Ὁμιλία Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, εἰς τὴν Κυριακὴν τῶν Αγίων Προπατόρων 11/12 κατά το ορθόδοξον ημερολόγιον 24 /12 κατά το παπικόν
Κατὰ τὴν ἑνδεκάτην τοῦ παρόντος (Δεκεμβρίου μηνός), εἰ τύχοι ἐν Κυριακῇ, ἢ τὴ πρώτη μετ' αὐτὴν ἐρχομένη, διὰ τὸ ἐγγίζειν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, μνείαν ποιούμεθα τῶν πρὸ Νόμου καὶ ἐν Νόμῳ κατὰ σάρκα Προπατόρων Αὐτοῦ.
Ὅταν ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἐσαρκώθη πρὸς χάριν μας
ἀπὸ τὴν Παρθένον, διὰ τῆς μετὰ σαρκὸς πολιτείας του, ἐτελειοποίησε τὸν νόμον, ὁ
ὁποῖος εἶχε δοθῇ διὰ τοῦ Μωυσέως. Τὸν ὁλοκλήρωσε δίδοντας τὸν νόμο τῆς χάριτος,
καὶ μεταποίησε ἔτσι τὸν παλαιὸν ἐκεῖνο νόμο στὴν ἰδική μας Ἐκκλησία. Ἐκβάλλεται
τότε τὸ γένος τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴν ἱερὰν Ἐκκλησία, καὶ ἀντὶ αὐτῶν εἰσαγόμεθα ἐμεῖς,
οἱ ὁποῖοι ἔχουμε ἐκλεγεῖ ἀπὸ τὰ ἔθνη. Καὶ μᾶς συνήνωσε ὁ Κύριος μὲ τὸν ἑαυτόν
του καὶ μὲ τὸν Πατέρα, μᾶς παραλαμβάνει δηλαδὴ ὡς γνησίους νέους καὶ ἀδελφούς, ἀκόμη
δέ, ὦ τῆς ἀνεκφράστου φιλανθρωπίας, καὶ γονεῖς ἰδικούς του. Πράγματι, λέγει «ὁ
ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, οὗτος καὶ ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή
μου καὶ μήτηρ ἐστί».
Σήμερα ὅμως, ἑορτάζουμε στὴν 'Ἐκκλησία τοὺς
προπάτορες, οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀνῆκαν στὸ γένος τῶν Ἑβραίων. Γιὰ
ποιόν λόγο; Γιὰ νὰ μάθουν ὅλοι ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι, δὲν ἀπεκηρύχθησαν καὶ οἱ ἐθνικοὶ
δὲν υἱοθετήθησαν ἀδίκως, οὔτε παραλόγως οὔτε ἀναξίως ἀπὸ τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τὰ
πραγματοποιεῖ αὐτὰ καὶ τὰ ρυθμίζει. Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς προσκεκλημένους ἐθνικοὺς
συγκαταλέγονται στοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοῦ μόνον ὅσοι ὑπακούουν, ἔτσι καὶ τὸ
γένος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ὅλοι ὅσοι προῆλθαν ἀπὸ τὸν 'Ἀδὰμ μέχρι αὐτὴν τὴν γενεάν, εἶναι
πλῆθος πολύ, ἀληθεῖς ὅμως Ἰσραηλῖτες εἶναι ὅσοι ἀπὸ αὐτοὺς ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ
θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ μόνον εἶναι ἀληθινοὶ πατέρες καὶ προπάτορες, πρῶτον μὲν ἐκείνης
ποὺ ἐγέννησε παρθενικῶς κατὰ σάρκα τὸν Θεὸν τῶν ὅλων Χριστόν, ἔπειτα δὲ δι' αὐτοῦ
καὶ ἰδικοί μας. Αὐτοὶ οἱ πατέρες καὶ προπάτορες δὲν ἐξεβλήθησαν βεβαίως ἀπὸ τὴν
'Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἑορτάζονται σήμερα ἐπισήμως ἀπὸ ἐμᾶς, θεωρούμενοι ὡς
μέρος τοῦ πληρώματος τῶν Ἁγίων. «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὐκ ἔστι παλαιός, οὐ νέος,
οὐχ Ἕλλην, οὐκ Ἰουδαῖος, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ
ἐν πᾶσι Χριστός». Καὶ «οὐχ ὁ ἐν τῷ φανερῷ Ἰουδαῖος, οὐδὲ ἡ ἐν τῷ φανερῷ
περιτομή, ἀλλὰ ὁ ἐν τῷ κρυπτῷ Ἰουδαῖος καὶ περιτομὴ καρδίας ἐν πνεύματι, οὐ
γράμματι». Αὐτὴν τὴν περιτομὴ τὴν ἔχουν ὅλοι ὅσοι εὐηρέστησαν τὸν Θεόν, καὶ μὲ
αὐτὴν ἔχουν γίνει ὅλοι ἕνα, παλαιοὶ καὶ νέοι, καὶ οἱ πρὶν τὸν νόμο, καὶ οἱ μέσα
στὸν νόμο, καὶ ὅσοι μετὰ τὸν νόμον ἐπολιτεύθησαν θεαρέστως μὲ τὸ Εὐαγγέλιον τῆς
Χάριτος. Ὥστε ἂν ἰδεῖ κανεὶς μὲ σύνεση τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ ἀνθρώπινον
γένος, θὰ τὴν ἰδεῖ σύμφωνο καὶ συνεπῆ μὲ τὸν ἑαυτόν της. Ὅπως δηλαδὴ λαμβάνουν
τὴν χριστιανικὴν ὀνομασία μόνον οἱ ἐπίλεκτοι ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, οἱ δὲ ἄχρηστοι ἐκβάλλονται,
ἀλλὰ καὶ «πολλοὶ μὲν κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», καθὼς εἶπεν ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ
στὴν περίπτωσιν ἐκείνων τῶν ἀρχαίων καὶ τοῦ μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς γένους τῶν Ἰουδαίων,
προσλαμβάνονται μόνον ὅσοι ἔχουν ἐκλεγεῖ καὶ μετονομασθεῖ, ἐνῶ καὶ σ' ἐκείνους
τὸ ἀχρεῖον πλῆθος ἐκβάλλεται. Πράγματι, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του Σήθ, οἱ ὁποῖοι
ὀνομάσθησαν υἱοὶ Θεοῦ, κατελήφθησαν ἀπὸ μανία γιὰ τὶς θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων, αὐτοί,
ὅπως ἔχει γραφεῖ, ἀπεκηρύχθησαν. Ἀχρεῖον δὲ πλῆθος καὶ στοὺς Ἰουδαίους δὲν εἶναι
οἱ προσήλυτοι Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἦσαν μὲν αὐτόχθονες καὶ γνήσιοι υἱοὶ κατὰ
σάρκα τοῦ ἰδίου τοῦ Ἰακώβ, ὁ ὁποῖος πρῶτος ὀνομάσθη Ἰσραήλ, ἀλλὰ ἐφάνησαν
παρήκοοι σὰν τὸν Ἠσαύ. Ἀκόμη καὶ ὁ υἱὸς τοῦ Προφήτου καὶ βασιλέως Δαυίδ, τοῦ
πρώτου μετὰ τὸν Σαοὺλ βασιλέως των, εἶναι ξένος πρὸς τὸ ἱερὸν γένος, ἐπειδὴ ἐπεβουλεύθη
τὴν ζωὴ τοῦ πατέρα του.
Ἔτσι λοιπὸν καὶ σὲ ἐμᾶς, πάλι δὲν ὑπολογίζονται στὸ γένος τοῦ Χριστοῦ ὅλοι ὅσοι ὀνομάζονται χριστιανοί, ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τοὺς Ἰσραηλῖτες, ἀλλὰ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καὶ τηροῦν τὶς ἐντολὲς Τοῦ, καὶ ἀναπληροῦν τὶς παραλείψεις τοὺς μὲ τὴν μετάνοια. Ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ἦταν ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς κλητούς, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν χορεία τῶν δώδεκα, δηλαδὴ τῶν κορυφαίων. Ἦταν ὅμως ἀποξενωμένος ἀπὸ τὴν συγγένεια πρὸς τὸν Χριστό, καὶ ἀπεμακρύνθη ἀπὸ αὐτὸν περισσότερον ἀπὸ κάθε ἄλλον χριστιανόν. Γιατί; Διότι δὲν ἔσπευδε πρὸς τὴν κηρυττομένην Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, οὔτε ἔβλεπε πρὸς τὰ ἐξαίσια ἔργα καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Σωτῆρος.
Πράγματι, τὰ μὲν σημεῖα καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ὅταν
κατανοοῦνται, ὁδηγοῦν πρὸς τὴν πίστιν ὅσους ποθοῦν νὰ τὰ γνωρίσουν, ἡ δὲ ἀκρόασις
τῆς ἱερᾶς διδασκαλίας ὑποδεικνύει τὴν ἐν Θεῷ ἀλήθεια καὶ τὸν θεάρεστον βίον. Αὐτὰ
τὰ δύο μας βοηθοῦν νὰ περιφρονήσομε τὰ σωματικὰ καὶ γήινα, καὶ νὰ ἀνυψώσομε τὴν
διάνοιά μας πρὸς τὴν ἐλπίδα ποὺ ἀπόκειται στοὺς οὐρανούς. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἦταν
ἐπιθυμητῆς τούτων, ἀλλὰ ἔβλεπε πρὸς τὴν γῆ καὶ τὴν κλοπὴ καὶ τὰ γήινα καὶ
βδελυρὰ κέρδη καὶ πρὸς τὴν σωματικὴν ὠφέλεια ποὺ προσδοκοῦσε νὰ ἔχει ἀπὸ αὐτά.
Καὶ ἀπεδείχθη ἐραστὴς τούτων τῶν ἀπηγορευμένων πολλὲς φορὲς καὶ ποικιλοτρόπως, ἀπὸ
τὸν Πατέρα καὶ Δεσπότη τῶν ὅλων καὶ Διδάσκαλον. Ἦταν λοιπὸν συγγενὴς ὄχι τοῦ
Χριστοῦ οὔτε τῶν τότε συναποστόλων, ἀλλὰ ἐκείνων πρὸς τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος ἔλεγε,
«ζητεῖτε με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε».
Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι, μὲ ὅλο ποὺ καὶ τὰ θαύματα εἶδαν καὶ τοὺς ἄρτους ἔφαγον καὶ
τοὺς λόγους ἤκουσαν τοῦ ἐνυποστάτου Λόγου ὁ ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιὰ ἐμᾶς, ἐφώναζαν
ὕστερα πρὸς τὸν Πιλάτον «ἄρον, ἄρον, σταύρωσον αὐτόν», ἔτσι ἀκριβῶς καὶ αὐτὸς ἂν
καὶ εἶδε μὲ τοὺς ὀφθαλμούς του καὶ ἀπέκτησε περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους, πεῖρα
τῆς μεγαλειότητος καὶ τῆς θεότητος τοῦ Κυρίου, ἔπειτα τὸν παρέδωκε στοὺς
φονευτάς του. Καὶ αὐτὸς ὑπέμεινε —ὦ, τί ἀπερίγραπτος μακροθυμία!— «μέχρι
θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ», ὁδηγῶντας καὶ ἐμᾶς πρὸς ὑπομονήν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἰδικόν
του θρίαμβο κατὰ τοῦ ἀρχεκάκου, καὶ μάλιστα ἔδειξε ὅτι οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ
θλίψεις μας ὀφελούν. Διότι λέγει, «ἐν θλίψει ἐμνήσθημέν σου», καὶ «παιδείαν
Κυρίου ὑποίσω (θὰ ὑπομείνω δηλαδή)», καὶ «ἡ παιδεία σου, Κύριε, ἀνόρθωσέ με», ἐνῶ
δηλαδὴ ἤμουν σκυμμένος πρὸς τὸ σῶμα καὶ τὶς σωματικὲς φροντίδες, μὲ ἀνήγειρε καὶ
μὲ ἔπεισε νὰ βλέπω μόνον πρὸς ἐσέ.
Σ' ἐσένα ὅμως, ἐὰν στὸν καιρὸ τῶν θλίψεων δὲν προστρέχεις στὸν Θεόν, ἐὰν δὲν διορθώνεσαι μὲ τὴν παιδαγωγία του, ποῖα ἄλλη εὐκαιρία, ποῖον ἀπὸ τὰ ὄντα ἢ τὰ γεγονότα θὰ συντελέσει στὴν ἐπανόρθωσή σου; Ἀλλὰ ὅμως, θὰ ἔλεγε κάποιος, ἔχει ἀνάγκη καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν σωματικὴν τροφὴν καὶ τὰ ἄλλα χρήσιμα. Βεβαίως, γιατί ὄχι; Ἂν λοιπὸν αὐτὰ τὰ ἔχεις, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰ ἔλαβες, διότι λέγει, «τί ἔχεις o οὐκ ἔλαβες;»─ εὐχαρίστησε αὐτὸν ποὺ σοῦ τὰ ἔδωσε, ἀνταπόδωσέ του ἐμπράκτως τὴν εὐχαριστίαν. Ὅπως αὐτὸς ἐπήκουσε στὸ θέλημά σου καὶ ἐξεπλήρωσε τὴν ἐπιθυμία σου, ἔτσι καὶ σὺ πρόσελθε καὶ ἄκου καὶ μάθε καλὰ τὸ θέλημά του, καὶ ὑπάκουσε καὶ πραγματοποίησέ το, ὥστε καὶ νὰ ἐπαινεθεῖς ὡς φρόνιμος. «Ὁ ἀκούων μου», λέγει, «τοὺς λόγους καὶ ποιῶν αὐτούς, ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ ».
Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ τὸν ἔχεις πλουσιοπάροχον εὐεργέτην, ὄχι
μόνο γιὰ τὰ παρερχόμενα καὶ τὰ γήινα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ μέλλοντα καὶ μένοντα καὶ
οὐράνια. Διότι λέγει, «εὖ δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ. Ἐπὶ ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπὶ πολλῶν
σὲ καταστήσω. Εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου». Ἐὰν ὅμως δὲν διαθέτεις
τώρα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ σώματος ἢ φοβῆσαι προσδοκωμένην ἀπορίαν, πάλι σ' αὐτὸν
πρόσελθε, πάλιν ἀπὸ αὐτὸν ζήτησε, πάλι σ' αὐτὸν ὑπάκουσε. «Ὑποτάγηθι», λέγει,
«τῷ Κυρίω καὶ ἱκέτευσον αὐτόν». Πάλι λοιπὸν δεῖξε μὲ τὰ ἔργα ὅτι εἶσαι δοῦλος
τοῦ ἀγαθός. Πράγματι, αὐτὸς εἶναι, κατὰ τὸ ψαλμικόν, «ὁ διδοὺς τροφὴν ἐν εὐκαιρίᾳ
(ἐγκαίρως δηλαδή). Ὁ ἀνοίγων τὴν χεῖρα αὐτοῦ, καὶ ἐμπιπλὼν πᾶν ζῶον εὐδοκίας».
Αὐτὸς ποὺ εἶπε «οὐ μὴ σὲ ἀνὼ (δὲν θὰ σὲ ἀφήσω δηλαδὴ) οὐδ' οὐ μὴ σὲ ἐγκαταλείπω».
Γιατί ἀπὸ τὶς ἰδιότητες τῶν ἀλόγων ζώων, μιμεῖσαι ἐκείνην
ποὺ σὲ βλάπτει, τὸ νὰ ὑποκύπτεις στὴν γαστέρα, καὶ νὰ μὴν ἀνυψώνεσαι ἀπὸ τὰ
γήινα, ἂν καὶ ἐπλάσθης ὄρθιος γιὰ νὰ φρονεῖς τα ἄνω, νὰ ζητεῖς τα ἄνω; Γιατί
θέλεις νὰ εἶσαι δεμένος ὅπως ἐκείνη ἡ «συγκύπτουσα, ἢν ἔδησεν ὁ Σατανᾶς δέκα καὶ
ὀκτὼ ἔτη», ἂν καὶ αὐτός, ὁ Λόγος τῆς ζωῆς ποὺ ἔλυσε καὶ ἐκείνην, εὔκολα καὶ ἠμπορεῖ
καὶ θέλει νὰ λύσει καὶ σένα, ἐὰν μόνον προστρέχεις σ' αὐτόν, καὶ τὸν ἀκούεις,
καὶ τοῦ ὑπακούσεις, καὶ δὲν κωφεύεις, δὲν ἀντιδρᾶς, δὲν ἐπαναστατεῖς;
Γιατί, λοιπόν, μιμεῖσαι τὴν ἐπιβλαβῆ γιὰ σένα ἰδιότητα τῶν ἀλόγων ζώων καὶ δὲν μιμεῖσαι τὴν ἐπωφελῆ; Ἄκου τὸν Προφήτη ποὺ λέγει ὅτι καὶ οἱ σκύμνοι (οἱ μικροὶ λέοντες δηλαδὴ) ὅταν χρειάζονται τροφήν, ὠρύονται καὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ἔτσι λαμβάνουν γιὰ νὰ καταβροχθίσουν. Ὅταν λέγει σκύμνους λεόντων, ἀφήνει μὲ αὐτὸ νὰ ἐννοηθεῖ ἀπὸ τοὺς νοήμονες εὐκόλως ὅτι τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα ζῶα. Διότι, ἂν ὁ λέων ποὺ εἶναι τὸ πιὸ ὠμοφάγον καὶ ἁρπακτικὸν καὶ ρωμαλέον ἀπὸ τὰ θηρία, δὲν εὑρίσκει τί νὰ ἁρπάξει, τί θὰ εἰποῦμε γιὰ τὰ ἄλλα ζῶα; Αὐτό μας τὸ παρουσιάζει καὶ ὁ Χριστὸς στὸ Εὐαγγέλιον, λαμβάνοντας ἀφορμὴν ἀπὸ τὰ πτηνὰ καὶ λέγοντας, «ἴδετε τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά».
Ἀδελφοί, «ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν
δικαιοσύνην αὐτοῦ», καὶ θὰ εἶσθε αἰωνίως κληρονόμοι, ὄχι μόνο τῆς ἀδιαδόχου αὐτῆς
Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δικαιωμένοι μὲ τὴν χάρη του, ἀλλὰ καὶ τὰ παρόντα
«προστεθήσεται ὑμῖν». Ἐὰν ὅμως δὲν ζητεῖτε πρωτίστως τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ
τὴν ἀρετὴν ποὺ πηγάζει ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα ποὺ τρέφουν καὶ θάλπουν τὸ
ρευστὸν τοῦτο σῶμα, οὔτε αὐτὰ θὰ λάβετε. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὰ λάβετε, θὰ εἶναι γιὰ
μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος καὶ καταδίκην καὶ ζημίαν τῆς
ψυχῆς αἰώνιον.
Αὐτὸ ἔδειξε καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἤκουσε ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ ὅτι
«ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου». Ἐζήτησαν κάποτε καὶ οἱ Ἰουδαῖοι νὰ
φάγουν κρέας στὴν ἔρημο. Καὶ ὁ Θεός τους ἔδωσε ἀναρίθμητον πλῆθος ὀρτυγομήτρας,
«καὶ ἔφαγον καὶ ἐνεπλήσθησαν σφόδρα, καὶ τὴν ἐπιθυμίαν αὐτῶν ἤνεγκεν αὐτοῖς (τὴν
ἱκανοποίησε δηλαδή). Ἀλλὰ ἔτι τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν, ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ ἀνέβη ἐπ' αὐτούς, καὶ ἀπέκτεινεν ἐν τοῖς πλείοσιν αὐτῶν, καὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς
τοῦ Ἰσραὴλ συνεπόδισεν (τοὺς ἔριξε νεκροὺς δηλαδή)». Γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐφόνευσεν
μεγάλο μέρος ἀπὸ τὸ πλῆθος; Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐγόγγυζαν ἀφόβως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ
καὶ τοῦ κατὰ Θεὸν προϊσταμένου των, καὶ τοὺς κατηγοροῦσαν. Καὶ γιατί ἔριψε κάτω
νεκρούς τους ἐκλεκτοὺς τοῦ Ἰσραήλ; Διότι δὲν συγκρατοῦσαν τὸ πλῆθος ἀπὸ τὴν ὁρμὴν
πρὸς τὸ χειρότερο. Τοιοῦτοι εἶναι ὅσοι ἐκβάλλονται ἀπὸ τὴν ἱερὰν Ἐκκλησία καὶ τὴν
Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἴτε στὸν παλαιὸν εἴτε στὸν νέο λαὸ τοῦ Ἰσραὴλ ἀνήκουν. Αὐτὸ
δεικνύει καὶ ὁ Κύριος ὅταν λέγει στὰ Εὐαγγέλια, «ἐλεύσονται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ
δυσμῶν καὶ βορρᾶ, καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Θεοῦ, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται ἔξω, εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
Ποῖοι εἶναι λοιπὸν οἱ υἱοὶ τῆς Βασιλείας ποὺ ἐκβάλλονται στὸ σκότος; Εἶναι ἐκεῖνοι
ποὺ ἔχουν μὲν τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, μὲ τὰ ἔργα ὅμως ἀρνοῦνται τὸν Θεόν, καὶ
εἶναι βδελυκτοὶ ὡς ἀπειθεῖς καὶ ἀδόκιμοι γιὰ κάθε ἀγαθὸν ἔργο.
Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀπολαμβάνουν μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ
καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ τὸ Δεῖπνον τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν; Ὅσοι ἀκολουθοῦν
μὲ πίστιν εἰλικρινῆ τὸν νόμο καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Πνεύματος, καὶ ἀποδεικνύουν
τὴν πίστη μὲ τὰ ἔργα τους.
Ὅποιος θέλει νὰ συνταχθεῖ μὲ αὐτούς, καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ
τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον καὶ νὰ ἀξιωθεῖ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
καὶ νὰ συνδιαιωνίζει μὲ τοὺς ἁγίους ποὺ ἀναπαύονται στοὺς οὐρανούς, ἂς ἐκδυθεῖ
τὸν παλαιὸν ἄνθρωπο ποὺ φθείρεται μὲ τὶς ἀπατηλὲς ἐπιθυμίες, δηλαδὴ μέθη,
πορνεία, μοιχεία, ἀκαθαρσία, πλεονεξία, φιλαργυρία, μῖσος, ὀργή, καταλαλιὰ καὶ
κάθε πονηρὸν πάθος. Ἂς ἐνδυθεῖ δὲ μὲ ἔργα «τὸν νέον ἄνθρωπον τὸν ἀνακαινούμενον
κατ' εἰκόνα του κτίσαντος αὐτόν», μέσα στὸν ὁποῖον ὑπάρχει ἀγάπη, φιλαδελφία,
καθαρότης, ἐγκράτεια καὶ κάθε εἶδος ἀρετῆς. Μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς ἐνοικίζεται
μέσα μας ὁ Χριστός, καὶ μᾶς εἰρηνοποιεῖ μὲ τὸν ἑαυτόν του καὶ μεταξύ μας «εἰς
δόξαν ἑαυτοῦ καὶ τοῦ ἀνάρχου αὐτοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ συναϊδίου καὶ ζωοποιοῦ
Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(13ος – 14ος αἰών – ΕΠΕ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τόμ.
11, σέλ. 376. Ἀπὸ τὸ βιβλίο "Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον, σελὶς 403 καὶ ἑξῆς.
Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)
(Πηγὴ ἠλ. κειμένου: orp.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου