ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Παραπονείται, λοιπόν, ο Άγιος για την συμπεριφορά των πιστών
μέσα στο ναό, για τις πολλές απουσίες τους, για την αδιαφορία τους: «Σήμερα
όλοι σας έχετε μεγάλη χαρά. Μόνον εγώ έχω απέραντη λύπη. Κι αυτό, γιατί όταν
αναλογισθώ πώς όταν πέραση η εορτή και αυτό το πλήθος πάλι θα εξαφανισθή.
Καίγομαι και λυπούμαι κατάκαρδα. Τόσα παιδιά γέννησε η Εκκλησία και όμως δεν τα
βλέπη για να τα απόλαυση σε κάθε σύναξι, αλλά μόνον όταν υπάρχη κάποια μεγάλη
εορτή. Πόση αγαλλίασις πνευματική, πόση χαρά, πόση δόξα για τον Θεό, πόση
ωφέλεια για τις ψυχές θα υπήρχε, αν σε κάθε σύναξι βλέπαμε να είναι γεμάτη η
εκκλησία;
Τι μπορώ, για πες μου, να σε διδάξω για όλα τα αναγκαία της
πίστεως, όταν έρχεσαι στην εκκλησία μία ή δύο φορές τον χρόνο; Για την ψυχή,
για το σώμα, για την αθανασία, για την Βασιλεία των ουρανών, για την κόλασι,
για την γέεννα, για την μακροθυμία τού Θεού, για την συγχώρησι, για την
μετάνοια, για το βάπτισμα, για την άφεσι των αμαρτιών, γι’ αυτή την δημιουργία,
την ουράνια και την επίγεια, για την φύσι των αγγέλων, για την κακουργία των
δαιμόνων, για τα τεχνάσματα τού διαβόλου, για τον τρόπο ζωής των Χριστιανών,
για τα δόγματα, για την ορθή πίστι, για τις διεφθαρμένες αιρέσεις;» (Λόγος εις
το άγιον Βάπτισμα).
Παραπονείται για τηναδιαφορία των Χριστιανών για τα πνευματικά.
Ερμηνεύων το τού Κυρίου «Ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την
δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται ημίν» (Ματθαίου ΣΤ’, 33),
αναφέρει:
«Προσέξτε, μη ζητείτε, λέγει ο Κύριος, τα τού παρόντος βίου
διόλου. Εμείς όμως συνεχώς αυτά ζητούμε. Λέγει να επιζητείτε τα επουράνια.
Εμείς όμως ούτε για λίγη ώρα δεν τα επιζητούμε. Ίσαίσα όση μέριμνα
επιδεικνύουμε για τα βιωτικά, τόσην ολιγωρία και αδιαφορία έχουμε για τα
πνευματικά. Μάλλον δε η αδιαφορία μας είναι πολύ περισσότερη»(Ομιλία ΚΒ’ εις
τον Ματθαίον).
Είχε δε ο ιερός Πατήρ πρόβλημα με το ακροατήριόν του. Άλλοτε
συνωθούντο, άλλοτε εξηφανίζοντο.
Κάποια μεγάλη Τεσσαρακοστή συνέβη το εξής: Αρχίζει την
Καθαρά Δευτέρα την ερμηνείαν εις την εξαήμερον τού Μωυσέως, τις εξ δηλαδή
ημέρες της δημιουργίας. Ομιλία πρώτη: «Χαίρω και ευφραίνομαι γιατί βλέπω να
στολίζεται η Εκκλησία τού Θεού με το πλήθος των παιδιών της. Σάς βλέπω όλους να
τρέχετε προς τον ναό με πολλή την χαράν». Έρχεται η Καθαρά Τρίτη: «Είμαι
γεμάτος σήμερα με χαρά μεγάλη, βλέποντας τα αγαπημένα σας πρόσωπα». Τα ίδια και
την Καθαρά Πέμπτη: «Βλέποντας, αγαπητοί, την μεγάλη σας προθυμία στο να
συγκεντρώνεσθε στην σύναξί μας στον ναό, διακατέχομαι από μεγάλη χαρά και δεν
παύω να δοξάζω τον φιλάνθρωπο Θεό για την προκοπή σας».
Έρχεται όμως και το Σάββατο: «Θέλω να αρχίσω την
συνειθισμένη μου διδασκαλία, αλλά διστάζω και υποφέρω. Λίγο φύσηξεν ο διάβολος
και ξεχάσατε όλη την προηγούμενη διδασκαλία και την καθημερινή παραίνεσι.
Τρέξατε οι πάντες στην σατανική εκείνη πομπή, στον Ιππόδρομο. Βγάλατε από τις
ψυχές σας την σύνεσι της αγίας Τεσσαρακοστής και πέσατε στα δίχτυα τού
διαβόλου». Κρίμα στα τόσα κηρύγματα.
Συνέβαιναν όμως διάφορα παράξενα πράγματα. Πολλοί από τους
ακροατάς νύσταζαν, άλλοι δεν πρόσεχαν ή πρόσεχαν άλλου. «Αλλά ξυπνήστε και
αφήστε την βαρυεστημάρα. Σάς κηρύττουμε ερμηνεύοντες την Αγία Γραφή, και σεις
αντί να προσέχετε παίρνετε τα μάτια σας από μένα και κοιτάτε προσεκτικά τις
λαμπάδες και τον νεωκόρο που τις ανάβει. Δεν βλέπετε τίποτε το παράξενο, ούτε
κάτι το παράδοξο. Βλέπετε ένα άνθρωπο που κάνη συνηθισμένα πράγματα. Και όμως
στρέφετε προς τα εκεί τα πρόσωπα σας» (Λόγος Δ’ εις την Γένεσιν).
Πολλοί βαρυόντουσαν τα συνεχή κηρύγματα. Πήγαιναν στα πρώτα
και σιγά-σιγά αραίωναν: «Τι συμβαίνει; Όσο προχωρούν οι εορτές, τόσον και οι
συγκεντρώσεις γίνονται αραιότερες. Αλλ’ ας μη βαρυόμαστε εμείς οι παρόντες.
Αυτές οι συνάξεις γίνονται αραιότερες ως προς το πλήθος, αλλ’ όχι ως προς την
προθυμία. Λιγότερες σε αριθμό, αλλ’ όχι και στον ιερό πόθο» (Ομιλία προς τους
εγκαταλείψαντας την σύναξιν της Εκκλησίας).
Οι δε Κωνσταντινουπολίτες ήσαν λίαν ευπαθείς και στις
καιρικές συνθήκες. Καταπέλτης ο ιερός Πατήρ: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Έπρεπε όλη η
Πόλις να είναι εδώ, παρούσα σήμερον. Και όμως ελάχιστοι από τους πιστούς
προσήλθαν. Γιατί άραγε; Μήπως αίτιον είναι η λάσπη και η βροχή; Δεν θέλω να το
πιστέψω. Δεν είναι η λάσπη αλ’ η ραθυμία σας και η πεσμένη σας προθυμία. Πώς
μπορούν να συγχωρηθούν αυτοί που απουσιάζουν, την στιγμή που αυτοί οι μάρτυρες
που ήλθαμε να τιμήσουμε περιφρόνησαν και αυτή την ίδια τους την ζωή; Και είναι
δυνατόν να εμποδισθούν από την λάσπη;» (Ομιλία εν τη παλαιά Πέτρα).
Πιστεύει ότι «όπου υπάρχει πλούτος και άρπαγες εκεί ο
άνθρωπος είναι λύκος. Όπου υπάρχει πλούτος και θηριωδία εκεί βλέπω λιοντάρι και
όχι άνθρωπο»(Λόγος ΣΤ’ εις τον πτωχόν Λάζαρον). Δεν υπάρχει σχεδόν λόγος όπου
να μη καταφέρεται κατά της ασπλαχνίας των πλουσίων και της ανάγκης για
φιλανθρωπία και ελεημοσύνη.
ΟΙ αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν:«Αεί κολλάσαι τοις
πλουσίοις». Και απαντούσε: «Κολλώμαι πλουσίοις ότι κολλώνται πτωχοίς». Αυτός ο
άνισος αγών τον ωδήγησε στην εξορία και τον μαρτυρικό θανατο. Όμως ποτέ δεν
υπεχώρησε καίτοι εγνώριζε τι τον περιμένει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου