xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Ἠλίας Μηνιάτης - Εἰς τὸ Σωτήριον Πάθος






Ἠλίας Μηνιάτης (1669-1714): κληρικός, συγγραφεὺς καὶ ἐκκλησιαστικὸς ῥήτωρ ἐκ Κεφαλληνίας. Διετέλεσεν Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καὶ Καλαβρύτων.
Τῇ Ἁγία καὶ Μεγάλῃ Παρασκευῇ

Πῶς ἔκαμεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ πῶς ἔκαμεν ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεόν! Ὁ Θεὸς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς ἔλαβε χῶμα ἀπὸ τῆς γῆς, τὸ ἔπλασε μὲ τὰς χεῖράς του, τὸ ἐμψύχωσε μὲ τὴν πνόην του, τὸ ἐτίμησε μὲ τὴν εἰκόνα του, καὶ ἐποίησε τὸν ἄνθρωπον. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ ἐκατάστησε τὸν Θεὸν χωρὶς μορφήν, χωρὶς πνοήν, ὅλον αἷμα, ὅλον πληγάς, προσηλωμένον εἰς ἕνα ξύλον. Βλέπω ἐκεῖ ἕνα Ἀδάμ, καθὼς τὸν ἔπλασε ὁ Θεός, ἔμψυχον εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐστεφανωμένον δόξῃ καὶ τιμῇ, αὐτεξούσιον βασιλέα πάντων τῶν ὑπὸ σελήνην κτισμάτων, εἰς τὴν ἀπόλαυσιν ὅλης τῆς ἐπιγείου μακαριότητος. Βλέπω ἐδῶ ἕνα Ἰησοῦν Χριστόν, καθὼς τὸν ἀκατάστησεν ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς κάλλος, χωρὶς εἶδος ἀνθρώπου, ἐστεφανωμένον μὲ ἀκάνθας, κατάδικον, ἄτιμον, ἐν μέσῳ δύο ληστῶν, εἰς τὴν ἀγωνίαν τοῦ πλέον ἐπωδύνου θανάτου. Συγκρίνω τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην εἰκόνα, τοῦ Ἀδὰμ εἰς τὸν παράδεισον, τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Σταυρόν, καὶ στοχάζομαι τί ὡραῖον πλάσμα ἔκαμαν τὸν ἄνθρωπον τὰ πλουσιόδωρα χέρια τοῦ Θεοῦ· καὶ τί ἐλεεινὸν θέαμα ἔκαμαν τὸν Θεὸν τὰ παράνομα χέρια τῶν ἀνθρώπων! Γνωρίζω ἐκεῖ εἰς τὴν πλάσιν τοῦ ἀνθρώπου ἕνα ἔργον, μὲ τὸ ὁποῖον ἐστεφάνωσεν ὅλα του τὰ ἔργα ὁ Θεός· καὶ γνωρίζω ἐδῶ εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ μίαν ἀνομίαν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐπλήρωσεν ὅλας του τὰς ἀνομίας ὁ ἄνθρωπος. Ξανοίγω ἐκεῖ μίαν ἄπειρον ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον· ἐδῶ μίαν ἄπειρον ἀχαριστίαν τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν· καὶ δὲν ἠξεύρω ἢ τί περισσότερον νὰ θαυμάσω ἢ τί περισσότερον νὰ ἐλέγξω. Τοῦτο ἠξεύρω, πὼς ἐξίσου πρέπει νὰ κλαύσω καὶ τὸν Θεόν, ὅπου τόσα ἔπαθε, καὶ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου τόσα ἐτόλμησε. Ἐγὼ δὲν ξεχωρίζω τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῶν δακρύων μου. Διατί, ὅταν θρηνῶ τὰ πάθη, ἐγὼ ἀπεικάζω τὴν ἀφορμὴν τῶν παθῶν· ὅταν μετρῶ τὰς πληγάς, ἐγὼ εὑρίσκω τὰ χέρια ὅπου τὰς ἄνοιξαν· ὅταν θεωρῶ Ἐκεῖνον, ὅπου ἐσταυρώθη, θεωρῶ καὶ ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἐσταύρωσε· καὶ εἰς τὸν θάνατον ἑνὸς ἀδικοφονευμένου Θεοῦ, ἐγὼ ξανοίγω ἄνθρωπον τὸν φονέα.

Τοῦτο εἶναι, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἄλλα, τὸ μεγαλύτερον πάθος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι, ὅπου τοῦ πλήττει τὴν κεφαλὴν περισσότερον ἀπὸ τὸν ἀκάνθινον στέφανον. Τοῦτο, ὅπου τοῦ κεντᾶ τὴν πλευρὰν περισσότερον ἀπὸ τὴν λόγχην. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν βασανίζει περισσότερον ἀπὸ τὴν προσήλωσιν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ πικραίνει τὰ χείλη περισσότερον ἀπὸ τὴν χολήν. Τοῦτο, ὁποῦ τοῦ βαρεῖ περισσότερον ἀπὸ τὸν σταυρόν. Τοῦτο, ὁποῦ τὸν νεκρώνει γληγορώτερον ἀπὸ τὸν θάνατον: Νὰ βλέπῃ αἰτίαν τοῦ πάθους του καὶ τοῦ θανάτου του ἕνα ἄνθρωπον, τὸ πλάσμα τῶν χειρῶν Του. Καὶ τοῦτο ἔπρεπε νὰ εἶναι ὅλη ἡ ἀφορμὴ τῶν δακρύων μας, πὼς ἡμεῖς ἐσταυρώσαμεν, ἡμεῖς ἐθανατώσαμεν τὸν Θεόν μας. Ἀνίσως καὶ τοιούτου πάθους ἄλλος ἤθελ᾽ ἦτον ἡ ἀφορή, ἡμεῖς μ᾽ ὅλον τοῦτο ἔπρεπε πολλὰ νὰ πονέσωμεν, διατὶ ἄλλος τόσα δὲν ἔπαθε· ἀλλὰ νὰ εἴμασθεν ἡμεῖς ἀφορμή, πρέπει καὶ νὰ πονέσωμεν, καὶ νὰ ἐντραπῶμεν· πρέπει νὰ κλαύσωμεν καὶ τὸ πάθος του καὶ τὴν ἀχαριστίαν μας· πρέπει νὰ χύσωμεν διπλᾶ τὰ δάκρυα, διὰ νὰ εἶναι δάκρυα συμπαθείας καὶ συντριβῆς· καὶ τέτοιας λογῆς, νὰ θρηνήσωμεν καὶ τὸν Χριστὸν καὶ τὸν ἑαυτόν μας.

Ὅμως ἐγὼ δὲν ἀνέβηκα σήμερον μὲ τοιοῦτον σκοπὸν ἐπάνω εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν ἄμβωνα. Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ χριστιανοί, ὅπου τώρα καίουσι τὰ πάθη, ἀναμένουσι μόλον τοῦτο πότε νὰ ἀναστηθῇ ὁ Ἐσταυρωμένος, διὰ νὰ Τὸν βάλωσι πάλιν εἰς τὸν Σταυρόν· καὶ διὰ τοῦτο ἐγὼ δὲν ἦλθα νὰ παρακινήσω εἰς θρῆνον τοὺς χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ψηφῶ δάκρυα προσωρινά, ὁποῦ δὲν γεννῶνται ἀπὸ τὴν καρδίαν, ὁποῦ δὲν εἶναι τέκνα τῆς κατανύξεως· ἂς κρατοῦσι τὰ δάκρυά τους οἱ χριστιανοί, διὰ νὰ κλαίωσιν ἢ τὴν ζημίαν τοῦ πράγματος ἢ τὸν θάνατον τῶν συγγενῶν ἢ τὸ καλὸν τοῦ πλησίον· δὲν χρειάζεται ἀπὸ τέτοια δάκρυα ὁ Ἰησοῦς μου. Εἶναι καὶ ἄλλοι ὅπου Τὸν λυποῦνται, ἂν δὲν Τὸν λυποῦνται οἱ χριστιανοί, Τὸν λυπεῖται ὁ οὐρανός, καὶ σκεπάζει μὲ βαθύτατον σκότος τὸ γαληνόμορφον πρόσωπον· Τὸν λυπεῖται ὁ ἥλιος, καὶ κρύπτει εἰς ἔκλειψιν τὰς ἀκτῖνας· Τὸν λυπεῖται ἡ γῆ, καὶ σείεται ἀπὸ κλώνον καὶ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα καὶ σχίζει ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ· Τὸν λυποῦνται καὶ αὐτοί, ὅπου τὸν ἐσταύρωσαν· ὅθεν στρέφονται τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη.

Ἐγὼ ἦλθα, ὄχι διὰ νὰ σᾶς κάμω νὰ κλαύσετε, ἦλθα διὰ νὰ σᾶς κάμω ἁπλῶς νὰ καταλάβετε, τί εἶναι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τοῦτα τὰ τρία κεφάλαια.
Πρῶτον, τί εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου ἔπαθε·
Δεύτερον, τί ἔπαθε.
Τρίτον, διὰ ποῖον ἔπαθε.

Θέλετε ἀκούσει εἰς Ἐκεῖνον, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· εἰς ἐκεῖνα, ὅπου ἔπαθε, μίαν ἀγάπην. Καὶ ἀνίσως εἰς τόσην συγκατάβασιν δὲν θέλετε θαυμάσει· εἰς τόσην ὑπομονὴν δὲν θέλετε συμπονέσει· εἰς τόσην ἀγάπην δὲν θέλετε εὐχαριστήση· τότε – ναὶ – θέλω εἰπεῖ πὼς ἡ καρδία σας εἶναι πέτρα σκληροτέρα ἀπὸ ἐκείνας, ὅπου ἐσχίσθησαν εἰς τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ.

Δεῦτε λοιπὸν ἀναβῶμεν εἰς τὸ ὄρος Κυρίου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Γολγοθᾶ, εἰς τὴν θεωρίαν τοῦ φρικώδους θεάματος· καὶ εἰς τόσον σκότος, ὁποῦ σκεπάζει τῆς οἰκουμένης τὸ πρόσωπον, ἂς προβάλῃ, διὰ νὰ μᾶς δείξη τὴν ὁδὸν τοῦ ζωοδόχου Σταυροῦ τὸ σεβάσμιον ξύλον.

Ποῦ εἶσαι; Πρόβαλε, ξύλον θεομακάριστον, ὅπου, ποτισμένον μὲ τὸ ζωηρὸν αἷμα Θεοῦ ἐσταυρωμένου, μᾶς ἐβλάστησες τὴν ζωήν. Τράπεζα πολύτιμε, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἐπληρώθη σήμερον ἡ ἐξαγορὰ τῆς ἀνθρωπίνου σωτηρίας. Θρόνε ὑπέρτιμε, ὅπου ἐκάθισε καὶ ἐβασίλευσε κατὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ νεὸς βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. Κλῖμαξ ἐπουράνιε, ὅθεν ὁ ἀρχηγὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν μᾶς ἔδειξε τὴν ἀνάβασιν εἰς τὸν παράδεισον. Στύλε φωτοειδέστατε, ὅπου ὁδηγεῖς τὸν περιούσιον λαὸν εἰς τὴν μακαρίαν γῆν τῆς θείας ἐπαγγελίας. Σταυρὲ ἁγιώτατε, τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ στήριγμα, τῆς πίστεώς μας τὸ καύχημα! μίαν φορὰν ξύλον ἀτιμίας καὶ θάνατου, τώρα ξύλον δόξης καὶ ζωῆς! ὄργανον βασανιστήριον τῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος καὶ ὄργανον τρισόλβιον τῆς σωτηρίας μας! Γένοιτο εἰς τὴν σημερινὴν θλιβερὰν διήγησιν ὅπου ἔχω νὰ κάνω, καθὼς ὅλος ἐπροσηλώθη εἰς ἐσὲ ὁ Ἰησοῦς μας, ἔτσι ὅλη νὰ προσηλωθῇ εἰς ἐσὲ ἡ καρδία μας!
ΜΕΡΟΣ Α´

Ὅλον τὸ θεμέλιον τῆς ὀρθοδόξου μας πίστεως εἶναι, πὼς ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, ἐστάθη ἀληθῶς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἂς φαίνεται μωρία εἰς τοὺς ἐθνικούς, ἂς εἶναι σκάνδαλον εἰς τοὺς Ἰουδαίους· «ἡμεῖς κηρύττομεν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον», καθὼς λέγει ὁ Ἀπόστολος. Ὁ ἐσταυρωμένος οὗτος, ἦτον ἕνας σεσαρκωμένος Θεός· καὶ ἀγκαλὰ ἔπαθεν εἰς τὴν σάρκα μόνον, κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα μόνον, διατὶ ὡς Θεὸς ἦτον ἀπαθής, πλήν, ἐπειδὴ καὶ ὑποστατικῶς ἦτον ἡνωμένη καὶ ἡ σάρκα μὲ τὸν Θεῖον Λόγον καὶ ἡ ἀνθρωπότης μὲ τὴν θεότητα, ἡ σάρκα ἐκείνη ἦτον κυρίως τεθεωμένη, ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἦτον ἰδίως Θεός. Ἐκεῖνος ὁ υἱὸς τῆς Παρθένου ἦτον ἀληθῶς καὶ υἱὸς Θεοῦ· εἷς Ἰησοῦς Θεάνθρωπος· ὥστε ὅπου, καθὼς εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ἔπαθεν ὡς ἄνθρωπος, ἔτσι ὁμοίως εἶναι ἀληθινὸν πὼς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ ἔπαθεν, ἦτον Θεός, Θεὸς ὕψιστος, βασιλεὺς τῶν αἰώνων, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο κατεδέχθη νὰ πάρῃ δούλου μορφήν, «ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος». Θεὸς ἀναμάρτητος, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἠθέλησε νὰ βαστάξη τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ φανῇ ὡσὰν ἕνας ἁμαρτωλός· Θεὸς πλήρης δόξης, πλήρης δυνάμεως, πλήρης ἀθανασίας, καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο ἄδειασεν, ἐκένωσε (καθὼς λέγει ὁ θεῖος Παῦλος) τὸν ἑαυτὸν Του ἀπὸ ὅλον τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ θεότητος, μένοντας εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ πτωχείαν μόνην τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἕως νὰ ἀποθάνῃ· τὴν ὁποίαν κένωσιν «καὶ ὕφεσιν τινα καὶ ἐλάττωσιν» ὀνομάζει ὁ θεολόγος Γρηγόριος.

Μὰ τάχα τί χρεία ἦτο νὰ πάθη, νὰ σταυρωθῇ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεὸς; δὲν ἦτον ἄλλο μέσον, διὰ νὰ γένῃ τὸ μέγα ἔργον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων; Ἐδῶ θαυμάσατε τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ συγκατάβασιν. Ζάλευκος, ὁ βασιλεὺς τῶν Λοκρῶν, ἔκαμεν ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἄλλους ἕνα νόμον, ὅτι ἑνὸς μοιχοῦ νὰ ἐβγάνωσι καὶ τοὺς δύο ὀφθαλμούς· δικαιότατος νόμος, νὰ χάνη τὸ φῶς τῶν ὀμμάτων, ὁποῦ εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τῆς ζωῆς, ὅποιος ἐγγίζει τοῦ ἄλλου τὴν τιμήν, ὅπου εἶναι τὸ ἀκριβώτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Πρῶτος, ὅπου παρέβη τὸν νόμον τοῦτον καὶ ἐπιάσθη εἰς μοιχείαν, ἐστάθη ὁ ἴδιος του υἱὸς καὶ ἀποφασίζει ὁ δικαιότατος βασιλεὺς νὰ τοῦ δοθῇ ἡ πρέπουσα παίδευσις. Παρακαλοῦσιν ὅλοι οἱ ἄρχοντες, παρακαλεῖ ὅλος ὁ λαὸς τὸν βασιλέα νὰ γένῃ ἵλεως πρὸς τὸν υἱόν του, τὸν διάδοχον καὶ κληρονόμον τῆς βασιλείας του, ἄλλ᾽ ἐκεῖνος στέκει στερεὸς εἰς τὴν γνώμην του καὶ θέλει καλλίτερα νὰ φυλάξη τὸν νόμον του, παρὰ τὸν υἱόν του. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ αἱ μεσιτεῖαι καὶ αἱ παρακλήσεις τὸν στενεύουσι δυνατά, ἄρχισε νὰ μαλακώνεται καὶ νὰ ἀκούῃ ὄχι μόνον δικαιοσύνην του, ἀλλὰ καὶ τὴν πατρικὴν ἀγάπην. Ἡ δικαιοσύνη - ἔλεγε συλλογιζόμενος μὲ τὸν ἑαυτόν του – ζητεῖ νὰ τυφλώσω τὸν υἱόν μου, διατὶ εἶναι παραβάτης τοῦ νόμου μου· ἡ ἀγάπη ἡ πατρικὴ ζητεῖ νὰ συμπαθήσω τὸν υἱόν μου, διότι εἶναι γέννημα τῶν σπλάγχνων μου. Ἂν ἐγὼ παραβλέψω τὴν δικαιοσύνην μου καὶ δὲν τὸν παιδεύσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄδικος κριτής· ἂν παραβλέψω πάλιν τὴν ἀγάπην τὴν πατρικὴν καὶ τὸν τιμωρήσω καθὼς πρέπει, εἶμαι ἄσπλαγχνος πατήρ. Ἂχ τύχη! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι πατήρ, διὰ τί νὰ μὲ κάμῃς κριτὴν; ἂχ φύσις! καὶ ἂν ἐγὼ ἔμελλον νὰ εἶμαι κριτής, διατὶ νὰ μὲ καμῃς πατέρα; μὰ πῶς; ἀμφιβάλλω; ἐγὼ εἶμαι δίκαιος κριτής, ἡ δικαιοσύνη εἶναι τυφλὴ καὶ δὲν βλέπει εἰς τοῦ πταίστου τὸ πρόσωπον…, μὰ πάλιν τί ἀποφασίζω; ἐγὼ εἶμαι φιλότεκνος πατὴρ καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ὁμοίως τυφλή, καὶ δὲν βλέπει τοῦ πταίστου τὸ πταίσιμον. Εἶμαι βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ παιδεύσω, μὰ καὶ ὡς βασιλεύς, ὅταν θέλω ἠμπορῶ νὰ συγχωρήσω· καὶ νὰ μὴ φυλάξω ἕνα υἱόν, ὁποῦ ἐγὼ ἐγέννησα; τί νὰ κάμω ὁ δυστυχής, καὶ κριτὴς καὶ πατὴρ; εἶναι τάχα μέσον νὰ φυλάξω καὶ τὸν νόμον μου, νὰ φυλάξω καὶ τὸν υἱόν μου; Ναί. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ ἐβγοῦσι δύο μάτια· ἂς ἔβγῃ ἕνα ἀπὸ τὰ μάτια μου, ἂς ἔβγῃ καὶ ἄλλο τοῦ υἱόν μου· ἂς δώσῃ ἐκεῖνος τὸ ἕνα, διατὶ εἶναι πταίστης, ἂς δώσω καὶ ἐγὼ τὸ ἄλλο, διατὶ εἶμαι πατήρ· μὲ τοῦτο θέλω εὐχαριστήσει τὴν δικαιοσύνην μου καὶ τὴν ἀγάπην μου· μὲ τοῦτο θέλω φυλάξει τὸν νόμον ου καὶ τὸν υἱόν μου· μὲ τοῦτο θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πατὴρ φιλότεκνος.

Ἔτσι ἔγινεν ἀκροαταί. Ἐδῶ δύο μάτια ἐχρειάζοντο, ὅμως ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, διὰ νὰ πληρωθῇ ὁ νόμος καὶ νὰ παιδευθῇ τὸ πταίσιμον, ἀπὸ τὸ ἄλλο διὰ νὰ φυλάξη ὁ κριτὴς πατὴρ τὴν ἀγάπην του, ὁ πταίστης υἱὸς τὸ φῶς του, εὑρέθη τοῦτος ὁ μέσος ὅρος, νὰ δώσῃ τὸ ἕνα ὁ πατὴρ καὶ τὸ ἄλλο ὁ υἱός. Τοῦτο εἶναι ἕνα παράδειγα ἐξαίρετον, ἀνάμεσα εἰς ὅλας τὰς ἱστορίας, μιᾶς ἄκρας καὶ βασιλικῆς δικαιοσύνης καὶ συγκαταβάσεως πατρκῆς· πλὴν εἶναι παράδειγμα ἀνθρώπινον, ὅπου δὲν φθάνει νὰ συγκριθῇ μὲ ἐκεῖνο, ὅπου ἔκαμεν ἕνας δίκαιος ὁμοῦ καὶ εὔσπλαγχος Θεός.

Ἀπόφασις θεϊκὴ ἦτον ἄνωθεν καὶ ἀπ᾽ ἀρχῆς μέσα εἰς τὸν παράδεισον τῆς τρυφῆς, γεγραμένη εἰς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως, ὅτι ὅποιος ἤθελε φάγει ἀπὸ ἐκεῖνο καὶ ἤθελε παρέβη τὴν Θείαν ἐντολήν, νὰ εἶναι εὐθὺς παραδομένος εἰς τὸν θάνατον, «ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾽ αὐτοῦ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»· ἡμεῖς εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ παρέβημεν· «ἐν τῷ Ἀδὰμ πάντες ἥμαρτον»· ἡμάρτομεν μὲ τὴν προπατορικὴν καὶ ἀκόμη μὲ τὴν προαιρετικὴν ἁμαρτίαν, ὥστε ὅπου ὅλοι εἴμασθεν ὑποκείμενοι εἰς τὴν θείαν κατάραν· ὅλοι ἄξιοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Ἔπρεπε λοιπὸν ἡμεῖς ἢ νὰ λάβωμεν τὴν πρέπουσαν τιμωρίαν, νὰ χάσωμεν, ὡσὰν τὰ δύο μάτια, τὰς δύο ζωὰς ὅπου εἴχαμεν, τὴν σωματικὴν καὶ τὴν ψυχικήν, μὲ τὴν κόλασιν ἢ νὰ εὑρεθῇ ὁ τρόπος τῆς ἰατρείας. Μὰ ποῖος τρόπος, ὅπου τὸ χρέος μας μὲ τὸν Θεὸν εἶναι ἄπειρον; ἂν ἤθελον ἔλθῃ, ὡσὰν ὁ Μωϋσῆς ἢ ἄλλος τις τῶν προφητῶν, χίλιοι ἄνθρωποι· ἂν ἤθελον σαρκωθῇ χίλιοι ἄγγελοι νὰ ἀποθάνωσι, διὰ νὰ πληρώσωσι δι᾽ ἡμᾶς τὴν θείαν δικαιοσύνην, τὸ αἷμα, ὅπου ἤθελον χύσῃ ὅλοι ἐκεῖνοι ἄγγελοι, δὲν ἤθελε φθάσει· ὡς αἷμα κτισμάτων, ἤθελ᾽ ἦτον πεπερασμένης, ἐλλειποῦς καὶ ὀλίγης τιμῆς, ἐνῷ τὸ χρέος μας πρὸς τὸν Θεὸν ἦτον ἄπειρον «ἔδει τοίνυν δυοῖν θάτερον – θεολογεῖ ὁ ἅγιος Πρόκλος - ἢ πᾶσιν ἐπαχθῆναι τὸν ἐκ καταδίκης θάνατον, ἐπειδὴ πάντες ἥμαρτον· ἢ τοιοῦτον δοθῆναι πρὸς ἀντίδοσιν τίμημα, ᾧ τῷ χρέει ἱκανὸν ὑπῆρχε δικαίωμα πρὸς παράτασιν. Ἄνθρωπος μὲν σῶσαι οὐκ ἠδύνατο· ὑπέκειτο γὰρ τῷ χρέει τῆς ἁμαρτίας. Ἄγγελος δὲ ἐξαγοράσασθαι τὴν ἀνθρωπότητα οὐκ ἴσχυεν, ἠμπόρει γὰρ τοῦ τοιούτου λύτρου. Ἄνθρωπος ψιλὸς σῶσαι οὐκ ἴσχυεν, (ἀκολουθεῖ ὁ αὐτὸς Διδάσκαλος), Θεὸς γυμνὸς παθεῖν οὐκ ἠδύνατο». Ἐδῶ ἐχρειάζοντο δύο φύσεις, ἀνθρωπίνη καὶ θεία· οὐχὶ ἀνθρωπίνη μοναχή, διατὶ μὲ τὸ νὰ πάθη καὶ ἀποθάνῃ δὲν ἐδύνατο νὰ σώσῃ, ἀλλὰ καὶ ἀνθρωπίνη καὶ θεία ὁμοῦ, ἡνωμέναι εἰς ἕνα πρόσωπον. Τοῦτο τὸ πρόσωπον ἔπρεπε νὰ πάθῃ καὶ νὰ ἀποθάνῃ μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν, ὅπου εἶναι παθητὴ καὶ θνητή· ἀλλὰ διὰ τὴν θείαν φύσιν, ὅπου εἶναι ἀπείρου ἀξίας, ἐκεῖνο τὸ πάθος, ἐκεῖνος ὁ θάνατος, ἔπρεπε νὰ γένῃ καὶ ἔτσι ἔγεινεν. Ἤκουσεν ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν δικαιοσύνην του, ὅπου ἐζήτει ἐκδίκησιν ἐναντίον μας, διατὶ εἴμασθεν παραβάται τῆς ἐντολῆς του· «ἐξαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα»· μὰ ἤκουσε καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος τὴν εὐσπλαγχνίαν του, ὅπου ἐζήτει συγχώρησιν δι᾽ ἡμᾶς, διότι εἴμασθε πλάσματα τῶν χειρῶν του. «Ζῶ ἐγώ, οὐ θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ». Ὁ Θεός, κριτὴς δίκαιος ὅπου θέλει νὰ φυλάξῃ τὸ πλάσμα του· τί νὰ κάμῃ; Κριτὴς καὶ Πατήρ, καὶ Θεὸς καὶ πλάστης, ηὗρεν ἡ ἄπειρός του σοφία ἕνα μέσον νὰ φυλάξῃ τὸν νόμον του καὶ νὰ φυλάξῃ καὶ νὰ πλάσμα του.

Ἐδῶ - εἶπε – χρειάζονται δύο φύσεις· Θεία καὶ ἀνθρωπίνη· ἂς δώσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὴν μίαν μὲ τὴν θνητὴν σάρκα, ἐγὼ δίδω τὴν ἄλλην μὲ τὸν Θεῖον Λόγον· ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς δύο φύσεις, καὶ ἀνθρωπίνην καὶ Θείαν, ἂς γενηθῇ ἕνα πρόσωπον Θεανδρικόν· τέλειος ἄνθρωπος καὶ τέλειος Θεός. Τοῦτο ἂς πάθη, τοῦτο ἂς ἀποθάνῃ· ἀποθνήσκοντας ὡς ἄνθρωπος, τὸ αἷμα Του, ὅπου χύνεται, εἶναι ὡς τόσον πληρωμή, μά, ἐπειδὴ ἐτοῦτος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁμοῦ καὶ Θεός, τὸ αἷμὰ Του, ὅπου χύνεται, εἶναι μία πληρωμὴ ἄπειρος. Τέτοιας λογῆς εὐχαριστεῖται καὶ ἡ εὐσπλαγχνία μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου μόνου τοῦ ἀνθρώπου, λυτρώνονται οἱ ἐπίλοιποι ἄνθρωποι· εὐχαριστεῖται καὶ ἡ δικαιοσύνη μου, διατὶ μὲ τὸ αἷμα τούτου τοῦ ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ, πληρώνεται τὸ ἄπειρον χρέος· καὶ ἐγὼ θέλω φανῇ καὶ κριτὴς δίκαιος καὶ πλάστης φιλάνθρωπος.

Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ἀφορμή, κατὰ τὴν ὁποίαν χρείαν ἦτον νὰ πάθη καὶ νὰ ἀποθάνῃ ἕνας Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος, διὰ νὰ ἠμπορῇ ὡς ἄνθρωπος νὰ πληρώσῃ καὶ ὡς Θεὸς νὰ πληρωθῇ σωστά. Ἐδῶ, λέγω πάλιν, χριστιανοί μου, ἐχρειάζοντο ὡσὰν δύο μάτια, δύο φύσεις· ἡμεῖς οἱ πταῖσται, οἱ παραβάται τῆς Θείας ἐντολῆς, ἐδώκαμεν, ὡσὰν τὸ ἕνα ὀμμάτι, τὴν ἀνθρωπότητα· ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ ἔδωκεν, ὡσὰν τὸ ἄλλο, τὴν θεότητα· μᾶς ἔγγιζεν ἡ τιμωρία τοῦ θανάτου εἰς τὴν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ᾽ εἰς τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ ἡ τιμωρία θανάτου ἐξηφανίσθη. Ἐπληρώσαμεν μὲ τὴν θείαν σάρκα, ἡνωμένην τῷ θείῳ Λόγω, καὶ ἐλυτρώθημεν μὲ τὸν θεῖον Λόγον, ἡνωμένον τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκί· εἶναι ὑψηλότατον νόημα τοῦ μεγάλου Ἀθανασίου· «συνέβαινεν ἀμφότερα ἐν ταὐτῷ γενέσθαι παραδόξως, ὅτι ὁ πάντων θάνατος ἐν τῷ κυριακῷ σώματι ἐπληροῦτο, καὶ ὁ θάνατος διὰ τὸν συνόντα Λόγον, ἐξηφανίζετο»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβα- σις! Ἀλλ᾽ ὦ Θεέ, πολυέλεε καὶ πολυεύσπλαγχνε, καὶ διὰ νὰ σώσῃς τὸν ἄνθρωπον, δὲν εἶχεν ἡ παντοδυναμία σου ἄλλον τρόπον, χωρὶς νὰ παραδώσῃς εἰς θάνατον τὸν μονογενῆ σου Υἱόν, τὸν δεξιὸν ὀφθαλμὸν τοῦ θείου σου προσώπου; Χωρὶς ἀμφιβολίαν ἐδύνατο ὁ Θεός, ἐνεργῶν ὡς παντοδύναμος, καθὼς μὲ ἕνα λόγον εἶπε καὶ πάντα ἐγένετο, ἔτσι ὁμοίως μὲ ἕνα λόγον νὰ εἰπῇ καὶ νὰ γένῃ ἡ τοῦ ἀνθρώπου σωτηρία. Ἐδύνατο καὶ χωρὶς καμμίαν πληρωμὴν νὰ μᾶς ἀφήση τὸ ἄπειρον χρέος, ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸν θάνατον τοῦ ἰδίου του Υἱοῦ νὰ συγχωρήσῃ τὴν ἁμαρτίαν τοῦ ἀνθρώπου· ἐδύνατο καὶ χωρὶς τὸ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ σβέσῃ τὴν φλόγα τῆς αἰωνίου κολάσεως· ἐδύνατο, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τέτοιας λογῆς δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον δύναμιν, δὲν ἠθέλαμεν γνωρίσει τοῦ Θεοῦ τὴν ἄπειρον συγκατάβασιν. Ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ κάμῃ καὶ ὡς κριτὴς καὶ ὡς πατήρ· νὰ δείξῃ καὶ τὴν δικαιοσύνην του καὶ τὴν φιλανθρωπίαν του πρὸς τὸν ἄνθρωπον, ὁποῦ ἦτον ὁ παραβάτης τοῦ νόμου του, καὶ νὰ κάμῃ ὡσὰν κριτής, νὰ δείξῃ τὴν δικαιοσύνην του πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστόν, ὅπου ἦτον ὁ Υἱός του. Ἐλυπήθη περισσότερον τὸν ἄνθρωπον, παρὰ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀκόμη καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἠθέλησε νὰ θυσιάσῃ τὸν μονογενῆ του υἱὸν διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, μὰ ἰδέτε τὴν διαφορετικὴν τοῦ πράγματος ἔκβασιν. Ἔφθασεν ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν διατεταγ- μένον τόπον, ἑτοίμασε τὸ θυσιαστήριον ἔβαλεν ἐπάνω τὰ ξύλα, ἄναψε ὑποκάτω τὴν φωτίαν καί, συμποδίζοντας τὸν υἱόν του τὸν Ἰσαάκ, τὸν ἔρριψε ἐκεῖ· ἔπιασε τὴν μάχαιραν, ἐσήκωσε τὴν δεξιάν, ἀλλ᾽ ἐκεῖ ὅπου ἤθελε νὰ κατεβάσῃ τὴν θανατηφόρον πληγήν, εἶδεν ὁ Θεὸς καὶ εὐσπλαγχνίσθη· καὶ «Ἀβραάμ, Ἀβραὰμ – εἶπε –στάσου μὴ ἐπιβάλῃς τὴν μάχαιράν σου ἐπὶ τὸ παιδάριον, μηδὲ ποιήσης αὐτῷ μηδὲν»· φθάνει με ἡ καλή σου προαίρεσις, ἂς ζῇ ὁ υἱός σου Ἰσαάκ, διὰ νὰ εἶναι πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν, ὅπου θέλω εὐλογήσει καὶ θέλω πληθύνει ὡς τοὺς ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης.

Καὶ τί παράδοξον, ἦτον, Θεέ μου, ἂν ὁ Ἀβραὰμ ἤθελε θυσιάσει τὸν υἱὸν του διὰ τὴν ἀγάπην σου; ἐσὺ εἶσαι Θεὸς ὅ,τι κάμῃ διὰ σὲ ἕνας ἄνθρωπος, τὸ κάνει χρεωστικῶς καὶ ἀξίως· μὰ τί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος; ἕνας μικρὸς σκώληξ τῆς γῆς, παραβάτης τῶν ἐντολῶν σου· καὶ τόσον τὸν ἀγαπᾷς, ὁποῦ θυσιάζεις τὸν υἱόν σου διὰ τὴν ἀγάπην του; «τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτὸν»; Δὲν εἶναι ἄλλο· τόση εἶναι τοῦ Θεοῦ ἡ συγκατάβασις· ἐλυπήθη τὸν υἱὸν ἑνὸς ἀνθρώπου καὶ δὲν τὸν ἄφησε νὰ θυσιασθῇ, καὶ δὲν ἐλυπήθη τὸν ἴδιὸν του υἱόν, ἀλλὰ ἄφησε νὰ ἀποθάνῃ· «τοῦ ἰδίου υἱοῦ οὐκ ἐφείσατο· ἀλλ᾽ ὑπὲρ ἡμῶν πάντων παρέδωκεν αὐτὸν»· παρέδωκε νὰ τὸν πωλήσωσιν οἱ μαθηταί του, νὰ τὸν ἀρνηθῶσιν οἱ φίλοι του, νὰ τὸν κρίνωσιν οἱ ἐχθροί του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν φθόνον τῶν Ἰουδαίων, εἰς τὴν κρίσιν τῶν ἐθνικῶν, εἰς τὰς κατηγορίας τῶν ἱερέων, εἰς τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν στρατιωτῶν, εἰς τὸ μῖσος καὶ εἰς τὴν μανίαν ἑνὸς ἀχαρίστου λαοῦ, ὅπου ἐδίψα τὸ αἷμα του. Τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐμπτυσμούς, εἰς τὰ ραπίσματα, εἰς τὰς μάστιγας, εἰς τὰς ἀκάνθας, εἰς τὸν σταυρόν, μὲ ἕνα τρόπον, ὅπου δὲν τὸν ἐλογίασεν ὡσὰν υἱόν, ἀλλ᾽ ὡσὰν ἕνα ἁμαρτωλόν, μάλιστα ὡσὰν αὐτὴν τὴν ἰδίαν ἁμαρτίαν, διὰ νὰ κρίνῃ ὡσὰν πταίστην τὸν υἱὸν καὶ νὰ ἀθωώσῃ τὸν πταίστην ἄνθρωπον· διὰ νὰ παιδεύσῃ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ νὰ δικαιώσῃ τὸν ἁμαρτωλόν· διὰ νὰ πληρώσῃ εἰς ἐκεῖνον ὅλην του τὴν θείαν δικαιοσύνην, διὰ νὰ χύσῃ εἰς τοῦτον ὅλον του τὸ ἄπειρον ἔλεος· εἶναι νόημα τοῦ Παύλου «τὸν γὰρ μὴ γνόντα ἁμαρτίαν, ὑπὲρ ἡμῶν ἁμαρτίαν ἐποίησεν, ἵνα ἡμεῖς γενώμεθα δικαιοσύνη Θεοῦ ἐν αὐτῷ»· ὢ ἄκρα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασις!

Τοιαύτη ἦτον ἡ διάθεσις τοῦ Πατρὸς πρὸς τὸν υἱόν· ποία δὲ τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν Πατέρα; Μία ἄκρα ὑπακοή· «ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου». Καὶ τῆς μὲν ἄκρας ταπεινοφροσύνης δίδει τὸ πρῶτον σημάδι εἰς τὸ ἐστρωμένον ἀνώγεον· ἐδῶ τὴν πρώτην φορὰν φαίνεται ἐν δούλου μορφῇ, πλύνει μὲ τὰ ἴδια του χέρια τοὺς πόδας τῶν μαθητῶν εἰς τὸν νιπτῆρα καὶ δίδει τὸν ἑαυτόν του τροφὴν τοῖς μαθηταῖς εἰς τὸ Μυστήριον. Τῆς δὲ ἄκρας ὑπακοῆς, εἰς τὸν κῆπον Γεθσημανῇ· ἐδῶ, ἀγκαλὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος δείχνων ὅλη τὴν ἀσθένειαν τῆς φύσεως, λυπεῖται, μὲ μίαν λύπην τόσον βαθεῖαν, ὅπου τοῦ ἤφερεν ἕως θανάτου τὴν ψυχήν· ἀγωνίζεται μὲ ἕναν ἀγώνα τόσον πολύν, ὅπου τὸν ἔκαμεν νὰ ἐβγάλῃ ἱδρῶτα ὡσὰν αἷμα περισσόν, εἰς τόσον ὅπου ἔτρεχεν ἕως εἰς τὴν γῆν· πίπτει μὲ τὸ πρόσωπον κάτω καὶ μὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὰ χείλη παρακαλεῖ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ δοκιμάση τὸ πικρὸν ἐκεῖνο τοῦ θανάτου ποτήριον· μ᾽ ὅλον τοῦτο, ὑπήκοος μέχρι θανάτου εἰς τὸ θέλημα τοῦ πατρός. «Πάτερ – λέγει – οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾽ ὡς σύ, γενηθήτω τὸ θέλημὰ σου». Στρεφόμενος πρὸς τοὺς τρεῖς μαθητάς, ὅπου ηὗρε καθεύδοντες, τοὺς ἐξυπνεῖ καὶ «ἐγείρεσθε, ἄγωμεν» εἶπεν, ἐκεῖ, ὅπου μᾶς κράζει τοῦ πατρὸς τὸ θέλημα καὶ τοῦ ἀνθρώπου ἡ σωτηρία.

Τώρα τί περισσότερον νὰ θαυμάσωμεν, χριστιανοὶ; τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πατρός, ὅπου ἀπεφάσισε τὸν Υἱόν του εἰς θάνατον; ἢ τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ὅπου τρέχει εἰς τὸν θάνατον μὲ τόσην προθυμίαν; οὐχί, καὶ εἰς τὸν ὁρισμὸν τοῦ πατρὸς καὶ εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Υἱοῦ, ἡμεῖς πρέπει νὰ θαυμάσωμεν τὴν ἄκραν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς συγκατάβασιν;

Ὁ Θεός, διὰ νὰ λυτρώσῃ τοὺς Ἑβραίους ἀπὸ τὴν τυραννίδα τῆς Αἰγύπτου, ἔστειλεν ἕναν ἄνθρωπον, τὸν Μωϋσῆν. Διὰ νὰ σγχωρῇ τὰς ἁμαρτίας τῶν Ἑβραίων, ἔκαμε καὶ ἐχύνετο εἰς τὸ ὁλοκαύτωμα τὸ αἷμα τῶν θυσιῶν, ὅπου ἦτον αἷμα τράγων καὶ μόσχων· μά, διὰ νὰ λυτρώση ἡμᾶς ἀπὸ τὴν τυραννίδα τοῦ ᾅδου, ἦλθεν αὐτὸς ὁ Ἴδιος προσωπικῶς· «ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη, καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη»·διὰ νὰ ἐξαλείψη τὰς ἁμαρτίας μας, ἔχυσεν αὐτὸς τὸ Ἴδιον αἷμα· «οὐ δι᾽ αἵματος τράγων καὶ μόσχων, ἀλλὰ διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος ἔσωσεν ἡμᾶς». Τόσον πολύτιμος εἶναι ἡ σωτηρία μας ὅπου ἀξίζει τὸ αἷμα ἑνὸς Θεοῦ. Μία μοναχὴ σταλαγματία τοῦ θείου αἵματος, εἶναι ὁ ἀκριβώτερος μαργαρίτης τοῦ παραδείσου· καὶ μία μοναχὴ σταλαγματία ἔφθανε, διὰ νὰ σβύσῃ ὅλας τὰς φλόγας τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, τόσον πλουσιοπάροχα, ἐχύθη διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅπου ἐχύθη ὅλον καὶ δὲν ἔμεινε μία σταλαγματία εἰς τὴν φλέβα τοῦ ἐσταυρωμένου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στοχασθῆτε καλὰ τοῦτο τὸ μέγα πρᾶγμα, χριστιανοί· Τοῦτος, ὁποῦ ἔπαθεν, ὁποῦ ἐσταυρώθη, ὁποῦ ἀπέθανεν, εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ· τοῦτος ἔχυσε, διὰ νὰ μᾶς ἐξαγοράσῃ τὰς ψυχὰς ὅλον τὸ αἷμα· καὶ ἡμεῖς, ἀλλοίμονον! κρατοῦμεν ἀκόμη αἰχμαλώτους τὰς ψυχάς· ἡμεῖς ἀκόμη δουλεύομεν τῇ ἁμαρτία· ἡμεῖς ἀκόμη δὲν ἤλθομεν εἰς ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν· καὶ λοιπόν, τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματὶ μου; ἠμπορεῖ νὰ μᾶς εἰπῇ ὁ Σωτήρ. Τόσον αἷμα, ὅπου ἔχυσα ἀπὸ ὅλα τὰ μέλη μου· ἡ ἀγωνία, ὅπου ἔκαμα εἰς τὸν κῆπον· τόσον, ὅπου ἔτρεξεν ἀπὸ ὅλον μου τὸ σῶμα εἰς τὰς μάστιγας, ἀπὸ τὴν κεφαλήν μου διὰ τὰς ἀκάνθας, ἀπὸ τὴν πλευράν μου διὰ τὴν λόγχην· τόσον αἷμα ἀπὸ τὰς πληγὰς τῶν χειρῶν καὶ ποδῶν ἔπεσε ματαίως εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ τὸ καταπατοῦσιν οἱ ἄνθρωποι; τὶς ὠφέλεια ἐν τῷ αἵματί μου!

Πατὴρ ἄναρχε, ἐγὼ ἔκαμα τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἔπαθα, ἐσταυρώθηκα, παρέδωκα τὸ πνεῦμα, ἔχυσα ὅλον τὸ αἷμα διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν χριστιανῶν, μὰ οἱ χριστιανοὶ δὲν γνωρίζουσι τὸν σωτῆρα τους, δὲν θέλουσι τὴν σωτηρίαν τους, ἀγαποῦσι τὴν κόλασίν τους· λοιπὸν διὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπου μὲ ἐσταύρωσαν, ὅπου μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω, ζητῶ συγχώρησιν: «ἀφες αὐτοῖς»· διὰ τοὺς χριστιανούς, ὁποῦ μὲ ἔκαμαν νὰ ἀποθάνω δίχως ὄφελος τῶν πολλῶν, ζητῶ κρίσιν: «κρῖνον αὐτοὺς ὁ Θεὸς»· ἡ δικαιοσύνη σου μὲ ἔκαμε νὰ χύσω τὸ αἷμα μου, ἡ δικαιοσύνη σου ἂς ἐκδικήσῃ τὸ αἷμα μου.

Καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἀπολογίαν ἕνας χριστιανὸς ἀμετανόητος. «Ὁ τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ καταπατήσας, καὶ τὸ αἷμα τῆς διαθήκης κοινὸν ἡγησάμενος» λέγει ὁ Παῦλος· ὅσῳ τιμιωτέρα ἐστάθη ἡ ἐξαγορά του, τόσῳ βαρυτέρα θέλει εἶναι ἡ τιμωρία του.

Ἀλλ᾽ ἡμεῖς ἂς δοξάσωμεν τὸν Σωτῆρα· ἂς κάμωμεν μετάνοιαν· καὶ ἂς λάβωμεν τὴν ὠφέλειαν τοῦ πολυτίμου ἐκείνου αἵματος, ὁποῦ ἐχύθη δι᾽ ἡμᾶς. Ἴδαμεν τὶς εἶναι ἐκεῖνος ὁποῦ ἔπαθε, καὶ ἐθαυμάσαμεν μίαν ἄκραν συγκατάβασιν· ἂς ἰδῶμεν τί ἔπαθε, διὰ νὰ συμπονέσωμεν εἰς μίαν ἄκραν ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Β´

Ἴδετε ποτέ, χριστιανοί, ἕνα μικρὸν πλοιάριον μέσα εἰς πλατεῖαν θάλασσαν, μακρὰν ἀπὸ τὴν γῆν, ἐγκαταλελειμμένον ἀπὸ πᾶσαν τέχνην καὶ βοήθειαν, πολεμούμενον ἀπὸ ἐναντίους καὶ σφοδροτάτους ἀνέμους, συχνοδαρμένον ἀπὸ ἄγρια κύματα, ὅπου τέλος πάντων καταποντίζεται εἰς τὸν βυθὸν; τέτοιας λογῆς στοχασθῆτε νὰ βλέπετε εἰς τὴν αἱματώδη θάλασσαν τῶν πικροτάτων παθῶν, τὸν μονογενῆ υἱὸν τῆς Παρθένου, μακρὰν ἀπὸ τὰς ἀγκάλας τῆς ἠγαπημένης του μητρός· ἐγκαταλελειμ -μένον ἀπὸ τὸν ἄναρχον Πατέρα του, ὅπου μίαν φορὰν παρέδωκεν αὐτόν· μοναχόν, χωρὶς τὴν βοήθειαν καὶ συντρο -φίαν τῶν μαθητῶν, ὅπου τὸν ἀφῆκαν καὶ ἔφυγον.

Μά, ὄχι· ἐγὼ βλέπω ἕναν του μαθητήν, ὅπου ἔρχεται μὲ πλῆθος πολὺ στρατιωτῶν καὶ ὑπηρετῶν, μὲ ἅρματα, μὲ φανούς, μὲ λαμπάδας, πλησιάζει, τὸν ἀγκαλιάζει, τὸν φιλεῖ· εἰς καλὴν ὥραν ἦλθες, φίλε καὶ πιστὲ μαθητά, νὰ παρηγορήσης τὸν λυπημένον, νὰ συντροφεύσης τὸν ἐγκαταλελειμμένον Διδάσκαλον· μὰ – εἶπε μου – τί καλὸν μήνυμα φέρεις ἀπὸ τὴν αὐλὴν τῶν ἀρχιερέων; «Φίλε ἐφ᾽ ᾧ πάρει»; τοὺς ἐκατάπεισες τάχα νὰ ἀφήσωσιν εἰς εἰρήνην ἕνα θειότατον ἄνθρωπον, ὅπου δὲν ἔδωκε κανένα σκάνδαλον, μάλιστα ἔκαμε χιλίας εὐεργεσίας εἰς ὅλον τὸν λαὸν τῆς Ἱερουσαλὴμ; ἢ τάχα ἐξάνοιξες πὼς τοῦ μελετοῦσι κανένα μεγάλον κακὸν καὶ ἦλθες μὲ τόσην παράταξιν νὰ τοῦ δώσῃς βοήθειαν; Δὲν ἀποκρίνεσαι; Νὰ σὲ ἰδῶ καλύτερα ποῖος εἶσαι; Ἄχ! ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἰούδας ὁ προδότης, ὁ ἀποστάτης ἀπόστολος, ὁ δόλιος μαθητής· ἐσὺ εἶσαι, ὁποῦ τὸν ἐφίλησες τώρα, καὶ ἔρχεσαι νὰ τὸν παραδώσῃς; ὢ μεγάλη ἀχαριστία τοῦ Ἰούδα! ὢ μεγάλη συμφορὰ τοῦ Χριστοῦ.

Χριστιανοί, λέγουσι πώς, ὅταν Ἰούλιος ὁ Καῖσαρ εἶδε τοὺς φονεῖς, ὅπου ἦλθον νὰ τὸν φονεύσουν μέσα εἰς τὴν Γερουσίαν, καὶ ἐξάνοιξεν ἀνάμεσα εἰς ἐκείνους τὸν Βροῦτον, ὅπου ἠγάπα ὡς υἱόν· «καὶ σὺ τέκνον»; τοῦ εἶπε· καὶ μὲ τοῦτο ἐσκέπασε τὸ πρόσωπόν του μὲ τὴν χλαμμύδα του, διὰ νὰ μὴ βλέπῃ τόσην ἀχαριστίαν, τὴν ὁποίαν ἐτρόμαξε περισσότερον ἀπὸ τὸν θάνατον. Καὶ πόσην λύπην θὰ ἔλαβε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Ἰούδα; καὶ σὺ τέκνον; θὰ ἔλεγε· καὶ σὺ μαθητά μου; καὶ σύ, ἀπόστολέ μου, εἰς τὴν συντροφίαν τῶν ἐχθρῶν μου; μάλιστα καταφυγὴ τῶν ἐχθρῶν μου καὶ μὲ προδίδεις εἰς θάνατον; «Ἰούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως»; Ἀλλὰ εἰς τὴν μεγάλην ἀχαριστίαν τοῦ προδότου μαθητοῦ, εἶναι καὶ μεγάλη καταφρόνησις τοῦ προδομένου διδασκάλου. Ἐπροδόθησαν καὶ ἄλλοι, ἐπωλήθησαν καὶ ἄλλοι, ἀλλὰ καθὼς ἐπροδόθη καὶ ἐπωλήθη ὁ Χριστός, ἄλλος οὐδείς. Ἐπρόδωσεν ὁ Βροῦτος τὸν Καίσαρα, μὰ διὰ τὴν ἐλευθερίαν τῆς πατρίδος· ἐπρόδωσεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ τριάκοντα ἀργύρια· τόσον ἐνομοθέτησεν ὁ Μωϋσῆς νὰ πληρώνεται ὁ φόνος ἑνὸς δούλου. Κακὸν παράδειγμα, ὅπου ἄφησες, ὦ Ίούδα, νὰ πωλῆται διὰ φιλαργυρίαν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ Χριστός, ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς νὰ πραγματεύωνται τὰ μυστήρια. Ἐπώλησαν οἱ ἀδελφοὶ τὸν Ἰωσήφ, μὰ διὰ νὰ μὴ λάβῃ θάνατον· ἐπώλησεν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστόν, ἀλλὰ διὰ νὰ λάβῃ θάνατον· «ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι»· ἂν δὲν λογίζεται ὡς υἱὸς Θεοῦ, ὑπομονή, δὲν εἶναι ἀκόμη φανερὰ γνωρισμένος· μά, κἂν νὰ ἐλογίζεται ὡς υἱὸς ἑνὸς ἀνθρώπου! οὐδὲ τοῦτο· λογίζεται ὡσὰν ἕνα ἄλογον ζῶον, διωρισμένον εἰς τὴν σφαγήν.

Διψοῦσι τὸ αἷμά του οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ Συνέδριον ὅλον, συνηγμένοι εἰς τὰ παλάτια Ἄννα καὶ Καϊάφα, ὅπου, συρμένος ἀπὸ ὅλην τὴν σπεῖραν, παραστέκεται διὰ νὰ κριθῇ ὁ Ἰησοῦς. Οἱ κριταὶ ἐχθροί, οἱ μάρτυρες ψευδεῖς, ποίαν ἀπόφασιν ἀναμένομεν; «Ἔνοχος θανάτου ἐστὶν»· ἔνοχος θανάτου ἐστὶ; καὶ λοιπὸν ἂς πεθάνῃ μὰ τὶς χρεία εἶναι νὰ τὸν πτύουσι εἰς τὸ πρόσωπον; νὰ τὸν κολαφίζουν, νὰ τὸν ραπίζωσι; καί, διὰ περισσότερον περιγέλοιον, νὰ τοῦ σφαλίζωσι τὰ μάτια; καί, προσθέτοντες τὰς ὕβρεις τῆς βλασφήμου γλώσσης εἰς τὰς βαρυματίας τῆς ἱεροσύλου δεξιᾶς, ἐρωτοῦσιν εἰς κάθε ράπισμα: «προφήτευσον ἡμῖν (λέγοντες), Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; Σταθῆτε, ὦ ὑπηρέται τοληροί, καὶ ἐγὼ θέλω νὰ τὸν ἐρωτήσω: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, ὅπου ἐκαταστήθης καὶ ἔγεινες παίγνιον τῶν ἀνθρώπων, διατὶ τώρα ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὡσὰν σκεπασμένον μὲ τὸ κάλυμμα τῆς πίστεως, «προφήτευσον ἡμῖν· τίς ἐστιν ὁ παίσας σε»; προφήτευσον ἡμῖν ποῖος εἶναι ἐκεῖνος, ὅπου συχνότερα σὲ κολαφίζει, Ἰουδαῖος ἢ αἱρετικὸς ἢ ὀρθόδοξος; προφήτευσον ἡμῖν· τίνος εἶναι ἐκεῖνο τὸ χέρι, ὅπου σοῦ δίδει τὸ βαρύτερον ράπισμα; εἶναι χέρι σκανδαλοποιοῦ ἱερέως ἢ ἀνευλαβοῦς λαϊκοῦ; εἶναι χέρι πόρνης ἀσελγοῦς ἢ νέου ἀκολάστου; εἶναι χέρι ἀδίκου κριτοῦ ἢ πλουσίου πλεονέκτου; εἶναι χέρι φονέως αἱμοβόρου ἢ κλέπτου ἅρπαγος; προφήτευσον ἡμῖν· τί σοῦ πονεῖ περισσότερον; τὰ ραπίσματα τῶν Ἰουδαίων ἢ αἱ ἁμαρτίαι τῶν χριστιανῶν; Ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς μου τώρα δὲν ὁμιλεῖ, σιωπᾷ, καὶ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄφωνος ἀμνός, ὁποῦ προεῖπεν ὁ Ἡσαΐας.

Ἀλλὰ θέλετε νὰ προφητεύσω ἐγὼ; Περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ ἀναρίθητα ραπίσματα, ὅπου τοῦ δίδουσιν οἱ ὑπηρέται τῶν ἀρχιερέων, τοῦ κακοφαίνονται τρία, ὅπου τοῦ δίδει ἕνας του μαθητής, ὁ Πέτρος, ὅπου τρεῖς φοραῖς τὸν ἀρνεῖται· «οὐκ οἷδα τὸν ἄνθρωπον». Ὁ Πέτρος ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἔγεινε πέτρα σκανδάλου· αὐτὴ εἶναι ἡ μοναχὴ πέτρα, ὅπου ἐρράγη, καὶ πρὶν νὰ ἀποθάνῃ ὁ Χριστός, ὅτε τρὶς ἠρνήθη τὸν διδασκαλον· μὰ πάλιν ἐρράγη εἰς τὴν συντριβὴν καὶ ἐγνώρισε τὸν διδάσκαλον. Καθὼς ἐκείνη ἡ πέτρα εἰς τὴν ἔρημον κτυπημένη μὲ τὴν ράβδον τοῦ Μωϋσέως, ἔτσι ἐτούτη συντετριμένη μὲ ἕνα βλέμμα τοῦ Ἰησοῦ· μὲ ταύτην τὴν διαφοράν, πὼς ἀπὸ ἐκείνην ἔτρεξε νερὸν γλυκὺ ὡσὰν μέλι, ἀπὸ ἐτούτην δὲ ἔτρεξαν πικρότατα δάκρυα· «ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς». Δίκαιον ἔχεις, ὦ Πέτρε, νὰ κλαίῃς ἀπαρηγόρητα, πάλιν μακάριος ἐσύ, ὁποῦ καθὼς ἐστάθης γλήγορος εἰς τὸ νὰ ἀρνηθῇς, ἔτσι ἐστάθης καὶ γλήγορος εἰς τὸ νὰ μετανοήσῃς, μίαν ὥραν ἐστάθης εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ ἔκλαυσες ὅλην σου τὴν ζωήν. Ἄθλιοι ἡμεῖς, ὁποῦ εἴμασθεν τόσον γλήγοροι εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τόσον ἀργοὶ εἰς τὴν μετάνοιαν· ἡμεῖς ἁμαρτάνομεν ὅλην μας τὴν ζωὴν καὶ δὲν κλαίομεν μίαν ὥραν.

Μὰ ἐγὼ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν τοῦ Πέτρου καταλαμβάνω πὼς ὁ ἀλέκτωρ ἐφώνησε τρίς, ὅπου ἦτον τὸ σημάδι τῆς μετανοίας του· καὶ λοιπὸν ἐξημέρωσεν, ἤνοιξε τὸ Πραιτώριον τοῦ Πιλάτου. Ἐδῶ ἀπὸ τὸ σπῆτι τοῦ Καϊάφα φέρεται δεμένος ὡσὰν κατάδικος ὁ Ἰησοῦς· καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν ἱερωμένων, μέσα εἰς τὰ σπίτια τῶν ἀρχιερέων κακά, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὰ χέρια τῶν λαϊκῶν, μέσα εἰς τὰ παλάτια τῶν ἀρχόντων χειρότερα. Ὤ ἀσύγκριτος δυστυχία τοῦ Ἰησοῦ! ποὺ ποτε δὲν εὑρίσκει καταφυγὴν καὶ βοήθειαν, ὁλοῦθεν καταφρόνησιν καὶ τιμωρίαν. Ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, Ἰουδαῖοι καὶ ἄρχοντες καὶ δοῦλοι, κριταὶ καὶ στρατιῶται, νέοι καὶ γέροντες, κάθε τάξις, ὅλος ὁ λαὸς τὸν κατακρίνουσι ὡς πταίστην, ὅλοι τὸν θέλουσι ἀποθαμένον, ὅλοι φωνάζουσι: «σταύρωσον, σταύρωσον αὐτὸν»· ἕνας Βαραββᾶς λῃστὴς ἐπίσημος, προτιμᾶται ἀπὸ τὸν ἄπταιστον Ἰησοῦν, διὰ τὸν ὁποῖον μία εἶναι ὁλονῶν ἡ γνώμη καὶ ἡ φωνή: «σταυρωθήτω»· ἐξίσταται εἰς τόσην ὁργὴν ὁ ἡγεμὼν καὶ θέλει νὰ μάθῃ ποῖον εἶναι τὸ πταίσιμόν του, ὅθεν: «τὸ ἔθνος τὸ σὸν – λέγει – καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί, τί ἐποίησας»; Οὐχί, Πιλάτε ἐσὺ μόνος εἶσαι ξένος ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ δὲν ἠξεύρεις τί ἔκαμεν ὁ Ναζωραῖος ἐτοῦτος; «Τί ἐποίησας»; ἐγὼ νὰ σοῦ εἰπῶ· τυφλοὺς ἐφώτισε, λεπροὺς ἐκαθάρισε, παραλύτους ἀνώρθωσε, νεκροὺς ἀνέστησε, λαοὺς πεινασμένους ἐχόρτασε, ψυχὰς πλανεμένας ἐδίδαξεν· αὐτὸ εἶναι τὸ πταίσιμόν του. «Τί ἐποίησας»; ἐρώτησαι τοὺς λαούς, ὁποῦ ἐκστατικοὶ ἤκουον τὸ θεῖον του κήρυγμα· ἐρώτησαι μίαν Σαμαρῖτιν, ὁποῦ μὲ ἕνα του λόγον, ἀπὸ πόρνη ἔγεινε παρθένος· μίαν Μαγδαληνήν, ὁποῦ ἀπὸ ἁμαρτωλὸς ἔγεινεν ἀπόστολος· ἕνα Ζακχαῖον, ὅπου ἀπὸ πλεονέκτης ἔγεινεν ἐλεήμων· ἕνα Ματθαῖον, ὅπου ἀπὸ τελώνης ἔγεινεν εὐαγγελιστής· ἐρώτησε ἕνα Λάζαρον, ὁποῦ ἀκόμη ζῇ, τὸν ὁποῖον ἓξ ἡμέρας εἶναι, ὁποῦ ἀνέστησε τεταρταῖον· ἐρώτησε τοὺς παῖδας τῆς Ἱερουσαλήμ, ὅπου τὸν ἐπροϋπάντησαν μετὰ βαΐων καὶ κλάδων, ψάλλοντες τὸ Ὡσαννά. «Τί ἐποίησας»· ἂν ἦτον δυνατὸν νὰ ὁμιλήσωσι καὶ ἡ θάλασσα καὶ οἱ ἄνεμοι, ὁποῦ τὸν ὑπήκουσαν, καὶ οἱ ἴδιοι δαίμονες, οἱ ἐχθροί του, ὁποῦ τὸν ὡμολόγησαν Υἱὸν Θεοῦ. «Τί ἐποίησας»· καὶ τί δὲν ἔκαμεν, ὦ Πιλάτε; ἂν εἶχες νοῦν νὰ ἐκαταλάβανες τὴν ὑψηλήν μας θεολογίαν, ἐγὼ σοῦ ἔλεγα: πὼς τοῦτος εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρός, «δι᾽ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο»· ὅπου ἔκαμεν ὅσα βλέπεις καὶ ὅσα δὲν βλέπεις, τὴν γῆν μὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα· τὸν οὐρανὸν μὲ τὰ ἄστρα καὶ μὲ τὸν ἥλιον· ὁποῦ ἔκαμε τοὺς ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους καὶ ἐσὲ τὸν ἴδιον, ὦ Πιλάτε· ἕνα μόνον πρᾶγμα δὲν ἔκαμε, τὴν ἁμαρτίαν· «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ». Τοῦτο τὸ ἠξεύρει καὶ ὁ Πιλάτος καὶ τὸ λέγει φανερὰ εἰς ἐπήκοον παντὸς τοῦ λαοῦ: «οὐκ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο… παράνομα κριτήρια τῆς γῆς, κρίσεις ἄδικοι τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων, δὲν φθάνει νὰ εἶναι ἄπταιστος, ὅταν πέφτῃ εἰς τὰ χέρια ἑνὸς ἀδίκου κριτοῦ, ὅπου ἔχει τὰ ἴδια τέλη, ὁποῦ φοβεῖται μὴ χάσῃ τὴν φιλίαν τοῦ Καίσαρος.

Ὁ ἄπταιστος Ἰησοῦς μαστιγώνεται καί, ἂν ἐρωτήσῃς τὴν ἀφορμήν, ὁ ἴδιος κριτὴς ἀποκρίνεται· διατὶ «οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν»· ὢ ἐλεεινὸν θέαμα! νὰ βλέπῃ τινὰς ἕνα Υἱὸν Θεοῦ, ὁποῦ εἰς τοὺς οὐρανοὺς ἀναβάλλεται τὸ φῶς ὡς ἱμάτιον, γυμνὸν εἰς τὰ μάτια καὶ στρατιωτῶν, ὁποῦ ἐμπαίζουσι, καὶ Ἰουδαίων, ὁποῦ βλασφημοῦσιν! Αὐτοὶ ἁρματώνουσι τὴν ἀπάνθρωπον δεξιὰν μὲ τὰς μάστιγας· δέρνουσι, πληγώνουσι, καταξεσκλοῦσι τὰς καθαρωτάτας σάρκας τοῦ θείου Ἐμμανουήλ, ὁποῦ τρέμει, ἱδρώνει, ὀλιγοψυχεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ χυνομένου αἵματος. Καὶ τέτοια βάσανος δὲν ἐτύχαινεν ἐμὲ; τέτοιαι μάστιγες, δὲν ἔπρεπε νὰ δέρνουσι τὰς σάρκας μου, ὁποῦ ἔπταισαν μὲ χιλίων λογιῶν ἁμαρτίας; τόσον αἷμα δὲν ἔπρεπε νὰ τρέξῃ ἀπὸ τὸ κορμί μου, διὰ νὰ πλύνῃ τὰς ἀκαθαρσίας μου; Ἄγγελοι, Σεραφίμ, δράμετε τὸ ὀγληγορώτερον σκεπάσατε τὰ ἀμώμητα ἐκεῖνα μέλη, κρύψετὲ τα ἀπὸ τῶν ἀσεβῶν τὰ ἀκάθαρτα βλέμματα.

Μὰ ἐγὼ βλέπω καὶ τὰ ἐσκέπασαν μὲ κόκκινην χλαμύδα, μὲ τὴν ὁποίαν οἱ στρατιῶται τὸν ἐνδύουσι διὰ παίγνιον, ὡς βασιλέα τῶν Ἰουδαίων. Τοῦ βάνουσιν, ὡσὰν βασιλικὸν διάδημα, ἕνα ἀκάνθινον στέφανον, ὁποῦ τοῦ κεντᾶ καὶ πληγώνει βαθεῖα τὴν κεφαλή. Τοῦ δίδουσι βασιλικὸν σκῆπτρον ἕνα κάλαμον, τὸν ὁποῖον συχνοπαίρνουσιν ἀπὸ τὰ χέρια του, διὰ νὰ δέρνουσι τὴν κεφαλήν του. Γονατίζουσιν ἐμπρός του, ἐμπαίζοντές τον ὡς ἕνα μωρόν, καὶ τὸν χαιρετοῦσι μὲ ἐμπτυσμοὺς καὶ ραπίσματα· «χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων». Δὲν ἐσφάλετε, ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς· θέλοντες νὰ κάμετε ἕνα πλαστὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων, ἐκάματε τὸν ἀληθινὸν βασιλέα τῶν χριστιανῶν. Ἡ βασιλεία τοῦ Ἰησοῦ μας Χριστοῦ, δὲν εἶναι, ὄχι, βασιλεία ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· τέτοιον βασιλέα καταφρονεμένον καὶ βασανισμένον προσκυνοῦμεν ἡμεῖς, διατὶ καυχώμεθα εἰς τὰς καταφρονήσεις καὶ εἰς τὰ βάσανα. Μὲ τέτοιαν ὀνειδιστικὴν χλαμμύδα τὸν θέλομεν, διατὶ τὸ ὄνειδός μας εἶναι δόξα καὶ τιμή· μᾶς ἀρέσει ὁ ἀκάνθινός του στέφανος διατὶ μᾶς ἀρέσει ἡ θλῖψις καὶ στενοχώρια. Δὲν ἐπιθυμοῦμεν νὰ ἔχῃ ἄλλο σκῆπτρον, παρὰ ἕνα ἐλαφρὸν κάλαμον, διότι δὲν ὀρεγόμεθα βάρος περιουσίας βιοτικῆς. Δὲν ἐσφάλετε ὄχι, ὦ ἀσεβεῖς, καὶ μὴ θέλοντες ἐχειροτονήσατε τὸν βασιλέα τῶν μαρτύρων μας καὶ ἀσκητῶν μας, ποὺ θέλουσι πολιτεύσειν τὸν οὐρανόν. Ἄχ! καὶ νὰ ἠξεύρετε πὼς τέτοιον βασιλέα, ὅπου τώρα ἐμπαίζετε, θέλουσι προσκυνήσει ὅλοι οἱ βασλεῖς τῆς γῆς. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ὑποκάτω ἐκείνης τῆς ξεσχισμένης χλαμμύδος, ὁποῦ τοῦ ἐβάλετε, θέλουσιν ὑποταχθῇ εἰς προσκύνησιν πάντα τὰ ἔθνη. Νὰ ἠξεύρετε πὼς ἐκεῖνα τὰ ἀκάνθια, μὲ τὰ ὁποῖα τοῦ ἐπλέξατε στέφανον, θέλουσι γίνει βέλη κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἁγίας μας πίστεως. Νὰ ἠξεύρετε, πὼς μὲ ἐκεῖνον τὸν ἐλαφρὸν κάλαμον, ὅπου τοῦ ἐδώκατε, θέλει καταβάλει καὶ τὴν συναγωγὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς ναοὺς τῶν εἰδωλολατρῶν.

Χριστιανοί, ὅπου μὲ ἀκούετε, δὲν εἶναι ἔτσι; τοιοῦτος σωστὰ εἶναι ὁ βασιλεύς, τοῦ ὁποίου ἡμεῖς εἴμεσθεν δοῦλοι. Βασιλεὺς τῶν πόνων καὶ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ἰδέτε τον, ὅπου προβαίνει φορῶν τὸν ἀκάνθινον στέφανον καὶ τὸ πορφυροῦν ἱμάτιον, συντροφιασμένος ἀπὸ τὸν Πιλάτον, ὁποῦ τὸν δείχνει εἰς τὰ μάτια ὅλης τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ λέγει: «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Κρατήσετε τὰ δάκρυά σας, δὲν θέλω νὰ κλαύσετε· θέλω νὰ προσκυνήσετε τὸν βασιλέα ἡμῶν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Πάτερ οὐράνιε, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁποῦ δὲν ἔχει οὔτε εἶδος, οὔτε κάλλος, εἶναι ὁ μονογενῆς σου Υἱός, ὁποῦ «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου ἐγέννησας»; Ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τοῦτος ὁ ἄνθρωπος, ὁ πολυπαθής, εἶναι ἐκεῖνος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης, τοῦ ὁποίου ψάλλετε ἀκατάπαυστα τὸν ἐπινίκιον ὕμνον ἐν οὐρανοῖς; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ποῦ εἶσθε, προφῆται, νὰ ἰδῆτε τὴν προσδοκίαν τῶν ἐθνῶν, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν ἐπιθυμημένον Μεσσίαν; ποῦ εἶσθε, Ἀπόστολοι, νὰ ἰδῆτε τὸν Θεὸν καὶ διδάσκαλον; ποῦ εἶσαι, μήτηρ γλυκυτάτη Μαρία, νὰ ἰδῇς τὸν μονάκριβόν σου υἱὸν; «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος». Ἴδετε, ἱερεῖς, τὸν ἄκρον ἀρχιερέα σας· ἴδετε, παρθένοι, τὸν νυμφίον σας· ἴδετε, ὀρφανοί, τὸν πατέρα σας· ἴδετε, πλανεμένοι τὸν ὁδηγόν· ἴδετε, ἀσθενησμένοι, τὸν ἰατρόν· ἴδετε, ἁμαρτωλοί, τὸν σωτῆρα· ἴδετε χριστιανοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ γνωρίσατε τὸν βασιλέα ἡμῶν· Χαῖρε ὁ βασιλεύς, ὄχι τῶν Ἰουδαίων, ἀλλὰ τῶν Χριστιανῶν. Ὁ θεῖος σωτὴρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν· ὁ αἰώνιος νυμφίος τῆς ἐκκλησίας μας. Ἐσὺ δὲν ἔχεις εἶδος καὶ μορφὴν ἀνθρώπου, ἀλλ᾽ ἡμεῖς τοῦτο τὸ πρόσωπον λατρεύομεν· φιλοῦμεν τὰ σχοινία τῶν χειρῶν σου, ὁποῦ μᾶς ἰάτρευσαν· καταφρονεμένος, πληγωμένος, αἱματωμένος, ἂς εἷσαι ὁ βασιλεὺς ἡμῶν· ἐκτός σου ἄλλον οὐκ οἴδαμεν. «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος»· μὰ ὄχι, ἴδε ὁ Θεός· σὲ γνωρίζομεν διὰ ἄνθρωπον, ὅταν βλέπωμεν τὰ πάθη σου· σὲ γνωρίζομεν διὰ Θεόν, ὅταν βλέπωμεν τὴν εὐεργεσίαν σου· ἄνθρωπος ὁμοῦ καὶ Θεός, διατὶ πάσχεις καὶ σώζεις.

Μὰ φθάνει, σὲ παρακαλοῦμεν, ἕως ἐδῶ· ἵλεώς σοι, Κύριε, μὴ πάθῃς ἄλλο περισσότερον· φθάνει καὶ περισσεύει διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ὅσον αἷμα ἔχυσες ἕως τώρα. Ἰησοῦ μου, ψυχὴ τῆς ψυχῆς μου, διὰ νὰ μὴ σὲ ἀφήσω νὰ μισεύῃς, ἂν ἦτον δυνατὸν ἤθελα νὰ σὲ κρύψω μέσα εἰς τὴν καρδίαν μου. Μά, ἀλλοίμονο εἰς ἐμέ· αὐτὴ εἶναι ὅλη μολυσμένη ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ φοβοῦμαι πὼς ἐσύ, ὁ καθαρώτατος, παρὰ νὰ στέκῃς εἰς τὴν ἀκάθαρτόν μου καρδίαν, κάλιον θέλεις νὰ στέκῃς εἰς τὸν σταυρόν· καὶ πήγαινε εἰς τὸν Σταυρόν, ὁποῦ ἐγὼ σὲ ἀκολουθῶ μὲ τὰ δάκρυά μου καὶ μὲ τὸν λόγον μου.

Καὶ ὄντως Σταυρὸς εἶναι ὁ θάνατος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸν ἀπεφάσισεν ὁ Πιλάτος· «παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ». Καὶ λοιπὸν μὲ φοβεροὺς ἀλαλαγμούς, μὲ μεγάλας χαράς, μὲ ἄπειρον πλῆθος λαοῦ, τὸν παίρνουσιν ἀπὸ τὸ πραιτώριον τοῦ Πιλάτου οἱ Ἰουδαῖοι· καὶ οἱ στρατιῶται τοῦ φορτώνουσιν εἰς τοὺς ὤμους του τὸ τιμωρητικὸν ξύλον τοῦ σταυροῦ· τὸν περνοῦσιν ἀπὸ τοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ φορτωμένον τὸ βάρος, ἀγωνισμένον ἀπὸ τὸν κόπον, στάζοντα ἱδρῶτα ἀπὸ ὅλον τὸ κορμί, τὸν ἀνεβάζουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Γοργοθᾶ. Ποτίζουσι τὰ μαραμένα του χείλη μὲ ὄξος καὶ χολήν· καί, ἐπειδὴ πολλὰ ὀλίγη ζωὴ ἔμεινεν ἀκόμη εἰς ἐκεῖνα τὰ πολυπαθῆ μέλη, σπουδάζουσι τὸ γρηγορώτερον νὰ τελειώσωσιν τὸ παράνομον ἔργον. Τὸν ἐκδύουσι μὲ βίαν· τὸν ρίπτουσι εἰς τὴν γῆν, τὸν ἁπλώνουσιν ἐπάνω εἰς τὸν Σταυρόν, καρφώνουσι πρῶτον τὴν δεξιάν, τὴν ἀριστερὰν ὕστερα, καὶ τοὺς δύο πόδας, καὶ τέλος πάντων, μὲ χίλιαις φοβεραῖς φωναῖς, συμπλεγμέναις μὲ ἄλλας τόσας βλασφημίας, τὸν σηκώνουσι ὑψηλὰ καὶ σταίνουσι τὸν Σταυρὸν ἐπὶ τὸν καλούμενον Κρανίου τόπον. Δὲν φθάνει, ἀλλ᾽ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν σταυρώνουσι καὶ δύο ληστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων διὰ νὰ μὴ λείψῃ εἰς τὴν ἄκραν βάσανον καὶ ἄκρα ἀτιμία· διὰ νὰ εἶναι διπλοῦν πάθος, καὶ σώματος καὶ ψυχῆς. Τοὺς πόνους τῆς σκληρᾶς ταύτης σταυρώσεως ἐκεῖνος μόνο ἔχει δύναμιν νὰ τοὺς ἐξηγήσῃ, ὅπου μόνος ἔλαβεν ὑπομονὴν νὰ τοὺς δοκιμάσῃ. Λέγουσιν οἱ ἱεροὶ θεολόγοι, στοχαζόμενοι τὸ ἁγιώτατον σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πὼς ἦτον ὄχι ἔργον φύσεως, διατὶ δὲν ἦτον τῆς θείας δυνάμεως ἐξ αἱμάτων, οὐδὲ ἐκ θελήματος ἀνδρὸς · διατὶ ἦτον ἐκ Πνεύματος ἁγίου καὶ ἐκ τῶν καθαρῶν αἱμάτων Μαρίας τῆς ἀειπαρθένου, θεότευκτον κατοικητήριον μιᾶς ὁλοφώτου ψυχῆς· ὅπου ἔχει δηλαδὴ καὶ τὰς ἔξω αἰσθήσεις, καὶ τὰς ἔσω δυνάμεις εἰς μίαν ἄκραν τελειότητα. Λέγουσι· πὼς ὅλοι οἱ πόνοι ὁμοῦ, ὁποῦ ἐδοκίμασαν εἰς τὰς βασάνους οἱ μάρτυρες, δὲν εἶναι νὰ συγκριθῶσι ἕναν μόνον πόνον ἀπὸ ἐκείνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός. Εἶναι ὅμως ἀκόμη καὶ τοῦτο, πὼς εἰς ἐκείνους τοὺς πόνους τῶν μαρτύρων ἔστεκεν ἀοράτως ὁ Θεός, ὅπου τοὺς ἐδυνάμωσε μὲ τὴν θείαν του χάριν· ὅθεν ἐκεῖνοι πολλάκις ἐχόρευον μέσα εἰς τὰς φλόγας, ἔχαιρον εἰς τὴν σφάγὴν καὶ ἢ ἐκεῖνοι ἦτον ὁλότελα ἀναίσθητοι εἰς τοὺς πόνους ἢ οἱ πόνοι ἦσαν πολλὰ ἐλαφροὶ εἰς ἐκείνην τὴν αἴσθησιν· ἀλλ᾽ εἰς τοὺς πόνους, ὅπου ἐδοκίμασεν εἰς τὰ πάθη του ὁ Χριστός, παρέδωκεν αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ τρόπον τινὰ ὁλότελα τὸν ἐγκατέλειπε· τὸ λέγει ὡσὰν παραπονεμένος ὁ αὐτὸς Ἰησοῦς: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»; Ὄχι πὼς ἡ θεότης ἐγκατέλειψε κἂν μίαν στιγμὴν τὴν ἀνθρωπότητα, μὲ τὴν ὁποίαν ἦτον ἀχώριστα ἡνωμένη ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ὑποστάσεως, ἀλλ᾽ ὅσον εἰς τὰ πάθη, ἡ θεότης τέτοιας λογῆς ἄφησε μοναχὴν τὴν ἀνθρωπότητα νὰ πάσχῃ καὶ νὰ πονῇ, ὡσὰν νὰ μὴν ἦτον μετ᾽ αὐτὴν ἡνωμένη ὁλότελα, διὰ νὰ μὴν ἔχῃ εἰς τὰ πάθη καμμίαν βοήθειαν, εἰς τοὺς πόνους καμίαν παρηγορίαν· «Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες»;

Μὰ ἂν ὁ οὐράνιος Πατὴρ ἐγκατέλιπε τὸν Χριστόν, δὲν τὸν ἐγκατέλιπε ἡ ἀγαπημένη του Μήτηρ. Ἄχ, χριστιανοί! ἂν ἕνας σταυρὸς κρατῆ τὸν Χριστὸν ὄπισθεν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, ἡ παρουσία τῆς γλυκυτάτης μητρὸς εἶναι ἄλλος ἕνας σταυρός, ὅπου ἐμπρὸς εἰς τὰ μάτια του. «Εἱστήκει παρὰ τῷ σταυρῷ τοῦ Ἰησοῦ ἡ μήτηρ αὐτοῦ». Αὐτὴ στέκει, βλέπει, δὲν κλαίει, δὲν παραπονεῖται, καὶ βαστᾶ εἰς τὴν καρδίαν μὲ σιωπὴν ἐκείνην τὴν ρομφαίαν, ὁποῦ τῆς ἐπροεῖπεν ὁ Συμεών· στέκει ἐσταυρωμένη εἰς τὴν σταύρωσιν, μὰ εἰς τὸν ἴδιον καιρὸν γίνεται δεύτερος σταυρὸς τοῦ Ἐσταυρωμένου. Ἐγὼ δὲν ἠξεύρω, ποῖος βασανίζεται περισσότερον, ὁ υἱὸς ἢ ἡ μητέρα; καὶ ποῖος υἱὸς ἐγνώρισε τέτοιαν μητέρα; ἐθλίβετο ἡ μητέρα, συνεθλίβετο καὶ ὁ υἱός. Ἐδοκίμαζεν ὁ υἱὸς εἰς τὸ πάθος του τὴν θλῖψιν τῆς μητρός, ἐδοκίμαζεν ἡ μητέρα σιμὰ εἰς θλῖψιν της τὸ πάθος τοῦ υἱοῦ, καὶ ἐγίνετο εἰς τὸν υἱὸν καὶ εἰς τὴν μητέρα διπλῆ ἡ βάσανος, ὁποῦ ἔκανεν ἀπὸ τὸν πόνον τοῦ υἱοῦ καὶ ἀπὸ πόνον τῆς μητρὸς ἕνα μοναχὸν πόνον. Πόνον, ὅπου ἤρχετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τοῦ υἱοῦ εἰς ἐκείνην τῆς μητρὸς καὶ ἐστρέφετο ἀπὸ τὴν καρδίαν τῆς μητρὸς εἰς ἐκείνην τοῦ υἱοῦ· καὶ τέτοιας λογῆς ἐρχόμενος καὶ στρεφόμενος, ἐγένετο πάντα πλέον σφοδρὸς καὶ ἐξανάσπα καὶ τὰς δύο καρδίας, διὰ νὰ τὰς φέρῃ εἰς μίαν. Καὶ πέλος πάντων ἢ ἤθελε σύρει υἱὸν εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς μητρὸς ἢ ἤθελε σύρει τὴν μητέρα εἰς τὸν σταυρὸν τοῦ υἱόν, ἂν ὁ Ἰησοῦς μου, ὅπου ἤθελε νὰ ἀποθάνη μοναχός, χωρὶς συντροφίαν εἰς τὸν σταυρὸν δὲν ἤθελεν ἐμποδίσει· μὰ πῶς; Μὲ ἕνα δεύτερον πόνον, ἀκόμη ἀπὸ τὸν πρῶτον μεγαλύτερον, ἀναγκαζόμενος νὰ μὴν τὴν γνωρίσῃ, ἀλλ᾽ ὡσὰν μίαν ξένην γυναῖκα, καὶ νὰ τῆς δώσῃ τὸν Ἰωάννην ὡσὰν ἄλλον υἱόν: «Γύναι, ἴδε, ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» Ἀλλ᾽ ὦ σταυρωμένε Βασιλεῦ, τί ὑπομένεις; ἐχόρτασες ἕως τώρα, πίνοντας τὸ πικρὸν τοῦ θανάτου ποτήριον; ὄχι· διψῶ. Ἀπὸ ὅλα τὰ βασανισμένα μέλη, ἡ γλῶσσα ἔμεινεν ἀκόμη, καὶ ζητεῖ πάθος ξεχωριστόν· ὅθεν γεύεται ὅξος μεμιγμένον μὲ ὕσσωπον, ὕστερην σταλαγματίαν τοῦ πικροῦ ποτηρίου. «Ὅτε οὖν ἔλαβε τὸ ὄξος ὁ Ἰησοῦς, εἶπε· τετέλεσται». Καὶ ἐδῶ, ὡσὰν φρόνιμος οἰκονόμος, γνωρίζοντας πὼς ἐγγίζει ἡ ὥρα τοῦ θανάτου του, κάνει εἰς τὴν καινὴν διαθήκην πλήρωμα καὶ τέλος εἰς τὴν παλαιάν. Καὶ ἀφίνει πρῶτον μὲν τῶν ἐχθρῶν του, τῶν Ἰουδαίων, τὴν συγχώρησι· «Πατὲρ ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι». Ἀφίνει τῶν στρατιωτῶν, ὅπου ἐσταύρωσαν, τὰ ἱμάτια, τὰ ὁποῖα «διεμερίσαντο ἑαυτοῖς, βάλλοντες κλῆρον». Ἀφίνει τοῦ καλοῦ ληστοῦ, ὅπου τὸν ἐπαρακάλεσε καὶ εἶπε: «μνήσθητί μου, Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», τὸν παράδεισον· «ἀμὴν λέγω σοι, σήμερον μετ᾽ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ». Ἀφίνει τοῦ Κεντυρίωνος, ὅπου τὸν ἐγνώρισεν: «ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος», τὴν θεογνωσίαν. Ἀφίνει τοῦ ἑνὸς μαθητοῦ, τοῦ Πέτρου, ὅπου τὸν ἠρνήθη καὶ ἐμετανοήσε, τὴν προτέραν χάριν τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματος. Ἀφίνει τοῦ ἄλλου, τοῦ Ἰωάννου, τὴν ἐπιστασίαν τῆς ἰδίας μητρός: «ἴδε ἡ μήτηρ σου». Ἀφίνει τῆς λυπημένης μητρὸς τὴν συντροφίαν τοῦ μαθητοῦ, «ἴδε ὁ υἱός σου». Ἀφίνει τῆς νύμφης του Ἐκκλησίας τὰ ἑπτὰ μυστήρια. Ἀφίνει τῶν τέκνων του, τῶν χριστιανῶν, τὸν Σταυρόν του, νὰ βαστῶσιν εἰς ὅλην τους τὴν ζωήν· ἀφίνει τοῦ οὐρανίου Πατρὸς τὸ πνεῦμά του: «Πάτερ εἰς χεῖράς σου παρατίθημι τὸ πνεῦμά μου»· ἀλλὰ καὶ τοῦτο μὲ τὴν συνηθισμένην ὑπακοήν· διατὶ «κλίνας τὴν κεφαλήν, παρέδωκε τὸ πνεῦμα». Ἐσὺ ἔμεινες νεκρὸς ἄφωνος, Θεῖε Λόγε, καὶ ἐγὼ κρατῶ πρὸς ὀλίγον τὸν λόγον μου, νὰ στοχασθῶσι τί ἔπαθες καὶ νὰ συμπονέσωσιν εἰς τὴν ἄκραν σου ὑπομονήν.
ΜΕΡΟΣ Γ´

Νὰ ἀποθάνῃ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ὁποίαν ἐδύνατο νὰ τὴν ἐνεργήσῃ μὲ κάθε τρόπον ὡς παντοδύναμος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα συγκατάβασις. Νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον, συντροφιασμένον ἀπὸ τόσον ὄνειδος καὶ ἀπὸ τόσον πάθος, ἐκεῖ ὅπου ἐδύνατο νὰ ἀποθάνῃ μὲ ἕνα θάνατον ἁπλοῦν, χωρὶς τόσον ὄνειδος καὶ χωρὶς τόσον πάθος, αὐτὸ εἶναι μία ἄκρα ὑπομονή. Μὰ τάχα διὰ ποῖον ἔδειξε τὴν ἄκραν συγκατάβασιν; τάχα διὰ ποῖον ἔλαβε ταύτην τὴν ἄκραν ὑπομονὴν; Διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἦτον ἐχθρός· καὶ αὐτὴ εἶναι μία ἄκρα ἀγάπη.

Χριστιανοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἡμῶν ἔπαθεν, ἐσταυρώθη καὶ ἀπέθανε δι᾽ ἡμᾶς, ἡμεῖς δὲν τὸν ἐγνωρίζαμεν διὰ Θεόν· ἡμεῖς ἐβλασφημούσαμεν τὸ ὄνομά του, ἡμεῖς ἐκαταπατούσαμεν τὸν νόμον του, ἡμεῖς ἐλατρεύαμεν ἄλλους θεούς, καὶ περιπλέον ἡμεῖς δὲν ἐκάναμεν καμμίαν ἀρετήν· μάλιστα ἡμεῖς ἤμασθεν βυθισμένοι εἰς πᾶσαν κακίαν· καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς ἤμασθεν ἄξιοι τῆς ὀργῆς του, ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὡς ἁμαρτωλοὶ «ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Νὰ ἀποθάνῃ ὁ πατὴρ διὰ τὸν υἱὸν ἢ ὁ υἱὸς διὰ τὸν πατέρα ἢ ὁ συγγενὴς διὰ τὸν συγγενῆ, αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φύσις καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἔγεινε καμμίαν φοράν. Νὰ ἀποθάνῃ διὰ τὸν φίλον αὐτὸ εἶναι πρᾶγμα, ὅπου τὸ ἐπιζητεῖ ἡ φιλία, καὶ σημάδι μιᾶς ἀγάπης, τῆς ὁποίας ὁμοία δὲν εὑρίσκεται, λέγει ὁ ἴδιος Χριστός· «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις θῇ τὴν ψυχὴν αὑτοῦ ὑπὲρ τῶν φίλων αὑτοῦ»· καὶ τοιαύτης φιλίας εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους κάποια παραδείγματα. Μὰ νὰ ἀποθάνῃ τινὰς διὰ τὸν ἐχθρόν του, τοῦτο δὲν ἐπιζητεῖ οὔτε ἡ φύσις, οὔτε ἡ φιλία· τοῦτο ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἀκόμη δὲν ἔγεινε· τοῦτο τὸ παράδειγμα δὲν ἠκούσθη ποτέ· μὰ τοῦτο γίνεται τοῦτο ἀκούεται μέσα εἰς τὴν πίστιν ἡμῶν τῶν χριστιανῶν, διατὶ ὁ Θεὸς ἀπέθανε διὰ ἡμᾶς τοὺς ἐχθρούς του· εἶναι μία ἀγάπη ὑπὲρ φύσιν, ὑπὲρ λόγον, ὑπὲρ ἔννοιαν· ἀγάπη ἰδία τοῦ Θεοῦ· «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεὸς (μαρτυρεῖ ὁ Παῦλος), ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Αὐτὴ εἶναι μία εὐεργεσία, τὴν ὁποίαν ἡμεῖς δὲν ἠθέλαμεν δυνηθῇ νὰ εὐχαριστήσωμεν ἀξίως, ἀνίσως καὶ ἕνας ἀπὸ ἡμᾶς εἶχεν ἑκατὸν ζωὰς καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ παρέδιδε καὶ τὰς ἑκατὸν ζωὰς εἰς θάνατον. Ἀνίσως καὶ ἡμεῖς ἐζούσαμεν χιλίους χρόνους καὶ διὰ ἀγάπην Χριστοῦ ἐβαστάζαμεν εἰς ὅλους τοὺς χιλίους χρόνους τὸν Σταυρόν. Τέλος πάντων, ὅσα ἠθέλαμεν πάθη, τὰ ἐπάσχαμεν διὰ τὸν εὐεργέτην μας, ἐνῷ ὅσα ἔπαθεν ὁ Χριστός, τὰ ἔπαθε δι᾽ ἡμᾶς, τοὺς ἐχθρούς του. Καὶ μ᾽ ὅλον τοῦτο, εἰς ἀνταμοιβὴν διὰ τὴν ζωήν, ὅπου ἔχασε, δὲν ζητεῖ τὴν ζωήν μας· διὰ τὸ αἶμα ὅπου ἔχυσε, δὲν ζητεῖ τὸ αἶμά μας· ζητεῖ, διὰ τὴν ἀγάπην ὅπου ἔδειξε, τὴν ἀγάπην μας.

Καὶ μήτε τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ ἔχῃ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕνας τόσον εὐεργέτης Θεὸς; καὶ λοιπὸν πῶς ἔχω νὰ σᾶς ὀνομάσω, ὦ ἄνθρωποι; Τυφλούς, ὅπου δὲν βλέπετε τόσον καλὸν; ἀχαρίστους, ὅπου δὲν γνωρίζετε τόσην εὐεργεσίαν; σκληροκαρδίους, ὅπου δὲν μαλακώνεσθε εἰς τὴν ἀγάπην ἑνὸς Θεοῦ;

Ἐγὼ ἠξεύρω πὼς οἱ δαίμονες μοναχὰ εἶναι τόσον στερεοὶ εἰς τὸ κακόν, ἀμετάτρεπτοι ἀπὸ τὴν γνώμην τους, ὅπου εἶναι αἰώνιοι ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ποτὲ δὲν γίνονται φίλοι. Ἐσεῖς δὲν εἶσθε δαίμονες, μὰ πάλιν ἐσεῖς δὲν εἶσθε ἄνθρωποι· πρέπει νὰ εἶσθε τέρατα, συνθεμένα ἀπὸ φύσιν ἀνθρωπίνην καὶ ἀπὸ γνώμην δαιμονικήν· ὅπου διὰ νὰ γενῆτε φίλοι τοῦ Θεοῦ πάντα ἠμπορεῖτε καὶ ποτὲ δὲν θέλετε. Ἐκεῖνος ἂς ἔγεινεν ἄνθρωπος, ἂς ἔπαθεν, ἂς ἐσταυρώθη, ἂς ἀπέθανεν, ἂς ἔχυσεν ὅλον του τὸ αἷμα διὰ ἡμᾶς, ἐσεῖς δὲν τὸν θέλετε· ἄλλα τόσα νὰ πάθῃ, ἂν ἦτο δυνατὸν χίλιαις φοραῖς, πάλι νὰ ἀποθάνῃ, δὲν σᾶς μέλει, δὲν τὸν θέλετε. Αὐταὶ δὲν εἶναι αἱ ἡμέραι, εἰς τὰς ὁποίας ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸ πάθος, τὸν σταυρόν, τὸν θάνατον τοῦ Χριστοῦ; ἀλλὰ ποῖος εἶναι ἀπὸ ἐσᾶς, ὅπου νὰ μετανοῇ ἀληθινὰ καὶ νὰ κλαίῃ πικρά, ὡσὰν ὁ Πέτρος; ποῖος εἶναι, ὅπου νὰ λέγῃ ἐκ καρδίας ὡς ὁ λῃστής: «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου»; καὶ ποῖος μάλιστα δὲν εἶναι ὅπου τώρα διὰ φιλαργυρίαν νὰ μὴ πωλῇ τὸν Χριστόν, ὡσὰν ὁ Ἰούδας; ὁποῦ, μὲ κάθε λογῆς ἁμαρτίαν, νὰ μὴ τὸν προσηλώνῃ, ὡσὰν οἱ Ἰουδαῖοι εἰς τὸν Σταυρὸν; Ποῖος δὲν εἶναι, ὁποῦ νὰ μὴν ἔχῃ σκοπόν, εὐθὺς ὁποῦ ἀναστηθῇ, πάλιν νὰ τὸν σταυρώσῃ πρᾶγμα, ὁποῦ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐτόλμησαν. Ὁ Χριστὸς κρεμᾶται ἐπὶ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καὶ ἐκεῖνος ὁ χριστιανὸς κρεμᾶται ἀπὸ τὰς ἀγκάλας μιᾶς πόρνης. Ἄλλος τὴν ἄφησε, μὰ διὰ νὰ τὴν ξαναπάρῃ τὸ γρηγορώτερον. Ἐκεῖνος οὔτε ἐγνοιάζεται νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ ξένον πρᾶγμα· ἐτοῦτος δὲν ἐσυμπάθησε τὸν ἐχθρόν. Ποῖος δὲν ἐμετανόησε ὁλότελα· καὶ ποῖος ἐμετανόησε, μὲ σκοπὸν νὰ γυρίσῃ εἰς τὴν προτέραν ἁμαρτίαν· καὶ τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ; αὐτὸ δὲν ὠφελεῖ· καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ; Αὐτὸ καταπατεῖται. Μά, ὁ Χριστὸς δὲν ἀπέθανε, διὰ νὰ κάμῃ τοὺς ἐχθρούς του φίλους, διὰ νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλοὺς; αὐτοὶ δὲν θέλουσι, δὲν θέλουσι. Ἀμετανοήτοι, σκληροκάρδιοι ἁμαρτωλοί, καὶ ἂν δὲν τὸν θέλετε διὰ φίλον, ἔχετέ τον διὰ ἐχθρὸν καὶ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς τὸν δείξω τοῦτον τὸν ἐχθρόν σας, διὰ νὰ πληρώσετε τὴν ἐπιθυμίαν σας: Ἰδέτε τον καὶ χαρῆτε, παρηγορηθῆτε, χορτάσετε· ἰδέτε τον ἄνδρες, ἰδέτε τον γυναῖκες, ἰδέτε τον ἱερεῖς καὶ λαϊκοί, ἄρχοντες καὶ πένητες· ἰδέτε τον ὅλοι σας τοῦτον σας τὸν ἐχθρόν· τὸν θέλετε πλέον καταφρονημένον, πλέον βασανισμένον ἀπὸ ὅ,τι τὸν βλέπετε; Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ πάθετε τέτοιας λογῆς καὶ ἀκόμη νὰ μὴ πληρώσετε τὴν Θείαν δικαιοσύνην, ἀκόμη νὰ εἶσθε ἔνοχοι τῆς αἰωνίου κολάσεως. Καὶ αὐτός, ἔπαθεν ὅλα, διὰ νὰ μὴ πάθετε ἐσεῖς τίποτε· αὐτὸς ἐπῆρε τὸ χρέος σας καὶ ἐπλήρωσε μὲ τὸ ἴδιον αἷμα· ἐπῆρε τοὺς ὑπερηφάνους σας λογισμοὺς εἰς τὸν ἀκάνθινον στέφανον· ἐπῆρε τὰς βλασφημίας σας εἰς τὴν γεῦσιν τοῦ ὄξους καὶ τῆς χολῆς, ἐπῆρε τὰς ἔχθρας σας εἰς τὸ κέντημα τῆς πλευρᾶς, ἐπῆρε ταῖς ἁρπαγαῖς σας εἰς τὴν προσήλωσιν τῶν χειρῶν· ἐπῆρε τὰς σαρκικὰς ἀκαθαρσίας εἰς τὰς πληγὰς τῶν μαστίγων, ἐπῆρεν ὅλον τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας σας, εἰς τὸ ξύλον τοῦ Σταυροῦ· ἐπῆρε τὰς ἁμαρτίας, μὰ δὲν ἐκέρδισεν ἀκόμη τοὺς ἁμαρτωλούς. Τόση ἀγάπη, καὶ τὸν ἔκαμε νὰ ἀποθάνῃ διὰ τοὺς ἐχθρούς του; Τόση ἀχαριστία, καὶ οἱ ἔχθροί του δὲν γίνονται φίλοι του;

Ἀμέτανόητοι, σκληρόκαρδοι ἁμαρτωλοί! μὲ διαβολικὴν μηχανὴν οἱ λαοὶ τῆς Ἰαπωνίας, εἰδωλολάτραι ἕως τὴν σήμερον, ἐχθροὶ θανάσιμοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν χριστιανῶν, εἰς τὸ κατώφλιον τῆς πύλης, ὅπου φέρει μέσα εἰς τὴν πόλιν, ἔσκαψαν ἐπάνω εἰς μάρμαρον τὸν τίμιον Σταυρόν, δίδοντες μὲ τοῦτο εἴδησιν πρὸς τοὺς χριστιανούς, τοὺς ὁποίους δὲν θέλουσιν οὔτε νὰ ἀκούουσιν, οὔτε νὰ ἰδοῦσι πώς, ἂν θέλουν νὰ εἰσέβουν εἰς τὴν πόλιν τους, πρέπει πρῶτα νὰ πατήσωσι τὸν Σταυρὸν ἐκεῖνον, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τολμᾷ τινὰς νὰ ὑπάγῃ εἰς μίαν χώραν τόσον ἀσεβῆ. Μὰ ἐγὼ μὲ ἔνθεον ζῆλον θέλω νὰ ὑπάγω, νὰ θέσω κάτω εἰς τὴν θύραν ἐκείνης τῆς πόρνης, ἐκείνης τῆς μοιχαλίδος, τοῦτον τὸν Ἐσταυρωμένον, διὰ νὰ μὴν ἠμπορῆτε νὰ εἰσέβητε ἐκεῖ μέσα, χωρὶς πρῶτα νὰ τὸν πατήσετε· καὶ πατήσατέ τον, πλὴν λέγω ὑμῖν; «ἀπ᾽ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς Δυνάμεως, καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ»· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε τοῦτον τὸν νεκρόν, κριτὴν φοβερὸν ζώντων καὶ νεκρῶν, μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς εἰς τὴν δευτέραν του παρουσίαν. Αὐτὰ τὰ μάτια δὲν θέλουσιν εἶσθαι πάντοτε σφαλιστά, οὔτε αὐτὰ τὰ χέρια πάντοτε καρφωμένα· θέλει ἔλθει καιρὸς νὰ ἰδῆτε ἐκεῖνα ἀναμμένα μὲ ὅλας τὰς φλόγας τῆς θείας ὀργῆς· τοῦτα ἁρματωμένα μὲ ὅλους τοὺς κεραυνοὺς τῆς θείας δικαιοσύνης· τοῦτο τὸ μαραμένον στόμα, ὅπου τώρα σιωπᾷ θέλει ἐβγάλει ὡσὰν βροντὴν τὴν φωνὴν καί, ἀφ᾽ οὗ ἐλέγξῃ τὴν ἀχαριστίαν σας, θέλει εἶπεῖ: «Πορεύεσθε ἀπ᾽ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ».

Μὰ πάλιν ἐγὼ ἠξεύρω, γλυκύτατε Ἰησοῦ, πὼς ἡ ἀγάπη σου εἶναι ἕνα πέλαγος ἀνεξάντλητον, ὅπου δὲν ἔχει ὅριον. μεγάλη ἀληθινὰ εἶναι ἡ ἀχαριστία μας, πλὴν βάσταξε ἀκόμη ὀλίγον μὲ ἐκείνην τὴν συνηθιμένην ὑπομονήν, μὲ τὴν ὁποίαν ἐβάσταξες τὸν Σταυρόν. Μακροθύμησον καὶ δός μοι θέλημα νὰ εἰπῶ διὰ τούτους τοὺς χριστιανοὺς ἕνα λόγον τοῦ συμπαθεστάτου σου στόματος: «ἄφες αὐτοῖς». Δὸς συγχώρησιν εἰς ἱερεῖς καὶ λαϊκούς, συγχώρησιν εἰς ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἂν ἕως τώρα σοῦ σταθήκαμεν ἐχθροί, πάλιν μὲ τὴν χάριν σου γινόμεθα φίλοι· καὶ μὲ ταύτην τὴν ἐλπίδα ἀσπαζόμενοι τοὺς ἀχράντους σου πόδας, Σὲ παρακαλοῦμεν, ὅταν κατέβῃς ἀπὸ τὸν Σταυρόν, νὰ ἔλθῃς νὰ προσηλωθῇς μέσα εἰς τὴν καρδίαν μας, διὰ νὰ εἶσαι ἀχώριστος ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ ἐδῶ εἰς τὴν γῆν, καὶ εἰς τὴν οὐράνιον Βασιλείαν. Ἀμήν.


από τον δικτυακό χώρο του Νεκταρίου Μαμαλούγκου
Η ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΡΟΦΑΣΙΖΟΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΚΗ ΑΚΡΙΒΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΙΣΗΓΑΓΕ ΤΟ ΝΕΟ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΠΑΠΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟ 1924 ΔΙΜΙΟΥΡΓΟΝΤΑΣ ΣΧΙΖΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ! ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΕ ΟΜΩΣ ΤΟ ΕΞΗΣ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ! ΕΝΩ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΜΕ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΥΛΑΒΙΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗΝ ΝΕΑ ΩΡΑ ΤΗΝ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΥΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΙΣ 11.00 μ.μ. ΔΗΛΑΔΗ ΤΟ Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ ΕΝ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΛΕΕΙ ΟΤΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΓΙΝΕ ΟΡΘΡΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ! ΚΑΝΟΥΝ ΑΝΑΣΤΑΣΙ ΤΟ Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ?? ΣΧΙΣΑΝΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΗΘΕΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ?? ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟ ΤΗΡΟΥΝ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΩΡΑ ΤΗΝ ΧΕΙΜΕΡΙΝΗ ! ΒΛΕΠΕΤΑΙ ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ ΠΩΣ ΚΟΡΟΙΔΕΥΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ! Η ΑΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΛΟΓΟ ! ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΗ Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΟΝ ΣΑΤΑΝΙΚΟ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΝΑ ΕΙΣΕΛΘΗ ΚΑΙ ΕΙΣΗΛΘΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ! ΜΗΝ ΨΑΧΝΕΤΑΙ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΜΗΝ ΠΡΟΣΠΑΘΗΤΑΙ ΝΑ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΕΤΑΙ ΤΑ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΤΑΙ ΠΟΥ ΣΑΣ ΕΧΟΥΝ ΟΔΗΓΗΣΗ ΟΙ ΠΟΙΜΕΝΕΣ ΣΑΣ ! ΑΝ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΝΟΝΤΟΥΣΑΝ ΠΡΙΝ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΘΑ ΧΥΝΟΝΤΑΝ ΑΙΜΑ! ΑΛΛΑ ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΑΡΧΗΣ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΑΜΒΛΗΝΑΝ ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΦΡΟΝΗΜΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΑΝ ΜΕ ΛΟΓΙΑ ΕΥΣΕΒΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΟΔΗΓΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΧΩΡΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΗ ΚΑΝΕΝΑΣ . Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΕΧΥΣΕ ΤΟ ΠΑΝΑΧΡΑΝΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΥΣΕΒΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΜΗ ΑΜΦΙΖΒΙΤΟΝΤΑΣ ΤΙΠΟΤΕ ΑΠΟ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΙΔΑΞΕ ΚΑΙ ΟΡΙΣΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΛΑΔΗ Ο ΙΔΙΟΣ!

Η ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕΝ ΤΗΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΝ

ΑΙΡΕΣΙΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΣ ΤΗΣ



Αι, περί καταδίκης τής Νεοεικονομαχίας, θέσεις και πράξεις τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταχωρούνται εις την συνέχειαν, συντόμως και περιληπτικώς προς ενημέρωσιν τών ενδιαφερομένων, αλλά και διά τήν ιστορίαν, επειδή οι αιρετικοί αυτοί, διατείνονται και διαδίδουν, ότι «δέν υπήρξεν εικονομαχία, ούτε εικονομάχοι».

            Ιδού, λοιπόν, ωρισμέναι από τάς ενεργείας τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, τάς οποίας έχει καταγράψει η αδιάψευστος Ιστορία.

1)      Εις τό περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.» τού μηνός Οκτωβρίου 1977, και εις τό άρθρον τό αναφερόμενον εις τήν καθαίρεσιν τού πρώην Επισκόπου Κορινθίας Καλλίστου, έχει γραφή, ότι ο πρώτος λόγος καθαιρέσεώς του, ήτο: «Επί καταστροφή τής εικόνος τής Αγίας Τριάδος».

2)      Εις τό περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.», Ιανουάριος 1978, δημοσιεύεται η εικών τής Αγίας Τριάδος και δισέλιδον άρθρον υπέρ αυτής, μέ τίτλον: «ΔΙΑΤΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΟΥΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ;».  Χαρακτηρίζεται δέ, η κίνησις αυτή, εις τήν Μονήν Ταξιαρχών Αθηκίων Κορινθίας, ως «...εικονομαχική στάσις (=επανάστασις)...πλάνη, κ.λπ.» Εν συνεχεία, παρατίθεται, η εκ τού Ι. Πηδαλίου, γνώμη τού Αγίου Νικοδήμου (Πηδαλ. Σελ. 320).

3)      Εις τό περιοδικόν «Κ.Γ.Ο.», Μάρτιος 1978, δημοσιεύεται απάντησις, εις τήν οποίαν, εκ σαφεστάτων μαρτυριών, αποδεικνύεται, ότι η εικών τής Αγίας Τριάδος, υπάρχει από τόν 10ο αιώνα, καθώς καί όσα η Αγία Γραφή αναφέρει περί Θεού σωματικώς, είναι εικόνες, τύποι καί σύμβολα, (Ιωαν. Δαμασκ., Βιβλ. Α’ Περί Ορθοδόξου Πίστεως).

4)      Απόφασιν τής Ιεράς Συνόδου, Πρακτικόν 91/24.11.1983. διά τής οποίας καθορίζεται, ότι αι αμφισβητούμεναι υπό τών εικονομάχων εικόνες, προσκυνούνται, καθώς έχομεν παράδοσιν μέχρι σήμερον.

5)      Τήν ιστορικήν απόφασιν, τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας τών Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, κατά τήν 19.9.1991, διά τής οποίας διακηρύσσει, ότι εμμένει εις τάς μέχρι σήμερον παραδοθείσας ιεράς εικόνας καί προτρέπει νά προσκυνούνται αδιακρίτως αι, βυζαντινής ή κλασσικής τεχνοτροπίας, τοιαύται, ιδιαιτέρως δέ, αι υπό τών εικονομάχων χαρακτηριζόμεναι ως αιρετικαί, όπως η Αγία Τριάς, η Ανάστασις τού Χριστού εκ τού Τάφου καί αι λοιπαί.  Η απόφασις αύτη επικαλείται τό Πρακτικόν 91/24.11.83).

6)      Τήν σηματικήν Απόφασιν, τής Γενικής Πανελλαδικής Συνελεύσεως, τού Ι. Φιλανθρ. Συνδέσμου Κληρικών τής Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, κατά τήν 30-10-1991, δι ής εγένετο ομοφώνως αποδεκτή, η Ιστορική Απόφασις τής Ιεραρχίας, τήν 19-9-1991 καί μάλιστα υπεγράφη υφ’ όλων τών μελών. Βλέπε σχετικόν Πρακτικόν (2546/24-10-91)

7)      Τήν Α’ Ποιμαντορικήν Εγκύκλιον, τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Γνησίας Ορθοδ. Εκκλησίας, υπ’ αριθμ. 2566/23.1.1992, δι’ ής καθορίζεται, οριστικώς, η θέσις τής Εκκλησίας περί όλων τών αμφισβητουμένων εικόνων, εξ αιτίας τών αιρετικών συγγραμμάτων, τά οποία εδημοσίευσαν κληρικοί καί μοναχοί τού πρώην Αρχιεπισκόπου Ανδρέου.

8)      Τήν απόφασιν τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, ΠΡΑΚΤΙΚΟΝ τής 19.8.1992, εις τήν οποίαν τονίζεται ότι, «ο σάλος ο οποίος ταράσσει τήν Εκκλησίαν προέρχεται από τήν Νεοεικονομαχικήν αίρεσιν» καί ακόμη ότι: «αι φήμαι περί ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου οποθενδήποτε προέρχονται, είτε από κληρικούς, ή μοναχούς είτε από λαϊκούς, εϊναι σατανική διαβολή πρός διάσπασιν τής ενότητος τής Ιεραρχίας...».

9)      Τόν αφορισμόν, ο οποίος υπεγράγη τήν 22.10.92 υφ’ όλης τής Ι. Συνόδου τής Ιεραρχίας, εναντίον αυτών οι οποίοι διέδιδον καί διαδίδουν ανωνύμως, ότι δέν υπάρχη θέμα εικόνων, αλλά θέμα ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου.

10)  Τήν Β’ Ποιμαντροικήν Ιστορικήν Εγκύκλιον, υπ’ αριθμ. 2660/26.2.1993, τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας.  Δι’ αυτής κατακικάζονται καί αναθεματίζονται όλα τά αιρετικά συγγράμματα, φυλλάδια καί λοιπά έντυπα, τά αιρετικά συγγράμματα, φυλλάδια καί λοιπά έντυπα, τά οποία εκυκλοφόρησαν κατά τήν τελευταίαν 20ετίαν, είτε από μέλη τής Εκκλησίας τών Γ.Ο.Χ., είτε εκτός Αυτής, υβρίζοντα τάς εν λόγβ Ι. Εικόνας, ή αμφισβητούντα αυτάς, καθ’ οιονδήποτε τρόπον.

11)  Τό Φθινόπωρον τού 1993, ο πρώην Πειραιώς Νικόλαος εκδίδει βιβλίον περί τών Αγίων Εικόνων, τό οποίον προλογίζουν ο πρώην Αρχιεπ. Ανδρέας μετά τού Κυρύκου Κοντογιάννη.  Εις τό βιβλίον αυτό καί εις τήν σελίδαν (10) χαρακτηρίζεται η κίνησις αυτή, ως εικονομαχική στάσις, (δηλ. Εικονομαχική επανάστασις, κατά τών Αγίων Εικόνων...).  Παρόμοια αναφέρουν εις τους Προλόγους των καί, ο τοτέ Αρχιεπ. Ανδρέας, καθώς καί ο Κήρυκος Κοντογιάννης.  Τοιουτοτρόπως μόνοι των μαρτυρούν, ότι υπήρξε καί υπάρχει Νεοεικονομαχική αίρεσις.

12)  Τάς αποφάσεις τής Ι. Σνόδου τής Ιεραρχίας, διά τών οποίων οι αιρετικοί Ιερομ. Αμφιλόχιος καί Κασσιανός, παραπέμπονται εις Συνοκικόν Δικαστήριον καί επιβάλλεται εις αυτούς αργία επ’ αόριστον από πάσης ιεροπραξίας καί εντέλλονται οι ιερείς νά μη μεταδίδουν τά Θεία Μυστήρια, εις τούς έχοντας επικοινωνία μετά τών ανωτέρω αιρετικών Ιερομόναχων.  Αι εν λόγω Αποφάσεις τής Ιεραρχίας υπεγράφησαν εις τά πρακτικά 1) 2706/3.12.93, διότι οι κληρικοί αυτοί επέμειναν εις τάς αιρετικάς θεωρίας των, πιστεύοντας ότι τά συγγράμματά των, τά κατά τών Ιερών Εικόνων, είναι ορθόδοξα καί απεκήρυξαν τήν Σύνοδον ως αιρετικήν.

13)  Τήν Διευκρίνισιν – Απόφασιν τής Ιεράς Συνόδου, κατά τήν 22.10.93, εις τήν οποίαν τονίζεται, ότι διά τής Β’ Ποιμαντορικής Ιστορικής Εγκυκλίου, υπ’ αρ. 2660/26.2.93, κατεδικάσθη καί ανεθεματίσθη η Νεοεικονομαχική Αίρεσις.  Ακόμη τονίζεται, ότι δέν υπήρξεν σχέδιον ανατροπής τού Αρχιεπισκόπου καί ότι ο Ε. Γκουτζίδης είναι ο εγκέφαλος τού βδελυρού μηχανισμού καί τού επεβλήθη ο Κανονισμός, νά απέχη τού λοιπού τής Θείας Κοινωνίας καί απηγορεύθη εις αυτόν, νά κηρύττη εις τούς Ι. Ναούς.

14)  Τάς Συνοδικάς αποφάσεις τής Ιεραρχίας, αι οποίαι κατεδίκασαν τήν εν λόγω αίρεσιν καί έτυχον τής αμέσου αποδοχής από ολόκληρον τό πλήρωμα τών Ορθοδόξων κλήρον καί λαόν.  Ορισμένοι εξ αυτών κληρικοί, μοναχοί ή λαϊκοί, εδημοσίευσαν μελέτας καί κριτικάς, εναντίον τών αιρετικών συγγραμμάτων, αποδεικνύοντες μέ συντριπτικά επιχειρήματα Αγιογραφικά καί Αγιοπατερικά, τήν σατανικήν πλάνην τής Νεοεικονομαχίας.

15)  Σύσσωμος ο μοναχισμός τού Αγίου Όρους, πολλάκις εγγράφως κατεδίκασεν τήν κίνησιν αυτήν, χαρακτηρίζων αυτήν ως Νεοεικονομαχικήν Αίρεσιν καί μέ τά συγγράμματά του διεφώτισεν τό Ορθόδοξον Πλήρωμα.

16)  Τέλος, ολόκληρον τό πλήρωμα τής Εκκλησίας τών Γ.Ο.Χ. κλήρος καί λαός καί Ιεραί Μοναί αντέδρασαν ακαριαίως καί κατεδίκασαν τήν αίρεσιν ταύτην.

Οι μόνοι οι οποίοι έμειναν αμετανόητοι, όπως ο διάβολος, είναι οι αρχηγοί τής αιρέσεως, οι οποίοι ενώ διακηρύσσουν ότι είναι Ορθόδοξα τά κείμενά των, τά απορρίπτοντα τάς Ι. Εικόνας, υποκριτικώς λέγουν, (επειδή φοβούνται τόν λαόν), ότι δέχονται καί προσκυνούν αυτάς.

17)  Τήν Κυριακήν 31ην Ιανουαρίου 1994, κατά τήν Λειτουργίαν, ανετέθη υπό τού τότε Αρχ/που Ανδρέου, εις τόν Ιερομ. Νεόφυτον Τσακίρογλου, νά ομιλήση εναντίον τού Σεβ/του Μεσσηνίας κ. Γρηγορίου, με σκοπόν νά συμπαρασύρη τό Εκκλησίασμα, εναντίον τού επισκόπου.  Τούτο απέβλεπεν, εις τό νά δικαιολογήση τήν άρνησίν του, νά προσέλθη εις τήν ιεραρχίαν.  Παρά ταύτα όμως ο πιστός λαός ομοφώνως, αντέδρασεν, διέκοψε τόν αμιλητήν καί ηξίωσεν από τόν Ανδρέαν νά προσέλθη, οπωσδήποτε εις τήν Σύνοδον, πρός λύσιν τών προβλημάτων.  Αυτός ηναγκάσθη νά συμφωνήση, πλήν όμως δέν επραγματοποίησεν σύγκλησιν Συνόδου, αλλά παράνομον καί αντισυνοδικόν Συλλείτουργον.

18)  Η Ιερά Μονή Ευαγγελισμού – Παναγουλάκη Καλαμών, τού Σεβ/του Μεσσηνίας κ. Γρηγορίου, μέ φυλλάδιόν της «ΔΙΑΚΗΡΥΞΙΣ – ΑΝΑΦΟΡΑ» Μάρτιος 1994, κατεδίκασεν καί ανεθεμάτισεν τήν Αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί τούς Νεοεικονομάχους.

19)  Τάς ομοφώνους αποφάσεις τών Ορθοδόξων Μοναχών τού Αγίου Όρους, οι οποίοι διακηρύσσουν, ότι αποδέχονται ως Ορθοδόξους τάς Αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας, περί καταδίκης τής Νεοεικονομαχικής Αιρέσεως καί ιδιαιτέρως τάς δύο ιστορικάς Εγκυκλίους, υπ’ αριθ. 2566/23.1.92 καί 2660/26.2.93.

Αι διακηρύξεις αυταί, εδημοσιεύθησαν εις δεκάδες φυλλάδια, εκ τών οποίων αναφέρομεν τά:

1.      «Απαραιτητον καί επιβεβλημένον αίτημα τών Γ.Ο.Χ.» ‘Αγιον Όρος, ‘Ανοιξις 1995.

2.      «Καταδίκη τού νεοσυστάτου Ανδερεϊκού Νεοεικονομαχικού σχίσματος». ‘Αγιον Όρος 8.9.95.

20)  Τήν Κυριακήν τής Ορθοδοξίας (27.9.95) ο Σεβ/τος Μεσσηνίας, εις τήν Ι. Μονήν Ευαγγελισμού Καλαμών, μετά τήν ανάγνοσιν τού Συνοδικού τής Ορθοδοξίας, κατεδίκασεν καί ανεθεμάτισεν τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί ονομαστικώς τούς πρώτους Αιρεσιάρχας:  Κασσιανόν, Αμφιλόχιον, Χρυσάφιον, Ε. Γκουτζίδην, Μάχιμον, Στέφανον, Νεόφυτον καί Κήρυκον, δι’ εγγράφου, τό οποίον ανεγνώσθη ενώπιον κλήρου καί λαού καί φέρει τήν επιγραφήν, «ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΕΜΑΤΙΣΜΟΜΣ ΤΗΣ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΑΙΡΕΣΕΩΣ», 27.2.95.

21)  Τήν Κυριακήν τής Ορθοδοξίας 27.2.95 ο Σεβ/τος Κοζάνης κ. Τίτος, εις τό τέλος τής Θείας Λειτουργίας καί μετά τό πέρας τής περιφοράς τών Αγίων Εικόνων, ωμιλήσας καταλλήλως, κατεδίκασεν καί ανεθεμάτισεν τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας.  Εν συνεχεία ενώπιον κλήρου καί λαού, κατέκαυσεν τά συγγράμματα τών Νεοεικονομάχων, παραδώσας αυτά εις τό πύρ καί τό αιώνιον ανάθεμα.

22)  Τήν Κυριακήν τής Ορθοδοξίας (19.2.96), ο Σεβ/τος Θεσς/νίκης κ. Χρυσόστομος ωμιλήσας σχετικώς περί τής Εορτής, ανεφέρθη καί εις τήν αίρεσιν τής Νεοεικονομαχίας καί ενώπιον κλήρου καί λαού, ανεθεμάτισεν καί κατέκαυσεν τά αιρετικά συγγράμματα αυτών, αντιφωνούντος τού λαού ΑΝΑΘΕΜΑ.

23)  Παρόμοιαι αντιδράσεις, συνέβησαν καί εις άλλας Μητροπόλεις καί ενορίας τής Ελλάδος, κατά τής Αιρέσεως ταύτης, όπως εις Πάτραν κ.λπ.



Τά ανωτέρω, αποτελούν ελάχιστον μόνο δείγμα, τής επί 20ετίαν αντιδράσεως καί καταδίκης κατά τής Νεοεικονομαχίας από τήν Ιεράν Σύνοδον, τόν κατώτερον Κλήρον, τά μοναχικά τάγματα καί τόν πιστόν λαόν, τόν φύλακα τής Ορθοδόξου Πίστεως.,

            Πάντα ταύτα, πρός απόδειξιν κατά τών αιρετικών, ότι υπήρξεν η Νεοεικονομαχία καί Εικονομάχοι.

            Σημείωσις:  Αποτελεί παράδοσιν εις τήν Εκκλησίαν, η ρήψις τών αιρετικών συγγραμμάτων εις τό πύρ.  Παραδείγματα αναφέρονται από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως συνέβη μέ τά συγγράμματα τών αιρετικών Νεστορίου, Σεβήρου, τού Ουμβέρτου τό έγγραφον υπό τού Πατρ. Μιχαήλ Κυρουλαρίου, καθώς καί τών Βαρλαάμ καί Ακινδύνου κ.λπ. (βλ. Πηδάλιον 60ος Κανών Αγ. Αποστόλων καί σημειώσεις).
ΤΑ ΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΝΕΟΕΙΚΟΝΟΜΑΧΩΝ

ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΔΙΚΑΣΕΝ ΚΑΙ ΑΝΕΘΕΜΑΤΙΣΕΝ Η

ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ





Τά, υπό τής Γνησίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, καταδικασθέντα καί αναθεματισθέντα αιρετικά συγγράμματα, είναι κατά χρονολογικήν σειράν από τής εμφανίσεώς των:



1)          «Μελέτη ενορίας Αγ. Ιωάννου Θεολόγου»,  Θεσσαλονίκη 1976, τού Αλεξ. Καλομοίρου.



2)          «Η εικονογραφική παρουσίαση τού Θεού Πατέρα», τού Ιερομον. Κασσιανού Μπράου, Αθήναι 1989.



3)          Μελέτη τού Ιερομον. Αμφιλοχίου Ταμπουρά, Ιούνιος 1990.



4)          «Απαγορευμένες απεικονίσεις», τού Γ. Γαβριήλ, Θεσς/νίκη 1990.



5)          «Περί Εικονογραφίας», τού μον. Χρυσαφίου, Άνοιξις 1990, καθώς καί εικονομαχικαί επιστολαί αυτού.



6)          «Περί τού Παλαιού τών ημερών εις τό όραμα τού προφήτου Δανιήλ», τού Κασσιανού Μπράου, 3.10.1991.



7)          Τεύχη, Υπομνήματα, φυλλάδια καί επιστολαί τού Ελευθ. Γκουτζίδη σχετικά μέ τήν Νεοεικονομαχίαν, κατά τήν πενταετίαν 1990-95.



8)          Επιστολαί καί Πόρισμα τού αιρεσιάρχου Μαξίμου Τσακίρογλου.



9)          Επιστολαί, γνωμαδοτήσεις καί πόρισμα, τών Στεφάνου καί Νεοφύτου αδελφών Τσακίρογλου.



10)      Γνωμοδότησις καί απιστολαί, τού Ευσταθίου Τουρλή.



11)      Γνωμοδοτήσεις, ενστάσεις, γυλλάδις, επιστολαί καί πόρισμα, τού Κηρύκου Κοντογιάννη.



12)      Επιστολαί, φυλλάδια, γνωμοδήησις καί πόρισμα, τού Δημητρίου Κάτσουρα.



13)      Γνωμοδοτήσεις καί επιστολάς, εκτός τών ανωτέρω Αρχηγών καί Αιρεσιαρχών, εδημοσίευσαν καί άλλοι αντιγράφοντες αυτούς, ή υπογράφοντες τά έτοιμα κείμενα, τά οποία τούς έδιδον οι ανωτέρω αρχηγοί των, αιρεσιάρχαι Νεοεικονομάχοι.



Επλισης, εις τήν αυτήν καταδίκην καί τόν αναθεματισμόν, συμπεριλαμβάνονται καί όσοι έτεροι συνέγραψαν ή δημοσίευσαν παρομοίας αιρετικάς θεωρίας καί δέν περιήλθον εις γνώσιν τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας, διά νά συμπεριληφτούν φανερώς καί επισήμως μέ τούς ανωτέρω Νεοεικονομάχους.
ΑΠΟΚΟΠΗ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΕΚ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΑΠΟ ΜΑΤΘΑΙΟΥ Γ.Ο.Χ.


Εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία κατά τήν πορείαν της ἀνά τούς αἰῶνας ἀντιμετώπιζε πάντοτε προβλήματα Σχισμάτων καί Αἱρέσεων, τά ὁποῖα δέν προήρχοντο μόνον ἐκ τῶν ἔξω ἀλλά κυρίως ἐκ τῶν ἔσω, π.χ. τό Σχίσμα τῶν Παπικῶν τό 1054, τό Σχίσμα τῶν Νεοημερολογιτῶν τό 1924, τό Σχίσμα τῶν Φλωρινικῶν τό 1937, καί παλαιότερον αἱ Αἱρέσεις τῶν Εἰκονομάχων, τῶν Μονοθελητῶν, τῶν Μονοφυσιτῶν, τῶν Νεστοριανῶν, τῶν Ἀρειανῶν, τῶν Μανιχαίων, τῶν Γνωστικῶν, τῶν Μοντανιστῶν, τῶν Μαρκιωνιστῶν, καί τόσων ἄλλων ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.

Οὕτω συνέβη καί εἰς τήν πρόσφατον πορείαν τῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τούς κόλπους τῶν ἀπό Βρεσθένης Ματθαίου προερχομένων Γ.Ο.Χ., προεκλήθησαν ἀνόσια Σχίσματα καί Αἱρέσεις τό 1977, τό 1995 καί τό 2002.

Τό 1977, ὁ διά τῶν χειρῶν τοῦ Βρεσθένης λαβών τήν Ἀρχιερωσύνην Κορινθίας Κάλλιστος Μακρῆς, ἀπεσκίρτησεν ἐκ τῆς Γνησίας Ὀρθοδοξίας καί ηὐτομόλησεν πρός τήν ΟΥΝΙΑΝ τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν.

Ἀπεμπόλησε τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί Ὁμολογίαν του καί ἀνεκίνησε θέμα Εἰκονομαχίας κατά τῆς Ἱερᾶς Εἰκόνος τῆς Ἁγίας Τριάδος, παρασυρθείς ὑπό τοῦ ἀνευθύνου περιβάλλοντός του καί ἄλλων ἐξωεκκλησιαστικῶν παραγόντων, ἐγκαθέτων τοῦ Νέου Ἡμερολογίου καί τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν, πρός ἐξυπηρέτησιν προσωπικῶν καί ἰδιοτελῶν σκοπῶν.

Προσεχώρησεν εἰς τήν παράταξιν τοῦ Αὐξεντίου, εἰς τήν καθαίρεσιν τοῦ ὁποίου τό 1949 εἶχεν ὁ ἴδιος συμμετάσχει καί ὑπογράψει. Ἡ Ἱερά ἡμῶν Σύνοδος τότε τόν καθῄρεσε διά ἕξι συνολικῶς λόγους τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1977.

Εἰς τήν συνέχειαν ὡδηγήθη εἰς Πραξικοπηματικάς χειροτονίας καί εἰς τήν δημιουργίαν ἰδίας ὁμάδος Ἐπισκόπων ὑπό τήν προεδρίαν του, δι᾽ ὅ καί καθῃρέθη ὑπό τῶν Αὐξεντιανῶν τόν Φεβρουάριον τοῦ 1979.

Ἐν συνεχείᾳ, προσπαθῶν νά ἐπανορθώσῃ τό λάθος τῆς συμπροσευχῆς του μετά χορωδίας Νεοημερολογιτῶν ψαλτῶν, ἐξέδωσε φυλλάδιον κατά τοῦ Νέου Ἡμερολογίου, δι᾽ ὅ τόν Ὀκτώβριον τοῦ 1983 ἐτέθη εἰς ἰσόβιον Ἀργίαν ὑπό τῆς νέας Συνόδου του καί ἐν συνεχείᾳ ἐξεδιώχθη καί ἀπό τήν Μονήν Ταξιαρχῶν Ἀθηκίων Κορινθίας, τῆς ὁποίας ἦτο ὁ ἀναστηλωτής καί πνευματικός ἡγέτης. Ἔκτοτε ἀπεσύρθη εἰς τήν Μονήν Ἁγίας Μαρίνης Σοφικοῦ Κορινθίας, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς ἀκέφαλον παραφυάδα τῶν Φλωρινοσεραφειμικῶν καί διοικεῖτο ὑπό τῶν κατά σάρκα ἀδελφῶν του, Νικοδήμου Ἀρχιμανδρίτου καί Στεφάνου Διακόνου.

Ἐκεῖ ἀπεβίωσε τήν 12ην Σεπτεμβρίου 1986 μόνος του, χωρίς ἐπικοινωνίαν μεθ᾽οὐδενός Ἐπισκόπου, ὡς ἄγονος Φλωρινική παραφυάς. Ἀδίστακτοι καιροσκόποι καί τυχοδιῶκται, ἀφοῦ τόν ἐχρησιμοποίησαν πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν προσωπικῶν των φιλοδοξιῶν, παραπλανῶντες αὐτόν κάθε φορά ὅτι θά γίνῃ Ἀρχιεπίσκοπος διά νά ὑπακούῃ εἰς τά σκοτεινά καί ἀπαίσια σχέδιά των, τόν ἀπέρριψαν εἰς τό τέλος σκαιοτάτῳ τῷ τρόπῳ ὡς ἄχρηστον καί ἀξιοκαταφρόνητον.

Ὁ Κορινθίας Κάλλιστος ἐπρόδωσεν ὅσους τόν ἐνεπιστεύθησαν ὡς διάδοχον τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου καί ἐπίστευσεν τούς Φλωρινικούς, ὅσους ἐπολέμησαν τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί Διαδοχήν τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου. Οἱ δέ Φλωρινικοί, ἀφοῦ τόν ἐχρησιμοποίησαν ἰταμῶς, τόν ἐπέταξαν εἰς τόν κάλαθον τῶν ἀχρή στων, χωρίς σπλάχνα οἰκτιρμῶν, ὅπως ὁ Διάβολος ὅσους ποιοῦν τό θέλημά του.

Τό 1995, ὁ διά τῶν χειρῶν τοῦ Βρεσθένης λαβών τήν Ἀρχιερωσύνην Ἀρχιεπίσκοπος Ἀνδρέας Ἀνέστης, ἡγήθη τῆς Αἱρετικῆς φατρίας τῶν Νέων Εἰκονομάχων τοῦ 20οῦ αἰῶνος καί προέβη μετά τοῦ Πειραιῶς Νικολάου καί τοῦ Ἀργολίδος Παχωμίου εἰς ἀντικανονικάς καί πραξικοπηματικάς χειροτονίας Ἐπισκόπων. Οὕτω προεκάλεσε Πόλεμον ἐν καιρῷ εἰρήνης, Σχίσμα ἀθεράπευτον ἐν καιρῷ ἑνότητος εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Οὗτος ἐδέχθη νά χαρακτηρισθοῦν Αἱρετικαί καί Εἴδωλα, καί νά καταργηθοῦν, ἀκόμη καί νά καταστραφοῦν, Ἱεραί Εἰκόναι ἀποδεκταί ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί προσκυνηταί ἀπό αἰώνων, καί ἐπέτρεψε νά κηρυχθοῦν Αἱρετικοί, Εἰδωλολάτραι, Παγανισταί καί Λατινόφρονες οἱ προσκυνοῦντες αὐτάς.

Ἀποδεχόμενος τάς Αἱρετικάς, Παραλόγους, Ἀστηρίκτους, Ἀντιφατικάς, Φρενοβλαβεῖς καί Σχιζοφρενικάς θεωρίας τῶν Ἀρχιαιρεσιαρχῶν Νεοεικονομάχων τούς ὁποίους περιέθαλπεν, ἀπέρριψε τήν ΣΥΜΒΟΛΙΚΗΝ εἰκόνισιν τοῦ ἀοράτου, ἀΰλου, ἀσωμάτου, ἀπεριγράπτου, ἀσχηματίστου πνευματικοῦ κόσμου, τήν ὁποίαν ἀποδέχεται καί διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπί 2000 ἔτη διά τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ  Δαμασκηνός καί λοιποί, καί ἔφθασεν εἰς τό σημεῖον νά ὁδηγῇ εἰς τήν καταστροφήν τό 90% τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων.

Οἱ Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι ἀρνοῦνται τήν εἰκονογράφισιν τῶν Θεοφανειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἐναντιούμενοι εἰς τήν Ἁγίαν Ζ´ Οἰκουμενικήν Σύνοδον ἡ ὁποία τάς δέχεται. Οὗτοι διά τῶν βλασφήμων Αἱρέσεών των διεκήρυξαν ὅτι:

1) ΕΚΤΟΣ ΤΗΣ ΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΟΥΔΕΜΙΑ ΕΙΚΟΝΙΣΙΣ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ.
2) Ο,ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΥΛΙΚΟΝ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ ΕΙΝΑΙ ΕΙΔΩΛΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ.
3) ΑΙ ΚΛΑΣΣΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΑΛΛΑ ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
4) ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΕΙΚΟΝΙΖΕΤΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΩΣ ΘΕΑΝ ΘΡΩΠΟΣ, ΕΝΩ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΜΟΝΟΝ ΩΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ !!! (Δι᾽ αὐτοῦ ὁδηγοῦνται εἰς τήν εἰκονολατρείαν καί Βυζαντινολατρείαν ἀποδίδοντες εἰς αὐτήν ὑπερφυσικάς Θεϊκάς Δυνάμεις.)
5) ΟΣΟΙ ΕΙΚΟΝΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΛΑΣΣΙΚΗΝ ΤΕΧΝΗΝ ΤΟΝ ΧΩΡΊΖΟΥΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΝΕΣΤΟΡΙΑΝΟΙ !!!
6) Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΕΝΩ ΔΙΑ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΠΛΗΝ ΠΑΙΔΟΥΛΑΝ ΤΗΣ ΝΑΖΑΡΕΤ.
7) Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΝ ΓΕΓΟΝΟΣ. (Διότι πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός Ἀνεστήθη ἀπό τόν  Ἅδην καί ὄχι ἀπό τόν Τάφον, καί θεωροῦν «Δογματικόν Λάθος καί Αἵρεσιν τήν ιατύπωσιν Ἔνσωμος Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου».)
8) Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΕΣΤΗΘΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΔΗΝ. (Δηλαδή αὐτοί πιστεύουν ὅτι ἀνεστήθη ἡ τεθεωμένη καί ἀθάνατος καί ἀναμάρτητος ψυχή τοῦ Χριστοῦ!!!)
9) ΔΕΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΥΝΤΑΙ ΑΙ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ.
10) ΕΙΣ ΤΑΣ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑΣ ΔΕΝ ΕΝΕΦΑΝΙΣΘΗ Ο ΠΑΤΗΡ, ΑΛΛΑ Ο ΥΙΟΣ.

Ἐπολέμησαν δολίως τήν εἰκονογράφησιν τοῦ Θεοῦ Πατρός μέ τήν διαστροφικήν διδασκαλίαν ὅτι οὕτω ἐπιχειρεῖται ἡ εἰκόνισις τῆς Θείας φύσεως
 Τό ὀραθέν  εἰκονίζεται, καί τό κατά συγκατάβασιν Θεοῦ ὀραθέν ἐνέργεια ἐστί Θεοῦ καί οὐχί φύσις.
Ἡ Ἐκκλησία διά τῶν Ἁγίων μᾶς διδάσκει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά εἰκονισθῇ οὔτε τοῦ Θεοῦ ἡ οὐσία οὔτε τῶν Ἀγγέλων οὔτε τῶν δαιμόνων οὔτε τῆς ψυχῆς. Ἀλλ᾽ οὔτε καί τοῦ ἀνθρώπου ἡ φύσις ὡς φύσις εἰκονίζεται: «Παντός εἰκονιζομένου, οὐχ ἡ φύσις, ἀλλ᾽ ἡ ὑπόστασις εἰκονίζεται» (Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, Λόγος Ἀντιρρητικός Γ´, P.G. 99, 405Α καί 392). Ὁ προσκυνῶν καί τιμῶν τήν Εἰκόνα, προσκυνεῖ ἐν αὐτῇ τοῦ ἐγγραφομένου τήν ὑπόστασιν, κατά τήν Ἁγίαν Ἑβδόμην Οἰκουμενικήν Σύνοδον, καί οὐχί τήν φύσιν. «Οἴδαμεν οὖν, ὅτι οὔτε Θεοῦ, οὔτε ψυχῆς, οὔτε δαίμονος δυνατόν θεαθῆναι φύσιν, ἀλλ᾽ ἐν μετασχηματισμῷ τινί θεωροῦνται ταῦτα, τῆς Θείας Προνοίας τύπους καί σχήματα περιτιθείσης τοῖς ἀσωμάτοις καί ἀτυπώτοις . . . . Μή θέλων οὖν ὁ Θεός παντελῶς ἀγνοεῖν ἡμᾶς τά ἀσώματα, περιέθηκεν αὐτοῖς τύπους, καί σχήματα, καί εἰκόνας κατά τήν ἀναλογίαν τῆς φύσεως ἡμῶν . . . Καί ταῦτασχηματίζομεν καί εἰκονίζομεν», καθώς ἐπίσης ὅτι, «’Αλλά καί ΘΕΟΥ ΣΧΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑΣ ἡ Γραφή ἔχει», κα_ «Δυνάμεθα ποιεῖν εἰκόνας πάντων τῶν ΣΧΗΜΑΤΩΝ ὦν εἴδομεν», (Ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, P.G. 94, 1344-1345).

Ἡ εἰκών ἔχει ὁμοιότητα πρός τήν ὑπόστασιν, ἀπεικονίζουσα ἐξωτερικά τινα σχήματα καί χρώματα τῆς ὑποστάσεως. Δέν ἔχει ὅμως ὁμοουσιότητα μέ τό εἰκονιζόμενον διότι διαφέρει εἰς τήν οὐσίαν (Ἅγ. Θεόδωρος Στουδίτης, P.G. 99, 1640).
«Οἱ Χριστιανοί οὔτε τήν ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ προσκύνησιν ταῖς Εἰκόσιἀπένειμαν, οὔτε τῆς Ἀοράτου καί Ἀκαταλήπτου Φύσεως εἰκόνα ποτέ πεποιήκασιν» (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 47/847).
«Οὐδέ γάρ τῆς Ἀοράτου Θεότητος Εἰκόνα ἤ ὁμοίωμα ἤ σχῆμα ἤ μορφήντινά ἀποτυποῦμεν» (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 297/797).
«Οἱ ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὡς τέκνα γνήσια γεννηθέντες . . . τάς σεπτάς Εἰκόνας ἀποδεχόμεθα, εἰκόνας μόνον καί οὐδέν ἕτερον αὐτάς γινό- σκοντες, καθό τοῦ πρωτοτύπου τό ὄνομα μόνον ἐχούσας καί οὐχί τήν οὐσίαν» (Πρακτικά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμ. Γ´ σελ. 342/842).

Τό ὄνομα μόνον ἔχει κοινόν ἡ εἰκών μετά τοῦ πρωτοτύπου, οὐχί δέ καί τάἰδιώματα τῆς φύσεως.

Οἱ ὑπό τόν Ἀρχ/πον Ἀνδρέαν Ἀνέστη Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι ἀπεδείχθησαν λοιπόν πολέμιοι καί συγκεκριμένων τεχνοτροπιῶν, ὅπως ἡ Κλασσική, καί συγκεκριμένων εἰκόνων, ὅπως:
Ἡ Συμβολική Εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος, Πατρός Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος.
Τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Τάφου, διότι πιστεύουν εἰς τήν Ἀνάστασιν τῆς Ψυχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκ τοῦ Ἅδου.
Τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ ἄνευ μαιῶν καί λουτροῦ.
Τῆς Πεντηκοστῆς μετά τῆς Θεοτόκου, προτιμῶντες νά συμπεριλαμβάνουν τόν Ἀπόστολον Παῦλον, τόν τότε ὄντα Διώκτην, καί τούς Εὐαγγελιστάς Μάρκον καί Λουκᾶν, τούς μή ὄντας ἐκ τῶν Δώδεκα.
Τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν εἴδει Περιστερᾶς, ἀλλά καί ὅλων τῶν εἰκόνων πάσης μή Βυζαντινῆς τεχνοτροπίας καθώς καί ὅλων τῶν ἐπί χάρτου τυπωμένων εἰκόνων. Ἐδημοσίευσαν πολλά αἰσχρά καί ἀηδῆ κατά τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ Πατρός, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τοῦ ἐκ Τάφου Ἀναστάντος Χριστοῦ. Πολεμοῦντες δέ τάς Ἱεράς Εἰκόνας ἐγένοντο πολέμιοι καί τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καί τῆς Ἱερᾶς Διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, καί αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ὅς κατηξίωσεν ἡμᾶς διά Θεοφανειῶν γνωρῖσαι Αὐτόν.
Ἐγένοντο οὕτω οὐχί μόνον Εἰκονομάχοι ἀλλά καί Ἁγιομάχοι καί Ἐκκλησιομάχοι καί Θεομάχοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ: Πρέπει νά ἀναφερθῇ ὅτι εἰς τήν Ἀναφυεῖσαν Αἵρεσιν τῶν Νεοεικονομάχων συμμετεῖχεν ἀπολύτως μετά τῶν Πρωτεργατῶν αὐτῆς καί τῶν Ἀρχιαιρεσιαρχῶν ὁ Κιτίου Κύπρου Ἐπιφάνιος, ἀποδεχθείς τά Αἱρετικά αὐτῶν φρονήματα καί διατηρῶν μετ᾽ αὐτῶν πλήρη Πνευματικήν καί Ἐκκλησιαστικήν Ἐπικοινωνίαν μέχρι τοῦ θανάτου του τό 2005. Πάντες οὗτοι κατεδικάσθησαν καί καθῃρέθησαν ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τόν Ἰούνιον τοῦ 1995 καί συνεκατεριθμήθησαν μετά τῶν ἀπ᾽ αἰώνων Αἱρετικῶν.

Τό 2002, ὁ ἀπό τό 1958 χειροτονηθείς διά τήν Μητρόπολιν Μεσσηνίας Γρηγόριος Ρούσσης ἤ Βενιζέλος ἡγήθη τῆς πλέον Ἀντιθέου, Θεομάχου καί Ἀντιχρίστου Σατανικῆς Αἱρέσεως τῶν Ἐκκλησιομάχων, Χριστομάχων καί Τριαδομάχων. Ἀπεδέχθη Αἱρέσεις τάς ὁποίας ὄχι μόνον οἱ Νεοημερολογῖται δέν ἔχουν, ἀλλ᾽ οὔτε καί οἱ Αἱρετικοί ΠΑΠΙΚΟΙ. Αἱ Αἱρέσεις τάς ὁποίας διεκήρυξεν εἶναι τό συνονθύλευμα ὅλων τῶν ἐπί δύο χιλιάδας ἔτη  ἐμφανισθέντων

Αἱρέσεων, τῶν ἤδη καταδικασθέντων ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὗτος, ἐνῶ δέν ἦτο μόνος, διότι ὑπῆρχεν καί ἄλλος Ἐπίσκοπος τῆς αὐτῆς Συνόδου τόν ὁποῖον ἠγνόησε, προέβη μόνος του εἰς Ἀντικανονικάς καί Πραξικοπηματικάς χειροτονίας Ἐπισκόπων, καί προεκάλεσεν ἐν καιρῷ εἰρήνης νέον ἀθεράπευτον ΣΧΙΣΜΑ εἰς τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργῶν Σατανικῶς νέαν Θεοστυγῆ ΑΙΡΕΤΙΚΗΝ ἐκκλησίαν.

Τό Σχίσμα τοῦ πρώην Μεσσηνίας Γρηγορίου εἶναι διά δύο λόγους ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΝ καί ΑΝΑΘΕΜΑΤΙΣΜΕΝΟΝ.

α) Διότι ἐκήρυξεν Ἀντιχρίστους καί Πρωτοφανεῖς Σατανικάς ΑΙΡΕΣΕΙΣ, ἐνῶ εἶχε παραλάβει ἀνόθευτον τήν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας διά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.
β) Διότι προέβη μόνος του εἰς Ἀντικανονικάς καί Πραξικοπηματικάς χειροτονίας Ἐπισκόπων, παραβαίνων τούς σχετικούς Ἱερούς Κανόνας, ἐνῶ ὑπῆρχε καί ἄλλοςἘπίσκοπος τῆς αὐτῆς Συνόδου, ὁ Θεσσαλονίκης Χρυσόστομος (Μητρόπουλος),ὅστις παρέμεινεν καί παραμένει εἰς τήν παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου παραδοθεῖσαν Ὀρθόδοξον Πίστιν, Ὁμολογίαν καί Ἐκκλησιολογίαν, ἤτοι, τήν Πίστιν περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, περί τῆς Ἐκκλησίας καί περί τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἥν παρέλαβεν ἐκ τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἡ ὁποία τόν ἀνέδειξεν Ἐπίσκοπον καί Μητροπολίτην.

Ἀποδεχόμενος ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος τάς Αἱρετικάς, Σατανικάς, Παραλόγους, Ἀντιφατικάς, Φρενοβλαβεῖς καί Σχιζοφρενικάς θεωρίας τῶν Ἀντιχρίστων Ἀρχιαιρεσιαρχῶν τούς ὁποίους καί αὐτός περιέθαλπεν, ἔφθασεν εἰς τό σημεῖον νά κηρύξῃ ἀλλοιωτόν τό Πρόσωπον τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί συνεπῶς ἀλλοιωτήν τήν Ἁγίαν Τριάδα. Ἐκήρυξε Διαφορετικόν τό Πρόσωπον τοῦ Υἱοῦ ἀπό τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκήρυξε Διπλοῦν τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ. Ἐκήρυξεν:
Ὅτι τό Πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι Προαιώνιον καί Ἄναρχον, ἀλλά ἔχει χρονικήν ἀρχήν ὑπάρξεως.
Ὅτι «ὁ Χριστός μόνον ὡς Σχέδιον εἰς τήν Βουλήν τοῦ Θεοῦ εἶναι Προαιώνιος», (ὑποβιβάζων οὕτω τήν Ὑπόστασιν τοῦ Χριστοῦ εἰς τήν τάξιν τῶν κτισμάτων).
Ὅτι «τήν Ἐκκλησίαν τήν οἰκοδόμησεν ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ Ἁγία Τριάς, καί τοι ἡ Ἁγία Τριάς ταυτουργεῖ».
Ὅτι «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ Ἁγία Τριάς».
Ὅτι «βγάζουν τόν Χριστόν ἀπό Κεφαλήν τῆς Ἐκκλησίας καί βάζουν τήν ἉγίαΤριάδα».
Ὅτι «ὁ Χριστός δέν θά ἀφήσῃ τήν Ἐκκλησίαν Του νά περάσῃ εἰς τά χέρια τῆς Ἁγίας Τριάδος». (Δηλαδή, κατ᾽ αὐτούς, ὁ Χριστός εἶναι μία ἐξωαγιοτριαδική Ὑπόστασις, ἤτοι ἕνα ἄλλο τέταρτο πρόσωπον.)
Ὅτι «Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί ὄχι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν ὑπῆρξε ποτέ Κεφαλή καμμίας Ἐκκλησίας».
Ὅτι «ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι Θεϊκή, ἀλλά Κεφαλή εἶναι ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ».
Ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ὡς Κεφαλή καί Σῶμα, εἶναι κτιστή. (Δηλαδή, κατ᾽ αὐτούς, ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, ἀλλά μόνον ἀνθρώπινος, ἤτοι, ΑΘΕΟΣ.)
Ὅτι «ὅποιος πιστεύει ὅτι ὑπῆρχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ πρό τῆς Γενννήσεως τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐκ τοῦ Διαβόλου».

Ἐκτός αὐτῶν ἐκήρυξαν καί ἄλλα πολλά παρεμφερῆ Αἱρετικά, Παρανοϊκά, Φρενοβλαβῆ καί Σχιζοφρενικά, τά ὁποῖα μόνον ὁ Ἀντίχριστος θά διακηρύξῃ.
Χαρακτηριστικόν εἶναι τό ἐνώπιον δύο Ἀρχιερέων καί ἐν Συνάξει τριάκοντα
περίπου κληρικῶν, μοναχῶν καί λαϊκῶν μεγαλοφώνως ἐκστομιθέν ὑπό τοῦ Μεσσηνίας Γρηγορίου, «ΑΝΑΘΕΜΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ, ΑΝΑΘΕΜΑ στίς Ἐκκλησίες τῶν Ἀγγέλων καί σ᾽ αὐτούς πού πιστεύουν σέ Ἐκκλησίες Ἀγγέλων. Αὐτοί εἶναι κάλτσες τοῦ Διαβόλου»
Οἱ Αἱρετικοί Νεοεικονομάχοι τοῦ 1995 καί οἱ Αἱρετικοί Ἐκκλησιομάχοι καί Θεομάχοι τοῦ 2002 ἐκήρυξαν Ἀντιχρίστους καί Πρωτοφανεῖς Αἱρέσεις, τάς ὁποίας ἐδέχθησαν ἐκ τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας Αἱρετικῶν, Νεοημερολογιτῶν καί Φλωρινοσεραφειμικῶν, Αἱρέσεις αἱ ὁποῖαι ἀντιβαίνουν πρός τήν Ὀρθόδοξον Διδασκαλίαν ἥν παρά τοῦ Ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου ΜΑΤΘΑΙΟΥ διδάχθησαν καί παρέλαβον ὡς παρακαταθήκην, τόσον περί τῶν Ἱερῶν Εἰκόνων, ὅσον περί Χριστοῦ τοῦ ΘΕΟΥ ἡμῶν, ὅσον περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅσον καί περί τῆς ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ τοῦ ΘΕΟΥ.

Ὁ Ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ματθαῖος δέν ἐδίδαξεν οὐδεμίαν ἐκ τῶν Αἱρέσεων τάς ὁποίας ἐκήρυξαν οἱ περί τόν Ἀνδρέαν Νεο-εικονομάχοι ἤ οἱ περί τόν  Γρηγόριον Ἐκκλησιομάχοι - Χριστομάχοι καί Τριαδομάχοι.Πόθεν αὐτοί τάς ἐδιδάχθησαν; Ἐκεῖσε καί ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἐξεβλήθησαν.

Διά τῶν Ἀντιχρίστων αὐτῶν Αἱρέσεων, τάς ὁποίας ΕΚΗΡΥΞΑΝ ΔΗΜΟΣΙΩΣ καί ἐγγράφως, ΑΠΩΛΕΣΑΝ καί τήν Ἀποστολικήν Πίστιν καί τήν Ἀποστολικήν Διαδοχήν, καί συνεκατεριθμήθησαν μετά τῶν ἀπ᾽ αἰώνων Αἱρετικῶν.

Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος τό 1948 ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους ἐν τῇ Ἀποστολικῇ Πίστει, καί κατέλειπεν Ἐπισκόπους ἐν τῇ Ἀποστολικῇ Διαδοχῇ. Ὅπερ εἶχεν ἀκεραίως καί κανονικῶς παραλάβει, τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τήν Ἀρχιερωσύνην, αὐτό καί παρέδωκεν κανονικῶς καί ἀκεραίως. Διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου, τό μέν 1995 ὁ Ἀθηνῶν Ἀνδρέας μετά τοῦ Πειραιῶς Νικολάου, τοῦ Ἀργολίδος Παχωμίου καί τοῦ Κιτίου Κύπρου Ἐπιφανίου, τό δέ 2002 ὁ Μεσσηνίας Γρηγόριος, ἐχειροτόνησαν ἐπισκόπους ἐγκαταλείποντες καί ἀρνηθέντες τήν Ἀποστολικήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις, ἅς παρέλαβον παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου καί παρά τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί οὕτω ἀπώλεσαν τήν κανονικότητα τῆς Ἀποστολικῆς Διαδοχῆς. Δι᾽ ὅ καί ὅ,περ εἶχον, τήν Ἀρχιερωσύνην, οὐ μόνον οὐ μετέδωσαν ἀλλά μᾶλλον καί ἐξ αὐτῶν ἀφῃρέθη.

Ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος τό 1948 ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους καί ἥνωσεν, ἥνωσεν ἀνθρώπους μετά τοῦ Θεοῦ, ἥνωσε τάς ἑπομένας γενεάς μετά τῶν Ἀποστόλων ἐν τῇ ΕΚΚΛΗΣΙᾼ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

Διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου, τό 1995 καί τό 2002 ἐχειροτόνησαν ἐπσκόπους καί ἐχώρισαν, ἐχώρισαν ἀνθρώπους ἀπό τόν Θεόν, ἐχώρισαν ἐπερχομένας γενεάς ἀπό τούς Ἀποστόλους καί ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κατά τρόπον ἀθεράπευτον.
Ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους τό 1948 ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος ἐπί τῆς γῆς καί ὁ Θεός ἐκύρωσεν τάς χειροτονίας ἐν Οὐρανοῖς. Ἐχειροτόνησεν καί ἥνωσεν. Ἐχειροτόνησεν καί ἥλκησεν τήν ἐπίσκεψιν τοῦ Θεοῦ εἰς τήν Ἄμπελον ἥν  ἐφύτευσεν ἡ Δεξιά τοῦ Κυρίου (Ψαλμ. ΟΘ/ 15-16).

Ἐχειροτόνησαν ἐπί τῆς γῆς ἐπισκόπους τό 1995 καί τό 2002 οἱ ἀνάξιοι φανέντες διάδοχοι τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου καί ὁ Θεός ΑΚΥΡΩΣΕΝ τάς χειροτονίας ἐν Οὐρανοῖς. Ἐχειροτόνησαν καί ἔσχισαν.Ἐχειροτόνησαν καί ἥλκησαν ἐπί τῶν κεφαλῶν αὐτῶν τήν ΑΡΑΝ τοῦ Θεοῦ καί τό ΑΝΑΘΕΜΑ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐχειροτόνησεν Ἐπισκόπους τό 1948 ὁ Βρεσθένης Ματθαῖος καί ἔφερεν Εἰρήνην εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καί Εὐλογίαν εἰς τά πιστά τέκνα Αὐτῆς.
Ἐχειροτόνησαν ἐπισκόπους τό 1995 καί τό 2002 οἱ ἀπό Ματθαίου προαναφερθέντες, μή σεβασθέντες τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις ἅς παρέλαβον παρά τοῦ Ἁγίου Πατρός Ματθαίου, καί ἐν καιρῷ εἰρήνης εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ΘΕΟΥ ἔφερον πόλεμον κατ᾽ αὐτῆς, ἐκήρυξαν Ἀντιχρίστους Αἱρέσεις, ἐδημιούργησαν Σχίσματα καί ἥλκυσαν κατάραν ἐπί πολλῶν κεφαλῶν.

Οὗτοι «ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν• εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ  ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν• ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν» (Α´ Ἰωάν. Γ´ 19). Ἐξεπλήρωσαν καί αὐτοί τόν προφητικόν λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέγοντος, «καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν» (Πράξ. Κ/ 30).

Αἱ Χειροτονίαι Ἐπισκόπων ὑπό τοῦ Βρεσθένης Ματθαίου τό 1948 συνιστοῦν νέον μέτρον μετρήσεως τοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος. Καί εἶναι νέον τό μέτρον, ὄχι διότι ἔχει διαφορετικόν μέγεθος καί ζυγοστάθμιον ἀπό τό μέτρον τῆς Πίστεως τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Προφητῶν καί τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ.
Εἶναι νέον διότι τό αὐτό μέγεθος καί ζυγοστάθμιον τῆς ἐκείνων ἀρχαίας Πίστεως ἐφαρμόζεται μέ ἐξ ἴσου σταθεράν χεῖραν εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κατά τάς τρικυμιώδεις περιστάσεις τῆς γενικῆς ἀποστασίας τοῦ ὀγδόου αἰῶνος.

Εἶναι νέον καί ξένον συγκρινόμενον πρός τό ἦθος τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἀπαταιῶνος, διότι εἶναι ἐκ Θεοῦ καί ὄχι ἐκ τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης, εἶναι ἐκ τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις ἀείποτε νεανίζει καί ζωοποιεῖ.
 http://www.egoch.org/Neo-Iconoclasm/Scanned-Documents/ENCYCLICAL_A.pdf
http://www.egoch.org/Neo-Iconoclasm/Scanned-Documents/ENCYCLICAL_%20B.pdf
 http://www.egoch.org/Neo-Iconoclasm/Scanned-Documents/Encyclical_16.pdf
 http://www.egoch.org/Neo-Iconoclasm/Scanned-Documents/TO_ANDREIKON_SXISMA.pdf
http://www.egoch.org/archives.html

http://www.egoch.org/files/38211052.pdf

Μ. Βασίλειος : «Πρέπει οι ακροαταί να είναι εκπαιδευμένοι

Μ. Βασίλειος :
«Πρέπει οι ακροαταί να είναι εκπαιδευμένοι στις Γραφές και να κρίνουν αν τα λεγόμενα των διδασκάλων είναι σύμφωνα με τις Γραφές. Κι όσα είναι ξένα να τα αποβάλλουν και εκείνους που επιμένουν σ’ αυτά να τους αποστρέφωνται δυνατά»


Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης :

Αν ο προεστώς σου είναι σφαλερός εις την πολιτείαν και τα έργα του, μη περιεργάζεσαι. Αν όμως είναι σφαλερός κατά την πίστιν, φεύγε και παραίτησέ τον, όχι μόνο αν είναι άνθρωπος, αλλά κάν άγγελος είναι από τον ουρανόν»

(Άγ. Νικόδημος Αγιορείτης, Περί συνεχούς Μεταλήψεως, σ. 175).

Ο ψευδοεπίσκοπος δεν αποτελεί το κέντρον της Ευχαριστιακής Συνάξεως

Ο ψευδοεπίσκοπος δεν αποτελεί το κέντρον της Ευχαριστιακής Συνάξεως. Δεν θα πρέπει να αγνοηθή η θεμελιώδης εκκλησιολογική αρχή, ότι τα θεμέλια της ενότητος της Εκκλησίας δεν είναι διοικητικά/θεσμικά, αλλά ευχαριστιακά και χαρισματικά· δεν είναι δυνατόν ο κηρύττων αίρεσιν επίσκοπος, χαρακτηριζόμενος πλέον ως «ψευδοεπίσκοπος» και «ψευδοδιδάσκαλος»(IE Kανών της AB Αγίας Συνόδου), να αποτελή ούτε το κέντρον της Ευχαριστιακής Συνάξεως, ούτε να επιτελή χρέη Ποιμένος, εφ΄ όσον ήδη είναι «λύκος». Μόνον υπό τοιαύτας προϋποθέσεις ήτο δυνατόν ο Άγιος Κύριλος Αλεξανδρείας προ ακόμη της Γ΄ Αγίας Οικουμενικής Συνόδου, να προτρέπη το Ορθόδοξο Ποίμνιο της Κωνσταντινουπόλεως: «Ασπίλους και αμώμους εαυτούς τηρήσατε, μήτε κοινωνούντες τω μνημονευθέντι (Νεστορίω), μήτε μην ως διδασκάλω προσέχοντες, ει μένει λύκος αντί ποιμένος»

(Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, PG τ. 99 στλ. 1645D)

Τα σαθρά επιχειρήματα,για να αναπαύσουν την συνείδησί τους οι ψευτο-πνευματικοί πατέρες

Τα σαθρά επιχειρήματα,για να αναπαύσουν την συνείδησί τους οι ψευτο-πνευματικοί πατέρες

Για να αναπαύσουν την συνείδησί τους οι πνευματικοί πατέρες, αλλά και τους πιστούς που ανησυχούν και τους…ενοχλούν, έχουν βρη ένα πολύ κακόηχο τροπάρι: «Αργότερα, λέγουν, θα αντιδράσουμε, όταν θα έχη έλθει ο κατάλληλος καιρός· ας έλθουν στο κοινόν ποτήριον με τον Πάπα και τότε θα δήτε αν θα προδώσουμε την πίστι μας». Που και από ποιόν εδιδάχθησαν οι πνευματικοί καθοδηγητές, ότι δεν πρέπει να πολεμούμε και να αποτειχιζόμεθα από τους κακοδόξους ποιμένας, παρά μόνον όταν έλθουν στο κοινό ποτήριον με τον αρχηγόν της αιρέσεως που επιδέξια προβάλλουν οι του Φαναρίου ως … «σεβάσμιον αδελφόν» και «πρώτον εν τη καθόλου Εκκλησία του Χριστού»; Αυτό είναι σατανικόν όχι μόνο σαν σκέψι αλλά περισσότερο σαν σύστημα αποκοιμήσεως της ορθοδόξου συνειδήσεως. Μοιάζει με την άλλη τέχνη του διαβόλου που συνεχώς ψιθυρίζει στο αυτί του αμαρτωλού: «αύριο μετανοείς» · «αργότερα, έχεις ακόμα καιρό» · «στα γεράματά σου, καλλίτερα, για να μη ξαναμαρτήσης», για να φύγη τελικά από τον κόσμο αυτόν προτού προλάβη την σωτήρια εξαγόρευση. Έτσι και εδώ. Ποιος τους εγγυάται ότι θα ζήσουν μέχρι το κοινό ποτήριο, ή ότι με την τακτική τους αυτή εξασφαλίζουν την σωτηρία τους, αφού γίνονται αιτία να προχωρά το κακό και να χάνωνται καθημερινώς ψυχές για τις οποίες Χριστός απέθανε; Και όταν είπε ο Κύριος, ότι αυτός που θα φανή πιστός στο λίγο θα φανή δόκιμος και στο πολύ, αυτό δεν ήθελε να διδάξη, ότι δηλαδή μόνον αυτός που πολεμά αμέσως και χωρίς αναβολές το οποιοδήποτε κακό, θα φανή τελικά ο νικητής του; Γιατί λησμονούν τους λόγους του χρυσού κήρυκος της Εκκλησίας, του θείου Χρυσοστόμου; «Διότι εάν, γράφει ο μέγας πατήρ, οι τολμώντες να καταλύσουν τους θείους θεσμούς και παραδόσεις, έστω και κατά μικρόν, εδέχοντο εγκαίρως τον αρμόδιον έλεγχον, δεν θα εγίνετο η παρούσα συμφορά, ουδέ θα κατελάμβανε την Εκκλησίαν τέτοιος χειμώνας· και τούτο διότι, ο ανατρέπων και το ελάχιστον της ορθής πίστεως, καταστρέφει το όλον». Δυστυχώς έχουν δημιουργήσει μία νέα εκκλησιολογία, κατά την οποίαν μπορεί ο επίσκοπος να έχη διαφορετική πίστι από τον πατριάρχη του, και ο πρεσβύτερος από τον επίσκοπόν του, αλλά να μη γίνεται αυτό αιτία σχίσματος, προκειμένου να διατηρηθή η ενότης! Μια τέτοια όμως ενότης δεν είναι του Θεού, αλλά της παπωσύνης, άνευ δηλαδή αληθείας και Πνεύματος Αγίου!http://orthodox-voice.blogspot.gr/
Hλίας Μηνιάτης, Κυριακή των Βαΐων

Πῶς δεῖ τιμᾶν τά Ἅγια Πάθη
«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς
τοῦ Ἰσραήλ».’Ἱωάνν. ιβ’ 13)
Ὅταν ἐγώ βλέπω τόν Ἰησοῦν Χριστόν νά ἐμβαίνῃ μέ τόσην τιμήν, μέ τόσην δοξολογίαν, μέ τόσον θρίαμβον μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, ἠμπορῶ νά λογιάσω μέ δίκαιον λόγον, πώς ἀπό τόν φθόνον καί μῖσος τῶν ἀρχιερέων, τῶν πρεσβυτέρων καί γραμματέων δέν ἔχει πλέον νά φοβῆται κανένα κακόν. Ὦ πόλις ἁγία, ὄντως πόλις τοῦ Θεοῦ Ἱερουσαλήμ! «δεδοξασμένα ἐλαλήθη περί σοῦ» εἰς τούς περασμένους αἰῶνας, δεδοξασμένα θέλουσι λαληθῇ περί σοῦ καί εἰς τούς αἰῶνας τούς μέλλοντας, διά τήν εὐχαριστίαν καί ἀγάπην, ὅπου δείχνεις πρός τόν θεῖον σου εὐεργέτην! Εὐγνώμονες παῖδες Ἑβραίων, ἐπαινῶ τήν ἀγαθήν σας διάθεσιν· ἐσεῖς τώρα πιάνετε κλάδους ἐλαιῶν καί βαΐα φοινίκων, σύμβολα νίκης, μέ τά ὁποῖα προαπαντᾶτε, ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τόν θαυματουργόν τοῦτον υἱόν Δαυΐδ· δείχνετε μίαν καρδίαν πώς εἶσθε ἕτοιμοι νά πιάσετε καί τά ὅπλα, διά νά τόν φυλάξετε κάθε καιρόν ἀπό τῶν ἐχθρῶν του τά μηχανήματα.
Ἰησοῦ μου, ἐδῶ μέσα εἰς τήν Ἱερουσαλήμ ἐσύ πλέον δέν φοβεῖσαι· οὗτος δι᾽ ἐσέ εἶναι τόπος καταφυγῆς· καί ἄν ἐσείσθη ὅλη ἡ πόλις διά τήν εἴσοδόν σου, θέλει σεισθῇ πάλιν ὅλη ἡ πόλις διά τήν φύλαξίν σου. Γραμματεῖς, πρεσβύτεροι καί ἀρχιερεῖς τῶν Ἰουδαίων, εἰς μάτην κοπιάζετε· τί συμβουλεύεσθε εἰς τά συνέδρια; τί μελετᾶτε εἰς τάς συναγωγάς, ἐσεῖς δέν ἔχετε καμμίαν δύναμιν νά κακοποιήσετε τοῦτον τόν Ναζωραῖον, τόν ὁποῖον ἕνας ἀναρίθμητος λαός ὑποδέχεται μέ τόσην πανήγυριν· «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Μά τί λέγω ἐγώ; ὦ ἀκατάστατοι διαλογισμοί τῶν ἀνθρώπων! ὤ ψευδής ἐπίδειξις τῆς μιαιφόνου πόλεως! ὤ προσωρινή περιποίησις τοῦ ἀχαρίστου λαοῦ! ἡ πόλις Ἱερουσαλήμ, ὅπου σήμερον εἶναι θέατρον τόσον λαμπρᾶς ἑορτῆς, εἰς ὀλίγας ἡμέρας θέλει γένει θέατρον τῆς φρικτῆς τραγῳδίας. Αὐτή, ὅπου τόν δέχεται ὡς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θέλει τόν προσηλώσει εἰς ἕνα ξύλον, ὡς ἕνα κατάδικον· αὐτός ὁ λαός, ὅπου τώρα σείει τά βαΐα, θέλει πελεκήσει τόν Σταυρόν· αὐτός, αὐτός ὅπου τώρα φωνάζει τό: Ὡσαννά, θέλει φωνάζει τό σταυρωθήτω. Καί λοιπόν σήμερον τόση τιμή εἰς ὀλίγας ἡμέρας τόση καταφρόνησις; αὐτοί οἱ ἴδιοι, ὅπου τώρα τόν προσκυνοῦσαν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι, ὅπου τόν σταυρώνουσι; ναί. Τοῦτο ἔπαθε τότε ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἑβραίους καί τοῦτο τό ἴδιον παθαίνει τώρα ἀπό τούς Χριστιανούς, ὅπου ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις μέ τά λόγια τόν προσκυνοῦσι, μέ τά ἔργα τόν σταυρώνουσι· μέ τήν ἐξωτερικήν ἐπίδειξιν «Ὡσαννά», μέ τήν ἐσωτερικήν διάθεσιν «σταυρωθήτω». Τοῦτο θέλει εἶσθαι τῆς σημερινῆς διδαχῆς ἡ ὑπόθεσις, ἤγουν: μέ ποῖον τρόπον πρέπει οἱ Χριστιανοί νά τιμῶσι τά πάθη τοῦ Χριστοῦ εἰς ταύτας τάς ἁγίας ἡμέρας.
ΜΕΡΟΣ Α’
Ἀφοῦ ἔκαμε τό δεῖπνον τό Μυστικό ὁ Ἰησοῦς Χριστός, συντροφιασμένος μέ τούς μαθητάς του, ἔρχεται πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν κέδρων, εἰς τό χωρίον Γεθσημανῆ· ἦτον εἰς τήν ἀρχήν τῆς νυκτός καί, ἀφήνοντάς τους ἐκεῖ παίρνει μαζῆ του τούς τρεῖς, Πέτρον καί Ἰάκωβον καί Ἰωάννην. Παραμερίζει νά προσευχηθῇ καί, στοχαζόμενος τό πάθος του, περίλυπος ἔγεινεν ἡ ψυχή του ἕως θανάτου. Καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή λυπᾶσαι· ἐγώ βλέπω ἕνα πλῆθος ἀνθρώπων, ὅπου ἔρχεται πρός σέ μετά φανῶν καί λαμπάδων· αὐτοί πρέπει νά εἶναι καλοί ἄνθρωποι, διατί ἀλλέως δέν ἐπεριπατοῦσαν τήν νύχτα μέ τό φῶς. Βλέπω καί περιπατεῖ ἔμπροσθεν τους ἕνας ἄνθρωπος, ὅπου ἀπό τό σχῆμα μέ φαίνεται ἕνας σου μαθητής. Βλέπω καί ἐκεῖνοι σιμώνουσιν, ἐτοῦτος σέ χαιρετᾷ: «χαῖρε Ραββί»· μάλιστα σέ φιλεῖ «καί κατεφίλησεν αὐτόν». Ἐκεῖ ὅπου εἶναι φιλήματα, ἐκεῖ ὅπου εἶναι χαιρετισμοί, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἕνας μαθητής, ἐκεῖ, ὅπου εἶναι φανοί καί λαμπάδες, ἠμπορεῖ νά εἶναι κανένα κακόν; καλή καρδία, ὦ Ἰησοῦ, μή φοβεῖσαι. Μά τέλος πάντων τί γίνεται; ἐκεῖνοι οἱ λαμπαδοφόροι ἄνθρωποι εἶναι σπεῖρα στρατιωτῶν, εἶναι πλῆθος ὑπηρετῶν, ὅπου ἔρχονται διά νά πιάσωσι τόν Ἰησοῦν καί νά τόν σύρουσιν εἰς τόν θάνατον· ἐκεῖνος ὁ μαθητής εἶναι ὁ προδότης Ἰούδας, ὅπου τόν ἐπώλησε διά τριάκοντα ἀργύρια, καί τώρα ἔρχεται νά τόν παραδώσῃ· ἐκεῖνος ὁ χαιρετισμός εἶναι δόλιος, ἐκεῖνο τό φίλημα εἶναι τό σημεῖον τῆς προδοσίας· «ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστι, κρατήσατε αὐτόν». Ὥστε ὅπου ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα; βέβαια ὤ μεγάλη συμφορά τοῦ Ἰησοῦ! δίκαιον ἔχει, δίκαιον ἔχει νά λέγῃ: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου». Ἕνα ὅμοιον πρᾶγμα συμβαίνει τήν ἡμέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ὅταν γίνεται ἡ ἀνάμνησις τῶν ἁγίων καί φρικτῶν παθῶν τοῦ Σωτῆρος. Πλῆθος πολύ, ἡ πρόοδος τῶν Σταυρῶν καί τῶν ἁγίων Τάφων κρατεῖ ἀπό τό ἕνα ἕως τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, συνδρομή ἀναρίθμητος ἱερωμένων καί λαϊκῶν, καί ἰδιωτῶν μεγάλων καί μικρῶν, ὅπου προάγονται καί ἀκολουθοῦσι τήν ἱεράν λιτανείαν· στενοχωροῦνται εἰς κάθε τόπον κάθε ἡλικίας ἄνθρωποι, ὅπου συντρέχουσιν εἰς τό θέαμα· κρέμονται ἀπό τά παράθυρα ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί παιδιά καί γέροντες, διά νά ἰδοῦσι τήν σεβασμίαν παράταξιν. Φωτοχυσία μεγάλη φανῶν καί λαμπάδων, εἰς τρόπον ὥστε λάμπει μία ἡμέρα εἰς τό σκότος τῆς νυχτός· εἶναι ὅλα σημεῖα μιᾶς ἐξαιρέτου θερμῆς εὐλαβείας. Ὅποιος ἰδῇ τί γίνεται καί μέσα εἰς τάς ἐκκλησίας καί ἔξω εἰς τάς πλατείας καί τάς ὁδούς, θέλει λογιάσει πώς ὅλη ἡ πόλις, ὡσάν ἡ Νινευή, ὅταν ἔκαμεν ἐκείνην τήν δημοσίαν μετάνοιαν διά νά ἐξιλεώσῃ τόν Θεόν, εἶναι ὅλη πόνος, συντριβή, κατάνυξις· καί πῶς, ἄν ὅλαις ταῖς ἡμέραις τοῦ χρόνου ἐστάθημεν ἁμαρτωλοί, τήν Μεγάλην Παρασκευήν ἡμεῖς εἴμεσθεν ἀληθινά μετανοημένοι; Μ᾽ ὅλον τοῦτο, ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· ἡ μεγάλη ἐκείνη παρρησία δέν εἶναι ἄλλο παρά μία ἐπίδειξις θεατρική· ἀπό ἐκεῖνο τό πολύ πλῆθος, ὅπου συντρέχει διά νά ἑορτάση τά πάθη τοῦ Χριστοῦ, μερικοί ὁλότελα δέν ἐμετανόησαν· βλέπουσιν τόν Χριστόν εἰς τόν Σταυρόν καί ἐκεῖνος δέν ἐχωρίσθη ἀκόμη ἀπό τήν πόρνην· τοῦτος δέν ἐπέστρεψεν ἀκόμη τό ξένον πρᾶγμα, οὗτος ὁ ἄλλος ἀκόμη δέν ἐσυγχώρησεν τόν ἐχθρόν του, δέν ἄφησε τήν κακήν του συνήθειαν καί δέν ἔχει γνώμην νά κάμῃ καμμίαν διόρθωσιν τῆς ζωῆς του· ἄλλοι ἐμετανόησαν, μά πρός ὥρας ἐμετανόησαν πώς ἥμαρτον, μετ᾽ ὀλίγον θέλουσι μετανοήσει πώς ἐμετανόησαν: ἄλλοι ἔχουσι γνώμην νά ἐξομολογηθῶσι, μά ἔχουσι καί γνώμην εὐθύς, ὅπου ἀναστηθῇ ὁ Χριστός, πάλιν νά τόν ξανασταυρώσουσιν: «ἀνασταυροῦντες ἑαυτοῖς τόν υἱόν τοῦ Θεοῦ καί παραδειγματίζοντες», καθώς λέγει ὁ μακάριος Παῦλος.
Ὦ Θεέ! καί οἱ Χριστιανοί τιμῶσι τόν Χριστόν εἰς τά πάθη του μόνον μέ τά χείλη, μά ἡ καρδιά τους εἶναι πολλά μακράν, ἔτσι ἐπαραπονεῖτο ὁ Θεός, μέ τό στόμα τοῦ Ἡσαΐου, καί αὐτός ὁ Χριστός εἰς τό ἱερόν Εὐαγγέλιον: «Ὑποκριταί, καλῶς προεφήτευσε περί ὑμῶν Ἡσαΐας, λέγων ἐγγίζει μοι ὁ λαός οὗτος τῷ στόματι αὑτῶν καί τοῖς χείλεσί με τιμᾷ· ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾽ ἐμοῦ». Τέτοιας λογῆς ἀνίσως καί τήν μεγάλην ἐκείνην Παρασκευήν μίαν φοράν ἐσταυρώθη ὁ Χριστός ἀπό τούς Ἰουδαίους, κάθε μεγάλην Παρασκευήν ξανασταυρώνεται ὁ Χριστός ἀπό τούς Χριστιανούς, διατί ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα· καί μ᾽ ὅλον τοῦτο· τότε ἔπρεπε μάλιστα οἱ Χριστιανοί νά φαίνωνται πλέον εὐλαβεῖς καί πλέον εὐχάριστοι.
Ἀποστάτησεν ὁ λαός τῆς Ἀντιοχείας καί Σέλευκος ὁ Βασιλεύς μετά βίας ἐλυτρώθη ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἀποστατῶν, οἱ ὁποῖοι ἤθελον νά τοῦ πάρωσι καί τήν ζωήν, ἀφ᾽ οὗ τοῦ ἐπήρασι τήν βασιλείαν. Μοναχός φεύγει κρυφίως ἀπό τά βασίλεια, ἐβγαίνοντας ἀγνώριστος ἀπό τήν χώραν, περιπατεῖ ὅλην τήν νύκτα καί πρός τήν αὐγήν φθάνει εἰς μίαν παραθαλασσίαν, ὅπου κάθεται νά πάρῃ ὀλίγην ἀναπνοήν. Κουρασένος εἰς τό κορμί διά τόν κόπον, περίλυπος εἰς τήν ψυχήν διά τήν καταστροφήν, καί μέ πολλούς ἀναστεναγμούς στέκει καί συλλογίζεται τήν συμφοράν του. Μά οἱ ἀποστάται, ὅπου τόν ἤθελον ἀποθαμένον, ἀκολουθοῦσι τά ἴχνη του· φθάνουσι καί αὐτοί εἰς τόν ἴδιον τόπον· τόν ξανοίγουσι μακρόθεν, τόν γνωρίζουσι· τρέχουσι τότε μέ ὅλον τόν θυμόν εἰς τό πρόσωπον, μέ τάς ρομφαίας εἰς τάς χεῖρας, καί ὁρμοῦσι καταπάνω του, διά νά πίωσι τό αἷμα του. Πλησιάζουσι· καί ἐδῶ, βλέποντες ἕνα Βασιλέα, τόν ἴδιόν τους Βασιλέα, μοναχόν, χωρίς καμμίαν συντροφίαν, τεθλιμμένον, χωρίς καμμίαν παρηγορίαν, γυμνόν ἀπό κάθε βασιλικήν στολήν, κείμενον εἰς τήν γῆν, ὅλον περιχυμένον ἀπό τά δάκρυα, κρατοῦσιν εἰς τό πρῶτον τόν θυμόν καί τάς χεῖρας, τόν λυποῦνται, μετανοοῦσιν εἰς τήν ἀποστασίαν ὅπου ἔκαμαν· τόν παρηγοροῦσιν μέ λόγια συμπαθητικά· τόν σηκώνουσιν ἀπό τήν γῆν· τόν προσκυνοῦσι πάλιν διά βασιλέα ζητοῦσι συγχώρησιν εἰς τά περασμένα· τόν συντροφεύουσιν εἰς τήν πόλιν· τόν ἀνεβάζουσιν εἰς τόν θρόνον καί τοῦ ὀμνύουσιν εἰς τό ἐρχόμενον πίστιν καί ὑπακοήν! Τόσον ἴσχυσεν εἰς καρδίας καί βαρβάρων καί ἀποστατῶν ἡ ὄψις δυστυχισμένου βασιλέως.
Αἴ, χριστιανοί, ἐκεῖνος, τόν ὁποῖον τήν μεγάλην Παρασκευήν βλέπομεν καρφωμένον εἰς ἕνα σταυρόν, στεφανωμένον μέ ἀκάνθας, ἄμορφον ἀπό τά ραπίσματα, ὅλον αἱματωμένον ἀπό τάς πληγάς, εἶναι ὁ βασιλεύς τῆς Δόξης, εἶναι ὁ βασιλεύς ἡμῶν, εἰς τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἐβαπτίσθημεν, τοῦ ὁποίου τό εὐαγγέλιον πιστεύομεν, τοῦ ὁποίου τήν βασιλείαν ἐλπίζομεν. Αἱ ἁμαρτίαι μας τόν ἔφεραν εἰς μίαν κατάστασιν τόσον ἐλεεινήν· καί λοιπόν ἐκείνην τήν ὥραν, ὅπου τόν βλέπομεν, εἶναι τόσον πέτριναι αἱ καρδίαι μας, καί δέν συτρίβονται ἀπό τόν πόνον; τότε ἔπρεπε νά λέγωμεν, μά νά τό λέγωμεν ἐκ καρδίας καί μέ ὅλην τήν συντριβήν: Ἰησοῦ μου, Λυτρωτά μου, εἶναι δίκαιον Ἐσύ νά εἶσαι προσηλωμένος εἰς ἕνα Σταυρόν καί ἐγώ νά κείτωμαι ἀκόμη εἰς τόν κράββατον μέ τήν πόρνην! Ἐσύ νά φορῇς τόν ἀκάνθινον στέφανον καί ἐγώ νά ἔχω τόσους κακούς λογισμούς εἰς τήν κεφαλήν! Ἐσύ νά ἔχῃς ἀνοικτήν τήν πληγωμένην πλευράν καί ἐγώ νά κρατῶ εἰς τήν καρδίαν κατά τοῦ πλησίον μου μῖσος αἰώνιον! Ἐσύ νά ἔχῃς καρφωμένα χέρια καί πόδια καί ἐμέ τά χέρια μου νά εἶναι γεμᾶτα ἀδικίας, τά πόδια νά τρέχουσιν εἰς τήν ἀπώλειαν! Ἐσύ νά ἔχῃς καταξεσχισμένας τάς καθαρωτάτας σάρκας ἀπό τάς μάστιγας καί ἐγώ νά ἔχω τήν σάρκα μου μολυσμένην ἀπό τόσας ἀκαθαρσίας! Ἐγώ ἔπρεπε νά βαστῶ τοιοῦτον σταυρόν· ἐγώ νά λάβω τόσα πάθη· ἐγώ νά ὑποφέρω τοιοῦτον θάνατον· μά, ἄν δέν ἠμπορῶ νά ἀποθάνω διά ἐσέ, κἄν ἄς μετανοήσω· ἄν δέν ἠμπορῶ νά χύσω τό αἷμα μου, κἄν ἄς χύσω τά δάκρυά μου· ἄν δέν ἠμπορῶ νά δώσω τήν ζωήν μου διά τήν ζωήν σου, κἄν ἄς δώσω τήν ἀγάπην μου διά τήν ἀγάπην σου. Ἐσύ, ὁ ἀναμάρτητος Θεός, ἔκαμες τόσα δι᾽ ἐμέ τόν ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον, καί ἐγώ τί ὀλιγώτερον ἠμπορῶ νά κάμω διά ἐσέ, παρά νά σέ ἀγαπῶ, παρά πλέον νά μήν πταίσω; Καί λοιπόν ἐγώ μετανοῶ, ἐγώ ἀθετῶ τά περασμένα μου σφάλματα καί ἁμαρτίας καί ὀμνύω ἀπ᾽ ἐδῶ καί ἐμπρός αἰώνιον ἀγάπην εἰς τό ὄνομα σου καί ὑπακοήν εἰς τόν νόμον σου.
Ἔτσι ἔπρεπε νά λέγωμεν, ἔτσι νά κάμωμεν τήν μεγάλην Παρασκευήν· καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὅπου διά τοῦτο κάθε χρόνον μᾶς ἐνθυμίζει τοῦ Χριστοῦ τό πάθος καί θάνατον. Ἡ ἑορτή τῶν χριστιανῶν, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος, ἐξόχως εἰς τάς ἁγίας ταύτας ἡμέρας νά εἶναι «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια». Ἐπίδειξις ἀγαθῶν ἔργων, ὄχι μόνον φανῶν καί λαμπάδων· εὐλάβεια ψυχῆς, ὄχι μόνον κατ᾽ ἐπιφάνειαν· πολιτείας ἀκρίβεια, ὄχι μόνο θεατρική παρρησία. Ἀλλέως, ὅταν ἄλλα εἶναι τά φαινόμενα καί ἄλλα τά γινόμενα, ἠξεύρετε τί ἦτον καλλίτερον νά κάμωμεν; ἀκούσατέ το. Εἰς τόν πόλεμον ὅπου ἔκαμεν ὁ βασιλεύς Σαούλ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, ἀπέθανεν ἐσφαγμένος μέ τήν ἴδιαν του δεξιάν· ὅταν τό ἤκουσεν ὁ Δαυΐδ, ἔσχισε τά ἱμάτιά του, ἔκαμε θρῆνον μέγαν καί εἶπεν πρός ὅλον τόν λαόν· ἄνδρες Ἰσραηλῖται, ὁ βασιλεύς Σαούλ ἀπέθανε· σιωπή τό λοιπόν, δέν θέλω τινάς νά τό φανερώσῃ, διά νά μή τό ἀκούσωσι καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί· «μή ἀπαγγείλατε ἐν Γάθ, μηδέ εὐαγγελίσησθε ἐν ἐξόδοις Ἀσκάλωνος, ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων». Ἔρχεται ἡ ἁγία καί μεγάλη Παρασκευή καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς ἐνθυμίζει, πώς ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς, ὁ Βασιλεύς ὑμῶν, ἀπέθανεν ἐπάνω εἰς ἕνα Σταυρόν διά τήν ἀγάπην μας· καί λοιπόν σιωπή· σφαλίξατε, ὦ ἱερεῖς τάς ἐκκλησίας, κρύψατε εἰς τά ἐνδότερα τοῦ θυσιαστηρίου τόν Ἐσταυρωμένον καί τόν Σταυρόν· μή ἀκουσθῇ, μή φανῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, καί χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως. Μά πῶς; νά φέρωμεν ἀπό τό ἕνα εἰς τό ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως τόν Σταυρόν, νά σύρωμεν ἀπό τάς ὁδούς καί ἀπό τάς πλατείας τόν Ἐσταυρωμένον, νά κηρύττωμεν φανερά πώς ἐκεῖνος ἔλαβε τοιοῦτον ἐπώδυνον καί ἐπονείδιστον θάνατον διά ἡμᾶς, καί ἡμεῖς ὡς τόσον, ἔξω ἀπό ἐκείνην τήν φαινομένην παρρησίαν, νά μή δείχνωμεν πρός αὐτόν κανένα σημάδι πόνου καρδιακοῦ, εὐλαβείας ἀληθινῆς, ἀγάπης καί εὐχαριστίας; Τί θέλουσι λέγει τότε οἱ Ἑβραῖοι, ὅπου τόν ἐσταύρωσαν; θέλουσι λέγει: οἱ Χριστιανοί πιστεύουσι πώς ἐκεῖνος εἶναι υἱός τοῦ Θεοῦ· οἱ Χριστιανοί ὁμολογοῦσι, πώς ἐκεῖνος ἐσταυρώθη διά τήν ἀγάπην τους, καί οἱ Χριστιανοί τόσον μόνον κάνουσι διά τόν εὐεργέτην τους; ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ δέν εἶναι ἔτσι, καθώς οἱ Χριστιανοί πιστεύουσιν, ἤ καί αὐτοί οἱ Χριστιανοί ἀληθινά δέν τόν πιστεύουσιν. «Εἰ υἱός ἐστι τοῦ Θεοῦ καταβάτω νῦν ἀπό τοῦ σταυροῦ, καί πιστεύσομεν εἰς αὐτόν»· ἔτσι θέλουσι βλασφημεῖ καί τώρα οἱ Ἑβραῖοι, καθώς καί τότε εἰς τό πάθος τοῦ Χριστοῦ· ἔτσι θέλουσι περιγελᾷ τήν ὑπόκρισιν τῶν Χριστιανῶν. Ὅθεν διά τό καλλίτερον σφαλίσατε – λέγω πάλιν - ἱερεῖς, τάς ἐκκλησίας, κρύψατε τόν Σταυρόν καί τόν Ἐσταυρωμένον· μή φανῆ, μήν ἀκουσθῇ τοιοῦτον πρᾶγμα, διά νά μή χαροῦσιν οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως: «ἵνα μή εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων».
Καί λοιπόν δέν ἔχει νά γενῇ τήν μεγάλην Παρασκευήν ἡ συνηθισμένη πρόοδος, ἡ λιτανεία καί παρρησία, ὅπου γίνεται κάθε χρόνον; τό εἶπα· πλήν, ἐπειδή καί ἔτσι θέλετε, ἄς γένῃ· μά ἄς γένῃ καθώς πρέπει· καθώς εἶναι τά φαινόμενα, ἔτσι ἄς εἶναι καί τά γινόμενα· καθώς εἶναι ἡ ἐξωτερική, ἔτσι ἄς εἶναι καί ἡ ἐσωτερική εὐλάβεια. Μέ τούς φανούς καί μέ τάς λαμπάδας, ἄς ἀνάπτη μέσα εἰς τήν καρδίαν μας ἡ ἀγάπη πρός Ἐκεῖνον, ὅπου διά τήν ἀγάπην μας ἀπέθανε· ἀπό τόν ἀκάνθινόν του στέφανον, ἄς πάρωμεν κατάνυξιν καί συντριβήν· ἀπό τάς πληγάς του, ἄς παρακινηθῶμεν νά σκληραγωγοῦμεν τήν σάρκα· ἀπό τόν Σταυρόν του, ἄς μάθωμεν τήν ὑπομονήν· ἀπό τόν θάνατόν του, ἄς καταλάβωμεν πόσον μέγα κακόν εἶναι ἡ ἁμαρτία· ἡ ἡμέρα τῆς μεγάλης Παρασκευῆς, ἄς εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς μετανοίας μας, ἄς εἶναι ἡ λιτανεία «ἀγαθῶν ἔργων ἐπίδειξις, ψυχῆς εὐλάβεια, πολιτείας ἀκρίβεια» καί ἄς γένῃ.