαχρονικότητα τοῦ θεσμοῦ, συμπεραίνει ὅτι, ἐάν οἱ εὔποροι Χριστιανοί κατέθεταν τήν χρηματική ἀξία τῶν περιουσιῶν τους (ἄν δηλαδή συνέπρατταν ὡς χριστιανι- κή κοινωνία στήν ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας), θά ἐκάλυπταν μέ μεγάλη ἄνεση τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν.
Κίνδυνος ἐξαντλήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἀποθεμάτων δέν ὑπῆρχε, διότι σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση θά συνεργοῦσε πλουσιοπάροχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν κοινοβιακῶν μοναστηρίων γιά τή συνέχιση τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων, ὑποσχόμενος τή συμβολή του στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνάλογη διαμόρφωση ὅλης τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.
Τό καταπληκτικό αὐτό γιά τήν πνευματικότητα καί τήν κοινωνική πλήροτητά του κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φανερώνει τόν τρόπο σκέψεως τοῦ ἀναγεννημένου πνευματικά Χριστιανοῦ καί μάλιστο τοῦ Χριστιανοῦ Ποιμένα, ὁ ὁποῖος συνεχίζει στόν 4/5ο αἰώνα νά ζεῖ στό κλίμα τῶν Ἀποστόλων. Τό κείμενο αὐτό, παράλληλα, ὑπογραμμίζει τήν εὐθύνη τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σέ ἕνα πρόβλημα μακροδιακονίας, ἀλλά καί τή στάση ἑνός αὐθεντικοῦ Ποιμένα στήν ὀρθή καθοδήγηση τοῦ Ποιμνίου του καί γιά τόν «μετασχηματισμό», τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση, ἀνθρώπου καί κοινωνίας, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ἡ κοινωνική συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τήν καθιέρωση τοῦ «θεσμοῦ» τῆς κοινοκτημοσύνης (Πράξ. 2,42, 44-47 καί 4,23-37 πρβλ. 6,1 ἑ). Τί ἄλλο ὅμως ἦταν αὐτό ἀπό «πολιτικό μέτρο», μέ τήν ἀριστοτελική σημασία τοῦ ὅρου, ὡς ὀργάνωση τῶν κοινῶν μέσα στήν διακονία τῆς ἀγάπης; Σημασία μάλιστα ἔχει ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει μέσα στόν τότε κόσμο ἡ ἴδια, μέ τίς δικές της δυνατότητες, τήν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένου κοινωνικοῦ προβλήματος -ὅποια ἔξωθεν πρότυπα καὶ ἂν εἶχε στὴν ἐνέργειά της αὐτὴ (Κουμράν, ρωμαϊκὰ Κολλέγια, κ.λπ.)4. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (49 μ.Χ.) θὰ καθιερώσει καὶ τὸν θεσμὸ τῶν «λογιῶν», ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἀπέφεραν τὰ πειράματα αὐτὰ στὸν ἐθνικό κόσμο, θὰ δώσει καὶ θεωρητικὸ προσδιορισμὸ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς, μὲ τὴν καθαρὰ κοινωνικὴ ἀρχή, τὸ «περίσσευμά» των μὲν νὰ καλύπτει τὸ «ὑστέρημα» τῶν ἄλλων, «ὅπως γένηται ἰσότης» (Β´ Κορ. 8, 13–14). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντικότητά της 5 . Δημιουργήθηκε, ἔτσι, στὴν πράξη μία διακοινοτικὴ ἑνότητα σὲ παγχριστιανικὸ ἐπίπεδο, ὥστε ὅλη ἡ ἀνὰ τὸν κόσμο Ἐκκλησία νὰ ἐμφανίζεται ὡς μία ἐν Χριστῷ Κοινοπολιτεία, μία παγκόσμια κοινότητα ὄχι μόνο πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀγάπης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς κοινοκτημοσύνης θεμελιώθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸσο θαυμασμό. Τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν ἔχει βέβαια τίποτε τὸ κοινὸ μὲ κοσμικὲς κοινωνικὲς θεωρίες (συστήματα). Εἶναι ὁ φυσικὸς καρπὸς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ δυνατότητα ἐφαρμογῆς. Μένει κενὸς καὶ ἀνενεργὸς λόγος.
3. Ὁ κριτικὸς ἔλεγχος τῆς ἱστορικότητας τῆς διηγήσεως τῶν Πράξεων (κεφ. 2 καὶ 4) ἐπιχειρήθηκε πολλὲς φορὲς μέχρι σήμερα. Γιὰ μᾶς φυσικά, τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἔχουμε ζωντανὸ τὸ κοινωνικὸ αὐτὸ «μοντέλο» στὴν παράδοσή μας (κοινόβιο – κοινότητα) δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀπολύτως δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν Πράξεων. Σημασία ὅμως ἐδῶ ἔχει τὸ πνεῦμα καὶ ἡ στοχοθεσία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέχεται ἀπόλυτα τὴν ἀλήθεια τῆς περιγραφῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, καὶ συνάμα δείχνει τὴν πιστότητά του σὲ μία ἱστορικὰ βεβαιωμένη ἐμπειρία – παράδοση παλαιοτέρων του Πατέρων, τὴν ὁποία θέλει καὶ αὐτὸς νὰ ἐφαρμόσει, διασώζοντας τὴν συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Διότι ἡ πράξη τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας εἶχε συνέχεια.
Ἡ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ β´ αἰώνα, ἀποδεικνύει τὴν ἐπιβίωση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς —ἔστω σὲ ἄλλο ἐπίπεδο—, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσκει κάθε ἰδέα περὶ προσωρινότητας τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινοκτημοσύνης. Λέγει λοιπὸν ἡ Διδαχή: «Συγκοινωνήσεις ἅπαντα τῷ ἀδελφῶ σου καὶ οὐκ ἐρεῖς τί ἴδιον εἶναι· εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοὶ ἔστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς» (κεφ. 4, 8).
Ὅπως δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ (ἀλλ᾽ οὔτε καὶ δυνατή!) ἡ ἰδιοποίηση τῶν πνευματικῶν, τῆς Χάριτος ἄλλο τόσο δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς τὸ δικαίωμα νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ (ἀντικαπιταλισμός) 6 . Ἡ Διδαχὴ δείχνει ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας ἔγινε καὶ πνεῦμα τῆς πατερικῆς ποιμαντικῆς. Ἀπὸ τὴν Διδαχή, μέσῳ τοῦ Μ. Βασιλείου, φθάνουμε στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Δὲν εἶναι λοιπὸν περίεργο, ποὺ ὁ Μ. Βασίλειος ἔγινε ὀργανωτὴς τοῦ μοναστικοῦ Κοινοβίου, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἀσκητὴς Παχώμιος. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὀργανωμένου μοναστικοῦ κινήματος συμβαίνει, μόλις ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐπικίνδυνη ἡ ἐκκοσμίκευση μιᾶς μεγάλης μερίδας Χριστιανῶν, ὁ συσχηματισμός, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, μὲ τὸν «κόσμο».
4. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν κοινοκτημοσύνη του ὄχισὲ ἀνθρωπίνους νομοὺς σὲ ἐξωτερικὸ δηλ. ἐξαναγκασμό,ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πράξεων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Ἂν δὲν ἀποδεσμευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δεσποτεία τῶν ἀγαθῶν ΤΟΥ, δὲν ἐλευθερώνεται πραγματικά, γιὰ νὰ δεῖ τὰ ἀγαθά του «κοινά». Ἂν δὲν προηγηθεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑκούσια) ἀκτημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ κοινοκτημοσύνη. Οἱ καθαρὰ ψυχολογικὲς παρενθέσεις τοῦ χρυσοστομικοῦ λόγου: «τῷ λόγῳ, λέγω, μηδεὶς θορυβείσθω» καὶ «τῷ λόγῳ ... ἐπειδὴ ἐν ἔργοις οὐ βούλεσθε» (καὶ ἀποτείνεται σέ χριστιανούς!), δείχνει τήν συνείδηση τῆς δυσκολίας νά νικηθεῖ ἡ δυστροπία τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως -ἔστω καί ἄν τυπικά λέγεται χριστιανός- εἶναι ὑποδουλωμένος στό ἄγχος καί στό περιβάλλον, στή σωματικότητα καί τήν ὑλικότητα. «Λατρεύει τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα», μέ συνέπεια ἄμεση τήν κατάλυση τῆς αὐθεντικότητας τῶν σχέσεών του: τήν ἀτομοποίηση, τήν αὐτοθεοποίηση καί εἰδωλοποίησή του, τήν χρήση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου γιά τήν κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας καί εὐτυχίας (=θρησκεία). Πρόκειται γιά τήν ἐσωτερική διάσπαση καί ἀνισορροπία, πού ἐκφράζεται μέ τίς ποικίλες μορφές τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐσωτερική διάσπαση εἶναι τό αἴτιο καί τῆς ἐξωτερικῆς διαστάσεώς του. Με τήν ἁμαρτία, ὡς ἐσωτερικό γεγονός πρῶτα, εἰσῆλθε στή ζωή μας ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον, «τό δικό μου καί τό δικό σου, ὁ ἐπάρατος (καταραμένος) αὐτός λόγος», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ στάση πού χαρακτηρίζει τον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν ἀθεΐα τῆς αὐτονομίας του, εἶναι ἠ ἁρπακτική βουλιμία ἀπέναντι στήν ὕλη. Ἡ προέκταση δέ τῆς στάσεως αὐτῆς στό χῶρο τῆς μακροκοινωνίας δημιουργεῖ τίς διακρατικές και διηπειρωτικές ἀνισότητες, τήν κατάσταση τῆς ἀδικίας σέ παγκόσμια κλίμακα (πρβλ. Τρίτο Κόσμο, κ.λπ).
5. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀναφορά τοῦ Χρυσοστόμου στήν βοήθεια (συνέργεια) τῆς θείας Χάριτος, σε τρόπο μάλιστα, πού νά σκανδαλίζει τόν ἀπονευρωμένο Χριστιανισμό τῆς ἐποχῆς μας. Ἀναφέρεται ἔμμεσα στά θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων (Μτθ, 14,21) καί τετρακισχιλίων (βλ. Μτθ. 15, 32 ἑ). Μή λησμονοῦμε ὅμως ὅτι τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ θέρμανση τῆς ἀγάπης και ἑνότητας (γιά τήν ὁποία μιλεῖ στην συνέχεια). Δέν εἶναι συνεπῶς ἐξω- πραγματικός. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἡ ἀγάπη καί θαύματα θα μποροῦσε νά προκαλέσει ἄν ἡ γῆ μέσῳ αὐτῆς γινόταν οὐρανός! Ἡ σωτηριολογική προοπτική τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων εἶναι: «Γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»!
6. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ διασύνδεση ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος μέ τήν παράδοση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους. Δικαιώνεται, ἑπομένως, ἡ μοναστική παράδοση, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει -μαζί μέ τούς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων- καί ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ αὐτοπαραίτηση ἀπό κάθε ἀπαίτηση πάνω στά ὁποιαδήποτε ἀγαθά εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου-κτίσεως μέσα στην πρακτική τῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό ἀναδύονται τά ἡμίμετρα, οἱ μισές λύσεις. Ἡ πνευματική (ἀσκητικονηπτική) ζωή εἶναι ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἀπολυτοποιημένου καί ἐπαναστατημένου ΕΓΩ, καί τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν ἁγιοπνευματική ἀνιδιοτέλεια. Πρός τόν «καρπό» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Γιά τή παράδοση, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ δρόμος τῆς κοινωνικότητας περνᾶ μέσα ἀπό τόν πνευματικό-ἀσκητικό ἀγώνα. Τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, γιά τήν ἴδια παράδοση, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τήν κοινωνία, τήν κοινωνική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο:
«Πάντες οἱ ἅγιοι (θεούμενοι) ταύτην τήν τελειότητα φθάνουσιν, ὅταν τέλειοι γίνωνται καί τῷ Θεῷ ἀφομοιώνονται, ἐν τῷ ὑπερκβλύζειν τήν ἀγάπην αὐτῶν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν εἰς πάντας». Μία κοινωνικότητα χωρὶς πνευματικότητα εἶναι νόθη κατάσταση. Ἀλλὰ καὶ μία πνευματικότητα, ποὺ δὲν καταλήγει στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία, εἶναι καὶ αὐτὴ πλαστὴ καὶ κίβδηλη.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πορεία —ἡ συμπόρευση πνευματικότητας καὶ κοινωνικότη- τας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες (ἢ καὶ τὶς στοχοθεσίες) κάθε πολιτικῆς καὶ κρατικῆς ἐξουσίας καὶ μόνον ἐν Χριστῷ εἶναι δυνατή.
Τὸ μοναστικὸ κοινόβιο παραμένει τὸ ἀμετακίνητο πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, τὸ συνεπέστερο «μοντέλο» τοῦ «ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ» μὲ τὴν ἀλληλοδιακονία, τὴν ἀκτημοσύνη–κοινοκτημοσύνη τὸν «κομμουνισμὸ τῆς ἀγάπης», ὅπου ὁ κάθενας ἐργάζεται καὶ προσφέρει σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις του καὶ ἀπολαμβάνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, χωρὶς κανένα κίνδυνο ἀτομικῆς συγκέντρωσης κεφαλαίου καὶ τῶν συναφῶν οἰκονομικῶν συγκρούσεων. Στὸ κοινόβιο τοῦ μοναστηριοῦ χάνεται κάθε ὑποψία ὑπεραξίας καὶ κέρδους ἢ ἐκμεταλλεύσεως. Αἵρεται ἀκόμη κάθε διάκριση διανοητικῆς καὶ σωματικῆς – χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Ὁ Χριστὸς — αὐτὸ ἀποδεικνύει σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸ μοναστικὸ κοινόβιομᾶς ἕνωσε ὁλόκληρους, στὴν τεθεωμένη ἀνθρωπότητά Του, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία ὅλη ἡ ζωή μας. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἀλληλοπεριχώρηση μοναστηριοῦ καὶ κοινωνίας εἶναι μία καθημερινὴ πρακτική. Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχει χαθεῖ ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση, εἰσάγονται ξένες παραδόσεις, γιὰ νὰ ρυθμίσουν τὸν κοινωνικὸ βίο. Αἰῶνες τώρα βρισκόμαστε στὴν δουλεία τῶν κοσμικῶν συστημάτων.
Ὁ μοναχισμὸς (στὶς αὐθεντικές του διαστάσεις) εἶναι μόνιμη ἐπανάσταση, ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», «ἀναρχική» τάξη, ποὺ «χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν κοσμικὴ κοινωνία, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἐλεύθερη καὶ ἀδέσμευτη ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ καὶ κοσμικὴ συμβατικότητα ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου» (Γ. Μαντζαρίδης). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἔγραφε περίλαμπρες ὁμιλίες γιὰ τὸ Ἀκατάληπτο τῆς Θείας Οὐσίας, στὶς ὁποῖες καταλήγει μὲ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες στὸ θέμα τῆς προσευ χῆς. Ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία μία θεία Λειτουργία, ποὺ καταξιώθηκε πανορθόδοξα.
Ταυτόχρονα, ὅμως ἀντιμετώπιζε τὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ τὴν δεσποτικὴ αὐθαιρεσία, κατέκρινε τὴν πλουτοκρατία καὶ τὴνκαταπίεση, ποὺ αὐτὴ ἀσκοῦσε στὴ φτωχολογιά, ἀμφισβητοῦσε τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὴν κληρονομία καὶ ἀνέπτυσσε σχέδιοἀναδιοργάνωσης τῆς κοινωνίας στὰ μέτρα τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ ἐξαθλίωση καὶ ἡ κοινωνικὴἀδικία. Ὁ Χρυσόστομος προέκτεινε τὸ μυστήριο τοῦ Ναοῦ στὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συνανθρώπου. Ὁ κοινωνικός του ὅμως ἀγώνας συνιστοῦσε φυσικὴ ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, τῆς πληρώσεως τῆς ὕπαρξής του ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ Χάρη.
7. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καλεῖ ἔμμεσα σὲ ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν ἀποδίδει –μάλιστα ρητὰ καὶ καθαρὰ- τὴ μετάσταση τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν «κόσμο» («τὶς ἂν ἔμενεν Ἕλλην λοιπόν;» —ἄθεος ἢ ἀντίθεος θὰ λέγαμε σήμερα).
Τό κοινωνικό «μοντέλο», πού ἀποτελεῖ τό ἰδανικό τοῦ Χρυσοστόμου, ὑπογραμμίζει μία προϋποτιθέ- μενη ἀπό ἐκεῖνον πραγματικότητα, τήν ἐν Χριστῷ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός μέ τήν σάρκωσή Του, δέν ἔφερε ἁπλῶς μία νέα θρησκεία, ἀλλά μία νέα ζωὴ (πρβλ. «ἰδού γέγονε καινά ΤΑ ΠΑΝΤΑ», Β´ Κορ. 5,17), ἕνα «καινό» δηλ. τρόπο ὑπάρξεως. Γι᾽ αὐτό ἡ λύση τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων -καί τῶν ὑλικοβιοτικῶν- πραγματοποιεῖται μέ τήν ἔνταξη στήν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔτσι γίνεται ὁ πιστός ἅγιος, ἀληθινά Χριστιανός δηλαδή. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά παραλάβει στούς κόλπους της
ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, να «ἐκκλησιοποιήσει» ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Αὐτό συνεπῶς, πού προσφέρεται χριστιανικά ὡς λύση στό κοινωνικό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό σύστημα ἤ τυπικές ἠθικές ἐντολές καί κατευθύνσεις, ἀλλά μία συγκεκριμένη πράξη, μία ζωή, στό πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Σ᾽ αὐτήν τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός ὅλο τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς «ζύμη», πού ζυμώνει ὅλο τό φύραμα, ὅλη τήν ἀνθρώπινη κοινωνία (Α´Κορ. 5,6). Κάτι ἀνάλογο ὑπονοεῖ ἐδῶ καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Μιλεῖ γιά τούς «ἔξωθεν», πού θά ἔσπευδαν νά συμβάλουν στήν ἐπιτυχία τοῦ προτεινόμενου ἐγχειρήματος. Μία τέτοια δηλ. κοινωνία, ὅπως ἡ αὐθεντικά χριστιανική, δέν θά ἀπέρριπτε κα- νείς, οὔτε καί αὐτοί οἱ ἄπιστοι, οἱ μη Χριστιανοί.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκλείει ἀπό τήν κοινωνία Του κανένα. Γιατί δεν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος, πού να μή ἀναζητεῖ -ἔστω καί ἀνεπίγνωστα- τόν Χριστό, ἔστω καί ἄν Τον ἀναζητεῖ σέ ἐσφαλμένη κατεύθυνση μέ ἁγνά ὅμως κίνητρα.
Ἡ ψυχή κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἀπό τήν φύση της Χριστοκεντρική (Mens naturaliter Cristiana). Ἡ λυτρωτική ἀναζήτηση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι Χριστοκεντρική (πρβλ. Πρ. 17,27). Κάθε ἀγώνας γιά την ἀλήθεια, εἰρήνη, δικαιοσύνη, ἀδελφοσύνη, κοινωνική ἰσότητα, εἶναι (ἀνεπίγνωστα) χριστιανικός καί γι᾽ αὐτό χριστιανικά δεκτός καί καταξιωμένος. Ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ ζητῶν εἰρήνην Χριστόν ἐκζητεῖ, ὅτι Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη, ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ εἴτε τά ἐν οὐρανοῖς εἴτε τά ἐπί γῆς». Ἐδῶ ὅμως συγκεκριμενοποιεῖται τό πρόβλημα τῆς δικῆς μας πειστικότητας. Κατά πόσο δηλ. καλοῦμε (μέ ὅλη την ὕπαρξή μας) στόν ὅλο Χριστό ἤ συντελοῦμε μέ τήν ὅλη ζωή μας στόν νά περιφρονεῖται καί μισεῖται ὁ Χριστός (πρβλ. Ρωμ. 2,14). Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, ἄν συντε- λοῦμε στό νά βροῦν οἱ ἀγῶνες τοῦ κόσμου τόν ἀληθινό προσανατολισμό τους.
8.Θά μποροῦσε, βέβαια, νά ἐπισημανθοῦν στόν χρυσοστομικό λόγο καί μειονεκτήματα θεωρητικῆς κατοχυρώσεως. Ἡ πρόταση τοῦ Χρυσοστόμου δέν συμφωνεῖ πλήρως μέ τίς σημερινές οἰκονομικές θεωρίες. Αὐτός προτείνει ἕνα «μοντέλο», πού στηρίζεται στή συνέργεια τῆς θείας Χάρης.
Μία κοινωνία κατανάλωσης, ἐξ ἄλλου, δεν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς παραγωγή. Καί εἶναι αὐτό πράγματι τό ἰσχυρότερο -καί γι᾽ αὐτό συνηθέστερο ἐπιχείρημα, γιά νά μειώνεται ἡ σημασία τῆς κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ἑπομένως καί ἡ ἀξία της γιά τή λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, ἐνῶ ὁ ἐκ συγχρονισμός τῆς κοινοκτημοσύνης θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ μισθοδοσία ἀνάλογα μέ τίς (οἰκογενειακές) ἀνάγκες καί ὄχι μέ τό ὕψος τῆς βαθμίδας τῆς θέσης ἤ τοῦ ἀξιώματος.
Τόσο ὅμως στίς Πράξεις, ὅσο και στό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ναί μέν δέν γίνεται λόγος για παραγωγή, ἀλλά οὔτε καί φαίνεται νά ἀποκλείεται. Ἄλλωστε, τότε θεμελιωνόταν καί διαμορφωνόταν ὁ κοινωνικός τρόπος ζωῆς. Ὁ Χρυσόστομος μιλεῖ γιά τήν ἀρχική διάθεση τῆς περιουσίας (ἰδιοκτησίας), δέν ἀρνεῖται ὅμως τήν παραγωγή μέ τήν ἐργασία, ὅπως ἄλλωστε δεν τήν ἀπέκλεισε καί ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὁ τονισμός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γίνεται γιά τούς λόγους, πού ἀναφέραμε παραπάνω.
Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν Πράξεων δεν σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐργασίας, ἀλλά τῆς ἐγωκεντρικῆς ἰδιοκτησίας. Καί στήν περίπτωση Ἀνανία καί Σαπφείρας λέγει ὁ Πέτρος: «Οὐχί μένον (δηλ. μή πωλούμενο) σοι ἔμενεν καί πραθέν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχεν; (Πρ. 4,32· 5,3)». Συνεπῶς ὅλα γίνονται στά ὅρια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀγάπης, Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν πιστῶν ἐντοπί- ζεται στήν ἀπόρριψη τοῦ βάρους τῆς ἰδιοκτησίας, πού τόσο πνευματικά προβλήματα δημιουργεῖ (ἀντιφεουδαρχικό ἰδεῶδες). Τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν (καί εἶναι): μοναδικό μέσον πορισμοῦ τῶν προς τό ζῆν εἶναι ἡ ἐργασία (πρβλ. Πράξ. 20,34- Κολ. 4,12- Α´ Θεσσαλ. 2,9 κ.ἄ).
9.Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζει τήν διάθεση νά ὁδηγήσει τούς συγχρόνους του πιστούς στήν πραγματοποίηση τοῦ ἰδεώδους, πού περιέγραψε καί πού ταυτίζεται μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θεωροῦσε τό μέτρο αὐτό οὐτοπικό, ἀλλά ἐφαρμόσιμη και βιώσιμη λύση. Τή βεβαιότητά του δείχνουν ὅλα ὅσα γράφει σέ ἄλλο σημεῖο: «Εἰ γάρ Ἑλλήνων ὄντων τότε τῶν ἀρχόντων ταῦτα ἐνομοθέτησε, πολλῷ μᾶλλον νῦν ἐπί τῶν πιστῶν τοῦτο γίνεσθαι χρή». Ἔτρεφε τήν ἐλπίδα, ὅτι ἡ ἐκχριστιανισμένη πιά Ρωμαϊκή Πολιτεία θα ἀνελάμβανε τήν ὁλοκλήρωση τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά» (Πράξ. 6,2).
Καί αὐτό ἐν πολλοῖς ἔγινε στήν κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Ζητοῦσε μόνο πίστωση χρόνου («ζωήν»), ὄχι φυσικά γιά νά πεισθεῖ αὐτός, ἀλλά γιά νά πεισθοῦν οἱ ἀκροατές του, κάτι πού φανερώνει καί τό ποιόν τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Βέβαια, ὁ Καίσαρας φρόντισε να τοῦ στερήσει αὐτή τή δυνατότητα, ὄχι μόνο κόβοντας ἐνωρίτερα το νῆμα τῆς ζωῆς του, ἀλλά και ὁδηγῶντας σέ κοινωνικά σχήματα, ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶναι τά μεταγενέστερα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, στά ὁποῖα μάθαμε νά ζοῦμε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀπεμπολῶντας τήν πατερική παράδοσή μας. Ὅπως ὅμως ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔχει παρατηρήσει: «Ἐάν τά σύγχρονα προβλήματα… δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τό θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως. Θα ὁδηγήσουν κατ᾽ ἀνάγκην εἰς κατα- στροφάς, εἰς σχίσματα, εἰς αἱρέσεις καί εἰς πολυποικίλους οὑμανιστικάς πλάνας, εἰς μηδενισμούς και ἀναρχισμούς».
Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν Χριστιανῶν ἤ ἡ ἀπουσία κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος (πρβλ. Ρωμ.15,5 κ.ἄ), λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, περιόρισε τήν λύση τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου στό μοναστικό κοινόβιο, πού διασώζει το αὐθεντικό πρότυπο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, καί τό συναποτελοῦν οἱ ἔχοντες τό αὐτό φρόνημα πιστοί καί ζῶντες στήν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21). Ὅσο ἐγγύτερα πρός το μοναστηριακό πρότυπο λειτουργοῦν οἱ Ἐνορίες στόν κόσμο, τόσο γνησιότερη, πνευματικά καί κοινωνικά, εἶναι ἡ χριστιανική ζωή μας.
Σημασία τελικὰ ἔχει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων της, ἔχει δώσει μόνιμη καὶ τελικὴ λύση στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, διότι προσφέρει κοινωνία, μέσα στην ὁποία τό κοινωνικό πρόβλημα, σε ὅλες τίς ὄψεις του, γίνεται ἀνύπαρκτο. Ἀπό τὶς διαθέσεις καὶ ἐπιλογές τῶν Χριστιανῶν, μάλιστα τῶν Ὀρθοδόξων, ἐξαρτᾶται ἡ δι- αιώνιση ἢ ὄχι τῆς δυσλειτουργίας τῶν κοινωνιῶν μας. Εἶναι δὲ ἐνθαρρυντικό, ὅτι καὶ ἄνθρωποι τοῦ κό- σμου, ὅπως ὁ κοινωνιολόγος τοῦ Λευκοῦ Οἴκου Amitai Ezioni ἀνα- γνωρίζουν ὅτι ὅλα τὰ κοσμικὰ κοινωνικὰ συστήματα ἔχουν δοκιμασθεῖ καὶ ἀπογοήτευσαν.
Συνιστᾶ γι᾽ αὐτὸ τὴν στροφή πρὸς τὸν κοινοτισμό, δηλαδὴ πρὸς τὸ κοινωνικὸ «μοντέλο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας!
Σήμερα δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία, μετά τήν χρεωκοπία τῶν κοινωνικοπολιτικῶν συστημάτων τοῦ κόσμου, τό κοινωνικό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας νά γίνει ὁ κοινός μας πόθος καί τό μόνιμο κήρυγμα τῶν ποιμένων καί κηρύκων μας. Θα τό τολμήσουμε;
Σημειώσεις:
1. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα συνίσταται στὸ πανανθρώπινο καὶ διαιώνιο αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν, κοινω- νικὴ ἰσότητα, ἄρση τῶν οἱωνδήποτε διακρίσεων καὶ διαφορῶν, τῆς ἐκμε- τάλλευσης ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ τῆς ἀδικίας. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι στὴν οὐσία οἰκονομικό.
Δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Βλ´. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ κοινωνικοπολιτικὴ διακονία, στὸ: Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας, Ἀθήνα 1986, σ. 29-56.
2. Οἱ 55 ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὶς «Πράξεις» (ΡG 60,13-384) ἀκούστηκαν τὸ 400 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι «τὸ πρῶτο ὑπό- μνημα στὶς “Πράξεις” γιὰ τοὺς δέκα πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας». (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α', Ἀθήνα 1999, σ.151).
3. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐκκλησιαστικὰ διάκριση πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δια- κονίας. «Κατὰ βάσιν πρόκει ται περὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας περὶ θεραπείας ἀναγκῶν: Ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τῆς διακονίας» (Γ. Γαλίτης).
4. «Ἡ θεοκρατικὴ ἔκφρασις τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἐγκόσμιον καὶ ἀνθρώπινον αὐτῆς χαρακτήρα, ἡ δὲ “καχὰλ Γιαχβὲ” ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν θεῖον ταύτης χαρακτήρα» (Μ. Σιώτης).
5. Εἶναι ἐπαναστατικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ κυριολεκτικὰ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἰσότης», γιὰ τὸν κοινωνικὸ χῶρο αὐτὴ τὴν ἐποχή.
6. Οἱ Δυτικοὶ Χριστιανοὶ -καὶ τὸ ἔχω ζήσει πολλὲς φορὲς- ὅταν ἀκούουν αὐτὴ τὴν διδασκαλία, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα χριστιανική, τὴν θεωροῦν μαρξιστικὴ καὶ κομμουνιστική. Καὶ πράγματι δὲν εἶναι, ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἔχουν ταυτίσει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸ σύστημα τῆς δικῆς τους κοινω- νίας (καπιταλισμὸ ἢ ἐλεύθερη οἰκονο- μία), στὸ ὁποῖο εἶναι αἰχμαλωτισμένοι.

"Ο. Τ"
(Ορθόδοξος Τύπος)

ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ 1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ 2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ 3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ


 ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ

 1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ 2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ 3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ



1) Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικά ἐκείνα ἁμαρτήματα, ὄπου φθεῖρουν, ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκείνον ὄπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως. Ταύτα τὰ καθολικώτερα εἶναι : Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταύτα : Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα : Πλεονεξία, ἀνε-λεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἀρπαγή, ψεύδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἰεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων.