Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου .Περὶ μετανοίας καὶ περὶ κατανύξεως. Καί ὅτι ὁ Θεὸς εἷναι γρήγορος στὴ σωτηρία κι᾿ ἀργὸς στὴν τιμωρία. Σ’ αὐτὴ τὴν ὁμιλία καὶ ἡ παράξενη ἱστορία γιὰ τὴ Ραάβ.
α΄. Πάντοτε βέβαια ὁ θεῖος Ἀπόστολος μεταχειρίζεται θεϊκιὰ καὶ οὐράνια γλώσσα, καὶ πλέκει τὸν εὐαγγελικὸ λόγο μὲ πολλὴ σοφία, γιατὶ δὲ μιλάει μόνο μὲ τὴ δική του γνώμη, ἀλλὰ παρουσιάζει τὴ διδασκαλία του μὲ τὸ ἐπίσημο κύρος του.
Μ’ ἀκόμα πιὸ πολὺ κάνει χρήση τῆς σοφίας του αὐτῆς, ὅταν ἀρχίζη νὰ μιλάη στοὺς ἁμαρτωλούς γιὰ τὴ μετάνοια. Κι᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα θὰ θυμίσω τώρα, σὲ ὅλους σας. Ἀκούσατε λοιπόν, γιὰ νὰ γυρίσω λίγο σ᾽ ὅσα εἴπαμε, ὅτι μιλῶντας πρὶν στοὺς Κορινθίους, ἔλεγε ὁ γενναῖος ἐκεῖνος καὶ θαυμάσιος ἄνδρας: Μήπως ὅταν ἔρθω πενθήσω πολλοὺς ποὺ θὰ χουν ἁμαρτήσει πρίν, καὶ δὲ μετανόησαν. Ἄνθρωπος βέβαια ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του ὁ μέγας αὐτὸς διδάσκαλος, ἀλλὰ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ στὴ θέλησή του. Γι᾿ αὐτό, καθὼς χρησιμοποιεῖ οὐράνια γλώσσα, καὶ καθὼς μιλάει σὰν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν οὐρανό, ἔτσι καὶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀπειλεῖ, καὶ σ᾽ ὅσους μετανοοῦν ὑπόσχεται τὴ συχώρεση. Κι᾿ ὅταν τὰ λέω αὐτά, δὲν καταλογίζω τὴν ἐξουσία τοῦ Παύλου στὴ γλώσσα του, ἀλλὰ τὸ κάθε τι τὸ ἀποδίδω στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καθὼς τώρα ὁ ἴδιος ἕλεγε· Μήπως ζητᾶτε ἀπόδειξη ὅτι μὲς ἀπὸ μένα μιλάει ὁ Χριστός; Προσφέρει λοιπὸν φάρμακο εὐεργετικὸ στοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ τὴ μετάνοια γιὰ σωτηρία. Κι᾿ ἦρθε σήμερα μαζὶ μὲ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καὶ τὸ εὐαγγελικὸ κύρος τοῦ Σωτήρα, ποὺ μᾶς χαρίζει πλούσια τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Διότι ὅταν γιάτρευε τὸν παραλυτικὸ ὁ Σωτήρας, ἔλεγε, ὅπως ἀκούσατε κι᾿ ἄλλη φορά· Παιδί μου, σοῦ ἔχουν συχωρεθῆ οἱ ἁμαρτίες σου οἱ πολλές. Καὶ ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι πηγὴ σωτηρίας καὶ βραβεῖο μετανοίας, γιατὶ εἶναι ἰατρεῖο ἡ μετάνοια, ποὺ θεραπεύει τὴν ἁμαρτία, δῶρο εἶναι οὐράνιο, δύναμη θαυμαστή, ποὺ νικᾶ μὲ τὴ χάρη, τῶν νόμων τὰ ἐπακόλουθα. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀρνιέται τὸν πόρνο, δὲν ἀποφεύγει τὸ μοιχό, δὲν ἀποστρέφεται τὸ μέθυσο, δὲν ἀηδιάζει τὸν εἰδωλολάτρη, δὲν ἀπομακρύνει τὸν ὑβριστή, δὲν ἀποδιώχνει τὸ βλάσφημο, οὔτε τὸν περήφανο, ἀλλὰ τοὺς ἀλλάζει ὅλους, γιατὶ εἶναι χωνευτήριο τῆς ἁμαρτίας ἡ μετάνοια. Κι᾿ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ γνωρίσωµε πρῶτα τὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, δίχως νὰ ἐπιμένωμε στοὺς δικούς μας συλλογισμούς, ἀλλὰ φανερώνοντας τὴν ἀλήθεια, μαρτυρημένη ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἁγία Γραφή. Ὁ σκοπὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ µακροθυμεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀποβλέπει σὲ δυὸ σωτήρια πράγματα· δίνει καιρὸ γιὰ νὰ σωθοῦν μὲ τὴ μετάνοια οἱ ἁμαρτωλοί, καὶ φυλάγει τὴν εὐεργεσία στοὺς ἀπογόνους των ποὺ μέλλουν νὰ ζήσουν στὴν ἀρετή. Καὶ γιὰ νὰ ἐπαναλάβω τὸ λόγο, ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ, ὥστε καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς νὰ μετανοήση, καὶ στοὺς ἀπόγονούς του νὰ μὴν ἀποκλείση τὴ σωτηρία. Κι ἂν δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει δὲν ἔχει διάθεση νὰ μετανοήση, λυπᾶται πολλὲς φορὲς τὴ ρίζα, γιὰ νὰ προφυλάξη τοὺς καρπούς, γιατὶ πολλὲς φορὲς καὶ τὴν ἴδια τὴ ρίζα ἀλλάζει, ὅπως εἶπα πρίν. Μὰ ὅταν ἡ ρίζα πέση στὴν τέλεια κακία, ὁ Θεὸς ἀναβάλλει εὐεργετικὰ τὴν τιμωρία, γιατὶ περιμένει τη σωτηρία ἐκείνων ποὺ μετανοοῦν. Κι᾿ ἄκουε πῶς· Ὁ Θάρρα, ὁ πατέρας τοῦ Ἀβραάμ, προσκυνοῦσε τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ δὲν τιμωρήθηκε ἐδῶ γιὰ τὴν ἀσέβειά του, καὶ πολὺ σωστά. Γιατὶ ἂν προλάβαινε ὁ Θεὸς κι᾿ ἔκοβε τὴ ρίζα, ἀπὸ ποῦ θὰ βλάσταινε ὁ τόσο σπουδαῖος καρπὸς τῆς πίστεως; Τὶ μοχϑηρότερο ἀπὸ τὸν Ἡσαῦ; Μὰ πρόσεξε, παρακαλῶ, τὴν ἀφορμὴ κι᾽ ἄλλης φιλανθρωπίας. Τὶ πιὸ ἀδιάντροπο ἀπὸ τὴν κακία του; δὲν ἦταν πόρνος καὶ βέβηλος, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος; δὲν ἦταν μητροκτόνος καὶ πατροκτόνος; δὲν ἦταν φονιὰς τοῦ ἀδελφοῦ του σύμφωνα μὲ τὴ διάθεσή του; δὲν τὸν μισοῦσε ὁ Θεός; ἡ Γραφὴ τὸ μαρτυρεῖ καὶ λέει, τὸν Ἰακὼβ ἀγάπησα, καὶ τὸν Ἡσαῦ ἐμίσησα. Ἀφοῦ λοιπὸν εἶναι πόρνος κι᾿ ἀδελφοκτόνος καὶ βέβηλος καὶ μισημένος, γιατὶ δὲν ἀφανίζεται; γιατὶ δὲν ξεριζώνεται; γιατὶ δὲν παίρνει ἀμέσως τὴν τιμωρία ποὺ τοῦ ταιριάζει; Γιατί; Πρέπει, ἀληθινά, νὰ ποῦμε καὶ τὴν αἰτία. Ἂν ξεριζωνόταν, ὁ κόσμος θὰ ἔχανε καρπὸ τῆς δικαιοσύνης πολὺ μεγάλο, κι᾿ ἄκουε ποιό· Ὁ Ἡσαῦ ἐγέννησε τὸν Ραγουήλ, ὁ Ραγουὴλ τὸν Ζαρά, ὁ Ζαρὰ τὸν Ἰώβ. Βλέπεις πόσο σπουδαῖο ἄνθος ὑπομονῆς θ᾽ ἀφανιζόταν, ἂν προλάβαινε ὁ Θεὸς καὶ τιμωροῦσε τὴ ρίζα;
β'. Σ᾽ ὅλα τὰ ζητήματα λοιπὸν νὰ παραδέχεσαι
αὐτὴ τὴν ἐξήγηση. Γι᾿ αὐτὸ ἔδειξε μακροθυμία στοὺς Αἰγυπτίους ποὺ ἀσεβοῦσαν
ἀνυπόφορα, γιὰ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ τώρα ἀνθοῦν στὴν Αἴγυπτο, γιὰ τὰ μοναστήρια
καὶ γιὰ κείνους ποὺ προτίμησαν τὸ βίο τὸν ἀγγελικό. Διότι, καθὼς λένε ὅσοι καλὰ
γνωρίζουν τοὺς νόμους τοὺς κοινούς, κι᾿ ὅπως προστάζουν οἱ νόμοι τῶν Ρωμαίων,
τὴν ἔγκυο γυναίκα, κι᾿ ἂν ἔπεφτε ποτὲ σὲ παράπτωμα ποὺ τιμωριέται μὲ θάνατο,
δὲν τὴν θανατώνουν, πρὶν νὰ γεννήση τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει μέσα της. Καὶ πολὺ σωστά,
γιατὶ δὲν ἐθεώρησαν δίκαιο, οἱ καλοὶ νομοθέτες, ν᾽ ἀφανιστῆ τὸ ἀναμάρτητο μαζὶ
μ᾽ ἐκείνη ποὺ ἁμάρτησε. Κι᾿ ἂν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι λυποῦνται αὐτοὺς ποὺ δὲν
ἁμάρτησαν καθόλου, δὲν εἶναι πολὺ πιὸ φυσικὸ νὰ προστατέψη ὁ Θεὸς τὴ ρίζα, καὶ
νὰ φυλάξη στοὺς καρποὺς τὴν εὐεργεσία ἀπὸ τὴ μετάνοια; Μάθε, σὲ παρακαλῶ
λοιπόν, τὴν εὐεργεσία ἀπὸ τὴ μετάνοια, καὶ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν, γιατὶ καὶ
σ᾽ αὐτοὺς ἔχει ἐφαρμογὴ ὁ ἴδιος λόγος τῆς φιλανθρωπίας. Ἂν ἡ τιμωρία προλάβαινε
τὴ διόρθωση, ὁ κόσμος θὰ χανόταν τέλεια καὶ θὰ καταστρεφόταν. Ἂν ὁ Θεὸς ἦταν
βιαστικὸς στὴν τιμωρία, ἡ Ἐκκλησία δὲ θ᾽ ἀποκτοῦσε τὸν Παῦλο, δὲ θὰ κέρδιζε
τέτοιο καὶ τόσο μεγάλο ἄνδρα. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἄφηνε νὰ προσβάλλη τὴ θρησκεία τοῦ
Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὸν δείξη νὰ μετανοῆ. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἔκαμε τὸ διώκτη,
κήρυκα· ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἄλλαξε τὸ λύκο σὲ ποιμένα· ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ
τὸν τελώνη τὸν ἔκαμε εὐαγγελιστή· ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ὅλους μᾶς ἐλέησε, ὅλους
μᾶς ἄλλαξε, ὅλους μᾶς μετάτρεψε. Ὅταν δῆς τὸν ἄλλοτε μέθυσο, νὰ νηστεύη τώρα,
ὅταν δῆς τὸν ἄλλοτε βλάσφημο, τώρα νὰ θεολογῆ, ὅταν δῆς ἐκεῖνον ποὺ ἄλλοτε
μόλυνε τὸ στόμα του μὲ αἰσχρὰ τραγούδια, νὰ καθαρίζη τὴν ψυχή του τώρα μὲ
ὕμνους θείους, θαύμαζε τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, καὶ παίνευε τὴ μετάνοια, πάρε
ἀφορμὴ ἀπὸ τὴν ἀλλαγὴ αὐτὴ καὶ λέγε Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ εἶναι ἔργο ποὺ ἔκαμε ὁ
Ὕψιστος. Ὁ Θεὸς βέβαια εἶναι καλὸς γιὰ ὅλους, μὰ δείχνει τὴ μακροθυμία του
ξεχωριστὰ σ᾽ ἐκείνους ποὺ ἁμαρτάνουν. Κι᾿ ἂν θέλης ν᾽ ἀκούσης παράξενο λόγο,
παράξενο γιατὶ δὲν εἶναι συνηθισμένος, ἀληθινὸ ὅμως γιὰ τὴν εὐσέβεια ποὺ φανερώνει,
ἄκουσε.
γ'. Ὁ Θεὸς φαίνεται πάντοτε βαρὺς στοὺς
δίκαιους, καλὸς ὅμως στοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ γρήγορος στὴ φιλανθρωπία. Αὐτὸν ποὺ
ἁμάρτησε κι᾿ ἔπεσε τὸν ἀνορθώνει, καὶ τοῦ λέει· Μήπως αὐτὸς ποὺ πέφτει δὲ
σηκώνεται; ἢ αὐτὸς ποὺ παίρνει λάθος τὸ δρόμο του, δὲ γυρίζει πίσω; καὶ γιατὶ
μὲ ἀποστράφηκε μ᾽ ἀναίδεια ἡ ἄμυαλη θυγατέρα τοῦ Ἰούδα; κι᾿ ἀλλοῦ πάλι·
Γυρίσετε πίσω σ᾽ ἐμένα, καὶ θὰ γυρίσω πίσω σ᾽ ἐσᾶς. Κι᾿ ἀλλοῦ πάλι βεβαιώνει μὲ
ὅρκο πὼς ὅσοι μετανοοῦν, θὰ σωθοῦν μὲ τὴ μεγάλη του φιλανθρωπία. Διότι ζῶ ἐγώ,
λέει ὁ Κύριος δὲ θέλω τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, γιὰ νὰ μετανοήση καὶ νὰ ζήση.
Καὶ πρὸς τὸν δίκαιο λέει, Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος κατορθώση κάθε ἀρετὴ καὶ κάθε ἀλήθεια,
κι᾿ ὕστερα ἁμαρτήση, δὲ θὰ θυμηθῶ τὴν ἀρετή του, ἀλλὰ θὰ πεθάνη στὴν ἁμαρτία
του. Ὥ! πόσο αὐστηρὸς φέρνεται στὸν δίκαιο! ὥ, πόσο ἄφθονη συγγνώμη ἔχει γιὰ
τὸν ἁμαρτωλό ! Τόσους πολλοὺς τρόπους καὶ διαφορετικοὺς ἐφευρίσκει, χωρὶς αὐτὸς
ν᾽ ἀλλάξη, ἀλλὰ μοιράζοντας τὴν πλούσια ἀγαθότητά του, κι᾿ ἄκουε πῶς. Ἂν φοβήση
τὸν ἁμαρτωλό, ποὺ ἐπιμένει στὶς ἁμαρτίες, τὸν φέρνει στὴν ἀπόγνωση καὶ στὸν
ἀποκλεισμὸ τῆς ἐλπίδας. Κι᾿ ὅταν καλοτυχίση τὸν δίκαιο, τοῦ χαλαρώνει τὴ δύναµη
τῆς ἀρετῆς του, καὶ τὸν κάνει νὰ χάση τὴν προθυμία του, ἀφοῦ ϑεωρεῖ πιὰ τὸν
ἑαυτό του καλοτυχισμένο. Γι᾿ αὐτὸ δίνει τὸ ἔλεός του στὸν ἁμαρτωλό, καὶ
φοβερίζει τὸν δίκαιο. Διότι εἶναι φοβερὸς σ᾽ ὅλους ποὺ τὸν περικυκλώνουν· καί,
καλὸς εἶναι ὁ Κύριος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο· Φοβερός, λέει, εἶναι σ᾽ ὅλους ποὺ τὸν
περικυκλώνουν· καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοί, παρὰ μόνο οἱ ἅγιοι ἄνθρωποι; Διότι ὁ
Θεός, λέει ὁ Δαυΐδ, ποὺ δοξάζεται ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, μέγας καὶ φοβερὸς εἶναι
σ᾽ ὅλους ποὺ τὸν περικυκλώνουν. Ἂν δῆ κάποιον ποὺ ἔπεσε, ἁπλώνει χέρι
φιλάνθρωπο· ἂν δῆ κάποιον νὰ στέκη, τὸν φοβίζει· κι᾿ αὐτὸ φανερώνει δικαιοσύνη
καὶ δίκαιη κρίση. Διότι στηρίζει τὸ δίκαιο μὲ τὸ φόβο, καὶ ἀνωρθώνει τὸν
ἁμαρτωλὸ μὲ τὴν ἁγάπη ποὺ τοῦ δείχνει. Καὶ θέλεις νὰ μάθης τὴν καλωσύνη του σὲ
κάθε περίσταση καὶ τὴν αὐστηρότητά του τὴ χρήσιμη καὶ ταιριαστὴ σ᾽ ἐμᾶς;
Πρόσεχε καλά, νὰ καταλάβης πόσο μεγάλο εἶναι αὐτὸ τὸ ζήτημα· ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη
γυναίκα, ποὺ ἦταν γνωστὴ γιὰ κάϑε ἁμαρτία καὶ παρανομία, ποὺ εἶχε ἁμαρτήσει
τόσο πολύ, κι᾿ ἦταν ἔνοχη σὲ τόσες ἁμαρτίες, δίψασε τὴ σωτηρία ποὺ δίνει ἡ
μετάνοια καὶ τρύπωσε ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν οἱ ἅγιοι· καὶ λέω ἐκεῖ ποὺ ἔτρωγαν οἱ
ἅγιοι γιατὶ βρισκόταν ἐκεῖ ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων. Κι᾿ ὅπως ἦταν ξαπλωμένος ὁ
Σωτήρας στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα τοῦ Φαρισαίου, ἦρϑε ξαφνικὰ ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη
γυναίκα, κι᾿ ἄγγιζε τὰ πόδια τοῦ Σωτήρα, κι᾿ ἔπλενε τὰ πόδια του μὲ δάκρυα, καὶ
τὰ σκούπιζε μὲ τὰ μαλλιά της, καὶ τὴ γυναίκα αὐτὴ ποὺ ἦταν βυθισμένη σὲ τόσες
ἁμαρτίες, τὴ σηκώνει πάνω ὁ φιλάνθρωπος καὶ λέει· Εἶναι συχωρεμένες οἱ ἁμαρτίες
της. Βέβαια δὲ σκοπεύω νὰ ἐξετάσω τώρα ὅλη τὴν ἱστορία, ἀλλὰ μόνο μιὰ μαρτυρία
νὰ παρουσιάσω. Βλέπε λοιπὸν τὴν ἀφθονία σὲ βεβαιώνω, γι αὐτὸ εἶναι συχωρεμένες
οἱ ἁμαρτίες της οἱ πολλές, γιατὶ ἀγάπησε πολύ. Λοιπὸν ἡ ἁμαρτωλὴ γυναίκα
κέρδισε τὴν ἄφεση σὲ τόσες πολλὲς ἁμαρτίες. Κι᾿ ἡ Μαρία πάλι, ἡ ἀδελφὴ τοῦ
Μωϋσῆ, καταδικάζεται μὲ λέπρα, γιὰ ἕνα μικρὸ γογγυσμό. Σ᾽ αὐτοὺς ποὺ
ἁμαρτάνουν, λέει· Κι᾿ ἂν εἶναι κόκκινες οἱ ἁμαρτίες σας, θὰ τὶς κάμω σὰν τὸ
χιόνι λευκές. Κι᾿ ἀλλάζει τὸ σκοτάδι σὲ φῶς, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῆς μετανοίας, καὶ
διαλύει τὰ τόσο ἄφθονα κακά, μὲ τὴ φωνὴ τῆς καλωσύνης του· καὶ λέει σ᾽ αὐτὸν
ποὺ βαδίζει στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς· Αὐτὸς ποὺ θὰ πῆ στὸν ἀδελφό του, Ἀνόητε,
εἶναι ἔνοχος στὴ γέεννα τοῦ πυρός. Σ᾽ ἕνα λόγο δίνει τόση σημασία, καὶ σὲ τόσα
πολλὰ ἁμαρτήματα δείχνει τόσο ἄφθονη συχώρεση.
Μὰ πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, καὶ κάτι ἄλλο
θαυμαστό. Ἐπειδὴ οἱ ἁμαρτίες λογαριάζονται σὰν χρέη, ἐνῶ στοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ
μετανοοῦν, χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο, στοὺς δίκαιους ὅμως ἀπαιτεῖ καὶ τόκους.
Παρουσιάστηκε σ᾽ αὐτὸν ἕνας ποὺ τοῦ χρωστοῦσε πολλὰ τάλαντα, ποὺ ζήτησε, μὲ τὴ
μετάνοια καὶ τὰ πολλὰ παρακάλια, ν᾽ ἀποφύγη τὴν καταδίκη, κι᾿ εἶπε Κύριε, κάμε
ὑπομονὴ μ᾽ ἐμένα, καὶ θὰ σοῦ τὰ πληρώσω ὅλα. Δὲν περίμενε τὴν πληρωμὴ ὁ
φιλάνθρωπος, ἀλλὰ παραδέχτηκε τὴν ὁμολογία σὰν ἐξόφληση τοῦ χρέους· σ᾽ αὐτὸν
ποὺ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα, τοῦ τὰ χάρισε ὅλα, ἀκόμα καὶ τὸ κεφάλαιο,
ὅμως παραγγέλνει ὅτι ἀπὸ τοὺς δίκαιους ζητᾶ καὶ τόκους. Γιατὶ δὲν ἐδώσατε τὸ
χρῆμα μου στοὺς τραπεζίτες, κι ἐγὼ νὰ ἐρχόμουν νὰ τὸ ζητήσω μὲ τοὺς τόκους του;
Τὰ λέω αὐτά, ὄχι γιατὶ ὁ Θεὸς ἀντιπαθεῖ τοὺς δίκαιους, γιατὶ τίποτα δὲν τοῦ
εἶναι τόσο ἀγαπητὸ ὅπως ὁ δίκαιος, ἀλλά, ὅπως εἶπα καὶ πρίν, παρηγορεῖ τὸν
ἁμαρτωλό, γιὰ νὰ τὸν ἀνορθώση· φοβίζει τὸν δίκαιο, γιὰ νὰ τὸν στηρίξη· κι᾿ ἐνῶ
σ᾽ αὐτοὺς συγχωρεῖ τὰ πολλά τους σφάλματα, ἂν κι᾿ εἶναι ἐχθροὶ καὶ φαντασμένοι
ἀπέναντί του, στοὺς ἄλλους καὶ γιὰ τὰ μικρὰ πράγματα εἶναι αὐστηρός, γιατὶ δὲ
θέλει ἡ τελειότητά τους νὰ ἔχη καμμιὰν ἔλλειψη. Διότι ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸν κόσμον
αὐτὸν ὁ πλούσιος, εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ ὁ δίκαιος· κι᾿ ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸν κόσμο ὁ
φτωχός, εἶναι γιὰ τὸν Θεὸ ὁ ἁμαρτωλός. Τίποτα πιὸ φτωχὸ ἀπ᾽ τὸν ἁμαρτωλό, καὶ
τίποτα πιὸ πλούσιο ἀπ᾽ τὸν ἐνάρετο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Παῦλος λέει γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν
στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν πνευματικὴ εὐτυχία Εὐχαριστῶ τὸ Θεό, διότι, μὲ τὴ χάρη
του, πλουτισθήκατε σὲ ὅλα, σὲ κάθε λόγο καὶ σὲ κάθε γνώση. Καὶ γι αὐτοὺς ποὺ
ἀσεβοῦν, ὁ μακάριος Ἱερεμίας λέει· Ἴσως εἶναι φτωχοί, γι αὐτὸ δὲ μποροῦσαν ν᾽
ἀκοῦν τὸ λόγο τοῦ Κυρίον. Βλέπεις ὅτι λέει φτωχοὺς αὐτοὺς ποὺ μάκρυναν ἀπ᾽ τὴν
εὐσέβεια; Αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν λοιπὸν τοὺς ἐλεεῖ, ἀφοῦ εἶναι φτωχοί, κι᾿ ἔχει
ἀπαιτήσεις ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν στὴν ἀρετή, ἀφοῦ εἶναι πλούσιοι. Σ᾿ ἐκείνους
χαρίζει γιὰ τὴ φτώχεια τους, στοὺς ἄλλους εἰσπράττει μὲ μεγάλη προσοχή, γιὰ τὸν
πλοῦτο τῆς εὐσέβειάς των. Κι᾿ αὐτὸ ποὺ κάνει στοὺς δίκαιους καὶ τοὺς
ἁμαρτωλούς, αὐτὸ κάνει καὶ γιὰ τοὺς πλούσιους καὶ φτωχούς· κι᾿ ὅπως ἀνορθώνει
τὸν ἁμαρτωλὸ ἀπ᾽ τὴ φιλανθρωπία του, καὶ φοβερίζει τὸ δίκαιο μὲ τὴν αὐστηρότητά
του, ἔτσι ἐνεργεῖ ἡ πρόνοιά του καὶ στὰ κοσμικὰ ζητήματα. Ὅταν δῆ τοὺς ἰσχυροὺς
μὲ τὰ ὑπέρλαμπρα ἀξιώματα, τοὺς βασιλιάδες, τοὺς ἄρχοντες, ὅλους ποὺ ξεχωρίζουν
μὲ τὸν πλοῦτο, σ᾽ αὐτοὺς μιλάει μὲ λόγια φοβερά, καὶ βάζει πάνω στὸ ἀξίωμά τους
τὸ φόβο. Καὶ τώρα, βασιλεῖς, συνετισθῆτε, μάθετε τὸ καλὸ ὅλοι ποὺ κρίνετε τὴ
γῆ· δουλέψετε τὸν Κύριο μὲ φόβο, καὶ νοιῶστε ἀγαλλίαση γι αὐτόν, μὲ τρόμο·
διότι εἶναι Βασιλιὰς ἐκείνων ποὺ βασιλεύουν, καὶ Κύριος ἐκείνων ποὺ κυριαρΧοῦν.
Ὅπου κυριαρχεῖ ὁ δυνατός, βάζει πάνω τὸ φόβο τῆς βασιλείας του· ὅπου
ταπεινώνεται ὁ ἀδύνατος, προσφέρει τὸ φάρμακο τῆς φιλανθρωπίας του. Διότι ὁ
Θεὸς αὐτὸς εἶναι μεγάλος βασιλιὰς σ᾽ αὐτοὺς ποὺ βασιλεύουν, καὶ Κύριος σ᾽
αὐτοὺς ποὺ κυριαρχοῦν· αὐτὸς ὁ ἴδιος χαμηλώνει τὴν ἀξία του καὶ εἶναι, ὅπως
λέει ἡ Γραφή, πατέρας στὰ ὀρφανὰ καὶ ὑπερασπιστὴς στὶς χῆρες, βασιλιὰς στοὺς
βασιλιάδες, ἄρχοντας στοὺς ἄρχοντες, Κύριος στοὺς κυρίαρχους. Βλέπεις πόσο
ἄφθονη εἶναι ἡ φιλανθρωπία του; Βλέπεις πόσο χρήσιμος εἶναι ὁ φόβος στοὺς
εὐσεβεῖς καὶ τοὺς δυνατούς; Ὅπου δηλαδὴ εἶδε ὅτι ἡ ἐξουσία ἀρκεῖ γιὰ νὰ
παρηγορήση τὸν ἄνθρωπο, ἐκεῖ πρόστεσε τὸ φόβο γιὰ νὰ ὠφελήση· κι᾿ ὅπου εἶδε τὴν
ὀρφάνια παραλυμένη ἀπ᾽ τὴν ταπείνωση, καὶ τὴ φτώχεια ἀπ᾽ τὴν ἀδυναμία τῆς χηρείας,
ἐκεῖ πρόσφερε γιὰ παρηγοριὰ τὴ φιλανθρωπία. Ἐγὼ εἶμαι πατέρας τῶν ὀρφανῶν. Δυὸ
πράγματα κάνει, καὶ τὴ φιλανθρωπία του φανερώνει, καὶ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία
τιμωρεῖ. Ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του πατέρα τῶν ὀρφανῶν, ὥστε κι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι
σὲ συμφορὰ νὰ παρηγορήση, κι᾽ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζουν τυραννικά, νὰ τρομάξη, γιὰ
νὰ μὴν ἀδικοῦν τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες. Ἐπειδὴ ὁ θάνατος ἐστέρησε τὸν ἕνα ἀπ᾽
τὸν πατέρα του, τὴν ἄλλη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, καὶ ὅσους ἔβλαψε ὁ νόμος τῆς
φύσεως, τοὺς ἀποζημίωσε ἡ ἀρχὴ τῆς φιλανθρωπίας, καὶ ἡ ἴδια χάρη τοῦ Θεοῦ, σ᾽
ἐκείνη ἔδωσε τὸν κριτὴ καὶ στὸν ὀρφανὸ πατέρα, τὸν βασιλιὰ τῶν ἁγίων. Ὥστε,
λέει, ἐσὺ ἄδικε, ὅταν προσβάλλης τὶς χῆρες, τὸν προνοητὴ τῶν χηρῶν ἐξοργίζεις·
ὅταν ἀδικῆς τὰ ὀρφανά, τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἀδικεῖς. Ἐγὼ εἶμαι ὁ πατέρας τῶν
ὀρφανῶν κι᾿ ὁ ὑπερασπιστὴς πῶν χηρῶν· καὶ ποιὸς εἶναι τόσο τολμηρὸς στὴν
ἀσέβειά του, γιὰ ν᾿ ἀδικῆ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ προσβάλλη τὶς χῆρες ποὺ
βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ; Βλέπεις πόσο ὠφέλιμα κάνει τὰ φάρμακα
τῆς εὐσέβειας, κι᾽ ἄλλους φοβίζει, κι᾿ ἄλλους ἐλεεῖ, δίχως νὰ χωρίζεται αὐτός,
ἀλλὰ κάνοντας ἀνάλογα μὲ τὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων; Ἀς προσφέρωμε λοιπὸν στοὺς
ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, φάρμακο γιὰ σωτηρία τὴ μετάνοια· ἢ καλύτερα, ἃς δεχτούμε
ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴ μετάνοια ποὺ μᾶς γιατρεύει. Διότι δὲν τοῦ τὴν προσφέρομε ἐμεῖς,
ἀλλὰ ἐκεῖνος μᾶς τὴν ἔδωσε. Βλέπεις πόσο αὐστηρὸς ἦταν στὴν τήρηση τοῦ Μωσαϊκοῦ
νόμου; Βλέπεις πόσο φιλάνθρωπος εἶναι στὴ χάρη τοῦ εὐαγγελίου; Κι᾿ ὅταν λέω
πόσο αὐστηρὸς ἦταν στὸ νόμο, δὲν κατηγορῶ τὴν κρίση του, ἀλλὰ κηρύσσω τὴ
φιλανθρωπία ποὺ ἔχει ἡ εὐαγγελικὴ χάρη, ὅτι ἐνῶ ὁ νόμος τιμωροῦσε ἀπαραίτητα
ὅσους ἁμάρταναν, ὅμως ἡ χάρη ἀναβάλλει τὴν τιμωρία μὲ πολλὴ μακροθυμία, γιὰ νὰ
φέρη τὴ διόρθωση. Ἂς δεχτοῦμε λοιπὸν ἀδελφοί μου, τὴ μετάνοια, φάρμακο γιὰ τὴ
σωτηρία μας, ἂς δεχτοῦμε τὸ φάρμακο ποὺ σβήνει τὰ σφάλματά μας. Καὶ μετάνοια
εἶναι, ὄχι αὐτὴ ποὺ διαλαλεῖ κανεὶς μὲ λόγια, ἀλλὰ ἐκείνη ποὺ τὴν βεβαιώνουν τὰ
πράγματα, ἡ μετάνοια ποὺ σβήνει μέσ᾽ ἀπὸ τὴν καρδιὰ τὴν κηλίδα τῆς ἀσέβειας.
Λουσθῆτε, λέει, γίνεστε καθαροί, διῶξτε τὴν πονηρία ἀπὸ τὶς καρδιές σας, κι᾿
ἀπὸ τὰ μάτια μου μπροστά. Τὶ σκοπὸ ἔχουν οἱ περίσσιες λέξεις; διότι τὸ, Διῶξτε
τὶς πονηρίες ἀπὸ τὶς καρδιές σας, δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ φανερώση τὸ πᾶν; Γιατὶ
λοιπὸν κι᾿ ἀπὸ τὰ μάτια μου; Ἐπειδὴ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων βλέπουν διαφορετικά,
καὶ διαφορετικὰ βλέπει τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, βλέπει στὸ
πρόσωπο, ὁ Θεὸς ὅμως στὴν καρδιά. Μὴ νοθέψετε, λέει τὴ μετάνοια μὲ τύπους, ἀλλὰ
μπροστὰ στὰ μάτια μου, ποὺ ἐρευνοῦν τὰ κρυφά, φανερῶστε τοὺς καρποὺς τῆς μετάνοιας.
δ'. Καὶ πρέπει νὰ βλέπωμε πάντοτε μπροστά µας
τὶς ἁμαρτίες µας, γιὰ νὰ συχωρεθοῦμε. Κι᾿ ἂν ὁ Θεὸς ἀπὸ φιλανθρωπία σοῦ
συχωρέση τὴν ἁμαρτία, ὅμως ἐσύ, γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ψυχῆς σου, πρέπει νὰ ἔχης
πάντα μπρὸς στὰ μάτια σου τὴν ἁμαρτία. Διότι αὐτὸς ποὺ θυμᾶται τὶς ἁμαρτίες ποὺ
ἔγιναν, κρατιέται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ εἶναι νὰ γίνουν, κι᾿ αὐτὸς ποὺ ὑποφέρει
ἀπὸ τὰ πρῶτα, δείχνει πιὸ σταϑερὴ τὴν ἀπόφασή του γιὰ τὰ δεύτερα. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿
ὁ Δαβίδ, Κι ἡ ἁμαρτία μου, λέει, εἶναι μπροστά μου πάντοτε· γιὰ νὰ ἔχη μπροστὰ
στὰ μάτια του τὰ περασμένα, καὶ νὰ μὴν πέση στὰ μελλοντικά. Κι᾿ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς
τὸ ζητάει αὐτό, ἄκουσέ τον ποὺ λέει· Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σβήνω τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ
δὲ θὰ τὶς θυμηθῶ πιά, ἐσὺ ὅμως νὰ τὶς θυμᾶσαι, καὶ θὰ λογαριαστοῦμε, λέει ὁ
Κύριος· λέγε πρῶτα ἐσὺ τὶς ἁμαρτίες σου, γιὰ νὰ συχωρεθῆς. Δὲν περιμένει ὁ Θεὸς
νὰ περάση καιρὸς ἀπὸ τὴ μετάνοια. Ὡμολόγησες τὴν ἁμαρτία σου, συχωρήθηκες·
μετανόησες, ἐλεήθηκες. Δὲ χρειάζεται καιρός, ἀλλὰ ὁ τρόπος ποὺ θὰ μετανοήση
κανείς, σβήνει τὴν ἁμαρτία. Μπορεῖ νὰ περιμένη κανένας πολὺν καιρό, καὶ νὰ μὴν
ἀξιωθῆ σωτηρία, κι᾿ ἄλλος πάλι ποὺ θὰ ἐξομολογηθῆ εἰλικρινά, ν᾿ ἀπαλλαχτῆ ἀπὸ
τὴν ἁμαρτία μέσα σὲ λίγον καιρό. Ὁ μακάριος Σαμουὴλ ξώδεψε πολὺν καιρὸ νὰ
παρακαλῆ γιὰ τὸν Σαούλ, καὶ πολλὲς νύχτες πέρασε ἄγρυπνος, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ
ἁμαρτωλοῦ ἐκείνου. Μὰ ὁ Θεὸς ἄφηνε νὰ περνᾶ ὁ καιρὸς (γιατὶ δὲ βοήθησε ἡ
μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ τὴν παράκληση τοῦ προφήτη), καὶ λέει στὸν προφήτη του·
μέχρι πότε θὰ πενθῆς ἐσὺ γιὰ τὸν Σαοὺλ, κι ἐγὼ νὰ τὸν ἔχω ἀποδιωγμένο; Τὸ μέχρι
πότε, φανερώνει τὸν καιρό, καὶ τὴν ἐπιμονὴ ἐκείνου ποὺ παρακαλοῦσε· καὶ δὲν
παραδέχτηκε ὁ Θεὸς τὸν καιρὸ ποὺ ὁ προφήτης παρακαλοῦσε, γιατὶ δὲ βοήθησε ἡ
μετάνοια τοῦ βασιλιά, τὴ μεσολάβηση τοῦ δίκαιου. Ἀλλὰ στὸν μακάριο Δαυίδ ὅμως,
ποὺ δέχτηκε τὸν ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας του ἀπὸ τὸν ἅγιο Νάθαν τὸν προφήτη, καὶ
ἀμέσως μὲ τὴν ἀπειλὴ φανέρωσε τὴν ἀληθινὴ μετάνοιά του, κι᾿ εἶπε, ἁμάρτησα στὸν
Κύριο, ἀμέσως ἕνας λόγος εἰλικρινής, ποὺ βγῆκε ἀπὸ μέσα του σὲ μιὰ στιγμή,
ἔφερε ὅλη τὴ σωτηρία στὸν μετανοημένο. Διότι ἡ διόρθρωση ἄρχισε ἀμέσως μετὰ τὴν
ἀπόφαση. Τοῦ λέει λοιπὸν ὁ Νάθαν· Καὶ ὁ Κύριος συχώρεσε τὴν ἁμαρτία σου.
Άλλὰ πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ, ὅτι ὁ Θεός, εἶναι
ἀργὸς γιὰ τιμωρία καὶ γρήγορος γιὰ σωτηρία. Καὶ βάλε στὸ νοῦ σου πρῶτα ὅτι
ἕκαμε τὸν ἔλεγχο ὁ φιλάνθρωπος, ὕστερ᾽ ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ἁμάρτησε ὁ Δαυίδ,
ἔμεινε ἔγκυος ἡ γυναίκα, καὶ κανένας ἔλεγχος δὲν ἔγινε γιὰ τὴν ἁμαρτία, ἀλλ᾽
ἀφοῦ γεννήθηκε τὸ παιδὶ ἐκείνης τῆς ἁμαρτίας, τότε στέλνεται ὁ γιατρὸς ποὺ θὰ
θεραπεύση τὴν ἁμαρτία. Καὶ γιατὶ δὲν τὸν διώρθωσε ἀμέσως ὅταν ἁμάρτησε; Ἐπειδὴ
γνωρίζει ὅτι ἡ ψυχὴ ἐκείνων ποὺ ἁμαρτάνουν εἶναι τυφλὴ ὅταν τὰ ἁμαρτήματα
βρίσκονται στὴν ἀκμή τους κι᾿ ὅτι τ᾽ αὐτιὰ τῶν βυθισμένων στὸ βάθος τῆς
ἁμαρτίας, εἶναι κουφά. Ἀναβάλλει λοιπὸν νὰ βοηθήση ὅταν τὸ πάθος βρίσκεται σὲ
φλόγωση, καὶ κάποτε, ξαφνικά, δίνει τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἄφεση. Καὶ ὁ Κύριος
συχώρεσε τὴν ἁμαρτία σου. Ὥ, πόση πρόνοια φανερώνει αὐτὸς ποὺ ἀπείλησε! Βλέπεις
πόσο πρόθυμος εἶναι στὴ σωτηρία; Τὸ ἴδιο κάνει καὶ στοὺς ἄλλους, καὶ καθυστερεῖ
νὰ γκρεμίση, μὰ βιάζεται νὰ βοηθήση. Γιὰ παράδειγμα λέω, ὅτι σ᾽ ἐμᾶς τοὺς
ἀνθρώπους τὰ χτίρια κατασκευάζονται σὲ πολλὰ χρόνια καὶ χτίζομε τὸ σπίτι μας σὲ
πολὺν καιρό· κι᾿ ἐνῶ γιὰ νὰ χτίσωμε θέλωμε πολὺν καιρό, γιὰ νὰ γκρεμίσωμε,
λίγο. Στὸν Θεὸ ὅμως γίνεται τὸ ἀντίθετο, ὅταν χτίζη, γρήγορα χτίζει, κι᾿ ὅταν
καταστρέφη, ἀργὰ καταστρέφει. Γρήγορος εἶναι ὁ Θεὸς ὅταν χτίζη, ἀργὸς ὅταν
γκρεμίζη, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο αὐτὰ ταιριάζουν στὸ Θεό. Δηλαδὴ τὸ ἕνα δείχνει τὴ
δύναμή του, καὶ τὸ ἄλλο τὴν ἀγαθότητά του. Ἀπὸ τὴν περίσσια δύναμή του εἶναι
γρήγορος, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἀγαθότητά του, ἀργός. Κι᾿ εἶναι ἀπόδειξη γι᾿ αὐτὰ ποὺ
λέω, τὰ πράγματα μὲ τὴν πείρα τους. Σ᾿ ἕξι μέρες ἐδημιούργησε ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸ
καὶ τὴ γῆ, τὰ μεγάλα βουνά, τὶς πεδιάδες, τὰ φαράγγια, τὶς κοιλάδες, τὰ δάση,
τὰ φυτά, τὶς πηγές, τοὺς ποταμούς, τὸν παράδεισο, ὅλη τὴν ποικιλία ποὺ βλέπομε,
τὴ θάλασσα αὐτὴ τὴ μεγάλη κι᾿ εὐρύχωρη, τὰ νησιά, τοὺς παράλιους τόπους καὶ
τοὺς μεσόγειους. Ὅλον αὐτὸ τὸν κόσμο ποὺ βλέπομε, καὶ τὴν ὀμορφιά τον, σ᾽ ἕξι
μέρες τὸν ἐδημιούργησε ὁ Θεός. Τὰ λογικὰ ζῶα ποὺ ὑπάρχουν σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμο,
καὶ τὰ ἄλογα, κι᾿ ὅλο τὸ στολισμὸ ποὺ βλέπομε, μέσα σ᾽ ἕξι μέρες τὰ δημιουργεῖ.
Ἐκεῖνος λοιπὸν ὁ γρήγορος στὸ νὰ κτίζη, ὅταν ἀποφάσισε νὰ γκρεμίση μιὰ πόλη,
βρέθηκε ἀργὸς ἀπὸ τὴν καλωσύνη τον. Θέλει νὰ γκρεμίση τὴν Ἱεριχώ, καὶ λέει στοὺς
Ἰσραηλίτες, Νὰ τὴν περικυκλώσετε ἑφτὰ μέρες καὶ τὴν ἔβδομη μέρα θὰ πέση τὸ
τεῖχος της. Τὸν κόσμον ὅλον κατασκευάζεις σ᾽ ἔξι μέρες, καὶ μιὰ πόλη
καταστρέφεις σ᾽ ἑφτὰ μέρες; τὶ ἐμποδίζει τὴ δύναμή σου; γιατὶ δὲν τὴν
γκρεμίζεις μὲ μιᾶς; δὲ φωνάζει γιὰ σένα ὁ προφήτης καὶ λέει, Ἂν ἀνοίξης τὸν
οὐρανό, τρόμος θὰ πιάση τὰ βουνὰ καὶ θὰ λυώσουν σὰν τὸ κερὶ μπρὸς στὴ φωτιά; δὲ
λέει ὁ Δαυΐδ, σὰν διηγιέται τὰ ἔργα ποὺ κάνει ἡ δύναμή σου, Δὲ θὰ φοβηϑοῦμε
ὅταν ταράζεται ἡ γῆ καὶ ἀλλάζουν θέση τὰ βουνὰ στῶν θαλασσῶν τὰ βάθη; Μπορεῖς
νὰ μεταθέτης τὰ βουνὰ καὶ νὰ τὰ ρίχνης μὲς στὴ θάλασσα, καὶ δὲ θέλεις νὰ
γκρεμίσης μιὰ πολιτεία ἀντίθετη στὸ Θέλημά σον, ἀλλὰ δίνεις ἑφτὰ μέρες καιρὸ
γιὰ τὴν καταστροφή; γιατί; Ὄχι, λέει, ἐπειδὴ ἡ δύναμή μου εἶναι λίγη, ἀλλὰ
ἐπειδὴ ἡ φιλανθρωπία μου μακροθυμεῖ. Δίδω ἑφτὰ μέρες προθεσμία, ὅπως στὴ Νινευί
τρεῖς μέρες, ἴσως νὰ δεχτῆ τὸ κήρυγµα γιὰ μετάνοια καὶ νὰ σωθῆ. Καὶ ποιὸς εἶναι
αὐτὸς ποὺ τοὺς κηρύσσει τὴ μετάνοια; Ἐχθροὶ πολιόρκησαν τὴν πόλη, ὁ στρατηγὸς
περικύκλωνε τὰ τείχη, ἦταν πολὺς ὁ φόβος, πολὺς ὁ θόρυβος, ποιὸ δρόμο λοιπὸν
γιὰ μετάνοια τοὺς ἄνοιξες; μήπως τοὺς ἔστειλεες προφήτη; μήπως τοὺς ἔστειλες
εὐαγγελιστή, μήπως εἶχαν κανένα. νὰ τοὺς ὑποδείξη τὸ συμφέρον τους; Ναί, λέει,
εἶχα μέσα στὴν πόλη τους νὰ τοὺς διδάξη τὴ μετάνοια, τὴ θαυμαστὴ ἐκείνη Ραάβ,
ποὺ τὴν ἔσωσα μὲ τὴ μετάνοια. Ἦταν ἀπὸ τὸ ἴδιο φύραμα, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἀπὸ
τὸ ἴδιο φρόνημα, δὲν πῆρε μέρος στὴν ἁμαρτία, ἀφοῦ δὲν ἔμοιασε μὲ τοὺς ἄλλους
στὴν ἀπιστία.
ε΄. Καὶ πρόσεξέ µε, πόσο παράξενο ἦταν τὸ
κήρυγμα τῆς φιλανθρωπίας. Ἔκεῖνος ποὺ λέει στὸν νόμο· Μὴ μοιχέψης, μὴν
πορνέψης, ἀλλάζει τὴν ἐντολὴ ἀπὸ φιλανθρωπία καὶ φωνάζει μὲ τὸν μακάριο Ἰησοῦ·
Ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη νὰ ζήση. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, αὐτὸς ποὺ λέει, Ἡ πόρνη νὰ ζήση,
ἦταν εἰκόνα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ποὺ λέει· Οἱ πόρνες κι οἱ τελῶνες θὰ πᾶνε πρὶν ἀπὸ
σᾶς στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂν πρέπει νὰ ζῆ, πῶς εἶναι πόρνη; ἂν εἶναι πόρνη,
γιατὶ νὰ ζῆ; Μιλάω γιὰ τὴν προηγούµενη κατάστασή της, λέει, γιὰ νὰ θαυμάσης τὴν
ἑπόμενη ἀλλαγή της. Καὶ τὶ ἔκαμε, λέει, ἡ Ραὰβ ποὺ τῆς ἔφερε τὴ σωτηρία; ὅτι
δέχτηκε τοὺς κατάσκοπους εἰρηνικά; Τὸ ἴδιο κάνει καὶ κάθε ξενοδόχα. Ἀλλὰ δὲν
κερδίζει τὴ σωτηρία μὲ τὰ καλὰ λόγια μόνο ποὺ εἶπε, ἀλλὰ πρῶτα ἀπὸ τὴν πίστη
κι᾿ ἀπὸ τὴ διάθεσή της ἀπένανπι στὸ Θεό. Καὶ γιὰ νὰ μάθης πόσο μεγάλη ἦταν ἡ
πίστη της, ἄκουε τὴν ἴδια τὴ Γραφὴ ποὺ διηγιέται τὰ μαρτυρημένα κατορθώματά
της. Ἦταν σὲ πορνεῖο, σὰν μαργαριτάρι στὸ βόρβορο ἀνακατεμένο, σὰν χρυσάφι στὴ
λάσπη πεταγμένο, τῆς εὐσεβείας ἄνθος κρυμμένο στ᾽ ἀγκάθια, εὐλαβικιὰ ψυχὴ κι᾿
εἶχε κλειστῆ σὲ χῶρο τῆς ἀσέβειας. Καὶ πρόσεχέ µε νὰ καταλάβης καλά. Δέχτηκε
τοὺς κατάσκοπους κι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀπαρνήθηκε ὁ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο, αὐτὸν τὸν κήρυξε
ἡ Ραὰβ στὸ πορνεῖο. Σὰν τὶ λέω ὅτι ἔκαμε ὁ Ἰσραὴλ στὴν ἔρημο; Ὅταν τὸ βουνὸ
ἦταν γεμάτο σύνεφο καὶ σκοτάδι, καὶ σάλπιγγες κι᾿ ἀστραπὲς κι᾿ ἄλλα φοβερά,
τότε ἄκουσε τὸ Θεὸ νὰ λέη μὲς ἀπὸ τὴ φωτιά· Ἄκουε Ἰσραήλ· ὁ Κύριος ὁ Θεός σου,
ἕνας Κύριος εἶναι, δὲ θὰ ὑπάρχουν γιὰ σένα ἄλλοι θεοί! Ἐγὼ εἶμαι στὸν οὐρανὸ
πάνω, καὶ στὴ γῆ κάτω, κι ἔξω ἀπὸ μένα Θεὸς δὲν ὑπάρχει. Κι᾿ ἐνῶ τ᾽ ἄκουε αὐτὰ
ὁ Ἰσραήλ, κατασκεύασε ἕνα μοσχάρι, κι᾿ ἀρνήθηκε τὸ Θεό, ἀγνόησε τὸν Κύριο,
ἀπαρνήθηκε τὸν εὐεργέτη, καὶ λέει στὸν Ἀαρών· Κάνε σ᾽ ἐμᾶς θεούς. Μ᾿ ἂν θέλεις
θεούς, γιατὶ λὲς κάνε; πῶς εἶναι θεοὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται; Τόσο τυφλώνει ἡ
ἁμαρτία, καὶ πολεμᾶ τὸν ἑαυτό της καὶ αὐτοκαταστρέφεται. Ἔφτιαξαν ἕνα μοσχάρι
καὶ φωνάζει ὁ ἀχάριστος Ἰσραήλ· Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου, Ἰσραήλ, ποὺ σ᾽ ἔβγαλαν
ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου. Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί· ἕνα μοσχάρι βλέπει, ἕνα εἶναι τὸ
εἴδωλο ποὺ ἔφτιαξαν, γιατὶ λοιπὸν λέει, Αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί; Γιὰ νὰ δείξη ὅτι
δὲν προσκυνᾶ μόνο αὐτὸ ποὺ βλέπει, ἀλλὰ φαντάζεται τὴν πολυθεΐα· τὴ γνώμη του
φανερώνει, δὲν κρίνει αὐτὸ ποὺ βλέπει. Καὶ γιὰ νὰ γυρίσωμε πάλι στὸ ζήτημά μας,
αὐτὰ ποὺ ἄκουσε ὁ Ἰσραήλ, ἐκεῖνος ποὺ τόσα θαύματα τὸν τριγύριζαν καὶ τὸν
παιδαγωγοῦσαν τόσοι νόμοι, ὅλα τὰ ἀρνήθηκε, ἐνῶ ἡ Ραὰβ ἡ κλεισμένη στὸ πορνεῖο,
τὰ διδάσκει αὐτά· διότι λέει στοὺς κατάσκοπους· Μάθαµε ὅσα ἔκαμε ὁ Θεός σας
στοὺς Αἰγύπτιους. Ὁ Ἰουδαῖος λέει αὐτοὶ εἶναι οἱ θεοί σου, ποὺ σ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ
χώρα τῆς Αἰγύπτου, κι᾿ ἡ πόρνη, ὄχι στοὺς θεούς, ἀλλὰ στὸν Θεὸ ἀποδίδει τὴ
σωτηρία· Μάθαμε ὅσα ὁ Θεός σας ἔκαμε στοὺς Αἰγύπτιους στὴν ἔρημο καὶ τ᾽
ἀκούσαμε, κ' ἔλυωσε ἡ καρδιά μας, κι ἡ δύναμή µας χάθηκε. Μάθαµε ὅσα ὁ Θεός σας
ἔκαμε. Βλέπεις πῶς μὲ τὴν πίστη, παίρνει στὰ χείλη της τὸ λόγο τοῦ νομοθέτη;
Καὶ γνωρίζω ὅτι ὁ Θεός σας εἶναι στὸν οὐρανὸ ἐπάνω, καὶ κάτω στὴ γῆ, κι ὅτι
ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτὸν Θεὸς δὲν ὑπάρχει.
Ἡ Ραὰβ εἶναι εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν
κάποτε ἀνακατωμένη στὴν πορνεία τῶν δαιμόνων καὶ ποὺ τώρα δέχεται τοὺς
κατάσκοπους τοῦ Χριστοῦ, ὄχι αὐτοὺς ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς τοῦ Νανῆ, ἀλλὰ τοὺς
ἀπόστολους ποὺ ἔστειλε ὁ Ἰησοῦς ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας. Ἐγνώρισα, λέει, ὅτι ὁ Θεός
σας εἶναι στὸν οὐρανὸ ἐπάνω, καὶ κάτω στὴ γῆ, κι᾿ ὅτι ἐκτὸς ἀπ᾽ αὐτὸν Θεὸς δὲν
ὑπάρχει. Αὐτὰ παράλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ δὲν τὰ φύλαξαν, αὐτὰ ἄκουσε ἡ Ἐκκλησία
καὶ τὰ διατήρησε. Ἀξίζει κάθε ἔπαινο λοιπὸν ἡ Ραάβ, ἡ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿
αὐτὸ καὶ ὁ γενναῖος Παῦλος, ποὺ ἔμαθε καλὰ τὴν ἀξία ποὺ εἶχε ἡ πίστη της, καὶ
δὲν τὴν ἀρνήθηκε γιὰ τὴν προηγούμενη ζωή της, ἀλλὰ τὴν παραδέχτηκε γιὰ τὴ
θεάρεστη ἀλλαγή της, τὴ λογαριάζει μ᾽ ὅλους τοὺς ἁγίους, κι᾿ ἀφοῦ εἶπε· Μὲ τὴν
πίστη ὁ Ἄβελ πρόσφερε θυσία, μὲ τὴν πίστη ὁ Ἀβραὰμ ἔκαμε αὐτὸ κι᾿ αὐτό, μὲ τὴν
πίστη ὁ Νῶε κατασκεύασε τὴν κιβωτό, μὲ τὴν πίστη ὁ Μωϋσῆς αὐτὰ κι᾿ αὐτὰ ἔκαμε
καὶ κατώρθωσε, κι᾿ ἀφοῦ θυμήθηκε στὴ συνέχεια πολλοὺς ἁγίους, στὸ τέλος
πρόσθεσε· Μὲ τὴν πίστη ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη δὲ χάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς ἀπείθαρχους, γιατὶ
δέχτηκε τοὺς κατάσκοπους καὶ τοὺς ὡδήγησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἄλλον δρόμο. Καὶ
πρόσεξε πόση σοφία πρόσθεσε στὴν εὐγνωμοσύνη της. Ὅταν δηλαδὴ ἦρθαν
ἀποσταλμένοι ἀπὸ τὸ βασιλιὰ καὶ ζητοῦσαν τοὺς κατασκόπους, τῆς λένε· Μήπως
μπῆκαν ἐδῶ μέσα ἄνδρες; Κι᾿ ἐκείνη τοὺς ἀπαντᾶ· Ναὶ λέει, μπῆκαν. Πρῶτα χτίζει
τὴν ἀλήθεια κι᾿ ἔπειτα βάζει ἐπάνω τὸ ψέμμα. Γιατὶ ποτὲ δὲ γίνεται πιστευτὸ τὸ
ψέμμα, ἂν δὲ φανερώση πιὸ πρὶν τὴν ἀλήθεια, γι᾽ αὐτὸ κι᾿ ὅσοι λένε ψέμματα γιὰ
νὰ γίνουν πιστευτοί, πρῶτα λένε τὰ ἀληθινὰ καὶ γνωστὰ σὲ ὅλους κι᾿ ὕστερα
προσθέτουν τὰ ψεύτικα καὶ τὰ ἀμφίβολα. Μπῆκαν ἐδῶ μέσα κατάσκοποι; Λέει, Ναί·
διότι ἂν ἔλεγε ἀπ᾽ τὴν ἀρχή, Ὄχι, θὰ προκαλοῦσε τοὺς ἀπεσταλμένους νὰ
ἐρευνήσουν. Ἀλλά, καὶ μπῆκαν, λέει, καὶ βγῆκαν κι᾿ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν τάδε δρόμο,
κυνηγῆστε τους καὶ θὰ τοὺς πιάσετε. Ὢ, τὸ καλὸ αὐτὸ ψέμμα! ὥ, τὸν καλὸ αὐτὸ
δόλο, ποὺ δὲν προδίδει τὰ θεῖα, ἀλλὰ προστατεύει τὴν εὐσέβεια! Ὅταν λοιπὸν
ἐκείνη τὴ Ραὰβ τὴν ἀξίωσε ἡ μετάνοια τόση σωτηρία, καὶ τὸ λένε αὐτὸ στόματα
ἁγίων, ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ποὺ φωνάζει στὴν ἔρημο, Νὰ ζήση ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη, ὁ
Παῦλος ποὺ λέει, μὲ τὴν πίστη ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη δὲ χάθηκε μαζὶ μὲ τοὺς
ἀπείθαρχους, πολὺ περισσότερο ἐμεῖς, ὅταν προσφέρωμε στὸ Θεὸ τὴ μετάνοιά μας,
δὲ θὰ δεχθοῦμε τὴ σωτηρία; Τώρα ποὺ ζοῦμε εἶναι καιρὸς γιὰ μετάνοια, κι᾿ εἶναι
πολὺς ὁ φόβος γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἂν ἡ μετάνοια δὲν προλάβη τὴ σωτηρία. Ἄς
προλάβωμε νὰ τὸν ἀντικρύσωμε μ᾽ ἐξομολόγηση, ἂς σβήσωμε τὴν πυρκαϊὰ τῶν
ἁμαρτημάτων, ὄχι μὲ νερὰ πολλά, ἀλλὰ μὲ λίγα δάκρυα. Εἶναι μεγάλη ἡ φωτιὰ τῆς
ἁμαρτίας, ἀλλὰ μὲ λίγο δάκρυ σβήνεται, γιατὶ τὸ δάκρυ σβήνει τὴν πυρκαϊὰ τῶν
ἁμαρτημάτων καὶ ξεπλένει τὴ δυσωδία τῆς ἁμαρτίας. Τὸ μαρτυρεῖ ὁ μακάριος Δαυΐδ
ποὺ λέει καὶ φανερώνει πόσα κατορθώνουν τὰ δάκρυα μὲ τὴ δύναμή τους· Θὰ λούσω,
λέει, κάθε νύχτα τὴν κλίνη μου, στὰ δάκρυά μου τὴ στρώση μου θὰ βρέξω. Καὶ
βέβαια, ἂν ἤθελε νὰ δείξη πόσο ἄφθονα ἦταν τὰ δάκρυά του, ἀρκοῦσε νὰ πῇ· Στὰ
δάκρυα τὴ στρώση μου θὰ βρέξω. Γιατὶ λοιπὸν ἔβαλε πρὶν τὸ Θὰ λούσω; Γιὰ νὰ
δείξη ὅτι τὰ δάκρυα εἶναι λουτρὸ ποὺ καθαρίζει τ᾽ ἁμαρτήματα.
στ᾿. Τ᾽ ἁμαρτήματα εἶναι οἱ αἰτίες γιὰ ὅλα τὰ
κακά. Ἀπὸ τ᾽ ἁμαρτήματα ἔρχονται οἱ λύπες, ἀπὸ τ᾽ ἁμαρτήματα οἱ ταραχές, ἀπὸ τ᾽
ἁμαρτήματα οἱ πόλεμοι, ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα οἱ ἀρρώστιες, κι᾿ ὅλα τὰ πάθη ποὺ μᾶς
βρίσκουν, καὶ ποὺ δύσκολα γιατρεύονται. Ὅπως λοιπὸν οἱ ἄριστοι γιατροί, δὲν
ἐξετάζουν τὰ πάθη ποὺ φαίνονται, ἀλλὰ ἀναζητοῦν τὴν αἰτία τῶν συμπτωμάτων, ἔτσι
καὶ ὁ Σωτήρας, θέλοντας ν᾽ ἀποδείξη πὼς ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ αἰτία γιὰ ὅλα τὰ κακὰ
ποὺ ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι, λέει σ᾿ αὐτὸν ποὺ εἶχε τὸ παράλυτο σῶμα, ἐπειδὴ τὸν
εἶδε ὁ γιατρὸς τῶν ψυχῶν, ὅτι εἶχε παραλύσει ἡ ψυχή του πρῶτα κι᾽ ὕστερα τὸ
σῶμα του, Νά, γιατρεύτηκες, μὴν ἁμαρτάνης πιά, γιὰ νὰ μὴ σοῦ γίνη τίποτα
χειρότερο. Λοιπὸν ἡ ἁμαρτία ἦταν αἰτία καὶ γιὰ τὴν ἀρρώστια ποὺ εἶχε πρίν, αὐτὴ
ἦταν καὶ τῆς βλάβης ἡ αἰτία, αὐτὴ καὶ τῆς λύπης, αὐτὴ γίνεται κι᾿ ὅλης τῆς
συμφορᾶς ἡ ἀφορμή. Θαυμάζω ὅμως ἕνα πράγμα, πῶς ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἀπ᾽ τὴν ἀρχὴ
τὴ λύπη γιὰ νὰ τιμωρήση τὴν ἁμαρτία, καταργεῖ μὲ μιὰν ἀπόφαση τὴν ἀπόφασή του,
καὶ διώχνει τὴν καταδίκη μὲ τὴν καταδίκη. Κι᾿ ἄκουε πῶς· Δόθηκε ἡ λύπη γιὰ τὴν
ἁμαρτία, καὶ μὲ τὴ λύπη λύνεται ἡ ἁμαρτία. Πρόσεχε καλά· ἀπειλεῖ ὁ Θεὸς τὴ
γυναίκα, τὴν τιμωρεῖ γιὰ τὴν παρακοή, καὶ τῆς λέει· Μὲ λύπες θὰ γεννᾶς παιδιά,
κι᾽ ἔδειξε σὰν καρπὸ τῆς ἁμαρτίας τὴ λύπη. Ἀλλά, πόσο γενναιόδωρος εἶναι! αὐτὸ
ποὺ ἔδωσε γιὰ τιμωρία, τὸ ἄλλαξε γιὰ σωτηρία. Ἡ ἁμαρτία γέννησε τὴ λύπη· ἡ λύπη
ἐξαφάνισε τὴν ἁμαρτία, κι ὅπως τὸ σκουλήκι ποὺ τὸ γεννᾶ τὸ δέντρο, τρώει τὸ
ἴδιο τὸ δέντρο, ἔτσι κι᾿ ἡ λύπη ποὺ τὴ γεννᾶ ἡ ἁμαρτία, ἐξαφανίζει τὴν ἁμαρτία,
ὅταν ἔρχεται μὲ τὴ μετάνοια. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ Παῦλος· Ἡ λύπη ποὺ εἶναι σύμφωνη
μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, φέρνει μετάνοια γιὰ σωτηρία ποὺ δὲ μετανοιώνει κανεὶς γι
αὐτήν. Καλὴ εἶναι ἡ λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν εἰλικρινά· ταιριάζει τὸ
πένθος γιὰ τὴν ἁμαρτία σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Διότι εὐτυχισμένοι εἶναι ὅσοι
πενθοῦν, γιατὶ αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν. Πένθησε γιὰ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μὴ
θρηνήσης γιὰ τὴν τιμωρία. Ἀπολογήσου στὸν κριτή, πρὶν νά ᾿ρθης στὸ κριτήριο. Ἢ
δὲν τὸ ξέρεις ὅτι ὅλοι ποὺ θέλουν νὰ κερδίσουν τὸν κριτή, δὲν τὸν καλοπιάνουν
ὅταν γίνεται ἡ δίκη, ἀλλὰ πρὶν νὰ μποῦνε στὸ δικαστήριο, ἢ μὲ φίλους, ἢ μὲ προστάτες,
ἢ μ᾽ ἕναν ἄλλο τρόπο παρακαλοῦν τὸ δικαστή; Λοιπὸν τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὸ Θεό, δὲν
μπορεῖς νὰ πείσης τὸ δικαστὴ ὅταν θά ᾿ναι στὴν ἕδρα, πρέπει νὰ παρακαλέσης τὸν
κριτὴ πρὶν ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς κρίσεως. Γι᾿ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔλεγε ὁ Δαυίδ· Ἂς
προλάβωμε νὰ τὸν ἀντικρύσωμε μ᾽ ἐξομολόγηση. Ἐκεῖ δὲν τὸν παραπλανᾶ τὸ μεγάλο
κριτὴ τέχνη ρητορική, δὲν τὸν μαλακώνει ἡ ἐξουσία, δὲν ὑπακούει στὸ ἀξίωμα,
πρόσωπο δὲ ντρέπεται, μὲ χρήματα δὲν ἐξαγοράζεται, κι᾿ εἶναι φοβερὴ κι᾿
ἀνελέητη ἡ δίκαιη κρίση του. Ἐδῶ λοιπὸν νὰ τὸν ἐξιλεώσωμε καὶ νὰ τὸν
παρακαλέσωμε, ἐδῶ μ᾽ ὅλη τὴ δύναμή µας θερμὰ νὰ τὸν ἱκετεύσωμε, μὰ ὄχι μὲ
χρήματα, ἢ καλύτερα, γιὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια, πείθεται καὶ μὲ χρήματα ὁ
φιλάνθρωπος Θεός, ποὺ δὲν τὰ δέχεται ὁ ἴδιος, ἀλλὰ μὲς ἀπὸ τοὺς φτωχούς. Δῶσε
χρήματα στὸ φτωχό, κι᾿ ἐξιλέωσες τὸν κριτή. Καὶ τὰ λέω αὐτὰ ἀπὸ ἐνδιαφέρον γιὰ
σᾶς, ἐπειδὴ ἡ μετάνοια δίχως τὴν ἐλεημοσύνη εἶναι νεκρὴ καὶ δίχως φτερά. Δὲ
μπορεῖ ἡ μετάνοια νὰ πετάξη ψηλά, χωρὶς τὰ φτερὰ τῆς ἐλεημοσύνης. Γι᾿ αὐτὸ ἡ
ἐλεημοσύνη γίνηκε φτερὸ τῆς εὐσέβειας στὸν Κορνήλιο ποὺ εἶχε εἰλικρινὰ
μετανοήσει· οἱ ἐλεημοσύνες σου, λέει, καὶ οἱ προσευχές σου ἀνέβηκαν στὸν
οὐρανό. Γιατὶ ἂν δὲν εἶχε ἡ μετάνοιά του φτερὸ τὴν ἐλεημοσύνη, δὲ ϑὰ ἔφτανε
στὸν οὐρανό. Εἶναι ἀνοιγμένη σήμερα λοιπὸν ἀγορὰ τῆς ἐλεημοσύνης, διότι βλέπομε
τοὺς αἰχμάλωτους καὶ τοὺς φτωχούς, βλέπομε ὅσους τριγυρίζουν στὴν ἀγορά,
βλέπομε ἐκείνους ποὺ φωνάζουν, βλέπομε ἐκείνους ποὺ δακρύζουν, βλέπομε ἐκείνους
ποὺ ἀναστενάζουν. Ἐμπορικὴ ἀγορὰ θαυμαστὴ εἶναι μπροστά μας, κι᾿ ἄλλο κανένα
σκοπὸ δὲν ἔχει ἡ ἀγορά, κι᾿ ἄλλη καμμιὰ σκέψη δὲν ἔχει ὁ ἔμπορος, παρὰ ν᾽
ἀγοράση τὰ ἐμπορεύματα φτηνά, καὶ ἀκριβὰ νὰ τὰ πουλήση. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ
σκοπὸς τοῦ κάθε ἐμπόρου; καὶ μήπως ρίχνεται κανένας στὸ ἐμπόριο γιὰ τίποτ᾿
ἄλλο, παρὰ γιὰ νὰ πουλήση ἀκριβὰ τ᾽ ἀγορασμένα φτηνά, κι᾿ ἔτσι νὰ κερδίση
πολλαπλάσιο τὸ ἐμπόρευμά του; Τέτοια ἀγορὰ ἔχει μπροστά μας ὁ Θεός· ἀγόρασε τὶς
ἀρετὲς σὲ μικρὴ τιμὴ, γιὰ νὰ τὶς μεταπωλήσης μελλοντικὰ σὲ μεγάλη τιμή· κι᾿ ἂν
μπορῆ νὰ πῆ κανεὶς μεταπώληση τὴν ἀνταπόδοση. Ἐδῶ ἀγοράζεται μὲ λίγα ἡ σωτηρία,
μ᾽ ἕνα ἀσήμαντο κομμάτι ψωμί, μ᾽ ἕνα φτηνὸ ροῦχο, μ᾿ ἕνα ποτήρι κρύο νερό·
Αὐτὸς ποὺ θὰ προσφέρη ἕνα ποτήρι νερό, σᾶς βεβαιώνω, λέει ὁ διδάσκαλος τοῦ
ἐμπορίου τοῦ πνευματικοῦ, δὲ θὰ χάση τὸ μισθό του. Ἕνα ποτήρι νερὸ δίνει μισθό,
ροῦχα καὶ χρήματα ποὺ δίνονται γιὰ εὐεργεσία, δὲ δίνουν μισθό; Ἀντίθετα, δίνουν
μισθὸ καὶ μεγάλο μάλιστα. Γιατὶ λοιπὸν ἔκαμε λόγο γιὰ ποτήρι νερό; Ἡ ἐλεημοσύνη
εἶπε, εἶναι ἀνέξοδη, γιὰ τὸ κρύο νερὸ δηλαδή, οὔτε ξύλα ξοδεύεις, οὔτε τίποτ᾽
ἄλλο χάνεις. Κι᾿ ἂν ἔχη τόση χάρη ἡ εὐεργεσία ὅταν αὐτὸ ποὺ δίνει κανεὶς εἶναι
ἀνέξοδο, πόσο μεγάλο μισθὸ πρέπει νὰ περιµένη κανεὶς ἀπὸ πὸ δίκαιο κριτή, ὅταν
δίνη ἄφθονα τὰ ροῦχα, ὅταν βοηθᾶ μὲ χρήματα, ὅταν δίνη ἄλλα ἀγαθὰ ποὺ ἔχει;
Ὅσον καιρὸ λοιπὸν βρίσκονται μπροστά μας οἱ ἀρετὲς καὶ πουλιῶνται μὲ λίγα, ἃς
πάρωμε ἀπὸ τὸ γενναιόδωρο Θεό, ἂς ἁρπάσωμε, ἂς ἀγοράσωμε. Ὅσοι διψᾶτε, λέει,
πηγαίνετε στὸ νερό, ἀκόμακι᾽ ὅσοι δὲν ἔχετε χρήματα, νὰ πᾶτε ν᾽ ἀγοράσετε. Ὅσο
βαστάει ἡ ἀγορά, ἂς ἀγοράσωμε ἐλεημοσύνες, ἢ καλύτερα, ἃς ἀγοράσωμε τὴ σωτηρία
μὲ τὴν ἐλεημοσύνη. Τὸ Χριστὸ ντύνεις, ὅταν ντύνης τὸ φτωχό. Αὐτά, λέει, τὰ
γνωρίζω πολὺ καλά, αὐτὰ τὰ ἔχω μάθει ἀπὸ πρίν, δὲ μοῦ τὰ δίδαξες πρῶτος ἐσύ,
δὲν τ᾽ ἀκούσαμε ἀπὸ σένα τώρα γιὰ πρώτη φορά, δὲ λὲς ἄγνωστα πράγματα, ἀλλὰ τὰ
ἴδια ποὺ πολλὲς φορὲς μᾶς τὰ δίδαξαν πολλοὶ ποὺ βρίσκονται ἐδῶ. Τὸ ξέρω κι᾿
ἐγώ, τὸ ξέρω ὅτι πολλὲς φορὲς τὰ ετε μάθει αὐτὰ καὶ τὰ ὅμοια μ᾽ αὐτά, ἀλλὰ
μακάρι ἀφοῦ πολλὲς φορὲς τ᾽ ἀκούσαμε, νὰ κάνωμε τὸ καλὸ ἔστω καὶ λίγο. Ὅποιος
ἐλεεῖ τὸ φτωχό, δανείζει στὸ Θεό. Άς δανείσωμε στὸ Θεὸ τὴν ἐλεημοσύνη, γιὰ νὰ
πληρωθοῦμε τὴν φιλανθρωπία μας ἀπὸ ἐκεῖνον. Μὰ πόσο σοφὸς εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος!
Ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχό, δανείζει στὸ Θεό. Γιατὶ δὲν εἴπ, Ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχό,
δίνει στὸ Θεό, ἀλλά, Δανεἰζει; Γνωρίζει ἡ Γραφὴ τὴν πλεονεξία μας, ἐπρόσεξε ὅτι
ἡ ἀπληστία μας, ποὺ γίνεται πλεονεξία, ζητᾶ ὅσο τὸ δυνατὸν καὶ πιὸ πολλά. Καὶ
γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπε μόνο, ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχό, δίνει στὸ Θεό, γιὰ νὰ μὴ νομίσης
ὅτι ἡ πληρωμὴ θά ᾿ναι συνηθισμένη, ἀλλὰ εἶπ, Ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχὸ δανείζει στὸ
Θεό. Ἀφοῦ δανείζεται ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς, ἄρα εἶναι ὀφειλέτης µας. Τί θέλεις λοιπὸν
νὰ τὸν ἔχης, κριτὴ ἢ ὀφειλέτη; Ὁ ὀφειλέτης ντρέπεται τὸ δανειστή τον, ὁ κριτὴς
δὲν προσπέφτει σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ δανείζεται.
ζ'. Μὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ δοῦμε κι᾿ ἀπὸ ἄλλη
πλευρά, γιὰ ποιὸ λόγο εἶπε ὁ Θεὸς ὅτι, Σ᾽ ἐμένα δανείζει ὅποιος δίνει στὸ
φτωχό. ᾿Ἐπειδὴ ξέρει πὼς ἡ πλεονεξία μας θέλει ὅλο καὶ πιὸ πολλά, ὅπως εἶπα καὶ
πρίν, κι᾿ ὅτι κανεὶς ἀπ᾽ ὅσους ἔχουν λεφτὰ δὲ θέλει νὰ δανείζη δίχως νὰ
ἐξασφαλίζη τὰ χρήματά του, γιατὶ ὁ δανειστὴς ἀπαιτεῖ ἢ ὑποθήκη, ἢ ἐνέχυρα, ἢ
ἐγγνητή, καὶ ἐμπιστεύεται τὰ χρήματά του μόνο στὶς τρεῖς αὐτὲς ἀσφαλισμένες
περιπτώσεις, ἢ μὲ ἐγγυητή, ὅπως εἶπα, ἢ μὲ ὑποθήκη, ἢ μὲ ἐνέχυρα. Ἐπειδὴ λοιπὸν
ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι δίχως αὐτὰ δὲν δανείζει κανείς, οὔτε λογαριάζει φιλανθρωπία, ἀλλὰ
τὸ κέρδος μόνο βλέπει, μὰ ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἔρημος ὁ φτωχός, κι᾿ οὔτε ὑποθήκη
ἔχει, ἀφοῦ δὲν ἔχει τίποτα, οὔτε ἐνέχυρα προσφέρει, ἀφοῦ εἶναι γυμνός, οὔτε
ἐγγυητὴ παρουσιάζει, ἀφοῦ μὲ τὴ φτώχεια του κανεὶς δὲν τὸν ἐμπιστεύεται, ὅταν
εἶδε λοιπὸν ὁ Θεὸς ὅτι κινδυνεύει ὁ φτωχὸς ἀπὸ τὴν ἀνέχειά του, κι᾿ ὅτι
κινδυνεύει κι᾿ ὁ πλούσιος ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπία του, μπῆκε ἀνάμεσά τους ὁ ἴδιος,
σὰν ἐγγυητὴς στὸ φτωχὸ καὶ σὰν ἐνέχυρο στὸ δανειστή. Δὲν ἐμπιστεύεσαι σ᾽ αὐτόν,
λέει, γιὰ τὴν ἀπορία του, ἐμπιστεύσου σ᾽ ἐμένα γιὰ τὴν ἀφθονία μου. Εἶδε τὸ
φτωχὸ καὶ τὸν ἐλέησε, εἶδε τὸ φτωχὸ καὶ δὲν άδιαφόρησε, ἀλλὰ ἔδωσε τὸν ἑαντό
του ἐνέχυρο σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ δὲν εἶχε τίποτα, καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄπορο, ἀπ᾽
τὴν πολλή του ἀγαθότητα, κι᾿ ὁ μακάριος Δαυΐδ βεβαιώνει αὐτὴ τὴ φιλανθρωπία καὶ
λέει, Διότι στάθηκε στὰ δεξιὰ τοῦ φτωχοῦ. Ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχό, δανείζει στὸ
Θεό. Ἔχε θάρρος, λέει, σ᾽ ἐμένα δανείζεις. Καὶ τί τὸ σπουδαῖο κερδίζω ποὺ σοῦ
δανείζω; Καὶ βέβαια εἶναι πολὺ παράνομο νὰ ζητᾶ κανεὶς λογαριασμὸ ἀπ᾽ τὸν Θεό,
ἀλλὰ γιὰ νὰ παραδεχτῶ κάπως τὴν ἀνομία σου καὶ γιὰ νὰ παραμερίσω τὴν
αὐστηρότητα μὲ τὴ φιλανθρωπία μου, ἂς τὰ ἐξετάσωμε καὶ τὰ δύο μεταξύ τους. Ὅταν
δανείζης στοὺς ἄλλους, τί κερδίζεις; τί ἀπαιτεῖς γιὰ τόκο ἀπ᾽ αὐτούς; δὲ ζητᾶς
ἕνα στὰ ἑκατό, γιὰ νὰ ᾿σαι μέσα στὸ νόμο; Κι᾿ ἂν μεγαλώσης τὴν ἄπληστη ἀξίωσή
σου, θὰ κάμης διπλὴ καὶ τριπλὴ τὴν ἀδικία. Ἐγὼ ὅμως κάνω πιὸ πολὺ ἀπ᾽ ὅ,τι
θέλει ἡ πλεονεξία σου, ξεπερνῶ τὴν ἀχόρταγη ὄρεξή σου, σκεπάζω μὲ τὴν ἀφθονία
μου τὴν ἄμετρη ἀπληστία σου. Ἐσὺ ζητᾶς ἕνα στὰ ἑκατό, ἐγὼ ὅμως σοῦ δίνω ἑκατὸ
φορὲς πιὸ πολλά. Ἔπειτα, θὰ πῆ αὐτός, δανείζεσαι Κύριε, καὶ δανείζεσαι ἀπὸ μένα
τώρα τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ δίνω στὸ φτωχό, γιὰ νὰ μοῦ τὰ γυρίσης πότε; Ἀπαιτῶ τὰ
συμφωνημένα, γιετὶ θέλω νὰ στηρίξω τὴ συναλλαγή. ἐς µου πότε θὰ μοῦ τὰ
γυρίσης, καθόρισε τὴν προθεσμία ποὺ θὰ τὰ πάρω πίσω. Καὶ βέβαια, ἀπαντῶ, εἶναι
τελείως περιττὸ αὐτό. Διότι ὁ Κύριος εἶναι ἀξιόπιστος σ᾽ ὅλα τὰ λόγια τον. Μὰ
ἐπειδὴ εἶναι συνήθεια κι᾿ ἀπαραίτητο, σ᾽ ὅποιον δανείζεται φιλότιμα, νὰ μετρᾶ
τοὺς χρόνους καὶ νὰ ὁρίζη τὶς μέρες, ἄκουε πότε καὶ ποῦ θὰ σοῦ γυρίση τό χρέος
ἐκεῖνος ποὺ δανείστηκε μέσα ἀπὸ τὸ φτωχὸ. Ὅταν καθίση ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὸ
θρόνο τῆς δόξας του, καὶ στήση τὰ πρόβατα στὰ δεξιά του, καὶ τὰ ἐρίφια στὰ
ἀριστερά του, θὰ πῆ σ᾽ αὐτοὺς ποὺ εἶναι δεξιά τον· ἐδῶ πρόσεχε πόση εὐγνωμοσύνη
δείχνει ὁ ὀφειλέτης στὸ δανειστή του, μὲ πόση χάρη πληρώνει αὐτὸς ποὺ
δανείστηκε. Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, κληρονομῆστε τὴ βασιλεία
τὴν ἑτοιμασμένη γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ θεμελιώθηκε ὁ κόσμος. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι
πείνασα, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω· δίψασα, καὶ μὲ ποτίσατε· ἤμουν γυμνὸς καὶ μ᾽
ἐντύσατε· ἤμουν στὴ φυλακή, κι᾿ ἤρθατε σ᾽ ἐμένα ἄρρωστος ἤμουν καὶ μ᾽
ἐπισκεφθήκατε· ξένος ἤμουν καὶ μὲ περιμαζέψατε. Ἔπειτα αὐτοὶ ποὺ τὸν ὑπηρέτησαν
ἄξια στὸν καιρὸ ποὺ ἔπρεπε, λογαριάζοντας τὴ δική τους ἀδυναμία καὶ τὸ μεγαλεῖο
ἐκείνου ποὺ δανείστηκε, λένε· Κύριε, πότε σὲ εἴδαµε νὰ πεινᾶς καὶ σὲ θρέψαμε; ἢ
νὰ διψᾶς καὶ σὲ ποτίσαμε; ἐσένα, ποὺ πάνω σου ἐλπίζουν ὅλα τὰ μάτια, καὶ σὺ
τοὺς δίνεις τὴν τροφὴ μὲ ἀφθονία; Ὥ!, πόσο πολλὴ εἶναι ἡ ἀγαθότητά του! κρύβει
τὴν ἀξία του, ἀπὸ φιλανθρωπία· Διότι πείνασα, καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω. Ὢ! πόσο
πολλὴ εἶναι ἡ ἀγαθότητά του, πόσο ἀμέτρητη ἡ καλωσύνη του! Ἐκεῖνος ποὺ δίνει
τροφὴ σὲ κάθε ὕπαρξη, κι᾿ ἀνοίγει τὰ χέρια καὶ χορταίνει κάθε ζωντανὸ μὲ εὐχαρίστηση,
Πεινοῦσα, λέει καὶ μοῦ δώσατε νὰ φάω, χωρὶς νὰ μειώνεται ἡ ἀξία του, ἀλλὰ νὰ
μπαίνη ἐγγυητὴς στοὺς φτωχοὺς ἡ φιλανθρωπία του. Ἐδίψασα καὶ μὲ ποτίσατε. Ποιὸς
εἶναι ποὺ τὰ λέει αὐτά; Ἐκεῖνος ποὺ ποτίζει τὴ φύση μὲ λίμνες καὶ ποταμοὺς καὶ
μὲ πηγὲς νεροῦ, ἐκεῖνος ποὺ ὁρίζει μὲς ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια ὅτι, Ὅποιος πιστεύει σ᾽
ἐμένα, ὅπως εἶπε ἡ Γραφή, ποταμοὶ μὲ ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά
του· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε· Ἂν διψᾶ κανείς, ἂς ἔρχεται σ᾽ἐμένα καὶ ἂς πίνη. Ἀλλά,
Γυμνὸς ἤμουν, λέει, καὶ μ᾽ ἐντύσατε. Ἐντύσατε ἐκεῖνον ποὺ ντύνει τὸν οὐρανὸ μὲ
τὰ σύννεφα, ἐκεῖνον ποὺ ντύνει ὅλη τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν οἱκουμένη. Διότι Ὅσοι
βαπτιστήκατε στ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸ Χριστὸ ντυθήκατε. Στὴ φυλακὴ ἤμουν· στὴ
φυλακὴ ἐσὺ ποὺ ἐλευθερώνεις τοὺς φυλακισμένους; Ἐξήγησε αὐτὰ ποὺ λές, διότι τὸ
μεγαλεῖο σου ἀρνιέται αὐτὰ ποὺ λές. Πότε σὲ εἴδαμε σὲ τέτοια ἀνάγκη; πότε τὰ
κάμαμε αὐτά; Τὸ κάθε τι, λέει, ποὺ κάματε σ᾽ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐλάχιστους αὐτούς,
σ᾽ ἐμένα τὸ κάματε. Μήπως δὲν εἶναι ἀληθινὸς ὁ λόγος ὅτι, Ὅποιος ἐλεεῖ τὸ φτωχό,
δανείζει στὸ Θεό; Καὶ πρόσεξε τὸ θαυμαστό, κανένα ἄλλο ἔργο ἀρετῆς δὲν τοὺς
θύμισε, μόνο αὐτό· ἂν καὶ μποροῦσε νὰ πῆ· Ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι, διότι ζήσατε μὲ
σωφροσύνη, διότι εἴχατε ζωὴ ἁγνή, διότι ἀκολουθήσατε τὸν ἀγγελικὸ βίο· ἀλλὰ
σωπαίνει γι᾿ αὐτά, ὄχι γιατὶ δὲν ἀξίζουν νὰ τὰ θυμηθῆ, ἀλλὰ διότι εἶναι
κατώτερα ἀπ᾽ τὴ φιλανθρωπία. Κι᾿ ὅπως γι αὐτοὺς ποὺ ἔβαλε στὰ δεξιά του,
φανέρωσε πὼς τοὺς χαρίστηκε ἡ βασιλεία γιὰ τὴ φιλανθρωπία τους, ἔτσι κι᾿
ἐκείνους ποὺ ἔβαλε στ᾿ ἀριστερά του, τοὺς ἀπείλησε νὰ τοὺς τιμωρήση γιατὶ δὲν
εἶχαν καρποὺς καλούς. Πηγαίνετε στὸ πιὸ βαθὺ σκοτάδι, τὸ ἑτοιμασμένο γιὰ τὸ
διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του. Γιατί; Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι πεινοῦσα, καὶ δὲ μοῦ
δώσατε νὰ φάω. Δὲν εἶπε, Διότι πορνέψατε, διότι μοιχέψατε, διότι ἐκλέψατε, διότι
ψευδομαρτυρήσατε, διότι πατήσατε τὸν ὅρκο σας. Κακὰ βέβαια εἶναι κι᾿ αὐτά, κι᾿
ὅλοι τὰ παραδέχονται, ἀλλὰ πιὸ μικρὰ ἀπὸ τὴν ἀπανθρωπία καὶ τὴν ἀποφυγὴ τῆς
ἐλεημοσύνης. Μά, γιατὶ Κύριε, δὲν κάνεις λόγο γι᾿ ἄλλους δρόμους; Δὲν κρίνω,
λέει, τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ τὴν ἀπανθρωπία. Δὲν κρίνω ὅσους ἁμάρτησαν, ἀλλὰ ὅσους
δὲ μετανόησαν. Σᾶς καταδικάζω γιὰ τὴν ἀπανθρωπία σας, γιατὶ παραμελήσατε τέτοια
εὐεργεσία, ἐνῶ εἴχατε τόσο καὶ τέτοιο φάρμακο σωτηρίας, τὴν ἐλεημοσύνη, ποὺ μ᾽
αὐτὸ γιατρεύονται ὅλα τὰ ἁμαρτήματα. Κατακρίνω λοιπὸν τὴν ἀπανθρωπία σὰν ρίζα
τῆς κακίας καὶ κάθε ἀσέβειας. Ἐπαινῶ τὴ φιλανθρωπία σὰν ρίζα ὅλων τῶν καλῶν,
κι᾿ ἀπειλῶ σ᾽ ἐκείνους τὴν αἰώνια φωτιά, καὶ στοὺς ἄλλους ὑπόσχομαι τὴ βασιλεία
τῶν οὐρανῶν. Κύριέ μου, καλὲς εἶναι καὶ οἱ ὑποσχέσεις σου, καλὴ εἶναι κι᾿ ἡ
βασιλεία σου ἡ ἀναμενόμενη, ὅπως κι᾿ ἡ γέεννα ποὺ ἀπειλεῖς, ἡ μιὰ γιατὶ
παρακινεῖ, ἡ ἄλλη γιατὶ φοβίζει. Παρακινεῖ δηλαδὴ στὸ καλὸ ἡ βασιλεία, καὶ
φοβίζει χρήσιμα ἡ κόλαση. Διότι ὁ Θεὸς ἀπειλεῖ μὲ κόλαση ὄχι γιὰ νὰ ρίξη στὴν
κόλαση, ἀλλὰ γιὰ ν᾿ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν κόλαση. Κι᾿ ἂν ἤθελε νὰ τιμωρήση, δὲ θ᾽
ἀπειλοῦσε ἀπὸ πρίν, ὥστε νὰ λάβωμε τὰ μέτρα µας καὶ ν᾿ ἀποφύγωμε αὐτὰ ποὺ
ἀπειλεῖ. Ἀπειλεῖ νὰ τιμωρήση, γιὰ νὰ μὴ δοκιμάσωμε τὴν τιμωρία. Φοβίζει μὲ
λόγια, γιὰ νὰ μὴν τιμωρήση μὲ ἔργα. Ἂς δανείσωμε λοιπὸν στὸ Θεὸ τὴ φιλανθρωπία,
ἃς τὸν δανείσωμε, γιὰ νὰ τὸν βροῦμε ὀφειλέτη, ὅπως εἶπα πρίν, κι᾿ ὄχι δικαστή.
Διότι ὁ ὀφειλέτης σέβεται τὸ δανειστή, τὸν ντρέπεται καὶ τὸν παρακαλεῖ. Ἂν πάη
ὁ δανειστὴς στὴν πόρτα τοῦ ὀφειλέτη, κι᾿ αὐτὸς εἶναι φτωχὸς, τότε φεύγει᾿ μ᾽ ἂν
εἶναι πλούσιος ὁ ὀφειλέτης, τὸν δέχεται εὐχάριστα. Ἀλλὰ πρόσεξε, σὲ παρακαλῶ,
νὰ δῆς καὶ ἄλλο θαῦμα τοῦ δίκαιου κριτή, παρμένο ἀπ᾽ ὅσα γίνονται στοὺς
ἀνθρώπους· ἂν δανείσης κάποιον ποὺ τώρα εἶναι φτωχός, κι᾿ ὕστερα πλουτήση, καὶ
μπορεῖ τότε νὰ σοῦ γυρίση τὸ χρέος, σοῦ τὸ δίνει πίσω χωρὶς νὰ τὸ μάθη ὁ
κόσμος, γιὰ νὰ μὴ ντροπιάζεται γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ εἶχε πρίν, καὶ ἀναγνωρίζει
βέβαια τὴ χάρη, ἀλλὰ κρύβει τὴν εὐεργεσία, ἐπειδὴ ντρέπεται γιὰ τὴν προηγούμενή
του φτώχεια. Μὰ ὁ Θεὸς δὲν κάνει τὸ ἴδιο, ἀλλὰ δανείζεται κρυφὰ, κι᾿ ἐπιστρέφει
τὸ χρέος φανερά. Ὅταν δηλαδὴ παίρνη, μὲ τὴν ἐλεημοσύνη ποὺ γίνεται κρυφὰ
παίρνει. Κι᾿ ὅταν τὰ γυρίζη πίσω, μπροστὰ σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο τὰ γυρίζει. Άλλὰ θὰ
πῆ ἴσως κάποιος· Καὶ γιατὶ ὅπως ἔδωσε σ᾽ ἐμένα, ποὺ εἶμαι πλούσιος, δὲν ἔδωσε
τὸ ἴδιο καὶ στὸ φτωχό; Μποροῦσε βέβαια νὰ δώση τὸ ἴδιο μ᾽ ἐσένα καὶ στὸ φτωχό,
ἀλλὰ δὲ θέλησε οὔτε τὸ δικό σου πλοῦτο δίχως καρπό, οὔτε τὴ δική του φτώχεια
δίχως μισθό. Σ᾽ ἐσένα τὸν πλούσιο ἔδωσε νὰ πλουτῆς γιὰ τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ νὰ σκορπίζης
μὲ δικαιοσύνη. Διότι ἐσκόρπισε, ἔδωσε στοὺς φτωχούς, ἡ δικαιοσύνη του μένει
αἰώνια. Βλέπεις ὅτι ὁ πλούσιος θησαυρίζει δικαιοσύνη αἰώνια; Πρόσεξε τώρα καὶ
τὸ φτωχό· ἐπειδὴ δὲν ἔχει πλούτη γιὰ νὰ κερδίση δικαιοσύνη, ἔχει τὴ φτώχεια ἀπ᾽
τὴν ὁποία κερδίζει ὑπομονὴ αἰώνια. Διότι ἡ ὑπομονὴ τῶν φτωχῶν δὲ θὰ χαθῆ ποτέ.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες
τῶν αἰώνων. Άμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου