xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

Η ΠΡΟΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΙΝ ΚΑΙ ΛΥΣΙΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
ΤΟ «κοινωνικό πρόβλημα» συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιά τήν χριστιανική κοινωνία1. Οἱ κοινωνικές διακρίσεις, καί μάλιστα τό πρόβλημα τῆς πείνας καί τῆς φτώχειας, δέν ἦταν δυνατό νά ἀφήσει ἀδιάφορη τήν Ἐκκλησία. Πρῶτα, γιατί ἀπό τήν ἴδια τήν φύση της ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μόνο πνευματική, ἀλλά καί κοινωνική. Δεύτερο, ὁ Χριστιανισμός δέχεται ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο, ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα καί ὁλότητα, καί σώζει ὁλόκληρη τή ζωή του, πνευματική καί σωματική, ἀφοῦ ἡ θέωση ἀναφέρεται σ᾽ ὅλο τόν ἄνθρωπο, ψυχή καί σῶμα. Γι᾽ αὐτό καταφάσκει ὅλα τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου πνευματικά καί βιοτικά. Ἡ εἴσοδος στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ νοεῖται ὡς ἔνταξη ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς μέσα στήν κοινωνία τῆς Χάριτος (πρβλ, τόν λειτουργικό λόγο: «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»).

Σκοπός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ-Λόγου εἶναι ἡ ἐν-Χρίστωση καί ἐκκλησιοποίηση ΟΛΗΣ τῆς ζωῆς, ὁ ἁγιασμός ὅλων τῶν σχέσεων, σύνολης τῆς «κοινωνίας» μας.

Αὐτές οἱ ἐκκλησιολογικές συντεταγμένες χαράσσουν τό πλαίσιο, μέσα στό ὁποῖο κινήθηκε ὁ ἀπαράμμιλος ἐκκλησιολόγος, ἱερός Χρυσόστομος, πού ἀντιμετώπισε τό μόνιμο αὐτό πρόβλημα. Ἐνδιαφέρον ὅμως ἔχει τό κοινωνικό-πολιτικό κλίμα, στό ὁποῖο δρᾶ καί ἀγωνίζεται ὁ ἱ. Χρυσόστομος.
Ἡ ἐποχή του (δ´-ε´αἰ.) εἶναι περίοδος κοσμογονικῶν ἐξελίξεων. Κατ᾽ αὐτήν σημειώθηκε εἴσοδος σέ ἕνα νέο κόσμο, τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ ὁποίου εἶναι: ριζική ἀλλαγή στήν πολιτική νοοτροπία, πράγμα πού ἐπέφερε ὁ μετασχηματισμός τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καί ἡ στροφή σέ μιά νέα πολιτική κονίστρα, στήν Ἀνατολή. Κοινωνική ἀνησυχία ἐπίσης, μέ τήν ἀδιάκοπη μετακίνηση καί τούς πολέμους διαφόρων βαρβαρικῶν φύλων.
Ἀστάθεια πολιτική καί κοινωνική. Ἔντονες πνευματικές ἀνησυχίες (ἐδῶ ἐντάσσονται καί οἱ δογματικές διενέξεις) καί ἀποπροσανατολισμός (αἱρέσεις, πολιτικές καί θρησκευτικές). Ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας πρός τά διάφορα αἱρετικά ρεύματα, ἀλλά καί πρός τόν ἐθνισμό, πού ἀντιστεκόταν ἀκόμη. Συγκρούσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας λόγῳ τῶν κυριαρχικῶν τάσεων τῆς τελευταίας (π.χ σύγκρουση Μ. Ἀθανασίου, Μ. Βασιλείου καί Ἱ. Χρυσοστόμου μέ τήν Πολιτεία γιά τά θέματα τῆς Πίστεως). Μαζική εἴσοδος στήν Ἐκκλησία προσώπων, χωρίς παράλληλη προετοιμασία καί διάθεση, ἰδιαίτερα ἀπό τίς συνήθως διεφθαρμένες «ἀνώτερες» τάξεις, μέ συνέπεια τήν πτώση τῶν ἠθῶν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Παράλληλη ἀναγεννητική κίνηση στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν ἐμφάνιση, ἀνάπτυξη καί ὀργάνωση (διά τοῦ Μ. Βασιλείου) τοῦ Μοναχικοῦ Κοινοβίου, ὡς ἐκφράσεως τοῦ αὐθεντικοῦ τρόπου ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ πολιτική καί ἐκκλησιαστική ἀστάθεια ἔφερε τήν οἰκονομική ἀταξία. Ἡ ἄνιση κατανομή τῶν ἀγαθῶν, ἡ ἐκμετάλλευση τῶν φτωχῶν ἀπό τούς ἰσχυρούς -κύρια θέματα στά ἔργα τοῦ Χρυσοστόμου-ἡ δουλεία, ἡ μετακίνηση πληθυσμῶν στά ἀστικά κέντρα (ἀστυφιλία), εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα τή φτώχεια καί τή δυστυχία, ἀλλά καί τήν κοινωνική ἀκαταστασία. Αὐτά ἰσχύουν καί γιά τήν Ἀντιόχεια καί γιά τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἔδρα σε ὡς ποιμένας ὁ Ἱ. Χρυσόστομος.
Πέρα ὅμως ἀπό αὐτά, οἱ αἰῶνες 4ος καί 5ος εἶναι αἰῶνες προγραμματικοί, ἀναπροσαρμογῆς δηλαδή τῆς στάσεως τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν ἱστορικό χῶρο. Ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες τῆς περιόδου αὐτῆς, μᾶς βοηθοῦν νά διακριβώσουμε τά θεμέλια, πάνω στά ὁποῖα οἰκοδομεῖται ὁ χριστιανικός βίος στή σημαντικότερη αὐτή καμπή τῆς πορείας του.
2. Ὁ Χρυσόστομος κινεῖται πάν- τοτε στό ἐκκλησιολογικό πλαίσιο: «ἁγιότητα-κοινωνικότητα», ὅπως ἄλλωστε ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας. Θεός καί ἄνθρωπος εἶναι οἱ δύο ἀμετακίνητοι πόλοι τῆς σκέψεως καί δράσεώς των. Τό χαρακτηριστικότερο κείμενο, στό ὁποῖο διατυπώνονται ἁπτά καί συγκεκριμένα, οἱ προτάσεις τοῦ ἱεροῦ Πατέρα γιά τήν ἀντιμετώπιση καί λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος εἶναι, κατά τή δική μας ἐκτίμηση, ἡ 11η ὁμιλία στίς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» (κεφ. δ´ 32-37) (βλ. PG 60, 96-98)2 .
Σ᾽ αὐτό τό κείμενο, πού εἶναι καρπός καί ἀποτύπωση τῆς πείρας του, ὑπογραμμίζονται τά ἀκόλουθα, πού δίνουμε ἐδῶ διαγραμματικά:
Ὁ ἅγιος Πατέρας ἀναφέρεται στήν πρακτική τῆς κοινοκτημοσύνης καί ἐξαίρει τή σημασία τοῦ θεσμοῦ αὐτοῦ. Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν πρώτων Χριστιανῶν ἦταν - ὅπως λέγει- καρπός τῆς (ἀνιδιοτελοῦς) ἀγάπης 3.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὁδήγησε στό νά μή ὑπάρχει ἀνέχεια, διότι ζῶντας ὡς ἀδελφοί, ἐκάλυπταν τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν. Ὄχι ὅμως ὡς ἀτομική ἐλεημοσύνη, ἀλλά ὡς ἐκκλησιαστική μέριμνα, μέ τήν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπό τούς ἴδιους τούς Ἀποστόλους, τήν ἡγεσία -θά λέγαμε σήμερα. Ἔτσι, ἀπέφευγαν τήν κενοδοξία τῆς προσωπικῆς ἀγαθοεργίας.
Ὁ ἱερός Πατήρ, πιστεύοντας στήν διαχρονικότητα τοῦ θεσμοῦ, συμπεραίνει ὅτι, ἐάν οἱ εὔποροι Χριστιανοί κατέθεταν τήν χρηματική ἀξία τῶν περιουσιῶν τους (ἄν δηλαδή συνέπρατταν ὡς χριστιανι- κή κοινωνία στήν ἀντιμετώπιση τῆς φτώχειας), θά ἐκάλυπταν μέ μεγάλη ἄνεση τίς ἀνάγκες τῶν ἐνδεῶν.
Κίνδυνος ἐξαντλήσεως τῶν οἰκονομικῶν ἀποθεμάτων δέν ὑπῆρχε, διότι σ᾽ αὐτή τήν περίπτωση θά συνεργοῦσε πλουσιοπάροχα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζει τή σημασία τῶν κοινοβιακῶν μοναστηρίων γιά τή συνέχιση τοῦ παραδείγματος τῶν Πράξεων, ὑποσχόμενος τή συμβολή του στόν ἀγώνα γιά τήν ἀνάλογη διαμόρφωση ὅλης τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας.
Τό καταπληκτικό αὐτό γιά τήν πνευματικότητα καί τήν κοινωνική πλήροτητά του κείμενο τοῦ ἱ. Χρυσοστόμου φανερώνει τόν τρόπο σκέψεως τοῦ ἀναγεννημένου πνευματικά Χριστιανοῦ καί μάλιστο τοῦ Χριστιανοῦ Ποιμένα, ὁ ὁποῖος συνεχίζει στόν 4/5ο αἰώνα νά ζεῖ στό κλίμα τῶν Ἀποστόλων. Τό κείμενο αὐτό, παράλληλα, ὑπογραμμίζει τήν εὐθύνη τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου σέ ἕνα πρόβλημα μακροδιακονίας, ἀλλά καί τή στάση ἑνός αὐθεντικοῦ Ποιμένα στήν ὀρθή καθοδήγηση τοῦ Ποιμνίου του καί γιά τόν «μετασχηματισμό», τήν ἐν Χριστῷ μεταμόρφωση, ἀνθρώπου καί κοινωνίας, μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Ἡ κοινωνική συγκρότηση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τήν καθιέρωση τοῦ «θεσμοῦ» τῆς κοινοκτημοσύνης (Πράξ. 2,42, 44-47 καί 4,23-37 πρβλ. 6,1 ἑ). Τί ἄλλο ὅμως ἦταν αὐτό ἀπό «πολιτικό μέτρο», μέ τήν ἀριστοτελική σημασία τοῦ ὅρου, ὡς ὀργάνωση τῶν κοινῶν μέσα στήν διακονία τῆς ἀγάπης; Σημασία μάλιστα ἔχει ὅτι ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ἀναλαμβάνει μέσα στόν τότε κόσμο ἡ ἴδια, μέ τίς δικές της δυνατότητες, τήν ἀντιμετώπιση συγκεκριμένου κοινωνικοῦ προβλήματος -ὅποια ἔξωθεν πρότυπα καὶ ἂν εἶχε στὴν ἐνέργειά της αὐτὴ (Κουμράν, ρωμαϊκὰ Κολλέγια, κ.λπ.)4. Ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος (49 μ.Χ.) θὰ καθιερώσει καὶ τὸν θεσμὸ τῶν «λογιῶν», ὁ δὲ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν ἐμπειρία, ποὺ ἀπέφεραν τὰ πειράματα αὐτὰ στὸν ἐθνικό κόσμο, θὰ δώσει καὶ θεωρητικὸ προσδιορισμὸ αὐτῆς τῆς πρακτικῆς, μὲ τὴν καθαρὰ κοινωνικὴ ἀρχή, τὸ «περίσσευμά» των μὲν νὰ καλύπτει τὸ «ὑστέρημα» τῶν ἄλλων, «ὅπως γένηται ἰσότης» (Β´ Κορ. 8, 13–14). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ κοινωνικὸ ἰδανικὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν αὐθεντικότητά της 5 . Δημιουργήθηκε, ἔτσι, στὴν πράξη μία διακοινοτικὴ ἑνότητα σὲ παγχριστιανικὸ ἐπίπεδο, ὥστε ὅλη ἡ ἀνὰ τὸν κόσμο Ἐκκλησία νὰ ἐμφανίζεται ὡς μία ἐν Χριστῷ Κοινοπολιτεία, μία παγκόσμια κοινότητα ὄχι μόνο πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀγάπης.
Στὴν ἀρχὴ τῆς κοινοκτημοσύνης θεμελιώθηκε ἡ πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος ἔβλεπε τὴν Ἐκκλησία μὲ τὸσο θαυμασμό. Τὸ μήνυμα αὐτὸ δὲν ἔχει βέβαια τίποτε τὸ κοινὸ μὲ κοσμικὲς κοινωνικὲς θεωρίες (συστήματα). Εἶναι ὁ φυσικὸς καρπὸς τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ βρεῖ δυνατότητα ἐφαρμογῆς. Μένει κενὸς καὶ ἀνενεργὸς λόγος.
3. Ὁ κριτικὸς ἔλεγχος τῆς ἱστορικότητας τῆς διηγήσεως τῶν Πράξεων (κεφ. 2 καὶ 4) ἐπιχειρήθηκε πολλὲς φορὲς μέχρι σήμερα. Γιὰ μᾶς φυσικά, τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ ἔχουμε ζωντανὸ τὸ κοινωνικὸ αὐτὸ «μοντέλο» στὴν παράδοσή μας (κοινόβιο – κοινότητα) δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀπολύτως δυσκολία στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τῶν Πράξεων. Σημασία ὅμως ἐδῶ ἔχει τὸ πνεῦμα καὶ ἡ στοχοθεσία τοῦ ἱεροῦ Πατέρα, ὁ ὁποῖος δέχεται ἀπόλυτα τὴν ἀλήθεια τῆς περιγραφῆς τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, καὶ συνάμα δείχνει τὴν πιστότητά του σὲ μία ἱστορικὰ βεβαιωμένη ἐμπειρία – παράδοση παλαιοτέρων του Πατέρων, τὴν ὁποία θέλει καὶ αὐτὸς νὰ ἐφαρμόσει, διασώζοντας τὴν συνέχεια τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Διότι ἡ πράξη τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας εἶχε συνέχεια.
Ἡ Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων, κείμενο τῶν ἀρχῶν τοῦ β´ αἰώνα, ἀποδεικνύει τὴν ἐπιβίωση τῆς ἱεροσολυμιτικῆς πρακτικῆς —ἔστω σὲ ἄλλο ἐπίπεδο—, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσκει κάθε ἰδέα περὶ προσωρινότητας τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινοκτημοσύνης. Λέγει λοιπὸν ἡ Διδαχή: «Συγκοινωνήσεις ἅπαντα τῷ ἀδελφῶ σου καὶ οὐκ ἐρεῖς τί ἴδιον εἶναι· εἰ γὰρ ἐν τῷ ἀθανάτῳ κοινωνοὶ ἔστε, πόσον μᾶλλον ἐν τοῖς θνητοῖς» (κεφ. 4, 8).
Ὅπως δὲν εἶναι ἐπιτρεπτὴ (ἀλλ᾽ οὔτε καὶ δυνατή!) ἡ ἰδιοποίηση τῶν πνευματικῶν, τῆς Χάριτος ἄλλο τόσο δὲν ἔχει ὁ Χριστιανὸς τὸ δικαίωμα νὰ ἰδιοποιηθεῖ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ (ἀντικαπιταλισμός) 6 . Ἡ Διδαχὴ δείχνει ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστολικῆς κοινωνίας ἔγινε καὶ πνεῦμα τῆς πατερικῆς ποιμαντικῆς. Ἀπὸ τὴν Διδαχή, μέσῳ τοῦ Μ. Βασιλείου, φθάνουμε στὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. Δὲν εἶναι λοιπὸν περίεργο, ποὺ ὁ Μ. Βασίλειος ἔγινε ὀργανωτὴς τοῦ μοναστικοῦ Κοινοβίου, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἀσκητὴς Παχώμιος. Ἡ ἐμφάνιση τοῦ ὀργανωμένου μοναστικοῦ κινήματος συμβαίνει, μόλις ἀρχίζει νὰ γίνεται ἐπικίνδυνη ἡ ἐκκοσμίκευση μιᾶς μεγάλης μερίδας Χριστιανῶν, ὁ συσχηματισμός, πνευματικὰ καὶ κοινωνικά, μὲ τὸν «κόσμο».
4. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος θεμελιώνει τὴν κοινοκτημοσύνη του ὄχισὲ ἀνθρωπίνους νομοὺς σὲ ἐξωτερικὸ δηλ. ἐξαναγκασμό,ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πράξεων στὴν ἐλευθερία τῆς ἀγάπης. Ἂν δὲν ἀποδεσμευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν δεσποτεία τῶν ἀγαθῶν ΤΟΥ, δὲν ἐλευθερώνεται πραγματικά, γιὰ νὰ δεῖ τὰ ἀγαθά του «κοινά». Ἂν δὲν προηγηθεῖ δηλαδὴ ἡ (ἑκούσια) ἀκτημοσύνη, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ κοινοκτημοσύνη. Οἱ καθαρὰ ψυχολογικὲς παρενθέσεις τοῦ χρυσοστομικοῦ λόγου: «τῷ λόγῳ, λέγω, μηδεὶς θορυβείσθω» καὶ «τῷ λόγῳ ... ἐπειδὴ ἐν ἔργοις οὐ βούλεσθε» (καὶ ἀποτείνεται σέ χριστιανούς!), δείχνει τήν συνείδηση τῆς δυσκολίας νά νικηθεῖ ἡ δυστροπία τῆς «πεπτωκυίας» φύσεως.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς πτώσεως -ἔστω καί ἄν τυπικά λέγεται χριστιανός- εἶναι ὑποδουλωμένος στό ἄγχος καί στό περιβάλλον, στή σωματικότητα καί τήν ὑλικότητα. «Λατρεύει τῇ κτίσει παρά τόν Κτίσαντα», μέ συνέπεια ἄμεση τήν κατάλυση τῆς αὐθεντικότητας τῶν σχέσεών του: τήν ἀτομοποίηση, τήν αὐτοθεοποίηση καί εἰδωλοποίησή του, τήν χρήση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ συνανθρώπου γιά τήν κατοχύρωση τῆς ἀτομικῆς ἀσφάλειας καί εὐτυχίας (=θρησκεία). Πρόκειται γιά τήν ἐσωτερική διάσπαση καί ἀνισορροπία, πού ἐκφράζεται μέ τίς ποικίλες μορφές τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἐσωτερική διάσπαση εἶναι τό αἴτιο καί τῆς ἐξωτερικῆς διαστάσεώς του. Με τήν ἁμαρτία, ὡς ἐσωτερικό γεγονός πρῶτα, εἰσῆλθε στή ζωή μας ἡ ἰδιοτέλεια, τό συμφέρον, «τό δικό μου καί τό δικό σου, ὁ ἐπάρατος (καταραμένος) αὐτός λόγος», ὅπως λέγει ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ στάση πού χαρακτηρίζει τον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ζεῖ στήν ἀθεΐα τῆς αὐτονομίας του, εἶναι ἠ ἁρπακτική βουλιμία ἀπέναντι στήν ὕλη. Ἡ προέκταση δέ τῆς στάσεως αὐτῆς στό χῶρο τῆς μακροκοινωνίας δημιουργεῖ τίς διακρατικές και διηπειρωτικές ἀνισότητες, τήν κατάσταση τῆς ἀδικίας σέ παγκόσμια κλίμακα (πρβλ. Τρίτο Κόσμο, κ.λπ).
5. Εἶναι ἀξιοπρόσεκτη ἡ ἀναφορά τοῦ Χρυσοστόμου στήν βοήθεια (συνέργεια) τῆς θείας Χάριτος, σε τρόπο μάλιστα, πού νά σκανδαλίζει τόν ἀπονευρωμένο Χριστιανισμό τῆς ἐποχῆς μας. Ἀναφέρεται ἔμμεσα στά θαύματα τοῦ Χριστοῦ τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων (Μτθ, 14,21) καί τετρακισχιλίων (βλ. Μτθ. 15, 32 ἑ). Μή λησμονοῦμε ὅμως ὅτι τό μεγαλύτερο θαῦμα εἶναι ἡ θέρμανση τῆς ἀγάπης και ἑνότητας (γιά τήν ὁποία μιλεῖ στην συνέχεια). Δέν εἶναι συνεπῶς ἐξω- πραγματικός. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἡ ἀγάπη καί θαύματα θα μποροῦσε νά προκαλέσει ἄν ἡ γῆ μέσῳ αὐτῆς γινόταν οὐρανός! Ἡ σωτηριολογική προοπτική τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ἄλλων Πατέρων εἶναι: «Γῆν οὐρανόν ποιήσωμεν»!
6. Ἔτσι δικαιολογεῖται ἡ διασύνδεση ἀπό τόν ἱερό Χρυσόστομο τῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος μέ τήν παράδοση τοῦ μοναστικοῦ ἰδεώδους. Δικαιώνεται, ἑπομένως, ἡ μοναστική παράδοση, τήν ὁποία ἐνσαρκώνει -μαζί μέ τούς Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων- καί ὁ Χρυσόστομος.
Ἡ αὐτοπαραίτηση ἀπό κάθε ἀπαίτηση πάνω στά ὁποιαδήποτε ἀγαθά εἶναι ἡ βασικότερη προϋπόθεση γιά τήν εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου-κτίσεως μέσα στην πρακτική τῆς ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. Ἔξω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό ἀναδύονται τά ἡμίμετρα, οἱ μισές λύσεις. Ἡ πνευματική (ἀσκητικονηπτική) ζωή εἶναι ὁ πόλεμος κατά τοῦ ἀπολυτοποιημένου καί ἐπαναστατημένου ΕΓΩ, καί τό ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πρός τήν ἁγιοπνευματική ἀνιδιοτέλεια. Πρός τόν «καρπό» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Γιά τή παράδοση, πού ἐκπροσωπεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ δρόμος τῆς κοινωνικότητας περνᾶ μέσα ἀπό τόν πνευματικό-ἀσκητικό ἀγώνα. Τό τέρμα αὐτῆς τῆς πορείας, γιά τήν ἴδια παράδοση, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλο ἀπό τήν κοινωνία, τήν κοινωνική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο:
«Πάντες οἱ ἅγιοι (θεούμενοι) ταύτην τήν τελειότητα φθάνουσιν, ὅταν τέλειοι γίνωνται καί τῷ Θεῷ ἀφομοιώνονται, ἐν τῷ ὑπερκβλύζειν τήν ἀγάπην αὐτῶν καὶ τὴν φιλανθρωπίαν εἰς πάντας». Μία κοινωνικότητα χωρὶς πνευματικότητα εἶναι νόθη κατάσταση. Ἀλλὰ καὶ μία πνευματικότητα, ποὺ δὲν καταλήγει στὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία, εἶναι καὶ αὐτὴ πλαστὴ καὶ κίβδηλη.
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ πορεία —ἡ συμπόρευση πνευματικότητας καὶ κοινωνικότη- τας εἶναι ἔξω ἀπὸ τὶς δυνατότητες (ἢ καὶ τὶς στοχοθεσίες) κάθε πολιτικῆς καὶ κρατικῆς ἐξουσίας καὶ μόνον ἐν Χριστῷ εἶναι δυνατή.
Τὸ μοναστικὸ κοινόβιο παραμένει τὸ ἀμετακίνητο πρότυπο τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας, τὸ συνεπέστερο «μοντέλο» τοῦ «ὑπαρκτοῦ χριστιανισμοῦ» μὲ τὴν ἀλληλοδιακονία, τὴν ἀκτημοσύνη–κοινοκτημοσύνη τὸν «κομμουνισμὸ τῆς ἀγάπης», ὅπου ὁ κάθενας ἐργάζεται καὶ προσφέρει σύμφωνα μὲ τὶς δυνάμεις του καὶ ἀπολαμβάνει σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες του, χωρὶς κανένα κίνδυνο ἀτομικῆς συγκέντρωσης κεφαλαίου καὶ τῶν συναφῶν οἰκονομικῶν συγκρούσεων. Στὸ κοινόβιο τοῦ μοναστηριοῦ χάνεται κάθε ὑποψία ὑπεραξίας καὶ κέρδους ἢ ἐκμεταλλεύσεως. Αἵρεται ἀκόμη κάθε διάκριση διανοητικῆς καὶ σωματικῆς – χειρωνακτικῆς ἐργασίας.
Ὁ Χριστὸς — αὐτὸ ἀποδεικνύει σὲ τελευταία ἀνάλυση τὸ μοναστικὸ κοινόβιομᾶς ἕνωσε ὁλόκληρους, στὴν τεθεωμένη ἀνθρωπότητά Του, γιὰ νὰ μεταμορφωθεῖ σὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία ὅλη ἡ ζωή μας. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση ἡ ἀλληλοπεριχώρηση μοναστηριοῦ καὶ κοινωνίας εἶναι μία καθημερινὴ πρακτική. Μόνο ἐκεῖ, ὅπου ἔχει χαθεῖ ἡ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ αὐτὴ τὴν παράδοση, εἰσάγονται ξένες παραδόσεις, γιὰ νὰ ρυθμίσουν τὸν κοινωνικὸ βίο. Αἰῶνες τώρα βρισκόμαστε στὴν δουλεία τῶν κοσμικῶν συστημάτων.
Ὁ μοναχισμὸς (στὶς αὐθεντικές του διαστάσεις) εἶναι μόνιμη ἐπανάσταση, ἕνα εἶδος «ἀντικοινωνίας», «ἀναρχική» τάξη, ποὺ «χωρὶς νὰ ἔχει τὴν ἔννοια τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν κοσμικὴ κοινωνία, δημιουργεῖ τὶς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἐλεύθερη καὶ ἀδέσμευτη ἀπὸ κάθε κοινωνικὴ καὶ κοσμικὴ συμβατικότητα ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου» (Γ. Μαντζαρίδης). Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ὁ ἴδιος ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἔγραφε περίλαμπρες ὁμιλίες γιὰ τὸ Ἀκατάληπτο τῆς Θείας Οὐσίας, στὶς ὁποῖες καταλήγει μὲ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες στὸ θέμα τῆς προσευ χῆς. Ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία μία θεία Λειτουργία, ποὺ καταξιώθηκε πανορθόδοξα.
Ταυτόχρονα, ὅμως ἀντιμετώπιζε τὴν αὐτοκρατορικὴ καὶ τὴν δεσποτικὴ αὐθαιρεσία, κατέκρινε τὴν πλουτοκρατία καὶ τὴνκαταπίεση, ποὺ αὐτὴ ἀσκοῦσε στὴ φτωχολογιά, ἀμφισβητοῦσε τὴν ἰδιοκτησία καὶ τὴν κληρονομία καὶ ἀνέπτυσσε σχέδιοἀναδιοργάνωσης τῆς κοινωνίας στὰ μέτρα τοῦ μοναστικοῦ κοινοβίου, γιὰ νὰ περιοριστεῖ ἡ ἐξαθλίωση καὶ ἡ κοινωνικὴἀδικία. Ὁ Χρυσόστομος προέκτεινε τὸ μυστήριο τοῦ Ναοῦ στὸ μυστήριο τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ συνανθρώπου. Ὁ κοινωνικός του ὅμως ἀγώνας συνιστοῦσε φυσικὴ ἔκφραση τῆς πνευματικῆς ζωῆς του, τῆς πληρώσεως τῆς ὕπαρξής του ἀπὸ τὴν Ἁγιοπνευματικὴ Χάρη.
7. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος καλεῖ ἔμμεσα σὲ ἔνταξη στὴν ἐν Χριστῷ κοινωνία. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴν ἀσυνέπεια τῶν Χριστιανῶν ἀποδίδει –μάλιστα ρητὰ καὶ καθαρὰ- τὴ μετάσταση τῶν ἀνθρωπίνων ἐλπίδων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὸν «κόσμο» («τὶς ἂν ἔμενεν Ἕλλην λοιπόν;» —ἄθεος ἢ ἀντίθεος θὰ λέγαμε σήμερα).
Τό κοινωνικό «μοντέλο», πού ἀποτελεῖ τό ἰδανικό τοῦ Χρυσοστόμου, ὑπογραμμίζει μία προϋποτιθέ- μενη ἀπό ἐκεῖνον πραγματικότητα, τήν ἐν Χριστῷ ἀλλαγή τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός μέ τήν σάρκωσή Του, δέν ἔφερε ἁπλῶς μία νέα θρησκεία, ἀλλά μία νέα ζωὴ (πρβλ. «ἰδού γέγονε καινά ΤΑ ΠΑΝΤΑ», Β´ Κορ. 5,17), ἕνα «καινό» δηλ. τρόπο ὑπάρξεως. Γι᾽ αὐτό ἡ λύση τῶν ἀνθρωπίνων προβλημάτων -καί τῶν ὑλικοβιοτικῶν- πραγματοποιεῖται μέ τήν ἔνταξη στήν κοινωνία τοῦ Σώματός Του. Ἔτσι γίνεται ὁ πιστός ἅγιος, ἀληθινά Χριστιανός δηλαδή. Σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά παραλάβει στούς κόλπους της
ΟΛΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ, να «ἐκκλησιοποιήσει» ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ. Αὐτό συνεπῶς, πού προσφέρεται χριστιανικά ὡς λύση στό κοινωνικό δράμα τῆς ἀνθρωπότητας, δέν εἶναι ἕνα κοινωνικό σύστημα ἤ τυπικές ἠθικές ἐντολές καί κατευθύνσεις, ἀλλά μία συγκεκριμένη πράξη, μία ζωή, στό πλαίσιο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Σ᾽ αὐτήν τήν κοινωνία καλεῖ ὁ Χριστός ὅλο τόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ ὡς «ζύμη», πού ζυμώνει ὅλο τό φύραμα, ὅλη τήν ἀνθρώπινη κοινωνία (Α´Κορ. 5,6). Κάτι ἀνάλογο ὑπονοεῖ ἐδῶ καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Μιλεῖ γιά τούς «ἔξωθεν», πού θά ἔσπευδαν νά συμβάλουν στήν ἐπιτυχία τοῦ προτεινόμενου ἐγχειρήματος. Μία τέτοια δηλ. κοινωνία, ὅπως ἡ αὐθεντικά χριστιανική, δέν θά ἀπέρριπτε κα- νείς, οὔτε καί αὐτοί οἱ ἄπιστοι, οἱ μη Χριστιανοί.
Ὁ Χριστός δέν ἀποκλείει ἀπό τήν κοινωνία Του κανένα. Γιατί δεν ὑπάρχει κανείς ἄνθρωπος, πού να μή ἀναζητεῖ -ἔστω καί ἀνεπίγνωστα- τόν Χριστό, ἔστω καί ἄν Τον ἀναζητεῖ σέ ἐσφαλμένη κατεύθυνση μέ ἁγνά ὅμως κίνητρα.
Ἡ ψυχή κάθε ἀνθρώπου εἶναι ἀπό τήν φύση της Χριστοκεντρική (Mens naturaliter Cristiana). Ἡ λυτρωτική ἀναζήτηση σύνολης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι Χριστοκεντρική (πρβλ. Πρ. 17,27). Κάθε ἀγώνας γιά την ἀλήθεια, εἰρήνη, δικαιοσύνη, ἀδελφοσύνη, κοινωνική ἰσότητα, εἶναι (ἀνεπίγνωστα) χριστιανικός καί γι᾽ αὐτό χριστιανικά δεκτός καί καταξιωμένος. Ὅπως γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: «Ὁ ζητῶν εἰρήνην Χριστόν ἐκζητεῖ, ὅτι Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη, ὁ εἰρηνοποιήσας διά τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ Αὐτοῦ εἴτε τά ἐν οὐρανοῖς εἴτε τά ἐπί γῆς». Ἐδῶ ὅμως συγκεκριμενοποιεῖται τό πρόβλημα τῆς δικῆς μας πειστικότητας. Κατά πόσο δηλ. καλοῦμε (μέ ὅλη την ὕπαρξή μας) στόν ὅλο Χριστό ἤ συντελοῦμε μέ τήν ὅλη ζωή μας στόν νά περιφρονεῖται καί μισεῖται ὁ Χριστός (πρβλ. Ρωμ. 2,14). Σ᾽ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο ἐντοπίζεται ἡ εὐθύνη τῶν Χριστιανῶν, ἄν συντε- λοῦμε στό νά βροῦν οἱ ἀγῶνες τοῦ κόσμου τόν ἀληθινό προσανατολισμό τους.
8.Θά μποροῦσε, βέβαια, νά ἐπισημανθοῦν στόν χρυσοστομικό λόγο καί μειονεκτήματα θεωρητικῆς κατοχυρώσεως. Ἡ πρόταση τοῦ Χρυσοστόμου δέν συμφωνεῖ πλήρως μέ τίς σημερινές οἰκονομικές θεωρίες. Αὐτός προτείνει ἕνα «μοντέλο», πού στηρίζεται στή συνέργεια τῆς θείας Χάρης.
Μία κοινωνία κατανάλωσης, ἐξ ἄλλου, δεν μπορεῖ νά σταθεῖ χωρίς παραγωγή. Καί εἶναι αὐτό πράγματι τό ἰσχυρότερο -καί γι᾽ αὐτό συνηθέστερο ἐπιχείρημα, γιά νά μειώνεται ἡ σημασία τῆς κοινοκτημοσύνης τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καί ἑπομένως καί ἡ ἀξία της γιά τή λύση τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος, ἐνῶ ὁ ἐκ συγχρονισμός τῆς κοινοκτημοσύνης θά μποροῦσε νά εἶναι ἡ μισθοδοσία ἀνάλογα μέ τίς (οἰκογενειακές) ἀνάγκες καί ὄχι μέ τό ὕψος τῆς βαθμίδας τῆς θέσης ἤ τοῦ ἀξιώματος.
Τόσο ὅμως στίς Πράξεις, ὅσο και στό κείμενο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ναί μέν δέν γίνεται λόγος για παραγωγή, ἀλλά οὔτε καί φαίνεται νά ἀποκλείεται. Ἄλλωστε, τότε θεμελιωνόταν καί διαμορφωνόταν ὁ κοινωνικός τρόπος ζωῆς. Ὁ Χρυσόστομος μιλεῖ γιά τήν ἀρχική διάθεση τῆς περιουσίας (ἰδιοκτησίας), δέν ἀρνεῖται ὅμως τήν παραγωγή μέ τήν ἐργασία, ὅπως ἄλλωστε δεν τήν ἀπέκλεισε καί ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία. Ὁ τονισμός τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ γίνεται γιά τούς λόγους, πού ἀναφέραμε παραπάνω.
Ἡ κοινοκτημοσύνη τῶν Πράξεων δεν σημαίνει ἄρνηση τῆς ἐργασίας, ἀλλά τῆς ἐγωκεντρικῆς ἰδιοκτησίας. Καί στήν περίπτωση Ἀνανία καί Σαπφείρας λέγει ὁ Πέτρος: «Οὐχί μένον (δηλ. μή πωλούμενο) σοι ἔμενεν καί πραθέν ἐν τῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχεν; (Πρ. 4,32· 5,3)». Συνεπῶς ὅλα γίνονται στά ὅρια τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἀγάπης, Ὁ ἐνθουσιασμός τῶν πιστῶν ἐντοπί- ζεται στήν ἀπόρριψη τοῦ βάρους τῆς ἰδιοκτησίας, πού τόσο πνευματικά προβλήματα δημιουργεῖ (ἀντιφεουδαρχικό ἰδεῶδες). Τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας ἦταν (καί εἶναι): μοναδικό μέσον πορισμοῦ τῶν προς τό ζῆν εἶναι ἡ ἐργασία (πρβλ. Πράξ. 20,34- Κολ. 4,12- Α´ Θεσσαλ. 2,9 κ.ἄ).
9.Ἔχει ὅμως ἰδιαίτερη σημασία τό γεγονός, ὅτι ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἐκφράζει τήν διάθεση νά ὁδηγήσει τούς συγχρόνους του πιστούς στήν πραγματοποίηση τοῦ ἰδεώδους, πού περιέγραψε καί πού ταυτίζεται μέ τήν κοινοκτημοσύνη τῶν Ἱεροσολύμων. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν θεωροῦσε τό μέτρο αὐτό οὐτοπικό, ἀλλά ἐφαρμόσιμη και βιώσιμη λύση. Τή βεβαιότητά του δείχνουν ὅλα ὅσα γράφει σέ ἄλλο σημεῖο: «Εἰ γάρ Ἑλλήνων ὄντων τότε τῶν ἀρχόντων ταῦτα ἐνομοθέτησε, πολλῷ μᾶλλον νῦν ἐπί τῶν πιστῶν τοῦτο γίνεσθαι χρή». Ἔτρεφε τήν ἐλπίδα, ὅτι ἡ ἐκχριστιανισμένη πιά Ρωμαϊκή Πολιτεία θα ἀνελάμβανε τήν ὁλοκλήρωση τῆς διακονίας τῶν «Ἑπτά» (Πράξ. 6,2).
Καί αὐτό ἐν πολλοῖς ἔγινε στήν κοινωνία τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης (Ρωμανίας). Ζητοῦσε μόνο πίστωση χρόνου («ζωήν»), ὄχι φυσικά γιά νά πεισθεῖ αὐτός, ἀλλά γιά νά πεισθοῦν οἱ ἀκροατές του, κάτι πού φανερώνει καί τό ποιόν τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς του. Βέβαια, ὁ Καίσαρας φρόντισε να τοῦ στερήσει αὐτή τή δυνατότητα, ὄχι μόνο κόβοντας ἐνωρίτερα το νῆμα τῆς ζωῆς του, ἀλλά και ὁδηγῶντας σέ κοινωνικά σχήματα, ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶναι τά μεταγενέστερα κοινωνικοπολιτικά συστήματα, στά ὁποῖα μάθαμε νά ζοῦμε καί ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀπεμπολῶντας τήν πατερική παράδοσή μας. Ὅπως ὅμως ὁ ὅσιος π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἔχει παρατηρήσει: «Ἐάν τά σύγχρονα προβλήματα… δέν λύωνται μέ τόν Θεάνθρωπον καί κατά τό θεανθρώπινον, ἀποστολικόν, ἁγιοπατερικόν τρόπον, εἶναι ἀδύνατον νά λυθοῦν ὀρθοδόξως καί θεαρέστως. Θα ὁδηγήσουν κατ᾽ ἀνάγκην εἰς κατα- στροφάς, εἰς σχίσματα, εἰς αἱρέσεις καί εἰς πολυποικίλους οὑμανιστικάς πλάνας, εἰς μηδενισμούς και ἀναρχισμούς».
Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος τῶν Χριστιανῶν ἤ ἡ ἀπουσία κοινοῦ χριστιανικοῦ φρονήματος (πρβλ. Ρωμ.15,5 κ.ἄ), λόγῳ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, περιόρισε τήν λύση τῶν Πράξεων καί τοῦ Χρυσοστόμου στό μοναστικό κοινόβιο, πού διασώζει το αὐθεντικό πρότυπο τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας, καί τό συναποτελοῦν οἱ ἔχοντες τό αὐτό φρόνημα πιστοί καί ζῶντες στήν «ἐλευθερία τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 8,21). Ὅσο ἐγγύτερα πρός το μοναστηριακό πρότυπο λειτουργοῦν οἱ Ἐνορίες στόν κόσμο, τόσο γνησιότερη, πνευματικά καί κοινωνικά, εἶναι ἡ χριστιανική ζωή μας.
Σημασία τελικὰ ἔχει ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία, διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων της, ἔχει δώσει μόνιμη καὶ τελικὴ λύση στὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, διότι προσφέρει κοινωνία, μέσα στην ὁποία τό κοινωνικό πρόβλημα, σε ὅλες τίς ὄψεις του, γίνεται ἀνύπαρκτο. Ἀπό τὶς διαθέσεις καὶ ἐπιλογές τῶν Χριστιανῶν, μάλιστα τῶν Ὀρθοδόξων, ἐξαρτᾶται ἡ δι- αιώνιση ἢ ὄχι τῆς δυσλειτουργίας τῶν κοινωνιῶν μας. Εἶναι δὲ ἐνθαρρυντικό, ὅτι καὶ ἄνθρωποι τοῦ κό- σμου, ὅπως ὁ κοινωνιολόγος τοῦ Λευκοῦ Οἴκου Amitai Ezioni ἀνα- γνωρίζουν ὅτι ὅλα τὰ κοσμικὰ κοινωνικὰ συστήματα ἔχουν δοκιμασθεῖ καὶ ἀπογοήτευσαν.
Συνιστᾶ γι᾽ αὐτὸ τὴν στροφή πρὸς τὸν κοινοτισμό, δηλαδὴ πρὸς τὸ κοινωνικὸ «μοντέλο» τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας!
Σήμερα δίνεται ἡ μοναδική εὐκαιρία, μετά τήν χρεωκοπία τῶν κοινωνικοπολιτικῶν συστημάτων τοῦ κόσμου, τό κοινωνικό μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας νά γίνει ὁ κοινός μας πόθος καί τό μόνιμο κήρυγμα τῶν ποιμένων καί κηρύκων μας. Θα τό τολμήσουμε;
Σημειώσεις:
1. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα συνίσταται στὸ πανανθρώπινο καὶ διαιώνιο αἴτημα γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, δίκαιη κατανομὴ τῶν ἀγαθῶν, κοινω- νικὴ ἰσότητα, ἄρση τῶν οἱωνδήποτε διακρίσεων καὶ διαφορῶν, τῆς ἐκμε- τάλλευσης ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο καὶ τῆς ἀδικίας. Τὸ κοινωνικὸ πρόβλημα εἶναι στὴν οὐσία οἰκονομικό.
Δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν στάση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Βλ´. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ κοινωνικοπολιτικὴ διακονία, στὸ: Ὀρθόδοξη θεώρηση τῆς κοινωνίας, Ἀθήνα 1986, σ. 29-56.
2. Οἱ 55 ὁμιλίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου στὶς «Πράξεις» (ΡG 60,13-384) ἀκούστηκαν τὸ 400 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι «τὸ πρῶτο ὑπό- μνημα στὶς “Πράξεις” γιὰ τοὺς δέκα πρώτους αἰῶνες τῆς Ἐκκλησίας». (Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, τ. Α', Ἀθήνα 1999, σ.151).
3. Δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἐκκλησιαστικὰ διάκριση πνευματικῆς καὶ ὑλικῆς δια- κονίας. «Κατὰ βάσιν πρόκει ται περὶ τῆς αὐτῆς ἐνεργείας περὶ θεραπείας ἀναγκῶν: Ἐν τῇ πρώτῃ περιπτώσει πνευματικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἐν τῇ δευτέρᾳ ὑλικῶν, ἀφορωσῶν εἰς τὴν σωτηρίαν τοῦ σώματος. Ἐκ τούτου καὶ ἡ δυνατότητα ὑπαγωγῆς ἀμφοτέρων ὑπὸ τὸ κοινὸν ὄνομα τῆς διακονίας» (Γ. Γαλίτης).
4. «Ἡ θεοκρατικὴ ἔκφρασις τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἐγκόσμιον καὶ ἀνθρώπινον αὐτῆς χαρακτήρα, ἡ δὲ “καχὰλ Γιαχβὲ” ἀποτελεῖ τὴν προτύπωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸν θεῖον ταύτης χαρακτήρα» (Μ. Σιώτης).
5. Εἶναι ἐπαναστατικὴ καὶ ἀνατρεπτικὴ κυριολεκτικὰ ἡ χρήση τοῦ ὅρου «ἰσότης», γιὰ τὸν κοινωνικὸ χῶρο αὐτὴ τὴν ἐποχή.
6. Οἱ Δυτικοὶ Χριστιανοὶ -καὶ τὸ ἔχω ζήσει πολλὲς φορὲς- ὅταν ἀκούουν αὐτὴ τὴν διδασκαλία, ποὺ εἶναι ἀπόλυτα χριστιανική, τὴν θεωροῦν μαρξιστικὴ καὶ κομμουνιστική. Καὶ πράγματι δὲν εἶναι, ἀλλὰ αὐτὸ συμβαίνει, διότι ἔχουν ταυτίσει τὸν Χριστιανισμὸ μὲ τὸ σύστημα τῆς δικῆς τους κοινω- νίας (καπιταλισμὸ ἢ ἐλεύθερη οἰκονο- μία), στὸ ὁποῖο εἶναι αἰχμαλωτισμένοι.

"Ο. Τ"
(Ορθόδοξος Τύπος)

ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ 1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ 2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ 3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ


 ΟΙ 3 ΒΑΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΩΝ

 1) ΘΑΝΑΣΙΜΑ 2) ΣΥΓΓΝΩΣΤΑ 3) ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ



1) Θανάσιμα εἶναι τὰ προαιρετικά ἐκείνα ἁμαρτήματα, ὄπου φθεῖρουν, ἢ τὴν πρὸς Θεὸν ἀγάπην μόνην, ἢ τὴν πρὸς τὸν πλησίον ὁμοῦ καὶ τὴν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ ἀποκατασταίνουν ἐκείνον ὄπου τὰ κάνει, ἐχθρὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔνοχον εἰς τὸν αἰώνιον θάνατον τῆς κολάσεως. Ταύτα τὰ καθολικώτερα εἶναι : Ἡ ὑπερηφάνια, ἡ φιλαργυρία, ἡ πορνεία, ὁ φθόνος, ἡ γαστριμαργία, ὁ θυμὸς καὶ ἡ ακηδία ἤτοι ἀμέλεια. Τῆς μὲν ὑπερηφανίας ἐνέργειαι καὶ ἀποτελέσματα εἶναι ταύτα : Κενοδοξία, καύχησις, οἴησις, φιλοτιμία, ἀνυποταξία, καταγέλασις, ὑπόκρισις, τὸ πεῖσμα καὶ ἄλλα. Τῆς δὲ φιλαργυρίας ταῦτα : Πλεονεξία, ἀνε-λεημοσύνη, σκληρότης τῆς καρδίας, κλεψιά, ἀρπαγή, ψεύδος, ἀδικία, δολιότης, ἐπιορκία, σιμωνία, ἰεροσυλία, ἀπιστία, καὶ τὸ διάφορον τῶν ἄσπρων.

ΤΟ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ,ΠΑΡ'ΟΤΙ ΣΦΑΛΟΥΝ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ!!

ΤΟ ΝΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ,ΠΑΡ'ΟΤΙ ΣΦΑΛΟΥΝ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΡΑΓΙΚΟ ΛΑΘΟΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ!!

τα συμβούλια των «εκκλησιών» και το κατάντημα των ορθοδόξων να συμπροσεύχονται με καταδικασμένους αιρετικούς

“Τα «παγκόσμια συνέδρια», τα συμβούλια των «εκκλησιών» και το κατάντημα των ορθοδόξων να συμπροσεύχονται με καταδικασμένους αιρετικούς” Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος “Τα «παγκόσμια συνέδρια», τα συμβούλια των
«εκκλησιών» και το κατάντημα των ορθοδόξων να συμπροσεύχονται με καταδικασμένους αιρετικούς”

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Ιεροκήρυξ Ι. Μ. Δρ. Πωγ. & Κονίτσης 

Συμπροσευχή σε συνεδρίαση του ΠΣΕ στην Κρήτη

Για την θαυμαστή ζωή της πίστεως μας κάνει λόγο μεταξύ των άλλων ο Απόστολος. Μια ζωή λουσμένη, εμπνευσμένη και καθοδηγούμενη από το φως της χάριτος του Χριστού! Και αυτή η ανέκφραστη ζωή, χαρίζει την θαυμαστή γνώση του Θεού η οποία είναι ένας πραγματικός θησαυρός με ανεκτίμητη αξία. Ένας θησαυρός εμπιστευμένος στα οστράκινα σκεύη.
Σ' εμάς δηλ. τους πήλινους και αδύναμους ανθρώπους. Έτσι λοιπόν βλέπουμε ότι τα θαυμαστά και εκπληκτικά της πίστεώς μας, δεν είναι δικά μας. Δεν προέρχονται από εμάς τους ιδίους, αλλά από την παντοδύναμη χάρη του Τριαδικού Θεού!
Πόσο εναργώς ο παγκόσμιος Απόστολος, υπογραμμίζει την αλήθεια αυτή: «ίνα η υπερβολή της δυνάμεως η του Θεού και μη εξ' ημών»!

«Υπερβολή δυνάμεως»! Μια φράση που όσοι αρνούνται την αγάπη και τη δύναμη του Θεού, είναι εντελώς αδύνατον να την εννοήσουν και να την αποδεχθούν.
Βεβαίως, στην συνέχεια το κείμενο κατά τρόπο που μας κόβει την ανάσα, καταγράφει το τι περνούσαν οι Άγιοι Απόστολοι για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού: «πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού εν τω σώματι περιφέροντες». Μια περιγραφή στην οποία ρίγη συγκινήσεως διαπερνούν την ύπαρξή μας. Όταν μάλιστα συνειδητοποιήσουμε ότι η πραγματικότητα της Αποστολικής ζωής ήταν περισσότερο αγωνιστική και μαρτυρική, απ' όσα ελάχιστα από ταπείνωση καταγράφει ο Παύλος στους Κορινθίους, τότε αρχίζουμε να εννοούμε κάπως, τι θα πει αγάπη Θεού και πόλεμος εναντίον του εχθρού και των πλανεμένων οργάνων του.
Αλλά, ταυτοχρόνως μεταφέροντας τον αποστολικό ζήλο στη δική μας ζωή, στη δική μας προσωπικότητα, συνειδητοποιούμε ότι δεν μπορεί να βεβαιώσει κανείς εύκολα για τον εαυτόν του ότι είναι Χριστιανός.
Να λοιπόν το μεγάλο ερώτημα που δεν θα πρέπει να μας αφήνει ήσυχους: «Είμαστε Χριστιανοί»;
Μια επιπόλαιη ματιά «εις εαυτούς και αλλήλους», κάνει τον καθένα να πιστέψει ότι δεν χρειάζεται να τίθενται καν τέτοιου είδους ερωτήματα, αφού το πλείστον των συνανθρώπων μας αποδέχονται τον Θεό...
Αλλά και πάλι αμείλικτο το ερώτημα, ως αδέκαστος κριτής ορθώνεται μπροστά στη συνείδησή μας: «Είμαστε Χριστιανοί»; Χριστιανοί βεβαίως, όχι όπως εννοεί και ερμηνεύει τον όρο και την ερώτηση ο κόσμος, αλλά όπως αναπτύσσει το θέμα του ο Απόστολος και όπως βάσει των εντολών του Θεού μας θέλει ο ίδιος ο Θεός.
Αδελφοί μου, ας «προσγειωθούμε» κατ' αρχάς, και ας γίνουμε ειλικρινείς με τον ίδιο μας τον εαυτό.
Όταν μεγάλες μορφές της εκκλησίας μας, και μάλιστα στο τέλος της επιγείου ζωής τους θέτουν τέτοιο ερώτημα, όταν οι Άγιοι εκλιπαρούν το έλεος του Θεού, και όταν επιτέλους ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τον εαυτόν του «ως έκτρωμα», τότε καταλαβαίνουμε εμείς ότι ούτε καν μπορούμε να θέτουμε το παραπάνω ερώτημα. Το ερώτημα από την άποψη ότι όσο περισσότερο πλησιάζει κανείς προς τον προβολέα, τόσο και περισσότερο μεγαλώνει ο ίσκιος του. Δηλ. όσο περισσότερο προσεγγίζουμε τον Ιησού, τόσο κα περισσότερο πρέπει, θα πρέπει να αισθανόμαστε τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας.
Και αυτά μεν για τα εσωτερικά του εαυτού μας. Να περάσουμε τώρα και στην έκφραση της Ορθής Πίστεως που χρειάζεται να δείχνουμε προς το στενό αλλά και ευρύτερο περιβάλλον; Το περιβάλλον, τόσο το φιλικό, όσο και το εχθρικό του Χριστού; Αλήθεια, τι θα διαπιστώσουμε; Αλλ' ας προχωρήσουμε λίγο περισσότερο έχοντας τώρα μπροστά μας το Αποστολικό κάτοπτρο.
Ω, θα τρομάξουμε και σύγχυση ίσως να καταλάβει την καρδιά μας. Κρίνεται όμως απολύτως αναγκαίο τούτο, αφού άλλωστε και προς το σκοπό αυτό εγράφη ο Θεόπνευστος λόγος του Θεού.
Ευθύς αμέσως αναδύονται ορισμένα κεφαλαιώδη ερωτήματα. Ποιοι από εμάς έχουμε θλίψεις στη ζωή μας; Θλίψεις, όχι από άλλους λόγους, αλλά για τις εντολές του Θεού; Πόσοι φθάνουν σε ποικίλες ανάγκες και σε μεγάλες δυσκολίες για την αγάπη και τη δόξα του Χριστού; Πόσοι και ποιοι καταδιωκόμαστε από τους ανθρώπους χάριν της υπακοής προς τον Θεάνθρωπο Ιησού; Δεν προχωρούμε φυσικά στα όσα αναφέρει και σε άλλες του επιστολές ο Απόστολος, εκφράζοντας την Αποστολική ζωή και των άλλων συναποστόλων του, και που επιβάλλεται με προσοχή να μελετήσουμε...
Τι να πούμε λοιπόν μετά απ' όλ' αυτά; Ότι βρισκόμαστε στα επίπεδα που μας θέλει ο λόγος του Θεού; Αστείο ή μάλλον τραγικό να το παραδεχθούμε. Και αλλοίμονο, ας προσέξουμε μην δικαιολογηθούμε με αυτό που είπε κάποιος, ότι τώρα δεν μπορούν να συμβαίνουν αυτά, δηλ. οι διωγμοί και τα βάσανα για την πίστη, διότι δήθεν ο κόσμος έχει εκχριστιανιστεί και έτσι δεν εκδιώκονται οι πιστοί. Αλλά, αδελφοί μου, δεν άλλαξε καθόλου ο κόσμος. Μάλλον προϊόντος του χρόνου καταντά χειρότερος και λυσσωδέστερος εναντίον του Χριστού και των Αγίων Του. Εκείνο που δυστυχώς αλλοιώθηκε είναι το αγωνιστικό φρόνημα των πιστών. Αλλοίμονο, των Χριστιανών. Και εν πολλοίς φαίνεται όχι ο κόσμος να μεταμορφώνεται σε Εκκλησία, αλλά τραγική η διαπίστωση, οι μάζες των «πιστών» και αυτών των ορθοδόξων να μετατρέπονται σε κόσμο με όλα τα συμπαρομαρτούντα...
Επίσης, ας μη λησμονούμε ποτέ ότι μια από τις πτυχές του λυσσαλέου αυτού δαιμονικού πολέμου, δεν είναι τόσο το να αδειάζουν τώρα από κόσμο και να γκρεμίζονται οι Ναοί, (όπως συνέβη τον περασμένο αιώνα με το κατακόκκινο θηρίο, απο τα αίματα των θυμάτων του, του μαρξισμού-κομμουνισμού), είναι βεβαίως και αυτό στα απαίσια σχέδιά τους. Όμως, κυρίως τώρα, σχεδιάζουν και εφαρμόζουν το να γεμίζουν οι Εκκλησίες και οι Ναοί!
Ναι, αγαπητοί μου. Μην εκπλήττεσθε. Να γεμίζουν με ποιμένες και ποίμνιο, με αρχιποιμένες και μάζες, με πλήθη ανθρώπων, οι οποίοι όμως ουδεμία σχέση θα έχουν με αυτό που ονομάζεται Χριστιανισμός και δη Ορθοδοξία-Ορθοπραξία. (Ομολογουμένως φοβερό-σατανικό το σχέδιο).
Τα «παγκόσμια συνέδρια» και τα ποικίλα συμβούλια των «εκκλησιών» που τελευταίως φιλοξενούν οποιαδήποτε αηδιαστική διαστροφή και αισχρή ανωμαλία, και όλη η εν γένει κοσμοθεωρία των ποικίλων θρησκευτικών ηγετών και της πανσπερμίας των πολιτικών αρχηγών στη συνέχεια, ότι δήθεν όλοι είμαστε ένα και ότι οι θρησκείες δεν είναι παρά δρόμοι που οδηγούν στον ίδιο Θεό, εξαιρέτως δε το κατάντημα των ορθοδόξων να συμπροσεύχονται και σχεδόν να συλλειτουργούν με τους καταδικασμένους αιρετικούς, όλα αυτά, κατά τραγικό τρόπο αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Πρέπει να έχει κανείς αποκτήσει υψηλούς βαθμούς πνευματικής μυωπίας ώστε να μην βλέπει και να μη διακρίνει ότι τα τεκταινόμενα εξελίσσονται βάσει σατανικού σχεδίου ανομίας.
Και επίσης, θλίβεται κανείς όταν βλέπει πως ακόμα και άνθρωποι που έδωσαν την ζωή τους για τον Χριστό, πρόσωπα που απομακρύνθηκαν από την κοινωνία των ανθρώπων, για μια υψηλή ζωή, ενώ ουσιαστικώς διαφωνούν με όλα αυτά τα θέατρα, ορισμένες φορές κρατούν μια περίεργη σιωπή. Ο λόγος τους δε περί «συνέσεως» κ.τ.λ. είναι τόσο επαναλαμβανόμενος και αποστεωμένος, ώστε κινδυνεύουν οι ευλογημένοι, να τον πιστέψουν και οι ίδιοι. Άραγε έπαυσε το πνεύμα των Στουδιτών στην καθ' ημάς Ανατολή ή σήμερα, δεν είμαστε άξιοι για Μάρκους Ευγενικούς;...
Άραγε οι αντιδράσεις μας τώρα θα περιορίζονται μόνο για τα οικονομικά και για τα εμβάσματα; Η φωνή μας τώρα θα υψώνεται μόνο για τα επιδόματα και τις συντάξεις; Και οι Ιερές μας Μονές θα διαμαρτύρονται μόνο για τη δυσβάσταχτη φορολογία η οποία τους επιβάλεται; Μήπως τελικώς μας διαφεύγει ότι τον Κύριο στον κήπο της Γεσθημανή, δεν τον πρόδωσε τόσο ο Ιούδας όσο ο ύπνος των αγαπημένων Μαθητών;
Μήπως πάλι, αν υπάρχουν κάποιες, ελάχιστες ψυχές που αισθάνεται η καρδιά τους να φλογίζεται για την αγάπη του Χριστού και διαθέτουν τον άγιο ζήλο για το Σώμα Του, την Ορθόδοξη δηλ. Εκκλησία μας, μήπως τώρα εμείς οι «συνετοί» είμαστε έτοιμοι να τους συκοφαντήσουμε; Να τους χαρακτηρίσουμε ως τρελούς και παράφρονες, ως μισαλλόδοξους και ακραίους; Ή και κάποιες φορές, αναπολόγητους τους αφορίζουμε διότι μας ταράσσουν τα «λιμνάζοντα ύδατα» και αποκαλύπτουν την λυματολάσπη της πανθρησκείας και του διεθνισμού;
Συγκλονιζόμαστε λοιπόν από τα Αποστολικά λόγια που ακούμε και μελετούμε; Ή η πνευματική και ηθική μας αναισθησία δεν αφήνει να μας αγγίξει η χάρις του Θεού;
Βεβαίως, δεν είναι όλοι για όλα. Ναι, τούτο είναι αλήθεια. Ο κάθε ένας έχει τα χαρίσματά του. Όμως, όλοι είμαστε για τον Χριστό και την ομολογία Του. Αυτό ας το κατανοήσουμε ότι είναι εκ των ων ούκ άνευ της Ορθοδόξου πνευματικότητος και αποτελεί διαβατήριο σωτηρίας. Ας ρίξουμε επιτέλους από τους οφθαλμούς της συνειδήσεώς μας τη στάχτη με την οποία ο διάβολος θέλει να μας κοιμήσει.
Είμαστε Χριστιανοί; Εάν ναι, ας είμαστε βέβαιοι ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε αδιέξοδα, κινδύνους, θλίψεις και δοκιμασίες.
Ναι, θα τα περάσουμε όλα αυτά, αλλά ποτέ δεν θα τα χάσουμε και ουδέποτε θα φθάσουμε στην απελπισία. Και τούτο, διότι ο ίδιος ο Κύριος θα επεμβαίνει δυναμικά και θα μας σώζει κατά τρόπο θαυμαστό.
Αυτή είναι η αλήθεια. Τούτο βλέπουμε στη ζωή των Αποστόλων και των Αγίων μας.
Είθε να αγαπήσουμε τον Κύριο και ασυμβίβαστοι και ατρόμητοι να πορευόμαστε την οδόν της Πίστεώς μας. Αμήν.
Αναδημοσίευση από Θρησκευτικά

                                                                      ΟΙ 12 ΒΑΘΜΟΙ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

 1ος Βαθμὸς εἶναι, ὅταν κάνει κάποιος τὸ καλό, ὄχι δὲ καλῶς, ἀλλὰ σμίγει τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό.
 2ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ τελεία ἀργία τοῦ καλοῦ.
 3ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ προσβολὴ τοῦ κακοῦ στὸ λογισμό.
 4ος Βαθμὸς εἶναι, ὁ συνδιασμός, ἤ συνομιλία μὲ τὸν λογισμό.
 5ος Βαθμὸς εἶναι ἡ πάλη ποὺ γίνεται πρὶν τὴν ἁμαρτία.
 6ος Βαθμὸς εἶναι ἡ συγκατάθεση νὰ γίνει ἡ ἁμαρτία.
 7ος Βαθμὸς εἶναι ἡ κατὰ διάνοια ἁμαρτία ποὺ γίνεται πρὸ τοῦ ἔργου ὅπου ὁ ἄνθρωπος τυπώνει εἰς τὸν νοῦν του τὴν ἁμαρτία τόσο παστρικὰ ὠσὰν νὰ τὴν κάνει μὲ τὸ ἔργον.
 8ος Βαθμὸς εἶναι, αὐτὴ ἡ πράξη καὶ κατ’ ἐνέργεια ἁμαρτία.
 9ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ συνήθεια ὅταν γίνεται ἡ ἁμαρτία συχνά.
 10ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἕξις τῆς ἁμαρτίας, ἡ ὁποία μὲ βία καὶ δυναστεία ἀναγκάζει τὸν ἄνθρωπον νὰ ἁμαρτάνει θέλοντα καὶ μὴ θέλοντα.
 11ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ ἀπόγνωσις ποὺ κυριεύει τὸν ἁμαρτωλόν.
 12ος Βαθμὸς εἶναι, ἡ αὐτοκτονία, δηλαδὴ θανατώνεται ὁ ἄνθρωπος ἀφ’ ἑαυτοῦ του μὲ τὸ νὰ κυριεύθει ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση. [Ἐξομολογητάριον Ἁγίου Νικοδήμου σελ. 19-20]

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΟΤΙ:

ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΟΤΙ:

Οι Άγιοι του θεού μας λένε ότι:Από τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος


Οι  Άγιοι  του  θεού  μας  λένε  ότι:


«Πένθος εν τω Θεώ είναι το να είναι σκυθρωπή η ψυχή, και η καρδιά να ποθεί να πικραίνεται, και να ζητά ολοένα εκείνο που διψά, κ' επειδή δεν το βρίσκει, να το κυνηγά με πόνο και να τρέχει ξοπίσω του, κλαίγοντας απαρηγόρητα».
«Βάστα γερά τη μακάρια χαρμολύπη και την αγιασμένη κατάνυξη, και μην πάψεις να την εργάζεσαι μέσα σου, ως που να σε κάνει να υψωθείς από τούτον τον κόσμο και να σε παραστήσει καθαρόν στον Χριστό».
«Όποιος πορεύεται με θλίψη αδιάκοπη, αυτός δεν παύει να γιορτάζει ακατάπαυστα, κι όποιος ολοένα διασκεδάζει, αυτός μέλλει να απολαύσει θλίψη αιώνια».
«Γίνε σαν βασιλιάς μέσα στην καρδιά σου, υψηλά με ταπείνωση καθισμένος, και προστάζοντας στο γέλιο: Φεύγα! και φεύγει, και στο γλυκό το δάκρυο: Έλα! κ' έρχεται, και στο κορμί, που είναι σκλάβος και τύραννος: Κάνε τούτο, και το κάνει».
«Όσο ενάρετη ζωή κι αν κάνουμε, αν δεν έχουμε καρδιά θλιμμένη και πονεμένη, για μάταια κι ανώφελη λογαριάζεται».
«Είναι ντροπή να υπερηφανεύεται ο άνθρωπος για ξένα πράγματα. Κ' η χειρότερη ανοησία είναι το να καυχιέται για κάποια χαρίσματα που έλαβε από τον Θεό. Όσα κατορθώματα έκανες πριν από τη γέννησή σου, γι' αυτά μοναχά να υπερηφανεύεσαι. Γιατί, όσα σου συμβήκανε έπειτα από τη γέννησή σου, σου τα δώρησε ο Θεός, όπως σου δώρησε και τη γέννηση».
«Ευθύτητα είναι απερίεργη διάνοια, καθάριο ήθος, άπλαστα (απερίτεχνα) λόγια, που δεν είναι από πριν μελετημένα».
«Η πονηριά είναι επιστήμη, ή καλύτερα, ασχήμια δαιμονική, που στερήθηκε την αλήθεια, και πού θαρρεί πως κρύβεται από τους άλλους».
«Νά ασκητεύεις και να βρίσκεσαι σε απερίεργη κατάσταση» (Πώς να τα παραδεχθούνε αυτά οι εξ Εσπερίας σοφοί θεολόγοι; Απερίεργη κατάσταση είναι το να μην έχει ο Χριστιανός τη μανία να ερευνά με πονηρή περιέργεια τα της θρησκείας. Ο Θεός με το στόμα του προφήτη Ησαΐα, λέγει: «Εμφανής εγενόμην τοις εμέ μη επερωτώσιν», δηλ. «φανερώνομαι σε όσους δεν με εξετάζουν πονηρά»).
«Δεν αρμόζει σ' εκείνους που βρίσκουνται σ' αυτή την κατάσταση της αγιασμένης λύπης και που ζούνε με το δάκρυο, να κάνουνε υψηλά κηρύγματα στην θεολογία. Γιατί αυτά χαλάνε το πένθος, επειδή εκείνοι που διδάσκουνε, κάθουνται απάνω σε καθέδρα. Ενώ η κατάσταση εκείνων που κλαίνε, είναι να κάθουνται απάνω στο χώμα, τυλιγμένοι με γιδότριχα».
«Η πίστη είναι μια σταθερότητα ατράνταχτη κι ασάλευτη, μια κατάσταση της ψυχής αμετατόπιστη, που δεν τη σαλεύει καμμιά δύναμη».
«Μην φοβάσαι τίποτα. Όποιος έχει τη μακάρια θλίψη στην καρδιά του, δεν γνωρίζει τι θα πει φόβος ολότελα».
«Όσοι θέλουμε να ελκύσουμε κοντά μας τον Κύριο, ας προσέλθουμε απλά κι άπλαστα κι απονήρευτα, δίχως πολλούς λογισμούς, και δίχως περιέργεια, σαν τους μαθητάδες στον δάσκαλο. Γιατί, επειδή Εκείνος είναι απλός και ίσιος, θέλει κ' οι ψυχές που προσέρχουνται σ' Αυτόν, να είναι απλές και ακέραιες. Επειδή δε μπορεί ποτέ να δει κανένας απλότητα, χωρίς να είναι μαζί της η ταπείνωση».
«Όπως εκείνος που κράτα μυρουδικά, φανερώνεται από την ευωδία, χωρίς να το θέλει, έτσι κι όποιος έχει το πνεύμα του Κυρίου, γνωρίζεται από τα λόγια του κι από την ταπείνωσή του».
«Γύρευε με πένθος. Ζήτα με υπακοή. Κρούσε με μακροθυμία. Γιατί, εκείνος που γυρεύει έτσι, αυτός παίρνει, κ' εκείνος που ζητά έτσι, αυτός βρίσκει. Και σ' εκείνον που χτυπά, θ' ανοίξει η πόρτα για να μπει μέσα».
«Η μακάρια απάθεια σηκώνει από τη γη νου πάμφτωχο, κι από την κοπριά των παθών σηκώνει άνθρωπο περιφρονημένον. Κ' η πανύμνητη αγάπη τον αξιώνει να καθίσει με τους άρχοντες Αγγέλους, με τους άρχοντες του λαού του Κυρίου».
*


Από τον άγιο Ισαάκ τον Σύρο σταχολογούμε τα παρακάτω:
«Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου είναι ο φόβος του Θεού. Κι αυτός ο φόβος του Θεού δεν μπορεί να καθίσει σε μια ψυχή που δεν στέκεται στερεά και που πηγαίνει από δω κι από κει. Η αμφιβολία της καρδιάς βάζει την ψυχή σε δειλία. Εν όσω ο πόθος της σάρκας είναι πιο δυνατός μέσα σου, δεν θα μπορέσεις να γίνεις θαρραλέος κι άφοβος».
«Η ταπείνωση μαζεύει την καρδιά. Και σαν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, παρευθύς τον περισκεπάζει το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδιά τη θεϊκή βοήθεια».
«Όταν σου δοθεί εξουσία να κατανοήσεις, κατανόησε, και μη θελήσεις να ψάξεις τα μυστήρια, αλλά προσκύνησε και δοξολόγησε, και με σιωπή ευχαρίστησε».
«Το να πικραίνεσαι μέσα στη διάνοιά σου είναι μεγαλύτερη θυσία για τον Θεό, από το να κάνεις έργα κοπιαστικά με το σώμα σου».
«Περισσότερο απ' όλα αγάπησε τη σιωπή, γιατί αυτή σε σιμώνει σε καρπό. Επειδή η γλώσσα είναι αδύνατη για να σου τον εξηγήσει».
«Γνώριζε, πως αν έβγει από σένα φωτιά και κατακάψει άλλους, τις ψυχές που καίονται στη φωτιά που έβγαλες, ο Θεός θα τις ζητήσει από τα χέρια σου». «Η πίστη είναι η αποκάλυψη της σοφίας. Και σαν σκοτισθεί η διάνοια, κρύβεται η πίστη, και μας κυ­ριεύει ο φόβος, και κόβει την ελπίδα μας. Η πίστη που προέρχεται, τάχα, από τη μάθηση, δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο από την υπερηφάνεια κι από την αμφιβολία, αλλά εκείνη που ανατέλλει με την σύνεση κι αυτή η πίστη λέγεται επίγνωση και φανέρωση της αλήθειας».
«Εκείνος που ησυχάζει κ' έλαβε πείρα από την αγαθότητα του Θεού, δεν έχει ανάγκη από αποδείξεις, κι ούτε είναι άρρωστη η ψυχή του από την αρρώστεια της απιστίας, όπως παθαίνουνε εκείνοι που νοιώθουνε μέσα τους την αμφιβολία για την αλήθεια. Γιατί η μαρτυρία, η βεβαίωση της διανοίας του μπορούνε να τον πείσουν περισσότερο από αμέτρητα λόγια, που είναι χωρίς πείρα».
«Ο Χριστιανός πρέπει να είναι σε όλα του τύπος που διδάσκει και ωφελεί εκείνους που τον βλέπουνε, ώστε, βλέποντας τις πολλές αρετές του που λάμπουνε σαν ακτίνες ακόμα κι αυτοί οι εχθροί της αλήθειας, χωρίς να το θέλουνε, να ομολογήσουνε πως στους χριστιανούς υπάρχει σίγουρη ελπίδα σωτηρίας, και να τρέχουνε σ' αυτόν από παντού, σαν να είναι κανένα καταφύγιο. Και μ' αυτόν τον τρόπο να υψωθεί η δόξα της Εκκλησίας καταπάνω στους εχθρούς της, και να παρακινηθούνε πολλοί σε ζήλο να του μοιάζουνε».
«Η κατά Θεόν γνώση είναι βασίλισσα απάνω σε όλες τις επιθυμίες, κ' η καρδιά που τη δέχεται, γεύεται κάποια γλυκύτητα, που δεν τη φτάνουνε όλες μαζί οι χαρές τούτου του κόσμου. Γιατί κανένα πράγμα δεν μοιάζει με την γλυκύτητα της επίγνωσης του Θεού».
«Ο πράος και ταπεινόφρονας είναι πηγή των μυστηρίων εκείνης της καινούργιας κι αθάνατης ζωής».
«Η περηφάνεια δε καταλαβαίνει πως περπατά στο σκοτάδι και δεν γνωρίζει την έννοια της σοφίας. Γιατί, πώς να μπορέσει να τη γνωρίσει, αφού βρίσκεται μέσα στο σκοτάδι; Και γι' αυτό ίσια-ίσια, απ’ τον σκοτισμένον λογισμό της, θαρρεί πως βρίσκεται απάνω απ’ όλα, ενώ είναι τιποτένια κι ανίκανη να αξιωθεί τη θεία επίγνωση, μη μπορώντας να μάθει τας οδούς του Κυρίου. Κι ο Κύριος κρύβει απ' αυτή το θέλημά του, επειδή δεν θέλησε να πορευτεί στον δρόμο των ταπεινών».
«Να! Ο ουρανός βρίσκεται μέσα σου, αν είσαι καθαρός, και μέσα στον εαυτό σου θα δεις τους Αγγέλους με τη φωτοχυσία τους, και τον Δεσπότη μαζί τους κι από μέσα τους».
«Ο φιλόδοξος κ' εκείνος που καταγίνεται με τις κοσμικές φροντίδες, κι όποιος θέλει να περάσει το δικό του θέλημα, αυτοί είναι σαν να πολεμάνε μέσα στη νύχτα, και ψηλαφάνε το σκοτάδι, βρισκόμενοι έξω από τη χώρα της ζωής και του φωτός. Γιατί, εκείνη τη χώρα θα την κληρονομήσουνε οι αγαθοί και οι ταπεινοί κι όσοι καθαρίσανε τις καρδιές τους. Ο άνθρωπος δε μπορεί να δει το κάλλος που βρίσκεται μέσα του, πριν να καταφρονήσει κάθε εμορφιά που βρίσκεται έξω απ’ αυτόν και κάθε μάταια γνώση. Εκείνος που νομίζει πως είναι σοφός, θα ξεπέσει από τη σοφία του Θεού».
«Όποιος είναι υποταγμένος στα πάθη, από τα πάθη μιλά κι απ' αυτά κινιέται με πάθος η γλώσσα του. Κι αν μιλά ακόμα και για πνευματικά πράγματα, ωστόσο λαλεί, για να περάσει ο δικός του λόγος. Έναν τέτοιον άνθρωπο, εκείνος που είναι σοφισμένος από τον Θεό, τον καταλαβαίνει μόλις ανοίξει το στόμα του, κι ο καθαρός τον οσμίζεται από την άσχημη μυρουδιά του».
«Όσοι είναι ανακατεμένοι με τις σκέψεις και με τις επιθυμίες του κόσμου, δε μπορούνε ν' αποχτήσουνε καθαρή διάνοια, επειδή ξέρουνε καλά όλα τα καθέκαστα της κακίας».
«Αγάπησε την ταπείνωση σε όλα τα έργα σου, για να γλυτώσεις από τις ακατανόητες παγίδες που βρίσκουνται πάντα έξω από τον δρόμο που πορεύονται οι ταπεινόφρονες».
«Πλούτος του Χριστιανού είναι η παρηγοριά που νοιώθει από τη θλίψη, κ' η χαρά που βρίσκει από την πίστη, και που λάμπει στα κρυφά κατάβαθα της διάνοιας».
«Αν σε σφίξει η θελιά της σαρκικής γνώσης, μπορώ να σου πω, πως είναι πιο εύκολο να λυθείς από μια σιδερένια αλυσίδα, παρά απ' αυτή την καταραμένη γνώση».
«Η ψυχή που πορεύεται στον δρόμο τής πίστης, αν ξαναγυρίσει πάλι στους τρόπους τής γνώσης, αμέσως κουτσαίνει η πίστη της και φεύγει απ' αυτή η νοερή δύναμή της».
«Η γνώση είναι ενάντια στην πίστη. Κ' η πίστη, σε όλα είναι λυμένη κ' ελεύθερη από τους νόμους τής γνώσης, αλλά της γνώσης τής σαρκικής, κι όχι της πνευματικής. Γιατί, τούτος είναι ο ορισμός τής γνώσης, πως χωρίς εξέταση και χωρίς έρευνα, δεν έχει εξουσία να κάνει τίποτα, αλλά εξετάζει αν είναι δυνατό εκείνο που βάζει στο νου της και που θέλει. Η πίστη όμως είναι ένα πράγμα που φεύγει μακρυά από εκείνον που δεν την πλησιάζει από τον σωστόν δρόμο, ήγουν που την σιμώνει με πονηρή περιέργεια».
«Η γνώση, χωρίς εξέταση δε μπορεί να αποχτηθεί. Κι αυτό είναι η αιτία τής αμφιβολίας που έχει για την αλήθεια. Ενώ η πίστη ζητά να έχει ο άνθρωπος, που θέλει να την αποχτήσει, ένα φρόνημα καθαρό και απλό, μακρυά από κάθε πανουργία. Το μέρος που κατοικεί η πίστη είναι μια κατάσταση σαν του παιδιού και μια καρδιά απλή, ενώ η γνώση είναι ενάντια σ' αυτά τα δύο».
«Στη σαρκική γνώση βρίσκεται φυτεμένο το ξύλο της Γνώσεως, που μ' αυτό γνωρίζει κανείς τα καλά και τα πονηρά, κι αυτό ξερριζώνει την αγάπη. Τούτη η γνώση εξετάζει τα σφάλματα των ανθρώπων και τις αιτίες, καθώς και τις αδυναμίες τους, και κάνει τον άνθρωπο να αντιλέγει στον άλλον με πονηρά λόγια και να είναι δολερός με διάφορα μηχανεύματα και με πονηρές πανουργίες, και να φέρνεται με τους τρόπους που υβρίζουνε τον άνθρωπο. Σ’ αυτή τη γνώση ριζώνει η περηφάνεια, γιατί έχει την ιδέα πως κάθε καλό πράγμα προέρχεται από τον εαυτό της, κι όχι από τον Θεό! Ενώ η πίστη, τα έργα της λέγει πως τα κάνει ο Θεός, και γι’ αυτό δε μπορεί να υπερηφανευτεί. Για τούτο κι ο απόστολος Παύλος είπε, πως «η γνώσις φυσιοί», εννοώντας αυτή τη σαρκική γνώση, που δεν έχει μέσα της την πίστη και την ελπίδα στον Θεό». «Η πνευματική γνώση φανερώνεται κι αποκαλύπτεται στον από μέσα άνθρωπο. Γιατί, κατά τον λόγο του Χριστού, «η βασιλεία των ουρανών εντός ημών εστί», και δεν παρουσιάζεται με κάποιον τύπο, μήτε έρχεται με παρατήρηση. Αλλά φανερώνεται από μέσα από την εικόνα της κρυφής διάνοιας χωρίς αιτία, και δίχως καμμιά μελέτη γι' αυτή. Επειδή η διάνοια δεν βρίσκει ύλη σ' αυτή, ώστε να συνεργήσει στο φανέρωμά της».
«Ο άνθρωπος που δεν είναι κολλημένος σε τούτον τον κόσμο, και που φέρνει πάντα στη διάνοιά του, πως κοντεύει η ώρα που θα φύγει από τούτη τη ζωή, και που μελετά παντοτεινά την άλλη ζωή, αυτός, και υπομονή μεγάλη αποχτά, και καμμιά επιθυμία δεν έχει να τον τιμούνε οι άνθρωποι, μήτε να απολάψει τις αναπαύσεις της ζωής. Κι όλη την ώρα η διάνοιά του δροσίζεται από την περιφρόνηση που αισθάνεται για τον κόσμο. Και νοιώθει μεγάλο θάρρος, κι αποχτά δυνατή καρδιά σε κάθε καιρό, για κάθε κίνδυνο και για κάθε φόβο. Μα μήτε κι από τον θάνατο δεν φοβάται, γιατί σε κάθε ώρα προσέχει σ' αυτόν σαν να κοντεύει νά 'ρθει, και τον περιμένει... Κ' η φροντίδα του είναι ριγμένη στον Θεό, με πάσα αδίσταχτη πεποίθηση».
«Το ξύλο της ζωής είναι η αγάπη του Θεού, απ’ όπου ξέπεσε ο Αδάμ, και δεν ξανασυναπάντησε τη χαρά. Αλλά δούλευε στην αγκαθερή τη γη, και κοπίαζε. Όσοι στερηθήκανε την αγάπη του Θεού, τρώνε ψωμί με ίδρωτα, στα έργα τους, ακόμα κι αν πορεύονται δίκαια».
«Μη φοβάσαι τον θάνατο. Γιατί ο Θεός, όταν τον αγαπάς αληθινά, σε ανεβάζει απάνω από τον θάνατο».
«Να νομίζεις, πως δεν υπάρχει άλλος απάνω στη γη, παρά μοναχά εσύ κι ο Θεός».
*


Τά παρακάτω θεόπνευστα λόγια είναι ανθολογημένα από τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο:
«Η πνευματική γνώση μοιάζει μ' ένα σπίτι, που είναι χτισμένο στη μέση της κοσμικής γνώσης, και που μέσα σ' αυτό βρίσκεται, σαν ένα σεντούκι σφαλισμένο, η γνώση των Θείων Γραφών, ο ανεκδιήγητος πλούτος που είναι θησαυρισμένος μέσα στις άγιες Γραφές, ήγουν η θεία χάρις. Αυτόν τον πλούτο δεν είναι δυνατό να τον δούνε όσοι μπαίνουνε στο σπίτι εκείνο, ανίσως και δεν ανοιχθεί σ' αυτούς το κιβώτιο. Αλλά το σε­ντούκι δεν είναι δυνατό να ανοιχθεί ποτέ με ανθρώπινη σοφία. Για τούτο, όλοι οι άνθρωποι που έχουνε το φρόνημα του κόσμου δεν γνωρίζουνε τον πνευματικό θησαυρό που βρίσκεται μέσα στο σεντούκι της πνευματικής γνώσης. Κι όπως, αν σηκώσει στον ώμο του κανένας εκείνο το κιβώτιο, δε μπορεί να δει τον θησαυρό που βρίσκεται μέσα σ' αυτό, έτσι, κι αν αναγνώσει κι αποστηθίσει όλες της Αγιες Γραφές, δεν δύναται να καταλάβει την χάρη του αγίου Πνεύματος, που είναι κρυμμένη μέσα σ' αυτές».
«Προσκυνώ, πέφτω στα γόνατα και σε ευχαριστώ, Κύριε του παντός και πανάγιε Βασιλεύ, γιατί με ελέησες, εμένα που δεν ήμουν άξιος του ελέους σου, και με δόξασες, και με ετίμησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες. Κι όλα τα πάντα τα δημιούργησες με την εικόνα σου, όπως θέλησες. Κι όλα τα πάντα τα δημιούργησες δι’ εμένα τον άνθρωπο, που είμαι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσίν σου, και με κατέστησες βασιλέα επάνω εις όλα τα επίγεια, εις δόξαν τής μεγαλωσύνης και της αγαθότητάς σου. Πού εγνώριζα εγώ ο ταλαίπωρος, πως είσαι τόσο καλός Δεσπότης, ώστε να νοιώσω πόθον για σένα; Πού γνώριζα εγώ πως φανερώνεις τον εαυτό σου σ' εκείνους που έρχονται σε σένα, ακόμα και τον καιρό που ζούνε μέσα σε τούτον τον κόσμο, για να ζητήσω με πόθον να σε δω; Πού και πώς ήξευρα, εγώ ο δυστυχής, πως λαμβάνουν το Πνεύμα σου το Αγιο όσοι πιστεύουνε σε σένα; Πού ήξευρα εγώ, Δέσποτα, πως εσύ που είσαι αόρατος και αχώρητος, βλέπεσαι και χωρείς μέσα μας; Πού ημπορούσα ποτέ να σκεφθώ πως εσύ, ο Κύριος που έκτισες τα σύμπαντα και που έπλασες τους ανθρώπους, ενώνεσαι μ' αυτούς, και τους κάνεις θεοφόρους και υιούς σου, ώστε να ποθήσω και να ζητήσω να τα λάβω από εσένα; Πού ήξευρα, Κύριε, τέτοιον Θεόν, τέτοιον Δεσπότην, τέτοιον προστάτην, τέτοιον πατέρα και αδελφό και βασιλέα, εσένα που φτώχεψες για μένα και που έλαβες δούλου μορφή; Αληθινά, Δέσποτά μου φιλάν­θρωπε, τίποτα απ' αυτά δεν εγνώριζα ολότελα. Επειδή, κι αν έτυχε να διαβάσω στις Αγιες Γραφές γι' αυτά, νόμιζα πως ειπωθήκανε για κάποιους άλλους, ή για κάποια άλλα πράγματα, κι όχι γι' αυτά που είδα, κ' ήμουνα αναίσθητος, και δεν ένοιωθα τα γραμμένα, μήτε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω την έννοια που είχαν. Επειδή άκουσα από τον απόστολο Παύλο, που έκραζε κ' έλεγε «α οφθαλμός ουκ είδε, και ους ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν», και νόμιζα πως είναι αδύνατο να έλθει σε θεωρία (Θεωρία είναι η αποκάλυψη των μυστηρίων του Θεού, που γίνεται με τις πνευματικές αισθήσεις) ένας άνθρωπος, που βρίσκεται ακόμα με το σώμα, και θαρρούσα πως μοναχά σ' εκείνον έδειξες αυτά τα θαυμαστά πράγματα, κάνοντάς του χάρη, και δεν ήξευρα, ο ταλαίπωρος, πως αυτό γίνεται από σένα σε όλους που σε αγαπούν. Αλλά, από πού και πώς μπορούσα να γνωρίζω, πως καθένας που πιστεύει σε σένα γίνεται μέλος σου, και πως αστράφτει με την χάρη σου; Ποιός να πιστέψει ένα τέτοιο παράδοξο πράγμα, να γίνει μακάριος, γενό­μενος μακάριο μέλος του μακαρίου Θεού; Πού ήξευρα εγώ, πως εσύ γίνεσαι άρτος αθάνατος κι άφθαρτος, αντί της αισθητής τροφής που γευόμαστε, άρτος αχόρταγος σ' εκείνους που σε πεινούν και σε ποθούν, και πηγή αθάνατη σε κείνους που σε διψούν, και φόρεμα λαμπρότατο σ' εκείνους που φορούνε για σένα ταπεινά και φτωχά φορέματα; Ακουσα να τα λέγουν αυτά εκείνοι που κηρύττουν το Ευαγγέλιό σου, πλην νόμιζα πως γίνονται, μοναχά στη μέλλουσα ζωή κ' ύστερα από την κοινή ανάσταση, και δεν ήξευρα πως και τώρα γίνονται σε μας, που έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη απ' αυτά».
«Εκείνος που είναι τυφλός εις το ένα, ήγουν στον Θεό, είναι τυφλός σε όλα. Κ' εκείνος που βλέπει το ένα, δηλαδή τον Θεό, έχει τη θεωρία των πάντων, και πάλι είναι έξω από τη θεωρία των πάντων, κ' έρχεται μέσα στη θεωρία των πάντων, και βρίσκεται πάλι έξω από την θεωρία των πάντων. Όταν είναι, κατ' αυτόν τον τρόπο, μέσα στο ένα, βλέπει τα πάντα, κι όταν είναι μέσα σε όλα, δεν βλέπει κανένα απ’ όλα. Εκείνος που βλέπει το ένα, με το ένα βλέπει και τον εαυτό του κι όλα τα πάντα και όλους τους άλλους, και πάλι, όντας κρυμμένος μέσα στο ένα, δεν βλέπει κανένα απ' όλα».
«Ήθελα να πω κανένα παράδειγμα, που να φανερώνει το νόημα αυτών που είπα παραπάνω, σ' εκείνους που καυχιούνται με αυθάδεια πως ξέρουνε μόνο με την ψεύτικη γνώση, και χωρίς τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που ερευνά τα βάθη και τα μυστήρια του Θεού. Αλλά φοβούμαι τον Κύριο, που μας πρόσταξε να μη δίνουμε τα άγια στους αδιάντροπους, μηδέ να ρίχνουμε τα μαργαριτάρια μπροστά σ' εκείνους που λογαριάζουνε τα θεία για τιποτένια κι ακάθαρτα, και τα καταπατούνε και τα ατιμάζουνε με τα χαμηλά και γήινα νοήματά τους. Που τον νου τους τον ετύφλωσεν ο Θεός, καθώς λέγει ο προφήτης: «Και εσκότισε την καρδίαν των, ίνα βλέποντες μη βλέπωσι, και ακούοντες μη συνιώσι». Και δίκαια, επειδή κάνανε τον εαυτό τους ανάξιο με την περηφάνεια και με τις κακές πράξεις, και για τούτο τους άφησε ο Θεός να πορεύονται στο σκοτάδι της απιστίας και της κακίας τους, καθώς λέγει ο Δαυίδ: «Εξαπέστειλεν αυτούς κατά τα επιτηδεύματα της καρδίας αυτών». Γιατί, ενώ έχουν τόσα πολλά παραδείγματα από τους Πατέρας μας (που κάνανε το θέλημα του Θεού με τα έργα και τα βάλανε μπροστά σε μας για να τα μιμηθούμε), δεν θελήσανε να τα στοχασθούνε, μήτε θελήσανε να μιμηθούνε εκείνους τους Πατέρας, αλλά κάνουνε αντίθετα απ' ό,τι κάνανε και διδάξανε εκείνοι. Οι τέτοιοι, λέγω πως όχι μοναχά είναι ανάξιοι να έχουνε τη θεία γνώση, αφού είναι υιοί της απωλείας και της απειθείας, αλλά είναι και υπόδικοι για κάθε τιμωρία και κατάκριση. Επειδή λησμονήσανε να εξετάσουνε τον εαυτό τους, αν βρίσκονται στην πίστη, και περιεργάζονται την πολιτεία των άλλων, και εξετάζουνε ασυλλόγιστα κάποια πράγματα που είναι παραπάνω από τη δύναμή τους, χωρίς να φοβούνται τον Θεόν ολότελα».
*


Από τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη παίρνουμε τα λίγα τούτα, που διαβάζεις παρακάτω:
«Κανένα πράγμα δεν κάνει την καρδιά και την ψυχή τόσο ταπεινωμένη, όσο το να καταντήσει ο άνθρωπος απλοϊκός με γνώση, και το να σωπαίνει σε όλα»(«Απλοϊκός με γνώση», είναι ο Ανθρωπος, που γνωρίζει κάποια μυστήρια που δεν τα υποπτεύονται οι άλλοι, και μπορεί ν' απομείνει ωστόσο, απλός και ταπεινός, σαν να μην γνωρίζει τίποτα).
«Πρέπει να γνωρίζεις, πως ο θεϊκός φόβος δεν έχει τρόμο, (και λέγω τρόμο, όχι αυτόν που έρχεται από τη χαρά, αλλά από την οργή, ήγουν από την τιμωρία κι από το ν' απομείνει κανένας απροστάτευτος). Αλλά έχει κάποια έντρομη αγαλλίαση, που γίνεται με την προσευχή, και βγαίνει από τη σοφία, που λέγεται και αρχή σοφίας».
«Όποιος δεν βλέπει και δεν ακούει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ!! ΑΓΙΑ !! ΚΑΙ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ ! ΔΕΝ ΧΩΡΙΖΕΤΕΙ ΣΕ ΚΟΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ !!

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ!! ΑΓΙΑ !! ΚΑΙ  ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΣ ! ΔΕΝ ΧΩΡΙΖΕΤΕΙ ΣΕ ΚΟΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΣΕ ΕΠΙ ΜΕΡΟΥΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ !! ΟΠΟΙΟΙ  ΑΠΟΚΟΠΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΩΤΗΡΙΑ!! ΑΠΟΚΟΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΑΤΕΤΑΓΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΔΙΑ ΣΤΟΜΑΤΟΣ  ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ! ΑΠΟΚΟΜΕΝΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΣΟΙ ΚΑΤΑΡΓΗΣΑΝ Η ΑΛΛΑΞΑΝ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΙΩΤΑ Η ΜΙΑ ΚΕΡΑΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΟ Η ΑΓΡΑΦΟ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ !!


όποιος εμελέτησε την πρόσφατον Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν και δεν γνωρίζει ότι η αλλαγή ημερολογίου το 1924 ήτο το πρώτον συγκεκριμένον βήμα του Οικουμενισμού εις τον Ελληνικόν χώρον; Ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και οι συν αυτώ, διά να παραπλανήσουν τον λαόν, είχον ισχυρισθή ότι προέβησαν εις μίαν διόρθωσιν διά λόγους αστρονομικής ακριβείας. Εάν τούτο ήτο αληθές θα είχεν εφαρμοσθεί εις την Ελλάδα ημερολόγιον αστρονομικώς τελειότερον του πεπαλαιωμένου ήδη ημερολογίου του Πάπα Γρηγορίου. Διατί εφαρμόσθη το επίσης εσφαλμένον ημερολόγιον του Πάπα; Μα απλούστατα, σκοπός δεν ήτο η επίτευξις αστρονομικής ακριβείας. Αυτό που επεδιώκετο ήτο η επίτευξις εορτολογικής ενότητος μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των αιρετικών "Εκκλησιών" της Δύσεως. Επεδιώκετο η Ένωσις των Εκκλησιών τουλάχιστον εις τον εορτολογικόν τομέα, και τούτο ως πρώτον βήμα. Η τακτική των Οικουμενιστών είναι πρόοδος διά βαθμίδων. Η πρώτη βαθμίς ήτο η εορτολογική ένωσις των Εκκλησιών. Στο πρόγραμμα ήτο να επακολουθήσουν συν τω χρόνω όσα επηκολούθησαν και όσα θα επακολουθήσουν.
Φθάνει να αναγνώση κανείς την Εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου του 1920 διά να πεισθή πλήρως. Η εγκύκλιος αυτή προτείνει ως πρώτον λίθον του οικουμενιστικού οικοδομήματος την φιλικήν προσαρμογήν της Ορθοδοξίας προς τας "Εκκλησίας" της Δύσεως "διά της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου". Γράφεται επί λέξη: "Δύναται δε η φιλία αύτη και αγαθόφρων προς αλλήλους διάθεσις εκφαίνεσθαι και τεκμηριούται ειδικώτερον ως εξής: α΄. διά της παραδοχής ενιαίου ημερολογίου προς ταυτόχρονον εορτασμόν των μεγάλων χριστιανικών εορτών υπό πασών των Εκκλησιών...". 
Ο ΜΕΓΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ
1. Δεν είναι αναχρονιστική η συνάφεια. Παρόμοιο διαθρησκειακό και διαχριστιανικό περιβάλλον.

Στο τελευταίο μας άρθρο με τίτλο «Μακράν της οδού των Αγίων Πατέρων η συνάντηση Βαρθολομαίου και πάπα» είχαμε εξαγγείλει ότι θα συνεχίζαμε την έκθεση των εκτιμήσεών μας με βάση τη διαχρονική συνείδηση της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράζεται μέσα στους βίους των Αγίων Πατέρων και διδασκάλων. Επειδή μάλιστα ο Άγιος Σπυρίδων, ο θαυματουργός πολιούχος της Κέρκυρας, έδιωξε τον πάπα μέσα από τον ναό του με ένα εντυπωσιακό θαύμα που έκανε, ενώ οι σημερινοί προκαθήμενοι, τον εισάγουν στους ορθόδοξους ναούς, τον ασπάζονται, τον θυμιάζουν και τον πολυχρονίζουν, σχεδιάσαμε να παρουσιάσουμε αυτό το θαύμα, όπως το διασώζει και το σχολιάζει ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του Γένους και μέλος της τριάδος των Αγίων Κολλυβάδων του 18ου αιώνος. Ο σχεδιασμός αυτός και η προτεραιότητα παραμένει, με μία μικρή χρονική παρέκκλιση, λόγω της εορτολογικής συγκυρίας.

Η μνήμη του Μεγάλου Αντωνίου, σε ναό του οποίου στη Θεσσαλονίκη υπηρετούμε με τη χάρη του Θεού και την ευλογία του Αγίου ήδη δεκατρία χρόνια, μας έδωσε την ευκαιρία και πάλι να εντρυφήσουμε στο θαυμάσιο «βίο» του, πρότυπο από πλευράς γραμματολογικής όλων των μεταγενέστερων «βίων» Αγίων, τον οποίο συνέγραψε ο διατελέσας μαθητής του αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας και στύλος της Ορθοδοξίας, όντως Μέγας Αθανάσιος.

Το μεγαλύτερο μέρος του «Βίου» αναλίσκεται στα ασκητικά κατορθώματα του Αγίου Αντωνίου, στους αγώνες του εναντίον των δαιμόνων και στη σχετική διδασκαλία του, όπως και στο μεγάλο όντως κατόρθωμά του να γίνει ο «πολιστής της ερήμου», να γεμίσει την έρημο με μοναστήρια, θεμελιωτής έτσι και αρχηγός γενόμενος του αναχωρητικού βίου: «Έπεισε πολλούς αιρήσασθαι τον μονήρη βίον, και ούτω λοιπόν γέγονε και εν τοις όρεσι μοναστήρια και η έρημος επολίσθη υπο μοναχών εξελθόντων από των ιδίων και απογραψαμένων την εν τοις ουρανοίς πολιτείαν».

Την μακροχρόνια ξενιτεία του από τον κόσμο διέκοψε δύο φορές, προκειμένου να αγωνισθεί και να συμβάλει στη διάσωση της Ορθοδοξίας, που όπως τώρα, έτσι και τότε, κινδύνευε από εξωτερικούς και πιο πολύ από εσωτερικούς εχθρούς. Ο Χριστιανισμός δεν παρουσιάσθηκε συνδιαλεγόμενος και συναλλασόμενος «επί ίσοις όροις» με τις άλλες θρησκείες, διεκδικώντας μέρος της αλήθειας, που υπάρχει δήθεν σε όλες τις θρησκείες, όπως βλάσφημα ισχυρίζονται σημερινοί δήθεν χριστιανοί ηγέτες των διαθρησκειακών συναντήσεων του Αντιχρίστου, αλλά ως μοναδική αλήθεια, η μοναδική οδός σωτηρίας, ως το αληθινό φως που αντικατέστησε όχι ισχνότερα φώτα, αλλά το σκότος της αγνωσίας του Θεού και της πλάνης: «Ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς». Δεν είπε ο Χριστός ότι εγώ είμαι ένας δρόμος, μία αλήθεια, ένα φως ανάμεσα σε άλλους δρόμους, σε άλλες αλήθειες, σε άλλα φώτα, αλλά εγώ είμαι η μοναδική αλήθεια, ο μοναδικός δρόμος, το μοναδικό φως: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμί το φως του κόσμου, ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ΄έξει το φως της ζωής».

Αυτήν την αποκλειστικότητα του Ευαγγελίου, την οποία ορισμένοι χαρακτηρίζουν και σήμερα ως ακραία και φουνταμενταλιστική, συκοφαντούντες και διώκοντες όσους με συνέπεια και πιστότητα την προβάλουν ως κήρυγμα και ως ζωή, επλήρωσαν ακριβά οι Άγιοι Απόστολοι και οι Άγιοι Μάρτυρες, προτιμήσαντες να βασανισθούν και να χύσουν το αίμα τους παρά να συμβιβασθούν με τις άλλες «αλήθειες», να συνυπάρξουν στο πολυπολιτισμικό μοντέλο των διαθρησκειακών σχέσεων και συναντήσεων, από αγάπη δήθεν για τους άλλους.


2. Διδάσκαλοι απραξίας και υποκρισίας. Οι πολύξεροι και οι ταπεινοί.

Όταν λοιπόν, προ του Μ. Κωνσταντίνου εμαίνετο ο διωγμός στην Αλεξάνδρεια εναντίον των Χριστιανών επί Μαξιμίνου το 311, ο Μέγας Αντώνιος σε ηλικία εξήντα ετών (γεννήθηκε το 251) άφησε για λίγο την έρημο, την άσκηση και την προσευχή και ήλθε στην Αλεξάνδρεια άφοβος και ατρόμητος με διάθεση και πόθο να μαρτυρήσει και να ενθαρρύνει τους οδηγουμένους στο μαρτύριο. Αψήφησε και αγνόησε τις απαγορεύσεις του δικαστού να φύγουν οι μοναχοί από την πόλη και να μη παρίστανται στις αίθουσες των δικαστηρίων. Εμφανίστηκε ενώπιον του ηγεμόνα σε περίβλεπτη θέση στο δικαστήριο, αποδεικνύοντας την προθυμία των Χριστιανών να αγωνισθούν για την πίστη τους και να μαρτυρήσουν, «αυτός ατρέμας ειστήκει, δεικνύς ημών των Χριστιανών την προθυμίαν, ηύχετο γαρ και αυτός μαρτυρήσαι, καθά προείπον». Τον φύλαξαι βέβαια ο Θεός και δεν μαρτύρησε, για να ωφελήσει περισσότερο με την ζωή του, αυτός όμως δεν περιορίσθηκεστο κελλί του, στην έρημο, αλλά «υπηρέτει συνήθως τοις ομολογηταίς, και ως συνδεδεμένος αυτοίς ην κοπιών εν ταις υπηρεσίαις». Όταν κινδυνεύει η πίστις, η Ορθοδοξία, πρώτη πνευματική προτεραιότητα είναι η υπεράσπισή της, ο αγώνας η συμπαράσταση προς όσους αγωνίζονται, η μέχρι θανάτου και αίματος προθυμία. Όλα τα άλλα πνευματικά καθήκοντα έπονται. Όσοι πράττουν και συμβουλεύουν τα αντίθετα, απλώς συγκαλύπτουν με προφάσεις την απροθυμία και δειία τους, και γίνονται διδάσκαλοι και καθηγητές της απραξίας και της υποκρισίας.

Δεν πρόκειται βέβαια εδώ να παρουσιάσουμε πως αντιμετώπισε ο Μέγας Αντώνιος τους μεγάλους και σπουδαγμένους φιλολόγους και φιλοσόφους της ειδωλολατρίας με ακαθαίρετη επιχειρηματολογία, αφήνοντάς τους, αυτός ο αγράμματος, άναυδους και εκστατικούς. Ίσως αυτό το κάνουμε άλλη φορά, γιατί και πάλι η ειδωλολατρία , παγανισμός εμφανίζεται δυναμικά με ισχυρούς προστάτες. Δεν τα ήξερε ο Άγιος όλα, όπως εκείνοι, δεν ήταν πολύξερος κατά κόσμον, ήξερε όμως όλα τα της πίστεως, ήξερε την Αγία Γραφή και την διδασκαλία των Αγίων και επιπλέον ήταν θεοδίδακτος και θεοφώτιστος. Η πίστη δεν είναι θέμα πολυγνωσίας και μάθησης, αλλά υποταγής ταπεινής όχι στη γνώμη των πολλών, αλλά στην αλήθεια, την διαχρονική και αιώνια της Εκκλησίας. Αν δεν απογυμνωθεί κανείς από την δοκησισοφία και την γνωσιολογική του καύχηση, για να ενσωματωθεί ταπεινά στον νου του Χριστού, της Εκκλησίας, των Αγίων και των Πατέρων, που ανοίγει τους πνευματικούς ορίζοντες, τότε θα διαπορεί και θα διερωτάται για τη βεβαιότητα της πίστεως και την πολυγνωσία, ακόμη και απλών πιστών και θα τους κατηγορεί ως πολύξερους και εγωϊστές, χωρίς ταπείνωση. Ταπείνωση όμως δεν είναι να δέχεσαι την γνώμη των πολλών, αλλά την γνώμη του Θεού και των Αγίων, γιατί πολλές φορές οι πολλοί συντάσσονται με το ψεύδος και δίνουν ισχύ σ' αυτό με την πλειοψηφία τους. Αν η αποδοχή της γνώμης των πολλών, όταν διαφωνούν με την αλήθεια, αποτελούσε δεοντολογική στάση, ούτε το Ευαγγέλιο θα γίνονταν δεκτό, υποστηριζόμενο από ελάχιστους Αποστόλους, ούτε η Εκκλησία θα διεσώζετο μέσα στην πλημμυρίδα των απίστων και αιρετικών.

.


3. Η στάση του Αγίου Αντωνίου έναντι των αιρετικών, πρότυπο μίμησης για όλους σήμερα.

Αυτό που επιθυμούμε τώρα να κάνουμε εδώ είναι να παρουσιάσουμε πως αντιμετώπισε ο Άγιος Αντώνιος την αίρεση του Αρείου, η οποία απειλούσε εσωτερικά την Εκκλησία, έχουσα την υποστήριξη αυτοκρατόρων, ηγεμόνων, πατριαρχών και επισκόπων, όπως συμβαίνει και σήμερα με τις παναιρέσεις του Παπισμού και του Οικουμενισμού, που είναι πολύ πιο επικίνδυνες, γιατί αναιρούν το σύνολο των δογμάτων της πίστεως και μεταβάλουν την θεϊκή διδασκαλία του Ευαγγελίου σε συνήθη ανθρώπινη διδασκαλία, αποσύρουν τον Θεάνθρωπο Χριστό, τους Αγίους και τους Πατέρας, και εγκαθιστούν τον αλάθητο πάπα της Ρώμης και την πανσπερμία των αιρέσεων του Παγκοσμίου Συμβουλίου των δήθεν Εκκλησιών. Η παρουσίαση αυτή είναι πολύ διδακτική και για όσους καμώνονται πως δεν βλέπουν τον κίνδυνο, για ‘σοβαρούς' πνευματικούς που παρασύρουν ή φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τα πνευματικά τους παιδιά, που βλέπουν καλύτερα με τα μάτια των Αγίων και αρχίζουν να αμφιβάλλουν για την αξιοπιστία της πνευματικής καθοδήγησης. Και ασφαλώς οι Άγιοι είναι πιο αξιόπιστοι από τους οποιουσδήποτε Γέροντες και πνευματικούς, όταν δεν οργίζονται για την αίρεση και δεν αγωνίζονται να την φανερώσουν και να την αποδιώξουν.

Άφησε λοιπόν για δεύτερη φορά ο Μέγας Αντώνιος την έρημο και κατέβηκε στην Αλεξάνδρεια, της οποίας ο ορθόδοξος επίσκοπος και πατριάρχης, ο Μ. Αθανάσιος, βρισκόταν υπό συνεχή διωγμό και διαδοχικές εξορίες και το ορθόδοξο ποίμνιο υπό την διαποίμανση Αρειανών αιρετικών, όπως τώρα υπό την διαποίμανση οικουμενιστών ή φιλοοικουμενιστών πατριαρχών και επισκόπων. Ο Μ. Αντώνιος, όπως μας παραδίδει ο «Βίος» του, και στα θέματα της πίστεως «πάνυ θαυμαστός ην και ευσεβής». Δεν είχε καμμία κοινωνία με τους σχισματικούς Μελιτιανούς, γιατί γνώριζε από την αρχή την πονηρία και την αποστασία τους. Αλλά και με τους Μανιχαίους και άλλους αιρετικούς δεν μίλησε ποτέ φιλικά, παρά μόνο για να τους νουθετήσει και να τους μεταβάλει σε ευσεβείς και ορθοδόξους. Πίστευε και εδίδασκε ότι η φιλία και η συναναστροφή μαζί τους είναι βλάβη και απώλεια της ψυχής. Εσιχαίνετο και την αίρεση των Αρειανών και παρήγγελε σε όλους ούτε να τους πλησιάζουν ούτε να δέχονται την κακή τους πίστη. Όταν τον επισκέφθηκαν κάποτε κάτι φανατικοί Αρειανοί, αφού συζήτησε μαζί τους και κατάλαβε πως είναι ασεβείς, τους έδιωξε από το όρος που ασκήτευε, λέγοντας ότι τα λόγια τους είναι χειρότερα και από το δηλητήριο των φιδιών. Το κείμενο αυτό αποτελεί θα λέγαμε κανόνα, ο οποίος ολοκάθαρα μας παρουσιάζει, αψευδέστατα και απλανέστατα, πως πρέπει να γίνονται οι διάλογοι με τους αιρετικούς, και πως πρέπει ανθρώπινα και κοινωνικά να ρυθμίζουμε τη σχέση μας μαζί τους, αλλά συγχρόνως δείχνει πως σήμερα γκρεμίζονται όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες από τους Οικουμενιστάς, οι οποίοι αγκαλιάζουν τους αιρετικούς και τους ασπάζονται ως ευσεβείς και ομοπίστους και ούτε διανοούνται όχι να τους διώξουν και να τους απομακρύνουν, αλλά ούτε να τους νουθετήσουν να επιστρέψουν στην Ορθοδοξία. Οι διάλογοι γίνονται επί ίσοις όροις. Εξίσωση του ψεύδους και της αλήθειας, της αιρέσεως και της πλάνης. Όταν διαλέγεσαι επί «ίσοις όροις», αυτό σημαίνει ότι δίνεις τις ίδιες πιθανότητες να επικρατήσει το ψεύδος επί της αλήθειας, ότι αμφιβάλλεις για την αλήθεια και ψάχνεις να την βρεις. Ο διάλογος όμως των Αγίων και των Πατέρων, είναι όπως ο διάλογος του Χριστού προς την Σαμαρείτιδα, των Αποστόλων προς τους Ιουδαίους και τους Εθνικούς, των Πατέρων προς τους αιρετικούς, πρόσκληση και νουθεσία να επανέλθουν στην αλήθεια, να συναχθούν μέσα στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αυτή είναι η αληθινή ένωση και ειρήνη, τα άλλα είναι ψευδοενώσεις, ψευδοειρήνες και ψευδοδιάλογοι.

Επειδή, λοιπόν, το κείμενο αυτό υποδεικνύει τον δρόμο της αληθινής ενώσεως από το στόμα ενός μεγάλου Αγίου, και πραγματοποιεί το «ίνα πάντες εν ώσι», για το οποίο κόπτονται και πολυπραγμονούν οι Οικουμενισταί, το παραθέτουμε επί λέξει: «Και τα πίστει Δε πάνυ θαυμαστός ην και ευσεβής. Ούτε γαρ Μελιτιανοίς τοις σχισματικοίς ποτε κεκοινώνηκεν, ειδώς αυτών την εξ αρχής πονηρίαν και αποστασίαν, ούτε Μανιχαίοις ή άλλοις τισίν αιρετικοίς ωμίλησε φιλικά, ή μόνον άχρι νουθεσίας της εις ευσέβιαν μεταβολής, ηγούμενος και παραγγέλλων την τούτων φιλίαν και ομιλίαν βλάβηνκαι απώλειαν είναι ψυχής. Ούτω γουν και την των Αρειανών αίρεσιν εβδελύσσετο, παρήγγελε Τε πάσι μήτε εγγίζειν αυτοίς μητε την κακοπιστίαν αυτών έχειν. Απελθόντας γουν ποτέ τινας προς αυτόν των Αρειομανιτών, ανακρίνας και μαθών ασεβούντας, εδίωξεν από του όρους λέγων όφεων ιού χείρονας είναι τους λόγους αυτών».


4. Φοβερή η οπτασία του Αγίου Αντωνίου για τους αιρετικούς: Άλογα κτήνη γύρω απο την Αγία Τράπεζα.

Είναι όντως φοβερό το όραμα που είδε ο Άγιος Αντώνιος σχετικά με την παρουσία αιρετικών μέσα σε ορθόδοξους ναούς. Το όραμα αυτό αιτιολογεί, εξηγεί παραστατικά για ποιο λόγο οι Άγιοι Πατέρες απαγορεύουν με συνοδικούς κανόνες την είσοδο αιρετικών σε καθαγιασμένους χώρους, την συμμετοχή τους σε ακολουθίες και λειτουργίες, τις συμπροσευχές και τα συλλείτουργα. Οι αιρετικοί μη δεχόμενοι την διδασκαλία της Εκκλησίας, των Αποστόλων και των Αγίων, επηρεάζονται από τους δαίμονες και τον πατέρα τους τον διάβολο, στην προβολή πλανεμένων απόψεων. Γι' αυτό και η διδασκαλία τους «μάλλον άγονος και άλογος και διανοίας εστίν ουκ ορθής, ως η των ημιόνων αλογία».

Συγκλονίσθηκε λοιπόν, και ετρόμαξε ο Άγιος Αντώνιος, όταν επέτρεψε ο Θεός να δει στο όραμά του τους Αρειανούς να περικυκλώνουν το Άγιο Θυσιαστήριο ως ημίονοι (= μουλάρια), να το λακτίζουν και να το μιαίνουν. Τόση ήταν η λύπη και η στεναχώρια του, ώστε έβαλε τα κλάμματα, όπως πικράθηκαν και έκλαυσαν πολλοί ευσεβείς, όταν είδαν τον αιρεσιάρχη πάπα να εισάγεται μέσα στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, τον οποίο μάλιστα Άγιο κατήργησε το Βατικανό, και να τον μολύνει. Είμαστε βέβαιοι πως, αν διαβάσουν και μάθουν αυτό το όραμα του Αγίου οι πατριάρχες,οι αρχιεπίσκοποι και οι επίσκοποι, αν βέβαια εξακολουθούν ως Ορθόδοξοι να σέβονται και να ακολουθούν την ζωή και την διδασκαλία των Αγίων, θα διακόψουν τις λειτουργικές αμοιβαίες φιλοξενίες και επισκέψεις, τις εβδομάδες συμπροσευχής και τις αποστολές αντιπροσωπειών στις θρονικές εορτές. Γιατί διαφορετικά θα συμπεριλαμβάνονται και αυτοί ως συνεργοί στο φρικτό όραμα του Μ. Αντωνίου.

Κατά την διήγηση του Μ. Αθανασίου στο «Βίο», ενώ ησχολείτο με το εργόχειρό του καθιστός ο Μ. Αντώνιος, περιήλθε σε ένα είδος εκστάσεως και αναστέναζε πολύ βλέποντας την οπτασία. Μετά από αρκετή ώρα στράφηκε προς τους παρισταμένους μοναχούς, εξακολούθησε να στενάζει και να τρέμει. Έπεσε στα γόνατα για να προσευχηθεί και έμεινε γονατιστός επί πολύ ώρα. Όταν σηκώθηκε έκλαιγε ο Γέροντας. Ετρόμαξαν οι παριστάμενοι και εφοβήθηκαν πολύ, γι' αυτό τον παρακάλεσαν να τους εξηγήσει. Και αφού τον επίεσαν πολύ και τον εξεβίασαν αναστέναξε πάλι και είπε: «Παιδιάμου είναι καλύτερα να πεθάνω, πριν να συμβούν όσα είδα στην οπτασία. Θα πέσει στην Εκκλησία η οργή του Θεού, και θα παραδοθεί σε ανθρώπους που είναι άλογα κτήνη. Είδα την Αγία Τράπεζα του ναού, στο Κυριακό της σκήτης να περικυκλώνεται σ' όλες της πλευρέςαπό μουλάρια, τα οποία κλωτσούσαν και χοροπηδούσαν, όπως συνηθίζουν να κάνουν αυτά τα άλογα κτήνη. Είδατε και αντιληφθήκατε πως εστέναζα προηγουμένως; Το έκανα γιατί άκουσα φωνή που έλεγε: «Θα μιανθεί το θυσιαστήριό μου». Αυτά είδε ο Γέροντας. Και μετά από δύο ακριβώς έτη έγινε επίθεση των Αρειανών και η αρπαγή των Εκκλησιών. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη με τη βία, τα έδωσαν σε ειδωλολάτρες να τα κρατούν, τους εξανάγκασαν να μετέχουν στις συνάξεις τους και παρόντων αυτών έκαναν στην Αγία Τράπεζα ό,τι ήθελαν. Τότε καταλάβαμε όλοι μας, λέγει ο Μ. Αθανάσιος, ότι τα λακτίσματα εκείνα των ημιόνων προεμήνυαν στον Αντώνιο όσα πράττουν τώρα οι Αρειανοί ως κτήνη. Μετά την οπτασία ένιωσε την ανάγκη ο Γέροντας να ενθαρρύνει και να παρηγορήσει τους γύρω του λέγοντας: «Μη λυπάσθε, παιδιά μου, γιατί όπως οργίσθηκε ο Κύριος, έτσι πάλι και θα θεραπεύσει το κακό. Σύντομα η Εκκλησία θα επαναποκτήσει την ομορφιά της και θα λάμψει. Θα δείτε αυτούς που εξορίστηκαν να επιστρέφουν, την ασέβεια να υποχωρεί και να κρύβεται, και την ευσεβή πίστη να εμφανίζεται και να κυριαρχςί παντού, αρκεί σεις να μην μιανθήτε από την αίρεση των Αρειανών, γιατί δεν είναι η διδασκαλία των Αποστόλων, αλλά των δαιμόνων και του πατρός αυτών του διαβόλου, άλογη και άκαρπη, σαν την αλογία των ημιόνων».


Επίλογος

Η οργή του Θεού έχει καταλάβει την Εκκλησία εδώ και πολλές δεκαετίες. Ο Παπισμός και ο Οικουμενισμός θριαμβεύουν. Τότε ο Μ. Αθανάσιος και οι άλλοι Πατέρες κατενόησαν τον κίνδυνο, που περιέγραφε το όραμα του Μ. Αντωνίου. Τώρα βλέπουμε να μολύνονται οι ναοί και τα θυσιαστήρια απο συμπροσευχές και συλλείτουργα με τους «αλόγους» αιρετικούς και ενισχύουμε την μόλυνση και την επαινούμε, συλλακτίζοντες κι εμείς μέσα εις τα Άγια των Αγίων. Αν παρακολουθήσει κανείς οικουμενίστικα συλλείτουργα και συμπροσευχές, σαν αυτό που έγινε στην Καμπέρα, στην Ζ' Γενική Συνέλευση του Παγκόσμιου Συμβουλίου των δήθεν Εκκλησιών, και σαν αυτά που γίνονται συχνά με τη συμμετοχή ιερέων ομοφυλοφίλων που τολμούν και κρατούν το Άγιο Δισκοπότηρο και γυναικών επισκόπων και ιερειών, η εικόνα υπερβαίνει και το όραμα του Μ. Αντωνίου. Μόνη ελπίδα για να επανεύρει η Εκκλησία την ομορφιά της είναι η σύσταση και συμβουλή του Μ. Αντωνίου: «Μόνον μη μιάνετε εαυτούς μετά των Αρειανών». Μόνο να μη μιανθούμε από την κοινωνία μας με τον Παπισμό και Οικουμενισμό, με τους φιλοπαπικούς και οικουμενιστάς Ορθοδόξους. Επειδή μέχρι τώρα δεν το επράξαμε δυναμικά και αποφασιστικά, γι' αυτό παρατείνει ο Θεός επί έτη την οργή του, την αιχμαλωσία των Ορθοδόξων στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Μέχρι πότε επίσκοποι, ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί θα επιτρέπουμε τα άλογα κτήνη, τους αιρετικούς, να λακτίζουν και να μιαίνουν τα Ιερά και τα Άγια της Ορθοδοξίας; Όσο απρακτούμε και βρίσκουμε διάφορες προφάσεις πνευματικοφανείς, το βδέλυγμα της ερημώσεως θα ίσταται εν τόπω αγίω.
ΠΗΓΗ:Περιοδικὸ "Θεοδρομία"
Ἔτος Θ, Τεῦχος 1 . Ἰανουάριος - Μάρτιος 2007