Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ὕμνοι
Θείων Ἐρώτων
Τροφὴ τῶν θηρίων
ΓΙΑΤΙ
τὰ πάντα σοῦ ἐξηγῶ; Γιατί νὰ ἑρμηνεύω προσπαθῶ;
Ἂν ὁ
ἴδιος δὲν τὰ δοκιμάσεις , ἂν δὲν καταλάβεις μόνος σου
ἀδύνατο
νὰ μάθεις.
Πῶς
θὰ μάθεις, ἀπορεῖς, θὰ πεῖς : ἀλίμονο, πῶς γίνεται, γιατί ἀγνοῶ;
Ἡ ἄγνοια
μακριὰ μὲ κρατάει ἀπ’ τὰ καλά, ἀλίμονο, πόσο ὑστερῶ!
Καὶ
θὰ τρέξεις νὰ μάθεις, γνωστικὸς βέβαια ν’ ἀποκαλεῖσαι.
Ἂν ἀγνοεῖς τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου,
ὁ
χαρακτήρας σου ποιός εἶναι, πῶς ζεῖς,
μὲ
ποιό τρόπο θὰ πάρεις γνώση τοῦ δημιουργοῦ,
πῶς θὰ γίνει ν’ ἀποκληθεῖς πιστός,
καὶ
πῶς θὰ γίνει ἄνθρωπος νὰ ὀνομαστεῖς,
τὴν ὥρα ποὺ εἶσαι βόδι, μπορεῖ θηρίο;
Κάποιο
ἄλογο θὰ γίνεις ζῶο ἢ χειρότερο ἀπ' αὐτά,
ὅσο ἀγνοεῖς ποιὸς σὲ δημιούργησε.
Ἐκεῖνον
ἀγνοώντας, νὰ πεῖ ὅτι εἶναι λογικὸς
ποιός
θὰ τολμήσει; Δὲν γίνεται!
Γιατὶ
πῶς λογικός, ὅταν τοῦ λείπει ὁ λόγος;
Ἂν
τοῦ λείπει ὁ λόγος εἶναι στὴν τάξη τοῦ ἄλογου.
ΓΙΑ
ΝΑ ΔΟΥΝ τὸ πλῆθος τῶν κακῶν μου,ἐδῶ θὰ τὰ πῶ.
Πάντως ὄχι ὅλα,
Λόγε,εἶναι
ἀναρίθμητα, πάνω ἀπ’ τ’ ἄστρα, πάνω
ἀπ’
τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας,
πάνω
ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν κυμάτων ποὺ σηκώνει ὁ ἄνεμος.
Θὰ τὰ
πῶ, ἀλλὰ ὅσα ἀντέχει τὸ βιβλίο τῆς συνείδησης
κι ὅσα
ἔχουν οἱ ἀποθῆκες τῆς μνήμης, τ’ ἄλλα μόνο
Ἐσύ γνωρίζεις, μέτρα τα ὁ ἴδιος.
ΠΑΛΑΤΙ τὸ σπίτι ἐργάσου τῆς ψυχῆς σου
νὰ
ζήσει ἐκεῖ ὁ Χριστὸς παντοῦ βασιλεύοντας.
Κι ἂς
μονάζει, ὅποιος ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι μόνος,
ἂς
κάθεται στὴν ἔρημο, ἂς εἶναι σὲ σπηλιά!
Ἂν δὲν
συνάντησε Αὐτόν, τὸν ἴδιο, ἂν δὲν γνώρισε,
Ὁλόκληρον
Αὐτόν, ποὺ πῆρε σάρκα, τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ
ἂν δὲν
ἔλαβε – μοναχὸς δὲν ἔχει γίνει, ἀλίμονο, καθόλου.
Καὶ
εἶναι αὐτὸς πραγματικὰ μόνος : ἀπ’ τὸν Θεὸ ἔχει χωριστεῖ
καὶ
μεῖς, καθένας χωρισμένος σίγουρα, ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους,
ὁπωσδήποτε,
εἴμαστε ὅλοι ὀρφανοί, ἀποκομμένοι.
Ἡ
συγκατοίκηση —ἂς μοιάζει— δὲν εἶναι ἕνωσή μας
ἡ ἀνάμιξή
μας, ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ὅπου μαζεύονται πολλοί :
εἴμαστε
ὅλοι χωρισμένοι ἀπ’ ὅλους, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Ἀλήθεια
αὐτό, ὁ θάνατος ἀπόδειξη. Καθένα μας τὸν ἀποκόβει ,
ἀπὸ
φίλους καὶ συγγενεῖς μέσα μας κάνει καὶ ξεχνᾶμε ὅλους,
ποὺ
τώρα ἀγαπᾶμε. Καὶ νύχτα, ὕπνος, πράξεις βιωτικές,
τοὺς
πολλούς, τὴν ἕνωσή μας, δὲν διαλύουν;
Οὐρανὸ
τὸ κελλί του ἀπὸ ἀρετὴ ἔκανε ἐκεῖνος.
Οὐρανοῦ
καὶ γῆς τὸν Δημιουργό, στὸ κελλί του κάθεται
κι ὅμως
νοεῖ, βλέπει, προσκυνάει,
μὲ τ’ ἄδυτο Φῶς εἶναι μαζὶ χωρὶς διακοπή.
Φῶς
τὸ ἀνέσπερο, Φῶς τὸ ἀπρόσιτο,
καθόλου
δὲν τὸ ἀποχωρίζεται, δὲν ἀπομακρύνεται ποτέ,
οὔτε
μέρα, οὔτε νύχτα, τρώγοντας ἢ πίνοντας, στὸν ὕπνο, στὸ περπάτημα,
τόπο
ἀλλάζοντας, ὅπως ζεῖ, τὸ ἴδιο ἀφοῦ πεθάνει —τρανότερα μᾶλλον—
μὲ τὴν
ψυχή του τελείως μαζί Του εἶναι στοὺς αἰῶνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου