xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ

ΟΙ ΑΓΙΟΙ


Το θέμα αυτό είναι πολύ βασικό, γιατί όλες οι προτεσταντικές αιρέσεις ασκούν σφοδρότατη κριτική εναντίον της Εκκλησίας μας, υποστηρίζοντας πως εμείς λατρεύουμε τους αγίους και προσβλέπουμε σ' αυτούς για σωτηρία, όχι στον Σωτήρα Χριστό!

Είναι λοιπόν ποιμαντική ανάγκη να εξηγήσουμε με ποια έννοια η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τους αγίους και πού τελικά μεταβαίνει αυτή η τιμή. Να τονίσουμε σε ποια σχέση βρισκόμαστε εμείς με τους αγίους και τι συνεπάγεται αυτή η σχέση. Πρέπει ακόμη να απαντήσουμε στην ένσταση των προτεσταντών, ότι οι άγιοι δεν είναι πανταχού παρόντες και συνεπώς δεν ακούουν τις προσευχές μας. Να ερμηνεύσουμε τα θαύματα που επιτελούν οι άγιοι και να τα κατοχυρώσουμε αγιογραφικά- να αναφερθούμε στην πρώτη Εκκλησία, για να διαπιστώσουμε αν υπήρχε σ' αυτήν η τιμή των αγίων και προ παντός, να καταστήσουμε φανερή τη διάκριση μεταξύ τιμής και λατρείας, λατρευτικής προσκύνησης και προσκύνησης σαν εκδήλωση τιμής και αγάπης, που αποδίδεται από μέρους μας στους αγίους.

Κατά την πίστη της Εκκλησίας μας οι άγιοι αντικατοπτρίζουν τη δόξα του Κυρίου (Β' Κορ. γ' 18) και ακτινοβολούν το άκτιστο φως του Θεού (Ματθ. ε' 14. Ιω. η' 12. Εφεσ. ε' 8. Κολ. α' 12. Αποκ. κβ' 5).

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
(Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Καραμούζη) 

α) Έννοια του όρου «Εκκλησία»

Ο όρος «Εκκλησία» στην αρχαιοελληνική του έννοια προερχόμενος από το ρήμα εκκαλώ δηλώνει τη συγκέντρωση και τη συνάθροιση πολιτών, προκειμένου να συσκεφθούν και να συναποφασίσουν για διάφορα σημαντικά ζητήματα. Στη Π. Διαθήκη αποκτά την έννοια της απλής συνάθροισης του Ισραηλιτικού λαού για θρησκευτικά, πολιτικά ή στρατιωτικά θέματα. Ωστόσο στο ίδιο κείμενο (της Π.Δ.) η λέξη «Εκκλησία» δηλώνει και το περιούσιο λαό του Θεού, τον Ισραήλ. Στη Κ. Διαθήκη ο όρος «Εκκλησία» σημαίνει πλέον τη σύνταξη εκείνων που πιστεύουν στο Χριστό, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζεται και ως βασιλεία, νύμφη, παστάς, άμπελος, λιμήν, πόλις, σύνοδος κ.λπ.

Παρ΄ όλα αυτά, η απόπειρα του να δοθεί ορισμός για το τι είναι Εκκλησία καθίσταται δυσχερέστατη αφού πρόκειται περί μυστηρίου. Και τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει με αϊδιο τρόπο την αρχή της στο Τριαδικό Θεό, ενώ ταυτόχρονα είναι συνδεδεμένη μαζί του με μία σχέση αδιάσπαστη και άκρως αγαπητική. Ο ανθρώπινος νους δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει αυτή τη σχέση Θεού - Εκκλησίας γιατί είναι μία υπέρλογη πραγματικότητα. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την αισθανθεί εμπειρικά, πλησιάζοντάς την μέσα από τις περιγραφικές εικόνες που της αποδίδουν οι πατέρες της πίστης μας.

Ο απόστολος Παύλος στις Επιστολές του προς τους Χριστιανούς της Εφέσσου, της Κορίνθου, της Ρώμης και των Κολασαέων, παρουσιάζει την Εκκλησία με τα εξής χαρακτηριστικά: Είναι το σώμα του Ιησού Χριστού που έχει ως κεφαλή αυτόν τον ίδιο το Χριστό. Μέλη αυτού του σώματος είναι όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, οι οποίοι βρίσκονται σε οργανική σχέση και εξάρτηση τόσο προς τη κεφαλή τους, δηλ. το Χριστό, όσο και μεταξύ τους. Κοινός σκοπός των μελών της εκκλησίας είναι ο αγιασμός που συντελείται με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και με την έμπρακτη έκφραση της αγάπης στις μεταξύ τους σχέσεις.

