Η ΑΓΙΑ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗ Η ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΙΔΡΥΣΙΣ Ἢ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΑΥΤΗΣ
τῆς ΠΡΟ ἡλίου καὶ σελήνης ἐκτισμένης... τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
οὐ νῦν εἶναι ἀλλ᾽ ΑΝΩΘΕΝ, ἦν γὰρ Πνευματικὴ ὡς καὶ ὁ Ἰησοῦς
ἡμῶν, ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ δὲ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἵνα ἡμᾶς σώσῃ,
ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Πνευματικὴ οὖσα ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ τῇ Σαρκὶ τοῦ Ἰησοῦ...»
(Ἅγιος Κλήμης ἐπίσκ. Ρώμης, Β' Κορ. 14, ΒΕΠΕΣ 1, σελ. 45 & ΕΠΕ 3, 358-365).
«Ἡ Ἁγία Καθολικὴ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, καὶ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ὄντως ὠνομασμένος ἀπαρχῆς, καὶ ΣΥΝ Τῼ ΑΔΑΜ καὶ ΠΡΟ ΤΟΥ ΑΔΑΜ, καὶ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ σὺν ΧΡΙΣΤῼ ΘΕΛΗΜΑΤΙ τοῦ ΠΑΤΡΟΣ καὶ ΥΙΟΥ καὶ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, καὶ μετὰ πάντων τῶν κατὰ γενεὰν Θεῷ εὐαρεστησάντων πιστευόμενος,
καὶ ἐν τῇ Αὐτοῦ παρουσίᾳ ἐν κόσμῳ σαφῶς ΑΠΟΚΑΛΥΦΘΕΙΣ»
(Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου, P.G. 42, 784C-D).
«Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν.
Οὐ γὰρ εἰς ΑΛΛΗΝ μὲν διὰ τῶν Προφητῶν, εἰς ΑΛΛΗΝ δὲ
διὰ τῶν Ἀποστόλων ἐλάλησε τὸ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟΝ»
(Εὐθύμιος Ζυγαβηνός, P.G. 131, 17-20).
Ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ εἶναι μία ἐκ τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἑορταζομένη πεντήκοντα ἡμέρας μετὰ τὸ Πάσχα, ἐξ οὗ καὶ τὸ ὄνομα αὐτῆς. Ἡ Πεντηκοστὴ ἑωρτάζετο καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὡς Προσφορὰ Πρωτογεννημάτων (Λευιτ. ΚΓ' 15-21). Εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην ἑορτάζεται ὡς Ἐνδημία, ἔλευσις, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν αὐτῇ (Πράξ. Β' 1-4), ὡς ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ κόσμῳ (Ἅγιος Νεκτάριος, Μελέτη περὶ Ἐκκλησίας, σελ. 23, Ἀθῆναι, 1987). Καὶ αἱ δύο Ἑορταὶ εἶναι Ἑορταὶ τῆς μιᾶς καὶ τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ εἰς δύο διαφορετικὰς χρονικὰς περιόδους.
Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ περασμένου αἰῶνος καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν Προτεσταντικῶν καὶ ἄλλων Οἰκουμενιστικῶν Αἱρετικῶν ψευδοδιδασκαλιῶν, ἤρχισε δειλὰ διὰ πρώτην φορὰν νὰ διαδίδεται νὰ γράφεται καὶ νὰ λέγεται ὅτι ἡ Ἁγία Πεντηκοστὴ ἀποτελεῖ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἐν αὐτῇ ἱδρύθη ἡ Ἐκκλησία, ὅτι δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχεν ἐν τῷ κόσμῳ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἐκφράσεις αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἔκτοτε ἐχρησιμοποιήθησαν προχείρως καὶ ἀδόλως χωρὶς νὰ προξενήσουνν βλάβην. Ὅταν ὅμως ἀπετέλεσαν δογματικὸν ἰσχυρισμὸν εἰς τὸν ἐκκλησιαστικὸν λόγον, τότε εἶχον ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀρχίζει νὰ ὑπάρχῃ τὴν Πεντηκοστὴν ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν Ἰουδαϊκὴν κατηγορίαν ἐναντίον τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ὅτι δῆθεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία νέα Αἵρεσις καὶ ὄχι ἡ συνέχεια τῆς Ἐκκλησίας τῶν Προφητῶν. Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Θεολογίας βεβαίως δὲν τὸν ἀποδέχεται, ἀλλὰ ὁρισμένοι θεολόγοι καθηγηταὶ οἱ ὁποῖοι ἐσπούδασαν εἰς τὴν Δύσιν, ὅπως προεφήτευσεν ὁ Κοσμᾶς ὁ Φλαμιᾶτος († 1851), καὶ εἶναι ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸν Οἰκουμενισμὸν τὸν δέχονται αὐθαιρέτως κατὰ τὴν προσωπικήν των γνώμην, χωρὶς ὅμως νὰ τὸν κατοχυρώνουν καὶ νὰ τὸν στηρίζουν Ἁγιογραφικῶς ἢ Ἁγιοπατερικῶς καὶ χωρὶς αὐτὸς νὰ ἀποτελῇ τὴν Δογματικὴν Διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Εἰς τὴν πραγματικότητα, ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἱδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ Αἱρετικὴν δοξασίαν ἡ ὁποία:
1) Εἶναι Ἁγιογραφικῶς Ἀμάρτυρος. Δὲν στηρίζεται εἰς οὐδὲν χωρίον τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δὲν δύναται νὰ ἀποδειχθῇ ἐξ αὐτῆς.
2) Εἶναι Ἁγιοπατερικῶς Ἀμάρτυρος. Δὲν ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὴν γνώμην οὐδεμιᾶς Συνόδου καὶ ὑπὸ οὐδενὸς Ἁγίου Πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας.
3) Εἶναι Ὑμνολογικῶς Ἀμάρτυρος. Δὲν ἀποτυπώνεται εἰς οὐδὲν τροπάριον, ἀπολυτίκιον, κοντάκιον ἢ στίχον τῆς Ἀκολουθίας τῆς Ἐορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς ἢ οἱασδήποτε ἄλλης ἑορτῆς καθ᾽ ὅλον τὸ ἔτος.
4) Εἶναι Ἐνάντιος εἰς τὴν Θεόπνευστον Ἁγίαν Γραφήν, Ἐνάντιος εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν τῶν Θεοφόρων Ἁγίων Πατέρων, Ἐνάντιος εἰς τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ Καινοφανὴς πηγὴ πολλῶν Αἱρέσεων.
Παρ᾽ ὅλα αὐτά, αὐτὸς ὁ φιλοϊουδαϊστικός, Αἱρετικός, Οἰκουμενιστικός, Ἐκκλησιομάχος καὶ Θεομάχος ἰσχυρισμός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δὲν ὑπῆρχε πρὸ Χριστοῦ, ὅτι εἶναι νέον ἵδρυμα ἀνύπαρκτον πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ἀπετέλεσε πηγὴν καὶ αἰτίαν πολλῶν νεοεμφανισθεισῶν Αἱρέσεων, ὅπως θὰ φανῇ κατωτέρω.
Εἰσῆλθε καὶ εἰς τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γ.Ο.Χ. ὁρισμένας φορὰς προχείρως καὶ χωρὶς δογματικὸν χαρακτῆρα. Ὅταν ὅμως λαϊκοὶ καὶ κληρικοὶ σύμβουλοι τοῦ τότε Μεσσηνίας Γρηγορίου τὸν ἀνήγαγον εἰς δόγμα καὶ τὸν ὑπεστήριξαν μετὰ μανίας, προεκλήθη τὸ Σχίσμα τοῦ 2002. Αὐτοὶ μάλιστα ἔφθασαν εἰς ἐξωφρενικὰς διατυπώσεις καὶ ἐκήρυξαν Αἱρέσεις χείρονας τοῦ Παπισμοῦ, ὅπως:
Ἐκήρυξαν ὅτι, ἡ Ἐκκλησία δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρχῃ πρὸ Χριστοῦ, διότι τότε δὲν ὑπῆρχε ἀκόμη ἡ Κεφαλή της, ὁ Χριστός. Δι᾽αὐτοὺς ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι προαιώνιος καὶ δὲν ὑπῆρχε πρὶν γεννηθῇ εἰς τὴν Βηθλεέμ. Κατ᾽ αὐτούς: «Εἶναι Οἰκουμενιστικὴ θεωρία ὅτι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Θεϊκὴ καὶ Προαιώνιος». Ἐκήρυξαν ὅτι, ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία πρὸ Χριστοῦ εἶναι ἐκ τοῦ Διαβόλου. Ἐκήρυξαν ὅτι, «Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν Ἀνάστασίν του ἐτέθη Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας». Ἐκήρυξαν ὅτι, ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι Θεϊκή, ἀλλὰ ὅτι Κεφαλή της εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ. Ἐκήρυξαν ὅτι, ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὄχι ἡ Ἁγία Τριάς, λέγοντες χαρακτηριστικῶς ὅτι: «Εἶναι Αἵρεσις νὰ λέγεται Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Ἁγία Τριάς». «Εἶναι Οἰκουμενιστικὴ θεωρία ὅτι ἡ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὰ Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος». «Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ἀλλὰ ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιστεύω τῶν Ὀρθοδόξων». «Ἡ Οἰκουμενιστικὴ Ἐκκλησιολογία θέλει Κεφαλὴν τῆς Ἐκκλησίας τὴν Ἁγίαν Τριάδα». «Ἡ Πίστις καὶ ἡ συνείδησίς μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δεχθοῦμε ὅτι Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς». Ἐκήρυξαν ὅτι, οἱ Ἄγγελοι δὲν ἀνήκουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκήρυξαν ὅτι, δύο ἄνθρωποι εἰς τὸν Παράδεισον δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἦσαν Ἐκκλησία. Ἐκήρυξαν ὅτι, ἡ Θριαμβεύουσα καὶ ἡ Στρατευομένη Ἐκκλησία δὲν ἀποτελοῦν τὸ ἐνιαῖον καὶ ἀδιάσπαστον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν ἔχουν Μίαν Κεφαλήν, τὸν Ἕνα Ἀρχιποίμενα Χριστόν.
Παρ᾽ ὅλην τὴν ἐξωφρενικότητα τῶν διατυπώσεων αὐτῶν, ὑπάρχουν ὅπως πάντα ὁρισμένοι ἀφελεῖς οἱ ὁποῖοι τὰς ἀποδέχονται καὶ ἀρνοῦνται τὴν ὕπαρξιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ΘΕΟΥ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Εἶναι ἀναγκαῖον διὰ τοῦτο νὰ ἐξηγηθῇ μέσα ἀπὸ μαρτυρίας τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῆς Ἱερᾶς Ὑμνολογίας ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς δὲν συνετελέσθη εἰς ἕνα κόσμον εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ ΘΕΟΥ, διὰ νὰ ἀποτελέσῃ τὴν ἀρχὴν τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνετελέσθη ΕΝΤΟΣ τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, τῆς ἤδη ὑπαρχούσης ΠΡΟ τῆς Πεντηκοστῆς, ΠΡΟ τῆς κατὰ Σάρκα Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ κόσμου.
Διὰ νὰ γίνῃ ὅμως κατανοητὸν τὸ θέμα τῆς σχέσεως Πεντηκοστῆς καὶ Ἐκκλησίας, καλὸν εἶναι νὰ διασαφησθῇ κατ᾽ ἀρχὰς τί σημαίνει κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρας «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΟΥ», «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ» καὶ «ΘΕΩΣΙΣ».
«ΕΚΚΛΗΣΙΑ» σημαίνει Κοινωνία Προσώπων· καὶ «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΟΥ» σημαίνει Κοινωνία - Σχέσις - Ἕνωσις ΘΕΟΥ μετὰ κτιστῶν λογικῶν ὄντων, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων. Κατὰ δὲ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν, ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ εἶναι «ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΕΩΣΕΩΣ» (Ε.Π.Ε. τόμ. 1, σελ. 330). Ἐπειδὴ ἡ Κοινωνία Θεώσεως ἀποτελεῖ τὸ κατὰ Χάριν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ διὰ τοῦτο ἡ αὐτὴ Ἐκκλησία τοῦ ΘΕΟΥ εἶναι καὶ λέγεται «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΧΡΙΣΤΟΥ», τοῦ Προαιωνίου καὶ Ἀνάρχου Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Περὶ Αὐτῆς λαλῶν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει ὅτι ἐδίωξε τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ (Α' Κορ. ΙΕ' 9).
ΘΕΩΣΙΣ εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐπὶ τῶν πιστῶν λογικῶν κτισμάτων, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ἡ ὁποία καθιστᾶ αὐτοὺς κατὰ Χάριν Θεούς, χωρὶς νὰ ἀλλάζῃ τὴν φύσιν των καὶ χωρὶς αὐτοὶ νὰ μετέχουν τῆς ἀμεθέκτου φύσεως τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ σίδηρος πυρακτούμενος μετέχει τῶν ἰδιοτήτων τοῦ πυρὸς χωρὶς νὰ μεταβάλεται ἡ φύσις του, οὕτω καὶ ὁ ἄνθρωπος θεοῦται κατὰ μέθεξιν, κατ᾽ Ἐνέργειαν Θεοῦ, κατὰ Χάριν, χωρὶς νὰ γίνεται κατὰ φύσιν Θεός. Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐπικαλούμενος τὸν Ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμολογητήν, ἡ Θεία Χάρις καὶ Ἐνέργεια εἶναι ἀγένητος, ἄκτιστος, ἀπερίγραπτος, ὑπέρχρονος, «ὥστε οἱ ἀποκτήσαντες αὐτὴν νὰ καθίστανται ἐξ αἰτίας της Ἄκτιστοι, Ἄναρχοι καὶ Ἀπερίγραπτοι, μολονότι κατὰ τὴν φύσιν των ἔγιναν ἐξ οὐκ ὄντων» (Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, Περὶ τῶν Ἱερῶς Ἡσυχαζόντων, Λόγος 3, 1, ἑρμηνεία, Ε.Π.Ε. τόμ. 2, σελ. 625· ἐπίσης P.G. 91, 1137).
Οὕτω πληροῦται ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν...» (Γεν. Α' 26). Δηλαδή διὰ τῆς θεώσεως ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος εἶναι πλασμένος κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ φθάνει εἰς τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν, τὸν τελικὸν σκοπὸν τῆς ὑπάρξεώς του. Ὁ σκοπὸς διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ ἐδημιούργησε τὸν ἄνθρωπον εἶναι νὰ τὸν ΕΝΩΣῌ μαζύ Του διὰ τῆς Ἀκτίστου Θείας Χάριτος, νὰ τὸν ΣΩΣῌ, νὰ τὸν ΘΕΩΣῌ, νὰ τὸν κάνῃ Θεὸν κατὰ Χάριν.
Ἡ κατὰ Χάριν Ἕνωσις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μετὰ τῶν λογικῶν κτισμάτων εἶναι καὶ λέγεται ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΘΕΟΥ. Ἐκκλησιαστὴς εἶναι αὐτὸς ὁ ΘΕΟΣ, ἡ Ἁγία Τριάς. Ὁ Θεὸς Ἐκκλησιάζει. Ὁ Θεὸς Καλεῖ. Ὁ Θεὸς Ἑνώνει. Ὁ Θεὸς Χαριτώνει. Ὁ Θεὸς Σώζει. Ὁ Θεὸς Ἁγιάζει. Ὁ Θεὸς Θεώνει. Τοῦτο τὸ ἔργον τῆς Ἐκκλησίας συντελεῖται ἀπ᾽ ἀρχῆς, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, διὰ τῆς Ἐνεργείας τῆς ΤΑΥΤΟΥΡΓΟΥΣΗΣ Ἁγίας Τριάδος.
Ἡ ΠΡΟ Χριστοῦ ὕπαρξις τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἁγιαστικῆς Ἐπενεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαρτυρεῖται Ἁγιογραφικῶς καὶ εἰς τὴν Παλαιὰν καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην.
Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη δὲν προϋπάρχει τῆς Ἐκκλησίας· ἡ Ἐκκλησία ΠΡΟΫΠΑΡΧΕΙ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἔργον τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτυρεῖ περὶ Αὐτῆς. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη συνεγράφη κατ᾽ ἔμπνευσιν τοῦ ΠΑΝΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ὑπὸ Θεοφόρων καὶ Θεοπνεύστων Ἁγίων Προφητῶν, μελῶν τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ. Ἡ Ἐκκλησία ΠΡΟΫΠΑΡΧΕΙ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ εἶναι ὁ ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ αὐτῆς. Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μαρτυρεῖ καὶ ἀποδεικνύει τὴν προΰπαρξίν της. Καὶ μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχει ἡ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ Παλαιὰ Διαθήκη ἀποδεικνύει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ΠΡΟ τῆς Πεντηκοστῆς, ὑπάρχει ΠΡΟ Χριστοῦ.
Ὑπάρχουν βεβαίως εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ συγκεκριμέναι ἀναφοραὶ περὶ Ἐκκλησίας, καὶ ἡ λέξις «Ἐκκλησία» ἀναφέρεται 96 φοράς. Ἀναφέρεται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὄχι εἰς μέλλουσαν νὰ ἔλθῃ, ἀλλὰ εἰς τὴν ὑπάρχουσαν Ἐκκλησίαν, ὡς ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΘΕΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΚΥΡΙΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΥΨΙΣΤΟΥ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΑΓΙΩΝ, ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΟΣΙΩΝ.
Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι ὑπηρετοῦν τὸν Θεόν, εἶναι μέλη τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, κατὰ τὸν μέγαν Ἐκκλησιολόγον Ἀπόστολον Παῦλον: «Ἀλλὰ προσεληλύθατε Σιὼν ὄρει καὶ πόλει ΘΕΟΥ Ζῶντος, ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ ΕΠΟΥΡΑΝΙῼ, καὶ μυριάσιν ΑΓΓΕΛΩΝ, πανηγύρει καὶ ΕΚΚΛΗΣΙᾼ πρωτοτόκων ἐν οὐρανοῖς...» (Ἑβρ. ΙΒ' 22-23). Αὐτὴ ἡ «Ἐκκλησία Πρωτοτόκων ἐν Οὐρανοῖς» ὑπάρχει ἀπὸ τότε ὅπου ἐδημιουργήθησαν οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, ΠΡΟ τῆς πλάσεως τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὀνομάζεται: «Σιών», «Πόλις Θεοῦ», «Ἱερουσαλὴμ Ἐπουράνιος», «Σκηνὴ Ἀχειροποίητος ἧς Τεχνίτης καὶ Δημιουργὸς ὁ Θεός» (Ἑβρ. ΙΑ' 10).
Ὁ ἰσχυρισμὸς λοιπὸν τῶν Ἐκκλησιομάχων ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι μόνον ἀμάρτυρος Ἁγιογραφικῶς, ἀλλὰ εἶναι καὶ ΑΝΤΙΑΓΙΟΓΡΑΦΙΚΟΣ καὶ ἐνάντιος πρὸς αὐτὴν τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ τοῦ ΘΕΟΥ, εἶναι ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ.
Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ τιμᾶ καὶ ἑορτάζει Ἁγίους τεθεωμένους κατὰ τὴν πρὸ Χριστοῦ περίοδον, ἤτοι ἀναγνωρίζει ΘΕΩΣΙΝ πρὸ τῆς κατὰ Σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὑπάρχῃ Θέωσις ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία ἡ ὁποία θεώνει κὰ σώζει. Χαρακτηριστικαὶ εἶναι αἱ περιπτώσεις τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ καὶ τοῦ Δικαίου Ἐνώχ, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀπέθανον, ἀλλὰ μετετέθησαν τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον (Ἑβρ. ΙΑ' 5), διότι εὐηρέστησαν τὸν Θεόν.
Ὁ ἰσχυρισμὸς τῶν Αἱρετικῶν Ἐκκλησιομάχων ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἐνάντιος καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Θεόν, εἶναι ΑΝΤΙΘΕΟΣ. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχεν ἤδη πρὸ τῆς κατὰ Σάρκα Γεννήσεώς Του καὶ ὅτι οἱ Ἐθνικοί, οἱ Εἰδωλολάτραι, ἦσαν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Λέγει γάρ: «Ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ΕΚΚΛΗΣΙᾼ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ Ἐθνικὸς καὶ ὁ Τελώνης» (Ματθ. ΙΗ' 17).
Ὁ ἴδιος λοιπὸν ὁ Θεός ἀπέδειξεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του ὑπῆρχε ΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ, καθότι τὴν περίοδον ἐκείνην ἡγίασε πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀκόμη καὶ πρὶν γεννηθοῦν. Γέγραπται γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἐνέπλησεν, ἐγέμισε δηλαδή, αὐτοὺς Πνεύματος Ἁγίου ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτῶν. Ὁ Ἁγιασμὸς βεβαίως δὲν συντελεῖται ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Οἱ ἁγιαζόμενοι εἶναι ἐνταγμένοι εἰς τὸ Ἅγιον Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἕνα μὲ τὸν Ἁγιάζοντα Θεόν, κατὰ τό, «ὅ τε γὰρ Ἁγιάζων καὶ οἱ ἁγιαζόμενοι ἐξ ἑνὸς πάντες» (Ἑβρ. Β' 11).
Πολλὰ εἶναι τὰ παραδείγματα Ἁγίων πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀρκέσωσιν ὀλίγα: Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, περὶ οὗ ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εἶπε: «...καὶ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ...» (Λουκ. A' 15). Πνεύματος Ἁγίου ἐπλήσθη ἐπίσης ἡ μήτηρ τοῦ Προδρόμου Ἐλισάβετ: «...καὶ ἐπλήσθη ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ἡ Ἐλισάβετ...» (Λουκ. A' 41). Ἐπίσης καὶ ὁ πατὴρ τοῦ Προδρόμου Ζαχαρίας: «...καὶ Ζαχαρίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἐπλήσθη ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ...» (Λουκ. A' 67). Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ εὐηγγελίσατο τὴν Παρθένον Μαρίαν λέγων: «ΠΝΕΥΜΑ ΑΓΙΟΝ ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ Δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι...» (Λουκ. A' 35).
Ὁ Προφήτης Ἱερεμίας ἡγιάσθη ἔτι ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ: «...πρὸ τοῦ σε ἐξελθεῖν ἐκ μήτρας ἡγίακά σε, Προφήτην εἰς ἔθνη τέθεικά σε.» (Ἱερ. A' 5). Δὲν ἦτο ἐκτὸς Ἐκκλησίας ὁ ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας Προφήτης. Οὔτε ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ Σαμουήλ, ὁ παρὰ Κυρίου Σαβαὼθ υἱὸς αἰτήσεως, ἦτο ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας: «Καὶ ἐπιστεύθη Σαμουὴλ τοῦ Προφήτης γενέσθαι τῷ ΚΥΡΙῼ εἰς πάντα Ἰσραὴλ ἀπ᾿ ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἕως ἄκρων.» (A' Βασ. Γ' 21). Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἦτο καὶ ὁ Κριτὴς Γεδεών: «Καὶ ΠΝΕΥΜΑ ΚΥΡΙΟΥ ἐνεδυνάμωσε τὸν Γεδεών...» (Κριτ. ΣΤ' 34). Παρομοίως ὅλοι οἱ Κριταὶ καὶ οἱ Βασιλεῖς ἀργότερον ἀνεδικνύοντο ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
Δὲν ἦτο ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ Ἱερεὺς Μελχισεδέκ, ὁ τύπος Χριστοῦ, κατὰ τὸν ὅρκον τοῦ Θεοῦ Πατρός: «Ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησά σε. Ὥμοσε Κύριος καὶ οὐ μεταμεληθήσεται· σὺ Ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψαλμ. ΡΘ' 3-4). Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ἦτο καὶ ἡ Ἱερωσύνη καὶ ἡ Ἱερατικὴ τάξις τοῦ Ἰσραήλ.
Ὑπῆρχεν Ἱερωσύνη εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ἡ Ἱερωσύνη ΔΕΝ ἐλειτούργει ΕΚΤΟΣ Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερωσύνη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ΕΝΤΟΣ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐτέλει καὶ ἡγίαζε τὰ νενομοθετημένα Ἱερὰ Μυστήρια. Καὶ ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχεν εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα ἐπεφοίτα εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην.
Παρόμοιον μὲ τὸ γεγονὸς τῆς Ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς Δώδεκα Ἀποστόλους, κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, μαρτυρεῖται καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς Ἑβδομήκοντα Πρεσβυτέρους οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν βοηθοί τοῦ Μωϋσέως εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην: «Καὶ κατέβη ΚΥΡΙΟΣ ἐν νεφέλῃ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτόν· καὶ παρείλατο ἀπὸ τοῦ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ τοῦ ἐπ᾽ αὐτῷ καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τοὺς ἑβδομήκοντα ἄνδρας τοὺς πρεσβυτέρους· ὡς δὲ ἐπανεπαύσατο ΠΝΕΥΜΑ ἐπ᾽ αὐτούς, καὶ ἐπροφήτευσαν καὶ οὐκ ἔτι προσέθεντο» (Ἀριθ. ΙΑ' 25). Συνετελέσθη καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν μία «Πεντηκοστή», μία ἐπιφοίτησις, μία ἐνδημία, μία ἐπιδημία, μία ἔλευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Παρομοία παρουσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαρτυρεῖται εἰς τὰ Ἐγκαίνια τῆς Σκηνῆς Μαρτυρίου τὴν ὁποίαν ἐκάλυψεν ἡ ΝΕΦΕΛΗ καὶ ἐνέπλησεν ἡ ΔΟΞΑ ΚΥΡΙΟΥ κατὰ τὴν ἡμέραν καὶ τὸ ΠΥΡκατὰ τὴν νύκτα (Ἔξ. Μ' 28, 32). Παρὼν καὶ ἐνεργῶν ὁ Κύριος εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων καὶ εἰς τὸ Ἱλαστήριον τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ὅπου ἀπαγορεύει τὸν Ἀαρὼν νὰ εἰσέρχεται πᾶσαν ὥραν ἵνα μὴ ἀποθάνῃ (Λευιτ. ΙΣΤ' 2). Καὶ εἰς τὰ Ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος, ὁ ὁποῖος ἦτο Οἶκος Κυρίου, ΠΥΡ ΚΑΤΕΒΗ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ΔΟΞΑ ΚΥΡΙΟΥ ἔπλησε τὸν ΟΙΚΟΝ (Β' Παραλ. Ζ' 1-3).
Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μαρτυρεῖται καὶ εἰς τὴν Θυσίαν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, τὸν ὁποῖον ἐπήκουσεν ὁ ΚΥΡΙΟΣ ἐν ΠΥΡΙ καὶ ἔπεσε ΠΥΡ παρὰ ΚΥΡΙΟΥ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς σχίδακας καὶ τὸ ὕδωρ τὸ ΠΥΡ (Γ' Βασ. ΙΗ' 36-38).
Βεβαίως κάθε Ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι μόνον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ἐνέργεια, ἀλλὰ ΤΑΥΤΟΥΡΓΙΑ τῶν τριῶν Θεαρχικῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς ὁποίας Μία εἶναι καὶ ἡ Φύσις καὶ ἡ Θέλησις καὶ ἡ Ἐνέργεια.
Αἱ Ἀναστάσεις νεκρῶν εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην δὲν ἔγιναν ἐκτὸς Ἐκκλησίας οὔτε ὑπὸ ἀνθρώπων εὑρισκομένων ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ἀνέστησεν τὸν υἱὸν τῆς χήρας εἰς Σαρεπτὰ ὁ Προφήτης Ἠλίας (Γ' Βασ. ΙΖ' 17-24), καὶ τὸν υἱὸν τῆς Σωμανίτιδος ὁ Προφήτης Ἐλισαῖος (Δ' Βασ. Δ' 17-37). Πλέον θαυμαστὴ εἶναι ἡ τρίτη ἀνάστασις νεκροῦ, ἡ γενομένη ὑπὸ τῶν ὀστέων τοῦ ἤδη θανόντος Προφήτου Ἐλισαίου ὅταν ἔθαπτον κάποιον νεκρὸν εἰς τὸν τάφον του: «...καὶ ἔρριψαν τὸν ἄνδρα ἐν τῷ τάφῳ Ἐλισαιέ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἥψατο τῶν ὀστέων Ἐλισαιὲ καὶ ἔζησε καὶ ἀνέστη ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ» (Δ' Βασιλέων ΙΓ' 20-21). Λογικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς εἶναι ἀδιανόητον ἡ ψυχὴ ἑνὸς θανόντος Ἁγίου Προφήτου νὰ εὑρίσκετο εἰς τὴν Κόλασιν. Πολὺ πιὸ ἀδιανόητον εἶναι νὰ εὑρίσκετο ἡ ψυχή του εἰς τὴν Κόλασιν, ὅπως κηρύττουν οἱ Ἐκκλησιομάχοι, καὶ τὰ ὀστᾶ του νὰ ἦσαν ἡγιασμένα μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀνέστησαν νεκρόν.
«Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» (Ἑβρ. Α' 1) ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ὁμιλεῖ ἀνθρωπίνως καὶ ἐμφανίζεται δι᾽ ὁραμάτων. Ὁ Θεὸς ἐνδύει τοὺς Πρωτοπλάστους ἐν τῇ Ἐδέμ, εὐλογεῖ τὴν θυσίαν τοῦ Ἄβελ, θεώνει τὸν Ἐνώχ, σώζει τὸν Νῶε, ἁγιάζει τὸν Ἰώβ, εὐλογεῖ τὸν Τωβίτ, δικαιώνει τὸν Ἀβραάμ, λυτρώνει τὸν Ἰσαάκ, ἱεροῖ τὸν Μελχισεδέκ, ὀνομάζει Ἰσραὴλ τὸν Ἰακώβ, καθιστᾶ Θεόπτην καὶ Προφήτην τὸν Μωϋσῆν, ἀναδεικνύει τὸν Ἀαρὼν Ἀρχιερέα, διαιρεῖ τὴν Ἐρυθρὰν Θάλασσαν καὶ σώζει τὸν Ἰσραὴλ διὰ μέσου αὐτῆς, ὁδηγεῖ ὑπὸ νεφέλην τὸν λαὸν Αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὑψώνει διάδοχον τοῦ Μωϋσέως τὸν Ἰησοῦν τοῦ Ναυῆ, καθαιρεῖ τὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς, ἐνισχύει τοὺς Κριτάς, χρίει τοὺς Βασιλεῖς, Θεοπάτορα ἀναδεικνύει τὸν Προφητάνακτα Δαυίδ, φωτίζει καὶ καθιστᾶ Θεοπνεύστους τοὺς Προφήτας, Μικροὺς (Ὡσηέ, Ἀμώς, Μιχαίαν, Ἰωήλ, Ὀβδιοῦ, Ἰωνᾶ, Ναούμ, Ἀμβακούμ, Σοφονίαν, Ἀγγαῖον, Ζαχαρίαν, Μαλαχίαν, Βαρούχ) καὶ Μεγάλους (Ἡσαΐαν, Ἱερεμίαν, Ἰεζεκιήλ, Δανιήλ ἄνδρα ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ Πνεύματος), ἀνιστᾶ τοὺς νεκρούς, ἐνδυναμώνει τοὺς ἐν ἀσθενείᾳ, ἐπιβιβάζει ὡς εἰς οὐρανοὺς τὸν διφρηλάτην Ἠλίαν, διπλᾶ δίδει τὰ χαρίσματα εἰς τὸν Ἐλισαῖον, ἁγιάζει εὐσεβεῖς ἐκ κοιλίας μητρός, φυλάσσει ψυχὰς Δικαίων εἰς χεῖρας Αὐτοῦ, «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος» (Σοφ. Σολ. Γ' 1), ἑτοιμάζει ἀπὸ καταβολῆς κόσμου Βασιλείαν διὰ τοὺς ὑπ᾽ Αὐτοῦ εὐλογημένους..... καὶ ἐπιλήψει ἡμᾶς ὁ χρόνος διηγουμένους περὶ τῶν Θαυμάτων καὶ περὶ τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πρὸ Χριστοῦ εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην.
Ἡ διάχυτος παρουσία καὶ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην μαρτυρεῖ καὶ βεβαιώνει ἀναντιρρήτως τὴν ἐκεῖ ὕπαρξιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον, ὅπου παρευρίσκεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, καὶ τἀνάπαλιν: «Εἰ μὴ ΠΝΕΥΜΑ παρῆν, οὐκ ἂν συνέστη ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ. Εἰ δὲ συνίσταται ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, εὔδηλον ὅτι ΠΝΕΥΜΑ πάρεστι» (P.G. 50, 459).
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Ὀλόκληρον τὸ Ἀπολυτρωτικὸν ἔργον τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ--ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ Γέννησις, ἡ Ὑπαπαντή, ἡ Βάπτισις, τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου, αἱ θαυματουργίαι τοῦ Κυρίου, ἡ Μεταμόρφωσις, ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἡ Σταύρωσις, ἡ Θεόσωμος Ταφή, ἡ Τριήμερος Ἀνάστασις, αἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἡ Ἀνάληψις--ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ, ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΚΤΟΣ ἐπειδὴ αὐτὰ πάντα ἐγένοντο πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ πρὸ Χριστοῦ· καὶ Ἅγιοι ὑπῆρχον, καὶ τεθεωμένοι ὑπῆρχον, καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη Θεόπνευστος ἦτο. Κατὰ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον, «Πᾶσα Γραφὴ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟΣ» (Β' Τιμ. Γ' 16), καὶ ἐννοεῖ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην, διότι ἡ Καινὴ δὲν εἶχεν ἀκόμη γραφῆ. Κατὰ τὸν Ἀπόστολον Πέτρον, «Οὐ γὰρ θελήματι ἀνθρώπου ἠνέχθη ποτὲ Προφητεία, ἀλλ᾽ ὑπὸ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ φερόμενοι ἐλάλησαν ΑΓΙΟΙ ΘΕΟΥ ἄνθρωποι» (Β' Πέτ. Α' 21), καὶ ἐννοεῖ τοὺς Ἁγίους συγγραφεῖς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Οὕτω διδάσκουν οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Κλήμης, Ἀποστολικὸς Πατὴρ καὶ Ἐπίσκοπος Ρώμης, διδάσκει νὰ πιστεύωμεν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει ΠΡΟ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, ὅτι εἶναι ΑΝΩΘΕΝ, ὅτι ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν (ΒΕΠΕΣ 1, σελ. 45 καὶ ΕΠΕ 3, 358-365). Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ἐπίσκοπος Κωνσταντίας Κύπρου, διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει σὺν τῷ Ἀδὰμ καὶ ΠΡΟ ΤΟΥ ΑΔΑΜ καὶ ΠΡΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, καὶ μετὰ πάντων τῶν κατὰ γενεὰν εὐαρεστησάντων τὸν Θεόν, καὶ ὅτι ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ ἐν κόσμῳ (P.G. 42, 784C-D).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει ΟΥ ΝΥΝ μετὰ τὸ γενέσθαι, ἀλλὰ ΠΡΟ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΚΟΣΜΟΥ (P.G. 53, 36), ὅτι ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται ΒΑΣΙΛΕΙΑ (P.G. 49, 227), ὅτι τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ... ἡ Γραφὴ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΝ καλεῖ (P.G. 52, 402), ὅτι δὲν ὑπάρχουν χρονικὰ ὅρια εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἀλλὰ ἐπεκτείνεται πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης, πανταχοῦ τῶν αἰώνων, πανταχοῦ τῶν χρόνων (P.G. 55, 469), ὅτι «οἱ πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης πιστοί, καὶ ὄντες καὶ γενόμενοι καὶ ἐσόμενοι.... καὶ οἱ ΠΡΟ τῆς τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ παρουσίας εὐηρεστηκότες, ΕΝ ΣΩΜΑ εἰσί... Ὅτι κἀκεῖνοι τὸν Χριστὸν ᾔδεσαν.... Ὥστε κἀκεῖνοι ΕΝ ΣΩΜΑ» (P.G. 62, 75). Κατὰ τὸν ἴδιον Ἅγιον: «Τόπος Ἀγγέλων, τόπος Ἀρχαγγέλων, ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΘΕΟΥ, αὐτὸς ὁ Οὐρανὸς ἡ Ἐκκλησία» (P.G. 61, 313 - 315), «Τοῦ οὐρανοῦ ΥΨΗΛΟΤΕΡΑ ἐστί, τῆς γῆς ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ἐστίν· Οὐδέποτε γηρᾶ, ἀεί δέ ἀκμάζει» (P.G. 52, 427Α). «Ποθεινοτέρα γὰρ ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ.... Διὰ τὴν ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ὁ οὐρανός, οὐ διὰ τὸν οὐρανὸν ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ» (P.G. 52, 429).
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς διδάσκει ὅτι: «Ἔστιν οὖν ἡ Ἁγία τοῦ ΘΕΟΥ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, τὸ σύστημα τῶν ΑΠ’ ΑΙΩΝΟΣ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ, ΠΡΟΦΗΤΩΝ, ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΩΝ, ΜΑΡΤΥΡΩΝ, οἷς προσετέθη πιστεύσαντα ὁμοθυμαδὸν πάντα τὰ ἔθνη» (P.G. 96, 1357Β-C).
Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία διδάσκει νὰ πιστεύωμεν «...εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν» (Ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως). Δὲν ἐλάλησεν εἰς ἄλλην Ἐκκλησίαν διὰ τῶν Προφητῶν καὶ εἰς ἄλλην διὰ τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλὰ εἰς Μίαν καὶ τὴν αὐτήν.
Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὁ ἐν Αἰγίνῃ διδάσκει ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ὑπάρχει ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ὅτι «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς Κεφαλὴ τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῆς ἐν ΕΔΕΜ, ἦν τὸ κέντρον τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τῶν ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ, ἡ ὑπόθεσις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου...» (Μελέτη Περὶ Ἐκκλησίας, Κεφ. Β', ἑνότης 3), ὅτι «Ἐν τῇ γενικωτέρᾳ Χριστιανικῇ σημασίᾳ, ΕΚΚΛΗΣΙΑ εἶναι ἡ κοινωνία πάντων τῶν λογικῶν καὶ ἐλευθέρων ὄντων, τῶν πιστευόντων εἰς τὸν Σωτῆρα, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ΑΓΓΕΛΩΝ» (Μελέτη Περὶ Ἐκκλησίας, Κεφ. Α' ). Διότι «ΕΚΚΛΗΣΙΑ ἐστὶν ἡ ὁρατὴ ἐπὶ γῆς ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ἡ λαβοῦσα μὲν ΤΗΝ ΑΡΧΗΝ ΕΝ Τῼ ΠΑΡΑΔΕΙΣῼ...» (Ποιμαντική, σελ. 21).
Αὐταὶ αἱ γνῶμαι τῶν Ἁγίων Πατέρων ἀποτελοῦν ὄχι ἁπλῶς μεμονωμένας ἀπόψεις, ἀλλὰ Consensus Patrum, ἤτοι Συμφωνίαν Πατέρων, καὶ Διδασκαλίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν γένει. Ἡ ΙΕΡΑ ΚΑΤΗΧΗΣΙΣ ἡ ἐγκριθεῖσα ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τὸ 1872, διαλαμβάνει περὶ Ἐκκλησίας ὅτι: «Κατὰ γενικωτάτην ἔννοιαν ἡ Ἐκκλησία περιλαμβάνει σύμπασαν τὴν περὶ τοὺς ΑΓΓΕΛΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ λογικὴν κτίσιν» (σελ. 136-138).
Ὅλαι αἱ Ὀρθόδοξοι Κατηχήσεις μέχρι τὸ 1900 καὶ μέχρι σήμερον, αἱ ἐγκεκριμέναι ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ ἀποφάσεων Πατριαρχικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ΔΕΝ διδάσκουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἤρχισε νὰ ὑπάρχῃ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ ὅτι προϋπῆρχε, ὅτι ὑπῆρχεν ἀπὸ τὴν Δημιουργίαν τῶν Ἀγγέλων.
Κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, παρείχετο Σωτηρία καὶ Ζωὴ Αἰώνιος εἰς τοὺς πρὸ Χριστοῦ πιστοὺς ἐργάτας τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ Ἀδάμ καὶ κατὰ τὴν περίοδον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Ἐρευνᾶτε τὰς ΓΡΑΦΑΣ, ὅτι ὑμεῖς δοκεῖτε ἐν αὐταῖς ΖΩΗΝ αἰώνιον ἔχειν· καὶ ἐκεῖναί εἰσιν αἱ μαρτυροῦσαι περὶ ἐμοῦ.» (Ἰωάν. Ε' 39). Ἀλλοῦ πάλιν λέγει, «ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς Προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.» (Λουκ. ΙΣΤ' 29). Ἀλλοῦ λέγει, «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν.» (Μάρκ. Β' 17). Καὶ ἀλλοῦ, ἐρωτόμενος ὑπό τινος Νομικοῦ ὁ Κύριος, «Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ...εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ ΝΟΜῼ τί γέγραπται; Πῶς ἀναγινώσκεις; ....Τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ.» (Λουκ. Ι' 25-28).
Βρίθουν αἱ Ἁγιογραφικαὶ καὶ Ἁγιοπατερικαὶ μαρτυρίαι ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ πρὸ Χριστοῦ. Ἡ Πίστις ὅτι ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πρὸ Χριστοῦ ΔΕΝ εἶναι ἐκ τοῦ Διαβόλου, ὅπως διακηρύσσουν οἱ νεοφανεῖς Ἐκκλησιομάχοι. Αὐτοὶ εἶναι ἐκ τοῦ Διαβόλου καὶ ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ἁγιογραφικῶς, Ἁγιοπατερικῶς, Ὑμνολογικῶς ἀμάρτυρος προσωπικὴ ἄποψις ὁρισμένων Οἰκουμενιστῶν θεολόγων καθηγητῶν ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπῆρχε πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι αὐθαίρετος, ἀστήρικτος καὶ Αἱρετική. Δὲν εἶναι ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ ἡ Δογματικὴ Διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἁγία ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ΦΑΝΕΡΩΣΙΣ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ τῆς Μιᾶς ἐν Οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς Βασιλείας. Αὐτὸ μᾶς διδάσκουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Καὶ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τὴν ὁμιλίαν του περὶ τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς λέγει «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν», δὲν μᾶς λέγει ὅτι ἑορτάζομεν γενέθλιον ἢ ἵδρυσιν ἢ χρονικὴν ἀρχὴν τῆς Ἐκκλησίας (P.G. 36, 436A-B).
Ὅλαι αἱ περὶ Πεντηκοστῆς προαναφερθεῖσαι Θεόπνευστοι Ἁγιογραφικαὶ καὶ Ἁγιοπατερικαὶ μαρτυρίαι, καὶ πλεῖσται ὅσαι δὲν ἀνεφέρθησαν, ἀποδεικνύουν ἀναντιρρήτως, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ΠΡΟ Χριστοῦ, ΔΕΝ ἤρχισε νὰ ὑπάρχῃ κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς συνετελέσθη ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ἡ Πεντηκοστὴ ἐπραγματοποιήθη ΜΕΣΑ εἰς τὴν ἤδη ἀπὸ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΚΟΣΜΟΥ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΝ ΜΙΑΝ, ΑΓΙΑΝ, ΚΑΘΟΛΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΥΡΓΟΥΣΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ, ἡ ὁποία πάντοτε παρεῖχε Σωτηρίαν. Κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ΑΠΕΚΑΛΥΦΘΗ ΚΑΙ ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΤΡΙΣΥΠΟΣΤΑΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Πηγή: ΕΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗ ΕΙΣ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ <<Κ.Ε.Ο.>> ΤΕΥΧΟΣ 63-64, ΜΑΪΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2013, ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΥΠΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ Γ.Ο.Χ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ παναγιώτατου κ. κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου