xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)


Ο ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ



Συμβουλές για το ήθος των ανθρώπων  και την ενάρετη ζωή,


Οι άνθρωποι λέγονται λογικοί  καταχρηστικά. Δεν είναι λογικοί  εκείνοι   πού έμαθαν τούς λόγους και τα βιβλία των αρχαίων σοφών, αλλά όσοι έχουν λογική ψυχή και μπορούν να διακρίνουν ποιο είναι το καλό και ποίο είναι το κακό· κι έτσι αποφεύγουν τα κακά και ψυχοβλαβή, μελετούν όμως σοβαρά τα καλά και ψυχωφελή και τα πράττουν με μεγάλη ευχαριστία προς το Θεό. Μόνο αυτοί πρέπει αληθινά να λέγονται λογικοί άνθρωποι.



 Ο αληθινά λογικός άνθρωπος μία μόνο φροντίδα έχει, να υπακούει και να είναι αρεστός στο Θεό, τον Κύριο των όλων, και σε τούτο και μόνο να ασκεί την ψυχή του, πως να γίνει αρεστός στο Θεό, ευχαριστώντας Τον για τη μεγάλη και  εξαιρετική  πρόνοιά  Του  και την κυβέρνηση όλου του κόσμου, όποια κι αν είναι η θέση του στη ζωή. Γιατί είναι παράλογο, να ευχαριστούμε τούς γιατρούς όταν μας δίνουν     τα πικρά και αηδιαστικά   φάρμακα   για   χάρη της υγείας   του σώματος μας, να είμαστε όμως αχάριστοι στο Θεό για όσα φαίνονται σ΄ εμάς δυσάρεστα και να μην αναγνωρίζουμε ότι τα πάντα γίνονται όπως πρέπει και προς το συμφέρον  μας  σύμφωνα  με  την
πρόνοια Του. Γιατί η αναγνώριση αυτή και η πίστη στο Θεό είναι η σωτηρία και η
τελειότητα της ψυχής.

Η εγκράτεια, η ανεξικακία, η σωφροσύνη, η εγκαρτέρηση, η υπομονή και οι παρόμοιες μέγιστες και ενάρετες δυνάμεις μας δόθηκαν από το Θεό και είναι αντίθετες και αντιστέκονται και   μας βοηθούν στις αντίστοιχες προς αυτές κακίες. Αν γυμνάζομε αυτές τις δυνάμεις και τις έχουμε πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζομε ότι δε μας συμβαίνει πια τίποτε δύσκολο η θλιβερό η αβάσταχτο· γιατί σκεπτόμαστε ότι όλα είναι ανθρώπινα και τα νικούν οι αρετές πού έχουμε. Αυτά δεν τα έχουν υπόψη τους οι ανόητοι άνθρωποι. Ούτε σκέφτονται ότι τα πάντα γίνονται   σωστά και  όπως  πρέπει για το συμφέρον μας, για να λάμψουν οι αρετές μας  και να στεφανωθούμε από το Θεό.


Την απόκτηση των χρημάτων και το πλούσιο  ξόδεμά τους να τα θεωρείς  μόνο σαν φαντασία πού δεν κρατά παρά λίγο καιρό, και ξέροντας ότι η ενάρετη  και θεάρεστη ζωή διαφέρει από τον πλούτο. Όταν το μελετάς αυτό σταθερά, ούτε θα αναστενάξεις, ούτε θα κραυγάσεις, ούτε θα κατηγορήσεις κανένα, αλλά θα ευχαριστείς το Θεό για όλες τις ευεργεσίες πού σου δίνει, βλέποντας ότι οι χειρότεροι από σένα στηρίζονται στα λόγια και στα χρήματα. Γιατί η επιθυμία, η δόξα και η άγνοια είναι τα πιο κακά πάθη της ψυχής.

Ο λογικός άνθρωπος, προσέχοντας ο ίδιος στον εαυτό του, εξετάζει τι πρέπει να πράξει και τι τον συμφέρει, καθώς και ποια ταιριάζουν στην ψυχή και την ωφελούν και ποια δεν της ταιριάζουν. Και έτσι αποφεύγει εκείνα πού βλάπτουν την ψυχή, ως ξένα και γιατί τον χωρίζουν από την αιώνια ζωή.

Όσο πιο λίγη περιουσία έχει κανείς, τόσο ευτυχέστερος είναι. Γιατί δεν φροντίζει για πολλά πράγματα, για υπηρέτες, καλλιεργητές, απόκτηση ζώων, Όταν αφοσιωνόμαστε σ΄ αυτά κι ύστερα μας συμβαίνουν εξαιτίας αυτών δυσκολίες, κατηγορούμε το Θεό. Με την αυθαίρετη επιθυμία μας τρέφομε το θάνατο και έτσι μένομε στο σκοτάδι της αμαρτωλής ζωής, μέσα   στη πλάνη, χωρίς ν΄ αναγνωρίζομε τον πραγματικό εαυτό μας.

Δεν πρέπει κανένας  να λέει ότι δεν είναι δυνατό να κατορθώσει ο άνθρωπος την ενάρετη ζωή, αλλά να λέει ότι αυτό δεν είναι εύκολο. Ούτε μπορούν να κατορθώσουν  την  αρετή  οι  τυχόντες.  Την  ενάρετη  ζωή  την  πραγματοποιούν όσοι άνθρωποι είναι ευσεβείς και έχουν νου  πού αγαπά το Θεό. Γιατί ο νους των πολλών  είναι κοσμικός και μεταβάλλεται· κάνει σκέψεις άλλοτε καλές, άλλοτε κακές· μεταβάλλεται στη φύση και γίνεται υλικότερος.  Ο νους όμως πού αγαπά το Θεό, τιμωρεί την κακία, η οποία έρχεται εκούσια στους ανθρώπους από την αμέλεια τους.

Οι ψυχικά ακαλλιέργητοι και αμαθείς θεωρούν γελοίο πράγμα τούς λόγους και δεν θέλουν να τούς ακούν επειδή ελέγχεται η κατάστασή τους και θέλουν να είναι όλοι όμοιοι με αυτούς.   Επίσης και εκείνοι πού είναι παραδομένοι   σε σαρκικά αμαρτήματα φροντίζουν να είναι όλοι οι άλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας   οι δυστυχείς ότι επειδή θα είναι πολλοί οι αμαρτάνοντες, θα εξασφαλιστούν οι ίδιοι από την κατηγορία. Η χαλαρή ψυχή χάνεται και σκοτίζεται εξαιτίας της κακίας, γιατί έχει μέσα της ασωτεία, υπερηφάνεια, απληστία, θυμό, αυθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεονεξία, αρπαγή, πόνο, ψεύδος, ηδονή, ραθυμία, λύπη, δειλία, ασθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, αδυναμία,   πλάνη,   άγνοια,   απάτη,   λησμοσύνη   του   Θεού.   Με   τέτοιες   και παρόμοιες τιμωρείται η άθλια ψυχή πού χωρίζεται από το Θεό.

Εκείνοι πού θέλουν να ζουν την ενάρετη και ευλαβή και τιμημένη ζωή, δεν πρέπει να διακρίνονται από τούς επίπλαστους τρόπους και την ψεύτικη ζωή· αλλά όπως οι ζωγράφοι και οι αγαλματοποιοί, να δείχνουν και αυτοί με τα έργα τους την ενάρετη και θεοφιλή ζωή τους. Και όλες τις κακές ηδονές να τις αποστρέφονται σαν παγίδες.

Ο πλούσιος  και ευγενής πού δεν έχει καλλιέργεια και ενάρετη ζωή, θεωρείται δυστυχής από εκείνους πού κρίνουν ορθά τα πράγματα. Αντίθετα ο φτωχός και δούλος κατά την τάξη, αν έχει ψυχική καλλιέργεια και είναι στολισμένος   με


αρετή, είναι ευτυχής. Και όπως οι ξένοι σε έναν τόπο χάνουν το δρόμο τους, έτσι και εκείνοι πού δε φροντίζουν για την ενάρετη ζωή, πλανιούνται   εδώ κι εκεί παρασυρόμενοι από τις κακές επιθυμίες τους και χάνονται.

Εκείνος  πού μπορεί να εξημερώσει τα ήθη των ανθρώπων και να τούς κάνει να αγαπήσουν τούς λόγους και την παιδεία, πρέπει   να λέγεται ανθρωποποιός. Κατά  τον  ίδιο  τρόπο  και  εκείνοι  πού  μεταστρέφουν τούς  παραδομένους  στις σαρκικές ηδονές προς την ενάρετη και θεάρεστη ζωή, πρέπει να λέγονται και αυτοί ανθρωποποιοί, επειδή είναι σαν να ξαναπλάθουν τούς ανθρώπους. Γιατί η πραότητα και η εγκράτεια είναι  ευτυχία και δίνουν καλή ελπίδα στις ψυχές  των ανθρώπων.

Πρέπει   πραγματικά οι άνθρωποι να επιμελούνται   τα ήθη τους και να ζουν όπως πρέπει. Όταν αυτό το κατορθώσουν, τότε εύκολα μπορούν να γνωρίσουν και τα θεια· γιατί όποιος   με όλη του την καρδιά και την πίστη του σέβεται το Θεό, έχει τη βοήθεια Του να δαμάσει και να κρατεί   το θυμό και την επιθυμία του· επειδή αιτία όλων των κακών είναι η επιθυμία και ο θυμός .

Άνθρωπος λέγεται η εκείνος  πού χρησιμοποιεί ορθά το λογικό του, η εκείνος πού δέχεται συμβουλή για τη διόρθωσή του. Ο αδιόρθωτος δε λέγεται άνθρωπος, αλλά απάνθρωπος. Κι αυτό είναι το γνώρισμα των απάνθρωπων· και οι άνθρωποι αυτοί πρέπει ν΄ αποφεύγονται. Γιατί εκείνοι πού ζουν με την κακία δεν είναι δυνατό να αποκτήσουν την αθάνατη ζωή.

Όταν κάνουμε  καλή χρήση του λογικού μας, τότε είμαστε άξιοι να λεγόμαστε άνθρωποι. Αντίθετα, όταν δεν κάνομε καλή χρήση του λογικού, τότε μόνον κατά το σώμα και τη φωνή διαφέρομε από τα άλογα ζώα. Ας αναγνωρίσει λοιπόν ο συνετός  άνθρωπος     ότι  είναι  αθάνατος  και  τότε  θα  μισήσει  κάθε  αισχρή επιθυμία, η οποία  γίνεται αιτία θανάτου στους ανθρώπους.

Όπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας την ύλη φανερώνει την αξία της , π.χ. ο ένας δουλεύει  το ξύλο κι ο άλλος το χαλκό κι άλλος το χρυσό και το ασήμι, έτσι  κι εμείς ακούγοντας για την καλή και ενάρετη και θεάρεστη ζωή, οφείλουμε να φαινόμαστε  ότι είμαστε πραγματικά άνθρωποι για τη λογική ψυχή μας και όχι για τη διάπλαση  μόνο του σώματός μας. Η ψυχή πού είναι αληθινά λογική και αγαπά το Θεό, γνωρίζει αμέσως όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή. Και εξιλεώνει το Θεό με διάθεση αγάπης και Τον ευχαριστεί πραγματικά, κατευθύνοντας προς Αυτόν όλη την ορμή και το νου της.

Οι καπετάνιοι κατευθύνουν με προσοχή το πλοίο για να μη προσκρούσει πάνω σε σκόπελο η ύφαλο. Έτσι και εκείνοι πού επιθυμούν να ζήσουν την ενάρετη ζωή, ας  εξετάζουν  με  επιμέλεια  ποια πρέπει  να κάνουν  και  ποια  πρέπει  να αποφεύγουν και να πιστεύουν  ότι οι αληθινοί και θείοι νόμοι τούς συμφέρουν, κόβοντας τις πονηρές ενθυμήσεις και επιθυμίες από την ψυχή τους.

Όπως   οι πλοίαρχοι και οι αμαξηλάτες με την προσοχή και την επιμέλεια πετυχαίνουν το σκοπό τους, έτσι πρέπει και όσοι φροντίζουν να ζουν τη σωστή και ενάρετη ζωή, να μελετούν και να φροντίζουν πως να ζουν όπως πρέπει και αρέσει στο Θεό. Εκείνος πού θέλει να ζήσει έτσι και έχει καταλάβει  ότι μπορεί, με την πίστη προχωρεί προς την αφθαρσία.


Ελευθέρους   νόμιζε όχι όσους έτυχε   να είναι ελεύθεροι, αλλά εκείνους πού έχουν  τη ζωή και τούς τρόπους ελεύθερους. Δεν πρέπει πράγματι  να ονομάζομε ελεύθερους τούς άρχοντες πού είναι πονηροί και ακόλαστοι, γιατί είναι δούλοι των παθών και της ύλης.  Ελευθερία και ευτυχία της ψυχής είναι η πραγματική καθαρότητα και η καταφρόνηση των πρόσκαιρων.

Να υπενθυμίζεις  στον εαυτό σου ότι  πρέπει ακατάπαυστα να αποδεικνύεις τον χρηστό και ενάρετο βίο σου από τα ίδια τα έργα σου· έτσι και οι άρρωστοι ονομάζουν και αναγνωρίζουν σωτήρες και ευεργέτες τούς γιατρούς, όχι από τα λόγια τους αλλά από τα έργα τους.

Η λογική και η ενάρετη ψυχή αναγνωρίζεται από το βλέμμα, το βάδισμα, τη φωνή, το γέλιο, από το που συχνάζει και με ποιους   συναναστρέφεται.   Όλα αυτά  έχουν αλλάξει σ΄ αυτήν και έγιναν κοσμιότερα. Γιατί ο νους πού αγαπά το Θεό, σαν προσεκτικός θυρωρός απαγορεύει την είσοδο στις κακές και αισχρές ενθυμήσεις.

Αν παρακολουθείς τον εαυτό σου και τον δοκιμάζεις, θα δεις ότι οι άρχοντες και τα αφεντικά έχουν εξουσία μόνο του σώματος, όχι και της ψυχής. Και να το θυμάσαι αυτό πάντοτε. Γι΄ αυτό, αν διατάζουν φόνους η τίποτε άτοπα η άδικα και ψυχοβλαβή, δεν πρέπει να υπακούμε σ΄ αυτούς και αν μας βασανίζουν ακόμα. Γιατί ο Θεός δημιούργησε την ψυχή ελεύθερη και αυτεξούσια σε όλα όσα κάνει, καλά η κακά.

Η λογική ψυχή φροντίζει με κάθε τρόπο να ξεφύγει από όσα δεν οδηγούν πουθενά, την οίηση, την υπερηφάνεια, την απάτη, το φθόνο, την αρπαγή και τα παρόμοια, όσα δηλαδή είναι έργα δαιμονικά και κακής προαιρέσεως.   Όλα κατορθώνονται με επιμέλεια και επίμονη προσοχή και μελέτη από εκείνον τον άνθρωπο, του οποίου η επιθυμία δεν τρέχει στις κακές ηδονές.

Εκείνοι πού ζουν μετρημένη και περιορισμένη ζωή, και από κινδύνους γλιτώνουν, και δεν έχουν ανάγκη από φύλακες. Με το να νικούν την επιθυμία σε όλες τις περιπτώσεις, βρίσκουν το δρόμο προς το Θεό εύκολα.

Οι άνθρωποι πού τούς οδηγεί το λογικό, δεν χρειάζεται να μοιράζουν την προσοχή τους σε πολλές συντροφιές, αλλά μόνο στις ωφέλιμες και  μάλιστα σ΄ εκείνες  όπου πρυτανεύει το θέλημα του Θεού. Με τον τρόπο αυτό οι άνθρωποι προχωρούν πάλι στην κατά Θεό ζωή και το αιώνιο φως.

Πρέπει εκείνοι πού επιδιώκουν την ενάρετη και θεοφιλή ζωή, να είναι απαλλαγμένοι από οίηση και κάθε κούφια ματαιοδοξία και να φροντίζουν με όλη τη δύναμη τους να διορθώνουν τη ζωή τους και την εσωτερική τους διάθεση προς το καλύτερο.   Επειδή νους πού αγαπά το Θεό και δεν μεταβάλλεται από την καλή κατάστασή  του, είναι ανύψωση και δρόμος προς το Θεό.

ΜΕΓΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ


ΜΕΓΑ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΣ
Τὶς ὁ σκοπὸς τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τὶς
ὁ συνιστῶν τοῦτο, καὶ πότε ἔλαβεν τὴν ἑαυτοῦ σύστασιν.

Ἐπειδὴ ὁ ἄνθρωπος καὶ μετὰ τὸ θεῖον βάπτισμα περιπίπτει εἰς διαφόρους ἁμαρτίας, διότι ἐνυπάρχει ἡ ἔμφυτος πρὸς τὸ κακὸν κλίσις καὶ ροπή, ἥτις ἐστὶ συνέπεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῆς κληρονομικῆς διαφθορᾶς, ἐκ τῆς ὁποίας δὲν ἀπαλλάσσεται, ἀναπλάσσεται διὰ τοῦ βαπτίσματος, ὡς μένοντα ταῦτα ὡς ποινὴ καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, πρὸς δοκιμὴν τοῦ αὐτεξουσίου, καὶ πρὸς ἀγῶνα καὶ νίκην καὶ στεφάνου τῶν βαπτισμένων, διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὸ εὐόλισθον τῆς ἀνθρωπότητος γνωρίζων, καὶ τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ μὴ θέλων, ηὐδόκησεν ἐν τῇ ἀπείρῳ αὐτοῦ ἀγαθότητι καὶ φιλανθρωπίᾳ καὶ συνέστησεν ἐν τῇ ἑαυτοῦ Ἐκκλησίᾳ τὸ μέγα ἀληθῶς καὶ σωτήριον τοῦτο τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως καὶ Μετανοίας Μυστήριον, τὸ ὁποῖον μετὰ συντριβῆς καρδίας καὶ εἰλικρινοῦς τελούμενον ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ ἱερέως ἀποπλύνει, ὡς καὶ τὸ Βάπτισμα ὅλας τὰς ἁμαρτίας τὰς ὁποίας ὁ ἐξομολογούμενος ἔπραξε καὶ ἐξομολογήθη, καὶ ἀνασυνδέει αὐτὸν τὸν ἐξομολογούμενον μετὰ τοῦ Θεοῦ.
Τὴν σύστασιν τοῦ παρόντος Μυστηρίου παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία ὑπ’ αὐτοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν μετᾶ τὴν ἐκ νεκρῶν αὐτοῦ Ἀνάστασιν (Ἰωάν. κ. 23) «Συνηγμένων τῶν μαθητῶν αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ λέγει αὐτοῖς·  Εἰρήνη ὑμῖν ... καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς λάβετε πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινῶν κρατεῖται κεκράτηνται». Ἐκ τῶν λόγων τούτων δῆλον γίνεται ὅτι ὁ Σωτὴρ ἡμῶν ἔδωκε τὴν θείαν αὐτοῦ ἐξουσίαν εἰς τοὺς ἑαυτοῦ μαθητὰς καὶ Ἀποστόλους, καὶ δι’ αὐτῶν εἰς τοὺς Διαδόχους τούτων, τοῦ ἀφιέναι καὶ κρατεῖν ἤτοι τοῦ λύειν καὶ δεσμεῖν τὰς ἁμαρτίας τῶν ἀνθρώπων, διὰ τῆς ἀοράτου δυνάμεως καὶ ἐνεργείας καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Λέγει ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ νέος, «ὁπηνίκα γὰρ τις ἐξαγορεύσῃ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ τὰς ἁμαρτίας αὐτοῦ, καὶ τοῦ λοιποῦ σχολάσει τῇ μετανοίᾳ ἀφίησιν αὐτῷ ὁ θεὸς ὅσα προαιρετικῶς ἐξηγόρευσε· καὶ τοῦ λοιποῦ ὑπάρχει ἐλεύθερος δεξάμενος ἀοράτως τὴν ἄφεσιν αὐτῶν. Οἱ δὲ ἐν ταῖς τελωνείοις πονηροὶ δαίμονες κεκτημένοι τὰς ἀνομίας του ἐν τοῖς τούτων κώδιξι σεσημειωμένας, οὐδὲ ἴχνος ἐν τούτοις εὑρεῖν δεδύνηνται· τὸ γὰρ Πανάγιον Πνεῦμα ἀοράτως ἀπήλειψεν αὐτά! Γινώσκουσι δὲ τοῦτο καὶ οἱ ἐν τοῖς τελωνείοις ἄρχοντες καὶ οἱ τούτων ὑπασπισταί, ὅτι δι’ ἐξαγορεύσεως ἀπειλείφησαν πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς γεγραμμένα, καὶ διὰ τοῦτο πάλιν σφοδρότερον πειρῶνται εἰ ἔτι ζῇ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος οὕτινος τὰ ἁμαρτήματα ἐκ τῶν ἐγγράφων αὐτῶν ὁρῶσιν ἐξηλειμμένα, ἵνα ἀντ’ ἐκείνων πλείονα ἕτερα γράψωσι καὶ οὕτως ἐγκρατεῖς αὐτοῦ καὶ πάλιν γενήσσονται, καὶ δὴ ὅταν ἀνέρχηται μετὰ τελευτῆς αὐτοῦ, τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ σφοδροτέρως ὡς ἐκ τούτου εἴπερ τὸ πρότερον ἐπέρχονται καὶ συνωθοῦσιν αὐτοῦ ἕλκοντες εἰς πᾶν πονηρὸν καὶ ἔργον βέβηλον».
Μέγα οὗν ἀληθῶς καὶ σωτήριον καὶ πάνυ ὠφέλιμον ἡ πρὸ τοῦ θανάτου γενική ἐξομολόγησις. ἥτις ἐκ τῶν τοιούτων καὶ τηλικούτων ποικίλων ἀναγκῶν ρύεται συντόμως καὶ εὐκόλως τὸν ἄνθρωπον· καὶ διέρχεται μετὰ παρρησίας ἀκωλύτως ἡ ψυχὴ αὐτοῦ πάντα τὰ ἐν τῷ ἀέρι τούτῳ χαλεπώτατα καὶ φρίκης μεστὰ τελώνια ἅτινα εἰσὶν 20 τὸν ἀριθμόν. Τῆς Καταλαλιᾶς, λοιδορίας, φθόνου, ψεύδους, θυμοῦ καὶ ὀργῆς (καὶ νὰ συμβουλεύῃς, λέγει τινὰ χάριν παιδεύσεως ὡς π.χ. τὰ τέκνα σου μετὰ θυμοῦ καὶ ὀργῆς, ἐφάμαρτό ἐστι· διὸ λέγει ὁ Ἀπόστολος· σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς), αἰσχρολογίας, ἀργολογίας καὶ εὐτραπελίας, τόκου καὶ δόλου, Κενοδοξίας, Φιλαργυρίας, Μέθης, Μνησικακίας, Μαγείας (εἰς ἥν ὑπάγονται οἱ ἐπαοιδοὶ οἱ γητεύοντες τὰ νοσήματα ἤτοι ἐξορκίζοντες, οἱ φαρμακεῖς καὶ γόητες, οἱ μάγοι, οἱ μάντεις, οἱ κλειδωνισταὶ οἵτινες κατὰ τὴν 24 Ἰουνίου εἰς τὸ Γενέθλιον τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ πηδῶσι πυρὰς καὶ φημίζουσι) Γαστριμαργίας, Εἰδωλολατρείας, Παιδοφθορίας, Μοιχείας, Φόνου, Κλοπῆς, Πορνείας καὶ Ὑπερηφανίας.
Ἐὰν δὲ πάλιν σχολάσῃ τις μὲν τῇ μετανοίᾳ τῇ δεήσει, παυσάμενος ἀπὸ τῶν πονηρῶν ἔργων αὐτοῦ, οὐκ ἐξαγορεύσει δὲ τὰ προειργασμένα αὐτοῦ ἔργα καὶ παραπτώματά τινι τῶν προγεγονότων, αὐτοῦ κακῶν μόνη ἡ τούτων ἀποχή, οὐδὲν αὐτὸν τὸ σύνολον ὠφελήσει, ἀλλὰ πάντα ἐν τοῖς τελωνίοις ἐρευνηθήσονται καὶ ἐτασθήσονται, ἀνεξάλειπτα ἐν τοῖς τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ δεινῶν φορολόγων Κώδιξιν εὑρισκόμενα, τῇ γὰρ δυνάμει ὡς εἴρηται τοῦ Παναγίου Πνεύματος ἐξαλείφονται καὶ ἀπαλείφοναι πάντα τὰ ἐξομολογηθέντα, προσχόντος τῇ ταπεινώσει καὶ ἀνερυθριάστῳ ἀνακαλύψει καὶ ἐκπομπεύσει, καὶ τῇ πρὸς τὰ πονηρὰ ἐκ καρδίας ἀπεχθείᾳ καὶ τελείᾳ ἀποστροφῇ τοῦ ἐξομολογουμένου, ἄλλως γὰρ ἐκ τούτων τῶν τελωνίων ἐλευθερωθῆναι παντελῶς καὶ ἀκολύτως διελθεῖν τὴν ὁδὸν τῶν τελωνίων τῶν πονηρῶν πνευμάτων ἀμήχανον.
Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ μετὰ πανουργίας πολλῆς ἐξαγορεύειν ἐθέλοντες, καὶ οὐκ ἐν ἑνὶ Πατρὶ τὴν ἐλπίδα καὶ πίστιν ἔχοντες, ἀλλὰ τούτῳ μὲν ἄλλα, ἐκείνῳ δὲ ἄλλα καὶ ἕτερα ἑτέρῳ πνευματικῷ ἀνακαλύπτοντες σφάλματα, ὡσὰν αἰσχυνόμενοι ἀνακαλῦψαι ταῦτα τῷ ἐξ ἀρχῆς πνευματικῷ αὐτοῦ, εἰ ἔτι παρὴν ἐν τῷ βίῳ καὶ οὐκ ἀπῆλθεν πρὸς τὸν ποθούμενον, πρὸς ἕτερον πνευματικὸν προσέρχοναι, ἵνα μὴ παρ’ αὐτοῦ σφοδρότερον ἐπιτιμηθῶσιν ὡς ἀεὶ ἐν τοῖς αὐτοῖς κακοῖς ἀλισκόμενοι καὶ οὕτως ἐλέγχονται καὶ ἐξουδενοῦνται, ἐξομολογοῦνται εἰς πολλοὺς πνευματικοὺς καταμερίζοντες φεῦ! τὰ ἁμαρτήματα ἔτι τοῦ πρώτου περιόντως τῷ βίῳ καὶ χωρὶς γνώμης ἐξαγγέλλει ἑτέροις πνευματικοῖς πατράσιν θέλοντες· οὐδαμῶς ἐκ τῆς τοιαύτης πανουργίας καταπηλευομένης αὐτῶν ἐξαγορεύσεως ὠφεληθήσονται καὶ κολασθήσονται καὶ τῶν εἰσπραττομένων δίκας ὑφέξονται. Διὸ ἅς κρίνομεν ἡμεῖς ἡμᾶς αὐτοῦς ἐνώπιον τοῦ αὐτοῦ Πνευ-ματικοῦ ἵνα μὴ κριθῶμεν αὔριον ὑπὸ τοῦ Κυρίου καὶ κατακριθῶμεν σὺν τῷ κόσμῳ (α΄. Κορ. ια-31-33).
Διὰ δὲ τὰ ἀνεξομολόγητα ἐκ λήθης (διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐνθυμηθῶ τὰ ὡς τὴν ἄμμον τῆς θαλάσσης πταίσματά μου τὰ δι’ ἔργου τὰ διὰ λόγου καὶ τὰ κατὰ διάνοιαν τὶς ἐξαριθμήσειν; ἅτινα ὅμως εἰσὶ γεγραμμένα ἐν τοῖς κώδιξιν αὐτῶν) συγγνωστὰ ἁμαρτήματα, εἰς ταῦτα οἱ Ἄγγελοι ἀντιφέρουσι τὴν τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐργασίαν, εἴπως περίεστιν ἐν αὐτοῖς εὑρηκέναι ἔργον ἀγαθόν, καὶ δι’ αὐτῶν δικαιολογοῦσι πρὸς ἕν ἕκαστον τῶν ἁμαρτιῶν ὧν οἱ δαίμονες προβάλλουσι. Ἤγουν εἴποτε δέδωκε πεινῶντι ἀδελφῷ κλάσμα ἄρτου, εἴποτε ἐπότισέ τινα διψῶντα ποτήριον ψυχροῦ ὕδατος, εἴποτε ἐβάδισε πρὸς ἐπίσκεψιν ἀδελφοῦ θλιβομένου, ἤ πρὸς τινα τῶν ἐν τοῖς δεσμοῖς καὶ ἐν φυλακῇ· εἴποτε ξένον ἐν τῇ οἰκίᾳ του ὑπεδέξατο καὶ ἐξένησεν, εἴποε ἔβαλε βήματα πνευματικὰ ἀπιέναι εἰς ναὸν Θεοῦ χάριν τοῦ προσεύξασθαι, εἴποτε ἔβαλεν ἔλαιον ἐν τῇ κανδήλᾳ εἰς φωταψίαν τῶν ἁγίων καὶ σεπτῶν εἰκόνων, εἴποτε μαχομένους εἰρήνευσεν, εἴποτε ἀνέστη νυκτὸς ἀπὸ τῆς κλίνης του εἰς προσευχήν, καὶ γονυκλισίας, εἴποτε ἐξέχεε δάκρυον πρὸς Κύριον τὸν θεὸν ἐστῶς εἰς προσευχήν, εἴποτε ὑβρίσθη καὶ ὑπέμενεν, ἔνιψε πόδας ἀδελφοῦ, τὴν ὑψοποιὸν ταπείνωσιν ἀσπαζόμενος, εἴποτε λόγοις ἀγαθοῖς εἰς τὸ ἀγαθὸν ἀστήρικτον ἐστήριξε, καὶ ὀλιγόψυχον παρεκάλεσε πραοτάτῳ λόγῳ, εἴποτε ἀπέστρεψέ τινα ἀπὸ ἁμαρτίαν· εἴποτε ἐστέναξεν ἐν ἀλλοτρίᾳ κακώσει καὶ βιωτικῇ συμφορᾷ καὶ συνελυπήθη λυπουμένῳ τινι καὶ δὲν ἐχαιρεκάκησε, καὶ περὶ ὑπομονῆς καὶ εὐχαριστίας αὐτῷ συνεβούλευσε, εἴποτέ τινι συνέστησεν εἰς ἔργον πνευματικὸν καὶ σωτήριον καὶ εἰς τοῦτο συνήργησεν, εἴποτε προσεκύνησε τῷ θεῷ ἀμετεωρίστῳ ὄμματι, εἴποτε ἔκλεισε τὸ στόμα ἀπὸ πάσης ἀργολογίας, αἰσχρολογίας, λοιδορία, καταλαλιᾶς, ψεύδους, εὐτραπελίας, ἐπιορκίας, τοὺς δὲ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἀπὸ πάσης ματαίας θεωρίας· καὶ ἁπλῶς εἴποτέ τι ἀγαθὸν ἔργον καὶ δίκαιον διεπράξατο ὤν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἀντισταθμίζεται μετὰ τῶν ὑπ’ αὐτοῦ πλημμελημένων πάλαι ἁμαρτιῶν καὶ καθ’ ἕνα ἕκαστον ἐξονίζονται.
Καὶ ἐὰν δὲν ἐπαρκοῦσι τὰ ἀτομικὰ ἀγαθὰ ἔργα ἐπιβοηθοῦσιν αἱ εὐχαὶ τῶν δικαίων ὡς ἀναγινώσκομεν εἰς τὸν βίον τοῦ ὁσίου Βασιλείου τοῦ νέου, ὅταν ἡ ὁσία Θεοδώρα ἥτις διηκόνει τὸν ὅσιον ἐτελεύτησεν· τότε ὁ ἅγιος Βασίλεος ἐφάνη καὶ εἶπεν εἰς τοὺς Ἀγγέλους τοὺς συνοδεύοντας τὴν ψυχὴν αὐτῆς: Κύριοί μου· αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐμοὶ προσκεκλήρωται· ἐμοὶ γὰρ ἐπὶ πολὺ διηκόνησεν ἀναπαύσασά μου τὸ γῆρας· οὐκοῦν ἐδεήθην τοῦ Κυρίου περὶ αὐτῆς καὶ ἐδωρήσατό μοι αὐτὴν ἡ αὐτοῦ ἀγαθότης. Ἐκβάλων δὲ ἀπὸ τοῦ κόλπου αὐτοῦ βαλάντιον κόκκινον χρυσίου καθαροῦ μεστὸν δέδωκε τοῖς Ἀγγέλοις καὶ φησὶ πρὸς αὐτοὺς : δέξασθαι αὐτά, καὶ δι’ αυτῶν ἐξωνήσασθε ταύτην ὁπόταν ἐν τοῖς τελωνίοις τοῦ ἀέρος διέρχεσθε· ἐγὼ γὰρ χάριτι Χριστοῦ πλούσιος σφόδρα κατὰ ψυχὴν τυγχάνω· ταῦτα δὲ κόπους ἰδίους καὶ ἰδρῶσι συνάξας ἀποχαρίζομαι αὐτῇ ἵνα δι’ αὐτῶν τὰ μέλλοντα αὐτῇ συναντῇ χρέη καὶ οὕτως ἐκ τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας ἐλευθερωθῇ.
Οἱ ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ πόνους καὶ θλίψεις διὰ τὸν Θεὸν καὶ τὴν τῶν ἁγίων αὐτοῦ ἐντολῶν ἐκπλήρωσιν ὑπομένοντες καὶ εὐχαριστοῦντες λέγοντες Δίκαιος εἶ Κύριε καὶ εὐθεῖαι αἱ κρίσεις σου· αἰώνια ἐκεῖ κληρονομοῦσί τε καὶ ἀπολαύσωσι παρὰ τοῦ δικαίου μισθαποδότου ἀγαλλόμενοι ἀλήκτως καὶ εὐφραινόμενοι, καθάπου φησὶν ἡ θεία Γραφή : τοὺς πόνους τῶν καρπῶν σου φάγεσαι: ἕκαστος γὰρ κατὰ τὸν ἴδιον κόπον καὶ τὸν μισθὸν λήψεται, καὶ ὅ ἐὰν σπείρῃ τις ἐν τῷ δε τῷ βίῳ, τοῦτο καὶ θερίσει ἐκεῖ, καὶ ἅτινα ἐργάζαι ἐδῶ τούτων καὶ κληρονόμος γένηται ἐν ἐκείνῳ τῷ αἰῶνι.
Ἡ ἐξομολόγησις εἶναι ἀπαραίτητος πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Ὁ χριστιανὸς διὰ τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ἐξαγνίζεται πρότερον μετὰ συντετριμμένης καὶ ταπεινωμένης καρδίας καὶ ἀληθοῦς μετανοίας καὶ ἀληθοῦς ἐξομολογήσεως ἐνώπιον τοῦ πνευματικοῦ Ἱερέως τοῦ Θεοῦ καὶ ἔπειτα μεταλαμβάνει τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἡ ἐξομολόγησις ὀνομάζεται καὶ Μετάνοια, διότι ὁ ἁμαρτωλὸς μετανοῶν ἤτοι μεταμελούμενος ἐφ’ οἷς ἔπραξε, μεταβάλλει ἤδη ὅλως φρόνημα, διάθεσιν καὶ βίον, καὶ ἀπὸ τῆς ὁδοῦ τῆς ἁμαρτίας πορεύεται εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σωτηρίας. Διότι ἐν αὐτῷ τῷ Μυστηρίῳ ὁμο-λογῶν ἐνώπιον τοῦ Πνευματικοῦ τὰ ἑαυτοῦ πταίσματα λαμβάνει τὴν συγχώρησιν αὐτοῦ παρὰ τοῦ θεοῦ, καὶ καταλλάσσεται διαπλάσσεται ὁ ἁμαρτωλὸς μὲ τὸν θεὸν μὲ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ μὲ τὴν συνείδησιν αὐτοῦ, διότι ἀπαλλάσσεται ὅλων τῶν μετὰ τὸ Βάπτισμα διαπραχθεισῶν, καὶ ἐν εἰλικρινεῖ μετανοίᾳ ἐξομολογηθεισῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως καὶ ἐν τῷ Βαπτίσματι ἀφίενται τὸ τε προπατορικὸν καὶ τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἑπομένως δικαίως ὠνομάσθη ἡ ἐξομολόγησις δεύτερον Βάπτισμα.

Ποῖα εἰσὶ τὰ ἀναγκαῖα συστατικὰ καὶ οὐσιώδη τῆς Μετανοίας;

Ἡ ἐσωτερικὴ καὶ ἐξωτερικὴ λύπη τῆς καρδίας τὸ μῖσος κατὰ τῆς ἁμαρτίας, ἡ διὰ στόματος ἐξομολόγησις ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ πνευματικοῦ, καὶ ἡ ἱκανοποίησις τῆς ὑπὸ τοῦ ἁμαρτωλοῦ προσβληθείσης Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ· ὁ καρπὸς τῆς Μετανοίας καὶ ἡ ἐν Ἱεροτελεστίᾳ δέσις καὶ λύσις παρὰ τοῦ Πνευματικοῦ ἱερέως – ταῦτα εἰσὶ τὰ οὐσιώδη συστατικὰ τῆς ἐξομολογήσεως· τοῦτο ἐστὶ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκκλησίας. Ὁ εἰλικρινῶς μετανοῶν οὐδέποτε ἐπανακυλίεται εἰς τὰ αὐτὰ ἁμαρτήματα ἅτινα ἐμίσησε καὶ ἐβδελύχθη ἀπὸ καρδίας ἀλλ’ ἀπεναντίας τρυγᾷ τὸν καρπὸν τῆς Μετανοίας ἤτοι τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ καλὰ ἔργα.
Ἄνευ λοιπὸν τῆς ἐξομολογήσεως ἡ ἄφεσις τῶν ἁμαρτιῶν δὲν παρέχεται εἰς τὸν μετανοοῦντα Χριστιανόν. Ὁ Χριστιανὸς ἐξομολογούμενος εὑρίσκει τὴν ἀνάπαυσιν καὶ γαλήνην τῆς ψυχῆς καὶ ἀπαλλάσσεται καὶ τῶν ἁμαρτημάτων ἐκείνων ἅτινα ἐν τῷ ἑαυτοῦ βίῳ ἔπραξεν, ἀρκεῖ ἡ ἐξομολόγησις νὰ γίνηται καθ’ ὅλους τοὺς ἀνωτέρω οὕς εἴπομεν Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν ἐκλησίας.
Ὁ κυριώτερος καρπὸς τῆς Μετανοίας ἐστὶν ἡ τελεία ἀποχὴ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, τὰ δάκρυα, καὶ τὸ ὑποχαίρειν εὐχαρίστως τὰς ἐπερχομένας θλίψεις καὶ εὐχαριστῶν τὸν Θεόν, ὁμολογῶν ὅτι ἐξ ἁμαρτιῶν του πάσχει καὶ μὴ ἐπιρρίπτων τὴν αἰτίαν εἰς τὸν πλησίον του οὐδὲ εἰς τὸν δαίμονα ἀλλ’ εἰς αὐτὸν καὶ μόνον μὲ πλήρη αὐτομεμψίαν ὅμως πλήρης καὶ τελεία ἱκανοποίησις τῆς Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν σωτηρίαν ἥν ἔλαβεν ὑπὲρ τῶν ἁμαρτωλῶν διὰ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν καὶ τοῦ ἑαυτοῦ θανάτου ἅπαξ καὶ διὰ παντός· τὸ ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ ἐκχυθὲν αἷμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας (Ἰωάν. ἐπιστ. α΄. κεφ. α. 7). Εὐθὺς λοιπὸν ὡς αἰσθανθῇ ὁ Χριστιανὸς τὴν συνείδησίν του βεβαρημένην ἄς σπεύσῃ εἰς τὸν Πνευματικὸν ὡς ὁ ἀσθενὴς εἰς τὸν ἰατρὸν οὐκ εἶδε γὰρ τὴν ὥραν τοῦ θανάτου του, καὶ καθῶς ὁ ἀσθενὴς ἀπόλλυται ἀποκρύπτων τὴν ἀσθένειάν του ἀπὸ τὸν ἰατρόν, οὕτω καὶ ὁ μὴ ἐξομολογούμενος ἀπόλλυται ψυχικῶς. Διὰ τοῦτο ὅσοι πνευματικοί, κακῶς πράττοντες παρέχουσιν ἁπλῆν εὐχὴν εἰς τοὺς προσερχομένους ἵνα μεταλάβωσι μὴ ὑποβάλλοντες αὐτοὺς εἰς τακτικὴν ἐξομολόγησιν θανασίμως ἁμαρτάνουσιν. Ὅσοι δὲ πάλιν κοινωνοῦσιν ἄνευ τῆς ἀδείας τοῦ Πνευματικοῦ λογίζονται ὡς ὁ Ἰούδας. Δοκιμαζέτω οὖν ὁ ἄνθρωπος ἑαυτὸν καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω· καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου. (Α΄ Κορ. ια 28-33). Ἐν τῇ παλαιᾷ Διαθήκῃ οὐδεὶς λεπρὸς ἐλάμβανε τὴν ἄδειαν ἐλευθεροκοινωνίας ἄν μὴ πρότερον ἐδείκνυεν ἑαυτὸν τοῖς ἱερεῦσιν τοῦ νόμου, οὕτω καὶ οἱ τοῦ Χριστιανισμοῦ ψυχικῶς λελεπρωμένοι πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ ἐξομολογῶνται νὰ ἀποκαλύπτωσι τὴν λέπραν τῆς ψυχῆς τῷ ἱερεῖ μὲ συντριβὴν καὶ μὲ ἀπόφασιν καλυτέρου βίου, καὶ νὰ μὴ περιμένουσιν νὰ τοὺς ἀνοίξῃ τὸ στόμα ὁ πνευματικὸς ἀλλ’ αὐτοὶ μόνοι ὀφείλουσι νὰ λέγωσι μίαν πρὸς μίαν τὰς ἁμαρτίας αὑτῶν τοῦ Πνευματικοῦ  μόνον ἀκροωμένου, καὶ ἀφ’ οὗ τελειώσωσι τὴν ἐξομολόγησιν, τότε καὶ μόνον ὑποβοηθεῖ ὁ πνευματικὸς τὴν μνήμην καὶ ἐκφέρει τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν.
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος περὶ τῆς δοθείσης ἐξουσίας εἰς τοὺς πνευματικοῦς ἱερεῖς λέγει ταῦτα. «Οἱ τὴν γῆν οἰκοῦντες τὰ ἐν οὐρανοῖς διοικεῖν ἐπετράπησαν, καὶ ἐξουσίαν ἔλαβον ἥν οὔτε εἰς Ἀγγέλους οὔτε εἰς Ἀρχαγγέλους ἔδωκεν ὁ Θεός. Οὐ γὰρ πρὸς ἐκείνους εἴρηται· ὅσαν ἄν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς ἔσται δεδεμένα ἐν τοῖς οὐρανοῖς κ.λ.π.; Ἔχουσι μὲν καὶ οἱ κρατοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς τὴν τοῦ δεσμεῖν ἐξουσίαν ἀλλὰ σωμάτων μόνον, τοῦ δὲ πνευματικοῦ ὁ δεσμὸς καὶ ἡ λύσις ἅπτεται τῆς ψυχῆς καὶ διαβαίνει τοὺς οὐρανοὺς, καὶ ὅσα ἄν ἐργάσωνται κάτω οἱ πνευματικοὶ ταῦτα ὁ Θεὸς ἄνω κυροῖ καὶ διαβεβαιοῖ.
Ἐκ τῶν ρηθέντων διδασκόμεθα οἱ χριστιανοί ὅτι ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου ἐκφυσήσας εἰς τὸ πρόσωπον τῶν Ἁγίων αὐτοῦ Μάθητῶν καὶ Ἀποστόλων τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ εἰπών· «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον, ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας ἀφίενται αὐτοῖς ἄν τινων κρατεῖται κεκράτηνται» βεβαιοῖ ἡμᾶς ἀπροφασίστως ὅτι ἀπ’ ἐκείνην τὴν ὥραν καὶ ἔπειτα οὐδεμία ἁμαρτία θὰ συγχωρῆται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐὰν πρότερον δὲν συγχωρηθῇ ἐπὶ τῆς γῆς ὑπὸ τοῦ Πνευματικοῦ Πατρὸς τοῦ δυναμένου λῦσαι τοὺς εἰλικρινῶς μετανοοῦντας ἀπὸ τὸν δεσμὸν τῆς ἁμαρτίας διὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μὲ τὸ στόμα μόνον μετανοῶν καὶ ὄχι μὲ τὴν καρδίαν ἐξωμοιώθη τῷ Ἰούδᾳ ὅστις εἶπεν «Ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῶον (Ματθ. κλ. 4)».
Ἐὰν λοιπὸν Χριστιανὲ ἐν φόβῳ Θεοῦ πλησιάζῃς εἰς τὰ Μυστήρια καὶ ἀξίως κοινωνῇς τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, ἐπειδή γίνεσαι σύσσωμος καὶ σύναιμος μὲ τὸν Χριστὸν γίνωσκε ὅτι τοῦ Παναγίου Σώματος καὶ Αἵματος ἡ ζωοποιὸς δύναμις καὶ ἐνέργεια ἐν τῇ Ἀναστάσει τῶν Δικαίων, θέλει τὸ ἀναστήσει ἄφθαρτον καὶ ἔνδοξον σύμμορφον μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, καθὼς ὁ θεῖος Παῦλος λέγει «ὅν μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ Σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ (Φιλ. γ. 21) Γένοιτο Ὄντως «ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συτεκτείνεσθαι σπεύδων ἰσαρίθμους γὰρ ἄν τῇ ψάμμῳ ὡδὰς καὶ εὐχαριστίας ἄν προσφέρωμέν σοι Βασιλεῦ Ἅγιε οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον ὧν δέδωκας ἡμῖν».
Πλὴν ἐὰν μετὰ τὰς τόσας εὐεργεσίας τὰς ἀναριθμήτους καὶ ἀνεκδιηγήτους, διότι δεν ἠρκέσθη ἡ ἀνεξάντλητος φιλανθρωπία του εἰς τὰ τόσα πάθη εἰς τὸν σταυρόν, εἰς τὸν θάνατον κ.λ.τ. ἅτινα ὑπέστη διὰ τὸν ἄνθρωπον, ὥστε νὰ διψᾷ ἐπὶ σταυροῦ νὰ πάθῃ περισσότερα, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν νὰ μᾶς χορηγῆ αὐτό του τὸ Σῶμα καὶ αὐτό του τὸ Αἷμα! καὶ ὕστερα ἀπὸ τόσην ἀγάπην καὶ φιλανθρωπίαν, ἡμεῖς ἀντὶ εὐχαριστιῶν διὰ τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν του, νὰ περιφρονῶμεν καὶ καθυβρίζωμεν Αὐτὸν διὰ τῶν ἁμαρτιῶν μας!!!
ΘΕΙΟΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΤΑΡΙΟΝ ΑΓ.ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Εκδ.1933 σελ. 85-92.


ΝΟΥΘΕΣΙΑ ΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΣΤΙΧΩΝ ΕΙΣ ΤΟ ΜΗ ΠΑΡΑΔΕΧΕΣΘΕ
ΤΟ ΚΑΙΝΟΤΟΜΗΘΕΝ ΝΕΟΝ ΠΑΠΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ!
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ  Γ.Ο.Χ.  † ΑΓΙΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ κ.κ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Ὁ δὲ Ἀντιχρυσόστομος ἐπέτρεψε νὰ πάῃ
τὸ Πάσχα μας τὸ ἅγιον καὶ εἰς τὸν μῆνα Μάῃ.
Θρησκείαν Θεοδίδακτον τόλμησαν ν’ἀλλάξουν,
ποὺ ἄγγελοι τῶν Οὐρανῶν φοβούνται νὰ πειράξουν.
Γιὰ νὰ δοξάξονται στὴ γῇ, ὡς νέοι νομοθέται,
πίστιν Χριστοῦ κατέστρεψαν, αὐτοὶ οἱ καινοθέται.
Νόμον Θεοῦ κατέστρεψαν, Χριστοῦ δικαιοσύνης,
καθεῖλον τὸν φραγμὸν αὐτῆς, ἀρχιερεῖς αἰσχύνης.
Πνεῦμα Θεοῦ κατέλιπον, Πνεῦμα Θεοῦ σοφίας,
ἕν πρόσωπον ἰσόθεον, Τριάδος τῆς ἁγίας.
Καὶ τῶρα βλασφημοῦν αὐτοί, Ἀγίαν μας Τριάδα,
πιστοὺς πλανοῦν τοὺς πανταχοῦ καὶ ὅλην τὴν Ἑλλάδα.
Ἐκεῖνοι ποῦ εἰσχώρησαν, εἰς τὴν κακοδοξίαν,
πίστιν Χριστοῦ ἠρνήθησαν, πήγαν εἰς προδοσίαν.
Καὶ ὅσοι εἰς τὸ Παπικὸν ἀκολουθοῦν καὶ τρέχουν,
ἅγιον Πνεῦμα ἔχασαν, Πνεῦμα Θεοῦ δὲν ἔχουν.
Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ τέλειοι ὅσοι εἶσθε,
φύγετε τὸ πλανώμενον, τὸ ψεύτικον ἀφῆστε.
Νεοημερολόγιον τοῦ Σατανᾷ ἀγκύστρι,
καὶ ὅσους ἐξεγέλασε τοὺς φόρεσε καπίστρι.
Χριστιανοὶ ποῦ ἔμειναν εἰς τὴν Ὀρθοδοξίαν,
τρώγουν δεῖπνον τὸν Μυστικὸν θείαν μυσταγωγίαν.



ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΔΙΑ ΣΤΙΧΩΝ
ΔΙΑΛΟΓΟΣ κατ’ ἀλφαβητικήν σειράν.
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΩΝ Γ.Ο.Χ. † ΑΓΙΟΥ ΒΡΕΣΘΕΝΗΣ κ.κ. ΜΑΤΘΑΙΟΥ
Ἐν ὧ ὁ ἁμαρτωλὸς τῆ Θεοτόκω διαλεγόμενος καὶ τυχεῖν σωτηρίας δεόμενος.

Ἁμαρτωλὸς : Ἀνύμφευτε, Θεόνυμφε, Οὐρανοῦ, γῆς Κυρία, σῶσον με τὸν ταλαίπωρον, Θεοῦ Μήτηρ Μαρία.

Θεοτόκος : Βέβαια ἤθελες σωθῆ, εἶ μέν μετανοήσης· εἰ δὲ μὴ εἰς τὴν κόλασιν, Θέλεις νὰ καταντήσεις.

Ἁμαρτωλὸς : Γνωρίζεις Παναγία μου πόσον σὲ ἀγαπούσα· μέ πόθον καὶ εὐλάβειαν, πόσον σὲ προσκυνούσα.

Θεοτόκος : Δὲν προξενεῖ ἡ εὐλάβεια κι’ ἡ ἀγάπη σωτηρίαν χωρὶς τὰ ἔργα τὰ καλὰ ψυχῆς τὴν ἰατρείαν.

Ἁμαρτωλὸς : Ἐλέησόν με κράζω σοι· κατὰ τὸ ἔλεός σου· εὔσπλαγχνος πολυέλεος εἶναι γὰρ ὁ Υἱὸς σου.

Θεοτόκος : Ζητεῖς πρᾶγμα ἀδύνατον εἶναι δὲ ὁ Υἱὸς μου· εὔσπλαγχνος ἄλλὰ δίκαιος, ὑπάρχει ὁ Θεὸς μου.

Ἁμαρτωλὸς : Ἠθέλησα πολλές φορές ἵνα μετανοήσω· ὁ κόσμος δὲ εἶναι γλυκύς καὶ σύρνομαι ὀπίσω.

Θεοτόκος : Θέλεις καὶ ἀποφάσισε τὴν γνώμην σου βιάζου· τὴν Βασιλείαν Ουρανῶν οἱ βιασταὶ ἁρπάζουν.

Ἁμαρτωλὸς : Ἱλάσθητι μοι Δέσποινα εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω· μετὰ Θεὸν ὁ ἄθλιος ἐκ μήτρας σὲ γνωρίζω.

Θεοτόκος : Καλὴ εἶναι ἡ ἐλπὶς καὶ σώνει τὴν ψυχήν σου καὶ ἔργα ὅμως πρόσθεσε καλὰ εἰς τὴν ζωὴν σου.

Ἁμαρτωλὸς : Λύτρωσαί με πανάχραντε πυρὸς τοῦ αἰωνίου· ὅσα γάρ θέλεις δύνασαι ὡς Μήτηρ τοῦ Κυρίου.

Θεοτόκος : Μή με ἐνοχλῆς ταλαίπωρε μέ τὴν πολυλογίαν· εἰς ἄνθρωπον ἁμαρτωλόν, δέν δίδω εὐλογίαν.

Ἁμαρτωλὸς : Νινευΐτας ὁ Κύριος ἔσωσε καὶ τὴν πόρνην· σῶσον κἀμὲ Κυρία μου, κράζω ὡς τὸν Τελώνην.

Θεοτόκος : Ξύπνησε ἀπὸ τὰ κακὰ προσέπεσε, ὡς ἐκείνη καὶ θέλει σώσει καὶ ἐσὲ, Θεοῦ ἡ καλωσύνη.

Ἁμαρτωλὸς : Ὅλας τὰς ἁμαρτίας μου συγχώρησον Κυρία· ἔχεις γὰρ ὑπακούοντα τὸν Θεὸν Παναγία.

Θεοτόκος : Πολὺ καλὰ, συγχώρησιν, δίδει ἁμαρτημάτων· ὁ Κύριός μου πλήν ζητεῖ τὴν ἀποχὴν πταισμάτων.

Ἁμαρτωλὸς : Ρεῖθρα θερμῶν δακρύων μου μὴ ἀποσιωπήσεις μετανοῦντα δοῦλον σου, δέξαι μὴ με ἀφήσης·

Θεοτόκος : Σὲ δέχομαι ὑπήκουσα, τὴν παρακαλεσίν σου· πρόσεχε ὅμως μὴ στραφῆς ἀπ’ τὴν ὑποσχεσίν σου.

Ἁμαρτωλὸς : Τὴν χάριν σου Κυρία μου φθέγγομαι καὶ οὖ κρύπτω, εὐχαριστῶ εὐχαριστῶ στοῦς πόδας σου προσπίπτω.

Θεοτόκος : Ὕμνησον εὐχαρίστησον Θεὸν τὸν Λυτρωτήν σου καὶ δούλευε καὶ λάτρευε αὐτὸν τὸν ποιητήν σου.

Ἁμαρτωλὸς : Φωνάς εὐχαριστήριους τε Θεοῦ καὶ Σοῦ Κυρία θέ ν’ ἀναπέμπω ἑκάστοτε Θεοτόκε Μαρία.

Θεοτόκος πρὸς τὸν Χριστὸν : Χάριν τὴν σὴν κατάπεμψον παμφίλτατε Υἱὲ μου εἰς τὸν μετανοοῦντα φιλάνθρωπε Θεὲ μου.

Ἁμαρτωλὸς : Ψάλλω κηρύτω καὶ λαλῶ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τὴν δόξαν σου Θεόνυμφε καὶ τὰς εὐεργεσίας.

Ἁμαρτωλὸς πρὸς τὸν κόσμον : Ὦ κόσμε τετραπέραντε, ἄλλη δὲ σὲ φυλάττει εἰμὴ Παρθένος τοῦ Θεοῦ, Δόξα Αὐτῆς τὸ Κράτει.