Πίστη - Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου


Πραγματικά αυτό είναι πίστη, το να μην δίνουμε δηλαδή προσοχή σ’ αυτά που βλέπουμε, έστω κι αν αυτά που γίνονται είναι αντίθετα από την υπόσχεση του Θεού, αλλά να έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη εκείνου που έδωσε την υπόσχεση. Αυτό είναι πίστη, το να θεωρεί κανείς αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός, έστω κι αν δεν είναι ορατά με τα μάτια του σώματος, περισσότερο αξιόπιστα από εκείνα που φαίνονται και βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας.Αυτό κυρίως είναι το γνώρισμα της πίστεως, το να εγκαταλείπουμε κάθε εγκόσμια λογική και φυσική αντιμετώπιση των πραγμάτων και να επιζητούμε το υπερφυσικό, την ουράνια λογική• να διώχνουμε τις αδύνατες ανθρώπινες σκέψεις και να παραδεχόμαστε, ότι όλα προέρχονται από τη δύναμη του Θεού. Και όμως αν θέλεις να πιστεύεις σε αυτά που φαίνονται, στα αόρατα μάλλον παρά στα ορατά πρέπει να πιστεύεις. Αν και φαίνεται παράξενο αυτό που είπα, όμως είναι αληθινό και αναντίρρητα παραδεκτό από όσους είναι συνετοί.
Γιατί τα μάτια κάνουν πολλά σφάλματα, όχι μόνον στα αόρατα (αυτά ούτε τα αντιλαμβάνονται καν), αλλά και σ’ αυτά που νομίζουν ότι βλέπουν, λόγω απόστασης και μεσολάβησης της ατμόσφαιρας, λόγω στροφής της προσοχής και της σκέψης σε άλλα, λόγω θυμού και φροντίδας και απείρων άλλων, που επηρεάζουν την ακρίβεια των φαινομένων. Ενώ ο λογισμός ( η διαίσθηση) της ψυχής, αν δεχθεί το φως των θείων Γραφών, γίνεται ακριβέστερο κριτήριο των πραγμάτων που δεν πλανάται ποτέ.
Γιαυτό τα θαύματα δέν είναι κριτήριο πίστεως , αλλά οι γραφές. ο κόσμος όμως δυστηχώς δέν διαβάζει αλλά πιστεύει με αυτά που βλέπει , τα οποία πολλές φορές είναι εκ του πονηρού γιά να πλανήση τον  άνθρωπο, ο λαος ακολουθεί γεροντάδες <<θαυματοποιούς >> και δεν ακολουθεί τα λεγόμενα των αγίων, βασίζεται στά θαύματα παρά στο ευαγγέλιο και τους αγίους, και διααυτό πλανάτε !!

                                               ΤΑ 12 ΑΡΘΡΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

 1) Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράττων.
 2) Καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦ Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων·
( Οι  αιρετικοί  Χριστομάχοι  ισχυρίζονταν  ότι  ο χριστός  είναι  κτίσμα ,και  μόνο  αυτός  το κτίσμα  είναι  κεφαλή  της  εκκλησίας )
 3) Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ γεννηθέντα, οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ Οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
 4) Τὸν δι’ ημᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου, καί ἐνανθρωπήσαντα.
( γιαυτό  λέγουν  άλλο  Χριστός  άλλο  θεός  λόγος  )
 5) Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, καὶ παθόντα, καὶ ταφέντα.
 6) Καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰς Γραφάς.
 7) Καὶ ἀνελθόντα εἰς τοῦς οὐρανούς, καί καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός. Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς· Οὗ τῆς βασιλεῖας οὐκ ἔσται τέλος.
 8) Καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν.
 9) Εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν, καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
( η εκκλησία  της  ελλάδος και το πατριαρχείο κωνσταντινουπόλεως  είναι  αιρετική  διότι  πιστεύη  ότι  δεν  υπάρχει  μία  εκκλησία  του  θεού- η ορθόδοξος- αλλά πολλές  εκκλησίες  που η κάθε μία έχει  μέρος  της  αλήθιας ( εγκύκλιος  του πατριαρχίου  κων/λεως  του  1920)
 10) Ὁμολογῶ ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν.
 11) Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν.
 12) Καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.

ΑΙ ΠΑΛΙΔΩΡΙΑΙ ΤΩΝ ΨΕΥΔΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΙΤΩΝ, ΠΡΩΗΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ ΑΥΤΩ


Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση


ΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
 του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου (†)

Όταν κάνουμε λόγο για την αγία Γραφή και την ιερή παράδοση δεν εννοούμε δύο ξεχωριστά ή αντίθετα πράγματα, αλλά ένα αρμονικό όλο· την όλη αποκάλυψη του Θεού για χάρη της σωτηρίας του ανθρώπου.

Ο Μ. Βασίλειος συνοψίζει αυτή τη διδαχή της Ορθοδοξίας με τα ακόλουθα λόγια:
«Από τα δόγματα και τας αληθείας που διαφυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από τη γραπτή διδασκαλία, άλλα δε, που μυστικά έφθασαν μέχρις εμάς, τα εκάναμε δεκτά από την παράδοση των αποστόλων. Και τα δύο έχουν την ίδια σημασία για την πίστη. Και κανείς από όσους έχουν ακόμη και μικρή γνώση των Εκκλησιαστικών θεσμών δεν θα προβάλει αντίρρηση σ' αυτά... Γιατί αν επιχειρήσουμε να εγκαταλείψουμε όσα από τα ''έθη" είναι άγραφα, γιατί δήθεν δεν έχουν μεγάλη σημασία, χωρίς να το καταλάβουμε, θα ζημιώναμε το ευαγγέλιο στην ουσία του ή μάλλον θα μετατρέπαμε το ευαγγέλιο σε "κενόν νοήματος όνομα"».

Ο Μ. Βασίλειος δεν παραλείπει να αναφέρει συγκεκριμένα παραδείγματα από τα «έθη» της Εκκλησίας στην εποχή του, τα οποία κανείς δεν αμφισβητούσε και όμως δεν βρίσκονταν σε καμμία γραπτή παράδοση:

«Λόγου χάρη (για να θυμηθώ το πρώτο και πιο συνηθισμένο από όλα), ποιος εδίδαξε γραπτώς ότι όσοι ελπίζουν στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώνουν αυτή την πίστη με το να κάνουν το σημείο του σταυρού; Το να στρεφόμαστε προς ανατολάς κατά την προσευχή, ποιο γραπτό κείμενο μας το δίδαξε; Τους λόγους της Εκκλησίας κατά τον αγιασμό του άρτου της θείας ευχαριστίας και του ποτηρίου, ποιος από τους αγίους μας τους άφησε γραπτώς; Δεν αρκούμεθα ασφαλώς σ' αυτά που οι απόστολοι ή το ευαγγέλιο μνημονεύουν, αλλά προ της ευχαριστίας και μετά από αυτήν λέγομεν και άλλα, γιατί διδαχθήκαμε από την άγραφη διδασκαλία πως έχουν μεγάλη δύναμη στην επιτέλεση του μυστηρίου».

Αλλά ο ίδιος πατέρας της Εκκλησίας αναφέρεται και στην τέλεση άλλων ιερών μυστηρίων. «Ευλογούμε», λέγει, «επίσης και το νερό του βαπτίσματος και το έλαιο του χρίσματος και ακόμη και αυτόν που βαπτίζεται. Από ποία γραπτά κείμενα τα πήραμε αυτά; Δεν τα γνωρίζουμε από την σιωπηρή και μυστική παράδοση;... Δεν προέρχονται όλα αυτά από αυτή τη διδασκαλία που κρατήθηκε μυστική και δεν δημοσιεύθηκε, την οποία οι πατέρες μας διατήρησαν με σιγή, χωρίς να την πολυερευνήσουν και να την περιεργάζονται, επειδή ορθά είχαν μάθει ότι πρέπει με σιωπή να προστατεύουμε τη σεμνότητα των μυστηρίων;».

Αυτή η διατήρηση «εν σιωπή» ήταν στο φρόνημα των αποστόλων και αναφερόταν στη σωστή στάση των πιστών απέναντι στο μυστήριο του Θεού.

«Οι απόστολοι και οι πατέρες που έθεσαν από την αρχή στην Εκκλησία θεσμούς, επιδίωκαν να διαφυλάξουν τη μυστικότητα. Άλλωστε αυτό που εύκολα πληροφορείται ο οποιοσδήποτε παύει να είναι μυστήριο· αυτό είναι το νόημα της άγραφης παράδοσης», καταλήγει ο Μ. Βασίλειος. Όμως στη συνέχεια επανέρχεται, φέρει σαν παράδειγμα την ομολογία κατά το ιερό βάπτισμα και γράφει:

«Την ομολογία της πίστης στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα από ποία γραπτή παράδοση την έχουμε; Γιατί, αν με βάση την παράδοση του βαπτίσματος θέτουμε σαν ουσιαστικό στοιχείο του βαπτίσματος την ομολογία, από συνέπεια στην ευσέβεια, αφού όπως βαπτιζόμαστε έτσι οφείλουμε να πιστεύουμε, ας μας επιτρέψουν από συνέπεια πάλι στην ευσέβεια, να προσφέρουμε τη δοξολογία με τρόπο όμοιο προς την πίστη. Αν όμως απορρίπτουν αυτό τον τρόπο της δοξολογίας σαν άγραφο, τότε ας μας παρουσιάσουν γραπτές αποδείξεις και για την ομολογία της πίστης και για τα άλλα που αναφέραμε».

Δεν υπάρχει λοιπόν αξιολογική διαφορά ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη αποκάλυψη του Θεού, ανάμεσα στη γραπτή και άγραφη παράδοση της Εκκλησίας, που ανάγεται στους πρώτους εκκλησιαστικούς αιώνες και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής της Εκκλησίας διά μέσου των αιώνων.

Υπογραμμίζουμε πως το ευαγγελικό μήνυμα φυλάσσεται και μεταδίδεται από την Εκκλησία. Οι Απόστολοι εμπιστεύθηκαν τη διδαχή του Χριστού στους ποιμένες της Εκκλησίας, που βρίσκονται σε αδιάσπαστη αποστολική διαδοχή και εγγυώνται για την καθαρότητα και την ασφαλή μετάδοση αυτής της διδαχής στις επερχόμενες γενεές. Αυτή η «παράδοση» ή «παρακαταθήκη» που παρελήφθη «άπαξ» από τους αγίους και μεταδίδεται χωρίς «χάσματα» και «διακοπές» από γενεά σε γενεά δεν αποτελεί «εντάλματα ανθρώπων», αλλά είναι το αποτέλεσμα της συνεχούς παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία που έχει κεφαλή τον Χριστό.

Ο Χριστός δεν ήλθε να γράψει βιβλία, αλλά να οδηγήσει τα διασκορπισμένα τέκνα του Θεού σε ενότητα υπό τον ίδιο σαν Κεφαλή. Αυτό ήταν και το βασικό μήνυμα της Παλαιάς Διαθήκης, που κατανοείται ορθά με κέντρο το πρόσωπο του ερχόμενου μεσσία. Για τους χριστιανούς το νέο, το κεντρικό γεγονός δεν είναι η σύνταξη κάποιων βιβλίων, που ονομάσθηκαν Καινή Διαθήκη, αλλά το ίδιο το γεγονός της εν Χριστώ σωτηρίας. Οι απόστολοι έλαβαν την εντολή να «αυξήσουν» το σώμα του Χριστού κτίζοντας πάνω στο ένα θεμέλιο, τον Χριστό· δεν ήταν έργο τους να γράψουν βιβλία. Αλλά και τα κείμενα που έγραψαν συγκεντρώθηκαν μετά το θάνατό τους από την ίδια την Εκκλησία και συγκρότησαν τον κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ήταν κείμενα περιπτωσιακά, προϋπέθεταν το προφορικό κήρυγμα και δεν το καθιστούσαν περιττό, ούτε το αντικαθιστούσαν.

Ο «Κανόνας» της Καινής Διαθήκης (ο κατάλογος των βιβλίων που ανήκουν στην Καινή Διαθήκη) δεν γίνεται κατανοητός χωρίς την ιστορική πορεία της Εκκλησίας. Χωρίς την Εκκλησία δεν μπορούμε με πειστικότητα να απαντήσουμε στο ερώτημα ποια βιβλία ανήκουν στην Αγία Γραφή και για ποιο λόγο, ούτε μπορούμε να προχωρήσουμε στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής χωρίς κίνδυνο να δημιουργούνται ατέλειωτες ξεχωριστές ομάδες, σχίσματα και αιρέσεις που θέτουν σε κίνδυνο τη σωτηρία του ανθρώπου.

Όλες οι αιρετικές ομάδες, που προβάλλουν διαφορετικό «Κανόνα» της Γραφής ή που αποκλίνουν από την αλήθεια της αγίας Γραφής οφείλουν τις κακοδοξίες τους σ' αυτό τον ένα λόγο: Απέρριψαν την Εκκλησία και αποκόπηκαν από την κοινωνία με αυτήν. Έτσι έχασαν το σταθερό μέτρο κρίσεως και το σημείο αναφοράς που θα τους εξασφάλιζε την κοινωνία «μετά πάντων των αγίων» και την μετοχή στην σωτήρια πίστη που παραδόθηκε «άπαξ» στους αγίους (Ιούδα 3). Όταν κανείς απορρίψει την Εκκλησία, γίνεται ο ίδιος σημείο αναφοράς και μέτρο κρίσεως· αυτόματα πέφτει θύμα της υποκειμενικής πλάνης· μετατίθεται σε «άλλο ευαγγέλιο» (Γαλ. α' 6-8).

Αν ο άνθρωπος διατηρούσε την καθαρότητα της καρδιάς του ο Θεός θα συνέχιζε να επικοινωνεί με περισσότερο άμεσο τρόπο με τον άνθρωπο, δεν θα χρειαζόταν ο γραπτός λόγος. Αυτό σημαίνει πως τα βιβλία της αγίας Γραφής δόθηκαν σαν είδος φαρμάκου, που πρέπει να χρησιμοποιεί ο ασθενής άνθρωπος. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο γραπτός λόγος απομονώνεται και απολυτοποιείται, γιατί είναι μέρος της «παρακαταθήκης», όχι το όλον. Η ιερή παράδοση της Εκκλησίας είναι το όλον και αυτή δεν νοείται έξω από την Εκκλησία.

Πρόκειται για την ιερή μνήμη της Εκκλησίας, για την κοινή εμπειρία «πάντων των αγίων» όχι για εντάλματα ανθρώπων. Είναι η αποστολική διαδοχή, που συνδέεται άμεσα με την αποστολική διδαχή και εκφράζεται σαν κοινή συνείδηση της Εκκλησίας, με «στόμα» τις οικουμενικές συνόδους.

Απόσπασμα από το βιβλίο του «Ή Ορθοδοξία μας».

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟΣ 

Διά τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 αἱ ζυμώσεις διά τήν Ἡμερολογιακήν Πειρατείαν


 Διά τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920 αἱ ζυμώσεις διά τήν Ἡμερολογιακήν Πειρατείαν καί Παπικήν Ἀπαγωγήν τῆς Ἐκκλησίας ἔλαβον ἐντατικούς ρυθμούς.Τήν 16ην Ἰανουαρίου 1923,ἡ Ἔκθεσις τῆς πενταμελοῦς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῆς Μεταρρυθμίσεως τοῦ Ἡμερολογίου, ἡ ὁποία εἶχε συσταθῆ ὑπό τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, ἀπεφάνθη μεταξύ ἄλλων ὅτι: «οὐδεμία (Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία) δύναται νά χωρισθῇ τῶν λοιπῶν καί ἀποδεχθῇ Νέον Ἡμερολόγιον, χωρίς νά καταστῇ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΗ ἀπέναντι τῶν ἄλλων» (ΦΕΚ/24/Α/25-1-1923, σελ. 159-161).

Ουκ αρνησομεθα σε φιλη Ορθοδοξια

«Ουκ αρνησομεθα σε φιλη Ορθοδοξια, ου ψευδομεθα σε πατροπαραδοτον σεβας. Εν σοι εγεννεθημεν, εν σοι ζωμεν, εν σοι κοιμησομεθα. Ει δε και καλεσει καιρος και μυριακις υπερ σου τεθνηξομεθα». (Ιωσηφ Βρυεννιος) 
«Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ; Γιατί όλες αυτές οι Εκκλησίες, μαζί με τις επαρχίες που υπόκεινται σε αυτές, είναι ενωμένες μεταξύ τους. Επομένως, αν ανήκεις επίσης στην Καθολική Εκκλησία, έλα σε κοινωνία μαζί μας αμέσως, για να μην εισέλθεις χωρίς να το καταλάβεις σε κάποια νέα και παράξενη οδό!».

Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης. αγίου Μαξίμου Ομολογητού:
«Τα δημοσίως λεγόμενα και πραττόμενα δημοσίως να ελέγχωνται» (Ι. Χρυσόστομος). γ’. «Αν ο προεστώς σου είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και τα έργα του, μη περιεργάζεσαι. Αν όμως είναι σφαλερός κατά την πίστιν, φεύγε και παραίτησέ τον, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κάν άγγελος είναι από τον ουρανόν» (Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Περί συνεχούς Μεταλήψεως, σ. 175). δ’. «Μη υπακούετε εις μοναχούς, ούτε εις ιερείς, ούτε εις επισκόπους σε όσα κακώς σας συμβουλεύουν να φρονήτε (να πιστεύετε)» (Άγ. Μελέτιος ο Ομολογητής). ε’. «Πώς γίνεται να μη κολασθή αυτός που κάνει ότι δεν βλέπει και σιωπά, όταν οι θεϊκοί νόμοι και οι κανόνες υβρίζωνται!» (Ι. Χρυσόστομος, λόγος εις Βαβύλαν). στ’. «Πρέπει να δείχνωμε για την Αλήθεια θάρρος, ακόμη κι αν σκανδαλίζωνται μερικοί» (Μ. Βασίλειος). * * * - «Μιμηταί του Ιούδα είναι όσοι δια φόβον των ανθρώπων αρνούνται τα δόγματα της Πίστεως, τους Αποστολικούς, Συνοδικούς κανόνας και τας Παραδόσεις της Εκκλησίας» (Άγ. Νικόδημος, ερμηνεία της Θ’ ωδής). - «Άπαντες οι της Εκκλησίας διδάσκαλοι, πάσαι Σύνοδοι, πάσαι θείαι Γραφαί, φεύγειν τους ετερόφρονας παραινούσι και της αυτών κοινωνίας διίστασθαι» (Άγ. Μάρκος ο Ευγενικός). - «Ημείς τους προστιθέντας ή αφαιρούντάς τι εκ της Καθολικής Εκκλησίας ( Ορθοδόξου) αναθεματίζομεν… Εί τις πάσαν παράδοσιν Εκκλησιαστικήν έγγραφόν τε ή άγγραφον αθετεί, ανάθεμα» (Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος, Πρακτικά Σπ. Μήλια, σ. 805, 825, 878, 879). Ορθοδοξία και αίρεση
«ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία• ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. δ΄, 12), και το «εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ο ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω» (Γαλ. α΄, .του Αποστόλου: «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απίστοις• τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώνησις Χριστώ προς Βελιάλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου; τις δε συγκατάθεσις ναώ Θεού μετά ειδώλων;» (Β΄Κορ. στ΄, 14-16), και το «ου δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν και τραπέζης δαιμονίων»; (Α΄Κορ. ι΄, 21).

"Το την αλήθειαν σιγάν κίνδυνος όντως μέγας και κόλασις αιώνιος και βόθρος απωλείας. ου δίκαιον, ου θεμιτόν, ου πρέπον, ευσεβέσιν όλως σιγάν ένθα Θεού τους νόμους αθετούσιν" (Άγιος Μελέτιος ο Ομολογητής).

"ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν", αλλά και του Ουρανοφάντορα Μεγάλου Βασιλείου προς τον Μόδεστον, τον έπαρχον του Βασιλέως Ουάλεντος, ο οποίος προσπαθώντας να πείσει τον Άγιο, να μη διδάσκει την Αλήθεια και να μην μιλά και γράφει για την αίρεση των Αρειανών, του είπε:

- Μόδεστος: "Βασίλειε, άλλαξε γνώμη, γιατί θα σου πάρουμε και θα σου δημεύσουμε την περιουσία σου".

Για να πάρει την απάντηση:

- Μ. Βασίλειος: "Δεν έχω απολύτως τίποτε και καμμία περιουσία στο όνομά μου". "Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός, γυμνός και απελεύσομαι".

- Μόδεστος: "Θα σε εξορίσουν".

Για να πάρει την απάντηση:

- Μ. Βασίλειος:

"Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής"

- Μόδεστος: "Θα σε βασανίσουμε μέχρι θανάτου".

Για να πάρει την απάντηση:

- Μ. Βασίλειος: "Δια εμέ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος" και

"Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν αποκαλυφθήναι δόξαν"
Οι 318 Θεοφόροι Πατέρες, οἱ τὴν Αʹ ῾Αγίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον συγκροτήσαντες, καὶ τὸ ὁποῖον ἅπασαι αἱ ῞Αγιαι Οἰκουμενικαὶ καὶ Τοπικαὶ Σύνοδοι ἐπεκύρωσαν καὶ ἅπασαι αἱ ᾿Ορθόδοξοι ᾿Εκκλησίαι ἐπὶ 1.600 περίπου ἔτη ἐφύλαξαν.
῾Ως ἡμέρα κατάλληλος διὰ τὴν ἐπαναφορὰν τοῦ Παλαιοῦ ῾Εορτολογίου εἰς τὴν ᾿Ορθόδοξον ῾Ελλαδικὴν ᾿Εκκλησίαν θεωρῶ τὴν ἑβδόμην μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακήν, ῾Εορτὴν τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῶν τὴν Αʹ ῾Αγίαν Οἰκουμενικὴν Σύνοδον συγκροτησάντων, παρὰ τῶν ὁποίων παρελάβομεν καὶ ἐδιδάχθημεν τὴν ᾿Ορθόδοξον ἀληθινὴν Πίστιν, Μίαν, ῾Αγίαν, Καθολικὴν καὶ ᾿Αποστολικὴν ᾿Εκκλησίαν, ἕν ἅγιον Βάπτισμα καὶ ἕν ῾Ημερολόγιον, τὸ Παλαιόν.
Αὕτη ἡ ἁγία ἡμέρα, ἐὰν θελήσῃ ἡ Σεβαστὴ καὶ ῾Αγία ῾Ιερὰ Σύνοδος, νὰ ἐπαναφέρῃ τὸ Παλαιὸν ῾Εορτολόγιον, πρέπει νὰ ἑορτασθῇ ὡς ἡ Κυριακὴ τῆς ᾿Ορθοδοξίας διὰ τὴν ᾿Αναστήλωσιν τῶν σεπτῶν ἱερῶν ἁγίων Εἰκόνων.
Θὰ χαρῇ ἅπασα ἡ ἐπὶ γῆς στρατευομένη ᾿Εκκλησία. ῞Απασα ἡ ἐν Οὐρανοῖς θριαμβεύουσα ᾿Εκκλησία, Προφῆται, ᾿Απόστολοι, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες, ῾Ομολογηταί, ῞Οσιοι καὶ Δίκαιοι, οἱ θεηγόροι ὁπλῖται, οἱ ἀστέρες οἱ πολύφωτοι τοῦ νοητοῦ στερεώματος, τὰ μυρίπνοα ἄνθη τοῦ Παραδείσου, τὰ πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου, σύν τούτοις δὲ οἱ 318 Θεοφόροι Πατέρες, Νικαίας τὸ καύχημα, Οἰκουμένης ἀγλάϊσμα. Θὰ χαροῦν αἱ στρατιαὶ τῶν ᾿Αγγέλων, θὰ χαρῇ ἡ πανύμνητος καὶ ὑπερένδοξος καὶ ἀληθῶς Μήτηρ τοῦ Θεοῦ, ἡ Βασίλισσα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Θὰ χαρῇ αὐτὴ Αὕτη ἡ ῾Αγία Τριάς, Πατήρ, Υἱὸς καὶ ῞Αγιον Πνεῦμα, τὴν ὁποίαν οἱ 318 Θεοφόροι Πατέρες ἡμῶν, θείῳ καὶ ῾Αγίῳ Πνεύματι φωτισθέντες ἐδίδαξαν ἡμᾶς καὶ πάντας τοὺς πιστοὺς καὶ ᾿Ορθοδόξους Χριστιανούς, πιστεύειν, τιμᾷν, εὐλογεῖν, εὐχαριστεῖν, προσκυνεῖν, ὑμνεῖν καὶ λατρεύειν...
Εὐελπιστῶν, ὅτι ἡ Σεβαστὴ ῾Ιερὰ Σύνοδος διὰ τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ θὰ φέρῃ τὴν ἕνωσιν τῆς ᾿Εκκλησίας, τὴν ἀγάπην, τὴν ὁμόνοιαν, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν χαράν,

Διατελῶ μετὰ τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ
῾Ο τῆς ῾Ιερᾶς Κοινοβιακῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Καθηγούμενος
† ᾿Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος»

Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ:Οἱ σύγχρονοι Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι πολεμοῦν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπιχειρεῖ τήν εἰκόνισιν τῆς Θείας φύσεως.


                             Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ

Οἱ σύγχρονοι Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι πολεμοῦν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπιχειρεῖ τήν εἰκόνισιν τῆς Θείας φύσεως.

Αἱ εἰκόνες ὅμως, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἰκονίζουν τήν φύσιν ἤ οὐσίαν, ἀλλά εἶναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ἀπεικονίσεις τῆς ὑποστάσεως τοῦ εἰκονιζομένου. μήπως δύνται νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία καί φύσις τῶν Ἀγγέλων ἤ τῶν ψυχῶν ἤ καί τῶν δαιμόνων, ἤ τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλά τόσαι εἰκόνες ὑπάρχουν μέ Ἀγγέλους καί ψυχάς καί δαίμονας. Τήν οὐσίαν ἤ φύσιν των εἰκονίζουν; Ὄχι βεβαίως. Πόσον μᾶλλον ἀδύνατον εἶναι νά εἰκονισθῇ ἡ Ἄκτιστος καί Ἄπειρος καί Ἀπερίγραπτος καί Ἀμέθεκτος ΘΕΪΚΗ Οὐσία ἤ Φύσις.

Ἄς ἰδοῦμε τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μέ τάς ἀποδεκτάς ἀπεικονίσεις:
 Η ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ



Οἱ σύγχρονοι Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι πολεμοῦν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ ΘΕΟΥ ΠΑΤΡΟΣ μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι ἡ εἰκονογράφησις τοῦ Θεοῦ Πατρός ἐπιχειρεῖ τήν εἰκόνισιν τῆς Θείας φύσεως.

Αἱ εἰκόνες ὅμως, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, δέν εἰκονίζουν τήν φύσιν ἤ οὐσίαν, ἀλλά εἶναι ΣΥΜΒΟΛΙΚΑΙ ἀπεικονίσεις τῆς ὑποστάσεως τοῦ εἰκονιζομένου. μήπως δύνται νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία καί φύσις τῶν Ἀγγέλων ἤ τῶν ψυχῶν ἤ καί τῶν δαιμόνων, ἤ τοῦ Παραδείσου καί τῆς κολάσεως; Ὄχι βεβαίως. Ἀλλά τόσαι εἰκόνες ὑπάρχουν μέ Ἀγγέλους καί ψυχάς καί δαίμονας. Τήν οὐσίαν ἤ φύσιν των εἰκονίζουν; Ὄχι βεβαίως. Πόσον μᾶλλον ἀδύνατον εἶναι νά εἰκονισθῇ ἡ Ἄκτιστος καί Ἄπειρος καί Ἀπερίγραπτος καί Ἀμέθεκτος ΘΕΪΚΗ Οὐσία ἤ Φύσις.

Ἄς ἰδοῦμε τί μᾶς διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μέ τάς ἀποδεκτάς ἀπεικονίσεις:

«Λέγουσι γάρ [οἱ Χριστιανοκατήγοροι] ὅτι τήν πρέπουσαν τῷ Θεῷ προσκύνησιν καί λατρείαν ταῖς σεπταῖς εἰκόσι προσφέρουσιν οἱ Χριστιανοί, καί ὅτι τήν ἀκατάληπτον φύσιν περιγράφουσι. Ὦ τῆς παρεκτροπῆς καί ἠλιθιότητος... Οἱ γάρ Χριστιανοί οὔτε τήν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκύνησιν ταῖς Εἰκόσι ἀπένειμαν, οὔτε τῆς Ἀοράτου καί Ἀκαταλήπτου Φύσεως εἰκόνα ποτέ πεποιήκασιν».1

«Οὐδέ γάρ τῆς Ἀοράτου Θεότητος Εἰκόνα ἤ ὁμοίωμα ἤ σχῆμα ἤ μορφήν τινά ἀποτυποῦμεν».2

«Οἱ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες . . . τάς σεπτάς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινώσκοντες, καθό τοῦ πρωτοτύπου τό ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν».3

Ὅποιος, λοιπόν προσκυνεῖ καί τιμᾶ τήν Εἰκόνα, προσκυνεῖ τοῦ εἰκονιζόμενου τήν ὑπόστασιν, κατά τήν Ἁγίαν 7ην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, καί ὄχι τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἀρκετοί Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γράφουν πολύ ξεκάθαρα ὅτι δέν εἰκονίζομε τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου, ἀλλά τήν ὑπόστασίν του. Οὕτω ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει: «Παντός εἰκονιζομένου οὐχί ἡ φύσις ἀλλά ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται».4

Ὁ δέ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ μεγάλος αὐτός Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας ὁ ὁποῖος ἐπολέμησε μέ σφοδρότητα τούς Εἰκονομάχους, λέγει:

«Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας τύπους καί σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις…

»Μή θέλων οὖν ὁ Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καί σχήματα, καί εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἠμῶν, σχήματα σωματικά ἐν ἀΰλῳ ὁράσει νοός ὁρώμενα· καί ταῦτα σχηματίζομεν καί εἰκονίζομεν. Ἐπεί, πῶς ἐσχηματίσθη καί εἰκονίσθη τά Χερουβίμ; ἀλλά καί Θεοῦ σχήματα καί εἰκόνες ἡ Γραφή ἔχει».5

Ἐπίσης καί ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει:

«Ἡ εἰκών ἔχει ὁμοιότητα πρός τήν ὑπόστασιν, ἀπεικονίζουσα ἐξωτερικά τινα σχήματα καί χρώματα τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἔχει ὅμως ὁμοουσιότητα μέ τό εἰκονιζόμενον διότι διαφέρει εἰς τήν οὐσίαν».6

Ὅπως βλέπομεν, εἶναι φύσει ἀδύνατον διά τήν εἰκόνα νά εἰκονίσῃ τήν φύσιν τοῦ εἰκονιζομένου. Εἶναι φύσει ἀδύνατον νά εἰκονισθῇ ἡ φύσις οἱουδήποτε ὄντος.

Ἡ ἄποψις λοιπόν ὅτι ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐπιχειρεῖ νά περιγράψῃ τήν Θεϊκήν Φύσιν εἶναι λανθασμένη. Ὅσοι χρησιμοποιοῦν τήν ἄποψιν αὐτήν ὡς ἐπιχείρημα ἐναντίον τῆς Εἰκονίσεως τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἐάν μέν τό κάνουν ἀφελῶς ἁπλῶς σφάλλουν, ἐάν ὅμως τό κάνουν σκοπίμως εἶναι ἐχθροί τῆς Ἀληθείας καί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ.

Ὄχι μόνον εἰς τήν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά εἰς οὐδεμίαν εἰκόνα δέν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθῇ ἡ οὐσία ἤ φύσις τοῦ εἰκονιζομένου.

Ἡ εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος ΔΕΝ εἶναι περιγραφή τῆς Θεότητος. Εἶναι μία συμβολική εἰκών τῶν Τριῶν Προσώπων.

Εἰς αὐτήν ΣΥΜΒΟΛΙΚΩΣ εἰκονίζεται ὁ ΠΑΤΗΡ ὡς Παλαιός τῶν Ἡμερῶν, ὅπως συγκαταβατικῶς ἐμφανίσθηκε εἰς τά ὁράματα τῶν Προφητῶν εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, καί ὁ ΥΙΟΣ, ὅπως τόν γνωρίζομεν ἀπό τήν Ἐνσάρκωσίν του, καί τό ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ, ὅπως ἐμφανίσθηκε εἰς τήν βάπτισιν τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτή εἶναι μία ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ εἰκών καί δέν εἶναι οὔτε ἀπεικόνισις οὔτε προσπάθεια ἀπεικονίσεως τῆς ἀπείρου Φύσεως ἤ τῆς ἀμεθέκτου Οὐσίας τοῦ Θεοῦ.

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΝΕΟ-ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ 
ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ 

Θά ἐξετάσωμε κατωτέρω μερικάς ἀπό τάς δικαιολογίας καί τά ἐπιχειρήματα τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦν οἱ Νεοεικονομάχοι ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Δέν θά ἀναφερθῶμεν εἰς τάς βλασφημίας των, ὅπως, λόγου χάριν, ὅτι εἶναι εἴδωλον, ὅτι διδάσκει εἰδωλολατρίαν, ἀρειανισμόν, πολυθεΐαν, καί λοιπά.

Τά βασικά ἐπιχειρήματα ἐναντίον τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι τά ἑξῆς:

1.- Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν.
2.- Ἔχει καταδικασθῆ ἀπό τήν Σύνοδον τῆς μόσχας τό 1666.
3.- Ἀπαγορεύεται βάσει τῶν ἀποφάσεων τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
4.- Δέν εἶναι κανονική καί Ὀρθόδοξος διότι εἰκονίζει τόν Θεόν Πατέρα τόν ὁποῖον κανείς δέν ἔχει ἰδεῖ ποτέ, «Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε» (Ἰωάν Α´ 18).
5.- Ὅλαι αἱ προφητικαί ὁράσεις εἶναι «Χριστοκεντρικαί».

Οἱ ἰσχυρισμοί αὐτοί εἶναι λανθασμένοι καί θά ἰδοῦμε διά ποίους λόγους, ἐξετάζοντες τόν κάθε ἕνα ἰσχυρισμόν ξεχωριστά.

1.- Εἶναι Αἱρετική καί εἰσῆλθεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν. 

Ἄς ἰδοῦμε ἐάν πράγματι αἱ εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός εἰσῆλθον ἀπό τήν Δύσιν ἤ ἐάν ὑπῆρχον καί πρίν ἀπό τό σχίσμα τοῦ 1054, διότι πρίν τό 1054 δέν ὑπῆρχε Ἐκκλησία Δύσεως καί Ἀνατολῆς.

Θά ἰδοῦμε ὄντως ὅτι ὑπῆρξαν εἰκονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός παλαιότεραι ἀπό τό Σχίσμα τῶν καθολικῶν τό ὁποῖο συνετελέσθη τό ἔτος 1054. Θά ἰδοῦμε μέ παραδείγματα ὅτι ὁ ἰσχυρισμός, «Εἶναι αἱρετική καί εἰσῆλθε εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τήν Δύσιν», εἶναι λανθασμένος, ἀνιστόρητος καί παραπλανητικός.
Θά παρουσιάσωμε μόνον δύο παραδείγματα ἀπό τό 9ον αἰῶνα μέ συμβολικάς ἀπεικονίσεις τοῦ Θεοῦ Πατρός. Ἔτσι συντρίβεται ἡ πρόφασις τῶν Νεοεικονομάχων.

α) Τό πρῶτον παράδειγμα εἶναι ἀπό τό χειρόγραφον Ψαλτήριον τοῦ 820-840 μ.Χ, φυλασσόμενον εἰς τό Πανεπιστήμιον τῆς Οὐτρέχτης.
 Εἰς αὐτό, ὁ Ψαλμός ΡΘ´ (κεφάλαιον 109 καί κατά τό μασ. 110), Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ, «ΕΙΠΕΝ ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου», διακοσμεῖται μέ μικρογραφίαν, εἰς τήν ὁποίαν βλέπομε τόν Υἱόν νά κάθεται ἐκ Δεξιῶν τοῦ Πατρός.7

β) Τό δεύτερον παράδειγμα προέρχεται ἀπό χειρόγραφον τοῦ 9ου αἰῶνος εὑρισκόμενον εἰς τήν Ἐθνικήν βιβλιοθήκην τῶν Παρισίων. Πρόκειται διά μίαν μικρογραφίαν ἡ ὁποία διακοσμεῖ τά Ἱερά Παράλληλα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ὅπου παριστάνεται τό ὅραμα τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυρος καί Ἀρχιδιακόνου Στεφάνου.