xristianorthodoxipisti.blogspot.gr ΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΕΙΜΕΝΑ / ΑΡΘΡΑ
Εθνικά - Κοινωνικά - Ιστορικά θέματα
Ε-mail: teldoum@yahoo.gr FB: https://www.facebook.com/telemachos.doumanes

«...τῇ γαρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως· και τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, οὐκ ἐξ ἔργων, ἵνα μή τις καυχήσηται. αὐτοῦ γάρ ἐσμεν ποίημα, κτισθέντες ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ἐπι ἔργοις ἀγαθοῖς, οἷς προητοίμασεν ὁ Θεός ἵνα ἐν αὐτοῖς περιπατήσωμεν...» (Εφεσίους β’ 8-10)

«...Πολλοί εσμέν οι λέγοντες, ολίγοι δε οι ποιούντες. αλλ’ούν τον λόγον του Θεού ουδείς ώφειλε νοθεύειν διά την ιδίαν αμέλειαν, αλλ’ ομολογείν μεν την εαυτού ασθένειαν, μη αποκρύπτειν δε την του Θεού αλήθειαν, ίνα μή υπόδικοι γενώμεθα, μετά της των εντολών παραβάσεως, και της του λόγου του Θεού παρεξηγήσεως...» (Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής p.g.90,1069.360)

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ - ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
 
ΓΝΗΣΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ  ΘΕΟΦΑΝΙΑ 2013 
6/1/13-19/1/13 ν.η.

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ

Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσετε· ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, προϋπαντήστε τον· ο Χριστός βρίσκεται στη γη,υψωθείτε. «Δοξολογήστε τον Κύριο, όλη η γη· και, για να τα πω και τα δύο με μία λέξη, ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας νιώσει αγαλλίαση η γη για τον ουράνιο ο οποίος έγινε επίγειος. Ο Χριστός σαρκώθηκε, νιώστε αγαλλίαση από χαρά και τρόμο. Από τρόμο εξαιτίας της αμαρτίας· από χαρά εξαιτίας της ελπίδας. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο. Γυναίκες·, παραμένετε παρθένοι για να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποιός δεν αποδίδει λατρεία σ’ εκείνον που υπήρχε απ’ την αρχή; Ποιός δεν δοξολογεί εκείνον που εμφανίστηκε τώρα τελευταία;



 Πάλι διαλύεται το σκοτάδι, πάλι εμφανίζεται το φως… Ο λαός, ο οποίος κάθεται στο σκοτάδι ας δει το λαμπρό φως της κατανοήσεως των θείων μυστηρίων. «Τα παλαιά έχουν περάσει· όλα έχουν γίνει νέα». Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Οι σκιές απομακρύνονται και έρχεται στη θέση τους η αλήθεια. Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται. Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήταν αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ. Οι φυσικοί νόμοι καταλύονται. Ο ουράνιος κόσμος πρέπει να συμπληρωθεί. Ο Χριστός διατάζει, ας μην αντιστεκόμαστε. «Όλοι οι λαοί χειροκροτείστε» επειδή γεννήθηκε σε μας παιδί, μας δόθηκε υιός, στους ώμους του οποίου βρίσκεται η εξουσία (διότι εξυψώνεται μαζί με το σταυρό) και ονομάζεται «αγγελιαφόρος μεγάλης θελήσεως» (της θελήσεως του Πατέρα). Ο Ιωάννης θα βροντοφωνήσει: «ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου»! Και εγώ θα διαλαλήσω τη σημασία της ημέρας: Ο άσαρκος παίρνει σάρκα. Ο Λόγος ενώνεται με την ύλη. Ο αόρατος γίνεται ορατός. Εκείνος τον οποίον δεν μπορούσε να αγγίσει κανείς, μπορεί να ψηλαφηθεί. Ο άχρονος αποκτά αρχή. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου, «ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήταν χθες, είναι σήμερα και θα παραμείνει ο ίδιος στους αιώνες»…




 Σήμερα η πανήγυρις είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννηση. Διότι λέγονται και τα δύο, επειδή για ένα και το αυτό πράγμα υπάρχουν δύο ονόματα. Διότι ο Θεός φανερώθηκε στους ανθρώπους με τη γέννηση. Και υπήρχε μεν πριν, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από αυτόν που πάντοτε υπήρχε, πάνω από κάθε αιτία και λογική (επειδή δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από το Λόγο), αλλά μετά πήρε σώμα για χάρη μας, για να μας χαρίσει την ευτυχισμένη ύπαρξη, εκείνος ο οποίος μας έδωσε την ύπαρξη, ή, καλύτερα, για να μας επαναφέρει με τη σάρκωσή του στην ευτυχισμένη ύπαρξη από την οποίαν είχαμε απομακρυνθεί εξαιτίας της κακίας μας. Και στην μεν εμφάνιση δίνεται το όνομα Θεοφάνια, στη γέννηση, Γενέθλια.





 Αυτό είναι για μας το νόημα της πανηγύρεως και αυτό εορτάζουμε σήμερα: Τον ερχομό του Θεού στους ανθρώπους, για να έλθουμε να μείνουμε κοντά στο Θεό, ή για να επανέλθουμε (διότι έτσι νομίζω ότι είναι σωστότερο να λεχθεί), για να ενδυθούμε τον νέον άνθρωπο, αφού εγκαταλείψουμε τον παλαιό. Και όπως έχουμε πεθάνει μαζί με τον Αδάμ, έτσι ας ζήσουμε μαζί με τον Χριστό. Ας γεννηθούμε μαζί του, ας συσταυρωθούμε και ας ταφούμε μαζί του, για ν’ αναστηθούμε με την ανάστασή του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφη πορεία, η οποία οδηγεί στο αγαθό. Και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Διότι εκεί που αυξήθηκε σημαντικά η αμαρτία, εκεί δόθηκε πλουσιοπάροχα και η χάρη». Και αν η γεύση έφερε την καταδίκη, δεν δικαίωσε, περισσότερο το πάθος του Χριστού; Ας εορτάσουμε επομένως όχι με δημόσιες πανηγύρεις, αλλά με τρόπο θεϊκό. Όχι με τρόπο κοσμικό, αλλά με τρόπο υπερκόσμιο. Όχι τα δικά μας, αλλά περισσότερο τα του Κυρίου. Όχι τα σχετικά με την ασθένεια, αλλά τα σχετικά με τη θεραπεία. Όχι τα της δημιουργίας, αλλά τα της αναδημιουργίας…



 Εμείς δε οι οποίοι προσκυνούμε τον Λόγο, ακόμη και αν θα πρέπει να απολαύσουμε κάτι, ας το απολαύσουμε με τη λογική και το θείο νόμο και με αφηγήσεις αναφερόμενες και σε άλλες αλλά και στη σημερινή πανηγύρι , για να είναι αρμόζουσα η απόλαυση και να μην απομακρύνεται από εκείνον που μας έχει συγκεντρώσει για να πανηγυρίσουμε… Καθαρίστε για χάρη μου και το νου και την ακοή και τη διάνοια, όσοι ασχολείστε με αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται στο Θεό και είναι θείος), για να αναχωρήσετε αφού θα έχετε ασχοληθεί πραγματικά με εκείνα τα οποία δεν τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά συγχρόνως πολύ σύντομος, ώστε, ούτε να σας λυπήσει με τις ελλείψεις του, ούτε και να γίνει ανιαρός εξαιτίας του κορεσμού, που τυχόν θα σας έφερνε.




 Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε και υπάρχει, ή, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το «υπήρχε» και «θα υπάρχει», είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως «ο υπάρχων» εκφράζει το αιώνιο, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται στον Μωϋσή πάνω στο όρος. Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλη την «ύπαρξη», η οποία ούτε άρχισε ποτέ, ούτε και θα λήξει ποτέ, σαν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοια και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος μπορεί να σκιαγραφηθεί κάπως μόνο με το νου. Και από αυτόν πάλι μόνο πολύ αμυδρά και περιορισμένα, όχι από την ουσία του, αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του, για να σχηματισθεί από την συγκέντρωση των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αλήθειας, η οποία χάνεται προτού προλάβουμε να την κρατήσουμε, και εξαφανίζεται προτού μπορέσουμε να την συλλάβουμε με το νου. Η εικόνα δε αυτή λάμπει στο νου μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή που διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μια μεριά μεν για να προσελκύει με εκείνο που μπορεί να γίνει κατανοητό (διότι το τελείως ακατανόητο απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεση προσεγγίσεως), από την άλλη δε για να προκαλεί το θαυμασμό με το ακατανόητο· με το θαυμασμό να δημιουργεί περισσότερο πόθο, με τον πόθο να καθαρίζει, και με την κάθαρση να κάνει το νου μας θεόμορφο. Αφού γίνουμε δε τέτοιοι, τολμώ να το πω, να συναναστρεφόμαστε με το θείο σαν συγγενείς. Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπει να τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσο πολύ, όσο γνωρίζει κιόλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρο το θείο και δυσκολονόητο. Το μόνο δε το οποίον είναι κατανοητό απ’ αυτό είναι το ότι είναι άπειρο, έστω και αν θα νομίζει κάποιος ότι είναι απλής φύσεως ή ολοκληρωτικά ακατανόητο, ή τελείως κατανοητό. Διότι πώς θα επιθυμήσουμε κάποιον που είναι απλός από τη φύση του; Η απλότητα λοιπόν δεν αποτελεί τη φύση του, όπως και στα σύνθετα τη φύση τους δε αποτελεί μόνο το ότι είναι σύνθετα.




 Επειδή δε το άπειρο εξετάζεται από δύο πλευρές, από την αρχή δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα σ’ αυτά είναι άπειρο), όταν μεν στραφεί ο νους προς το ουράνιο βάθος, επειδή δεν έχει που να σταθεί για να στηρίξει τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται το Θεό, ονομάζει το άπειρο και το αδιέξοδο που προκύπτει από αυτά άναρχο. Όταν δε στραφεί στα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατο και άφθαρτο. Όταν δε εξετάσει τα πάντα, το ονομάζει αιώνιο. Διότι αιώνας δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετριέται). Αλλ’ ό,τι είναι για εμάς ο χρόνος, που μετριέται με την περιφορά του ηλίου, αυτό είναι για τα αιώνια ο αιώνας, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, σαν κάποιο χρονικό κίνημα και διάστημα. Σ’ αυτά λοιπόν ας αρκεσθεί η τωρινή, μου φιλοσοφική ενασχόληση με το Θεό. Διότι δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχουμε να εξετάσουμε είναι η οικονομία και όχι η θεολογία. Όταν δε λέω Θεό, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Και η θεότητα ούτε διαχέεται πέρα απ’ αυτά, για να μην παραδεχθούμε πολλούς θεούς, ούτε περιορίζεται σε ένα απ’ αυτά, για να μην κατηγορηθούμε ότι δεχόμαστε πτωχή θεότητα, και να μην μας πουν ούτε ιουδαΐζοντες εξαιτίας της μονοθεΐας, ούτε ειδωλολάτρες εξαιτίας της πολυθεΐας. Διότι και στα δύο υπάρχει το ίδιο κακό, έστω και αν βρίσκεται μέσα σε αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε στα ίδια τα σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον τρισάγιο ύμνο, συγκεντρώνονται σε μία αρχή και μία θεότητα, πράγμα που έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστο και υψηλό και κάποιος άλλος από τους πριν από εμάς.


 Επειδή όμως δεν ήταν αυτό αρκετό στην αγαθότητα, το να κινείται μόνο με τη σκέψη της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθεί το αγαθό και να εξαπλωθεί, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξη της άπειρης αγαθότητας), κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με τη σκέψη τους αγγέλους και τις ουράνιες δυνάμεις. Και η σκέψη γίνεται έργο που συμπληρώνεται από το Λόγο και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, υπηρέτες της πρώτης λαμπρότητας, τις οποίες πρέπει να θεωρήσουμε είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά κάποιο τρόπον άϋλο και ασώματο, είτε ως κάποια άλλη φύση, η οποία να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να πω ότι δεν μπορούν να κινηθούν προς το κακό, και ότι μόνο προς το καλό μπορούν να βαδίσουν, επειδή βρίσκονται γύρω από το Θεό και φωτίζονται πρώτα απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερο φωτισμό). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να πω, ότι δεν είναι ακίνητοι άλλα μόνο δυσκίνητοι, ο Εωσφόρος, ο οποίος ονομάσθηκε έτσι εξαιτίας της λαμπρότητάς του και ο οποίος έγινε σκοτάδι εξαιτίας της υπερηφάνειας του, και οι δυνάμεις οι οποίες αποστάτησαν από την αρχηγία του, οι οποίες δημιούργησαν το κακό με την απομάκρυνση από το καλό και το προκάλεσαν και σε μας.





 Έτσι λοιπόν και για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε απ’ αυτόν ο νοητός κόσμος, ώστε να μπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρό λόγο μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά γι’ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερο κόσμο, υλικό και αόρατο (αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένο σύστημα και σύνολο του ουρανού και της γης και αυτών που βρίσκονται μεταξύ τους, αξιέπαινο μεν για την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη αξιέπαινο εξαιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας που δημιουργείται απ’ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ τους, για να συμπληρώσουν ένα αρμονικό σύνολο), για να αποδείξει ότι μπορεί να φέρει στην ύπαρξη όχι μόνον φύση όμοια προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετική από αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς τη Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνο με το νου, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τις αισθήσεις, και ακόμη περισσότερο διαφορετικά απ’ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα. «Αλλά τί μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα μπορούσε να πει κάποιος από τους πολύ φιλέορτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπιρούνισε το πουλάρι, για να φθάσουμε στο τέρμα». «Μίλησέ μας για την εορτή και για εκείνα για τα οποία έχουμε συγκεντρωθεί σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάνω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλοτέρα πράγματα, επειδή με παρακινούσε ο πόθος και με παρέσυρε η ρύμη του λόγου.

 Ο νους μεν λοιπόν και η αίσθηση, τα οποία διαχωρίστηκαν με αυτό τον τρόπο το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα στη φύση τους και έφεραν μέσα τους το μεγαλείο του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιαστές και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωση των αντιθέτων, δείγμα ανώτερης σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήταν γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητας. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξει και να παρουσιάσει ένα ον από την ένωση και των δύο (της αόρατης δηλαδή και της ορατής φύσεως), δημιούργησε τον άνθρωπο. Και αφού έλαβε μεν από την ύλη, που υπήρχε ήδη, το σώμα, και αφού έβαλε σ’ αυτό την πνοή του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοερά ψυχή και εικόνα του Θεού), τον τοποθέτησε στη γη σαν δεύτερο κόσμο, κατά κάποιο τρόπο, μεγάλο μέσα στη μικρότητά του, σαν άλλον άγγελο, σαν μικτό προσκυνητή, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργό της αοράτου, βασιλιά όσων βρίσκονται στη γη και ταυτοχρόνως κυβερνώμενο από τον ουρανό, επίγειο και ουράνιο, προσωρινό και αθάνατο, ορατό και εννοούμενο, βρισκόμενο στο μέσο μεταξύ ταπεινότητας και μεγαλείου· τον ίδιο πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα για χάρη του και σάρκα για να μπορεί να εξυψώνεται. Το μεν ένα για να ζει και να δοξάζει τον ευεργέτη, το δε άλλο για να υποφέρει, να θυμάται και να διαπαιδαγωγείται από το πάθος του, επιδιώκοντας να ανυψωθεί προς το μεγαλείο. Ύπαρξη που διαμένει μεν στη γη, αλλά μεταβαίνει σε άλλο κόσμο, και σαν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμία του προς αυτόν. Διότι σ’ αυτό, κατά τη γνώμη μου, οδηγεί η μέτρια λάμψη της αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται στη γη, στο να δούμε δηλαδή και να αισθανθούμε τη λαμπρότητα του Θεού, η οποία είναι αντάξια προς εκείνον ο οποίος μας συνέθεσε, και ο οποίος θα μας διαλύσει και θα μας συνθέσει πάλι κατά τρόπο ακόμη πιο ένδοξο.





 Και τον τοποθέτησε στο παράδεισο (όποιος και αν ήταν ο παράδεισος αυτός), αφού τον τίμησε με το αυτεξούσιο, για να ανήκει το αγαθό σ’ εκείνον ο οποίος θα το επιλέξει όχι λιγότερο απ’ όσο σ’ εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργό αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλούστερων και των τελειότερων, γυμνό εξαιτίας της απλότητας και της χωρίς πονηρία ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίνει το νόμο ως αντικείμενο του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήταν η εντολή από ποιά φυτά μπορούσε να φάει και ποιά δεν θα έπρεπε να αγγίξει. Σ’ αυτά δε ανήκε το δένδρο της γνώσεως, το οποίον ούτε φυτεύτηκε από την αρχή με κακό σκοπό, ούτε απαγορεύθηκε από φθόνο (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί οι γλώσσες των εχθρών του Θεού, και ας μη μιμηθούν τον φίδι!). Αλλά ήταν μεν καλό εάν το δοκίμαζε κανείς στον κατάλληλο καιρό (διότι το δένδρο, κατά την άποψή μου, ήταν η θέα του Θεού, την οποίαν μπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι που είχαν τελειοποιηθεί με την άσκηση), αλλά δεν ήταν καλό για τούς αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμία, όπως η σκληρή τροφή δεν είναι ωφέλιμη για εκείνους που είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκη από γάλα. Αφού δε εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναίκας, η οποία υπέκυψε σαν πιο αδύνατη και τον παρακίνησε τον προπάτορα σαν η πιο κατάλληλη γι’ αυτό (αλλοίμονο στην αδυναμία μου! γιατί η αδυναμία του προπάτορα είναι και δική μου), λησμόνησε μεν την εντολή, που είχε δοθεί, και νικήθηκε από την προσωρινή γευστική δοκιμή και έτσι εκδιώχτηκε αυτομάτως από το δένδρο της ζωής, από τον παράδεισο και από τον Θεό εξαιτίας της κακίας του, και ντύθηκε με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρεία σάρκα, τη φθαρτή και αντίθετη). Και σαν πρώτο αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνη του και κρύβεται από τον Θεό. Κερδίζει, βεβαία, κάτι απ’ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία, για να μη γίνει αθάνατο το κακό, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.

 Αφού δε τιμωρήθηκε προηγουμένως για τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία φύτρωσε η ρίζα της κακίας) από διάφορες αιτίες και σε διαφορετικούς χρόνους, με το λόγο, το νόμο, τους προφήτες, τις ευεργεσίες, τις απειλές, τις τιμωρίες, τις πλημμύρες, τις πυρκαγιές, τους πολέμους, τις νίκες, τις ήττες, τα σημεία από τον ουρανό, τα σημεία από τον αέρα, τη γη και τη θάλασσα, με τις ανέλπιστες μεταβολές ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν στο να εξαφανισθεί η κακία, έχει ανάγκη τελικά από κάποιο ισχυρότερο φάρμακο για τις φοβερότερες ασθένειες, τις αδελφοκτονίες δηλαδή, τις μοιχείες, τις επιορκίες, τις ανώμαλες επιθυμίες και το χειρότερο και μεγαλύτερο από όλα τα κακά, την ειδωλολατρία και την μετατόπιση της προσκυνήσεως από τον δημιουργό στο δημιούργημα. Επειδή δε είχε ανάγκη από μεγαλύτερη βοήθεια, του δίνεται και τέτοια. Ήταν δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθεί, ο ασώματος, η αρχή που προέρχεται από την αρχή, το φως που προέρχεται από το φως, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφο του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτη σφραγίδα, η απαράλλακτη εικόνα, ο όρος και ο Λόγος του Πατέρα. Αυτός εισέρχεται στην ιδίαν εικόνα του, ντύνεται δε σάρκα για χάρη της σάρκας και με ψυχή πνευματική προς χάριν της ψυχής μου, καθορίζοντας έτσι το όμοιο με το όμοιο του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτία, τέλειος άνθρωπος. Γεννήθηκε μεν από την Παρθένο, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθεί προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθεί η γέννηση, αλλά και να προτιμηθεί η παρθενία, παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως. Γινόμενος ένα από τα δύο αντίθετα, από τη σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκανε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγινε Θεός. Ω, πόσο αξιοθαύμαστη είναι η νέα ένωση! Ω, πόσο παράδοξη είναι η σύνθεση! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται διά μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει στη θεότητα και διά μέσου της υλικής φύσεως της σάρκας. Εκείνος ο όποιος δίδει τον πλούτο, γίνεται πτωχός· γιατί γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει τη σάρκα μου, για να γίνω εγώ πλούσιος με τη θεότητά του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει· γιατί αδειάζει από τη δόξαν του για λίγο καιρό, για να γευθώ εγώ την πληρότητά του. Ποιός είναι ο πλούτος της αγαθότητας; Ποιό είναι το μυστήριο που με περιβάλλει; Έλαβα την θεία εικόνα και δεν τη φύλαξα. Παίρνει τη σάρκα μου, και για να διατηρήσει την εικόνα, αλλά και για να κάνει αθάνατη τη σάρκα. Έρχεται σε δεύτερη συνάφεια πολύ πιο παράδοξη από την πρώτη, γιατί, τότε μεν έδωσε το καλύτερο, τώρα δε παίρνει το χειρότερο. Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστό στο Θεό, αυτό είναι, για όσους διαθέτουν κρίση, ακόμη πιο υψηλό.



 Τί θα μας πουν γι’ αυτά οι συκοφάντες, οι πικρόχολοι ελεγκτές της θεότητας, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς τη σοφία, εκείνοι που για χάρη τους πέθανε ο Χριστός χωρίς να ζητήσει αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς το Θεό για την ευεργεσία του; Τον κατηγορείς ως μικρό επειδή ταπεινώθηκε για χάρη σου; Τον κατηγορείς επειδή είναι ο καλός ποιμήν, που δίνει τη ψυχή του για τα πρόβατα, που ήλθε προς το πρόβατο το οποίον είχε χαθεί, επάνω στους λόφους και τα βουνά στα οποία λάτρευες τους θεούς, και αφού το βρήκε το σήκωσε επάνω στους ώμους του, επάνω στους οποίους σήκωσε και το σταυρό, και το επανέφερε στην ουράνια ζωή και το έβαλε μαζί με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί; Τον κατηγορείς, επειδή άναψε λυχνάρι, την ιδία τη σάρκα του, και σκούπισε την οικία (καθαρίζοντας τον κόσμο από την αμαρτία) και αναζήτησε τη δραχμή, την εικόνα δηλαδή του Θεού, που είχε καταχωνιασθεί από τα πάθη, και επειδή συγκεντρώνει για την εύρεση της δραχμής τις φιλικές προς αυτόν δυνάμεις, τις οποίας είχε μυήσει και στο μυστήριο της σωτηρίας και τις κάνει μετόχους της χαράς του; Τον κατηγορείς επειδή το λυχνάρι, που ετοιμάζει το δρόμο, και που ετοιμάζει στον Κύριο λαό εκλεκτό και καθαρίζει και προετοιμάζει για το Πνεύμα με το νερό, τον ακολουθεί το υπέρλαμπρο φως, τη φωνή την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγό του νυμφίου ο νυμφίος; Γι’ αυτό κατηγορείς το Θεό; Γι’ αυτά τον θεωρείς κατώτερο, επειδή βάζει στη μέση του την ποδιά και πλένει τα πόδια των μαθητών του και δείχνει τον καλύτερο τρόπο να υψωθεί κανείς, δηλαδή την ταπείνωση; Επειδή ταπεινώνεται για χάρη της ψυχής που έχει κυρτώσει προς τα κάτω, για να ανυψώσει μαζί του εκείνο που σκύβει προς τα κάτω από την αμαρτία; Πώς δε δεν τον κατηγορείς για το ότι γευματίζει με τελώνες και στα σπίτια τελωνών, και ότι κάνει μαθητές του τελώνες, για να κερδίσει και αυτός κάτι; Τί δηλαδή; Τη σωτηρία των αμαρτωλών. Σαν να μπορούσε κανείς να κατηγορήσει το γιατρό, επειδή σκύβει με κατανόηση πάνω στις πληγές, και ανέχεται τη δυσωδία, για να δώσει την υγεία σ’ εκείνους που ασθενούν, ή σ’ εκείνον που από ευσπλαχνία σκύβει πάνω από το βόθρο για να βγάλει απ’ εκεί το ζώο που έχει πέσει μέσα, όπως λέγει ο νόμος.





 Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήταν διπλούς στη φύση), επειδή και ένιωσε κούραση και πείνασε και δίψασε και δάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τί σε ενοχλεί αυτό; Τη θέληση του Πατέρα, από τον οποίον προέρχεται, και τον οποίον τιμά ως αρχήν άχρονο, να την θεωρείς ως αποστολή, και να μην πιστεύεις ότι είναι κάτι το αταίριαστο για Θεό. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθεί, αλλά έχει γραφτεί επίσης ότι έχει παραδώσει τον εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθεί από τον Πατέρα και έχει αναληφθεί, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον εαυτόν του και ότι θα έλθει πάλι. Εκείνα προέρχονται από τη θέληση του Πατέρα, αυτά από τη δύναμή του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με τη θέλησή του, δεν το αναφέρεις. Τί παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από το Θεό. Εναντίον ποιών να οργισθεί περισσότερο; Ή, καλύτερα, ποιούς να συγχωρήσει; Εκείνους που ενώνουν λανθασμένα, ή εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και αυτοί να ενώνουν· οι μεν με τον αριθμό, οι δε με τη θεότητα. Εμποδίζεσαι από τη σάρκα; Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν τον ονομάζεις και Σαμαρείτη; Τη συνέχεια όμως δεν θα την αναφέρω. Δεν πιστεύεις στη Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονες. Δύστυχε, πόσο πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονες, και πόσο πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασία του Υιού την θεώρησαν ως έκφραση ισοτιμίας διότι δεν γνώριζαν ακόμη τον Θεό, ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι πίστευαν μόνον αφού πάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις τη Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα για σένα να είσαι περιτετμημένος και να βρίσκεσαι υπό την επήρεια του δαίμονα, για να εκφραστώ κατά τρόπον αστείο, παρά να κατέχεσαι από πονηρία και αθεΐα, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος.

 Μετά από λίγο θα δεις τον Ιησού να καθαρίζεται στον Ιορδάνη όπως καθαρίζομαι και εγώ, ή, καλύτερα, να εξαγνίζει με την κάθαρσή του τα νερά (διότι δεν είχε ανάγκη καθαρισμού εκείνος ο οποίος σηκώνει την αμαρτία του κόσμου, και να ανοίγουν οι ουρανοί, να μαρτυρεί γι’ αυτόν το όμοιό του Πνεύμα, να δέχεται πειρασμούς και να τους νικά, να υπηρετείται από αγγέλους και να θεραπεύει κάθε ασθένεια και κάθε αδυναμία, να δίνει ζωή στους νεκρούς (πράγμα που είθε να συνέβαινε και σε σένα που έχεις νεκρωθεί από την αμαρτία), να εκδιώκει τους δαίμονες, άλλοτε μεν ο ίδιος, άλλοτε δε διά μέσου των μαθητών του. Και να τρέφει με λίγα ψωμιά χιλιάδες ανθρώπους, να περπατά πάνω στη θάλασσα, να προδίδεται, να σταυρώνεται και να σταυρώνει μαζί την αμαρτία μου. Να προσφέρεται θυσία σαν αμνός και να προσφέρει θυσία σαν ιερέας, να θάπτεται σαν άνθρωπος και να ανασταίνεται σαν Θεός, να ανεβαίνει στη συνέχεια στους ουρανούς για να επιστρέψει με όλη του τη δόξα. Πόσες γιορτές υπάρχουν κάθε ημέρα για μένα από τα μυστήρια του Χριστού! Σκοπός δε μοναδικός όλων αυτών είναι η τελειοποίηση και η αναδημιουργία μου και η επιστροφή μου στην ορχική κατάσταση του Αδάμ.





 Τώρα δε δέξου μαζί μου την κυοφορία και σκίρτησε από χαρά, αν όχι όπως ο Ιωάννης από την κοιλία, τουλάχιστον όπως ο Δαβίδ μετά την τοποθέτηση της κιβωτού στη θέση της. Και να σεβαστείς την απογραφή, εξαιτίας της οποίας γράφτηκες στους ουρανούς· και να σεβαστείς τη γέννηση εξαιτίας της οποίας λύθηκες από τα δεσμά της γεννήσεως· και να τιμήσεις τη μικρή Βηθλεέμ, η οποία σε επανέφερε στον παράδεισο και να προσκυνήσεις τη φάτνη, χάρις στην οποία, ενώ δεν είχες την καθοδήγηση του λογικού, τράφηκες από το Λόγο. «Γνώρισε, όπως το βόδι, τον κύριό σου», σου παραγγέλλει ο Ησαΐας, «και όπως ο όνος το παχνί του κυρίου του». Αν είσαι από τους καθαρούς, οι οποίοι σέβονται το νόμο και ασχολούνται με το να επαναλαμβάνουν σαν μηρυκαστικά τους λόγους του και είναι επιδέξιοι στην προσφορά θυσιών, ή αν είσαι από εκείνους οι οποίοι ήσαν κάποτε ακάθαρτοι και δεν είχαν δικαίωμα να φάνε από τα άγια, ούτε να θυσιάσουν, και ανήκαν στη μερίδα των ειδωλολατρών, τρέξε μαζί με τον αστέρα και φέρε δώρα μαζί με τους μάγους, χρυσό σαν σε βασιλέα, λίβανο σαν σε Θεό και σμύρνα σαν σε νεκρό, που πέθανε προς χάρη σου. Δόξασε μαζί με τους ποιμένες, ύμνησε μαζί με τους αγγέλους, γίνε χορός δοξολογίας μαζί με τους αρχαγγέλους. Ας είναι η πανήγυρις κοινή για τις ουράνιες και τις επίγειες δυνάμεις. Διότι πιστεύω ότι και εκείνες αγάλλονται και πανηγυρίζουν μαζί μας σήμερα, εφόσον είναι φίλοι του ανθρώπου και του Θεού, όπως τις παρουσιάζει ο Δαβίδ να ανεβαίνουν μετά το πάθος μαζί με το Χριστό, να τον προϋπαντούν και να παρακινεί η μία την άλλη να ανοίξουν τις πύλες.



Ένα πράγμα να μισήσεις από όσα σχετίζονται με τη γέννηση του Χριστού, το φόνο των νηπίων από τον Ηρώδη ή, καλύτερα, και αυτή να την σεβασθείς ως θυσία συνομήλικη με το Χριστό, η οποία προσφέρεται πριν από τη θυσία του νέου σφαγίου. Αν φεύγει στην Αίγυπτο, φύγε και συ μαζί του. Είναι καλό να φεύγεις μαζί με το Χριστό όταν διώκεται. Αν παραμένει πολύ στην Αίγυπτο και λατρεύεται σωστά εκεί, κάλεσέ τον από την Αίγυπτο. Πέρασε χωρίς μομφή από όλες τις ηλικίες και τις δυνάμεις του Χριστού, ως μαθητής του Χριστού. Καθαρίσου, κάνε περιτομή, αφαίρεσε το κάλυμμα που έχεις από τη δημιουργία. Ύστερα δίδαξε στο ιερό, διώξε απ’ εκεί τους εμπορευόμενους τον οίκο του Θεού, άφησε να σε λιθοβολήσουν, αν θα πρέπει να το πάθεις. Γνωρίζω καλά, ότι θα ξεφύγεις ανάμεσα απ’ αυτούς οι οποίοι σε λιθοβολούν σαν Θεός. Διότι ο Λόγος δεν λιθοβολείται. Αν σε οδηγήσουν εμπρός στον Ηρώδη, μην του δώσεις απάντηση στα περισσότερα. Θα σεβασθεί τη σιωπή σου περισσότερο απ’ όσο θα σεβασθεί τους πολλούς λόγους των άλλων. Αν σε μαστιγώσουν, ζήτησε να εκτελέσουν ολόκληρη την ποινή. Φρόντισε να γευθείς χολή, πιες ξύδι, ζήτησε εμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα και ύβρεις, στεφανώσου με τα αγκάθια του δύσκολου δρόμου του Θεού, ντύσου το κόκκινο ένδυμα, δέξου το καλάμι, άφησε να σε προσκυνήσουν εκείνοι οι οποίοι ειρωνεύονται την αλήθεια. Τέλος, σταυρώσου μαζί με το Χριστό, νεκρώσου μαζί του, κατέβα πρόθυμα μαζί του στον τάφο, για να αναστηθείς και μαζί του, για να δοξασθείς και να βασιλεύσεις μαζί του, βλέποντας, όσο είναι δυνατόν και όπως μπορείς να τον δεις, τον Θεό που προσκυνείται και λατρεύεται ως Τριάδα, και ο οποίος ευχόμαστε να φανερωθεί καθαρά και σε μας τώρα, όσο είναι αυτό δυνατόν για τους αιχμαλώτους στη σάρκα, με τη χάρη του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον οποίον ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

(Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, «Εις τα Θεοφάνια, δηλαδή τη Γέννηση του Σωτήρος», ΕΠΕ τ. 5ος , σ.37-71)




Περὶ μετανοίας - Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου


∆ιαγράψωμεν, ἀγαπητοὶ, τὰ τῆς μετανοίας φάρμακα,
ἵνα τῷ τῆς σωτηρίας λιμένι προσδράμωμεν.
Ἐτρώθημεν τῇ ἁμαρτίᾳ·
ἰαθῶμεν τῇ μετανοίᾳ·
διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ διάβολος ἔτρωσε·
διὰ τῆς μετανοίας ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσεν·
ἐκεῖνος διὰ τῆς ἁμαρτίας τὰς ῥίζας κατεβάλετο·
ὁ Κύριος πρόῤῥιζον τὴν ἁμαρτίαν τῇ ἀξίνῃ τῆς μετανοίας ἐξέτεμεν.

Ἰδοὺ γὰρ, φησὶν, ἡ ἀξίνη ἐπὶ πᾶν δένδρον κεῖται.
Πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν, ἐκκόπτεται, καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
Ὁ διάβολος τὴν ἁμαρτίαν ὡς ζιζάνιον ἔσπειρε·
ὁ Χριστὸς τῇ δρεπάνῃ τῆς μετανοίας τὴν ζιζανιώδη ἁμαρτίαν ἀπέκειρε.
Κακὸν πάθος ἡ ἁμαρτία, ἀλλὰ καλὸν πρᾶγμα ἡ μετάνοια.
Φύγωμεν τοίνυν τὴν φοβερὰν, καὶ στέρξωμεν τὴν ποθεινήν.
∆ι' ἁμαρτίας ὁ διάβολος εἰς τὴν γέενναν ὁδηγεῖ·
διὰ μετανοίας ὁ Χριστὸς εἰς τὴν βασιλείαν χειραγωγεῖ.

Ἥμαρτες;

Ἡσύχασον·
οὐ γὰρ τὸ ἁμαρτεῖν τοσοῦτον δεινὸν, ἀλλὰ τὸ ἐμμεῖναι τῇ ἁμαρτίᾳ κακόν·
τὸ μὲν γὰρ ἀπολογίαν ἔχεται, τὸ δὲ ἀσύγγνωστον τιμωρίαν ἀποφέρεται.

Ἐπεὶ καὶ ὁ Πέτρος ἀρνησάμενος ἥμαρτε, καὶ Παῦλος διώκων τὸν Χριστὸν παρηνόμησε, καὶ ∆αυῒδ μοιχείαν καὶ φόνον ἐργασάμενος, ἄξια θανάτου ἔπραξεν.

Ἀλλ' εἰ καὶ ὡς ἄνθρωποι ἥμαρτον, ἀλλ' ὡς ἅγιοι μετενόησαν·
καὶ εἰ ἀπροόπτως τοῖς δικτύοις τῆς ἁμαρτίας περιέπεσαν, ἀλλὰ τὴν λύμην τῆς ἀπιστίας ἐκ τῶν τῆς διανοίας ὀφθαλμῶν ἀφελόμενοι, προσέδραμον τῇ μετανοίᾳ, ἵνα δι' αὐτῆς τὴν ἄφεσιν τῶν πλημμελημάτων ἀπενέγκωνται.

∆εῦτε οὖν, καὶ ἡμεῖς προσδράμωμεν τῇ μετανοίᾳ.
Εἰ γὰρ καὶ ἐφόρτισεν ἡμᾶς ὁ διάβολος τῇ ἁμαρτίᾳ,
ἀλλὰ κουφίζει ἡμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς, ὁ γεννηθεὶς ἐκ τῆς ἁγίας Παρθένου Μαρίας,
τῇ μετανοίᾳ τὸ φορτίον τῆς ἁμαρτίας εἰς ἑαυτὸν ἀναδεχόμενος·

Ἴδε γὰρ, φησὶν, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
Ὁ διάβολος γὰρ τὴν ἁμαρτίαν τοῖς ἀνθρώποις ἐπέθηκεν·
ὁ Κύριος τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἀνέλαβεν.
Ἐκεῖνος ἔδωκε τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα τῆς ἁμαρτίας ἕνεκεν ἀπολέσῃ τὸν ἄνθρωπον·
ὁ Κύριος ἔλαβε τὴν ἁμαρτίαν, ἵνα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἐλευθερώσῃ τὸ ἀτόπημα.

Πρὸ τῆς τοῦ Χριστοῦ παρουσίας φοβερὸς ἦν ὁ διάβολος,
πρὸ τοῦ σταυροῦ ἀφόρητος ἦν ἡ ἁμαρτία·
ὁ δὲ σταυρὸς νῦν ἔθλασε τῆς ἁμαρτίας τὰ κέντρα·
φανεὶς ἐπὶ γῆς ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς ἀστραπὴν ἐπὶ τὸ τῆς γῆς χωρίον τὸν διάβολον κατέπαυσεν·
Εἶδον γὰρ, φησὶ, τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα.

Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἐλυμήνατο τοῦ θανάτου τὴν βασιλείαν.
Εἰ γὰρ καὶ ἐβασίλευσεν ὁ θάνατος ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι Μωϋσέως, καὶ ἐπὶ τοὺς μὴ ἁμαρτήσαντας ἐν τῷ ὁμοιώματι τῆς παραβάσεως Ἀδὰμ, ὅς ἐστι τύπος τοῦ μέλλοντος·
ἀλλ' ὅμως μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου παίγνιον καὶ νηπίοις γέγονεν ὁ θάνατος.

∆ιὸ πάντες μετὰ τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀνάστασιν ἐπικερτομοῦντες τοῦ θανάτου τὸν τῦφον, λέγομεν·
Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον;
ποῦ σου, ᾅδη, τὸ νῖκος;
Πρὸ τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τοῦ ὄφεως συμβουλὴ θάνατον ἔπνεε·
μετὰ δὲ τὸν σταυρὸν, μετὰ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ, ἰδοὺ καὶ πρεσβῦται καὶ γυναῖκες, μείρακές τε καὶ ἔφηβοι, ὥσπερ ληνοβάται βοτρύων, οὕτω καὶ αὐτοὶ πατοῦσιν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ.

Ταῦτα ἔφην, ἵνα δείξω τῆς ἁμαρτίας τὴν πτῶσιν, καὶ τῆς μετανοίας τὴν δύναμιν.
Μὴ ὀξύνῃς οὖν καθ' ἑαυτοῦ τῆς ἁμαρτίας τὸ κέντρον, μὴ ἡ σὴ ῥᾳθυμία ἀκόνη γένηται τῆς ἁμαρτίας.
Οὐ κατακρίνῃ ὅτι ἥμαρτες, ἀλλὰ τιμωρῇ ὅτι ἁμαρτήσας οὐ μετενόησας.
Ὥσπερ γὰρ τὴν ἀσθένειαν τοῦ σώματός σου γινώσκων ὁ Κύριος, τὴν ἰατρικὴν ἐπιστήμην τοῖς ἀνθρώποις ἐπέτρεψε, καὶ πόας πρὸς τὴν ἰατρείαν ἁρμοζούσας τὴν γῆν βλαστάνειν ἐποίησεν·
οὕτω καὶ τῆς ψυχῆς εἰδὼς τὸ εὐόλισθον, καὶ τῆς ἁμαρτίας τὰ τραύματα, ὡς ἀλεξητήριον ψυχῶν, τὴν μετάνοιαν ἔδωκε, καὶ ταῖς θείαις καὶ πνευματικαῖς βίβλοις τὰς τῆς μετανοίας ἀφορμὰς ὥσπερ βοτάνας ἐνέθηκεν, ἵνα ἕκαστος ἡμῶν ἐντεῦθεν ἔχων τῆς ἰατρείας τὸ ἔμπλαστρον, φύγῃ τὸ πάθος, ἐπιθεὶς ἑαυτῷ διὰ τῆς πίστεως.
Ἀλλὰ μὴ μέχρι ῥημάτων στῇ ἡμῶν ἡ μετάνοια·
ἄτοπον γὰρ διὰ ῥημάτων μὲν ὑφαίνεσθαι τὴν μετάνοιαν,
διὰ πραγμάτων δὲ μὴ οἰκοδομεῖσθαι τὴν Ἐκκλησίαν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν.

Ὁμολόγησόν σου τὰ πλημμελήματα, ἄνθρωπε,
ἐξαγόρευσόν σου τὴν ἁμαρτίαν,
ἵνα λάβῃς σου τὴν ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας.

Ἐξαγορεύων, τῆς ἀφέσεως τῶν πλημμελημάτων δέχῃ τὴν δωρεάν.
Μάρτυς ἱκέσθω ∆αυῒδ ὁ λέγων·
Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ' ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς καρδίας μου.

Νῦν ἐὰν εἴπῃς σου τὸ πλημμέλημα, εὑρίσκεις σου τὴν συγχώρησιν·
φιλανθρωπίας γὰρ ὁ παρὼν καιρός·
ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι καὶ θρηνῶν ἀνόνητα θρηνήσεις,
καὶ μεταμελόμενος οὐκ ἀπολαύσεις τῆς συγχωρήσεως.

Ἐν γὰρ τῷ ᾅδῃ τίς ἐξομολογήσεταί σοι;
Εἰ δὲ καὶ ἐξομολογήσῃ τὸ πλημμέλημα τότε, ὠφελήσεις σαυτὸν οὐδέν.
Καὶ γὰρ ὁ πλούσιος ὁρῶν τοῦ Λαζάρου τὴν ἔνδειαν εἰς εὐθηνίαν μεταβληθεῖσαν,
καὶ τὴν ἑαυτοῦ περιουσίαν εἰς ἄπειρον πτωχείαν καταπεσοῦσαν, ἔστενε μὲν, οὐκ ἠλεεῖτο δέ·
ἐθρήνει καὶ ὠδύρετο, ἀλλ' οὐκ ἀπήλαυσε παρακλήσεως·
ἐζήτει ἔλεον, ἀλλ' οὐκ ἔλαβεν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς αἰτούμενος, μεταδοῦναι οὐκ ἤθελεν.

Ἐπλούτησεν ὧδε, ἀλλ' ἐπτώχευσεν ἐκεῖ·
ὧδε μεγάλα ἐφύσα ἐπὶ πλούτῳ, ἐκεῖ ἐλεεινὰ ἐφθέγγετο ἐπὶ πενίᾳ·
ὧδε οἴνων εἶχε χειμάῤῥους καὶ μύρων πηγὰς, ἐκεῖ καὶ σταγόνα ὕδατος ζητῶν οὐκ ἐλάμβανεν, ἀλλ' ὧδε κἀκεῖσε περιέῤῥει, ὑπὸ τοῦ ἀΰλου πυρὸς κατατηκόμενος.

Προσδράμωμεν οὖν καὶ ἡμεῖς τῇ μετανοίᾳ·
μετανοίας γὰρ καιρός·
σβέσωμεν τῆς ἁμαρτίας τὴν φλόγα τῇ δρόσῳ τῆς μετανοίας·
μὴ τῇ μακροθυμίᾳ τοῦ Θεοῦ προσχὼν, ἀμεταμέλητον κτήσῃ καρδίαν·
μή σου σκληρύνῃ τὴν γνώμην ἡ τοῦ Θεοῦ χρηστότης.
Τὸ γὰρ χρηστὸν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιάν σε ἀγείρει καὶ ἄγει.

Ὅρα οὖν μὴ κατὰ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμεταμέλητον καρδίαν θησαυρίσῃς σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὃς ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ.

Ἥμαρτες; Μετανόησον·
μὴ διὰ τῆς ῥᾳθυμίας ἀνίατον σεαυτῷ τὸ πάθος ποιήσῃς.
Σκότος ἀλλοιοῦται, φωτὸς φανέντος·
καὶ ἁμαρτία ἀφανίζεται, μετανοίας ὀφθείσης.

Γεωργὸς ἑαυτοῦ γένου·
ὡς ζιζάνιον ἔκτιλον τὴν ἁμαρτίαν, ὡς ἄκανθαν θέρισον τὴν παρανομίαν,
ὡς ἀγριελαίου κλάδον, ὡς ἀνήμερον καὶ ἄκαρπον φυτὸν ἔκκοψον τὴν ἁμαρτίαν.

Χαίρουσι δαίμονες ἁμαρτίαν ὁρῶντες,
ἀγάλλονται ἄγγελοι μετάνοιαν καθορῶντες.

Εὐφραίνονται γὰρ, φησὶν, οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν κυριακὴν φωνὴν,
ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.

Μὴ γυμνώσῃς σαυτὸν, ἄνθρωπε, μὴ ῥίπτῃς τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν παντευχίαν,
ἵνα μὴ εὐάλωτος γένῃ τοῖς πολεμίοις·
τῷ τῆς μετανοίας θυρεῷ δέχου καὶ τίνασσε τῆς ἐπιθυμίας τὰ βέλη.

Ἡδεῖα ἡ πορνεία, ἀλλ' ἐπιβλαβής·
τραχεῖα ἡ σωφροσύνη, ἀλλ' ἐπωφελής.
Ἡ πορνεία συμπράττουσαν ἔχει τοῦ σώματος τὴν φύσιν·
ἡ σωφροσύνη συνεργοῦσαν ἔχει τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν.
Ὅπου τοίνυν πορνεία, ἐκεῖ ὁ διάβολος κατοικεῖ
ὅπου δὲ σωφροσύνη, ἐκεῖ ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἐπαναπαύεται.

∆ιὰ τοῦτο ὁ μακάριος Παῦλος λέγει·
Εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθείρει τοῦτον ὁ Θεός·
καὶ πάλιν φησίν·
Ἄρας οὖν τὰ μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μὴ γένοιτο.
Στήσωμεν οὖν τῆς ἁμαρτίας τὴν ῥύμην τῇ ἀγκύρᾳ τῆς μετανοίας, ἵνα μὴ ἡ ἐπάλληλος τῶν ἐπιθυμιῶν ἀντίπνοια ναυάγιον ἡμᾶς ὑπομεῖναι παρασκευάσῃ.

Ἀλλ' οἱ μὲν πλωτῆρες ναυάγιον ἐν ὕδασιν ὑπομένουσιν, οἱ δὲ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ποταμὸν τοῦ πυρὸς τὸν ῥέοντα ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ὡσεὶ μόλιβδος καταποντίζονται, οὐ σὺν ἅρμασι καὶ ἵπποις, ἀλλὰ σὺν λογισμοῖς καὶ γνώμαις.

Αἰδεσθῶμεν οὖν τὴν τοῦ Χριστοῦ ἀγαθότητα, ἐντράπωμεν αὐτοῦ τὰ πάθη, μὴ ματαιώσωμεν αὐτοῦ τοὺς μώλωπας, μὴ τὴν αἰσχρὰν ἡδονὴν τῆς καλῆς αὐτοῦ προκρίνωμεν ἡδονῆς καὶ ἐντολῆς, μὴ κακοῖς τὸν εὐεργέτην ἀμειψώμεθα, μὴ λάβωμεν αὐτοῦ τὰ μέλη, καὶ ποιήσωμεν πόρνης μέλη·
οὐκ ἐσμὲν γὰρ ἑαυτῶν κύριοι·
τιμῆς ἠγοράσθημεν.

Τίς δὲ ἡμᾶς ἀπέδοτο, ἢ τίς ἡμᾶς ὠνήσατο;
Ὁ διάβολος ἡμᾶς ἀπέδοτο διὰ τῆς ἁμαρτίας,
ὁ Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασε διὰ τῆς δικαιοσύνης.

Πῶς δὲ ἡμᾶς ἠγόρασε; χρυσίον, ἢ ἀργύριον δούς;

Οὐχὶ, ἀλλὰ τὸ οἰκεῖον αἷμα τὸ ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον πολύ·
πάσας γὰρ ἡμῶν τὰς ἁμαρτίας ἠγόρασε·
πολλαὶ δέ εἰσι, καὶ ποικίλως καὶ διαφόρως ἐνοχλοῦσαι ἡμῶν τὴν σωτηρίαν.

Ποίας ἁμαρτίας;
Τὰς τοῦ νόμου·
ἀλλ' οὐχ ὅτι ὁ νόμος ἁμαρτία, μὴ γένοιτο·
ἀλλ' ὅτι ἐκτὸς νόμου ἁμαρτίαν οὐκ ᾔδειν.

Ἐπεὶ οὖν ὁ νόμος ὡς παραβάτην με ἔνοχον κατάρας ἐποίει, διὰ τοῦτο ἐλθὼν ὁ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐξηγόρασέ με ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα.

Μὴ τὴν πάνδημον οὖν πρόνοιαν τοῦ διαβόλου προκρίνωμεν τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ·
μὴ πρὸς χάριν τῆς ἁμαρτίας παραδράμωμεν τῆς μετανοίας τὸ κάλλος.

Εἰ φοβῇ τὴν ἀπειλὴν, κατάφυγε ἐπὶ τὴν ἐντολήν·
εἰ μὲν μέλλουσαν κρίσιν ἀποδρᾶσαι θέλεις, ἔκκλινον ἀπὸ κακοῦ, καὶ ποίησον ἀγαθόν·
τουτέστιν, ἀπόθου τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ἐργάτης γένου τῆς μετανοίας, ἵνα ὁ μὴ βουλόμενος τὸν θάνατον τῶν ἁμαρτωλῶν ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῇν αὐτοὺς, ἀποδεξάμενός σου τῆς ψυχῆς τὴν προθυμίαν, χαρίσηταί σοι τὴν ἄφεσιν τῆς ἁμαρτίας·
ἡμεῖς δὲ ὑπὲρ τῶν εἰρημένων αἶνον καὶ δόξαν ἀναπέμπωμεν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006. Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού με αναφορά στην πηγή προέλευσής του.

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ (ΠΕΡΙ ΕΝΩΣΕΩΣ)

ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ (ΠΕΡΙ ΕΝΩΣΕΩΣ)  






Στο όνομα της Αγίας Τριάδος,

Ελληνικέ λαέ, πονεμένε, κυνηγημένε, ταλαιπωρημένε, απόγονε μαρτύρων και ηρώων, που οι εχθροί σου προσπαθούν να σε ρίξουν στα βάραθρα του Άδη, που κατοικεί ο άρχοντάς τους, για να σε καταστρέψουν τελείως και να σε αφανίσουν σαν πνευματική αλλά και σαν υλική υπόσταση, άκου τη φωνή της συνείδησής σου και όρθωσε ανάστημα υπέρ πίστης και πατρίδος.
Πολλά αυτά που μας χωρίζουν, μα ακόμα περισσότερα όσα μας ενώνουν. Οι εχθροί των Ελλήνων προσπαθούν να μας χωρίσουν είτε με κόμματα, είτε μέσα στην εκκλησία, είτε με διαφόρους άλλους τρόπους. Μας υποβίβασαν από την υψηλής αξίας πνευματικότητα που κατέχει το ελληνικό γένος και προσπαθούν να μας υποβιβάσουν στο καθεστώς της υποδούλωσης, εξαρτωμένους και μόνο από το χρήμα. Προσπαθούν να μας βγάλουν την πίστη στον Χριστό από τις ψυχές μας και την ιστορία μας, διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι με την τακτική τους αυτή θα χαθεί και το «αγαπάτε αλλήλους». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν βλέπουμε τον εγωισμό μας, τον φθόνο που μας καλλιεργούν και τον διαχωρισμό μας.
ΘΕΟΦΑΝΙΑ  2013 ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΓΝΗΣΙΑ  ΟΡΘΟΔΟΞΟ  ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Το Σάββατο  6  Ιανουαρίου( 19/1 με  το  παπικό  ημερολόγιο) η ορθόδοξος εκκλησία  εορτάζει  τα άγια  Θεοφάνια !!
Στον  ιερό  ναό  του  αγίου  Γεωργίου της  γνησίας  ορθοδόξου  εκκλησίας  ( Κωνσταντινουπόλεως  174 Χαριλάου  Θεσσαλονίκη  τηλ. 2310-300 177) θα τελεσθεί  ο όρθος  των Θεοφανίων  και  η θεια  λειτουργία  υπό  του  παναγιότατου  μητροπολίτου  της  ορθοδόξου  εκκλησίας  Γ.Ο.Χ..  κ.κ. Χρυσοστόμου. Από  τις  06.00 εως  10.30 π.μ.
Κατόπιν  ο παναγιότατος  και  οι πιστοί  θα μεταβούν  εν  πομπή  δια της  οδού  25ης  Μαρτίου  στην  θαλάσσια  περιοχή  παρά το  μέγαρο  μουσικής –ποσειδώνιο Θεσσαλονίκης  όπου  θα τελεσθεί  η κατάδυσης  του  τιμίου  σταυρού  ο αγιασμός  των υδάτων και  η εκφώνησης  του  πανηγυρικού  λόγου  της  ημέρας  από  τον  παναγιότατο  κ.κ.. Χρυσόστομο στις  11.00 π.μ.


Δογματικαί, ἐκκλησιολογικαὶ, κανονικαὶ αἱρέσεις, πλάναι καὶ νεωτερισμοὶ τοῦ Παπισμοῦ

Α. Ὀρθολογιστική, σχολαστικὴ Θεολογία.


Β. Filioque – ἤτοι, ἐκπόρευσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ὡς παρεπόμενον παρουσιάζεται ἡ οὐσιαστικὴ παραγκώνισις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γ. Σύγχυσις, μὴ διάκρισις, οὐσίας καὶ ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ (πιστεύουσιν ὅτι ἡ θεία Χάρις εἶναι ἐνέργεια κτιστή, μὲ τὴν ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος δύναται νὰ ἐπικοινωνήσῃ μετὰ τοῦ Θεοῦ – ἡ αἵρεσις αὕτη καὶ οἱ ἀποδεχόμενοι καὶ κηρύσσοντες αὐτήν, κατεδικάσθησαν ὑπὸ τεσσάρων Ἁγίων Συνόδων, κατὰ τὰ ἔτη 1341, 1347, 1351, 1368 μ.Χ.). Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέχεται τὴν θέωσιν ὡς ἀνάκρασιν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως μετὰ τῆς ἀκτίστου θείας ἐνεργείας.

Δ. Παπικὸν πρωτεῖον.

Ε. Ὁ Πάπας διὰ τοὺς παπιστὰς τίθεται ὡς ἀναπληρωτής, τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς (vicarious Christi), ἀντὶ Χριστοῦ. Οὐσιαστική, τοίνυν, παραγκώνισις καὶ τοῦ Υἱοῦ.

ΣΤ. Παπικὸν Ἀλάθητον – ἐδογματοποιήθη τὸ ἔτος 1870, κατὰ τὴν Α΄ Βατικανὴν Σύνοδον.

Ζ. Κατάργησις ἐπισκοπικοῦ συστήματος (οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι εἰς «τύπον καὶ τόπον» τοῦ Πάπα) καὶ Συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας (ὁ Πάπας εἶναι ἀνώτερος τῶν Συνόδων καὶ τῆς Συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας). Παποκεντρισμὸς – παπικὸς ὁλοκληρωτισμός.

Η. Καισαροπαπισμός (ὅρα πγ΄ ἀποστ. Κανόνα). Παπικὸν κράτος Βατικανοῦ.

Θ. Καθαρτήριον Πῦρ (Purgatorium). Ἤτοι, εἶδος κολάσεως, ἐν τῷ ὁποίῳ καθίσταται δυνατὴ ἡ ἀποπληρωμὴ τῶν προσκαίρων ποινῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Αἱ δὲ αἰώνιοι συγχωροῦνται εἰς τὸ τῆς μετανοίας μυστήριον, δυνάμει τῆς ἀξιομισθίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Ἡμεῖς δὲ οἱ Ὀρθόδοξοι, ὁμολογοῦμεν, συμφώνως τῷ Εὐαγγελίῳ (Μτθ. κε΄, 46), ὅτι ἡ κόλασις εἶναι αἰώνιος, ἀτελεύτητος καὶ ὅτι «ἐν τῷ ᾅδη οὔκ ἐστι μετάνοια». Ὅρα κάτωθι.

Ι. Λυσίποινα ἀφέσεων – συγχωροχάρτια (indulgentiae), τὴν ἰσχὺν τῶν ὁποίων βασίζουσιν οἱ παπισταὶ εἰς τὴν ὑπεράφθονον ἀξιομισθίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῶν Ἁγίων.

ΙΑ. Ὑπέρτακτα ἔργα, ἤτοι τὰ πέραν τοῦ κύκλου προσωπικῶν καθηκόντων ἔργα (π.χ. παρθενία, μοναστικὴ ζωή), ἅτινα παρέχουσι περισσεύουσαν ἀξιομισθίαν, ἧς τὸ πλεόνασμα δημιουργεῖ ἀπόθεμα χάριτος, γνωστὸν ὡς ταμεῖον περισσευούσης ἀξιομισθίας τῶν Ἁγίων (ὅπερ καὶ διαχειρίζεται ὁ Πάπας κατὰ βούλησιν – συγχωροχάρτια, καθαρτήριον πῦρ).

ΙΒ. «Βάπτισμα» διὰ ῥαντισμοῦ ἢ ἐπιχύσεως ὕδατος (τακτική, ἥτις ἐφαρμόζεται, δυστυχῶς, κατὰ τὸ πλεῖστον, καὶ ὑπὸ Ὀρθοδόξων ποιμένων, ἀπωλεσάντων τὸ γνήσιον ἐκκλησιαστικὸν ὀρθόδοξον φρόνημα καὶ παρεκκλινόντων ἐκ τῆς ἀνοθεύτου Ἱερᾶς Παραδόσεως ἡμῶν). Ἐδογματίσθη διὰ τῆς ἐν Τριδέντῳ Συνόδου (1545-1563).

ΙΓ. Ἀναβολὴ χρίσματος ἄχρι τοῦ 12ου (ἤ, κατ’ ἀνάγκην, 7ου) ἔτους τοῦ «βαπτισθέντος» (νεωτερισμὸς ιγ΄ αἰῶνος). Ὡς ἐκ τούτου, ἀπαγορεύουσι οἱ λατῖνοι ὁλοσχερῶς τὴν θείαν μετάληψιν εἰς τὰ νήπια.

ΙΔ. Χρῆσις ἀζύμου ἄρτου ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ (Λησμονοῦσι, ὡς φαίνεται, οἱ παπισταί, ὅτι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος ἐτελέσθη ἡμέραν Πέμπτην, καθ’ ἢν κατελύετο ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων ἔνζυμος ἄρτος).

ΙΕ. «Καθαγιασμός», «μεταβολή», «μεταστοιχείωσις» (ὁ ὅρος «μετουσίωσις» είναι παπικῆς προελεύσεως ἀριστοτελιζούσης χροιᾶς. ὅπου δὲ χρησιμοποιεῖται ὑπὸ ὀρθοδόξων, ἔχει ὀρθόδοξον σημασιοδότησιν) Ἄρτου καὶ Οἴνου ἄνευ ἐπικλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ἤτοι, ἄνευ ἀναγνώσεως τῆς εὐχῆς ἣν - ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ - ἀναγινώσκει μυστικῶς ὁ ἱερεύς, καθ’ ἢν στιγμὴν οἱ ψάλται ψάλλουσι τὸν ὕμνον τῆς θείας Λειτουργίας «Σὲ ὑμνοῦμεν»).

ΙΣΤ. Ἀποκλεισμὸς τῶν λαϊκῶν καὶ μὴ λειτουργῶν «ἱερέων» ἐκ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ (Κανὼν τῶν Λατίνων, 925 CJC). Ἐναντιοῦνται, τοίνυν, οἱ παπισταὶ ἀπευθείας εἰς τὸν Θεῖον Λόγον: «ἐὰν μὴ φάγητε τὴν Σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς» (Ἴω. στ, 53).

ΙΖ. Χρῆσις τοῦ Εὐχελαίου μόνον διὰ τοὺς εὐρισκομένους εἰς ἐπιθανάτιον κλίνην, ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου των.

ΙΗ. Ἄσπιλος (ἄνευ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος - κατάστασις ἥτις ἀποδίδεται μόνον εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ὅστις ἐσυλήφθη ἄνευ φυσικῆς συναφείας, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν Θεοτόκον Μαρίαν) σύλληψις τῆς Θεοτόκου (immaculata conceptio).

ΙΘ. Ἐνσώματος μετάστασις (ὅπερ καὶ ὀρθόν) ἄνευ, ὅμως, θανάτου τῆς Θεοτόκου. Ἐδογματοποιήθη τὸ ἔτος 1950. Ἡμεῖς γνωρίζωμεν ἐξ ἀρχαίας παραδόδεως, ὅτι ἡ Παναγία ἐκοιμήθη (ἐξ οὗ καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεώς της), καὶ εἰς τὸν τόπον τῆς κοιμήσεως αὐτῆς, τὴν Γεθσημανήν, παρευρέθησαν θαυματουργικῶς, ἁρπαζόμενοι ἐκ νεφελῶν, οἱ ἀπόστολοι, οἵτινες καὶ ἐνεταφίασαν τὸ πανάχραντον καὶ ζωαρχικὸν τῆς Θεοτόκου σῶμα. Τριῶν ἡμερῶν παρελθουσῶν, οἱ ἀπόστολοι ἐπέγνωσαν, διά τινος ὁράματος, τὴν ἐνσώματον μετάστασιν τῆς μητρὸς τοῦ Θεοῦ ἡμῶν (Ὅρα Ὡρολόγιον τὸ Μέγα).

Κ. Ἐξύψωσις (λαμβανομένων ὑπ’ ὄψιν τῶν ΙΗ καὶ ΙΘ) τῆς Παναγίας εἰς Θεάν. Ἀνακήρυξίς της ὡς «Μητέρας τῆς Ἐκκλησίας».

ΚΑ. Οὐσιαστικὴ παραγκώνισις-περιφρόνησις τῶν ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων τῶν χιλίων πρώτων ἐτῶν.

ΚΒ. Ἐκκοσμίκευσις τῆς λατρείας. Εἰσαγωγὴ ξένων πρὸς τὴν παράδοσιν μουσικῶν στοιχείων, ἤτοι τετραφωνίας, μικτῶν χορωδιῶν καὶ μουσικῶν ὀργάνων.

ΚΓ. Ἐκκοσμίκευσις τῶν ἱερῶν εἰκόνων (μεταβολή των ἀπὸ λειτουργικὰς εἰς θρησκευτικάς, διακοσμητικάς. Χρῆσις κοσμικῆς, ἀναγεννησιακῆς τεχνοτροπίας, μὲ σαρκικήν, ἀντιπνευματικὴν διάστασιν).

ΚΔ. Χρῆσις ἀγαλμάτων ἐν τοῖς ναοῖς.

ΚΕ. Τὸ ἱερὸν τῶν ναῶν τῶν παπικὼν δὲν εἶναι ἀπαραιτήτως ἐστραμμένον κατὰ ἀνατολάς.

ΚΣΤ. Γενικὴ ἀγαμία κλήρου (Ὅρα κανόνας: ε΄ ἀποστολικόν, δ΄ τῆς ἐν Γάγγρα, οἵτινες οὐχ ἐναντιοῦνται εἰς τὸν τῶν κληρικὼν γάμον).

ΚΖ. Οἱ Λατῖνοι «ἱερεῖς» (ἢ «μιερείς», ὡς χαρακτηρίζουσί τινες τῶν πατέρων τοὺς αἱρετικοὺς «ποιμένας») ξυρίζωσι τὸ γένειόν των, περιφρονῶντες τὴν Παράδοσιν. (Ὅρα καί: Λευϊτ. ιθ΄, 27 καὶ κα΄, 5, Ἀποστολικὰς Διαταγάς, βιβλ. α΄ κεφ. γ΄, κανόνα 96 τῆς ΣΤ Οἰκ. Συνόδου, μετὰ τῆς ὑποσημειώσεως τοῦ ἁγίου Νικοδήμου).

ΚΗ. Καθιέρωσις - ἐντιευαγγελικὴ καὶ ἀντικανονική - νηστείας καὶ κατὰ τὰ Σάββατα, ἥτις ἀντικαθιστᾷ αὐτὴν τῶν Τετράδων (ὅρα ξδ΄ ἀποστολικὸν καὶ ὑποσημείωσιν αὐτοῦ, ἔνθα ἐξηγεῖται, ἐπίσης, ὅτι εἰς τὰ ἐπιτίμια τοῦ κανόνος, οὐχ ὑπόκεινται οἱ δι’ ἐγκράτειαν ἀληθῆ καὶ εὐσέβειαν, καὶ οὐχὶ διὰ νομικὴν τήρησιν, νηστεύοντες).

ΚΘ. Τέλεσις ἐπὶ τῆς ἰδίας Ἁγίας Τραπέζης τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἄνω τῆς μιᾶς (ἢν προβλέπουσι οἱ ἱεροὶ κανόνες – ὅρα δὲ ὑποσημείωσιν ἁγίου Νικοδήμου εἰς ξη΄ ἀποστολικὸν κανόνα, ἔνθα ἀναφέρει ὅτι ἐπελήφθη τοῦ ζητήματος Τοπική τις Σύνοδος) Θείας Λειτουργίας.

Λ. Τέλεσις Θείας Λειτουργίας ὑπὸ παπικῶν «ἱερέων» ἄνευ τῆς παρουσίας τουλάχιστον ἑνὸς ἑτέρου προσώπου (κανὼν 902 τοῦ Codex Juris Canonici).

ΛΑ. Ἀπολυτοποίησις καὶ εἰδικὴ προσκύνησις τῶν Τιμίων Δώρων (κανὼν 944 τοῦ Λατινικοῦ Κανονικοῦ Δικαίου) – Λιτάνευσις αὐτῶν εἰς τοὺς δημοσίους δρόμους.

ΛΒ. Χρῆσις ἐπιτιμίων ὡς μέσα ἰκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης (ἡ περὶ τῆς ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης αἵρεσις ἐπενοήθη ὑπὸ τοῦ Ἀνσέλμου Κανταβρυγίας, περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς β΄ χιλιετίας). Διὰ τὴν ὄντως Καθολικὴν Ἐκκλησίαν, τὴν Ὀρθόδοξον, τὰ ἐπιτίμια ἀποτελοῦσι παιδαγωγικὰ φάρμακα διὰ τὴν στήριξιν τῶν μετανοούντων, διὰ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς.

ΛΓ. Δὲν ἀναγνωρίζουσι οἱ Λατῖνοι οὐδένα λόγον πρὸς λύσιν τοῦ γάμου (ἀποστάσιον - διαζύγιον), περιφρονῶντες Αὐτὸν τὸν Κύριον ἡμῶν, Ὅστις ἀναγνωρίζει ὡς λόγον ἱκανὸν πρὸς διαζύγιον τὴν πορνείαν, (Μτθ. ε΄, 31-32 «...ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, παρεκτὸς λόγου πορνείας»...).

ΛΔ. Ἡ Παπικὴ Θεολογία δέχεται ὅτι ἡ θεία ἐν τῷ ἀνθρώπῳ εἰκὼν δὲν ὑπέστη ἐξασθένησιν ἢ ἀμαύρωσιν (ὅπερ, ἀπεναντίας, δέχεται ἡ Ὀρθόδοξος Θεολογία) διὰ τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀνυπακοής. Δέχεται ἁπλῶς (καὶ κατὰ συμφωνίαν πρὸς τὴν ὀρθόδοξον πίστιν) τὴν ἀφαίρεσιν τῶν ἐπιπροσθέτων δώρων τῆς χάριτος, τῆς ἀρχεγόνου δικαιοσύνης (ὑπὸ ὄρους ἀθανασία, ἀκακία, ἀπονία).

ΛΕ. Πνεῦμα ἱεροκρατικόν (κληρικαλισμός), ἐξύψωσις τοῦ κλήρου ὑπὲρ τὸν λαόν, ὅπερ καὶ καθίσταται φανερὸν καὶ ἐν τῇ «λειτουργίᾳ» των, καθ’ ἣν οἱ παπισταὶ «ἱερεῖς» διαρκῶς εἰσι ἐστραμμένοι πρὸς τοὺς ἐκκλησιαζομένους, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ὄντας Λειτουργοὺς τοῦ Ὑψίστου, οἵτινες, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, εἶναι ἐστραμμένοι μετὰ τῶν πιστῶν κατὰ ἀνατολάς, συμπροσευχόμενοι.

ΛΣΤ. Γονυκλισία κατὰ τὰς Κυριακάς. Ὁ κ΄ κανὼν τῆς α΄ οἰκουμενκὴς Συνόδου ἐπισημαίνει τὸ ἄτοπον τῆς κατὰ Κυριακὰς γονυκλισίας καὶ καθορίζει: «ἐπειδή τινές εἰσιν ἐν τῇ Κυριακῇ γόνυ κλίνοντες ... ἑστῶτας (ἤτοι ὀρθίους) ἔδοξε τῇ ἁγίᾳ Συνόδῳ τάς εὐχὰς ἀποδιδόναι τῷ Θεῷ». Ἂς συνετισθῶμεν, οὖν, καὶ ἡμεῖς οἱ ὀρθόδοξοι, οἱ τοιοῦτον ἀτόπημα πράττοντες καὶ δὴ ἐν ἐκκλησίαις.

ΛΖ. Ἐπιτρέπουσι οἱ παπικοὶ τὴν μετάληψιν αἵματος καὶ πνικτοῦ, ἐπὶ καταφανῆ καταπατήσει τοῦ Εὐαγγελίου («ἀπέχεσθαι εἰδωλοθύτων καὶ αἵματος καὶ πορνείας» Πρ. ιη΄, 19) καὶ τῶν ἱερῶν κανόνων (ξγ΄ ἀποστολικός, καὶ β΄ τῆς ἐν Γάγγρα).

ΛΗ. Ἠρνήθησαν τὸν ἐξ ἀρχαίας Παραδόσεως καθιερωμένον τρόπον τελέσεως τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ διὰ τριῶν ἡνωμένων δακτύλων (ἀντίχειρος, δείκτου, μέσου) καὶ μὲ φοράν: ἄνω εἰς τὸ μέτωπον, κάτω εἰς τὴν κοιλίαν, δεξιὸς ὦμος, ἀριστερὸς ὦμος. Ποιοῦσι δὲ τοῦτο διὰ τῶν τεσσάρων δακτύλων καὶ μὲ φοράν: ἄνω, κάτω, ἀριστερά, δεξιά.

ΛΘ. Τὸ ἔτος 1582 μετεῤῥύθμισαν τὸ πατροπαράδοτον Ἰουλιανὸν (ἐπινοηθὲν ὑπὸ Σωσιγένους καὶ χρησιμοποιηθὲν ὑπὸ Ἰουλίου Καίσαρος) ἡμερολόγιον (ἐποίησαν τοῦτο ἀκριβέστερον καὶ προσέθεσαν τὰς ἐλλειπούσας ἐκ τοῦ ἀνακριβοῦς Ἰουλιανοῦ ἡμέρας), ὀνομάζοντες τὸ Νέον ἡμερολόγιον Γρηγοριανόν (ἐκ τοῦ ἐφαρμόζοντος τὴν καινοτομίαν πάπα Γρηγορίου ιγ΄). Ὡσαύτως δέ, μετέτρεψαν τὸν τρόπον εὑρέσεως τοῦ Πάσχα καὶ συνεπῶς τὸν Πασχάλιον κύκλον, συνεορτάζοντες πολλάκις μετὰ τῶν Ἑβραίων, ἢ ἑορτάζοντες πρὸ αὐτῶν, ὑποπίπτοντες τοιουτοτρόπως εἰς τὰ ἀναθέματα τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου (ζ΄ κανών), τῆς ἐν Λαοδικεία Τοπικῆς (α΄ κανών) καὶ τῆς α΄ οἰκουμενικῆς (ὅρα Πηδάλιον, σελ. 8, ὑποσημείωσιν), ἥτις καὶ καθώρισε τὰ τοῦ αἰωνίου Πασχαλίου (ῥητέον δὲ ὅτι τὸ νέον Πασχάλιον ἀκολουθεῖ καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Φινλανδίας). Ἡ δὲ μεταῤῥύθμισις τοῦ ἡμερολογίου-καλενδαρίου, κατὰ συνακολουθίαν δὲ καὶ τοῦ ἐορτολογίου (ἣν καὶ ἀκολουθοῦσι ἀπὸ τὸ 1924 πολλαὶ ὀρθόδοξαι τοπικαὶ ἐκκλησίαι), καθὼς καὶ τοῦ Πασχαλίου, κατεδικάσθη ὑπὸ τριῶν πανορθοδόξων Συνόδων, τὰ ἔτη 1583, 1589, 1593, ἐπὶ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίου Γ΄ τοῦ Τρανοῦ.

Μ. Οἱ λατίνοι πρὸ πολλοῦ ἀπηγόρευσαν τὴν χρῆσιν τοῦ ἐπιφωνήματος Ἀλληλούϊα (Αἰνεῖτε τὸν Θεὸν) εἰς τὰς νηστισίμους ἡμέρας καὶ τὰς πενθίμους τελετὰς, περιορίζοντες αὐτὸ εἰς μόνας τὰς χαρμοσύνους

Σιγγίλιον Πατριαρχικὸν καὶ Συνοδικὸν κατὰ τὸ 1756. Αἰώνιος ἀναθεματισμὸς παρὰ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τοῖς δεχομένοις τὰ Παπικὰ μυστήρια καὶ λοιπὰ παρ’ αὐτῶν καινοτομιθέντα.

Σιγγίλιον Πατριαρχικὸν καὶ Συνοδικὸν κατὰ τὸ 1756.
Αἰώνιος ἀναθεματισμὸς παρὰ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τοῖς δεχομένοις
τὰ Παπικὰ μυστήρια καὶ λοιπὰ παρ’ αὐτῶν καινοτομιθέντα.


† ΚΥΡΙΛΛΟΣ. Ἐλέῳ Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικός Πατριάρχης.

Ἐντιμώτατοι Κληρικοὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ λοιποὶ εὐλαβέστατοι καὶ ὁσιώτατοι Ἱερομόναχοι, οἱ ψάλλοντες ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις χάρις ἡμῖν καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ. Ἡμεῖς ὅμως ὄπου ὁ Ἅγιος Θεὸς μᾶς ἠξίωσε νὰ εὑρισκώμεθα ἐνώπιον εἰς τοῦτον τὸν Ἀποστολικὸν καὶ Πατριαρχικὸν θρόνον κανονικῶς καὶ Ἀποστολικῶς εἰς τὸ νὰ φυλάτωμεν μετὰ θερμῆς Πίστεως καὶ εὐλαβείας τὴν Ὀρθόδοξον καὶ Ἁγιωτάτην Πίστιν, τὴν ὁποίαν παρελάβαμεν ἀπὸ τοῦς Ἁγίους Ἀποστόλους καὶ τὰς ἑπτὰ Ἁγ. Οικ. Συνόδους ὁμοίως καὶ τὰ ἑπτὰ Θεοπαράδοτα Δόγματα καὶ Μυστήρια τῆς Ἁγίας Μητρὸς ἡμῶν Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ αὐτὰ νὰ κρατῶμεν καθαρὰ καὶ ἀμόλυντα καθὼς ἄνωθεν καὶ ἐξ ἀρχῆς ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους τὰ παρέλαβεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπαρασάλευτα χωρὶς νὰ προσθέσῃ ἤ νὰ ἀφαιρέσῃ καὶ ἕνα ἰῶτα μέχρι τῆς σήμερον ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος ὡς ἄμωμος νύμφη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δυτικά αρνητικά στερεότυπα για τους Έλληνες από τον Μεσαίωνα έως σήμερα
Written By φιλίστωρ Ι. Β. Δ. 

του Θανάση Δ. Κωτσάκη, Ιστορικού (από το νέο Λόγιο Ερμή τ. 4)


Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση ο ελληνικός κόσμος ήλθε ουσιαστικά για πρώτη φορά σε στενή επαφή με τον λατινικό, σε μια συνύπαρξη με πολλαπλές παραμέτρους. Πέρα όμως από την πολιτισμική ώσμωση μεταξύ των δύο πλευρών (αφενός τις επιδράσεις του ελληνικού πολιτισμού στον ρωμαϊκό και αφετέρου την πρόσληψη ρωμαϊκών πρακτικών και θεσμών από την Ανατολή μέσω της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι δύο κόσμοι ήλθαν και σε σύγκρουση ήδη από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Παρατηρήθηκαν μάλιστα ανταγωνισμοί και προστριβές σε εκκλησιαστικό επίπεδο μεταξύ Παλαιάς και Νέας Ρώμης, που οδήγησαν στο σχίσμα μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων.

Οι σχέσεις μεταξύ Ανατολής – Δύσης επιδεινώθηκαν μετά τη μεγάλη μετανάστευση, που έλαβε χώρα από τον 3ο έως τον 5ο αι. μ.Χ., όταν τα γερμανικά φύλα κατέκλυσαν τη δυτική Ευρώπη και κατέλυσαν το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, καταλαμβάνοντας τη Ρώμη (476 μ.Χ.)(1). Παρά όμως τις επιδρομές, τις λεηλασίες και τις καταστροφές και στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, τα γερμανικά φύλα δεν κατόρθωσαν να επιβληθούν και εκεί. Επιφανή μέλη της κωνσταντινουπολίτικης αριστοκρατίας συγκρότησαν το «Πανελλήνιον», έναν φορέα με έντονο αντιγερμανικό προσανατολισμό, που είχε ως στόχο την εκδίωξή τους από την περιοχή, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε με τη λαϊκή εξέγερση του 400 μ.Χ. και την εξόντωση των Γότθων του πολεμάρχου Γαϊνά, που παρεπιδημούσαν στην Κωνσταντινούπολη(2).


Έκτοτε η βυζαντινή αυτοκρατορία θα συνεχίσει να βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τα γερμανικά φύλα και τις δυτικές ηγεμονίες, με αποκορύφωμα την ιδεολογική σύγκρουσή της με την αυτοκρατορία του Φράγκου ηγεμόνα Καρλομάγνου και των επιγόνων του, που διεκδικούσε για λογαριασμό της τον τίτλο της «ρωμαϊκής αυτοκρατορίας» (800 μ.Χ.). Θέλοντας μάλιστα να μονοπωλήσουν τον τίτλο αυτό, οι Δυτικοί ηγεμόνες αποκαλούσαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα απλώς «βασιλέα των Ελλήνων»(3) και όχι «των Ρωμαίων», και αυτός με τη σειρά του αποκαλούσε τον αυτοκράτορα της Δύσεως απλώς «ρήγα»(4) και τους Φράγκους «γένος βαρβάρων»(5).

Ο Λιουτπράνδος της Κρεμώνας και η εικόνα του για τους Βυζαντινούς


Στο πλαίσιο των διπλωματικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών ο Γερμανός αυτοκράτορας Όθων Α΄ (962-973), ιδρυτής της μετέπειτα Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, απέστειλε στην Κωνσταντινούπολη τον λομβαρδικής καταγωγής Λιουτπράνδο, επίσκοπο Κρεμώνας, ώστε να διαπραγματευτεί με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά το συνοικέσιο του γιου του, Όθωνα Β΄, με την αρχοντοπούλα Θεοφανώ. Η κακή ωστόσο συμπεριφορά που φαίνεται ότι επέδειξαν οι βυζαντινές αρχές απέναντι στον Λιουτπράνδο, λόγω του ότι πήγε εκεί ως εκπρόσωπος του Γερμανού ηγεμόνα, ενός σφετεριστή της ρωμαϊκής νομιμότητας, τον εξόργισε και έγραψε μια άκρως εμπαθή και σφόδρα επικριτική αναφορά για το ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη με τον λατινικό τίτλο: “De Legatione Constantinopolitana”. Το κείμενο αυτό, το οποίο απηχούσε πιθανότατα όχι μόνο τις προσωπικές του απόψεις αλλά και τις επικρατούσες στον δυτικό κόσμο αντιλήψεις, θεωρείται χρήσιμο για την ανίχνευση των ριζών του δυτικού ανθελληνισμού6. Σε αυτό οι Έλληνες παρουσιάζονται ως: «επιπόλαιοι», «ανόητοι», «κόλακες»,
«φιλάργυροι», «δόλιοι», «απατεώνες», «αναξιόπιστοι», «ψεύτες», «προδότες» κ.ά.(7), κάτι που ερμηνεύεται υπό το πρίσμα κάποιων «συμπλεγμάτων κατωτερότητας» από τα οποία διακατέχονταν οι τότε Δυτικοί απέναντι στην ακμάζουσα ανατολική αυτοκρατορία(8).

Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Λιουτπράνδο:
Ο Νικηφόρος είναι ένα πλάσμα πραγματικά τερατώδες, πυγμαίος με τεράστιο κεφάλι, με μάτια σαν του τυφλοπόντικα, με γενειάδα κοντή, πλατιά, πυκνή, ασπριδερή. Το μέτωπό του είναι ένα δάκτυλο πλατύ, η κόμη ατίθαση και άγρια στολίζει το άγριο πρόσωπο σαν να ήταν Ίοπας. Το δέρμα του είναι μαυριδερό σαν να ήταν Αιθίοπας. Είναι κοιλαράς με αδύνατους γλουτούς. Τα μπούτια είναι μεγάλα, δυσανάλογα με το κοντό του ανάστημα, τα πόδια του πλατιά. Φορούσε έναν παλιό χωριάτικο μανδύα, ξεφτισμένο και βρωμερό, και υποδήματα Σικυώνια. Ο λόγος του είναι θρασύς, αλλά ο νους του σαν της αλεπούς και σαv τον Οδυσσέα είναι επίορκος και ψευταράς(9). Επίσης, ο βυζαντινός αυτοκράτορας είναι: χωριάτης, κατσικοπόδαρος, κερατάς, γυναικωτός, μαλλιαρός, άξεστος, βάρβαρος, βάναυσος, «περπατά σαν γριά και έχει κατσικίσια μούρη»(10).

Συνεχίζοντας, ο Λιουτπράνδος αποφαίνεται:
Ο βασιλιάς των Ελλήνων είναι μαλλιαρός, φοράει χλαμύδα με μακριά μανίκια και γυναικείο μανδύα, είναι ψεύτης, απατεώνας, αδυσώπητος, πονηρή αλεπού, υπερόπτης, ψευδοταπεινόφρων, τσιγκούνης, πλεονέκτης, τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα και πίνει βάλνιον. Απεναντίας, ο βασιλιάς των Φράγκων είναι καλοκουρεμένος, δεν φοράει γυναικεία ρούχα, σκεπάζει το κεφάλι του, είναι ειλικρινής, δεν εξαπατά κανέναν, είναι πολυεύσπλαχνος όταν πρέπει, αυστηρός όταν χρειάζεται, πάντα πραγματικά ταπεινόφρων, ποτέ του φιλάργυρος, δεν τρώει σκόρδο, κρεμμύδια και πράσα για να κάνει οικονομία στα ζώα(11).

Επίσης:
Ο αυτοκράτορας «εξαπατά […] και δεν λέει σε κανέναν την αλήθεια. Έπραξε όμως όπως πράττουν πάντα οι Έλληνες!»(12).
«Των Αργείων η πίστη αβέβαιη: Λατίνε πρόσεξε καλά. Μην τους πιστέψεις και μην ακούς τα λόγια τους. Για να κερδίσει το Άργος πόσο ψευδορκεί!»(13).
«Η ψεύδορκος Ελλάδα»(14).
«Των Δαναών τους δόλους και τούτους πάντες να κρίνετε από ένα και μόνο έγκλημα»(15).
«Πόσο είναι έτοιμοι οι Έλληνες να ορκιστούν στο κεφάλι κάποιου άλλου»(16).
«Ο τσιγκούνικος δείπνος τους αρχίζει και τελειώνει με μαρούλια, που κάποτε έκλειναν τους δείπνους των προγόνων τους»(17).

Διαπιστώνεται λοιπόν στα τελευταία αυτά αποσπάσματα ότι γίνεται χρήση αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, προερχομένων από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, τα οποία, όπως αποδεικνύεται, ήταν εν χρήσει και κατά τον Μεσαίωνα. Η τελευταία μάλιστα φράση, αν και καθόλου κολακευτική για τους Έλληνες,
αποδεικνύει ότι οι Δυτικοί θεωρούσαν τους βυζαντινούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, δεδομένου ότι τους αντιμετώπιζαν ως μια ενιαία οντότητα. Οι δε αρνητικοί χαρακτηρισμοί εναντίον των Ελλήνων και ιδίως κατά του βυζαντινού αυτοκράτορα είναι εμφανώς υπερβολικοί και αποπνέουν εμπάθεια(18).

Έναν σχεδόν αιώνα λοιπόν προ του σχίσματος του 1054 διαπιστώνεται η ύπαρξη αρνητικών στερεοτύπων από την πλευρά των Δυτικών και δη των Γερμανών αναφορικά κυρίως με την αξιοπιστία των Ελλήνων και την εχθρότητά τους έναντι της Δύσεως. Από το 1054 και ύστερα θα προστεθεί στα παραπάνω και η μομφή του «σχισματικού» ή σπανιότερα του «αιρετικού», δεδομένου ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία δεν θεωρούσε τους Ορθοδόξους αιρετικούς, παρά μόνο σχισματικούς(19). Από τα τέλη δε του 11ου αιώνα, με τη διεξαγωγή της Α΄ Σταυροφορίας(20) και ιδίως μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας, οι σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών θα επιδεινωθούν δραματικά(21). Οι ηττημένοι μάλιστα Έλληνες θα αντιμετωπίσουν, πέρα από την καταπίεση, και τη χλεύη των Δυτικών κατακτητών, που τους θεωρούσαν μεταξύ άλλων «λαό γραφιάδων»(22).

Το Χρονικόν του Μορέως και η εικόνα του για τους Έλληνες

Η αντιπαλότητα μεταξύ «Ρωμαίων» (Ελλήνων) και Φράγκων (μεσαιωνικών Γάλλων) αποτυπώνεται και στο Χρονικόν του Μορέως, κείμενο του 14ου αιώνα, γραμμένο πιθανότατα από κάποιον γασμούλο(23) της Πελοποννήσου (στ. 758-761, 769):
Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς Ρωμαῖον εἰς λόγον εἴτε εἰς ὅρκον;
λέγουσιν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ στὸν Θεὸν πιστεύουν·
ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγοροῦν μας,
σκύλους μᾶς ὀνομάζουσι, ἀτοί τους ἐπαινοῦνται […]
Ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι(24).
Ἀκούσατε οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ὅσοι πιστεύετε εἰς Χριστόν, τὸ βάφτισμα φορεῖτε,
ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἀκούσετε ὑπόθεσιν μεγάλην,
τὴν κακοσύνην τῶν Ρωμαίων, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν.
Ποῖος νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτούς, ὅρκον νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ἀφῶν τὸν Θεὸν οὐ σέβονται, ἀφέντη οὐκ ἀγαποῦσιν;
ὁ εἷς τὸν ἄλλον οὐκ ἀγαπᾷ μόνον μὲ πονηρίαν.
(στ. 724-730)(25).

Αναφορικά με το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054), το Χρονικόν του Μορέως λέει:
Οἱ Φράγκοι γὰρ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πίστιν μίαν ἐκρατοῦσαν·
τῆς οἰκουμένης οἱ ἀρχιερεῖς, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
οἱ πατριάρχαι κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρῶτοι τῆς οἰκουμένης,
ἐπαῖρναν τὴν χειροτονίαν ἕκαστος ἀπὸ ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτον Πάπας κι ἀρχιερεὺς εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι,
Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτως τοὺς ὠνομάζαν,
– πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκομὴ τὸ κρατοῦσιν –
ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀπήρασιν τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων.
Ἀπ᾿ αὔτης τῆς ἀλαζονείας, τὴν ἔπαρσιν ὅπου εἶχαν
ἀφήκασιν τὸν ὄρδιναν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης,
καὶ στήκουν ὡς σχισματικοί, μόνι τὸ καῦχος ἔχουν.
Τηρήσετε, ἄρχοντες καλοί, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ἀλήθειαν οὐ κρατοῦσιν·
τὸν ὅρκον τους οὐδὲν κρατοῦν, οὐδὲ Θεὸν φοβοῦνται·
μόνον τὸ βάφτισμα ἔχουσι τὸ τῆς χριστιανωσύνης.
(στ. 789-804)(26)
Στα παραπάνω αποσπάσματα είναι επίσης έκδηλη η αντιπάθεια των Φράγκων έναντι των μεσαιωνικών Ελλήνων, οι οποίοι παρόλα αυτά θεωρούνταν από τους Δυτικούς ως ένας λαός με ιστορικό βάθος, που έχει ως πρόγονούς του τους αρχαίους Έλληνες (στ. 794-795, 797). Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι κινείται και η ευρέως διαδεδομένη στη Δύση παράδοση της δήθεν τρωικής καταγωγής πολλών δυναστικών οίκων της Ευρώπης, που θεωρούσαν εαυτούς απογόνους του Αινεία, οικιστή της Ρώμης, και βεβαίως αντιπάλου όλων των βασιλέων των Αχαιών, των ομηρικών ηρώων του ελληνικού κόσμου, άρα και του Βυζαντίου(27). Λίγα χρόνια δε μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς Τούρκους, στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Γερμανός προσκυνητής μοναχός Felix Faber σημειώνει: «Οι Λατίνοι και οι Έλληνες αλληλομισούνται σε τέτοιο σημείο, που όλες οι χριστιανικές νίκες κατά των Τούρκων θα είναι μάταιες, αν δεν εξοντωθούν πρώτα οι Έλληνες»(28).

«Ανθελληνικά» στερεότυπα Δυτικών από τους Νεώτερους Χρόνους μέχρι και την Ελληνική Επανάσταση

Το παραπάνω αρνητικό για τους Έλληνες μοτίβο θα επαναληφθεί ώς έναν βαθμό και στα έργα Δυτικών περιηγητών που επισκέφθηκαν το Αιγαίο κατά τον 16ο, 17ο και 18ο αιώνα, όπως και σε αυτά διαφόρων Δυτικών αξιωματούχων. Επί παραδείγματι:
Ο Βενετός μοναχός Paolo Sarpi (1552-1623) αποκαλούσε τους Έλληνες «απίστους» και έλεγε ότι χρειάζονται «λίγο ψωμί και πολύ ξύλο» (“poco pane e molte bastonate”) και ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως άγρια θηρία, να ταπεινώνονται συνεχώς και να εμποδίζονται από την εξάσκηση στα όπλα(29). Ο Ιταλός προσκυνητής Zuarllardo γράφει στα τέλη του 16ου αιώνα: «Δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι πολύ τους Έλληνες. Είναι γνωστοί εχθροί μας»30. Ο Γάλλος περιηγητής του Αιγαίου Jean Thévenot (1633-1667) σημείωνε ότι «Οι Έλληνες είναι φιλάργυροι, άπιστοι, προδότες, παιδεραστές, άκρως εκδικητικοί, υποκριτές και πολύ δεισιδαίμονες», καθώς και ότι «μισούν τους Καθολικούς περισσότερο από τους Τούρκους»(31).

Ο Γάλλος Ιησουίτης Robert Saulger (1637-1709) αποκαλούσε τους ορθοδόξους κατοίκους των Κυκλάδων «σχισματικούς» και «δεισιδαίμονες»(32), ενώ θεωρούσε ότι οι Έλληνες «είναι υπερήφανοι όταν υπερτερούν, αλλά ταπεινοί όταν χάνουν και γίνονται εξ ανάγκης κάποτε ψεύτες»(33). Επίσης, «είναι πανούργοι, λίγο φιλαλήθεις και ασταθείς στη φιλία τους. Γι’ αυτό στην Ανατολή θα σας κάνουν λόγο για την ελληνική απιστία ή θα σας πουν να πιστεύετε τα αντίθετα από εκείνα που λέγουν οι Έλληνες». Συμπληρώνει όμως ότι αυτά δεν ισχύουν για όλους, αφού γνώρισε στο Αρχιπέλαγος «πολλούς που ήταν εξαιρετικά ειλικρινείς, έντιμοι και σώφρονες»(34).
Θα πρέπει εδώ να υπογραμμιστεί, ότι τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι τα αντιπροσωπευτικότερα των Δυτικών συγγραφέων που αναφέρονται στους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς του Αιγαίου. Δεν είναι συνήθως ο ανθελληνισμός το πλέον κυρίαρχο στοιχείο στα κείμενά τους(35). Ωστόσο, η επανάληψη κατά τους Νεώτερους Χρόνους αρνητικών μεσαιωνικών στερεοτύπων για τους Έλληνες είναι κάτι που δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο. Το φαινόμενο αυτό εντάσσεται προφανώς στο γενικότερο κλίμα της εποχής στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο, όπου η εικόνα για τον Έλληνα δεν ήταν κατά κανόνα η θετικότερη(36). Αργότερα μόνο, με την εμφάνιση καλλιτεχνικών και ιδεολογικών ρευμάτων, όπως του Ρομαντισμού, θα αναζωπυρωθεί στη Δυτική Ευρώπη το ενδιαφέρον όχι μόνο για την αρχαία Ελλάδα, αλλά και για την τύχη των συγχρόνων, υποδούλων Ελλήνων. Πολλοί μάλιστα Δυτικοευρωπαίοι θα έλθουν ως εθελοντές να
Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΙ της Βαυαρίας

πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων κατά την Ελληνική Επανάσταση (1821-29), φαινόμενο που θα επαναληφθεί και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, στις κρητικές επαναστάσεις του 1866 και του 1896(37), καθώς και στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13)(38) , κυρίως από Ιταλούς Γαριβαλδίνους.

Από την άλλη, Δυτικοί ελληνιστές θα προαγάγουν σε σημαντικό βαθμό τα ελληνικά γράμματα (π.χ. ο Λουδοβίκος, βασιλιάς της Βαυαρίας και πατέρας του Όθωνα της Ελλάδος) και, παρά τη μονομερή εμμονή τους στην αρχαία Ελλάδα και την απόρριψη του βυζαντινού παρελθόντος, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πραγματικοί και θερμοί φιλέλληνες, δεδομένης και της έμπρακτης στήριξής τους στον ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα(39). Δεν εξέλιπαν ωστόσο και περιπτώσεις άλλων Δυτικοευρωπαίων αρχαιολατρών, που ήταν ταυτόχρονα και σφοδροί μισέλληνες, όπως ο Ολλανδός Κορνήλιος de Pauw, ο Πρώσσος Jacob Salomon Bartholdy, οι Άγγλοι William Gell και Thomas Thorthon(40), καθώς και οι επίσης Άγγλοι Richard Chandler και Charles Perry, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι «πολυμήχανος, πονηρός και πανούργος λαός» και ότι είναι «δόλιοι, απατεώνες και προδότες»(41). Ο πιο γνωστός πάντως διανοούμενος της κατηγορίας αυτής υπήρξε ο Αυστριακός Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861), ο οποίος μας έμεινε κυρίως γνωστός για τις θεωρίες του περί απουσίας οποιασδήποτε σχέσης μεταξύ των αρχαίων και των νεώτερων Ελλήνων(42). Επίσης, στα μέσα του 19ου αιώνα η εικόνα των Ελλήνων για μεγάλο τμήμα της δυτικοευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπήρξε άκρως αρνητική, δεδομένης της απροθυμίας της Ελλάδας για συμπαράταξή της με τον δυτικό συνασπισμό, που εξεστράτευσε εναντίον της Ρωσίας κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856), αλλά και της αποστολής Ελλήνων εθελοντών στο πλευρό των Ρώσων(43). Η γενικότερη πάντως εικόνα των Δυτικών για τον ορθόδοξο κόσμο δεν ήταν κατά κανόνα και η καλύτερη, σε αντιδιαστολή π.χ. με την εικόνα που είχαν πολλοί στη Δύση για τη μουσουλμανική, πλην όμως συμμαχική τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Δυτικοευρωπαϊκά και ιδίως γερμανικά αρνητικά στερεότυπα
για τους Έλληνες (τέλη 19ου – αρχές 21ου αι.)

Η ενασχόληση με το αρχαίο ελληνικό παρελθόν και η προαγωγή των ελληνικών γραμμάτων θα συνεχιστεί πρωτίστως από τα γερμανικά μορφωτικά και ερευνητικά ιδρύματα και κατά τον 20ό αιώνα, ωστόσο η γεωπολιτική σύγκρουση ανάμεσα στις δύο χώρες, οι οποίες βρέθηκαν σε αντίθετα στρατόπεδα κατά τη διάρκεια των δύο παγκοσμίων πολέμων, δεν θα ευνοήσει την εκδήλωση φιλελληνικών αισθημάτων και για τους σύγχρονους Έλληνες, παρόλο που δεν εξέλιπαν και αρκετές περιπτώσεις Γερμανών φιλελλήνων καθ’ όλο τον τελευταίο ενάμισι περίπου αιώνα. Ήδη από συστάσεως σχεδόν του γερμανικού κράτους, επί Bismarck (τέλη 19ου αι.), κάποιοι Έλληνες κατηγορούσαν τους Γερμανούς ότι στο πλαίσιο των γεωπολιτικών τους φιλοδοξιών επιθυμούσαν να διοικήσουν την Ελλάδα «ως επαρχία της Βαυαρίας», υπό το δόγμα του “Deutschland über Αlles”44. Σημειώνεται επίσης ότι ο σφιχτός εναγκαλισμός μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προ και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου δεν ήταν άσχετος με τη συστηματική εξόντωση του μικρασιατικού Ελληνισμού από τους Νεοτούρκους, που έγινε κατόπιν σχεδιασμών και προτροπών Γερμανών αξιωματικών – συμβούλων τους, όπως π.χ. του Liman von Sanders πασά, που
Liman von Sanders

αποκαλούσε τους Μικρασιάτες Έλληνες «εχθρικά στοιχεία, εμπνεόμενα με έξωθεν επαναστατικάς ιδέας», τα οποία θα έπρεπε να διωχθούν ανηλεώς(45). Κατά δε τη χιτλερική περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες που αναφέρουν ότι οι Έλληνες κατηγορούνταν ως «τεμπέληδες, καφενόβιοι κι αεριτζήδες», τους οποίους οι Γερμανοί έλεγαν ότι θα υποχρεώσουν να εργάζονται «όπως ξέρουν αυτοί να βάζουνε τους σκλάβους να δουλεύουνε»(46). Σήμερα, 70 χρόνια μετά, το σκηνικό αυτό επαναλαμβάνεται κατά κάποιο τρόπο, με μια άλλη όμως μορφή. Η στρατιωτική εισβολή του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα έχει κατά κοινή ομολογία αντικατασταθεί από τη γερμανική οικονομική διείσδυση, που φθάνει σε βαθμό υπονόμευσης της εθνικής μας κυριαρχίας, στο πλαίσιο μίας οιονεί ανασύστασης του γνωστού από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 «ζωτικού χώρου» της Γερμανίας (“Lebensraum”).

Επίσης, δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου, κυρίως ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «παράσιτα», «τεμπέληδες», «απατεώνες», «κλέφτες», «ψεύτες», «άχρηστους», «αναξιόπιστους», οι οποίοι θα πρέπει να τιμωρηθούν με σκληρά οικονομικά μέτρα ή και με την απώλεια τμήματος της εδαφικής τους επικράτειας (π.χ. κάποιων νησιών(47) ή ακόμη και της ίδιας της Ακρόπολης!(48), κατά προτίμηση προς όφελος της Τουρκίας(49). Παρόμοιου τύπου δημοσιεύματα έχουν εντοπιστεί και σε άλλες χώρες, όπως στη Δανία και σε άλλες σκανδιναβικές χώρες, δευτερευόντως στην Αγγλία και σπανιότερα στη Γαλλία(50), πρωτίστως όμως ίσως στην Ολλανδία, όπου, πέραν των παραπάνω, οι Έλληνες έχουν παρουσιαστεί και ως «εφευρέτες» του ομοφυλοφιλικού σεξ(51). Συχνά δε Έλληνες μετανάστες που διαβιούν στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο και τη Σκανδιναβία, αντιμετωπίζουν τη χλεύη και τις υβριστικές επιθέσεις μιας όχι ασήμαντης μερίδας των εκεί ιθαγενών πληθυσμών(52).
Αυτού του είδους όμως η πολεμική δεν περιορίζεται μόνο έναντι των Ελλήνων, αν και ο λαός μας αποτελεί κατά το τελευταίο διάστημα την προμετωπίδα των λαών που αντιμετωπίζονται απαξιωτικά, κυρίως από κύκλους του προτεσταντικού Βορρά. Λαοί κυρίως μεσογειακοί και καθολικοί, με όχι ιδιαίτερα μεγάλη έφεση στην οικονομική ανάπτυξη(53), αντιμετωπίζονται ως Ευρωπαίοι β΄ κατηγορίας, υφιστάμενοι αφενός τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης αφετέρου δε τη χλεύη κάποιων βορείων εταίρων τους στην Ευρώπη, που τους έχουν αποδώσει χαρακτηρισμούς, όπως του «οκνηρού», του «παρασίτου», του «γουρουνιού» κ.ά.(54), θεωρώντας παράλληλα ότι είναι «αμαρτωλοί», που θα πρέπει να «σωφρονιστούν»(55).

Η ύπαρξη των παραπάνω στερεοτύπων αποτελεί προφανώς προϊόν συνδυασμών διαφόρων παραμέτρων: αφενός των τρεχουσών πολιτικο-οικονομικών συνθηκών και αφετέρου της διαφορετικής ψυχοσύνθεσης, νοοτροπίας και ιστορικού και πολιτισμικού υποβάθρου μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Φαίνεται λοιπόν ότι έχει κατά κάποιο τρόπο διαμορφωθεί στην Ευρώπη ένα ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα στον προτεσταντικό Βορρά και τον καθολικό (και ελληνορθόδοξο) Νότο, κάτι που, όμως, λόγω της βαθμιαίας διάδοσης της οικονομικής κρίσης και βορείως των Άλπεων, αρχίζει και υποχωρεί, αν και ίσως όχι στον αναμενόμενο βαθμό.
Επιπλέον, το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι μεν χώρα ευρωπαϊκή, όχι όμως και κατ’ ουσίαν δυτική(56), καθότι ορθόδοξη, φαίνεται ότι δεν δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ιδιαίτερα φιλικών προς αυτήν αισθημάτων από την πλευρά δυτικών κύκλων που επηρεάζουν ώς ένα βαθμό την εκεί κοινή γνώμη, κάποιοι εκ των οποίων τη συνδέουν ή την ταυτίζουν με την εχθρική γι’ αυτούς Ρωσία(57), μιλώντας μάλιστα για «σλαβορθόδοξο» πολιτισμό(58), ενώ έχει γίνει λόγος και για την ύπαρξη μίας «ανίερης συμμαχίας»(59) ή ενός «άξονα του κακού» των ορθοδόξων Ελλήνων και των Σέρβων κατά την περίοδο των πολέμων της πρώην Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του ‘90 (60). Επίσης, στον γερμανικό τύπο της εποχής είχε ανασυρθεί από το χρονοντούλαπο της ιστορίας η θεωρία του Fallmerayer, για προφανείς λόγους, και κυκλοφορούσαν χάρτες που παρουσίαζαν την Ελλάδα ως ένα συνονθύλευμα λαών, με τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου να ανήκουν στην Τουρκία(61).
Ανάλογα βεβαίως φαινόμενα καχυποψίας και εχθρότητας απέναντι στους Δυτικούς, και δη τους Γερμανούς, έχουν παρατηρηθεί κατά το παρελθόν και από την πλευρά κάποιων Ελλήνων ορθοδόξων, δεδομένων των πολλών συσσωρευμένων αρνητικών τους εμπειριών από τη μακραίωνη συνύπαρξή τους με τον δυτικό κόσμο. Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των παραπάνω θα μπορούσε να ερμηνευθεί το φαινόμενο της ύπαρξης σήμερα στην Ευρώπη ορισμένων αρνητικών στερεοτύπων για τους Έλληνες, σε συνάρτηση βεβαίως και με το γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων του Ελληνισμού με τη Δύση.

Ωστόσο, οι λαοί της Δύσης, μεταξύ των οποίων και τμήματα των πληθυσμών του ευρωπαϊκού βορρά(62), αρχίζουν και αντιλαμβάνονται πλέον τα πραγματικά αίτια της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναπτύσσοντας μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις φιλελληνικά αισθήματα, ακόμη και φιλελληνική δράση: π.χ. το κίνημα “Je suis Grec” («Είμαι Έλληνας») (63), που έχει αναπτυχθεί στη Νάντη της Γαλλίας από τα τέλη του 2011, το οποίο έχει εξαπλωθεί και σε άλλες χώρες, αποτελεί το πρώτο ίσως σημαντικό παράδειγμα στην Ευρώπη κινήματος αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό. Επίσης, από τον Φεβρουάριο του 2012 Ιταλοί δήμαρχοι προσφέρουν συμβολικά τον μισθό τους υπέρ του ελληνικού λαού, στο πλαίσιο της φιλελληνικής κίνησης αλληλεγγύης “Magna Grecia” («Μεγάλη Ελλάδα»)(64).

O ελληνικός πολιτισμός και οι πανανθρώπινες αξίες τις οποίες αυτός πρεσβεύει μπορούν να αποτελέσουν μια ρεαλιστική, εναλλακτική, οικουμενικού χαρακτήρα πρόταση απέναντι στο ατομοκεντρικό προτεσταντικό αξιακό σύστημα και την εργαλειακή αγγλοσαξωνική σκέψη, προϊόν της οποίας αποτελεί το κυρίαρχο σήμερα ανθρωποβόρο κοινωνικο-οικονομικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο του προτάγματος του ατομικού κέρδους. Η πάλη λοιπόν σήμερα δεν γίνεται ανάμεσα στους Έλληνες και στους Δυτικούς, αλλά ανάμεσα στους λαούς και στους παγκόσμιους οικονομικούς ολιγάρχες και δυνάστες τους. Το αίτημα για επιστροφή στις αξίες του ελληνικού πολιτισμού φαντάζει πλέον ολοένα και πιο επιτακτικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα, κάτι που συντελεί στο να έλθουν πιο κοντά οι Έλληνες με τους λαούς της Εσπερίας, αντιπαρερχόμενοι τις όποιες προκαταλήψεις και τα πάθη του παρελθόντος.

Σημειώσεις

1. Τ. Λουγγής, «Το ανατολικό χριστιανικό κράτος (395-518)», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Ζ΄, Βυζαντινός Ελληνισμός – Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι, σσ. 127-128.
2. Ό.π., σσ. 98-100.
3. Ι. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 529.
4. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη του Νικηφόρου Φωκά, Αθήνα 1997, σ. 26.
5. Ε. Γλύκατζη–Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα 1997, σσ. 60, 72.
6. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σ. 21.
7. Ό.π., σσ. 42-44, 62.
8. Καραγιαννόπουλος, σ. 528. – Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σ. 21.
9. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σσ. 26-27.
10. Ό.π., σ. 31.
11. Ό.π., σ. 50.
12. Ό.π., σ. 44.
13. Ό.π., σ. 62.
14. Ό.π., σ. 62.- Γιουβενάλης, 10, 174.
15. Ό.π., σ. 43.- Βιργίλιος, Αινειάδα, 2, 65.
16. Ό.π., σ. 46.- Γιουβενάλης 6, 16.
17. Ό.π., σ. 67.- Μαρτιάλης, 13, 14.
18. Αργότερα όμως ο ίδιος ο συγγραφέας θα ανασκευάσει ουσιαστικά όσα γράφει, με το έργο του «Ανταπόδοσις», αναφερόμενος με σαφώς θετικά λόγια για τον κόσμο του Βυζαντίου: βλ. Λιουτπράνδος της Κρεμώνας, σσ. 81-95.
19. Όμως και οι Έλληνες από τη δική τους πλευρά θεωρούσαν τους Δυτικούς «μιαρούς», «ακαθάρτους» και «αιρετικούς» και δεν αναγνώριζαν την εγκυρότητα των εκκλησιαστικών τους μυστηρίων: βλ. Δ. Πασχάλης, «Η Δυτική Εκκλησία είς τας Κυκλάδας», Ανδριακά Χρονικά 2-3 (1948), σ. 6. – Θ. Παπαδόπουλος, «Καθολικοί και Ορθόδοξοι στις Κυκλάδες», Επετηρίς Εταιρείας Κυκλαδικών Μελετών 15 (1994), σ. 171.
20. Π. Γουναρίδης, «Η εικόνα των Λατίνων την εποχή των Κομνηνών», Σύμμεικτα 9 (1994), σ. 160.
21. Γλύκατζη–Αρβελέρ (1997), σσ. 116-122.
22. Αμέσως μετά την πτώση της βασιλεύουσας το 1204, οι Λατίνοι κατακτητές, θέλοντας να γελοιοποιήσουν τους ηττημένους, φορούσαν φαρδιά φορέματα και φτιασίδια και κρατούσαν χαρτιά στα χέρια τους, θεωρώντας ότι οι Βυζαντινοί ήταν ένας «λαός από γραφιάδες»: βλ. Γουναρίδης, σ. 171.
23. Γασμούλοι, βασμούλοι ή μπαστάρδοι ονομάζονταν όσοι είχαν πατέρα Λατίνο και μητέρα Ελληνίδα, φαινόμενο όχι σπάνιο για το λατινοκρατούμενο Αιγαίο του ύστερου Μεσαίωνα: βλ. P. Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, Αθήνα 1998, σσ. 469-470.
24. Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήνα 2005, σ. 35. – Θ. Σανσαρίδου–Hendrickx, Εθνικισμός και εθνική συνείδηση στον Μεσαίωνα με βάση το Χρονικό του Μορέως, Θεσσαλονίκη 2007, σσ. 57-58.
25. Το Χρονικόν του Μορέως, σσ. 33-34.
26. Ό.π., σ. 36.
27. Ε. Γλύκατζη–Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, Αθήνα 2009, σσ. 222-223.
28. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Α΄, Αθήνα 1981, σ. 147.
29. Πασχάλης, σ. 18.
30. Σιμόπουλος, ό.π., σ. 147.
31. Πασχάλης, σσ. 18-19.
32. R. Saulger, Ιστορία των αρχαίων Δουκών και λοιπών ηγεμόνων του Αιγαίου Πελάγους, Paris 1698, μετάφραση Α. Καράλης, Ερμούπολη 1878, σσ. 42-43.
33. B. Slot, «Ο ιεραπόστολος Robert Saulger (1637-1709), ιστοριογράφος των Κυκλάδων», Μνημοσύνη 6 (1976-1977), σ. 139.
34. Μ. Ρούσσος–Μηλιδώνης, Ιησουίτες του 17ου και 18ου αιώνα περιγράφουν το Αιγαίο, Αθήνα 1989, σ. 54.
35. Υπάρχουν και παραδείγματα φιλελληνικής οπτικής Δυτικών περιηγητών του 17ου και 18ου αιώνα: «Ας θυμόμαστε γενναιόψυχα ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που υπερασπίζονται την πίστη και ότι η Δύση την δέχθηκε εν μέρει από αυτούς»: βλ. Μ. Ρούσσος–Μηλιδώνης, Η Τουρκοκρατούμενη “Ελλάδα” μέσα από ανέκδοτα έγγραφα Ιησουιτών του 17ου και 18ου αιώνα, τόμ. Α΄, Αθήνα 2002, σ. 50. Το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει το αντικείμενο μίας ξεχωριστής μελέτης.
36. Slot, σ. 133. Αναφέρεται επίσης ενδεικτικά ότι σε λαϊκό γερμανικό πίνακα του 17ου αιώνα, όπου καταγράφονταν τα προτερήματα και τα ελαττώματα των λαών της Ευρώπης, οι Έλληνες ταυτίζονταν με τους Τούρκους: βλ. Γλύκατζη–Αρβελέρ (2009), σσ. 75-76. Βεβαίως και οι Έλληνες από την πλευρά τους δεν έτρεφαν και τα καλύτερα των αισθημάτων για τους Δυτικούς, ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, κάτι που θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει το αντικείμενο μίας ξεχωριστής μελέτης.
37. Α. Παναγόπουλος, «Κοινοί αγώνες και θυσίες εναντίον του ξένου ζυγού – Ανεξαρτησία Ελλάδας και Ιταλίας», Επίκαιρα 75 (24-3-2011).
38. Δ. Χατζόπουλος, Οι Γαριβαλδινοί και η μάχη του Δρίσκου, Αθήνα 1914, σσ. 10-12.
39. M. Μήτσου, «Γερμανικός φιλελληνισμός», στο: Ο φιλελληνισμός στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Επτά Ημέρες (17-3-2002), σσ. 19-20.
40. Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τόμ. Γ1, σ. 180.
41. Ε. Μήτση, «Στη σκιά των μνημείων. Αρχαιολάτρες και αρχαιόσυλοι στην Ελλάδα του 18ου αιώνα», Σύγχρονα Θέματα 82 (2003), σ. 62.
42. Γ. Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Αθήνα 2006, σ. 403.
43. Η Ελλάδα, τελικά, ευρισκόμενη σε αντίθετο στρατόπεδο με τη Δύση, θα πληρώσει ακριβά την πολιτική συμμαχίας της με την ομόδοξη Ρωσία, υφιστάμενη μεταξύ άλλων την κατάληψη της Αθήνας και του Πειραιά από τα γαλλικά και βρετανικά στρατεύματα (1854-1857): βλ. Σ. Παπαδόπουλος, «Ο Κριμαϊκός Πόλεμος και ο Ελληνισμός», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. ΙΓ΄, σσ. 148, 165-166.
44. Θ. Δαμαλάς, «Επίλογος προς ανασκευήν των εν τη περί Νάξου ομιλία περί νεωτέρου Ελληνισμού κρίσεων του κ. Κουρτίου», στο: Νάξος. Ομιλία απαγγελθείσα μεν εν τω εν Βερολίνω επιστημονικώ συλλόγω την 21 Φεβρουαρίου 1846 υπό Ερνέστου Κουρτίου, Αθήνα 1889, σ. 72.
45. Μ. Ροδάς, Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Μυτιλήνη 1916 (επανέκδοση Αθήνα 1995), σσ. 81, 87.
46. Δ. Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, (1942), Αθήνα 1944, σ. 25.
47. Bild (27-10-2010), “Verkauft doch eure Inseln, ihr Pleite-Griechen”.
48. Bild (17-5-2011), “Muss Griechenland die Akropolis verkaufen?”.
49. «Παραλήρημα ανθελληνικής προπαγάνδας», newsbeast.gr (29-9-2011).
50. Σε μία περίπτωση οι Έλληνες παρουσιάζονται ως «τεμπέληδες», «απατεώνες», «διεφθαρμένοι» και «ομοφυλόφιλοι»: βλ. S. Guillon, “On a bien fait d’humilier les Grecs !”, Liberation (8-11-2011).
51. Ολλανδική τηλεόραση VARA (31-12-2010), μετάφραση: «Ελλήνων Ένωσις», http://www.youtube.com/watch?v=lVtiQu03fJc&feature=player_embedded
52. Γ. Αποστολίδης, «Μας αποκαλούν τεμπέληδες, μας χλευάζουν ακόμα και στα εστιατόρια», Έθνος της Κυριακής (4-3-2012).
53. Για το πώς συνδέεται κατά πολλούς η ανάπτυξη του καπιταλισμού με τον Προτεσταντισμό, σε αντιδιαστολή προς τον Καθολικισμό, βλ. M. Weber, Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μετάφραση Μ. Γ. Κυπραίος, Αθήνα 2000, σσ. 31-40.
54. J. Fleischhauer, “Italienische Fahrerflucht”, Der Spiegel (23-1-2012).
55. A. Frachon,“Et Dieu, dans la crise de l’euro?”, Le Monde (22-12-2011).
56. Ως Δύση θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε από ιστορική και πολιτισμική άποψη τις περιοχές της Ευρώπης όπου επικρατεί ο Καθολικισμός και ο Προτεσταντισμός, ενώ χρησιμοποιείται και το λατινικό αλφάβητο. Στη Δύση θεωρείται ότι ανήκουν ακόμη πολιτισμικά εξωευρωπαϊκές χώρες, κατοικούμενες ως επί το πλείστον από απογόνους Βορειοευρωπαίων αποίκων, όπως π.χ. οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία: βλ. Σ. Χάντιγκτον, Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης, Αθήνα 1999, σσ. 30-31, 217. Το γεγονός, επίσης, ότι, στο χρηματοδοτούμενο από την τότε ΕΟΚ βιβλίο Ευρωπαϊκής Ιστορίας (1990) του Γάλλου ιστορικού Jean Baptiste Duroselle, δεν συμπεριλαμβανόταν το Βυζάντιο, είναι ενδεικτικό των αντιλήψεων ορισμένων δυτικών κύκλων για τους Έλληνες.
57. Καραμπελιάς, σ. 409.
58. Χάντιγκτον, σσ. 31, 217-220, 223-224.
59. Β. Στοϊλόπουλος, «Η εικόνα της Ελλάδας στον γερμανικό τύπο τα τρία τελευταία χρόνια», Ελλοπία (Καλοκαίρι 1994), σ. 54.
60. H. Smith, “Greece faces shame of role in Serb massacre”, The Guardian (5-1-2003).
61. Στοϊλόπουλος, σσ. 54-56.
62. Zeit, (10-2-2012), “Lasst die Griechen in Ruhe!”. – Tageszeitung, (14-3-2012), “Demokratie statt Fiskalpakt!”.
63. http://jesuisgrec.blogspot.com.
64. http://www.forgreece.eu.
Βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΙ της Βαυαρίας

Liman von Sanders