xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Στο Νέο Ημερολόγιο , υπάρχουν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί ,που είναι «βράχοι Ορθοδοξίας» ????


Στο Νέο Ημερολόγιο , υπάρχουν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί  ,που είναι «βράχοι Ορθοδοξίας» ????

Στο Νέο Ημερολόγιο , υπάρχουν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί  Στο Νέο Ημερολόγιο, λένε οι οπαδοί του, υπάρχουν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, που είναι «βράχοι Ορθοδοξίας» ! Υπάρχουν πράγματι; ΄Η, τα λένε αυτά, , για να κρύψουν τη διάβρωσή τους από την αίρεση του Οικουμενισμού; Με το θέμα αυτό ασχολούμαστε στη συνέχεια: 2. Στην Εκκλησία του Χριστού πάντοτε υπήρχαν επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, που ήταν αληθινοί «βράχοι Ορθοδοξίας»! Ήταν οι άγιοι Πατέρες της. Υπήρχαν ήδη, από την εποχή των Αποστόλων.

ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Α΄. Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΕΟ

   
Το πρώτο γνώρισμα της Ορθοδοξίας, το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό της είναι η πίστη στο Θεό. Ποιο Θεό όμως; Το θεό του Ισλάμ, το θεό του Ισραήλ, το θεό των Μασόνων, το θεό των διαφόρων θρησκειών, το θεό όπως τον φαντάζεται ο κάθε άνθρωπος και λέγει υπάρχει το θείο, υπάρχει κάτι, υπάρχει μια ανώτερη δύναμη; Όχι.

    Ο Θεός της Ορθοδοξίας είναι ο Τριαδικός Θεός, ο αληθινός Θεός, ο μόνος που λυτρώνει τον άνθρωπο. Πατήρ-Υιός-Άγιο Πνεύμα. Και ο Υιός, ο ένας της Τριάδος, μας αποκαλύπτει η Γραφή και μας παραδίδει η ιστορία, ενσαρκώθηκε, προσέλαβε το ημέτερο φύραμα, το θεράπευσε και το ζωοποίησε εις τον αιώνα, αφού «το απρόσληπτον αθεράπευτον» λένε οι πατέρες της Εκκλησίας μας.

Τότε τι χρειάζονται το «Πηδάλιον», το «Ωρολόγιον», το «Τριώδιον»; Να τα ρίψωμεν εις το πυρ και να ομολογήσωμεν ότι επλανήθημεν!

Εις τα ζητήματα της πίστεως δεν χωρούν ανθρώπινοι συναισθηματισμοί. Αείποτε η Εκκλησία του Χριστού «δια τους λόγους των χειλέων Του εφύλαξεν οδούς σκληράς». Μέσος όρος δεν υπάρχει. Ή πιστεύομεν ή δεν πιστεύομεν. Ή ο από δέκα αιώνων Καθολικισμός περιέπεσεν εις αιρέσεις, οπότε πρέπει να τας αποβάλη και κατόπιν να έλθη προς ένωσιν Δογματικήν και Εκκλησιαστικήν ή δεν έχει αιρέσεις οπότε η Εκκλησία μας πλανάται επί δέκα αιώνας. Και όχι μόνον δέκα αιώνας, αλλά πλανάται μεθ' όλων των Οικουμενικών Συνόδων και των αγίων Πατέρων, και τα πάντα γίνονται άνω κάτω. Και κατά συνέπειαν πρέπει να διορθώσωμεν Ιερούς Κανόνας, να συμπληρώσωμεν το Σύμβολον της Πίστεως, να διασκευάσωμεν τα λειτουργικά μας βιβλία, να χρίσωμεν με ασβέστη τους τοιχογραφημένους αγίους Πατέρας μας και να καύσωμεν τας φορητάς εικόνας των, αφού επλανήθησαν και πλανούν και ημάς τόσους αιώνας.                                                                                                      
Πρέπει να παύσωμεν του λοιπού να λέγωμεν εις τας προσευχάς  μας «δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Πρέπει να κλαύσωμεν δια τα πλήθη των Ομολογητών, που εμαρτύρησαν ματαίως και προ του σχίσματος και μετά το σχίσμα. Και πρέπει να σβήσωμεν πλέον και την ιεράν κανδήλαν, που καίει ακοίμητα εις την είσοδον του Ναού του Πρωτάτου, επάνω εις τα άγια λείψανα των Αγιορειτών Πατέρων, που εμαρτύρησαν από τους Ενωτικούς του 13ου αιώνος, διότι δεν εδέχθησαν το μνημόσυνον του Πάπα. Εάν δεν είναι αιρετική η παπική Εκκλησία, τότε τα θαύματα των αγίων Ομολογητών της Ορθοδοξίας είναι δαιμονικαί απάται. Εάν δεν είναι οι Λατίνοι αιρετικοί, πρέπει να καύσωμεν όλους τους αντιλατινικούς λόγους του Μ. Φωτίου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Καβάσιλα, Ιωσήφ Βρυεννίου, Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, Γενναδίου του Σχολαρίου και τόσων ιερωτάτων θεολόγων μέχρι του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, ως και τας Συνοδικάς αποφάσεις. Τότε τι χρειάζονται το «Πηδάλιον», το «Ωρολόγιον», το «Τριώδιον»; Να τα ρίψωμεν εις το πυρ και να ομολογήσωμεν ότι επλανήθημεν! 

Eπίσης ο π. Θεόδωρος Ζήσης αναφέρει τα εξής:


    Eπίσης ο π. Θεόδωρος Ζήσης αναφέρει τα εξής:


Σήμερα «οἱ τοῦ Λατινισμοῦ ἐφιέμενοι», οἱ ἁπανταχοῦ τῆς γῆς λατινόφρονες ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων, στοὺς ὁποίους προσετέθησαν μετὰ τὴν ἀρχιεπισκοπίαν τοῦ μακαριστοῦ Σεραφεὶμ «ἀγαλλομένῳ ποδί» οἱ διοικοῦντες τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, κηρύττουν καὶ αὐτοὶ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» ὅτι δὲν εἶναι μεγάλες οἱ διαφορὲς ποὺ μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ὅτι τὸ βλάσφημο, αἱρετικὸ καὶ συνοδικὰ καταδικασμένο filioque δὲν εἶναι ἐμπόδιο γιὰ τὴν ἕνωση, εἶναι ἀνύπαρκτο ζήτημα, ὅτι τὸ βάπτισμα καὶ τὰ μυστήριά τους εἶναι ἔγκυρα, ὅτι ξεπεράσθηκε πλέον ἡ ἐκκλησιολογία ὄχι μόνο της αἱρέσεως, ἀλλὰ καὶ τοῦ σχίσματος· οἱ Λατίνοι δὲν εἶναι οὔτε αἱρετικοί, οὔτε σχισματικοί, εἶναι «ἀδελφὴ ἐκκλησία», ὅπως ἀδελφὲς ἐκκλησίες εἶναι οἱ κατὰ τόπους αὐτοκέφαλες, ὀρθόδοξες ἐκκλησίες.

Επίσης τρανταχτό παράδειγμα το κείμενο του Μπαλαμάντ του Λιβάνου που εξεδόθη στην διάσκεψη του Μπαλαμάντ, τον Ιούλιο του 1993, όπου επιχειρείται η πλήρης κοινωνία των ορθοδόξων και της λατινικής εκκλησίας δι’ αμοιβαίας αναγνωρίσεως της Ιερωσύνης και των λοιπών Μυστηρίων, χωρίς να αρθούν οι δογματικές και εκκλησιολογικές διαφορές. Είναι η πρώτη φορά που οι ορθόδοξοι παραδέχονται επισήμως την θεωρίαν των κλάδων.
Την προδοτική συμφωνία εις το Μπαλαμάντ την υπέγραψαν εκπρόσωποι εννέα Ορθοδόξων Εκκλησιών
Επίσης υπάρχει Συνοδική αναγνώριση των Μονοφυσιτών εις το Σαμπεζύ της Ελβετίας!!
Ενωτικές αποφάσεις των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Αντιοχείας με τους Μονοφυσίτες!

Λησμονείτε ότι εις το Freising της Γερμανίας υπογράφτηκε ένωση με τους Προτεστάντες, (EKD), απο τον Γερμανίας Αυγουστίνο σχετικά με το βάπτισμα και την αποστολική διαδοχή, αναγνωρίζοντάς τους και βάπτισμα και αποστολική διαδοχή!!!
Δυστυχώς βιώνουμε τα ''σημεία των καιρών'' τα οποία είναι τα προοίμια της προφητευμένης ''αποστασίας''!
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΟΣΑ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΤΟ ΩΣ ΑΝΩ ΑΡΘΡΟ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ ΟΤΙ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ??
ΑΓΑΠΗΤΟΙ  ΜΟΥ ΜΗΝ ΑΜΕΛΕΙΤΕ ΑΛΛΟ , ΠΡΟΚΕΙΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΑΣ! ΦΥΓΕΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΟΔΟΤΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΕΛΑΤΕ ΣΤΗΝ ΜΟΝΗ ΖΩΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΡΧΕΤΕ ΞΑΦΝΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΟΙΜΟΝΟ ΑΝ ΣΑΣ ΒΡΗ ΕΤΚΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 


ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ


Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!

Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.

Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη) 

α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»

Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.

Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.

Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.

Πίστη - Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Πραγματικά αυτό είναι πίστη, το να μην δίνουμε δηλαδή προσοχή σ’ αυτά που βλέπουμε, έστω κι αν αυτά που γίνονται είναι αντίθετα από την υπόσχεση του Θεού, αλλά να έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη εκείνου που έδωσε την υπόσχεση. Αυτό είναι πίστη, το να θεωρεί κανείς αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός, έστω κι αν δεν είναι ορατά με τα μάτια του σώματος, περισσότερο αξιόπιστα από εκείνα που φαίνονται και βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας.Αυτό κυρίως είναι το γνώρισμα της πίστεως, το να εγκαταλείπουμε κάθε εγκόσμια λογική και φυσική αντιμετώπιση των πραγμάτων και να επιζητούμε το υπερφυσικό, την ουράνια λογική• να διώχνουμε τις αδύνατες ανθρώπινες σκέψεις και να παραδεχόμαστε, ότι όλα προέρχονται από τη δύναμη του Θεού. Και όμως αν θέλεις να πιστεύεις σε αυτά που φαίνονται, στα αόρατα μάλλον παρά στα ορατά πρέπει να πιστεύεις. Αν και φαίνεται παράξενο αυτό που είπα, όμως είναι αληθινό και αναντίρρητα παραδεκτό από όσους είναι συνετοί.
Γιατί τα μάτια κάνουν πολλά σφάλματα, όχι μόνον στα αόρατα (αυτά ούτε τα αντιλαμβάνονται καν), αλλά και σ’ αυτά που νομίζουν ότι βλέπουν, λόγω απόστασης και μεσολάβησης της ατμόσφαιρας, λόγω στροφής της προσοχής και της σκέψης σε άλλα, λόγω θυμού και φροντίδας και απείρων άλλων, που επηρεάζουν την ακρίβεια των φαινομένων. Ενώ ο λογισμός ( η διαίσθηση) της ψυχής, αν δεχθεί το φως των θείων Γραφών, γίνεται ακριβέστερο κριτήριο των πραγμάτων που δεν πλανάται ποτέ.
Γιαυτό τα θαύματα δέν είναι κριτήριο πίστεως , αλλά οι γραφές. ο κόσμος όμως δυστηχώς δέν διαβάζει αλλά πιστεύει με αυτά που βλέπει , τα οποία πολλές φορές είναι εκ του πονηρού γιά να πλανήση τον  άνθρωπο, ο λαος ακολουθεί γεροντάδες <<θαυματοποιούς >> και δεν ακολουθεί τα λεγόμενα των αγίων, βασίζεται στά θαύματα παρά στο ευαγγέλιο και τους αγίους, και διααυτό πλανάτε !!

                                               ΤΑ 12 ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

 1) Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράττων.
 2) Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·
( Οι  αιρετικοί  Χριστομάχοι  ισχυρίζονταν  ότι  ο χριστός  είναι  κτίσμα ,και  μόνο  αυτός  το κτίσμα  είναι  κεφαλή  της  εκκλησίας )
 3) Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ Οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
 4) Τὸν δι’ ημᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, καί ἐνανθρωπήσαντα.
( γιαυτό  λέγουν  άλλο  Χριστός  άλλο  θεός  λόγος  )
 5) Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα, καὶ ταφέντα.
 6) Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰς Γραφάς.
 7) Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοῦς οὐρανούς, καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· Οὗ τῆς βασιλεῖας οὐκ ἔσται τέλος.
 8) Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν.
 9) Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν, καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
( η εκκλησία  της  ελλάδος και το πατριαρχείο κωνσταντινουπόλεως  είναι  αιρετική  διότι  πιστεύη  ότι  δεν  υπάρχει  μία  εκκλησία  του  θεού- η ορθόδοξος- αλλά πολλές  εκκλησίες  που η κάθε μία έχει  μέρος  της  αλήθιας ( εγκύκλιος  του πατριαρχίου  κων/λεως  του  1920)
 10) Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
 11) Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
 12) Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

ΑΙ ΠΑΛΙΔΩΡΙΑΙ ΤΩΝ ΨΕΥΔΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΙΤΩΝ, ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ ΑΥΤΩ


Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση


ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
 του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)

Όταν κάνουμε λόγο για την αγία Γραφή και την ιερή παράδοση δεν εννοούμε δύο ξεχωριστά ή αντίθετα πράγματα, αλλά ένα αρμονικό όλο· την όλη αποκάλυψη του Θεού για χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου.

Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει αυτή τη διδαχή της Ορθοδοξίας με τα ακόλουθα λόγια:
«Από τα δόγματα και τας αληθείας που διαφυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που μυστικά έφθασαν μέχρις εμάς, τα εκάναμε δεκτά από την παράδοση των αποστόλων. Και τα δύο έχουν την ίδια σημασία για την πίστη. Και κανείς από όσους έχουν ακόμη και μικρή γνώση των Εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα προβάλει αντίρρηση σ' αυτά... Γιατί αν επιχειρήσουμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα ''έθη" είναι άγραφα, γιατί δήθεν δεν έχουν μεγάλη σημασία, χωρίς να το καταλάβουμε, θα ζημιώναμε το ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το ευαγγέλιο σε "κενόν νοήματος όνομα"».

Ο Μ. Βασίλειος δεν παραλείπει να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα από τα «έθη» της Εκκλησίας στην εποχή του, τα οποία κανείς δεν αμφισβητούσε και όμως δεν βρίσκονταν σε καμμία γραπτή παράδοση:

«Λόγου χάρη (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο από όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτή την πίστη με το να κάνουν το σημείο του σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, ποιο γραπτό κείμενο μας το δίδαξε; Τους λόγους της Εκκλησίας κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς σ' αυτά που οι απόστολοι ή το ευαγγέλιο μνημονεύουν, αλλά προ της ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, γιατί διδαχθήκαμε από την άγραφη διδασκαλία πως έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου».

Αλλά ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας αναφέρεται και στην τέλεση άλλων ιερών μυστηρίων. «Ευλογούμε», λέγει, «επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το έλαιο του χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποία γραπτά κείμενα τα πήραμε αυτά; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση;... Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτή τη διδασκαλία που κρατήθηκε μυστική και δεν δημοσιεύθηκε, την οποία οι πατέρες μας διατήρησαν με σιγή, χωρίς να την πολυερευνήσουν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθά είχαν μάθει ότι πρέπει με σιωπή να προστατεύουμε τη σεμνότητα των μυστηρίων;».

Αυτή η διατήρηση «εν σιωπή» ήταν στο φρόνημα των αποστόλων και αναφερόταν στη σωστή στάση των πιστών απέναντι στο μυστήριο του Θεού.

«Οι απόστολοι και οι πατέρες που έθεσαν από την αρχή στην Εκκλησία θεσμούς, επιδίωκαν να διαφυλάξουν τη μυστικότητα. Άλλωστε αυτό που εύκολα πληροφορείται ο οποιοσδήποτε παύει να είναι μυστήριο· αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδοσης», καταλήγει ο Μ. Βασίλειος. Όμως στη συνέχεια επανέρχεται, φέρει σαν παράδειγμα την ομολογία κατά το ιερό βάπτισμα και γράφει:

«Την ομολογία της πίστης στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα από ποία γραπτή παράδοση την έχουμε; Γιατί, αν με βάση την παράδοση του βαπτίσματος θέτουμε σαν ουσιαστικό στοιχείο του βαπτίσματος την ομολογία, από συνέπεια στην ευσέβεια, αφού όπως βαπτιζόμαστε έτσι οφείλουμε να πιστεύουμε, ας μας επιτρέψουν από συνέπεια πάλι στην ευσέβεια, να προσφέρουμε τη δοξολογία με τρόπο όμοιο προς την πίστη. Αν όμως απορρίπτουν αυτό τον τρόπο της δοξολογίας σαν άγραφο, τότε ας μας παρουσιάσουν γραπτές αποδείξεις και για την ομολογία της πίστης και για τα άλλα που αναφέραμε».

Δεν υπάρχει λοιπόν αξιολογική διαφορά ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη αποκάλυψη του Θεού, ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη παράδοση της Εκκλησίας, που ανάγεται στους πρώτους εκκλησιαστικούς αιώνες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων.

Υπογραμμίζουμε πως το ευαγγελικό μήνυμα φυλάσσεται και μεταδίδεται από την Εκκλησία. Οι Απόστολοι εμπιστεύθηκαν τη διδαχή του Χριστού στους ποιμένες της Εκκλησίας, που βρίσκονται σε αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή και εγγυώνται για την καθαρότητα και την ασφαλή μετάδοση αυτής της διδαχής στις επερχόμενες γενεές. Αυτή η «παράδοση» ή «παρακαταθήκη» που παρελήφθη «άπαξ» από τους αγίους και μεταδίδεται χωρίς «χάσματα» και «διακοπές» από γενεά σε γενεά δεν αποτελεί «εντάλματα ανθρώπων», αλλά είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία που έχει κεφαλή τον Χριστό.

Ο Χριστός δεν ήλθε να γράψει βιβλία, αλλά να οδηγήσει τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού σε ενότητα υπό τον ίδιο σαν Κεφαλή. Αυτό ήταν και το βασικό μήνυμα της Παλαιάς Διαθήκης, που κατανοείται ορθά με κέντρο το πρόσωπο του ερχόμενου μεσσία. Για τους χριστιανούς το νέο, το κεντρικό γεγονός δεν είναι η σύνταξη κάποιων βιβλίων, που ονομάσθηκαν Καινή Διαθήκη, αλλά το ίδιο το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι απόστολοι έλαβαν την εντολή να «αυξήσουν» το σώμα του Χριστού κτίζοντας πάνω στο ένα θεμέλιο, τον Χριστό· δεν ήταν έργο τους να γράψουν βιβλία. Αλλά και τα κείμενα που έγραψαν συγκεντρώθηκαν μετά το θάνατό τους από την ίδια την Εκκλησία και συγκρότησαν τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ήταν κείμενα περιπτωσιακά, προϋπέθεταν το προφορικό κήρυγμα και δεν το καθιστούσαν περιττό, ούτε το αντικαθιστούσαν.

Ο «Κανόνας» της Καινής Διαθήκης (ο κατάλογος των βιβλίων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη) δεν γίνεται κατανοητός χωρίς την ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δεν μπορούμε με πειστικότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια βιβλία ανήκουν στην Αγία Γραφή και για ποιο λόγο, ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής χωρίς κίνδυνο να δημιουργούνται ατέλειωτες ξεχωριστές ομάδες, σχίσματα και αιρέσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπου.

Όλες οι αιρετικές ομάδες, που προβάλλουν διαφορετικό «Κανόνα» της Γραφής ή που αποκλίνουν από την αλήθεια της αγίας Γραφής οφείλουν τις κακοδοξίες τους σ' αυτό τον ένα λόγο: Απέρριψαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν από την κοινωνία με αυτήν. Έτσι έχασαν το σταθερό μέτρο κρίσεως και το σημείο αναφοράς που θα τους εξασφάλιζε την κοινωνία «μετά πάντων των αγίων» και την μετοχή στην σωτήρια πίστη που παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3). Όταν κανείς απορρίψει την Εκκλησία, γίνεται ο ίδιος σημείο αναφοράς και μέτρο κρίσεως· αυτόματα πέφτει θύμα της υποκειμενικής πλάνης· μετατίθεται σε «άλλο ευαγγέλιο» (Γαλ. α' 6-8).

Αν ο άνθρωπος διατηρούσε την καθαρότητα της καρδιάς του ο Θεός θα συνέχιζε να επικοινωνεί με περισσότερο άμεσο τρόπο με τον άνθρωπο, δεν θα χρειαζόταν ο γραπτός λόγος. Αυτό σημαίνει πως τα βιβλία της αγίας Γραφής δόθηκαν σαν είδος φαρμάκου, που πρέπει να χρησιμοποιεί ο ασθενής άνθρωπος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο γραπτός λόγος απομονώνεται και απολυτοποιείται, γιατί είναι μέρος της «παρακαταθήκης», όχι το όλον. Η ιερή παράδοση της Εκκλησίας είναι το όλον και αυτή δεν νοείται έξω από την Εκκλησία.

Πρόκειται για την ιερή μνήμη της Εκκλησίας, για την κοινή εμπειρία «πάντων των αγίων» όχι για εντάλματα ανθρώπων. Είναι η αποστολική διαδοχή, που συνδέεται άμεσα με την αποστολική διδαχή και εκφράζεται σαν κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, με «στόμα» τις οικουμενικές συνόδους.

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Ή Ορθοδοξία μας».

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